Οἱ ἱερεῖς ποῦ μιλοῦν γιὰ εὐσέβεια καὶ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, θὰ μᾶς ἀπαντήσουν; Πρέπει νὰ ὑπακούσουμε στὶς παρακάτω ἀποστολικὲς καὶ ἁγιοπατερικὲς διδαχὲς καὶ ἐντολές;
τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στον μαθητή του Τιμόθεο, ὅτι κάθε ἕνας ποὺ ἑτεροδιδασκαλεῖ, ἀσεβεῖ καὶ ἡ κοινωνία μαζί του δὲν εἶναι παράδειγμα εὐσεβείας ἀλλὰ ἀσεβείας καὶ νόσου: «Αὐτὰ νὰ διδάσκεις καὶ νὰ προτρέπεις τοὺς Χριστιανούς νὰ τὰ τηροῦν. Ἐὰν κανεὶς διδάσκει διαφορετικὰ καὶ δὲν μένει μὲ ὑποταγὴ καὶ πίστη προσηλωμένος στοὺς ἁγίους λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν διδασκαλία, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια, αὐτὸς εἶναι σκοτισμένος καὶ φουσκωμένος ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ ἔπαρση, δὲν γνωρίζει τίποτα, ἀλλὰ νοσεῖ» (Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ κατ᾿ εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ, τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν», Α΄ Τιμ. 6, 3-4).
Τὸν προειδοποίησε ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες πολλοὶ Χριστιανοὶ «θὰ ἔχουν τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς εὐσεβείας, θὰ ἔχουν ὅμως ἀρνηθεῖ τὴν δύναμίν της. Φεύγε μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς» (ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. καὶ τούτους ἀποτρέπου, Β΄ Τιμ. 3, 5). Καὶ δηλώνει ξεκάθαρα ποιό εἶναι τὸ ἀδιασάλευτο κριτήριο τῆς εὐσεβείας: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 12).
Ἐπ’ αὐτοῦ σχολιάζει ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Αὐτὰ λέγονται μὲν πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἀναφέρονται δὲ μέσῳ αὐτοῦ καὶ πρὸς κάθε διδάσκαλον (τοὐτέστιν κληρικόν) καὶ μαθητή (τοὐτέστιν λαϊκό). Κανεὶς λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπισκοπὴ νὰ μὴν ἀπαξιοῖ αὐτὰ ποὺ ἀκούει ἀντιθέτως τὰ ἀπαξιοῖ, ὅταν δὲν τὰ πράττει... Ἐὰν κάποιος ἀθλεῖται, δὲν στεφανώνεται, ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως. Τί σημαῖνει ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως; Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ εἰσέλθει στὸν ἀγῶνα, οὔτε ἐὰν ἀλοιφθεῖ μὲ λάδι, οὔτε ἐὰν συμπλακεῖ, ἀλλὰ ἐὰν φυλάξει ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἀθλήσεως... Ἂς μὴ ζητάει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀθλητές (σσ. τῆς Πίστεως) ἄνεση, κανεὶς νὰ μὴν ζητάει εὐθυμία. Στὸν παρόντα καιρὸ ἰσχύει ὁ ἀγῶνας, ὁ πόλεμος, ἡ θλίψη, ἡ στεναχώρια, οἱ πειρασμοί, τὸ στάδιον τῶν ἀγώνων. Ἄλλοι θὰ εἶναι οἱ καιροὶ τῆς ἄνεσης. Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τῶν ἱδρώτων, ὁ καιρός τῶν πόνων. ἐὰν ζητᾶς ἄνεση, τί ἔγινες ἀθλητής;» («Ταῦτα εἴρηται μὲν πρὸς Τιμόθεον, λέγεται δὲ πρὸς πάντα καὶ διδάσκαλον καὶ μαθητὴν δι’ ἐκείνου. Μηδεὶς τοίνυν ἀπαξιούτω τῶν τὴν ἐπισκοπὴν ἐχόντων ταῦτα ἀκούων, ἀλλ’ ἀπαξιούτω μὴ ταῦτα πράττων... Ἐὰν ἀθλῇ τις, φησίν, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τί ἐστίν, ἐὰν μὴ νομίμως; Οὐκ ἐὰν εἰς τὸν ἀγῶνα εἰσέλθῃ, ἀρκεῖ τοῦτο, οὐδὲ ἐὰν ἀλείψηται, οὐδὲ ἐὰν συμπλακῇ, ἀλλὰ ἂν μὴ πάντα τὸν τῆς ἀθλήσεως νόμον φυλάττῃ... Μηδεὶς τοίνυν τῶν ἀθλούντων ἄνεσιν ζητείτω, μηδεὶς ἐν εὐθυμίᾳ εἶναι. Πάλιν τὰ παρόντα ἀγών, πόλεμος, θλῖψις, στεναχωρία, πειρατήριον, τῶν ἀγώνων τὸ στάδιον. Ἕτεροι τῆς ἀνέσεως οἱ καιροί. Οὗτος τῶν ἱδρώτων, οὗτος τῶν πόνων ὁ καιρός... εἰ δὲ ἄνεσιν ἐπιζητεῖς, τί ἀπεδύσω;». Ἰωάννου Χρυσοστόμου,Ὑπόμνημα εἰς τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁμιλίαι 1-10, PG 62,599-662).
Ὑπάρχει λοιπὸν ψεύτικη εὐσέβεια, δυσδιάκριτη κι ἐπικίνδυνη. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ξεκαθαρίζει ὁ Παῦλος καὶ ὁ μέγας ἑρμηνευτής του, ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης, ὅτι εὐσεβής, εἶναι αὐτὸς ποὺ διώκεται γιὰ τὴν πίστη του, ποὺ παλεύει, ποὺ στεναχωρεῖται, ποὺ θλίβεται, ποὺ φυλάει κάθε κανόνα τοῦ ἀγωνίσματος τῆς Πίστεως. Ὁ εὐσεβὴς δὲν ἔχει σχέσεις, κατὰ τὸ λαϊκό, «καὶ μὲ τὸν ἀστυφύλακα καὶ μὲ τὸν χωροφύλακα». Ὁ εὐσεβὴς δὲν ἀφήνει τὸ ποίμνιό του βορὰ τῶν λύκων, δὲν προτιμάει τὶς ἀνέσεις, δὲν φοβᾶται μήπως διαρρήξει τὶς ἐκκλησιαστικές του σχέσεις μὲ τοὺς “εὐσεβεῖς” ποιμένες ἀλλὰ μὲ τὸν Θεό, δὲν σκέφτεται τὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὰ ἐπουράνια. Ὅσοι δὲν πράττουν ἀνάλογα δὲν εἶναι εὐσεβεῖς πραγματικὰ ἀλλὰ μόνο κατὰ τὸ σχῆμα. Καὶ ὁ Παῦλος εἶναι σαφέστατος: «Φεύγε μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς (καὶ τούτους ἀποτρέπου)».
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου