Ο λουθηρανισμός λίαν ενωρίς μετεδόθη εις τας Κάτω Χώρας, Σκωτίαν, Αγγλίαν και Γαλλίαν, αλλ’ εξ επιδράσεως των επιστολών, των συγγραμμάτων και των μαθητών του Καλβίνου αντικατεστάθη υπό του καλβινισμού. Εν ταις Κάτω Χώραις τον καλβινισμόν επολέμησεν η αυτοκρατορική δυναστεία των Αψβούργων, εις την οποίαν υπήγοντο αύται. Κάρολον τον Ε' εν Ισπανία και Κάτω Χώραις διεδέχθη ο υιός αυτού Φίλιππος ο Β' (1556). Θρησκόληπτος καθολικός και δραστήριος, εδέσποσε της Ευρώπης και κατέστη η ενσάρκωσις της αντιμεταρρυθμίσεως. «Προτιμώ, έλεγε, να χάσω εκατόν χιλιάδας ανθρώπων, ή κατ’ ελάχιστον να μεταβάλω την θρησκείαν». Επεδίωκε τον εκκαθολικισμόν και την εξισπάνισιν των Κάτω Χωρών. Ούτως η άμυνα του προτεσταντισμού ενταύθα έλαβεν εθνικόν χαρακτήρα και κατέληξεν εις επανάστασιν. Οι υπέρ της ελευθερίας των Κάτω Χωρών αγώνες, διήρκεσαν, μετά διακοπής δώδεκα ετών — από του δευτέρου ημίσεως της ιστ' εκατονταετηρίδος (1566) μέχρι των μέσων της ιζ' εκατονταετηρίδος— μέχρι του τέλους του τριακονταετούς πολέμου και της συνθήκης της Βεστφαλίας (1648). Δια της συνθήκης ταύτης αι επτά βόρειοι επαρχίαι απεσπάσθησαν της Ισπανίας και απετέλεσαν την δημοκρατίαν της Ολλανδίας. Ο καλβινισμός εν αυτή κατέστη επίσημος θρησκεία του κράτους˙ αλλά και άλλαι προτεσταντικαί ομολογίαι υπό όρους ήσαν ανεκταί. Αι νότιαι επαρχίαι, αποτελέσασαι το Βέλγιον, έμειναν υπό την Ισπανίαν και απέβησαν καθολικαί.
Η εν Σκωτία επικράτησις του καλβινισμού οφείλεται εις τον Ιωάννην Κνόξ, ο οποίος είχε διαμείνει εν Γενεύη και ήλθεν εις στενήν σχέσιν μετά του Καλβίνου. Εκείθεν δι’ επιστολών, προκηρύξεων και πολεμικών έργων επέδρα επί της πατρίδος αυτού. Επανελθών εις αυτήν, έγινεν η ψυχή της επαναστάσεως κατά της καθολικιζούσης βασιλικής εξουσίας, ασκουμένης υπό της Γαλλίδος χήρας βασιλίσσης Μαρίας Γκίζη, και η ψυχή της εφαρμογής του καλβινισμού. Προυκλήθη εμφύλιος πόλεμος. Η Βουλή (1560) επισήμως ίδρυσε την καλβινικήν σκωτικήν Εκκλησίαν («πρεσβυτεριανήν»). Μετά εν έτος, επιστρέψασα εκ Γαλλίας η θυγάτηρ της Μαρίας Γκίζη, Μαρία Στούαρτ, μετά τον θάνατον του συζύγου αυτής, του βασιλέως της Γαλλίας Φραγκίσκου του Β', έχουσα ηλικίαν δέκα εννέα ετών, έγινε βασίλισσα της Σκωτίας και επανήρχισε τον αγώνα κατά του καλβινισμού. Ο γραμματεύς αυτής Ιταλός Δαυίδ Ρίκκιο, πράκτωρ της αντιμεταρρυθμίσεως, εδολοφονήθη υπό του δευτέρου συζύγου της βασιλίσσης, του Άγγλου ευπατρίδου Δάρνλεϋ˙ αλλά και ο Δάρνλεϋ εδολοφονήθη ασθενής και κλινήρης, ανατιναχθείς δι’ εκρηκτικών υλών μεθ’ όλου του οικοδομήματος. Η βασίλισσα Μαρία Στούαρτ έλαβε σύζυγον τον δολοφόνον. Ο λαός ηνωμένος εστράφη κατά της βασιλίσσης, η οποία ηναγκάσθη να παραιτηθή υπέρ του υιού αυτής και του Δάρνλεϋ (Ιακώβου του Έκτου) και έφυγεν εις την Αγγλίαν. Ο Κνόξ είχε διατυπώσει την αρχήν, ότι «εναντίον της ειδωλολατρικής εξουσίας να σύρη τις το ξίφος και αιχμαλωτίση αυτήν, δεν είναι ανυπακοή εις τους ηγεμόνας, αλλ’ ορθή υπακοή, διότι αποτελεί εκπλήρωσιν της θελήσεως του Θεού». Οι Προτεστάνται και μάλιστα οι Καλβινισταί «ειδωλολάτρας» ωνόμαζον τους καθολικούς, δια την ανεπτυγμένην εξωτερικήν λατρείαν και κυρίως δια την χρήσιν των εικόνων. Ο καλβινισμός έμεινεν οριστικώς επίσημος θρησκεία της Σκωτίας, τα δε εκκλησιαστικά κτήματα κατά το πλείστον ηρπάγησαν υπό των ευγενών.
Ο βασιλεύς της Αγγλίας Ερρίκος ο Η' (Τυδώρ), προωρισμένος να γίνη κληρικός, είχε λάβει εν Οξφόρδη θεολογικήν μόρφωσιν και έγραψε σύγγραμμα κατά του Λουθήρου (1521), ονομασθείς υπό του πάπα «υπερασπιστής της πίστεως» (defensor fidei), επέτρεψε δε εν Αγγλία την δίωξιν του λουθηρανισμού. Αλλ’ ο Ερρίκος έπειτα ήλθεν εις διάστασιν προς τον πάπαν, ένεκα του διαζυγίου αυτού από της Αικατερίνης της Αραγονίας. Ο γάμος ούτος ήτο αντικανονικός, διότι η Αικατερίνη ήτο σύζυγος του αποθανόντος πρεσβυτέρου αδελφού του Ερρίκου, αλλά κατ’ οικονομίαν ο γάμος είχεν επιτραπεί υπό του πάπα (Ιουλίου του Β'), ότε δε ο Ερρίκος, στηριζόμενος επί της αντικανονικότητος του γάμου, ήθελε να διαζευχθή την Αικατερίνην, ίνα λάβη την αυλικήν Άνναν Βόλεϋν, ο πάπας (Κλήμης ο Ζ') δεν έδιδε διαζύγιον. Ο βασιλεύς Ερρίκος, εμπνεόμενος υπό απολυταρχικών και θεοκρατικών ιδεών, εκήρυξεν ανταρσίαν κατά της παπικής εξουσίας. Εξεβίασε τας δύο επαρχιακάς συνόδους (Καντερβουρίας και Υόρκης) του αγγλικού κλήρου να αναγνωρίσωσι τον βασιλέα ανωτάτην κεφαλήν της αγγλικανικής Εκκλησίας ( «suppremum caput ecclesiae» ), αλλά μετά της υπό του αρχηγού της παπικής μερίδος Ιωάννου Φίσερ, Ιησουΐτου και επισκόπου της πόλεως Ρότσεστερ, γενομένης προσθήκης, «όσον δια του νόμου του Χριστού επιτρέπεται» (quantum per legem Christi licet), η οποία όμως έμεινεν άνευ πρακτικής σημασίας. Η Βουλή, υπό τον απειλήν αυστηροτάτων τιμωριών, ηναγκάσθη να αναγνωρίση την επελθούσαν μεταβολήν (1534). Επειδή τα μοναστήρια, των οποίων πολλά εξηρτώντο απ’ ευθείας εκ του πάπα, ήσαν κέντρα παπικής επιρροής και πλούσια, δι’ αποφάσεων της Βουλής (1536 και εξής) κατηργήθησαν, τα δε μοναστηριακά κτήματα εδημεύθησαν υπέρ του στέμματος, μέρος δε αυτών παρεχωρήθη εις τους ευγενείς. Η ομολογία και η λατρεία έμεινε καθολική και μάλιστα κατεδιώχθησαν οι προτεσταντίζοντες (ο αιματηρός νόμος του 1539), επομένως, η επελθούσα μεταβολή ήτο απλώς διοικητική. Επετράπη μόνον η διάδοσις της Αγίας Γραφής εν αγγλική μεταφράσει.
Επί του υιού του Ερρίκου και διαδόχου Εδουάρδου του Έκτου (1547), ο οποίος είχε γεννηθεί εκ της τρίτης συζύγου Ιωάννης Σέϋμουρ και ήτο ακόμη δεκαετής, μετερρυθμίσθη πρώτην φοράν η ομολογία της αγγλικανικής Εκκλησίας. Επρωτοστάτησαν ο ηγεμών της Σομερσέτης Εδουάρδος, θείος εκ μητρός του βασιλέως («προστάτης της Αγγλίας») και ο Καντερβουρίας Θωμάς Κράμμερ. Ακριβώς από του έτους εκείνου, δια των επιστολών του Καλβίνου, της προσκλήσεως καλβινιστών λογιών και της εν Λονδίνω κοινότητος καλβινιστών προσφύγων, ήρχισεν εν Αγγλία η επίδρασις του Καλβινισμού. Επισήμως επικυρωθέντα υπό των Βουλών εξεδόθησαν το νέον Ευχολόγιον («Book of common prayer ») και η νέα ομολογία των 42 άρθρων (1552). Δι’ αυτών η λατρεία και η διδασκαλία μετερρυθμίσθησαν εν μετριοπαθεί καλβινικώ πνεύματι, αλλ’ η μεν ομολογία μάλλον εκαλβίνιζε, το δε ευχολόγιον μάλλον εκαθολίκιζε. Διετηρήθη ο επισκοπικός βαθμός και η έννοια της ειδικής ιερωσύνης, δια τούτο η Αγγλικανική Εκκλησία εκτιμά και υπέρ εαυτής διεκδικεί την αδιάκοπον αποστολικήν διαδοχήν (1) . Η εν Αγγλία μεταρρύθμισις απ’ αρχής συνησθάνετο την διαφοράν εαυτής από του προτεσταντισμού της ηπειρώτικης Ευρώπης και εθεώρει εαυτήν ως επάνοδον εις τον χριστιανισμόν των Ελλήνων Πατέρων. Η γενομένη μεταρρύθμισις δεν εύρεν απήχησιν παρά τω αγγλικώ λαώ, δια τούτο Μαρία η Καθολική (1553 - 1558), θυγάτηρ της θρησκομανούς Ισπανίδος Αικατερίνης της Αραγονίας, διαδεχθείσα τον ετεροθαλή αδελφόν αυτής Εδουάρδον, θανόντα εις ηλικίαν δεκαπέντε ετών, ευκόλως επανέφερε τον καθολικισμόν και κατεδίωξε τους Προτεστάντας (μάρτυρες, φυγάδες εις Ελβετίαν). Η βασιλεία αυτής διήρκεσε μόνον πέντε έτη, η δε ολιγοχρόνιος αύτη αντίδρασις κατά του προτεσταντισμού όχι μόνον δεν ηδυνήθη να εξολοθρεύση αυτόν, αλλά και κατέστησε αυτόν δημοτικώτερον και συνετέλεσεν, ώστε να ρίψη ρίζας περισσοτέρας και βαθυτέρας.
Η ετεροθαλής αδελφή της Μαρίας Ελισάβετ (1558 - 1603), το τελευταίον επιζών τέκνον Ερρίκου του Η', ήτο θυγάτηρ της δευτέρας συζύγου, της προτεσταντιζούσης Άννας Βόλεϋν, αλλ’ επί της Μαρίας είχε γίνει καθολική. Δεν είχεν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια τα θρησκευτικά ζητήματα, αλλ’ υπό των δραστηριωτέρων και ισχυροτέρων στοιχείων του αγγλικού έθνους ωθήθη εις την εγκατάλειψιν της εκκλησιαστικής πολιτικής της αδελφής αυτής και την αποκατάστασιν της αγγλικανικής Εκκλησίας, προς ενίσχυσιν και καθησύχασιν του έθνους. Ο προτεσταντισμός αποκατέστη επί το συντηρητικώτερον. Ο βασιλεύς της Αγγλίας ωνομάσθη υπό της Βουλής όχι πλέον ανωτάτη κεφαλή της Εκκλησίας, αλλ’ απλώς ανώτατος κυβερνήτης του κράτους εν τοις εκκλησιαστικοίς και πολιτικοίς (1559). Ο βασιλεύς είχε τα δικαιώματα, τα οποία ο Θεός εν τη Αγία Γραφή παρέσχεν εις όλους τους ευσεβείς ηγεμόνας. Το Ευχολόγιον υπέστη τροποποίησιν επί το καθολικώτερον («Iniunctions», Διατάξεις, Ιούνιος 1559)˙ παραδείγματος χάριν, εισήχθησαν πάλιν τα άμφια, η δε ομολογία των 42 άρθρων συνεπτύχθη εις 39 άρθρα (1563). Εν αυτή η περί απολύτου προορισμού και θείας ευχαριστίας καλβινική διδασκαλία απέβαλε την οξύτητα αυτής, εγκαταλειφθείσης της κατά του Λουθήρου πολεμικής φρασεολογίας. Το περί δύο μυστηρίων άρθρον έμεινεν. Ούτως εις την αγγλικανικήν Εκκλησίαν, η οποία είχε διατηρήσει καθολικά στοιχεία, εισήχθησαν επί της Ελισάβετ νέα τοιαύτα. Ο Ματθαίος Πάρκερ, καίπερ προσκληθείς, δεν ηδυνήθη, δι’ ασθένειαν, να μετάσχη της τροποποιήσεως του Ευχολογίου˙ γενόμενος αρχιεπίσκοπος, Καντερβουρίας, αυτός έκαμε την μνημονευθείσαν σύμπτυξιν των άρθρων (εις 39), επεξειργάσθη αυτά και εχειροτόνησεν εννέα επισκόπους, εκ των οποίων προέρχεται η αγγλικανική ιεραρχία. Δια το πρόβλημα κατά πόσον η αγγλικανική ιεραρχία έχει αδιάκοπον αποστολικήν διαδοχήν, ενέχει θεμελιώδη σημασίαν το κύρος της χειροτονίας του Πάρκερ.
Ο Πάρκερ, έγγαμος κληρικός, εχειροτονήθη αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας υπό τεσσάρων επισκόπων εκ της εποχής Εδουάρδου του ΣΤ', των οποίων δύο μεν είχον χειροτονηθεί κατά τον μετερρυθμισμένον τρόπον της εποχής εκείνης, δύο δε, κατά τον λατινικόν ρυθμόν, των οποίων εις ήτο πρώην επίσκοπος (ο Barlow). Η χειροτονία έγινεν εν τω παρεκκλησίω του αρχιεπισκοπικού μεγάρου κατά τον μετερρυθμισμένον τρόπον (17 Δεκεμ. 1559), συμφώνως, βεβαίως, προς το νέον Ευχολόγιον, το οποίον προ εξαμηνίας είχεν εκδοθεί. Άγγλοι παπικοί βραδύτερον( μετά τριακονταετίαν) ισχυρίσθησαν ότι η χειροτονία έγινεν εν καπηλείω «ελλιπής την μορφήν και βλάσφημος την τέλεσιν», αλλ’ οι ισχυρισμοί ούτοι δεν είναι αληθείς. Απαραίτητον στοιχείον της εγκύρου χειροτονίας είναι, ότι η Εκκλησία πρέπει να δέχεται ειδικήν ιερωσύνην˙ αλλά τα καλβινίζοντα άρθρα της αγγλικανικής Εκκλησίας παρέχουσι δυσκολίας, προκειμένου να ευρεθή, αν οι χειροτονήσαντες τον Πάρκερ, ως αντιπρόσωποι της αγγλικανικής Εκκλησίας, είχον την έννοιαν της ειδικής ιερωσύνης, της οποίας στερούνται αι προτεσταντικαί Εκκλησίαι (ίδε ανωτέρω σημ. 1). Εις αντιστάθμισιν, μεταγενέστεροι αγγλικανοί επίσκοποι απεφάνθησαν, ότι οι αγγλικανοί κληρικοί «δεν είναι αναγκαίον να υποχρεώνται εις την αποδοχή των 39 άρθρων» (1888) και ότι εις περίπτωσιν ασαφείας των 39 άρθρων ισχύει η γνώμη του Ευχολογίου» (1930), η δε επίσημος Αγγλικανική Εκκλησία φαίνεται ερμηνεύουσα τα 39 άρθρα συμφώνως προς το Ευχολόγιον, αλλά δεν υπάρχει ακόμη τόσον επίσημος περί τούτου απόφασις αυτής, λύουσα το ζήτημα ωρισμένως και γενικώς (Χρήστου Ανδρούτσου, Το κύρος των Αγγλικών χειροτονιών, 1903, σελ. 66. Κ. Δυοβουνιώτου, Περί της ενώσεως της Αγγλικανικής Εκκλησίας μετά της Ορθοδόξου, 1932, σελ. 14 κ. εξ. Δ. Μπαλάνου, Περί του κύρους των Αγγλικανικών χειροτονιών, 1939, σελ. 77. Γερμανού Στρινοπούλου, Die Beziehungen der Orthodoxen Kirche zu den anderen Kirchen, «Ekklesia» 1939, σελ. 141. Αμ. Αλιβιζάτου, To κύρος της ιερωσύνης της Αγγλικανικής Εκκλησίας, 1940, σελ. 121 και εξής) (2)
Η επί της βασιλίσσης Ελισσάβετ αποκατασταθείσα Αγγλικανική Εκκλησία υπέστη νέαν επίθεσιν εκ μέρους της αντιμεταρρυθμίσεως, προς αποκατάστασιν του καθολικισμού, ως όργανον δε εχρησιμοποιήθη η Μαρία Στούαρτ, η φυγάς βασίλισσα της Σκωτίας, εγείρασα αξιώσεις επί του αγγλικού θρόνου. Πρώτον, διότι ήτο εγγονή της αδελφής του βασιλέως της Αγγλίας Ερρίκου του Η' Μαργαρίτας, γενομένης βασιλίσσης της Σκωτίας (συζύγου Ιακώβου του Δ') δεύτερον, ο πάπας Παύλος ο Δ' (1559) είχε κηρύξει την Ελισάβετ νόθον, ως τέκνον Ερρίκου του Η' εκ του γάμου μετά της Βόλεϋν, τον οποίον ο πάπας εθεώρει άκυρον˙ τρίτον, ο πάπας Πίος ο Ε' (1570) είχεν αφορίσει την Ελισάβετ δια την επαναφοράν του προτεσταντισμού. Η Μαρία Στούαρτ κατεδικάσθη εις θάνατον, αποκεφαλισθείσα δια πελέκεως, η δε Ελισάβετ εξηκολούθησεν ήσυχος την βασιλείαν αυτής. Τα μνημονευθέντα γεγονότα είχον οριστικώτερον ωθήσει αυτήν εις τον προτεσταντισμόν. Η Ελισάβετ, βασιλεύσασα σαράντα πέντε έτη, απέθανεν άτεκνος και άγαμος, διεδέχθη δε αυτήν ο υιός της Μαρίας Στούαρτ ως Ιάκωβος Α' (1603), βασιλεύς ήδη της Σκωτίας, ούτω δε επήλθεν ένωσις των δύο βασιλείων. Τούτον διεδέχθη ο υιός αυτού Κάρολος ο Α' (1625). Αμφότεροι εκληρονόμησαν και ενίσχυσαν τας απολυταρχικάς και θεοκρατικάς ιδέας Ερρίκου του Η' και είχον τάσεις εις τον καθολικισμόν. Σύμβουλος και συνεργάτης αυτών υπήρξεν ο Γουλιέλμος Λώδ ( Laud, επίσκοπος Λονδίνου 1628, αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας 1633), εισαγαγών νέα καθολικά στοιχεία εις την λατρείαν και την θεολογίαν (3).
Κατά την εποχήν ταύτην επήλθε μεταβολή της Αγγλικανική ς Εκκλησίας. Η ομολογία των 42 και των 39 άρθρων της Εκκλησίας ταύτης δεν δέχεται την ιερωσύνην ως μυστήριον, ή, κατά τινας, δέχεται μεν αυτήν ως μυστήριον, αλλ’ όχι υπό του Χριστού ιδρυθέν (άρθρον 25ον). Πρώτος ο κληρικός Ριχάρδος Μπάγκροφτ ( Bancroft, βραδύτερον επίσκοπος Λονδίνου και αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας), εν τω ναώ του Αγίου Παύλου (Cross, 15 Φεβρ. 1579, επί βασιλίσσης Ελισάβετ), δια λόγου πολέμων τους Πουριτανούς {πρεσβυτεριανούς - ίδε § 45), εκήρυξεν, ότι οι επίσκοποι ωρίσθησαν υπό του Χριστού ως διάδοχοι των Αποστόλων˙ αρχικώς μόνον αυτοί έχουσι την εξουσίαν της εκκλησιαστικής διοικήσεως και χειροτονίαν, η δε διακοπή της αποστολικής διαδοχής αίρει ολοτελώς το ιερατείον και τα μυστήρια (εκτός του λόγου, τυπωθέντος μετά ταύτα, μεταγενέστεραι συμπληρώσεις). Άλλοι ηκολούθησαν αυτόν. Αφετέρου ο έχων ανθρωπιστικόν ενδιαφέρον βασιλεύς Ιάκωβος ο Α', συμφώνως προς τας απολυταρχικάς και θεοκρατικάς ιδέας αυτού, έγραψεν εις τον υιόν Κάρολον : «ο Θεός σε εδημιούργησε μικρόν Θεόν» (συγγραφή υπό την επιγραφήν «Βασιλικόν δώρον» — αι λέξεις ελληνιστί, 1598). Ούτω το επισκοπικόν και το βασιλικόν αξίωμα εθεωρήθησαν θείας προελεύσεως και στενώς προς άλληλα συνδεδεμένα. Αύτη είναι η έννοια της λεγομένης «Υψηλής Αγγλικανικής Εκκλησίας» (το όνομα παρουσιάσθη μετά το 1662), η οποία συνεπληρώθη και επεκράτησε δια του μνημονευθέντος Καντερβουρίας Γουλιέλμου Λώδ. Εν αντιθέσει προς το ασκητικόν πνεύμα των Πουριτανών, εξετιμώντο ιδιαιτέρως αι κοσμικαί απολαύσεις και συνιστώντο επιτρεπόμεναι τέρψεις, χοροί, σπορ και τα όμοια (Book of Sports, εκδοθέν υπό του βασιλέως, 1618).
Ο βασιλεύς Κάρολος ο Α', κυβερνήσας ένδεκα έτη άνευ Βουλής, προυκάλεσε την αγγλικήν επανάστασιν (1642-49). Ο Καντερβουρίας Λωδ εκαρατομήθη τω 1645, ο βασιλεύς Κάρολος εκαρατομήθη τω 1649. Εκηρύχθη δημοκρατία (1649-1660, Κρόμβελλ), κατηργήθη η Υψηλή Εκκλησία και εισήχθη αμιγής καλβινισμός. Αι έριδες των στρατηγών επανέφερον την βασιλείαν (Κάρολος ο Β', υιός του καρατομηθέντος βασιλέως) και την Υψηλήν Εκκλησίαν. Επί Καρόλου του Β’ (1660) και του αδελφού αυτού Ιακώβου του Β' (1685) έγιναν σαφέστεραι αι προς τον καθολικισμόν τάσεις της δυναστείας ταύτης (Στούαρτ). Ο πρώτος απέθανε καθολικός˙ ο δεύτερος ήδη δούξ Υόρκης ανήκε φανερά εις την καθολικήν Εκκλησίαν, γενόμενος δε βασιλεύς εφάνη επιδιώκων να επαναφέρη τον καθολικισμόν και δια τούτο εξεθρονίσθη (1688). Εις τον θρόνον ως βασιλεύς εκλήθη ο πρόεδρος της Ολλανδικής δημοκρατίας Γουλιέλμος της Οράγγης, ανεψιός εξ αδελφής και γαμβρός επί θυγατρί του εκθρονισθέντος βασιλέως της Αγγλίας. Οι μη δεχθέντες την μεταβολήν ταύτην και μη δώσαντες όρκον εις το νέον καθεστώς, επομένως περισσότερον των άλλων ρέποντες εις τον καθολικισμόν, ωνομάσθησαν «Ανώμοτοι». Η επικράτησις των συνταγματικών θεσμών και των νέων ιδεών επέφερον εξασθένησιν του βασιλικού αξιώματος και της Υψηλής Εκκλησίας. Νέαν θρησκευτικήν ζωήν έδωσεν εις αυτήν η Οξφόρδειος κίνησις (Τρακτάριοι, Πουσεΰται και Τελετόφιλοι, από του πρώτου ημίσεος της ιθ' εκατονταετηρίδος και εξής), περί της οποίας θα γίνη λόγος εις το οικείον μέρος (4).
Παραπομπές
(1) Ταύτα στηρίζονται κυρίως επί του Ευχολογίου. Τα άρθρα κάμουσι λόγον περί δύο μυστηρίων (άρθρον 25) και περί χειροτονίας των τριών βαθμών (άρθρον 36). Κατά τον Α.Δ. Κυριακόν, δέχονται δύο μυστήρια (βάπτισμα και θείαν ευχαριστίαν)˙ αρνείται τούτο ο Χρ. Ανδρούτσος και σαφέστερον ο Κ. Δυοβουνιώτης.
(2) Ο καθηγητής Βασίλειος Αντωνιάδης, εν εφημερίδι της Κωνσταντινουπόλεως, κρίνων την μνημονευθείσαν διατριβήν του Χρήστου Ανδρούτσου, διετύπωσε τας επομένας τρεις θεμελιώδεις αρχάς : α) Η δήλωσις της σημερινής Αγγλικανικής Εκκλησίας, ότι δέχεται την ειδικήν ιερωσύνην, οσονδήποτε επίσημος και αν είναι, δεν δύναται να αντικαταστήση την πίστιν της Αγγλικανικής Εκκλησίας, την οποίαν αντεπροσώπευον την εποχήν εκείνην οι χειροτονήσαντες τον Πάρκερ και την οποίαν αντεπροσώπευε και ο Πάρκερ χειροτονήσας εννέα επισκόπους. Αν εκείνοι δεν εδέχοντο ειδικήν ιερωσύνην, η αποστολική διαδοχή έχει πλέον διακοπεί, και δεν ωφελεί η σημερινή πίστις. β) Η άκυρος χειροτονία (ως και πάν άλλο άκυρον μυστήριον) μόνον δια της επαναλήψεις του μυστηρίου δύναται να αρθή, ουδεμία δε οικονομία είναι δυνατόν να άρη αυτό, διότι άλλως η οικονομία μεταβάλλεται εις μυστήριον και, μάλιστα, εις το μυστήριον των μυστηρίων, αντικαθιστών οιοδήποτε άλλο μυστήριον. Προκειμένου περί εγκύρου, αλλ’ αντικανονικής χειρατονίας (ουχί «ακύρου» αλλ’ «ακυρωσίμου») δύναται να ισχύση οικονομία και εφαρμογή οιασδήποτε συμπληρωματικής τελετής, γ) Ο ισχυρισμός, ότι η Εκκλησία αποφαίνεται μόνον οσάκις πρόκειται να εισέλθωσιν εις αυτήν αλλόδοξοι κληρικοί, είναι φαινομενικός και εσφαλμένος. Διότι με τον τρόπον, με τον οποίον θα δεχθή αυτούς, δεικνύει συγχρόνως ποιαν γνώμην έχει περί των μυστηρίων της αλλοδόξου Εκκλησίας. Εφόσον δεν επαναλάβη το μυστήριον της χειροτονίας, κατ’ αδήριτον λογικήν ανάγκην, δεικνύει, ότι την ιερωσύνην της Εκκλησίας εκείνης δεν θεωρεί άκυρον, αλλ’ έγκυρον, οσονδήποτε και αν αποφεύγη να το ομολογήση φανερά.
(3) Εκ των μεταβολών της λατρείας αναφέρομεν την σπουδαιοτέραν. Αι της θείας ευχαριστίας τράπεζαι, αι οποίαι από της εποχής της βασιλίσσης Ελισάβετ δεν είχον πάλιν ωρισμένην θέσιν, εστήθησαν μονίμως ως άγιαι τράπεζαι εις την ανατολικήν πλευράν των ναών. Αι εις την θεολογίαν μεταβολαί : Έγιναν δεκτά τα αγαθά έργα ως ουσιώδες στοιχείον της σωτηρίας, εν δε τη θεία ευχαριστία, με ασαφείας, έγινε δεκτή η πραγματική παρουσία του σώματος και αίματος του Χριστού (η του Λουθήρου αντίληψις). Ενώ το 31ον άρθρον (των 39 άρθρων) είναι δυνατόν να θεωρηθή, ότι απορρίπτει μόνον την εκδοχήν της θείας ευχαριστίας ως εξιλαστήριου θυσίας, όχι δε και την εκδοχήν αυτής αορίστως ως θυσίας (προσφοράς ευχών και άλλων), τώρα η θεία ευχαριστία έγινε δεκτή ως «αναμνηστική θυσία» (sacrifice commemorative). Herzog-Hauch, Realencyklopadie, τόμος 11, σελ. 309.
(4) Από της βασιλίσσης Ελισάβετ ελήφθησαν μέτρα κατά των καθολικών. Εις τους Ιρλανδούς, οι οποίοι ήσαν καθολικοί, επεβλήθη η αγγλικανική Εκκλησία ως επίσημος, τα εκκλησιαστικά κτήματα της Ιρλανδίας ωρίσθησαν δια την συντήρησιν του αγγλικανικού κλήρου, οι δε Ιρλανδοί εξ ιδίων διετήρουν τον καθολικόν κλήρον αυτών (επί Ελισάβετ, + 1603). Οι επίλοιποι καθολικοί της Αγγλίας απεκλείσθησαν των πολιτικών αξιωμάτων, διότι οι αναλαμβάνοντες αυτά ώφειλον να δώσωσιν όρκον πίστεως εις την αγγλικανικήν ομολογίαν και να κοινωνήσωσι της αγγλικανικής θείας ευχαριστίας (Testakte, 1673, υπό της Βουλής, επί Καρόλου του Β'). Εις τους καθολικούς τούτους της Αγγλίας απηγορεύθη ολοτελώς η θεία λατρεία και δεν επετρέπετο να έχωσι ναούς, ιδιαίτερα σχολεία και να λαμβάνωσι κληρονομιάς (νόμοι επί Γουλιέλμου της Οράγγης, 1689-1702). Οι Ιρλανδοί ως καθολικοί, εστερήθησαν των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων, κατέστη δε εις αυτούς δύσκολος η άσκησις του εμπορίου και των άλλων επιτηδευμάτων (νόμοι επί της βασιλίσσης Άννης, 1702-1714). Βαθμηδόν ήρθησαν οι κατά των καθολικών εν γένει νόμοι, η δε αγγλικανική Εκκλησία εν Ιρλανδία απώλεσε τον χαρακτήρα επισήμου Εκκλησίας (1869). Ο παπικός αρχιεπίσκοπος του Ουεστμίνστερ δεν ηδύνατο να επικοινωνή απ’ ευθείας μετά του βασιλέως της Αγγλίας (από του 1688), αλλά τούτο επετράπη τον Νοέμβριον του 1947 (του αρχιεπισκόπου μη χρησιμοποιήσαντος τον τοπικόν προσδιορισμόν Ουεστμίνστερ).
(εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 614-621)