Παρουσιάζουμε από την διδακτορική διατριβή της κ. Άννας Σαρκοπούλου με θέμα «Ενθουσιαστικές ασκητικές τάσεις στην Ύστερη Αρχαιότητα» (https://ikee.lib.auth.gr/record/298998/files/GRI-2018-22154.pdf) μερικές αιρέσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων για να διαπιστώσει ο αναγνώστης, ότι η αναβίωση και έξαρση, μάλλον η τάση προς απολυτοποίηση της σωματικής ασκήσεως, της φυτοφαγίας, η δαιμονοποίηση της κρεατοφαγίας, η αντίληψη περί καλού και κακού, η αντίληψη περί μετεψύχωσης, ο σεξουαλισμός κλπ. που μαστίζουν τον σημερινό κόσμο δεν αποτελούν τίποτα άλλο παρά αναβίωση των αρχαίων αιρέσεων. Ας βγάλει ο αναγνώστης τα συμπεράσματά του:
α) Γνωστικό σύστημα
Ένα από τα μεγαλύτερα και σημαντικότερα συστήματα, που ταλάνιζαν την Εκκλησία
για αιώνες, αποτελεί το γνωστικό σύστημα. Ο Γνωστικισμός αρχίζει να λαμβάνει
την οριστική του μορφή από τα μέσα του 1ου αιώνα, παράλληλα με τον χριστιανισμό
και πολλές φορές υπό την επίδρασή του. Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του
συστήματος είναι ότι η πρώτη του εμφάνιση δεν επεσυνέβη σε ένα συγκεκριμένο
μέρος, αλλά σε πολλά σημεία ταυτόχρονα. Στοιχεία του Γνωστικισμού εντοπίζονται
κυρίως στην ανατολική περιοχή όπου εξαπλώθηκε ο ελληνισμός, στο σημείο που
συναντιούνται τέσσερεις μεγάλοι πολιτισμοί, ο ελληνικός, ο αιγυπτιακός, ο
βαβυλωνοπερσικός και ο ιουδαϊκός. Όπως συμβαίνει σε όλα τα θρησκευτικά
συστήματα, έτσι και ο Γνωστικισμός, στο εσωτερικό του διασπάστηκε σε πολλά
επιμέρους παρακλάδια, μερικά εκ των οποίων είναι ο χριστιανικός Γνωστικισμός, ο
ιουδαΐζων, ο περσικός, ο συριακός κτλ. Ο Γνωστικισμός, θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως πρεσβευτής του συγκρητισμού των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή
της ανάμειξης στοιχείων, προερχομένων από διαφορετικά θρησκευτικά συστήματα.
Μέσα από τα διάφορα στοιχεία, που προσεταιρίστηκε, κατάφερε να αναδείξει τον
περσικό δυϊσμό, τα ανατολικά μυστήρια, τη βαβυλωνιακή αστρολογία και βέβαια
στοιχεία από την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία. Το γνωστικό σύστημα, όχι
μόνο υιοθέτησε αυτές τις φιλοσοφικές και μεταφυσικές αντιλήψεις, αλλά
κατόρθωσε, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, να μετατρέψει τις αντιλήψεις αυτές
σε ένα σύστημα ζωής και μια επαγγελία σωτηρίας.
Ένα καθοριστικό κομμάτι της διδασκαλίας των Γνωστικών, αποτελεί η θεώρησή
τους για το σώμα. Για τους Γνωστικούς, η ύλη γενικότερα, είναι άμεσα
συνδεδεμένη με την κακία και το σώμα θεωρείται ως η πηγή της κάθε αμαρτίας.
Αποτελεί το στοιχείο εκείνο, που κρατά δέσμιο το πνεύμα και δεν του επιτρέπει
να είναι ελεύθερο. Τη θεώρηση του σώματος ως φυλακή της ψυχής, την εντοπίσαμε
σε προηγούμενη ενότητα εντός του πλατωνικού συστήματος ιδεών, από όπου
πιθανότητα είναι επηρεασμένοι. Αυτή η ροπή των γνωστικών συστημάτων προς τη
φιλοσοφία πηγάζει από το κυριάρχο ερώτημα της εποχής, ως προς την προέλευση του
κακού στον κόσμο, και από την εμφανή αδυναμία τους, ως προς την απόδοση της
δημιουργίας ενός μη ολοκληρωμένου υλικού κόσμου στο απόλυτο Ον, για το οποίο,
άμεσα επηρεασμένοι από τη νεοπλατωνική και τη νεοπυθαγόρεια σχολή, είχαν
διαμορφώσει μια καθαρά ιδεαλιστική εικόνα. Απόρροια της συγκεκριμένης αντίληψης
ήταν να πιστεύουν πως μεταξύ του υλικού και του ουράνιου κόσμου υπήρχε μια
συνεχής πάλη. Για τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, ο Γνωστικισμός αποτελούσε την
ομάδα εκείνη, που αντιτάχθηκε στη λυτρωτική διαδικασία της γνώσεως, ως φορέας
της απλότητας του περιεχομένου της χριστιανικής πίστεως, προκειμένου να
ερμηνευθεί η σχέση Θεού, ανθρώπου και κόσμου. Η ασκητική πρακτική των
Γνωστικών, σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ακραία με τις
εγκρατευτικές τάσεις να εντοπίζονται κυρίως εντός των ομάδων που ρέπουν προς τη
δυαρχία. Μέσω της τιμωρίας και της υποταγής του σώματος προσδοκούσαν στην
απελευθέρωση του θείου ή φωτεινού εκείνου στοιχείου, που ενυπάρχει μεν στον
άνθρωπο αλλά δε παύει να παραμένει δέσμιο στο κυρίαρχο υλικό στοιχείο. Για τον
λόγο αυτό, σκοπός της αυστηρότητας και της εγκράτειας, υπήρξε η αποφυγή από τα
κακά υλικά πράγματα προκειμένου να επιτευχθεί η νέκρωση του υλικού στοιχείου
του ανθρώπου. Ως προς τα θέματα λειτουργικής, πραγματοποιούσαν τις λατρευτικές
τους πράξεις με άσματα, μουσική, ποίηση και μυστηριακές τελετές. Πίστευαν πως
μέσα από τις τελετές τους έρχονταν σε επαφή με τον Θεό, λάμβαναν το θείο
πνεύμα, γεγονός που οδηγούσε στην απόκτηση της πολυπόθητης γνώσης. Στις βασικές
τους θέσεις, όπως προαναφέραμε, αποδέχονταν και ακολουθούσαν το δυαλισμό. Η
ύπαρξη δύο αρχών, αυτή του αγαθού Θεού και μια άλλη ανεξάρτητη και αιώνια ύλη,
που αποτελούσε το χώρο ύπαρξης του κακού είναι κυρίαρχη αντίληψη στο γνωστικό
σύστημα. Ως δημιουργός του κόσμου προβαλλόταν ένας εκ των κατώτερων αιώνων, τον
οποίο όμως δεν παρέλειπαν να ταυτίσουν με το δημιουργό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης…
ii) Πέρσες Γνωστικοί Στους κύκλους του περσικού Γνωστικισμού, οι ομάδες που
ξεχωρίζουν για την αυστηρή ασκητικότητά τους, είναι των Μανδαίων και των
Μανιχαίων. Τους Μανδαίους, παρ’όλο που αρκετοί ερευνητές τους συνδέουν με τον
περσικό Γνωστικισμό, ορισμένοι άλλοι τοποθετούν την ύπαρξή τους κατά τον 1ο ή
2ο αιώνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, άλλες φορές εμφανίζονται να σχετίζονται με τους
μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή ενώ άλλες ότι αποτελούν συνεχιστές της ομάδας
των Εσσαίων. Κεντρικό και ουσιαστικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους
αποτελούσε η αξία που προσέδιδαν στον ασκητισμό, διότι για τους Μανδαίους ορθή
θρησκευτική πρακτική δεν μπορεί να υπάρξει δίχως ασκητισμό, αυταπάρνηση και
απλότητα. Στα πλαίσια των ασκητικών πρακτικών τους εντάσσεται και η απαγόρευση
της πώλησης της τροφής, καθώς θεωρούσαν πως το βασικό αυτό αγαθό πρέπει να
μοιράζεται σε όσους το έχουν ανάγκη. Απαγορεύονταν το στόλισμα των τάφων καθώς
και οι επισκέψεις σε νεκροταφεία, τα οποία αποτελούν την κατοικία της σκιάς,
δηλαδή του σώματος. Σύμφωνα με τη διδασκαλία τους, το σώμα πρέπει να παραμένει
ακέραιο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, για τον λόγο αυτόν,
απαγορευόταν η αποκοπή οποιουδήποτε τμήματος του, απαγόρευση που
συμπεριλαμβάνει ακόμη και την περιτομή. Ένα ακόμη, χαρακτηριστικό γνώρισμα των
Μανδαίων είναι ότι έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για τη φύση και συγκεκριμένα για τα
ποτάμια. Θεωρούσαν βαρύ αμάρτημα να ουρήσει κανείς μέσα σε ποτάμι ενώ όσες
τροφές περίσσευαν στην κοινότητα τις έριχναν μέσα για να προσφέρουν τροφή στα
ψάρια. Το γεγονός της ειδωλοποίησης φυσικών περιοχών, αισθητών πραγμάτων ακόμη
και προσώπων, δεν αποτελεί κάτι παράξενο ή ξένο για τη συγκεκριμένη εποχή.
Πρόκειται για μια στάση ζωής, η οποία κυριαρχούσε στα πρώτα χρόνια του
Χριστιανισμού, κυρίως στον ελληνικό κόσμο της Ανατολής.
Οι οπαδοί της αιρέσεως του Μανιχαϊσμού, υιοθέτησαν και αυτοί με τη
σειρά τους, αυστηρές εγκρατευτικές τάσεις στο βίο τους. Αρχηγός τους υπήρξε ο
Πέρσης μυστικιστής Μάνης ή Μανιχαίος (215-275 μ.Χ.), ο οποίος γεννήθηκε στη
Βαβυλώνα σε περιβάλλον γνωστικό και άκρως θρησκευτικό. Τα πρώτα χρόνια της ζωής
του σηματοδοτήθηκαν από τη Μανδαϊκή γνωστική δοξασία, την οποία είχε ασπασθεί ο
πατέρας του, έπειτα από φωνή που άκουσε σε κάποιον ειδωλολατρικό ναό και η
οποία τον παρότρυνε να απέχει από τις τροφές και τις απολαύσεις. Σε αυτόν ο
Μάνης όφειλε τη βαθειά θρησκευτικότητά του, τη σχέση του με την αίρεση των
Βαπτιστών, την αρνητική στάση του απέναντι στον κόσμο (κρέας, γάμο, συνουσία
κτλ.) καθώς επίσης και τη ροπή του για τις οράσεις. Μια εκ των βασικότερων
πεποιθήσεων του Μάνη ήταν αυτή της μετεμψύχωσης. Η αποφυγή της βρώσης κρέατος
δεν στηρίζοταν σε καθαρά πνευματική ασκητική πρακτική αλλά στην ιδέα ότι όποιος
το γευτεί κινδυνεύει να μετεμψυχωθεί σε σώμα ζώου. Το ίδιο ίσχυε ακόμη και για
το γάμο, για τον οποίο πίστευε ότι όποιος επέλεγε να παντρευτεί στη μετεμψύχωση
θα επέστρεφε ως γυναίκα, όπου θα την παντρευόταν κάποιος άνδρας. …
Ήδη από τον 1ο μ. Χ. αιώνα παρατηρείται μια έντονη αιρετική δραστηριότητα.
Από τις πρώτες ομάδες που εμφανίστηκαν είναι αυτή των οπαδών του Τατιανού (120-
197 μ.Χ.), στους οποίους προσδόθηκε ο χαρακτηρισμός Εγκρατίτες, λόγω της
ακραίας εγκρατευτικής τους ζωής.
Η εμφάνισή τους μαρτυρείται κυρίως στην περιοχή της Αντιόχειας, της
Γαλατίας, της Συρίας και της Φρυγίας. Βασική αρχή του ασκητισμού τους υπήρξε η
εναντίωση στο γάμο καθώς επίσης και η απαγόρευση της κατανάλωσης οίνου και
ζωτικών τροφών. Για τον γάμο και τον οίνο είχαν τη βαθιά πεποίθηση ότι
αποτελούν προϊόντα του διαβόλου ενώ η βρώση των ζωτικών τρόφων πίστευαν πως
οδηγεί σε καταδίκη. Υπήρξαν μερίδα του ακραίου Γνωστικισμού, οι οποίοι
προέτασσαν την εγκράτεια ως αυτοσκοπό. Γενικότερα, οι οπαδοί της αίρεσης αυτής,
υπήρξαν σε όλα εγκρατείς εκτός μόνο από την πίστη τους στο Θεό. Ιδιαίτερη είναι
και η αντίληψή τους περί ενοφυλίας, καθότι πίστευαν πως απαραίτητος όρος για
την τελείωση και κατάκτηση της βασιλείας συνδυαστικά με την ασκητική εμπειρία
ήταν η ταύτιση των δύο φύλων. Ως ο πρώτος εγκρατίτης θεωρείται ο Τατιανός, τον
οποίο διαδέχθηκαν και από τον οποίον πλανήθηκαν όλοι οι μεταγενέστεροι, οι
οποίοι μάλιστα υπερθεμάτισαν σε ακρότητες και υπερβολές. Βασικός εκπρόσωπός
τους όμως, στην Αίγυπτο το 170 μ.Χ., υπήρξε ο Ιούλιος Κασσιανός, που έγινε
μάλιστα και ιδρυτής της εγκρατευτικής ομάδας. Για τον Κασσιανό οι άνθρωποι στην
αρχή γεννήθηκαν ασώματοι και τα σώματα αποτελούν δερμάτινους χιτώνες που τους
δόθηκαν μετά την πτώση. Στις βασικές του αντιλήψεις ο γάμος δεν ήταν αποδεκτός
και θεωρούσε πως η σωματική διάπλαση των ανθρώπων δεν αποτελεί ικανή απόδειξη
της γενετήσιας κοινωνίας. Στα κείμενα του Ιππολύτου βλέπουμε ότι ο
εγκρατιτισμός ρητά χαρακτηρίζεται ως αίρεση εξαιτίας της ακραίας πρακτικής του
διότι με αυτόν τον τρόπο απολυτοποιείται το μέσο της εγκράτειας και
υποτιμούνται τα αγαθά δώρα του Θεού. Ο εγκρατιτισμός στη ζωή και τη συνείδηση
της χριστιανικής Εκκλησίας καταδικάστηκε ως ακρότητα, η οποία δεν είναι ικανή
να εκφράζει το φρόνημα του Ευαγγελίου αλλά ούτε και το χριστιανικό ήθος. Πολλές
από τις δοξασίες του Τατιανού καθώς επίσης και τις αντιλήψεις του περί εγκράτειας,
σεξουαλικής αποχής και ευνουχισμού ασπάσθηκαν και οι ονομαζόμενοι
Σακκοφόροι. Η εμφάνισή τους μαρτυρείται κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. στην
Αντιόχεια, στη Γαλατία, στη Συρία και στη Φρυγία. Οι συμμετέχοντες των
κοινοτήτων τους απείχαν από την συνουσία, είχαν απονεκρώσει τις γενετήσιες
ορμές με τις ατελείωτες προσευχές, το αδιάκοπο κήρυγμα, τις ψαλμωδίες, τις
πεζοπορίες, την κόπωση και τα ψυχρά λουτρά. Σε λειτουργικά ζητήματα, εκείνο που
πρέπει να επισημανθεί είναι ότι χρησιμοποιούσαν ύδωρ αντί για οίνο κατά την
τέλεση της θείας Λειτουργίας και θεωρούσαν τον γάμο ως πορνεία. Χαρακτηριστικό
τους γνώρισμα υπήρξε η εμφάνισή τους, διότι ξεχώριζαν από τους σάκκους και τα
αποφώρια που φορούσαν. Χρησιμοποιώντας αυτού του είδους την ενδυμασία, στόχευαν
στο να επισημάνουν πως δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, όπως για
παράδειγμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών…
Παράλληλα με τη δράση του Ιησού, εμφανίστηκε μια ομάδα με αρχηγό τον
διάκονο Νικόλαο, οι επονομαζόμενοι Νικολαΐτες.
Για την αίρεση των Νικολαϊτών υπάρχει σχετική αναφορά και μέσα στο κείμενο
της Αποκαλύψεως143. Οι οπαδοί της ομάδος ήταν κατ’ εξοχήν αντινομιστές με
ιδιαίτερα ελαστικές αντιλήψεις σε ζητήματα ειδωλολατρίας και σαρκικών
αμαρτημάτων. Προτάσσοντας ως επιχείρημα τη χριστιανική ελευθερία, αναζητούσαν
την επιστροφή στον ηθικά έκλυτο βίο των εθνικών. Το συστημά τους γενικότερα,
όπως θα δούμε και παρακάτω, διακατέχεται από ένα είδος ακρότητας. Στα ζητήματα
της ηθικής κεντρικό ρόλο στη διδασκαλία τους κατέχει η ρήση: «δεῖν παραχθῆσθαι
τῇ σαρκί» 145, την οποία μάλιστα απέδιδαν στον Νικόλαο. Η φράση ερμηνεύεται από
τους ίδιους υπό την έννοια της ακολασίας, παρ’ όλα αυτά ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας
προσέδωσε μια εντελώς αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή η συγκεκριμένη φράση
υποδηλώνει τον μαρασμό της σάρκας με το μετριασμό των παθών και την εγκράτεια
γενικότερα. Η κυρίαρχη αντίληψη για το σώμα είναι και εδώ εμφανής, αφού για
τους Νικολαΐτες «το σώμα πρέπει να βυθίζεται μέσα στις ηδονές, να φθείρεται από
τις καταχρήσεις και έτσι να τιμωρείται». Και όχι απλά να βυθίζεται κανείς στις
ηδονές αλλά «όσο περισσότερες αμαρτίες και ηδονές προκαλεί ο άνθρωπος τόσο
περισσότερο θα προκαλέσει το θείο έλεος και τη χάρη του Θεού». Επίσης, εντός
των κοινοτήτων τους αποδέχονταν την κοινοκτημοσύνη των γυναικών και των αγαθών
ενώ ακόμη επέτρεπαν και τις σεξουαλικές επιμιξίες μεταξύ των μελών τους.
https://ikee.lib.auth.gr/record/298998/files/GRI-2018-22154.pdf