Η ευσέβεια των αληθινών Ποιμένων είναι ανύπαρκτη στούς σημερινούς ποιμένες


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μᾶς ἐξηγεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους τῆς κατάπτωσης τῶν σημερινῶν ποιμένων


Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἐκπλήσσονται διαπιστώνοντας τὴν κατάπτωση τῶν σημερινῶν ποιμένων, ἀρχιερέων καὶ ἱερέων, μὴ δυνάμενοι νὰ ἐξηγήσουν καὶ νὰ κατανοήσουν, πῶς γίνεται, οἱ μέχρι τώρα φαινόμενοι εὐσεβεῖς ποιμένες, νὰ ἐμφανίζουν τέτοια ἀσέβεια καὶ ἀπιστία. Φυσικὰ ὁ λόγος τῆς ἀδυναμίας κατανόησης τοῦ φαινομένου αὐτοῦ εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ποιμνίου ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ διδασκαλία. Ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ ὀφείλεται στὴν συνειδητὴ ἀπόκρυψη τῆς ἱστορίας καὶ διδασκαλίας αὐτῆς ἐκ μέρους τῶν ποιμένων καὶ στὴν πνευματικὴ τεμπελιὰ τοῦ ποιμνίου νὰ βρεῖ αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ἀπὸ μόνο του.
Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Θεοῦ «οὐ δέδεται», ὅσο καὶ ἂν προσπαθοῦν οἱ ἐχθροί Του νὰ τὸν δέσουν, καὶ εἶναι ἐπίκαιρος καὶ διδακτικὸς εἰς τὸν αἰῶνα. Μία ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις, λοιπόν, στὸ ἐρώτημα τῆς αἰτίας τῆς κατάπτωσης τῶν ποιμένων, μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἕνας ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες. Στὸ ἐγκώμιό του στὸν Μ. Ἀθανάσιο (Λόγος κα΄, «Εἰς τὸν μέγαν Ἀθανάσιον ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας», PG 35, σελ. 1.083–1.128) στὰ κεφ. Η΄[8] καὶ Θ΄ [9]) ἀναφέροντας τὸν τρόπο ἐκλογῆς τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὸν ἀρχιεπισκοπικό/πατριαρχικὸ θρόνο Ἀλεξανδρείας, καὶ ἀφοῦ πρῶτα ἐξήγησε ὅτι, λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ, εἶχε σχεδὸν ἐκλείψει ἡ ἱερωσύνη καὶ ἔπνεε τὰ λοίσθια (ὅπως καὶ στὶς ἡμέρες μας) καὶ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξέλεξε τὸν Μ. Ἀθανάσιο γιὰ νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὴν ζωή, γράφει μεταξὺ ἄλλων ὁ Ἅγιος:

Ηʹ. «Ἔτσι λοιπόν, καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο μὲ τὴν ψῆφο παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι κατὰ τὸν πονηρὸν τρόπο ποὺ ἐπικράτησε ὕστερα, ὄχι μὲ φονικὸ ἢ τυραννικὸ τρόπο (σσ. ἄρα καὶ ἔτσι μποροῦν νὰ ἐκλεγοῦν ἐπίσκοποι), ἀλλὰ μὲ ἀποστολικὸ καὶ σύμφωνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνέβηκε στὸν θρόνο τοῦ ἀποστόλου Μάρκου, ὄντας διάδοχός του περισσότερο στὴν εὐσέβεια παρὰ στὸ ἀξίωμα. Διότι ὡς πρὸς τὸν ἀπόστολον Μᾶρκον ποὺ ἦταν ὁ πρῶτος Πατριάρχης, (ὁ Μ. Ἀθανάσιος) ἦταν πολὺ μακρυὰ χρονικά. Ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια ὅμως, ἦταν ἀκριβῶς μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Διότι αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ διαδοχή. Διότι ὅποιος ἔχει τὴν ἴδια γνώμη/πίστη κατέχει καὶ τὸν ἴδιο θρόνο, ἐνῶ ὅποιος ἔχει ἀντίθετη γνώμη/πίστη, δὲν κατέχει τὸν ἴδιο θρόνο. Ὁ πρῶτος ἔχει τὴν ἀληθινὴ διαδοχή, «δεύτερος μόνο τὸ ὄνομα. Διάδοχος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ προσπάθησε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις νὰ γίνει (σσ. ἐπίσκοπος), ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἀναγκάσθηκε. Διάδοχος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ παρανόμησε, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ προβλήθηκε ἀπὸ τὸν νόμο (σσ. τὸν Θεό). Οὔτε εἶναι διάδοχος ὁ ἐχθρὸς τῆς Πίστεως, ἀλλὰ ὁ κατέχων καὶ ὑπερασπίζων τὴν ἴδια Πίστη. Ἀλλιῶς ὀνομάζει κάποιος διάδοχον τῆς ὑγείας τὴν ἀσθένεια, τοῦ φωτός τὸ σκοτάδι, τῆς γαλήνης τὴν ζάλη, τῆς σύνεσης τὴν ἔκσταση».
«Οὕτω μὲν οὖν καὶ διὰ ταῦτα, ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατὰ τὸν ὕστερον νικήσαντα πονηρὸν τύπον, οὐδὲ φονικῶς τε καὶ τυραννικῶς, ἀλλ' ἀποστολικῶς τε καὶ πνευματικῶς, ἐπὶ τὸν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται, οὐχ ἧττον τῆς εὐσεβείας, ἢ τῆς προεδρίας διάδοχος· τῇ μὲν γὰρ πολλοστὸς ἀπ' ἐκείνου, τῇ δὲ εὐθὺς μετ' ἐκεῖνον εὑρίσκεται· ἣν δὴ καὶ κυρίως ὑποληπτέον διαδοχήν. Τὸ μὲν γὰρ ὁμόγνωμον καὶ ὁμόθρονον, τὸ δὲ ἀντίδοξον καὶ ἀντίθρονον· καὶ ἡ μὲν προσηγορίαν, ἡ δὲ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γὰρ ὁ βιασάμενος, ἀλλ' ὁ βιασθεὶς διάδοχος· οὐδὲ ὁ παρανομήσας, ἀλλ' ὁ προβληθεὶς ἐννόμως· οὐδὲ ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ' ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως· εἰ μὴ οὕτω τις λέγοι διάδοχον, ὡς νόσον ὑγιείας, καὶ φωτὸς σκότος, καὶ ζάλην γαλήνης, καὶ συνέσεως ἔκστασιν».
        Ὁ Μ. Ἀθανάσιος, λοιπόν, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἐκλέχθη ἀρχιεπίσκοπος μὲ τὴν ψῆφο παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ ὄχι κατὰ τὸν πονηρὸν τρόπο ποὺ ἐπικράτησε ὕστερα: δηλ. τὸν σημερινό, ποὺ πρὶν ἀκόμα τὴν ἐκλογὴ τοῦ ἀρχιερέως οἱ ἐφημερίδες γνωρίζουν ἀπὸ μῆνες(!) τὶς συνωμοσίες καὶ διαβουλεύσεις τῶν ἀρχιερέων, τὰ συμφέροντα καὶ τὰ διακυβεύματα καί, τελικά, ποιός θὰ πάρει τὸν θρόνο. Καὶ παράλληλα ὁ λαὸς μαντεύει καὶ τελικὰ μαθαίνει τὴν ἐκλογὴ ἀπὸ αὐτές. Αὐτός, ὅμως, κατὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶναι ὁ ἀποστολικὸς καὶ πνευματικὸς τρόπος, ποὺ διασφαλίζει ὄχι μόνο τὴν διαδοχὴ τοῦ ἀξιώματος, ἀλλὰ καὶ τὴν διαδοχὴ τῆς εὐσεβείας, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Μ. Ἀθανασίου.
Ἀντιθέτως μὲ τὸν σημερινὸ τρόπο τὸ ὁμόγνωμο μὲ τοὺς ἁγίους προκατόχους τῆς κάθε (ἀρχι)ἐπισκοπῆς γίνεται ἀντίγνωμο/ἀντίδοξο, καὶ τὸ ὁμόθρονο γίνεται ἀντίθρονο. Ἀντὶ τοῦ ἐννόμως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ λαὸ προβληθέντος, ἀντὶ τοῦ ἀρνούμενου καὶ πιεζόμενου νὰ ἀναλάβει τὸ μαρτύριο τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου (γιατὶ ὁ πραγματικὸς ἐπίσκοπος ζεῖ μαρτυρικά, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι εἰς τύπον Χριστοῦ), τώρα παίρνει τὴν θέση ὁ παράνομος καὶ ἀντίπαλος τῆς πίστης, ὁ ληστὴς ποὺ πήδηξε ἀπὸ τὴν μάντρα καὶ δὲν εἰσῆλθε ἀπὸ τὴν θύρα. Διάδοχος γίνεται ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος κοιμᾶται καὶ ξυπνάει μὲ τὸ μανικὸ ὄνειρο τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Βιάζει, ἐκλιπαρεῖ, κολακεύει καὶ ἀγοράζει συνειδήσεις γιὰ νὰ γίνει Ἐπίσκοπος· ἐξαγοράζει τὴν ἱερωσύνη καὶ μὲ μέσα (πολιτικά, χρηματικά ἀκόμα καὶ μὲ ἐκβιασμούς) ἐπηρεάζει, ὁ ἴδιος ἢ ἄλλοι στο ὄνομά του, τοὺς ἄλλους Ἐπισκόπους νὰ τὸν ψηφίσουν. Μὲ τὸν σημερινὸ τρόπο, ἀντὶ γιὰ ὑγεία ἐπικρατεῖ νόσος, ἀντὶ γιὰ φῶς σκότος, ἀντὶ γιὰ γαλήνη ζάλη καὶ ἀντὶ γιὰ σύνεση ἔκσταση.
Αὐτό, λοιπόν, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ αἴτια τῆς σημερινῆς κατάπτωσης. Μία κατάπτωση στὴν ὁποία συμμετέχει τὸ ποίμνιο, ἀποδεχόμενο αὐτὴ τὴν νοσηρὴ πανδημία (χειρότερη τοῦ Κορωνοϊοῦ, ἀφοῦ ὁ θάνατος λαμβάνει αἰώνιο χαρακτῆρα). Ἐκτὸς ἀπὸ κάποιες λαμπρὲς ἐξαιρέσεις ἀντιδράσεως (π.χ. στὴν Λάρισσα, ἡ ὁποία ὅμως καὶ αὐτὴ σήμερα ἔσβησε, τυφλωμένη ἀπὸ τὸν μὲ λαμπρὲς δάφνες συνοδευόμενο νέο ψευδεπίσκοπο), οἱ ὁποιεσδήποτε ζυμώσεις καὶ ἐκλογὲς ἔγιναν σιωπηλὰ ἀποδεκτές ἀπὸ ὅλους μας καὶ ἔτσι καταδικάσαμε μὲ ἐξαφάνιση τὴν εὐσέβεια. Σιωποῦμε στοὺς ἐπαγγελματίες ἀρχιμανδρῖτες ἄνευ μάνδρας καὶ μοναστηριακῆς/ἀσκητικῆς βιωτῆς μελλοντικοὺς ἐπισκόπους, ποὺ ἔχουν γεμίσει τὰ ἐπισκοπικὰ μέγαρα καὶ κατέχουν τὶς καίριες θέσεις, κολακεύοντας καὶ ὑπερασπίζοντας στὴν ἀρένα τῆς δημοσιότητος, ἀκόμα καὶ εἰς βάρος τῆς Πίστεως, τὸν Μαικήνα τους.
Ποιοί πῆραν καὶ παίρνουν σήμερα τοὺς θρόνους; Πάλι μᾶς διαφωτίζει ὁ ἅγιος Ἱεράρχης κάνοντας μας νὰ μένουμε ἄφωνοι ἀπὸ τὴν διαχρονικότητα τῶν λόγων του:
Θʹ. «Ἐπεὶ δὲ οὕτω προβάλλεται, οὕτω καὶ τὴν ἀρχὴν διατίθεται. Οὐ γὰρ ὁμοῦ τε καταλαμβάνει τὸν θρόνον, ὥσπερ οἱ τυραννίδα τινά, ἢ κληρονομίαν παρὰ δόξαν ἁρπάσαντες, καὶ ὑβρίζει διὰ τὸν κόρον. Ταῦτα γὰρ τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων ἐστί, καὶ τοῦ ἐπαγγέλματος ἀναξίων· οἳ μηδὲν τῇ ἱερωσύνῃ προεισενεγκόντες, μηδὲ τοῦ καλοῦ προταλαιπωρήσαντες, ὁμοῦ τε μαθηταὶ καὶ διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας ἀναδείκνυνται, καὶ πρὶν καθαρθῆναι καθαίρουσι· χθὲς ἱερόσυλοι, καὶ σήμερον ἱερεῖς· χθὲς τῶν ἁγίων ἔξω, καὶ μυσταγωγοὶ σήμερον· παλαιοὶ τὴν κακίαν, καὶ σχέδιοι τὴν εὐσέβειαν· ὃ ἔργον χάριτος ἀνθρωπίνης, οὐ τῆς τοῦ Πνεύματος· οἵ, ὅταν πάντα διεξέλθωσι βιαζόμενοι, τελευταῖον τυραννοῦσι καὶ τὴν εὐσέβειαν· ὧν οὐχ ὁ τρόπος τὸν βαθμόν, ὁ βαθμὸς δὲ τὸν τρόπον πιστεύεται, παρὰ πολὺ τῆς τάξεως ἐναλλαττομένης· οἳ πλείους ὑπὲρ ἑαυτῶν, ἢ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων, τὰς θυσίας ὀφείλουσι· καὶ πάντως τῶν δύω τὸ ἕτερον ἁμαρτάνουσιν, ἢ τῷ δεῖσθαι συγγνώμης, ἄμετρα συγγινώσκοντες, ὡς ἂν μήτε ἀνακόπτοιτο κακία, ἀλλὰ καὶ διδάσκοιτο, ἢ τῇ τραχύτητι τῆς ἀρχῆς, τὰ ἑαυτῶν συγκαλύπτοντες».
Σήμερα ἐνθρονίστηκαν καὶ ἐνθρονίζονται αὐτοὶ ποὺ ἁρπάζουν μία ἐξουσία ἢ μία ἀπροσδόκητον κληρονομία. Ἀμέσως μὲ τὴν ἐνθρόνισή τους ἀρχίζουν νὰ ἀλαζονεύονται ἀπὸ ἱκανοποίησιν (ἐμεῖς θὰ προσθέσουμε στὸν Ἅγιο καὶ μὲ καθυποταγὴ στὸ θέλημα τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ἔκλεξαν).
Ἂς ἀφήσουμε πάλι τὰ παραπάνω λόγια τοῦ Ἁγίου (σὲ μετάφραση) νὰ ἠχήσουν ὡς ξαφνικὴ βροντὴ μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μᾶς ξυπνήσει ἀπὸ τὸν πνευματικὸ λήθαργό μας:
«Αὐτὴ εἶναι συμπεριφορὰ τῶν νόθων καὶ παρανόμων ἱερέων, τῶν ἀνάξιων διὰ τὴν ἀποστολή τους. Αὐτοὶ δὲν ἔχουν προσφέρει τίποτα ἀπὸ πρωτύτερα εἰς τὴν ἱερωσύνην, μήτε ἔχουν ταλαιπωρηθῆ ἀπὸ πρωτύτερα διὰ τὴν ἀρετήν, τὴν ἰδίαν ὥραν ὡστόσο ἀποδεικνύονται μαθηταὶ καὶ διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας καὶ πρωτοῦ ἐξαγνισθοῦν, ἐξαγνίζουν. Ἱερόσυλοι χθές, ἱερεῖς σήμερα, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κύκλον τῶν χριστιανῶν χθὲς καὶ σήμερα μυσταγωγοὶ τῆς πίστεως, παλαιοὶ εἰς τὴν κακίαν καὶ ὁλότελα βρέφη εἰς τὴν εὐσέβειαν. Τοῦτο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρωπίνης εὐνοίας καὶ ὄχι τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος. Αὐτοὶ ὅταν κακοποιήσουν τὰ πάντα, κακοποιοῦν εἰς τὸ τέλος καὶ τὴν εὐσέβειαν. Εἰς αὐτοὺς δὲν πιστοποιεῖ ὁ τρόπος τὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ τὸ ἀξίωμα τὸν τρόπον, μὲ ριζικὰς ἀνατροπὰς τῆς φυσικῆς σειρᾶς. Οἱ πιὸ πολλοὶ πρέπει νὰ ἀποδίδουν τὴν θυσίαν διὰ τὸν ἑαυτόν τους καὶ ὄχι διὰ τὰ ἀγνοήματα τοῦ λαοῦ. Καὶ ὁπωσδήποτε διαπράττουν τὴν μίαν ἀπὸ τὰς δύο ἁμαρτίας ἤ, ἐπειδὴ ἔχουν ἀνάγκη οἱ ἴδιοι ἀπὸ συγχώρησιν, συγχωροῦν χωρὶς μέτρον, ὥστε νὰ μὴν ἀναστέλλεται ἡ κακία καὶ νὰ μὴ διαφωτίζεται ὁ λαός, ἢ μὲ τὴν τραχύτητα τῆς ἀρχῆς των συγκαλύπτουν τὰ ἰδικά των σφάλματα».
Ποιός δὲν ἀναγνωρίζει στὰ παραπάνω λόγια τοὺς σημερινοὺς ποιμένες, τὰ λόγια τους, τὶς ἐνέργειές τους, τὴν ἔπαρσή τους, τὴν ἔλλειψη ποίμανσης καὶ ἀνάληψης τῶν εὐθυνῶν τους καὶ τὸ πιὸ τρομερό, τὸν λόγο ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου αὐτοὶ προωθοῦν τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ!
Τί ἔπραττε παλιὰ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀπέναντι σὲ τέτοιυς ψευδοποιμένες. Μᾶς τὸ λέει ὁ ἴδιος ὁ βίος τοῦ Μ. Ἀθανασίου:
«Ο αυτοκράτορας τώρα Κωνσταντίνος, δυστυχώς πιστεύει και εξορίζει τον Άγιο (σσ. Ἀθανάσιο). Ακόμα συγκροτεί σύνοδο, με συγκατάθεση του Κώνσταντος, στην Αντιόχεια και καταδικάζει τον Άγιο. Στο θρόνο του βάζουνε τον ημιαρειανό Ευσέβιο Εμισηνό. Αυτός όμως δεν αποδέχεται και εκλέγεται άλλος. Ο Καππαδόκης Γρηγόριος. Όταν όμως αυτός έφτασε στην Αλεξάνδρεια, ο λαός τον περιφρόνησε. Αυτός οργίζεται και διατάζει να μαστιγωθούν νεαρές παρθένες και ευσεβείς άνθρωποι... Το 346 γυρίζει (ὁ Ἀθανάσιος) στην Αλεξάνδρεια. Η υποδοχή που του γίνεται είναι μεγαλειώδης, θριαμβευτική. Τον δέχεται ο λαός του. Ένα πλήθος έξαλλο έκλαιγε και πανηγύριζε. Η Αλεξάνδρεια ξαναβρήκε τον πνευματικό της πατέρα. Όμως και πάλι για λίγο καιρό κράτησε η γαλήνη. Ο Κωνστάντιος, το 350, όταν έγινε μονοκράτορας και αφού πείστηκε από νέες κατηγορίες από φίλους του Αρείου κατά του Πατριάρχη, καταδικάζει τον πρόμαχο της Ορθοδοξίας. Και με δύο συνόδους στην Αρελάτη, το 353 και στα Μεδιόλανα το 355, καταδικάζουν τον Αθανάσιο. Και το βράδυ της 9ης Φεβρουαρίου, ενώ τελείωνε αγρυπνία με πλήθος πιστών, ο στρατηλάρχης Συριανός με 5000 στρατιώτες, τους επετέθηκε. Τον παρακαλούσαν να φύγει, μα εκείνος έμεινε μαζί τους... (δὲν ὑπάρχουν λόγια νὰ περιγράψουν τὶς σφαγὲς καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ ἐπακολούθησαν. Ὁ λαὸς ὅμως ἔμεινε πιστὸς στὸν ποιμένα του, ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη σήκωνε στὴν πλάτη του ὅλο τὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Ἀρειανισμοῦ).
Τον Ιουλιανό διαδέχεται ο Ιωβιανός. Ο στρατός τον διάλεξε για αυτοκράτορα. Και ο Αθανάσιος ξαναγυρίζει στην Αλεξάνδρεια. Δεν παρουσιάστηκε όμως. Και δεν έζησε και πολύ ο Ιωβιανός. Πέθανε ξαφνικά στην Γαλατία. Τον διαδέχθηκε ο Ουλεντιανός. Αυτός κυβέρνησε την Δύση και ο αδελφός του Ουάλης την Ανατολή. Και τούτος τάραξε την εκκλησία. Υποστήριζε τους αιρετικούς. Βγάζει διαταγή και εξορίζονται όλοι οι κληρικοί που εξόρισε ο Κωνστάντιος. Το 365 ο έπαρχος με στρατιώτες έρχονται να συλλάβουν τον Πατριάρχη. Οι ορθόδοξοι φυλάνε τον πνευματικό τους σαν πατέρα τους. Και τον φυγαδεύουν κρυφά. Κλείνεται τώρα και μένει για ένα χρονικό διάστημα στο νεκροταφείο, μέσα στον τάφο του πατέρα του. Ο λαός στασιάζει και τον αναζητά. Και ο Ουάλης φοβάται και τους ελευθερώνει. Και ο Πατριάρχης και πάλι ανάμεσα στο ποίμνιο του, την 1η Φεβρουαρίου 366» (ἐδῶ).
Οἱ Ἅγιοι, ὡς οἱ μόνοι ἀπλανεῖς ὁδηγοί μᾶς μιλοῦν. Ἐμεῖς ἀκοῦμε;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου