Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Στὴν Ἐκκλησία πάντα, ἀπὸ
τὰ χρόνια τῶν Ἀποστόλων, ὑπῆρχαν περίοδοι, ὅπου ἐπικρατοῦσαν στὸ ποίμνιο
σύγχυση, διχόνοια, ἡ κακοδοξία, ἡ αἵρεση. Παράλληλα ὅμως δὲν σταματοῦσαν νὰ ὑπάρχουν
ὁ ἔλεγχος, ἡ διατύπωση διαφορετικῶν θέσεων, οἱ ἀντιπαραθέσεις, γιὰ θεολογικὰ καὶ
ποιμαντικὰ θέματα, ἡ ἐλευθερία δηλαδὴ τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ κρίνει καὶ νὰ ἐκθέτει
τὴ σκέψη του πάντα μὲ γνώμονα τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ βέβαια ὑπῆρχε ὁ ἀντίλογος
(ἂν διαβάσει π.χ. κάποιος τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγ. Θεόδώρου τοῦ Στουδίτου θὰ
διαπιστώσει τὸν ἀντίλογο αὐτό, τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος οὔτε ἀρνήθηκε, οὔτε
καταδίκασε). Κανεὶς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπαγόρευσε, ἐπέπληξε ἢ ἀρνήθηκε τὸ
δικαίωμα αὐτὸ τοῦ κάθε πιστοῦ. Θὰ ἦταν τραγικὸ οἱ κακοδοξίες καὶ τὰ κακῶς
κείμενα στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα νὰ ἀφήνονται χωρὶς ἔλεγχο καὶ ἀντίδραση! Ὁ ἔλεγχος
καὶ ὁ διάλογος/ἀντίλογος ποὺ τὸν ἀκολουθεῖ πολεμᾶ καὶ καταργεῖ τὴν σύγχυση.
Ὁ ἔλεγχος αὐτὸς ὅμως
πρέπει πάντα νὰ μὴν εἶναι προϊὸν μίας προσωπικῆς ἄποψης, ἡ ὁποία εἶναι συνήθως ἀποτέλεσμα
τῶν προσωπικῶν μας ἀναγκῶν καὶ συμφερόντων, ἀλλὰ προϊὸν τῆς εὐαγγελικῆς/ἁγιοπατερικῆς
διδασκαλίας καὶ τῶν ἐντολῶν αὐτῆς. Ἔτσι καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐθεντία δὲν
θίγεται καὶ ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν παύει, διότι οἱ Ἅγιοι, τῶν
ὁποίων ἡ μίμησις σημαίνει καὶ τιμὴ στὸ πρόσωπό τους, ἀσκοῦσαν μὲν αὐστηρὸ ἔλεγχο,
ἀλλὰ ποτὲ χωρὶς ἀγάπη.
Ἂς πάρουμε γιὰ
παράδειγμα τὸν καιρὸ τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ νὰ γίνουμε πιὸ σοφοὶ ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ
μὴν χάσουμε τὸ θάρρος μας: Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο καὶ παρὰ τὴν παρουσία μεγάλων ἐκκλησιαστικῶν
Πατέρων (Βασιλείου, Γρηγορίου, Ἀθανασίου, Ἀμβροσίου καὶ πολλῶν ἄλλων) «η εκκλησία έχει διασπαστεί σε άπειρα κομμάτια και από
τους κόλπους της έχουν ξεπηδήσει πολυάριθμες αιρέσεις. Η εκκλησία χωρίζεται σε
ορθοδόξους, παλαιονικαιανούς, ευσταθιανούς, μαρκελλιανούς, νεονικαιανούς,
ομοιοσιανούς, ομοίους, ανόμοιους και απολλιναριστές… υπάρχουν ακόμα σε πολύ
μεγάλο αριθμό οι ειδωλολάτρες με τις δικές τους άπειρες διαιρέσεις καθώς και οι
Ιουδαίοι» (Κων/νος Τρυφωνίδης, Η στάση του Μ. Βασιλείου εναντίον αιρετικῶν
και σχισματικών, σελ. 12).
Τὸ ποίμνιο ἦταν διχασμένο, οἱ ὁμάδες, οἱ παρασυναγωγὲς καὶ τὰ σχίσματα πάμπολλα, ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὰ μέσα τοῦ καιροῦ ἐκείνου δύσκολη. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐπηρέασε καθόλου τὸν ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως τὸν ἔκανε πιὸ ἰσχυρό. Ὁ ἔλεγχος τῶν Ἁγίων ἀκόμα και μεταξύ των (π.χ. ὁ Μ. Βασίλειος καυτηρίασε αὐστηρότατα τὴν στάση τοῦ φίλου του Γρηγορίου, ἡ φιλία τους ὅμως δὲν διασπάστηκε) ἦταν αὐστηρότατος, ἀλλὰ πάντοτε κατοχυρωμένος καὶ μεστὸς ἀγάπης. Ἡ ἀλληλογραφία τους, ποὺ ἦταν μία μίξη ἐλέγχου καὶ ἐκκλήσεων ὁμονοίας, ὑπῆρξε τακτικὴ καὶ συνεπής. Ἡ σθεναρή τους αντίσταση ἐνάντια σὲ κάθε διαστροφὴ τῆς Πίστεως χαρακτηριζόταν ἀπὸ αὐταπάρνηση καὶ ἔφθανε μέχρι τον θάνατο. Καὶ κάτι πολὺ σημαντικό: Κανείς τους δὲν ἀναζητοῦσε τιμὲς καὶ πρωτεῖα.
Στοὺς σημερινοὺς
καιροὺς ὅμως τῆς ἀγαπολογίας (τελικὰ ὅλοι γίναμε θύματά της),
καθὼς ὁ ἔλεγχος δὲν
γίνεται δεκτὸς καὶ μεταφράζεται ὡς ἔλεγχος ἄνευ ἀγάπης·
καθὼς ἡ σύγχυση αὐξάνεται
ἀλλὰ οἱ φωνὲς ποὺ τὴν πολεμοῦν μειώνονται δραματικά, γιατὶ λείπει ὁ ἀντίλογος·
καθὼς ἡ ἁγιοπατερικὴ ἐπιχειρηματολογία
ἔδωσε τὴν θέση της στὴν προσωπικὴ «αὐθεντία»·
καθὼς ὁ ἀγῶνας δὲν
γίνεται γιὰ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς ὁμάδας μας ἢ τοῦ γέροντος μας·
καθὼς
ἡ ἀλήθεια ἀποκρύβεται, ἐπειδὴ φέρει τὴν ὑπογραφὴ ἑνὸς μὴ ἀρεστοῦ στὴν παράταξή
μας προσώπου·
καθὼς
τὰ λόγια δὲν πρέπει πιὰ νὰ συνοδεύονται ἀπὸ ἔργα, ἀλλὰ γίνονται μέρος συγγραφῆς
φανφάρας·
καθὼς
ἡ μυστικότητα, ἡ διπλωματία, ἡ προσωπικὴ ἀνάδειξη, τὸ προσωπικὸ ἢ ὁμαδικὸ
κέρδος εἶναι πάνω ἀπὸ τὴν νίκη τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ἱστορία δὲν
φαίνεται νὰ ἐπαναλαμβάνεται, ἀλλὰ φαίνεται νὰ βιώνει τὴν ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο
προφητευομένη ἐσχατολογικὴ κατάληξή της: Παντοῦ ἐπικρατεῖ σύγχυση καὶ διχόνοια,
δηλαδὴ ἡ ἄρνηση τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ὄχι ἀπὸ τοὺς ἄπιστους ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς
Χριστιανούς.
Ποιός θὰ περίμενε ποτὲ
νὰ ἔχουν ἔλθει στὴν Ἐκκλησία τὰ πάνω κάτω, νὰ ἔχουν ἀνατραπεῖ τὰ δόγματα καὶ οἱ
ἱ. Κανόνες, νὰ ἔχει ὑποταχθεῖ τὸ εὐαγγέλιο στὴν κοσμικὴ δύναμη, νὰ ἔχει ἐξαφανισθεῖ
τὸ μαρτυρικὸ φρόνημα, ἡ εὐσέβεια νὰ μεταφράζεται ὡς συμβιβασμὸς κατ’ οικονομία,
ὁ λόγος τοῦ κάθε πιστοῦ νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ κάθε Ἁγίου, ἡ πτώση
ποιμένων καὶ ποιμενομένων νὰ εἶναι συνεχὴς καὶ ἀσταμάτητη, καὶ ἡ ἀντίδραση νὰ
περιορίζεται σὲ μία «καλώς» ἐννοούμενη καὶ γεμάτη «ἀγάπη» διαμαρτυρία! Καὶ
μόλις κάποιος τολμήσει νὰ ψελλίσει τὸ αὐτονόητο, τὴν ἀνάγκη ἁγιοπατερικῆς ἀντίδρασης/ἀποτείχισης
καὶ κάθαρσης τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ ζιζάνια, τὰ σαπρὰ μέλη, τοὺς συνειδητοὺς αἱρετικοὺς
καὶ κακόδοξους, τότε νὰ σπεύδουν οἱ περισσότεροι νὰ φιμώσουν τὸν ἐκκλησιαστικὸ
λόγο, (ἀλλὰ καὶ τὸν διάλογο), νὰ ἀποπροσανατολίσουν
τοὺς πιστούς, διατυπώνοντας μὲ δογματικὸ ἀλλὰ καὶ ὀλέθριο τρόπο –καὶ φυσικὰ χωρὶς
ἁγιοπατερικὰ ἐπιχειρήματα –τὴν ἔνσταση, ὅτι στὴν προκειμένη ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ
τοὺς Οικουμενιστές δὲν εἶναι ὑποχρεωτική, ὅτι ἡ ἀποτείχιση εἶναι δυνητική καὶ ὅτι
ἡ σημερινὴ σύγχυση δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη καὶ στάση!
Καὶ εἶναι πράγματι
τραγικό, ὅτι δὲν κατανοοῦν ἢ τοὺς διαφεύγει ἡ φοβερὴ ἀντίφαση στὴν ὁποία
πέφτουν, δηλ. νὰ κοινωνεῖς καὶ νὰ ἀναγνωρίζεις αὺτόν, ποὺ διαλύει τὴν Πίστη, ὡς
ἐκλεκτὸ μέλος τοῦ παναγίου σώματος τῆς Ἐκκλησίας, παρὰ τὰ τόσα καὶ τόσα ἀντίθετα
παραδείγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ διδασκαλίας. Ἀκόμα καὶ ἡ παράνοια
τοῦ ἐπιχειρήματος δὲν λαμβάνεται ὑπόψη, ὅτι δηλ. θὰ ἔχεις κοινωνία, θὰ ἀποκαλεῖς
ἀδελφὸ καὶ ποιμένα κάποιον, ποὺ ταυτόχρονα τὸν ἀποκαλεῖς καὶ καταδεικνύεις δικαίως
ὡς αἱρετικό, κακόδοξο καὶ προδότη τοῦ Χριστοῦ. Νὰ κατηγορεῖς κάποιον γραπτῶς ὡς
ἐχθρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ τὸν ἐπαινεῖς στὸν ναὸ προφορικῶς ὡς «ὀρθοτομοῦντα».
Καὶ ὅλα αὐτά, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι, ἀπὸ «διάκριση», «ταπείνωση» καὶ «ἀγάπη».
Χωρὶς νὰ σκέφτονται ὅτι ὅταν κάποιος δημοσίως διδάσκει/ἐπιτρέπει/ἔχει κοινωνία
μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές (πέρα ἀπὸ τὴ δική του βλάβη) διδάσκει/ἐπιτρέπει στὸν πιστὸ
νὰ ἔχει τὴν ἀντίληψη ὅτι δὲν ἔχει νὰ φοβηθεῖ καμία ἀρνητικὴ συνέπεια κοινωνώντας
μὲ αἱρετικοὺς καὶ ὅσους τοὺς ἀποδέχονται· ὅτι ὑποκείμενος στὴν βλαβερὴ καὶ ὀλέθρια
διδασκαλία τους, εἶναι τόσο δυνατὸς στὴν πίστη του, ὥστε δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ ἀλλοιωθεῖ
προοδευτικὰ ἡ ὀρθόδοξη συνείδησή του! Μία τέτοια στάση καὶ σκέψη, δὲν ἔχει
καμία διαφορὰ μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ μὲ ὅσους «ἀντιοικουμενιστές» κοινωνοῦν
μαζί τους, οἱ ὁποῖοι ἀκριβῶς σ’ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα στηρίζουν τὶς ἐνέργειές
τους, δηλ. ὅτι δὲν διατρέχουν κίνδυνο ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ αἱρετικούς, διότι εἶναι
δυνατοὶ στὴν πίστη τους. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι ἡ προδοσία καὶ τὰ αἶσχη ποὺ
βιώνουμε τὶς τελευταῖες δεκαετίες, ἰδίως μετὰ τὸ Κολυμπάρι καὶ μὲ τὴν κρίση τοῦ
Κορονοϊοῦ.
Διχόνοια λοιπὸν καὶ
σύγχυση. Αὐτὴ ἡ διχάζουσα καὶ παραπλανοῦσα σύγχυση ἀρχίζει πρῶτα ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς
“ποιμένες” τῆς Ἐκκλησίας (τοὺς Ἱεράρχες), καὶ λειτουργεῖ διαβρωτικὰ στὸ πολλὲς
φορὲς ἀκατήχητο ποίμνιο, εἴτε αὐτὸ εἶναι
γεμάτο ἀγαθὴ ἐμπιστοσύνη, εἴτε βολεύεται, γιατὶ δὲν ἔχει διάθεση νὰ ἐμπλακεῖ
σὲ περιπέτειες καὶ διώξεις ὑπὲρ Πίστεως. Ἡ σύγχυση αὐτὴ φθάνει σὲ ἐπικίνδυνο, μᾶλλον
ὀλέθριο ἐπίπεδο, ὅταν, ὅπως συμβαίνει σήμερα, τὸ ποίμνιο παρακολουθεῖ ἄφωνο τὰ
μέλη τῆς Ἱεραρχίας νὰ ἐκφράζουν κακόδοξες, προδοτικὲς καὶ συνάμα διαφορετικὲς ἀπόψεις
πάνω σὲ θεμελιώδεις θέματα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἴτε ἔχουν λυθεῖ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους, εἴτε ἔχουν ἀποφανθεῖ
γιὰ αὐτὰ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι οἱ πραγματικοὶ Θεόπτες καὶ Θεολόγοι τῆς Ἑκκλησίας, οἱ
Ἅγιοι Πατέρες, καὶ ἔχουν μέχρι σήμερα παραδοθεῖ ἀναλλοίωτα.
Ἡ σύγχυση εἶναι πάντα
ἡ πιὸ πιστὴ ἀρωγὸς τῆς αἵρεσης, πόσῳ μᾶλλον τῆς παναίρεσης τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Ἡ
σύγχυση προκαλεῖται συνειδητὰ τόσο ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστές, γιὰ νὰ καλύψουν την
πλάνη καὶ γιὰ νὰ συνεχίζουν νὰ πλανεύουν, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς δειλοὺς καὶ ἀνεύθυνους,
τοὺς ματαιόδοξους καὶ φίλαρχους γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀδυναμίες τους καὶ να
συνεχίσουν νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά τους. Ἡ σύγχυση ἐπέρχεται ὅταν καθηγητές,
κληρικοί, φιλόσοφοι, γέροντες, μοναχοί, λαϊκοὶ θεωροῦνται ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς
Πατέρες, τὰ λόγια τους σπουδαιότερα ἀπὸ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὅταν ἐπαληθεύονται
τὰ λόγια τοῦ Ἀβραὰμ πρὸς τὸν πλούσιον: «ἔχουσι
Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν… εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν,
οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται» (Λουκ. 16 ,29–31).
Ἡ σύγχυση συνδέεται ἄμεσα
μὲ τὸ ψέμα, τὴν συκοφαντία, τὴν διπροσωπία, τὴν διαστρέβλωση τῆς ἀλήθειας, ἐδῶ
τῆς Μίας Ἀλήθειας. Τὸ ἀποτέλεσμά της εἶναι ὁ διχασμός, οἱ ἔριδες, ἡ ἀγωνιστικὴ
καὶ ὁμολογιακὴ ἀπαξίωση, ἡ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας μας.
Καὶ γιὰ μὴν κατηγορηθῶ
ὅτι πράττω αὐτὸ ποὺ μέμφομαι, ἂς ἀφήσουμε τοὺς Πατέρες νὰ μᾶς διδάξουν τοῦ
λόγου τὸ ἀληθὲς καὶ ἀσφαλές γιὰ τὴν σύγχυση καὶ τὴν διχόνοια καὶ ὅλες τῆς
πτυχές τους.
Γιὰ τὸ θέμα τῆς
διχόνοιας καὶ τῆς σχέσης της μὲ τὴν αἵρεση, Ἅγ. Μελέτιος Γαλησιώτης («Ἀλφαβηταλφάβητος»
ρνδ΄, 34):
«Αὐτὸ εἶναι
τὸ μέγα σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλ. ἀφαιρέθηκε ὅλη ἡ εἰρήνη ἀπ’ ὅλους καὶ ταρακούνησαν τὶς ψυχὲς καὶ
τάραξαν τὰ σώματα· ὅτι δηλ. οἱ
παραλογιστὲς τῆς ὄντως ἀλήθειας καὶ οἱ ἐφευρέτες τῆς κακίας φιλονικοῦν νὰ
στήσουν λογικὰ τεχνάσματα καὶ ἐπινοοῦν μεθόδους, πανουργίες, ἔρευνες καὶ
συζητήσεις καὶ πολύτροπες ἀγωγὲς καὶ μηχανορραφίες, ὅπως μία γυναῖκα, ποὺ δὲν ἔχει
φυσικὴ ὀμορφιά, προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει ψευδῶς μὲ τὸν καλλωπισμό. Γεννήθηκε
δόλος καὶ ψεῦδος, ἀπάτη, πλάνη καὶ θέλημα καὶ πρόφαση γιὰ συναγωγὴ χρημάτων. Ὄλα
αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς οἱ
σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ
φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν
Θεό. Ὑπὲρ αὐτῆς ἔλεγξε καὶ ὑπέφερε τὸν
θάνατο. Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες, ἀλλά ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ
προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ φέρουν μὲ τὸ
μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ
περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ
συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές... Ἐὰν
κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ
στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει
κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ» (γιὰ τὴν μετάφρ. Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου).
Γιὰ τὴν σημερινὴ ἐπικράτηση
τῆς κοσμικῆς σοφίας ἐπὶ τῆς σοφίας τῶν Πατέρων, Μ. Βασίλειος (Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς
καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2, 20)
«Καταπεφρόνηται
τὰ τῶν πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα
ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται τεχνολογοῦσι
λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται
παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι
βαρεῖς διασπῶντες τὸ ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων,
αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων».
Γιὰ τὴν στάση τῶν
παλαιοτέρων Χριστιανῶν καὶ τὴν ἀνακολουθία τῶν σημερινῶν, Μ. Βασίλειος:
«Κεφάλαιον
δὲ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις
συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν, γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς
ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως
δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης
Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (ἐπιστ.
242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).
Καὶ ἀλλοῦ:
«Ἐβεβηλώθη
τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους
οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν
τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τὰς χεῖρας αἴρουσιν... » (ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ
3, 86).
Γιὰ τοὺς προφορικὰ
διαμαρτυρόμενους καὶ πρακτικὰ κοινωνοῦντες μὲ τὴν αἵρεση, ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς
(ὁμιλία μὲ θέμα τοὺς τυφλούς):
«Ποῦ λοιπόν, εἰπέ μου, θὰ κατατάξουμε αὐτοὺς
ποὺ ὁμολογοῦν καὶ συγχρόνως ἀρνοῦνται τὸν Θεό; Μὲ τοὺς πιστούς; Μὲ τὰ ἔργα ὅμως
τὸν ἀρνοῦνται. Μὲ τοὺς ἀπίστους; Ἀλλὰ μὲ τὴν γλῶσσα τὸν ὁμολογοῦν... Ἀπὸ ποῦ θὰ
διακρίνουμε τὸν πιστὸ ἀπὸ τὸν ἄπιστο, τὸν φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἀφώτιστο, μὲ ἄλλα
λόγια, τὸν βαπτισμένο κατὰ Χριστὸν καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸν ἀβάπτιστο
καὶ συντεταγμένο μὲ τὸν διάβολο; Ὄχι ἀπὸ τοὺς λόγους, ὄχι ἀπὸ τὰ ἔργα, ὄχι ἀπὸ
τοὺς τρόπους; Ἐὰν λοιπὸν κάποιος ἐξομοιώνεται
σ’ αὐτὰ μὲ τοὺς ἀφώτιστους, ἂν καὶ λέγει, ὅτι εἶναι βαπτισμένος κατὰ Χριστόν, εἶναι
σαφές, ὅτι δὲν ἔχει πάψει νὰ ἀνήκει στὴν συμμορία ἐκείνων».
Ὁ δὲ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς
συμπληρώνει: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν
προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ
παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους
ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Βλ. Ν. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς
καὶ ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἔκδ. «Σωτήρ», Ἀθῆναι, 1972, σελ. 95).
Γιὰ τοὺς ὀπαδοὺς τῆς
μεσότητας καὶ τῆς ὑποτιθέμενης ἀλλὰ μὴ πραγματικῆς οἰκονομίας διακρίσεως, οἱ ἁγιορεῖτες
ἐπὶ Βέκκου Πατέρες:
«Εἰ τοῦτο
καταδεξόμεθα, τὸ ὀρθόδοξον, καὶ ἐν ἑνὶ τὸ
πᾶν ἀνατρέπομεν· καὶ ἐν ὅσοις οἱ ἀναξίως δεχόμενοι ἀνατρέπουσιν. Λέγουσι γὰρ
καὶ οἱ θεῖοι καὶ ἱεροὶ κανόνες, “εἴ τις ἀκοινωνήτῳ, κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, ἀφοριζέσθω”·
καὶ ἀλλαχοῦ, “ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητος
ἔσται, ὡς συγχέων τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας”, καὶ πάλιν· “ὁ αἱρετικὸν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ἐγκλήμασιν
ὑπόκειται”. Ἐν ὅσοις γοῦν οὗτοι ἐγκαλούμενοι ὑπὸ εὐθύνας εἰσίν, τοῖς αὐτοῖς
ἅπασι καὶ ἡμεῖς εἰ καταδεξοίμεθα, παρὰ τῶν θείων κανόνων τῶν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀποφαινομένων,
ὑπόδικοι γενόμεθα· οὐκ ἔστι τοῦτο τοῦ πονηροῦ· ὃς σκότος ὤν, τὸ φῶς ὑποκρίνεται;» (βλ. V. Laurent et J. Darrouzes, Dossier Grec de l’ Union
de Lyon 1273-1277, Paris 1976 σελ. 395).
«…Ὅθεν καὶ ἐν τῆ τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου Λαύρᾳ ἐλθών, οἱ ἐν αὐτῷ οἰκοῦντες φόβῳ καὶ δειλίᾳ, ὡς οὐκ ἔδει, ληφθέντες, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν φιλοψυχήσαντες, καὶ προκρίναντες οἱ τάλανες τῶν αἰωνίων τὰ πρόσκαιρα, καὶ ὡς ὁ Δημᾶς ἀγαπήσαντες τὸν νῦν αἰῶνα, καὶ χωρίς βασάνων καὶ ἀπειλῶν θᾶττον ὑπέκυψαν προδόντες τὴν ἑαυτῶν εὐσέβειαν, καὶ μετὰ φώτων καὶ ὕμνων καὶ προπομπῆς τοῦτον ἐδέξαντο, ὡς τέκνα μωμητά, ὡς οἱ παράνομοι καὶ ἀλλότριοι τοῦ ἑαυτῶν πατρὸς [ἁγίου Ἀθανασίου], ἐν τῷ κυριακῷ ἱερουργήσαντες ἀνιέρως μετὰ τῶν σὺν αὐτῷ Λατίνων καὶ λατινοφρόνων, τὴν ἀναφορὰν ἐποιήσαντο τῶν αἱρετιζόντων, τοῦ Πάπα λέγω δὴ καὶ τοῦ Πατριάρχου σὺν τῷ βασιλεῖ». (βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἀνδρονίκου. Δημητρακοπούλου «Ἡ Ἱστορία
τοῦ Σχίσματος», ἐκδ. Τῆνος, 1996, σελ. 99).
Γιὰ τὴν φιλαρχία καὶ
«αὐθεντία» σημερινῶν ταγῶν καὶ τὴν ἐπιζήτηση τίτλων καὶ τιμῶν, ὁ Κύριος ὁ ἴδιος:
«οἴδατε
ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν
αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν
διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος» (Ματθ. 20,25) καὶ «ὑμεῖς δὲ
μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί
ἐστε» (Ματθ. κγ΄ 8).
«Ἡ Ἐκκλησία
κυβερνᾶται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ μὲ τὴν ἀλήθεια. Ὁ μεγαλύτερος διακονεῖ μὲ ἀγάπη τὸν
μικρότερο. Ὁ πρεσβύτερος εἶναι ὑπηρέτης ὅλων, πάντα κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ
παν-τέλειου Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ δὲν ἦρθε στὸ γήϊνο κόσμο μας ”διακονηθῆναι, ἀλλὰ
διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λῦτρον ἀντὶ πολλῶν” (Ματθ. Κ’, 26-28). Αὐτὸ
διακρίνει τὴν Ἐκκλησία ἀπ’ ὅλες τὶς ὀργανώσεις τοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι ποὺ τὴν
κάνει ὄχι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ ποὺ δείχνει ὅτι εἶναι ὅλη ἀπ’ τὸν ἄλλον κόσμο, ἀπ’
τὸν κόσμο τῆς θεϊκῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ» (π. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἑρμηνεία τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐκδόσεις ἐν Πλῷ).
Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος
προσθέτει στὴν φιλαρχία καὶ ἄλλα χαρακτηριστικὰ κυρίως ἱερέων, π.χ. αὐτοὺς ποὺ
θέλουν πιστοὺς κατ’ ἀποκλειστικότητα καὶ δὲν δέχονται ἄλλους, μετατρέποντας τὸν
ναὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία σὲ κονάκι τους, κάνοντας ἔτσι ὁμάδες καὶ παρατάξεις ἢ ποὺ
αδιαφοροῦν γιὰ τὸ ποίμνιο τοῦ Κυρίου ξεχνώντας ὅτι, φεῦ, θᾶ δώσουν γιὰ κάθε ψυχὴ
λόγο.
«Ἀνατέτραπται
μὲν τὰ τῆς εὐσεβείας δόγματα, συγκέχυνται δέ Ἐκκλησίας θεσμοί. Φιλαρχίαι δὲ τῶν μὴ φοβουμένων τὸν Κύριον
ταῖς προστασίαις ἐπιπηδῶσι καὶ ἐκ τοῦ προφανοῦς λοιπὸν ἆθλον δυσσεβείας ἡ
προεδρία πρόκειται, ὥστε ὁ τὰ χαλεπώτερα βλασφημήσας εἰς ἐπισκοπὴν λαοῦ προτιμότερος.
Οἴχεται σεμνότης ἱερατική, ἐπιλελοίπασιν
οἱ ποιμαίνοντες μετ’ ἐπιστήμης τὸ ποίμνιον
τοῦ Κυρίου, οἰκονομίας πτωχῶν εἰς ἰδίας ἀπολαύσεις καὶ δώρων διανομὰς
παραναλισκόντων ἀεὶ τῶν φιλαρχούντων. Ἠμαύρωται
κανόνων ἀκρίβεια, ἐξουσία τοῦ ἁμαρτάνειν πολλή. Οἱ γὰρ σπουδαῖς ἀνθρωπίναις
παρελθόντες ἐπὶ τὸ ἄρχειν ἐν αὐτῷ τούτῳ τῆς σπουδῆς τὴν χάριν ἀνταναπληροῦσι τῷ
πάντα πρὸς ἡδονὴν ἐνδιδόναι τοῖς ἁμαρτάνουσιν. Ἀπόλωλε κρῖμα δίκαιον, πᾶς τις τῷ θελήματι τῆς καρδίας αὐτοῦ πορεύεται.
Ἡ πονηρία ἄμετρος, οἱ λαοὶ ἀνουθέτητοι, οἱ προεστῶτες ἀπαρρησίαστοι. Δοῦλοι γὰρ
τῶν δεδωκότων τὴν χάριν οἱ δι’ ἀνθρώπων ἑαυτοῖς τὴν δυναστείαν κατακτησάμενοι...
Ἐπί τούτοις γελῶσιν οἱ ἄπιστοι, σαλεύονται οἱ ὀλιγόπιστοι· ἀμφίβολος ἡ πίστις, ἄγνοια κατακέχυται τῶν ψυχῶν διὰ τὸ μιμεῖσθαι τὴν ἀλήθειαν
τοὺς δολοῦντας τὸν λόγον ἐν κακουργίᾳ. Σιγᾷ μὲν γὰρ τὰ τῶν εὐσεβούντων στόματα,
ἀνεῖται δὲ πᾶσα βλάσφημος γλῶσσα· ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους
οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν
τοῖς οὐρανοῖς Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τὰς χεῖρας αἴρουσιν...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 92, Πρός Ἰταλούς
καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ
3, 86· ΒΕΠΕΣ 55, 122).
Γιὰ ὅσους μνησικακοῦν
διχάζοντας τὸ ποίμνιο, ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος:
«''Η
δύση του ηλίου, να μην σε βρει, οργισμένο με κάποιον'' (Εφεσ. 4,26). Αν προτού
βραδυάσει συμφιλιωθείς, θα έχεις κάποια συγγνώμη από τον Θεό. Αν όμως
εξακολουθείς να μνησικακείς, τότε η αποστροφή σου δεν προέρχεται από τον θυμό
και την οργή της στιγμής, αλλά από κακία και βρώμικη ψυχή, που μελετά την
κακία. Ας μην φροντίζουμε τίποτε άλλο τόσο πολύ, όσο να είμαστε καθαροί από την
οργή, να συμφιλιωνόμαστε με όσους είναι δυσαρεστημένοι μαζί μας. Και να
ξέρουμε, ότι ούτε η προσευχή, ούτε η ελεημοσύνη, ούτε η νηστεία, ούτε η Θεία
Κοινωνία, ούτε τίποτα άλλο μπορεί να μας βοηθήσει εν ημέρα κρίσεως, αν
μνησικακούμε. Και αν ακόμα έχουμε
αμέτρητες καλές πράξεις, αλλά είμαστε μνησίκακοι, όλα πάνε μάταια και άσκοπα.
Από τις καλές μας πράξεις, δεν θα μπορέσουμε να κερδίσουμε καμμία ωφέλεια για
την σωτηρία μας. Ούτε προσευχή, ούτε ελεημοσύνη, ούτε νηστεία, ούτε η Μετάληψη
των Αχράντων Μυστηρίων, ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο, δεν θα μπορέσει να μας
προστατεύσει, κατά την ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως, εάν διατηρούμε την
μνησικακία στην ψυχή μας. Δεν σφάλλει κανείς, εάν θεωρήσει την μνησικακία,
ως την χειρότερη από κάθε άλλη αμαρτία. Διότι τίποτε δεν αποστρέφεται και δεν
μισεί ο Θεός, όσο τον μνησίκακο άνθρωπο, ο οποίος διατηρεί την οργή στην ψυχή
του»
(ἐδῶ).
Θὰ κλείσω γιὰ νὰ μὴ
μακρηγορῶ μὲ μία ἀναφορὰ στὸν π. Θεόδωρο Ζήση ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ πολλοὺς
«εἰδικοὺς μὲ διάκριση» (δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι ἄθελά του ἢ ὄχι) ὅπως πρόσφατα στὸ
ἱστολόγιο «τὰς θύρας» ὡς θεολογικὴ δικαιολογία ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα οἰκονομίας, δυνητικότητας, εὐσέβειας κλπ. π.χ.
μὲ τὰ λόγια «η υποχρεωτικότητα
που εσείς θέτετε στους άλλους, οι μονόδρομοι που εσείς τους χαράσσετε, δεν διαφέρουν και τόσο πολύ από αυτά που μας
ταλαιπωρούν σήμερα» προκαλώντας ἔτσι σύγχυση καὶ διάσπαση. Με τὶς
παρακάτω ἀναφορὲς θὰ διακρίνει ὁ ἀναγνώστης ὅτι ὁ π. Θεόδωρος τὰ ἴδια περὶ ἀποτειχίσεως
(τὴν χαρακτηρίζει μονόδρομο) ἔλεγε καὶ λέγει μὲ αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται στὸ
κείμενο καὶ τὰ ὁποῖα λοιδωροῦνται τώρα ὡς μονόδρομοι:
«…Ἡ μὴ
διακοπὴ δηλαδὴ μνημοσύνου, δὲν ἰσχύουν στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἐπίσκοπος, ὁ
μητροπολίτης, ὁ πατριάρχης κηρύσσουν αἵρεση. Στὴν περίπτωση αὐτὴ πρέπει ἀμέσως καὶ «πρὸ συνοδικῆς
διαγνώσεως» νὰ ἀποτειχισθοῦμε, νὰ ὑψώσουμε τεῖχος ἄμυνας, νὰ ἀποκλείσουμε τὴν
αἵρεση, νὰ ὀχυρωθοῦμε... Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι καὶ πρόσωπα, κατὰ τὰ ἄλλα ὀρθοδόξου
φρονήματος, καὶ μάλιστα λόγιοι ἐπίσκοποι,
πρεσβύτεροι καὶ καθηγηταὶ ἐκλαμβάνουν τὴν ἀποτείχιση
κακῶς ὡς χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ τοὺς
ψευδοεπισκόπους· ἰσχυρίζονται καὶ γράφουν καὶ κηρύσσουν ὅτι ἐμεῖς μένουμε μέσα
στὴν ἐκκλησία, δὲν ἀποτειχιζόμαστε, δίνουμε τὸν ἀγώνα μέσα στὴν ἐκκλησία.
Γίνονται ἔτσι καλοὶ συνεργάτες καὶ βοηθοὶ τῶν αἱρετικῶν ψευδεπισκόπων, διότι δὲν ἀφήνουν νὰ ὑψωθεῖ τὸ τεῖχος τῆς διακοπῆς
τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ μνημοσύνου, μὲ συνέπεια ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἐπὶ
δεκαετίες τώρα νὰ προελαύνει ἀκάθεκτα, νὰ καταλαμβάνει πρόσωπα καὶ θεσμούς,
συνόδους, ἱεραρχίες, ἱεράρχες, θεολογικὲς σχολές, καὶ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ὡς ἐλεύθεροι
σκοπευτὲς νὰ ρίχνουμε μερικὲς τουφεκιὲς ἀπέναντι ἑνὸς ἐχθροῦ καὶ ἑνὸς κινδύνου μὲ ἀσύγκριτη ὑπεροπλία καὶ ἀσύμμετρη ἀπειλή.
Αὐτὸ ὅμως δὲν κάνουμε τόσα χρόνια ἀναβάλλοντας
τὴν κατασκευὴ τοῦ τείχους; Καὶ δὲν πρέπει τώρα βλέποντας ὅτι ὁ ἐχθρὸς
κατέλαβε ἀκόμη καὶ τὸ τελευταῖο θεσμικὸ προπύργιο ποὺ διαθέτουμε, τὸ συνοδικὸ
σύστημα μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης, νὰ βελτιώσουμε τὴν στρατηγική μας, νὰ
προσαρμόσουμε τὰ ἐπιτελικά μας σχέδια, νὰ
χρησιμοποιήσουμε τὸν ὁπλισμὸ ποὺ μᾶς προμήθευσαν μὲ Ἁγιοπνευματικὲς ἀποφάσεις οἱ
Ἅγιοι Πατέρες;... Δὲν εἶναι κατασταλαγμένο ἐκκλησιολογικὸ ἀξίωμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία
βρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καὶ ὄχι ἐκεῖ
ποὺ ὑπάρχουν ἐπίσκοποι, καὶ πατριάρχες αἱρετικοί;... Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς
ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξακολουθήσουν νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν
παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος
σωτήριος, κανονικὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι
ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι
καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης» (Ἀποτείχιση
ἀπὸ τὴν αἵρεση — ὄχι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία).
Καὶ σὲ μία συνέντυξη
στὴν κ. Σοφία Τσέκου εἶπε ὁ π. Θεόδωρος ἀναλόγως:
«Οἱ Ἀρχιερεῖς
τῆς νοτίου Ἑλλάδος στὴ Μεγάλη Εἴσοδο λένε: «τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου τῆς ὀρθοτομούσης
τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Ἔ, ἂν ἡ Ἱ.
Σύνοδος δέχτηκε τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης, (τότε) πῶς ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας;
Ἑπομένως, θὰ λέει ψέματα μπροστὰ στὴν
Ἁγία Τράπεζα; Μέσ’ στὸ θυσιαστήριο; Οἱ δικοί μας δέ, ἐδῶ, οἱ Ἀρχιερεῖς τῆς
βορείου Ἑλλάδος, λένε καὶ τὰ δύο. «Τοῦ πατριάρχου ἡμῶν Βαρθολομαίου καὶ τῆς Ἱερᾶς
ἡμῶν Συνόδου τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας». Πολὺ περισσότερο ἀπὸ
τὴν Σύνοδό μας, ὁ Πατριάρχης ἐδῶ καὶ χρόνια δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.
Τί θὰ κάνουμε λοιπόν; …Ἐνῶ (μὲ τοὺς ἄλλους ἀντι-Οἰκουμενιστὲς πατέρες) ἔχουμε τὴν
ἴδια ἐκκλησιολογικὴ ἄποψη ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς
πρὸς τὴν μέθοδο, τί νὰ κάνουμε τώρα, διαφωνοῦμε… Νιώθω ὅτι ἦρθε καιρὸς νὰ
κάνουμε τὸ καθῆκον μας ἀπέναντι στὴ συνείδησή μας κι ἀπέναντι στὴν Πίστη μας,
κι ἂς οὐρλιάζουν κάποιοι… Ἐγὼ σᾶς τὸ λέω, μέχρι τώρα προβληματιζόμουν,
καὶ προσευχόμουν, καὶ διάβαζα· σᾶς εἶπα γιὰ δυό-τρεῖς μῆνες ξεσκόνιζα τοὺς τρεῖς τόμους τῶν Ἐπιστολῶν
τοῦ Μ. Βασιλείου. Γιὰ νὰ ἐνισχυθῶ, νὰ ἐνθαρυνθῶ, μήπως κάνω λαθος; Κι ἔχω κατασταλάξει πλέον ὅτι ἡ Διακοπὴ
Μνημοσύνου εἶναι μονόδρομος... Ἐγώ, λοιπόν, θεωρῶ, μετὰ τὴν στάση τῆς
Ἱεραρχίας μας στὸ θέμα τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, ὅτι ὁ μόνος Κανονικὸς δρόμος, ὁ ὁποῖος ἀπομένει –Κανονικός, βάσει τῶν
Κανόνων, ἐπειδὴ πλέον ἐπισήμως διὰ Συνόδου θεσμοθετεῖται ὁ Οἰκουμενισμός, γυμνῇ
τῇ κεφαλῇ, θὰ πρέπει νὰ κάνουμε Διακοπὴ Μνημοσύνου, ἡ ὁποία θὰ ἔχει κάποιες
συνέπειες» (18-12-2016, στὸ "Ἀρχονταρίκι" τοῦ Ἱ. Ν. Ἁγ. Ἀντωνίου
Θεσσαλονίκης, ἐδῶ).
Ὅσοι διαφωνοῦν μὲ τὰ
παραπάνω παρακαλῶ νὰ ὑποδείξουν τὸ λάθος τῶν σκέψεων παραθέτοντας τὶς ἀνάλογες ἁγιοπατερικὲς
πηγὲς καὶ ὄχι προσωπικὲς ἀναφορές, εἰρωνεῖες καὶ χλευασμούς, καθὼς ὁ διάλογος,
εἶναι μεταξὺ ἀδελφῶν χριστιανῶν. Ἂν μέχρι τώρα εἶχε γίνει ἕνας ἀληθινὸς διάλογος
ἄνευ πρωτεῖων, αὐθεντίας, παραταξιακοῦ πνεύματος, ἀλλὰ μὲ χριστιανική, ταπεινὴ
διάθεση μεταξὺ ὅλων μας δὲν θὰ ὑπῆρχαν τὰ σημερινὰ κακῶς κείμενα.
Ἂς εὐχηθοῦμε νὰ ληφθοῦν
ἐπιτέλους ὅλες οἱ ἐκκλήσεις ὁμονοίας ‒δυσάρεστες καὶ εὐχάριστες‒ ὑπόψη καὶ ἂς ἀρχίσει ἡ προσπάθεια ἑνότητας καὶ συμπόρευσης
στηριγμένη πάνω στὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία ἐνάντια στὴν αἵρεση, ὅπως ἁρμόζει
σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Χριστὸς ἀνέστη!
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου