Οἱ Οἰκουμενιστές πρόβατα ἤ ἐρίφια τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως;

Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

 

«Σεαυτὸν οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ»: Ἂν δὲν ἐλεήσεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς (Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)



 

κούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀπόκρεω (Ματθ. κε΄, 31-46), ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὁ Κύριος θὰ χωρίσει τοὺς ἀνθρώπους σὲ πρόβατα καὶ ἐρίφια καὶ τὰ μὲν θὰ στήσει ἐκ δεξιῶν Του (σωτηρία), τὰ δὲ ἐξ ἀριστερῶν Του (καταδίκη). Κριτήριο γιὰ αὐτὴ τὴν τοποθέτηση τῶν ἀνθρώπων θὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά τους ἀπέναντι στοὺς πεινασμένους, διψασμένους, ἀρρώστους, φυλακισμένους καὶ ξένους. Τὰ πρόβατα, οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί, δίνουν τροφὴ στοὺς πεινασμένους, νερὸ στοὺς διψασμένους, παρηγοριὰ καὶ συντροφιὰ στοὺς ἀρρώστους καὶ φυλακισμένους, φιλοξενία στοὺς ξένους καὶ γι’ αὐτὸ θὰ σωθοῦν. Τὰ ἐρίφια, τὰ κατσίκια, πράττουν τὸ ἀντίθετο καὶ γι’ αὐτὸ θὰ καταδικασθοῦν.

Σχεδὸν ὅλοι οἱ σημερινοί, καὶ ἰδιαίτερα οἱ Οἰκουμενιστές, κήρυκες αὐτῆς τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς τονίζουν τὴν κυριολεκτικὴ ἑρμηνεία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ προβάλλοντας τὸ καθῆκον τοῦ Χριστιανοῦ νὰ ἐλεεῖ καὶ νὰ βοηθάει τὸν συνάνθρωπό του, τονίζοντας παράλληλα τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, ἂν καὶ ὀρθή, αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἡμιτελὴς καὶ ἐπικίνδυνη, διότι ξεχνοῦν νὰ τονίσουν ὅτι:

α) ὅλα αὐτὰ γίνονται εἰς τὸ ὄνομα τῆς Πίστεως καὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὄχι ἑνὸς φιλοσοφικοῦ οὑμανισμοῦ καὶ μίας κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Ὅταν ἕνας μασόνος, ἢ ἕνας ἀρνητὴς τῆς Πίστεως, ἢ ἕνα ἄθεο σύστημα πράττει φιλανθρωπικὸ ἔργο, αὐτὸ δὲν τοὺς κατατάσσει στὶς τάξεις τῶν προβάτων. Διότι ὅπως «ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων» (Ιακ. β΄ 20) της ἀγάπης, εἶναι νεκρή, ἔτσι καὶ τὰ ἔργα ἄνευ τῆς πίστεως εἶναι νεκρά. Μία διαφορετικὴ θεώρηση τῶν πραγμάτων ὑποβιβάζει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν καθιστᾶ ἕναν φιλανθρωπικὸ ἐκκοσμικευμένο ὀργανισμό.

β) καὶ πιὸ σημαντικό: Ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς νὰ ὑποβαθμίζουν καὶ νὰ ἀναιροῦν τὴν ἑρμηνεία τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης, τὴν συνοδεύουν μὲ τὴν πνευματικὴ ἑρμηνεία τῆς περικοπῆς, στὴν ὁποία ἡ βρώση, ἡ πόση, ἡ ἐπίσκεψη, ἡ φιλοξενία καὶ ἡ παρηγοριὰ εἶναι ἡ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας καὶ ὁ εὐαγγελισμὸς τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Κύριος λέει: «γέγραπται, οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» [Ματθ. δ΄ 1-4]. Δὲν τρέφεται ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ ψωμί, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ζωοποιὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἂν συμβεῖ τὸ ἀντίθετο διαστρεβλώνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ Αὐτόν: «οι χιλιάδες άνθρωποι μόλις χόρτασαν την κοιλιά τους έπαθαν μια φοβερή αλλοίωση. Δηλαδή: Ενώ πριν διψούσαν και πεινούσαν για τον Χριστό μόλις έφαγαν και χόρτασαν, έφυγε το ενδιαφέρον για τον Χριστό και επικεντρώθηκαν στο ψωμί. Έγινε μετατόπιση της προσοχής, της επιθυμίας και του ενδιαφέροντός τους. Ο χορτασμός της κοιλιάς διέστρεψε την πνευματική δίψα για τον Χριστό σε υλική δίψα για τροφή. Ο Λόγος του Θεού είναι πνεύμα και γεμίζει την ψυχή, το ψωμί είναι ύλη και γεμίζει το σώμα. Όταν η επιθυμία για το ένα υπερισχύσει έναντι του άλλου τότε το καλύπτει. Αυτό δεν γίνεται μόνο με την υλική τροφή αλλά με κάθε επιθυμία για κάθε πράγμα. Αυτή η διαστροφή προκαλεί το πρώτο χτύπημα στη διαδικασία της πνευματικής τύφλωσης. Ο διάβολος δεν ανακόπτει την ορμή της ψυχής μας αλλά την κατευθύνει αλλού, μακριά από τον Θεό. Τότε αφού την εξαντλήσει χωρίς αντίσταση, με ευκολία την παγιδεύει στα δίχτυα του.

Την επομένη ημέρα, ο έκπληκτος, με τον πολλαπλασιασμό των άρτων και των ιχθύων, χορτασμένος όχλος, αναζητούσε τον Ιησού για να κάνει «συμφωνία» μαζί του. Ήρθαν στην Καπερναούμ και βρήκαν τον Ιησού και τους μαθητές στην συναγωγή. «Εμείς θα σε κάνουμε βασιλιά και εσύ θα μας ταΐζεις για πάντα, όπως ο Μωυσής τάιζε τους προγόνους μας στην έρημο». «Και ευρόντες αυτόν πέραν τής θαλάσσης, είπον προς αυτόν· ραββί, πότε ήλθες εδώ. Απεκρίθη προς αυτούς ο Ιησούς και είπεν· Αληθώς, αληθώς σάς λέγω, με ζητείτε, ουχί διότι είδετε θαύματα, αλλά διότι εφάγετε εκ τών άρτων και εχορτάσθητε» (Ιω. 6:25). Όταν ζήτησαν τον Χριστό, ο Χριστός τους έδωσε και την τροφή. Όταν όμως πήγαν στον Χριστό για να ζητήσουν να τους δίνει για πάντα ψωμί τότε έχασαν και το ψωμί και τον Χριστό. «Με ζητείτε, ουχί διότι είδετε θαύματα, αλλά διότι εφάγετε εκ τών άρτων και εχορτάσθητε… Εργάζεσθε μη δια την τροφήν την φθειρομένην, αλλά δια την τροφήν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον» (π. Χαράλαμπος Γκιόκας, ἐδῶ).

Ὅταν λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τρέφει τὸν ἄνθρωπο μόνο ὑλικὰ καὶ ὄχι πνευματικὰ ἢ διεστραμμένα πνευματικά, τότε ἡ πίστη στὸν Θεὸ παίρνει τραγικὲς καὶ ἐπιζήμιες διαστάσεις.

Καὶ γιὰ νὰ μὴν κουράζω τὸν ἀναγνώστη, ὁ απόστολος Παῦλος, οἱ Πατέρες καὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας τονίζουν συνέχεια, ὅτι ὄχι μόνο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ ἡ ψυχὴ πεινάει, διψάει, ἀσθενεῖ, φυλακίζεται, εἶναι ξένη καὶ ἔρημη.

Σχετικὰ λοιπόν, μὲ αὐτὴ τὴν δεύτερη ἑρμηνεία γράφει ὁ ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς «Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξωτερικὴ ἑρμηνεία. Ἡ δεύτερη ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν Χριστὸ μέσα μας. Σὲ κάθε καθαρὴ σκέψη ποὺ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, σὲ κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα τῆς καρδιᾶς μας καὶ σὲ κάθε ὑψηλὴ φιλοδοξία κι ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μας γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ ἀγαθοῦ, ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται μέσα μας μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅλες αὐτὲς τὶς ἁγνὲς σκέψεις, τὰ εὐγενικὰ συναισθήματα καὶ τὶς ὑψηλὲς φιλοδοξίες, τὶς ὀνομάζει ἐλαχίστους ἀδελφούς Του. Τὰ ὀνομάζει ἔτσι ὅλ᾽ αὐτά, ἐπειδὴ βρίσκονται μέσα μας σὲ μία ἀσήμαντη μειονότητα σὲ σύγκριση μὲ τοὺς μεγάλους ἐσωτερικοὺς ἀγροὺς ποὺ εἶναι γεμάτοι ἀπορρίμματα καὶ κακία. Ἂν ὁ νοῦς μας πεινάει γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ταΐσουμε, εἶναι σὰν νὰ τρέφουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ἂν ἡ καρδιά μας εἶναι γυμνὴ ἀπὸ κάθε ἀγαθὸ κι εὐγενικὸ πράγμα ποὺ ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ τὴν ντύσουμε, εἶναι σὰν νὰ ντύσαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας. Ἂν ἡ ψυχή μας εἶναι ἄρρωστη καὶ φυλακισμένη ἀπὸ τὴν κακή μας ὕπαρξη καὶ τὰ κακά μας ἔργα καὶ τὸ ἀντιληφθοῦμε αὐτὸ καὶ τὴν ἐπισκεφτοῦμε, τότε εἶναι σὰ νὰ ἐπισκεφτήκαμε τὸν Χριστὸ μέσα μας… Ὁ νοῦς τῶν ἁμαρτωλῶν ἦταν σκοτισμένος, ἡ καρδιά τους σκληρὴ κι ἡ ψυχή τους εἶχε κακὴ διάθεση πρὸς ἐκείνους ποὺ πεινοῦσαν, διψοῦσαν, ἦταν γυμνοί, ἄρρωστοι καὶ φυλακισμένοι στὴ γῆ. Μὲ τὸ σκοτισμένο τους νοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν πὼς ὁ Χριστὸς τοὺς καλοῦσε νὰ ἐλεήσουν τοὺς φτωχοὺς καὶ βασανισμένους ἀδελφούς τους. Ἡ σκληρὴ καρδιά τους δὲν μαλάκωνε μὲ τὰ δάκρυα τῶν ἄλλων. Οὔτε καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του ἄλλαζε τὴν κακοπροαίρετη ψυχή τους, γιὰ νὰ ἐπιθυμήσουν τὸ καλὸ καὶ νὰ τὸ κάνουν. Ἔτσι ὅπως ἦταν ἄσπλαχνοι στὸν Χριστό, μέσῳ τῶν ἀδελφῶν Του, ἦταν ἄσπλαχνοι καὶ στὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό τους. Μὲ τὸ ποὺ τοὺς ἐρχόταν κάποια ἁγνὴ σκέψη, τὴν ἐξαφάνιζαν θεληματικὰ καὶ τὴν ἀντικαθιστοῦσαν μὲ ἄλλες σκέψεις, ἀκάθαρτες καὶ βλάσφημες. Ξερίζωσαν κάθε εὐγενικὸ συναίσθημα ἀπὸ τὴν καρδιά τους καὶ τὸ ἀντικατέστησαν μὲ ἀσπλαχνία, λαγνεία καὶ ἰδιοτέλεια. Κάθε ἐπιθυμία ποὺ ἐκδηλωνόταν μέσα τους, γιὰ νὰ κάνουν κάποια καλὴ πράξη, ἀκολουθώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, τὴν καταπίεζαν ἀμέσως καὶ στὴ θέση της ἔβαζαν ἄλλη, πῶς νὰ κάνουν κακὸ στοὺς ἄλλους ἢ ν᾽ ἁμαρτήσουν, γιὰ νὰ προκαλέσουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τὸν ἐλάχιστο ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὸ δίκαιο ἄνθρωπο ποὺ βρισκόταν μέσα τους, τὸν σταύρωναν, τὸν σκότωναν, καὶ τὸν ἔθαβαν. Ὁ σκοτεινὸς Γολιὰθ ποὺ εἶχαν θρέψει, δηλαδὴ ὁ ἄδικος ἄνθρωπος μέσα τους ἢ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος, παρέμενε νικητὴς στὸ πεδίο τῆς μάχης» («Καιρός Μετανοίας» Ὁμιλίες Β΄, Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς).

Ἂν ὅλα τὰ παραπάνω ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, πόσο περισσότερο ἰσχύουν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀπίστους τῶν διαφόρων θρησκειῶν. Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι ἄνθρωποι, παιδιὰ τοῦ Θεοῦ κι αὐτοί, ποὺ ἡ ψυχή τους πεινάει γιὰ τὸν Θεά, ἀλλὰ ἀντὶ γιὰ τροφὴ παίρνουν ὑποκατάστατα παρασκεύασματα. Διψοῦν γιὰ τὸν Θεὸ ἀλλὰ τὸ ὕδωρ τὸ τρέχον δὲν ὑπάρχει νὰ τοὺς ξεδιψάσει. Εἶναι ἄρρωστοι, πνευματικὰ τυφλωμένοι, καθὼς ἡ ἀσθένεια τῆς πλάνης παραμένει καὶ θεραπεία δὲν ὑπάρχει. Εἶναι ξένοι καθὼς δὲν ἔχουν σπίτι, ἀφοῦ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἢ δὲν τὴν γνώρισαν ποτέ. Ἡ ψυχή τους εἶναι φυλακισμένη στὴν φυλακὴ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἀπιστίας, ὅπου φύλακας δεσμώτης εἶναι ὁ διάβολος. 

Καὶ ὅμως, ὅπως ὅλοι οἱ αἱρετικοί, καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς οὔτε ὡς τροφὴ τοὺς δίνουν τὸ κήρυγμα τοῦ Ἄρτου τῆς ζωῆς, οὔτε ὡς νερὸ τὸ τρεχούμενο εὐαγγελικὸ ὕδωρ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ξαναδιψάσει κανεὶς εἰς τὸν αἰῶνα, οὔτε τὴν ὀρθόδοξη Ἀλήθεια ὡς θεραπεία τῆς ἀσθένειας τους τοὺς προσφέρουν, οὔτε τὴν διὰ μέσου τῆς μετανοίας καὶ τοῦ βαπτίσματος τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν φυλακὴ τοὺς ἀναδεικνύουν, οὔτε τὴν ἐπιστροφὴ στὴν Ἐκκλησία ὡς λύση τῆς ξενίας τοὺς προσφέρουν. 

Ἀντιθέτως μὲ τὸ νὰ ἀναγνωρίζουν καὶ σ’ αὐτοὺς μυστήρια, ἱερωσύνη, ἀλήθεια, ὁδὸ σωτηρίας, κοινὴ παράδοση, ἐλπίδα σωτηρίας, ἐκκλησιαστικότητα καὶ ἁγιοσύνη, στὴν πραγματικότητα, μὲ τὸ νὰ τοὺς στεροῦν τὴν ἀνάγκη τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν Ἐκκλησία, τοὺς ἀφήνουν πεινασμένους, διψασμένους, ἀσθενεῖς, φυλακισμένους καὶ ἀστέγους. 

Γι’ αὐτὸ οἱ Οἰκουμενιστές (ὡς αἱρετικοί) ἀνήκουν στὰ ἐρίφια ποὺ θὰ τεθοῦν στὰ ἀριστερὰ τοῦ Κυρίου τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

Ὑποσημειώσεις:

1.    ὁ ἅγ. Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος στὴν ἐνάτη Κατήχησή του (S .C. 104, σελ. 114-118). ἀποσύρει τὴν προσοχή μας ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς ἐξωστρεφοῦς ἢ ἀκόμα καὶ ἀκτιβιστικῆς “φιλανθρωπίας” καὶ τὴν ἐπικεντρώνει στὸ μόνο μεγάλο θέμα, στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, στὴν φιλανθρωπία ποὺ ἀπαιτεῖται νὰ ἐπιδείξει καὶ νὰ προσφέρει ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀλλοτριωμένη, διψασμένη, πεινασμένη καὶ φυλακισμένη ἀπὸ τὰ πάθη ψυχή του. Καὶ καταλήγει μὲ τὸ τρομερὸ ἐπιγραμματικό: «Σεαυτὸν οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ: Ἂν δὲν ἐλεήσεις τὸν ἑαυτό σου, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς».

.   Σήμερα, ἐποχὴ τῶν μεγάλων παραχαράξεων ἀξίζει ἡ προσέγγιση στὴν πατερικὴ ΧΑΡΑΞΗ.

Τὸ πρωτότυπο κείμενο συνοδεύεται σὲ μερικὰ  κομμάτια ἀπὸ ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικά.

(π. Ἀθ. Σ. Λ.) 

.    Πῶς δὲ καὶ οἱ κατὰ τὸ δοκεῖν πτωχοὶ γεγονότες –ὥσπερ Χριστὸς ὁ Θεός, πλούσιος ὤν, ἐπτώχευσε δι᾿ ἡμᾶς, αὐτοὺς ἡμᾶς ἐλεοῦντες τὸν δι᾿ ἡμᾶς γενόμενον ὡς ἡμεῖς ἐλεεῖν λογιζόμεθα; Νόει μοι καλῶς τὸ λεγόμενον. Ἐγένετο ὁ Θεὸς διὰ σὲ πτωχὸς ἄνθρωπος, γενέσθαι χρεωστεῖς καὶ σύ, ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν, ὅμοιος ἐκείνῳ πτωχός. Πτωχὸς ἐκεῖνος κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, πτωχός σύ κατά τήν Θεότητα. Σκόπησον (ἐξέτασε) τοίνυν πῶς θρέψεις αὐτόν, πρόσεχε ἀκριβῶς.

.  Ἐπτώχευσεν ἵνα σὺ πλουτήσῃς, ἵνα σοὶ μεταδῷ τοῦ πλούτου τῆς χάριτος αὐτοῦ· διὰ τοῦτο σάρκα ἀνέλαβεν ἐκεῖνος, ἵνα μεταλάβῃς σὺ τῆς ἐκείνου Θεότητος. Ὅταν γοῦν σεαυτὸν πρὸς ὑποδοχὴν αὐτοῦ εὐτρεπίσῃς, τότε ὑποδεχθήσεσθαι αὐτὸν ὑπὸ σοῦ λέγεται. Ὅταν δὲ δι᾿ ἐκεῖνον πεινᾷς σὺ καὶ διψᾷς, τροφὴ ἐκείνῳ καὶ πόσις ταῦτα λογίζεται. Πῶς; Ὅτι διὰ τούτων καὶ τῶν τοιούτων ἔργων καί πράξεων καθαίρεις σου τήν ψυχήν καί τοῦ λιμοῦ καί τοῦ ῥύπου τῶν παθῶν ἀπαλλάττεις σαυτόν· καί ὁ ἀναδεξάμενός σε οὕτω καί ἰδιοποιησάμενος τά κατά σέ πάντα Θεός καί θεόν σε ποιῆσαι ἐπιποθῶν, ὡς ἐκεῖνος ἐγένετο ἄνθρωπος, ἅπερ ποιεῖς σεαυτῷ, ἐκεῖνος ταῦτα πανθάνειν λογίζεται καί λέγει· “Ἐφ᾿ ὅσον ἐποίησας τῇ ἐλαχίστῃ ψυχῇ σου, ἐμοί ἐποίησας”. (Ἐπτώχευσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ πλουτήσεις ἐσύ, γιὰ νὰ σοῦ μεταδώσει ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῆς Χάριτός Του. Γι᾽ αὐτὸ ἔλαβε σάρκα Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ μεταλάβεις ἐσὺ τῆς Θεότητος Ἐκείνου. Ὅταν λοιπόν εὐτρεπίσεις τὸν ἑαυτό σου πρὸς ὑποδοχή Του, τότε λέγεται ὅτι γίνεται ὑποδοχὴ σ᾽Αὐτὸν ἀπὸ σένα. Κι ὅταν γιὰ Ἐκεῖνον πεινᾶς ἐσὺ καὶ διψᾶς, τότε αὐτὰ [ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα] λογίζονται [θεωροῦνται, “πιάνονται”] γιὰ Ἐκεῖνον τροφὴ καὶ πόση. Πῶς; Διότι μ᾽ αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια ἔργα καὶ πράξεις καθαρίζεις τὴν ψυχή σου καὶ ἀπαλλάττεις τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸν λιμὸ καὶ τὸν ρύπο τῶν παθῶν. Καὶ ὁ Θεός ποὺ ἔτσι σὲ ἀναδέχθηκε καὶ πῆρε ἀπάνω του σὰν δικά του ὅλα ὅσα σὲ ἀφοροῦν καὶ ποθεῖ δυνατὰ νὰ σὲ κάνει θεό, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος, ὅ,τι κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου Ἐκεῖνος τὰ λογαριάζει πὼς τὰ παθαίνει ὁ Ἴδιος καὶ λέει: «Ἐφ᾽ ὅσον τὰ ἔκανες γιὰ τὴν ἐλαχίστη ψυχή σου, γιὰ μένα τά ᾽κανες»)

.   Διὰ ποίων γὰρ ἄλλων ἔργων οἱ ἐν σπηλαίοις καὶ ὄρεσι τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν, εἰ μὴ δι᾿ ἀγάπης πάντως καὶ μετανοίας καὶ πίστεως – πάντα γὰρ τὸν κόσμον ἀφέντες καὶ αὐτῷ μόνῳ ἀκολουθήσαντες, διὰ μετανοίας καὶ δακρύων ἐδέξαντό τε αὐτὸν καὶ ἐξένισαν, ἔθρεψάν τε καί διψῶντα ἐπότισαν -, ἄλλως δέ πάντες πάντως οἳ ἐκ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος υἱοὶ Θεοῦ χρηματίζουσιν, ἐλάχιστοι δὲ καὶ κατὰ κόσμον εἰσὶ καὶ πτωχοί; Οἱ οὖν γνόντες ἐν αἰσθήσει ψυχῆς ὅτι υἱοί γεγόνασι τοῦ Θεοῦ, οὐκέτι ἀνέχονται κόσμῳ καλλωπισθῆναι φθαρτῷ, ἐνδεδυμένοι γάρ εἰσι τὸν Χριστόν. Τίς δὲ ἀνθρώπων καταδέξεταί ποτε, πορφύρᾳ βασιλικῇ ἐστολισμένος, ῥυπῶντα και διερρωγότα χιτῶνα ἐπάνω ταύτης ἐνδύσασθαι; Οἱ δέ μὴ τοῦτο εἰδότες καὶ γυμνοί τοῦ βασιλικοῦ ὄντες ἐνδύματος, σπουδάσαντες δέ διά μετανοίας καί τῶν ἄλλων, ὡς εἴπομεν, ἀγαθοεργιῶν καί ἐνδυσάμενοι οὕτω τὸν Χριστόν, αὐτὸν ἐκεῖνον ἐνδύουσι τὸν Χριστόν· χριστοὶ γὰρ καὶ αὐτοί, ὡς υἱοί Θεοῦ ἀπό τοῦ θείου βαπτίσματος, πέλουσιν. Εἰ δέ μή τοῦτο ποιήσουσιν, ἀλλά τούς γυμνούς  μέν ἅπαντας, τούς ἐν τῷ κόσμῳ, ἐνδύσουσιν, ἑαυτούς δέ γυμνούς καταλείψουσι, τί ὠφέλησαν; (Ἂν ὅμως δὲν  τὸ κάνουν αὐτό, ἀλλὰ ντύσουν ὅλους γενικῶς τοὺς γυμνούς ποὺ εἶναι στὸν κόσμο καὶ ἀφήσουν (πνευματικὰ) γυμνοὺς τοὺς ἑαυτούς τους, τί ὠφελήθησαν;) Εἶτα πάλιν, ἀδελφοὶ Χριστοῦ οἱ βαπτισθέντες εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λεγόμεθα· καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ μέλη ἐσμέν αὐτοῦ.

.  Ἀδελφὸς οὖν ὑπάρχων αὐτοῦ καί μέλος, ἐὰν πάντας μὲν ἄλλους τιμήσῃς, ξενίσῃς, θεραπεύσῃς, σεαυτόν δέ παρίδῃς καί διά πάντων οὐκ ἀγωνίσῃ εἰς τό ἀκρότατον τῆς κατά Θεόν πολιτείας καί τιμῆς ἀνελθεῖν, ἀλλά λιμῷ ὀκνηρίας ἤ δίψει ῥᾳθυμίας ἤ φυλακῇ στενωτάτῃ τοῦδε τοῦ ῥυπαροῦ σώματος διά γαστριμαργίας ἤ φιληδονίας τήν σεαυτοῦ ψυχήν καταλείψῃς ῥυπῶσαν, αὐχμῶσαν, ἐν βαθυτάτῳ σκότει κειμένην ὡσεί νεκράν, οὐχί τόν τοῦ Χριστοῦ ἐνύβρισας ἀδελφόν; Οὐχί πεινῶντα αὐτόν καί διψῶντα κατέλιπες; Οὐχί φυλακῇ ὄντα οὐκ ἐπεσκέψω αὐτόν; Τοιγαροῦν καί διά τοῦτο ἀκούσεις· “Σεαυτόν οὐκ ἠλέησας, οὐκ ἐλεηθήσῃ”. (Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶσαι ἀδελφὸς καὶ μέλος Του, ἐὰν τιμήσεις τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς φιλοξενήσεις, καὶ τοὺς φροντίσεις καὶ συγχρόνως παραμελήσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν ἀγωνιστεῖς μὲ ὅλα τὰ μέσα νὰ ἀνέλθεις στὸ ἀκρότατο ἐπίπδεδο τῆς κατὰ Θεὸν πολιτείας καὶ τιμῆς, ἀλλὰ ἐγκαταλείψεις στὸν λιμὸ τῆς ὀκνηρίας ἢ στὴν δίψα τῆς ραθυμίας ἢ στὴν στενωτάτη φυλακὴ αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ ρυπαροῦ σώματος διὰ τῆς γαστριμαργίας ἢ φιληδονίας τὴν ψυχή σου βρωμερή, κατάξερη καὶ πεταμένη στὸ βαθύτατο σκοτάδι σὰν νεκρή, ἄραγε (μὲ ὅλα αὐτά) δὲν καταδικάζεις τὸν ἀδελφὸ τοῦ Χριστοῦ; Ἄραγε δὲν τὸν ἐγκατέλειψες ποὺ ἦταν πεινασμένος καὶ διψασμένος; Ἄραγε δὲν τὸν ἄφησες χωρὶς ἐπίσκεψη ποὺ ἦταν στὴν φυλακή; Χωρὶς ἄλλο λοιπὸν δικαιολογημένα θὰ ἀκούσεις: «Τὸν ἑαυτό σου δὲν ἐλέησες, δὲν θὰ ἐλεηθεῖς»).(Πηγὴ ἐδῶ).