Ο Στάλιν και ο πατριάρχης – Ορθόδοξη Εκκλησία και σοβιετική εξουσία 1917-1988

                                                    

Ένα από τα πλέον αξιοπερίεργα γεγονότα της σοβιετικής ιστορίας είναι, χωρίς αμφιβολία, η στροφή της στάσης του Στάλιν προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, μεσούντος του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Ενώ, έως τότε, ή τουλάχιστον τις παραμονές της έκρηξης του πολέμου, οι διώξεις εναντίον ιερωμένων και πιστών ήταν συνεχείς, το σοβιετικό κράτος επέδειξε στη συνέχεια μια πρωτοφανή, για τη φύση του, ανεκτικότητα προς τη δράση της εκκλησίας. Είναι βέβαιο ότι ο Στάλιν αποφάσισε αυτή την τακτική κίνηση, διότι αντιλήφθηκε την ισχύ της ορθοδοξίας στον λαό, που δεν είχε καμφθεί από την καταστολή και την αθεϊστική προπαγάνδα, και του ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση του ηθικού του στρατού και της κοινωνίας στις δύσκολες ώρες του πολέμου. Ταυτοχρόνως, έπρεπε να αντιμετωπίσει την πολιτική των ναζί, οι οποίοι αν και φανατικά αντιχριστιανοί, άνοιγαν στις κατεχόμενες απ’ αυτούς περιοχές της ΕΣΣΔ κλειστές εκκλησίες και μονές, για να κερδίσουν τα λαϊκά στρώματα. Τέλος, διέβλεπε την πιθανή επέκταση της σοβιετικής επιρροής προς την ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, όπου κατοικούσαν ορθόδοξοι λαοί, και μια ελεγχόμενη από τον ίδιο εκκλησία θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει πολιτικά.

Με επίκεντρο, λοιπόν, το παραπάνω γεγονός, ο Ιταλός ιστορικός Adriano Roccucci έχει εκδώσει μια μελέτη με τον τίτλο «Ο Στάλιν και ο πατριάρχης, Η Ορθόδοξη εκκλησία και η σοβιετική εξουσία 1917-1958 (στο πρωτότυπο: La Chiesa ortodossa e il potere sovietico 1917-1958, εκδόσεις Eidaudi, 2011, ενώ στα ρωσικά μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2016), όπου παρουσιάζει τη σύνθετη σχέση εκκλησίας και εξουσίας κατά τις θυελλώδεις δεκαετίες μεταξύ της Οκτωβριανής επανάστασης και της τελικής επικράτησης του Χρουστσώφ. Η σημασία της μελέτης του έγκειται στο πλούσιο αρχειακό υλικό, και ιδιαίτερα στα στατιστικά στοιχεία που ανακάλυψε και παρουσιάζουν ιδιαίτερα πειστικά την πραγματικότητα στο τεράστιο κεφάλαιο της ορθόδοξης πίστης στα χρόνια της ΕΣΣΔ. Η στέρεα ιστορική γνώση αυτού του παρελθόντος μάς δίνει και κάποια σημαντικά κλειδιά για τη κατανόηση όσων συμβαίνουν σήμερα.

                        

Αντιγράφουμε από την παρουσίαση στην ιταλική έκδοση του βιβλίου:

«Την νύχτα της 4ης προς την 5η Σεπτεμβρίου ο Στάλιν υποδέχθηκε στο Κρεμλίνο τρεις μητροπολίτες, οι οποίοι είχαν την ευθύνη της διοίκησης της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας. Είναι εκπληκτικό και μόνον ότι έγινε αυτή η συνάντηση, καθώς για δεκαετίες έως τότε ο ηγέτης του σοβιετικού κράτους καταδίωκε ανελέητα τον ορθόδοξο κλήρο και τους πιστούς.

Η επίθεση στη θρησκεία διαρκούσε ήδη 25 χρόνια, και οι συμμετέχοντες στη συνάντηση ιεράρχες ανήκαν σε αυτούς που κατάφεραν επιζήσουν από τις διώξεις. Στη διάρκεια της μακράς και ειλικρινούς συζήτησης ο Στάλιν έδωσε τη συγκατάθεσή του στην εκλογή πατριάρχη, ο οποίος θα ηγείτο της ρωσικής εκκλησίας. Το θέμα ήταν ότι από το 1925 ο πατριαρχικός θρόνος ουσιαστικά χήρευε, διότι οι σοβιετικοί ηγέτες δεν επέτρεπαν στην εκκλησία να εκλέξει νέο προκαθήμενο. Ο πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών εκλέχθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 και ήταν ο μητροπολίτης Σέργιος (Στραγκορόντσκι) Τι προκάλεσε αυτή την αλλαγή στη σοβιετική θρησκευτική πολιτική; Ποιες ήταν οι βαθιές ρίζες αυτής της νέας συμμαχίας μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του καθεστώτος; Και γιατί ο Στάλιν αποφάσισε να αναβιώσει το πατριαρχείο;» (https://www.einaudi.it/catalogo-libri/storia/storia-contemporanea/stalin-e-il-patriarca-adriano-roccucci-9788806200589/)

Ένα μέρος των στοιχείων και των συμπερασμάτων του βιβλίου του Roccucci παρουσιάζονται στο κείμενο του Αλεξάντερ Στανκεβίτσιους, που δημοσιεύεται σε ρωσικές ιστοσελίδες, και το μεγαλύτερο μέρος του το παραθέτουμε μεταφρασμένο στα ελληνικά: 

Προεπαναστατική περίοδος

Η Ορθοδοξία στη Ρωσική αυτοκρατορία ήταν η κύρια θρησκεία της πλειοψηφίας του πληθυσμού και η Ορθόδοξη Εκκλησία η ισχυρότερη από όλες τις αυτοκέφαλες ορθόδοξες Εκκλησίες. Το 1916 η ΡΟΕ διέθετε 77.727 εκκλησίες, παρεκκλήσια και οικιακούς ναούς, 478 ανδρικές και 547 γυναικείες μονές, 21.330 μοναχούς και 73.299 μοναχές, 117.917 ιερωμένους, 56 θεολογικά σεμινάρια και 4 θεολογικές ακαδημίες (στοιχεία από το Adriano Roccucci, ρωσική έκδοση, στο εξής AR).

Για να γίνει μια σύγκριση πρέπει να πούμε ότι στα τέλη του 2017 η ΡΟΕ είχε 36.878 ναούς και άλλους χώρους που τελούνται λειτουργίες σε όλο τον κόσμο (900 από αυτούς στο εξωτερικό), 462 αντρικές και 484 γυναικείες μονές, 39.414 κληρικούς.



Διώξεις εναντίον της εκκλησίας την περίοδο 1921-1941 

Αρχικώς οι μπολσεβίκοι υπολόγιζαν να νικήσουν την Ορθοδοξία με σιδερένια πυγμή, πιστεύοντας αφελώς ότι συνιστά ένα θλιβερό σκοταδισμό και δεισιδαιμονίας και θα μπορούσαν εύκολα να την διαλύσουν με διοικητικές και στρατιωτικές μεθόδους. Αποκαλύφθηκε έτσι η άγνοιά για τους Ρώσους χωρικούς – τους βασικούς φορείς της Ορθοδοξίας στη Ρωσία εκείνη την εποχή – από τους επί το πλείστον προερχόμενους από τις πόλεις μπολσεβίκους ηγέτες. Ο Λένιν υπολόγιζε απλώς να εκτελέσει όλους τους ιερείς, εκμεταλλευόμενος τον λιμό στη χώρα, κάτι το οποίο έγραψε χωρίς περιστροφές:

«Για εμάς ακριβώς αυτή η στιγμή είναι όχι μόνον ευνοϊκή αλλά και γενικά η μοναδική, που μπορούμε να έχουμε 99% επιτυχία να εξοντώσουμε τον εχθρό και να εξασφαλίσουμε τις αναγκαίες για εμάς θέσεις για πολλές δεκαετίες. Ακριβώς τώρα και μόνον τώρα, όπου στις περιοχές που πεινούν τρώνε ανθρώπους και που στους δρόμους κείτονται εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες πτώματα, μπορούμε (και γι’ αυτό πρέπει) να προχωρήσουμε στην κατάσχεση της εκκλησιαστικής περιουσίας με την αγριότερη και πιο ανελέητη ενεργητικότητα, μη σταματώντας την καταστολή έναντι της οποιασδήποτε αντίστασης. Πρέπει να δώσουμε τώρα ακριβώς την πιο αποφασιστική ανελέητη μάχη ενάντια στις μαύρες εκατονταρχίες του κλήρου και να συντρίψουμε την αντίστασή του με τέτοια σκληρότητα ώστε να μην το ξεχάσουν για πολλές δεκαετίες… Η κατάσχεση της περιουσίας, ιδιαίτερα στις πιο πλούσιες Λάβρες, μονές και εκκλησίες, πρέπει να πραγματοποιηθεί με ανελέητη αποφασιστικότητα, αναμφίβολα χωρίς να σταματά με κανένα τρόπο και στο συντομότερο διάστημα. Όσο μεγαλύτερο αριθμό εκπροσώπων της αντιδραστικής μπουρζουαζίας και του αντιδραστικού κλήρου κατορθώσουμε με αυτήν την αφορμή να εκτελέσουμε τόσο το καλύτερο.

(Mυστική επιστολή Λένιν προς τα μέλη του ΠΓ για τα γεγονότα στην πόλη Σούγια και την πολιτική σε σχέση με την εκκλησία, 19.2 1922 – παραλήφθηκε από τον Μολότοφ, ο οποίος έπρεπε να τη δώσει να διαβαστεί από τα μέλη του ΠΓ και να επιστραφεί. Το πρωτότυπο κείμενο στο http://www.historyru.com/docs/rulers/lenin/lenin-doc63.html#/overview, εδώ το απόσπασμα παρατίθεται στο ΑR, σελ. 42)

Ο τεχνητός λιμός που προκάλεσαν οι κόκκινοι στην νότια Ρωσία το 1921-22 χρησιμοποιήθηκε για επίθεση εναντίον της εκκλησίας και τη δικαιολόγηση αυτής της επίθεσης στα μάτια των χωρικών- οι μπολσεβίκοι, με την δικαιολογία της πάλης με την πείνα, έκαναν κατασχέσεις των εκκλησιαστικών αντικειμένων και άλλων περιουσιακών στοιχείων, στις οποίες οι πιστοί απάντησαν με πράξεις αντίστασης. […]

Επιθυμώντας να εξοντώσουν το συντομότερο τον πατριάρχη Τύχωνα [από το 1917], οι μπολσεβίκοι του άσκησαν δίωξη και τον φυλάκισαν, κάτι που προκάλεσε μοναδική και σφοδρή αντίδραση εκ μέρους των δυτικών χωρών και του Βατικανού, που τάχθηκαν στο πλευρό του πατριάρχη. Γι’ αυτό και η αβέβαιη θέση των μπολσεβίκων δεν επέτρεπε να χειροτερέψει η φήμη τους. Έτσι η επιβολή ποινής στον Τύχωνα συνεχώς αναβαλλόταν, όσο δεν πέθαινε από εξάντληση στον κατ’ οίκον περιορισμό του [θα απελευθερωθεί το 1923, και θα «κοιμηθεί» το 1925]..

Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν ισχυροί διοικητικοί μηχανισμοί καταστολής προς την Εκκλησία. Έτσι, στους πιστούς και τους ιερείς σκοπίμως επιβλήθηκαν υψηλοί φόροι, αφαιρούνταν τα πολιτικά τους δικαιώματα, δεν λάμβαναν δελτία τροφίμων, τα παιδιά τους δεν είχαν δικαίωμα να λάβουν μεσαία και ανώτερη εκπαίδευση. Στα σχολεία τα παιδιά αυτά γίνονταν αντικείμενο κοροϊδίας εκ μέρους των δασκάλων. Από το 1930, οι ιερείς έπρεπε το 75% των «μη δεδουλευμένων εσόδων» να το παραδώσουν στο κρατικό ταμείο. Η συντήρηση των ίδιων των εκκλησιών γινόταν συνεχώς πιο δαπανηρή – το καθεστώς εσκεμμένως αύξησε τους φόρους για τους χώρους χρήσης, τα κοινόχρηστα, την ασφάλεια για πυρκαγιά, έξοδα για φύλαξη, ώστε οι πιστοί τελικώς να αναγκαστούν να κλείσουν τις ενορίες.

Τα διοικητικά και οικονομικά μέτρα συνδυάστηκαν με νομικούς περιορισμούς στη δράση των θρησκευτικών οργανώσεων – αρχικώς το Σύνταγμα προέβλεπε τη δυνατότητα όχι μόνον της άσκησης της λατρείας αλλά ακόμη και κάποιας εξωτερικής, ιεραποστολικής, δραστηριότητας (αναφέρεται ως προπαγάνδα). 

Το 1929 στο 24ο Πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ εισήχθη τροπολογία στο άρθρο 4.1 του συντάγματος της ΡΣΟΣΔ του 1925, σύμφωνα με την οποία περιοριζόταν η δραστηριότητα των θρησκευτικών οργανώσεων μόνον στην άσκηση της λατρείας και μόνον εντός των εκκλησιών, αφαιρώντας από τους πιστούς τη δυνατότητα του κηρύγματος, για να μην μιλήσουμε για την διδασκαλία της θρησκείας στο σχολείο ή την εκπαίδευση νέων ιερέων. Από νομικής απόψεως αυτό που καθοριζόταν ως «ελευθερία θρησκευτικής και αντιθρησκευτικής προπαγάνδας», μετά την τροποποίηση, ονομάστηκε «ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας».

Μια ακόμη τακτική των μπολσεβίκων στο πόλεμο με τον ιδεολογικό εχθρό ήταν η διαίρεση της Εκκλησίας σε εχθρικές μεταξύ τους ομάδες, δηλαδή ένα παιχνίδι επί των συσσωρευμένων στην εκκλησία αντιθέσεων. 

Ο μπολσεβίκοι ενεργά συνέβαλαν στα σχίσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε Ανανεωτές, Γρηγοριανούς, Ιωσηφίτες κ.λπ. Με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Βεντένσκι, οι Ανανεωτές, η πλέον ισχυρή οργάνωση σχισματικών, υπό την προστασία του κράτους, ακολούθησαν τη γραμμή της υποστήριξης της σοβιετικής εξουσίας και μπόρεσαν να πάρουν υπό τη δικαιοδοσία τους σημαντικό τμήμα των ενοριών. Η κανονική Εκκλησία πέρασε στην παρανομία, οι ιερείς συλλαμβάνονταν, οι ναοί έκλειναν. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες για την εκρίζωση της θρησκείας από την κοινωνία, οι κομμουνιστές δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ληξιαρχείου, το 1928 το 57,8% των γεννήσεων και το 66,7% των θανάτων συνοδεύτηκαν με θρησκευτικές τελετές. Το 49% των μαθητών του Γυμνασίου πίστευαν στο Θεό, σύμφωνα με την έρευνα του 1928 σε 120 χιλ. ανθρώπους. Η Αντιθρησκευτική Επιτροπή της Κ.Ε. του ΠΚΚ(μπ.) ανακοίνωσε το ποσοστό των πιστών στο 80% στο σύνολο του πληθυσμού στην ΕΣΣΔ. Μάλιστα, ακόμη και ένα 5-6% κομματικών μελών υπέστησαν κυρώσεις γιατί συμμετείχαν σε θρησκευτικές τελετές.



Η απογραφή της 6ης Ιανουαρίου 1937, η οποία συμπεριλάμβανε το ερώτημα για τη θρησκευτική πίστη, απέδειξε την αποτυχία της αντιθρησκευτικής πολιτικής των κομουνιστών. Από τα 97 εκατομμύρια 521 χιλ. ερωτώμενων σοβιετικών πολιτών τα 55 εκατομμύρια 278 χιλ (ποσοστό 56,7%) θεωρούσαν τους εαυτούς τους πιστούς. Απ’ αυτούς το 75,3% ή 41 εκατομμύρια 621 χιλιάδες αυτοχαρακτηρίστηκαν ως Ορθόδοξοι. Πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι στις συνθήκες της μόνιμης τρομοκρατίας πολλοί θα ήταν αυτοί που θα απάντησαν αρνητικά στο ερώτημα για την πίστη για λόγους ασφάλειας. Η προγραμματισμένη για το 1937 εξάλειψη της θρησκείας από τη Σοβιετική κοινωνία απέτυχε πλήρως, αναγκάζοντας τους μπολσεβίκους να δράσουν με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, ώστε μια για πάντα να πετύχουν «την τελική υπέρβαση των θρησκευτικών προκαταλήψεων».

Ταυτοχρόνως, η Ένωση Αθέων αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα. 10 από τις 13 εκδόσεις της σταμάτησαν να κυκλοφορούν. Από τους 50 χιλιάδες πυρήνες της Ένωσης, που λειτουργούσαν το 1932, «σχεδόν όλες διαλύθηκαν» το 1937. Από τα 7 εκατομμύρια μέλη μέσα σε 5 χρόνια απόμειναν 350-400 χιλιάδες. Κατ’ αυτόν το τρόπο, ακόμη και σε συνθήκες διώξεων κατά της πίστης, όταν η ταύτιση με τον αθεϊσμό συνεπαγόταν διάφορα κοινωνικά και οικονομικά προνόμια, ο λαός προτιμούσε να διατηρήσει την πίστη του.

Η καταστολή της περιόδου 1937-1938 σχεδιάστηκε για να επιλύσει το πρόβλημα της κυριαρχίας της θρησκείας στην κοινωνία, καθώς οι προηγούμενες διώξεις και η δράση της Ένωσης των Αθέων απέτυχαν. Η επιχείρηση ήταν τρομακτική. Μόνον στο Μπούτοβο [περιοχή της Μόσχας] εκτελέστηκαν 7 Ορθόδοξοι αρχιερείς (συνολικά εκεί σκότωσαν 20.761 ανθρώπους). Η Επιτροπή του Πατριαρχείου της Μόσχας για την αποκατάσταση καθόρισε τον αριθμό όσων διώχθηκαν για την πίστη τους μέχρι το 1941 στους 350.000 ανθρώπους. Απ’ αυτούς συνελήφθησαν 150 χιλιάδες και 80 χιλιάδες εκτελέστηκαν. Άλλα στοιχεία (η εκτίμηση της ομάδας εργασίας για τους νεομάρτυρες της ΡΟΕ στο Ινστιτούτο του Αγίου Τύχωνος) ανεβάζουν τα θύματα για την πίστη στα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας από 500 χιλιάδες έως 1 εκατομμύριο. Το 1939 είχαν απομείνει λιγότερο από 1.000 ανοιχτές εκκλησίες -το 97,6% αυτών που λειτουργούσαν το 1916 είχαν κλείσει (ΑR, σελ. 112-113).

Οι διώξεις εξακολούθησαν και κατά το 1940-1941, έπειτα από την επέκταση της ΕΣΣΔ προς την Πολωνία, την Βαλτική και την Μολδαβία. Το 1941 στο έδαφος της ΕΣΣΔ, χωρίς να υπολογίζουμε τα νεοαποκτημένα εδάφη, απέμειναν περί τις 400 εκκλησίες, ενώ σε 25 περιφέρειες της ΡΣΟΣΔ δεν υπήρχε ούτε ένας ναός.

Η περίοδος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Την έναρξη του πολέμου η χώρα των κάποτε υπέροχων λευκών καμπαναριών τη συνάντησε σχεδόν με ούτε μια κωδωνοκρουσία. Ο πόλεμος άλλαξε τα πάντα – όπως άλλαξε και τις σχέσεις Εκκλησίας και μπολσεβίκων το 1943. «Βέβαια ο αθεϊσμός παραμένει η βάση του προγράμματος, εμείς από αυτό, ότι η θρησκεία είναι όπιο, δεν απομακρυνόμαστε. Αλλά πρέπει να το κάνουμε με μαλακότερο τρόπο. Το κύριο σε κάθε περίπτωση είναι η προπαγάνδα, η επεξήγηση… σύμφωνα με το Σύνταγμα, εμείς αναγνωρίζουμε την Εκκλησία. Δεν είμαστε σε πόλεμο μαζί της», δήλωνε ο Μιχαήλ Καλίνιν, πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ.

Η γερμανική κατοχή μεγάλων περιοχών της ΕΣΣΔ οδήγησε εκεί, αρχικώς, σε μια θρησκευτική αναγέννηση. Γίνεται λόγος για χιλιάδες εκκλησίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συμβουλίου για τις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ΡΟΕ) σχεδόν 9.400 ναοί άνοιξαν και λειτούργησαν στις κατεχόμενες περιοχές, και επιπλέον 60 μονές. Οι μοναχοί ήταν 2.000 στη Ρωσία και 5,4 χιλιάδες στην Ουκρανία. Φυσικά οι Ναζί δεν το έκαναν αυτό από την καλή τους την καρδιά, αλλά υπολόγιζαν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την αντίθεση για την προπαγάνδα και την απόκτηση της εμπιστοσύνης του πληθυσμού (στην ίδια την Γερμανία και στην κατεχόμενη Πολωνία ο χριστιανισμός υπέστη διώξεις). Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός παραμένει – ο πόλεμος έγινε η αιτία της θρησκευτικής αναγέννησης και η σοβιετική ηγεσία, που το 1943 είχε μπροστά της ανοιχτές προοπτικές για εδαφική επέκταση, έπρεπε να αλλάξει τη σχέση της με την Εκκλησία. 

Πολύ περισσότερο, που η ίδια η εκκλησία εμφανίστηκε στη διάρκεια του πολέμου με πολύ πατριωτικές θέσεις, αναπτύσσοντας ευρεία δραστηριότητα στην παροχή βοήθειας στους τραυματίες, συλλογή χρημάτων για το μέτωπο (300 εκατομμύρια ρούβλια), ενώ ακόμη μπόρεσε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία ενός πλήρους σχηματισμού τεθωρακισμένων στο όνομα του Ντμίτρι Ντόνσκι.

Για το λόγο αυτό ο Στάλιν, το Σεπτέμβριο του 1943, συναντήθηκε προσωπικώς με τρεις Ορθόδοξους ιεράρχες, ενδιαφέρθηκε για τις ανάγκες της εκκλησίας και διέταξε τους υφιστάμενούς του να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την επανέναρξη της δραστηριότητας της εκκλησίας, στα πλαίσια αυτά στα οποία συμφωνήθηκαν στη συνάντηση. Στη συνέχεια οι ιεράρχες, που έμειναν ζωντανοί από τις διώξεις, εξέλεξαν Πατριάρχη τον Σέργιο.

Οι σχέσεις με την Εκκλησία μετά το 1943 ρυθμίζονταν από το Συμβούλιο για υποθέσεις της ΡΟΕ, υπό την ηγεσία του Γκεόργκι Κάρπωφ, και είχαν σκοπό την οικοδόμηση με τον πατριάρχη σχέσεων εμπιστοσύνης και την αποτροπή των υπερβολών εκ μέρους των τοπικών αρχών εναντίον των πιστών. Η πολιτική των κληρικών τώρα ήταν διαμετρικά αντίθετη από αυτήν της δεκαετίας του 1930. Αντί για διάσπαση της Εκκλησίας σε αντιπαρατιθέμενες ομάδες, το κράτος με κάθε τρόπο προσπαθούσε να ενώσει όλη τη ρωσική Ορθοδοξία υπό τον πατριάρχη της Μόσχας, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ενίσχυση της επιρροής του σε σχέση με τους κανόνες που είχαν καθοριστεί για τον πατριάρχη στην τοπική σύνοδο του 1918. Το κράτος κατ’ αυτόν τον τρόπο εξοικονόμησε δυνάμεις, διότι για τον έλεγχο της ισχυρής θρησκείας ήταν απλούστερο να στηριχθεί σε ένα πρόσωπο, αντί σε πολλές ομάδες και πολύ περισσότερο αν ήταν παράνομες. Παρ’ όλα αυτά, η Εκκλησία παρέμενε απόλυτα εξαρτημένη από τις διαθέσεις της εξουσίας, και μάλιστα δεν διέθετε τη δική της νομική οντότητα.

Όταν ο σοβιετικός στρατός απελευθέρωσε τις κατεχόμενες από τους ναζιστές περιοχές, δεν ήταν δυνατόν να ξεκινήσουν εκ νέου οι διώξεις στη θρησκεία στο πνεύμα των δεκαετιών 1920-1930. Θα ήταν κάτι που θα έβλαπτε τη σοβιετική εξουσία τόσο από πλευράς του πληθυσμού όσο και διεθνούς κοινότητας. Η κατάσταση περιεπλάκη για τους υπερασπιστές της αθεΐας κι από το γεγονός ότι η νίκη στον πόλεμο επέκτεινε τη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ σε τεράστιες εκτάσεις της Ανατολικής Ευρώπης, όπου ζούσαν εκατομμύρια Σλάβοι και Ορθόδοξοι. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη θέση που είχε η Σοβιετική Ένωση ως χώρα απελευθερώτρια, το κράτος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την Ορθοδοξία για την ενίσχυση της σοβιετικής εξουσίας και την εφαρμογή ενός νέου σχεδίου του Στάλιν με την μετατροπή της Μόσχας σε παγκόσμιο κέντρο της Ορθοδοξίας.

Προβλέφθηκε να δημιουργηθεί στη Μόσχα στο πρόσωπο του πατριάρχη το αντίβαρο ή ακόμη ένα εναλλακτικό κέντρο απέναντι στον πάπα, ο οποίος ενεργώς πολεμούσε τον κομουνισμό σε συμμαχία με τα δυτικά καθεστώτα. Δεδομένου ότι υπό την εξουσία των σοβιέτ βρέθηκαν τόσο σημαντικές ορθόδοξες χώρες, όπως η Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία (Γιουγκοσλαβία), θα έπρεπε να είναι κάποιος πολύ επίμονος λενινιστής για να μην εκμεταλλευθεί τέτοια ευκαιρία. Την δεκαετία του 1940, η σοβιετική εξουσία αποφάσισε να απωθήσει την ιδεολογία σε δεύτερο πλάνο, δίδοντας προτεραιότητα στον πραγματισμό και στον πατριωτισμό. Οι αλλαγές υιοθετήθηκαν και από τους Ορθοδόξους στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, ο Σέρβος πατριάρχης Γαβριήλ είπε ευθέως ότι «τα πρωτεία στον ορθόδοξο κόσμο πρέπει να ανήκουν στο Πατριαρχείο της Μόσχας, και η Ρωσική Εκκλησία πρέπει να γίνει η μητέρα όλων των σλαβικών εκκλησιών» (AR, σελ. 253)

Από τι 31 Ιανουαρίου έως τις 4 Φεβρουαρίου 1945 στη Μόσχα πραγματοποιήθηκε τοπική σύνοδος, κατά την οποία εκλέχθηκε νέος Πατριάρχης ο Αλέξιος, και υιοθετήθηκε η απόφαση για τους «Κανονισμούς για τη Διοίκηση της ΡΟΕ». Στη Σύνοδο έλαβαν μέρος 171 αντιπρόσωποι από την ΕΣΣΔ και την Αμερική, από τους οποίους 4 μητροπολίτες, 13 αρχιεπίσκοποι, 29 επίσκοποι, 3 αρχιμανδρίτες, 2 ηγούμενοι, 68 πρωθιερείς, 8 ιερείς, 2 διάκονοι, 4 μοναχοί και 38 λαϊκοί. Στη σύνοδο παραβρέθηκαν οι πατριάρχες της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και της Γεωργίας.

Στις 22 Αυγούστου 1945 το Συμβούλιο των Λαϊκών Αντιπροσώπων ενέκρινε ψήφισμα, στο οποίο απαριθμούνται τα νέα δικαιώματα της ρωσικής Εκκλησίας: το Πατριαρχείο, οι επαρχίες, οι ενορίες και οι μονές έπαιρναν περιορισμένα νομικά δικαιώματα. Τώρα μπορούσαν, παίρνοντας την άδεια του Συμβουλίου για υποθέσεις της ΡΟΕ να αποκτήσουν μεταφορικά μέσα, να κατασκευάζουν εκκλησιαστικά είδη, να τα πουλούν, να νοικιάζουν, να κατασκευάζουν και να αγοράζουν χώρους για τις ανάγκες τους, και επίσης να ανοίξουν λογαριασμό στην κρατική τράπεζα της ΕΣΣΔ. Απευθείας στον πατριάρχη, έπειτα από τη συζήτηση με τον Στάλιν το μοιραίο 1943, είχαν δοθεί ήδη μεταφορικό μέσο, κατοικία και προμήθεια τροφίμων (ανάλογα με αυτά που λάμβανε η σοβιετική νομενκλατούρα).

Ταυτόχρονα καθορίστηκαν οι κάτωθι κανόνες για την τέλεση λειτουργιών και ιερών μυστηρίων:

· Λειτουργίες τελούνται μόνο εντός των ναών και των οίκων προσευχής.

· Όλες οι συνελεύσεις της εκκλησιαστικής κοινότητας πραγματοποιούνται εντός των ναών.

· Οι θρησκευτικές πομπές τελούνται μόνον γύρω από τους τοίχους των ναών.

· Οι πομπές, οι τελετές, οι κηδείες με πομπή μέχρι το νεκροταφείο, αν πραγματοποιούνται εκτός των ορίων του ναού, γίνονται μόνον με την άδεια των τοπικών αρχών.

· Ανεμπόδιστη κωδωνοκρουσία (θυμίζουμε ότι τις παραμονές του πολέμου είχε απαγορευτεί)

· Διενέργεια θρησκευτικών τελετών εντός των οίκων των πιστών.

· Διοργάνωση συνεδρίων του κλήρου και των λαϊκών από τους επισκόπους, μόνον με την άδεια των αρχών.

Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι μπολσεβίκοι περιόρισαν τη δραστηριότητα της Εκκλησίας αποκλειστικά στη τέλεση λειτουργιών, χάνοντας τη δυνατότητα να κάνουν κοινωνική δραστηριότητα, με την οποία ασχολείτο για αιώνες. Έτσι στην Εκκλησία απαγορευόταν: να δημιουργεί Ταμεία Αλληλοβοήθειας, Φιλανθρωπικά Ιδρύματα, Συνεταιρισμούς, να οργανώνει μαθήματα και κύκλους μάθησης χωρίς την άδεια του Συμβουλίου, να έχει δημόσιες βιβλιοθήκες, σανατόρια, πολυκλινικές, να οργανώνει εκδρομές, παιδικές χαρές, συναντήσεις νέων, γυναικών και παιδιών, να διδάσκει θρησκευτικά στα σχολεία και στα νηπιαγωγεία.

Η μεταπολεμική περίοδος

Το 1946 επεστράφη στη ΡΟΕ τμήμα της Ιεράς Λαύρας της Αγίας Τριάδας και Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ, που είχε κλείσει το 1920, και τα λείψανα του Αγίου Σεργίου, που αποτελούσε ένα σοβαρότατο βήμα εκ μέρους του κράτους, γιατί η επιστροφή μονών και κειμηλίων είχαν τρομερή συμβολική σημασία όχι μόνον από καθαρά θρησκευτικής απόψεως αλλά και ως εθνικά σύμβολα. Το 1947 οι μπολσεβίκοι επέστρεψαν στους πιστούς τα λείψανα του αγίου Αλεξίου, Μητροπολίτου Μόσχας, που αποτελούσε μια υπολογισμένη πολιτική κίνηση -τα λείψανα ήταν τοποθετημένα Καθεδρικό Ναό των Θεοφανίων, στον οποίο επρόκειτο να πραγματοποιηθεί λειτουργία κατά τη διάρκεια της προγραμματισμένης συνόδου των επικεφαλής και εκπροσώπων των Εκκλησιών.

Το 1948 στη Μόσχα διεξήχθη η επίσημη, λόγω της σύνθεσής της, συνάντηση των προκαθημένων και των εκπροσώπων των τοπικών ορθόδοξων εκκλησιών προς τιμήν των 500 ετών της αυτοκεφαλίας της ρωσικής εκκλησίας. Στη συνάντηση συμμετείχαν 11 από 13 αυτοκέφαλες εκκλησίες. Είναι σημαντικό σημειωθεί ότι αυτό συνέβη εν μέσω μιας εχθρικής προς τη θρησκεία μπολσεβίκικης εξουσίας, η οποία εννοείται ότι χρησιμοποίησε την Εκκλησία για τις δικές της στοχεύσεις στην εξωτερική πολιτική. Παρ’ όλα αυτά, η πρόοδος ήταν προφανής – αν το 1941 στη χώρα υπήρχαν λιγότερο από 1.000 εκκλησίες, το 1948 λειτουργούσαν ήδη 14.329.

Οι σχέσεις αυτές συνεχίστηκαν με μικρά διαλλείματα μέχρι το 1958. Ωστόσο, τα χρόνια της σταθερότητας για την Εκκλησία μπορούμε να πούμε ότι τελείωσαν ήδη επί Στάλιν το 1948-1949. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε ένα επεισόδιο στην πόλη Σαράτωφ στις 19 Ιανουαρίου 1949 κατά τη διάρκεια των εορτής των Φώτων. Κατά την τελετή, στην οποία λάμβαναν μέρος 30.000 άνθρωποι περίπου, σχεδόν 500 πιστοί διαφόρων ηλικιών βούτηξαν στα παγωμένα νερά του ποταμού, σύμφωνα με τις ρωσικές παραδόσεις. Το γεγονός αυτό αποθανατίστηκε από τους φωτογράφους που ήταν παρόντες. Οι σοβιετικοί αξιωματούχοι, όμως, εξέλαβαν το γεγονός ως «διάδοση πορνογραφίας» και μαζικό γυμνισμό. Έπειτα απ’ αυτό, στις 19 Φεβρουαρίου, στο σοβιετικό τύπο, εμφανίστηκε ένα άρθρο με τον τίτλο «Το βάπτισμα του Σαράτωφ», με αντιθρησκευυτικό περιεχόμενο. Το πατριαρχείο αντέδρασε ανησυχώντας ότι η εύθραυστη «εκεχειρία» θα καταρρεύσει με αυτό το γεγονός, στέλνοντας οδηγίες σχετικά με τους κανόνες της διεξαγωγής των εορτών εντός των ναών, καθώς επίσης προβαίνοντας σε αλλαγές προσωπικού .

Από το 1949 συνέβησαν αλλαγές στην πολιτική του Συμβουλίου για τις υποθέσεις της ΡΟΕ. Πλέον δεν ήταν ευνοϊκά προδιατεθειμένο απέναντι στο θέμα της αδειοδότησης για την τέλεση των εορτών. Οι δημόσιες πρωτοβουλίες θρησκευτικού χαρακτήρα περιορίστηκαν εντός των εκκλησιών. Εκκλησίες και σεμινάρια δημιουργούνταν πολύ αραιότερα, και ο αριθμός τους, επιπλέον, άρχισε και πάλι να μειώνεται. Με ιδιαίτερα έντονο τρόπο πλήγηκαν οι μονές, που από το 1945 έως το 1952 μειώθηκαν κατά 31, ενώ ο αριθμός των μοναζόντων παρέμεινε περίπου ο ίδιος. Ωστόσο, μέχρι να αποκτήσει απόλυτη εξουσία ο Χρουστσώφ γίνεται λόγος μόνον για τον περιορισμό των ήδη περιορισμένων ελευθεριών της Εκκλησίας και όχι για ολοκληρωτική επίθεση στην θρησκεία ανάλογη με αυτή της δεκαετίας του 1920. Παρ’ όλα αυτά το 1948-1949 έκλεισαν 561 ναοί.

Περίοδος του Χρουστσώφ

Το 1954 η ΚΕ του ΚΚΣΕ εξέδωσε το διάταγμα «Για τις μεγάλες αδυναμίας στην επιστημονική αθεϊστική προπαγάνδα και τα μέτρα για την βελτίωση της» και την έκθεση «Για της μεγάλες ελλείψεις στην επιστημονική, αντιθρησκευτική προπαγάνδα». Τα έγγραφα ήταν αφιερωμένα στην αύξηση της επιρροής της θρησκείας και στην αποτυχία της αθεϊστικής προπαγάνδας. Παρά την έγκριση του Χρουστσώφ οι ιδέες που παρουσιάστηκαν σε αυτά τα κείμενα για την επανάληψη της επίθεσης στη θρησκεία έπρεπε να μπουν στο ράφι λόγω της εσωτερικής πολιτικής διαμάχης για τη θέση του Στάλιν. Όταν τη μάχη των σοβιετικών ελίτ την κέρδισε ολοκληρωτικά ο Χρουστσώφ (το 1958) και το κόμμα (επί των «κρατικών» που εκπροσωπούνταν από τον Μαλενκώφ [να σημειωθεί ότι ο παραγκωνισμένος ηγέτης στράφηκε αργότερα στην Ορθοδοξία]), η ιδεολογία πέρασε εκ νέου σε πρώτο πλάνο και οι διώξεις επαναλήφθηκαν, αν και όχι σε τόσο σκληρή μορφή όπως τη δεκαετία του 1930. Έκτοτε, μέχρι και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, οι διώξεις αυτές, που εκδηλώνονταν κυρίως με διοικητικές και νομικές μεθόδους, η Εκκλησία και οι πιστοί πλέον δεν αισθάνονταν αυτή τη σταθερότητα, η οποία έτυχε να συμβεί με την συγκυρία του 1943.

Το 1961 έκλεισε ακόμη και η Λάβρα των Σπηλαίων στο Κίεβο – κάτι που δεν το τόλμησαν οι όψιμοι σταλινιστές. Τα μοναστήρια σχεδόν έπαψαν να υπάρχουν, μιας από το 1959 έως το 1960 έκλεισαν 28 από τις 57 μονές. Επανήλθαν οι λησμονημένες οικονομικές μέθοδοι της δεκαετίας του 1920, αυξήθηκαν οι φόροι για την πώληση των κεριών, που ήταν βασική πηγή εσόδων για την Εκκλησία -στα τέλη της σταλινικής περιόδου δεν έμπαιναν σοβαρά εμπόδια στα έσοδα των ενοριών. Ξεκίνησε η αφαίρεση βιβλίων από τις εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες.

Στο στόχαστρο βρέθηκε και ο Κάρπωφ, καθώς του χρεώθηκε ευνοϊκή μεταχείριση προς τη θρησκεία λόγω των σχετικά σταθερών σχέσεων Εκκλησίας και κράτους τη δεκαετία του 1940. Άρχισε πάλι το κλείσιμο των εκκλησιών. Μόνον κατά το έτος 1961 έκλεισαν 1.938 εκκλησίες! Έκλεισαν τα 5 από τα 8 σεμινάρια, ενώ στα υπόλοιπα γινόταν δύσκολη η εισδοχή, που είχε ως αποτέλεσμα το 1964 ο αριθμός των σπουδαστών των σεμιναρίων να μειωθεί κατά 4 φορές σε σχέση με το 1958.

Το 1961 το πρόγραμμα που ενέκρινε το 22ο συνέδριο του ΚΚΣΕ προέβλεπε την οικοδόμηση στη χώρα του κομουνισμού, κάτι που περιλάμβανε την εντατικοποίηση της αντιθρησκευτικής εκστρατείας. Η πρόοδος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, έτσι ώστε το 1965 στη χώρα μειώθηκαν οι εκκλησίες κατά 5.863. Με τέτοια πλούσια κληρονομιά ο Χρουστσώφ παρέδωσε τη χώρα στον Μπρέζνιεφ, στην περίοδο του οποίου η ορμή της κομμουνιστικής αντιθρησκευτικής μέθης μειώθηκε αρκετά.

Η αντίδραση των πιστών

Συχνά διαβάζουμε ότι οι πιστοί υπέκυψαν ενώπιον των μπολσεβίκων, αν και θα μπορούσαν να αντισταθούν μέχρι τέλους, όπως συνέβη στα πιο ανήσυχα χρόνια των δεκαετιών 1920-1930. Κι όμως αυτό δεν συνέβη. Κατά πρώτον, όταν το 1943 καθορίστηκαν τα πλαίσια της νέας πολιτικής των σχέσεων κράτους εκκλησίας, κανείς δεν έτρεφε αυταπάτες. […] Το γεγονός ότι μετά το 1943 ο Πατριάρχης και οι άλλες ιεράρχες προτιμούσαν να τοποθετούν στην διοίκηση των διαφόρων εκκλησιών ανθρώπους οι οποίοι που είχαν εκπαιδευτεί στην προεπαναστατική Ρωσία και οι οποίοι είχαν βιώσει τις διώξεις, αποδεικνύει ότι κατανοούσαν την κατάσταση. Στην πραγματικότητα, οι διώξεις στο βιογραφικό του υποψηφίου ήταν ένα είδος δείκτη αξιοπιστίας. Αναλογικά και με την χειροτονία των νέων ιερέων οι οποίοι ήταν σε έλλειψη, προτεραιότητα είχαν όσοι είχαν υποστεί διώξεις και είχαν εργαστεί στην εκκλησία με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι την επανάσταση – δηλαδή χειροτονούσαν όχι τόσο τους εκπαιδευμένους και μορφωμένους, όσο απλούς νεωκόρους, ψάλτες και άλλους εργάτες του ναού, οι οποίοι μπορεί και να μην καταλάβαιναν από λειτουργία και θεολογία, αλλά ήταν πραγματικοί ορθόδοξοι.

Αυτό εξάλλου αποτέλεσε την αιτία της πτώσης της ποιότητας των ιερωμένων της Εκκλησίας – πολλοί απλώς σκοτώθηκαν από τους μπολσεβίκους και η εκπαίδευση νέων στελεχών της εκκλησίας δυσκολευόταν από την πολιτική κατάσταση στη χώρα. Οι συνέπειες αυτής της ζημιάς, που προκάλεσαν οι κομουνιστές, είναι ακόμη και σήμερα διακριτές.

Δεν παρέμειναν οι πιστοί άπραγοι έως το 1943. Μόνον το 1930, από τις 13.754 αγροτικές διαμαρτυρίες, στις οποίες συμμετείχαν 2,5 εκατομμύρια, 1.487 περιπτώσεις σχετίζονταν με το κλείσιμο εκκλησιών και αφαίρεση των καμπαναριών (AR, σελ. 88). Η κλίμακα της καταστολής και ο αριθμός των κληρικών και λαϊκών που κλείστηκαν σε φυλακές ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι δεν φοβούνταν τους μπολσεβίκους, ούτε τον ίδιο τον θάνατο. Με το δικό τους τρόπο διαμαρτύρονταν, με τη δράση τους στην παρανομία και με το φαινόμενο των «περιφερόμενων ιερέων». Αυτοί ήταν συνηθισμένοι ιερείς, που δεν είχαν ενορία, αλλά τριγύριζαν, κρυφά από τις αρχές, στα χωριά και τελούσαν τελετές και ιερά μυστήρια σε συνάξεις πιστών. Αν δεν υπήρχε ιερέας, τότε οι απλοί λαϊκοί μπορούσαν να βρουν έναν τέτοιο βαπτισμένο ενορίτη, ο οποίος κάτι καταλάβαινε από λειτουργεία και μυστήρια. Η αύξηση της θρησκευτικότητας μετά το 1943 αποδεικνύει ότι η πίστη δεν είχε χαθεί, και ότι οι χριστιανοί ήταν έτοιμοι να τελέσουν τις θρησκευτικές τελετές χωρίς καμία εγγύηση για την ασφάλειά τους. Το Πάσχα 19 Απριλίου 1944 στη Μόσχα στους 30 ναούς που ήταν ανοιχτοί τη Θεία Λειτουργία παρακολούθησαν 120.000 άνθρωποι. Στην περιφέρεια της Μόσχας 148.000. Το 1943 ήταν μόνον 95.000.

Το μεγαλύτερο ποσοστό στις τελετές αυτών των μοιραίων ετών αποτελούσαν γυναίκες (75%), ηλικιωμένοι (50%), αλλά και στρατιώτες και αξιωματικοί του Κόκκινου Στρατού. Η παρουσία στρατιωτικών στις τελετές, πεινασμένων για πνευματική τροφή στα χρόνια του πολέμου, ακυρώνει την άποψη ότι ο Κόκκινος Στρατός ήταν ουσιαστικά αθεϊστικός. Υπήρχαν ιερείς ακόμη και στο μέτωπο του πολέμου, όπου «… με συμπάθεια άκουγαν τον ιερέα οι αξιωματικοί, τους έκανε εντύπωση, και έγιναν πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις». (AR, σελ. 174).

Στα επόμενα χρόνια οι πασχαλινές λειτουργίες στις πόλεις αυξήθηκαν – το 1949 στη Μόσχα συμμετείχαν 215.000 πιστοί, την Μεγάλη Πέμπτη 120.000. Στο Κίεβο την ίδια χρονιά, στην ίδια εορτή, συμμετείχαν 100-150.000, στο Ριαζάν 15.000 (σε 2 εκκλησίες!), στο Βορόνιεζ 10.000, στο Μινσκ 7.000, στη Ρίγα 8.000. Ο αντίχτυπος στην αναθέρμανση των σχέσεων εκκλησίας και κράτους εντυπωσιάζει με το μέγεθός του. Πιθανώς εξέπληξε και τους μπολσεβίκους, που δεν ανέμεναν τέτοια εξέλιξη.

Το κράτος βομβαρδιζόταν από αιτήματα, υπογεγραμμένα από πολίτες, για άνοιγμα εκκλησιών. Το πρώτο εξάμηνο του 1944 έγιναν 3.045 τέτοιες αιτήσεις. Ωστόσο, η πλειοψηφία αυτών απορρίφθηκε. Η δήθεν λαϊκή εξουσία αγνόησε τα αιτήματα, που είχαν υπογραφεί από χιλιάδες ανθρώπους. Για παράδειγμα στο αίτημα για άνοιγμα εκκλησίας στην Αυτόνομη Δημοκρατία του Μάρι είχαν συγκεντρωθεί 2.617 υπογραφές. Οι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να αναλάβουν όλα τα έξοδα για το άνοιγμα των εκκλησιών (και ήταν χρόνια πολέμου!), αλλά το κράτος δεν ήταν έτοιμο, ακόμη και στις συνθήκες μιας νέας εκκλησιαστικής πολιτικής, να φιλελευθεροποιήσει την θρησκευτική ζωή εντός αυτών των ορίων. Τα επόμενα χρόνια τα αιτήματα αυξήθηκαν.

Το 1946 μόνον από 3 περιοχές και μόνον από 24 νόμους της χώρας το Συμβούλιο για τις υποθέσεις της ΡΟΕ έλαβε άνω των 7 χιλιάδων αιτημάτων μέσω των ονομαζόμενων «αιτούντων- πιστών», οι οποίοι πήγαιναν οι ίδιοι στη Μόσχα με αναφορά εκ μέρους ομάδας πιστών. Συνολικά από το 1943 έως το φθινόπωρο του 1946 έφθασαν 16.275 αιτήματα, και από το 1946 μέχρι το τέλος του 1947 άλλα 4.414. Για κάθε αίτημα είχαν υπογράψει εκατοντάδες και χιλιάδες πιστοί, πολίτες της ΕΣΣΔ.

Ωστόσο, το κράτος μεγάλο τμήμα αυτών των αιτημάτων το απέρριπτε. Από το 1944 μέχρι το 1947 απορρίφθηκαν 15.567 αιτήματα, δηλαδή το 75,2%. Την περίοδο 1944-1949 μόνον 20-25% των αιτημάτων για άνοιγμα εκκλησιών εγκρίθηκε από το Συμβούλιο για τα θέματα της ΡΟΕ. Αν και δεν ετίθετο ζήτημα υλικών προβλημάτων, καθώς για την ικανοποίηση ήταν αρκετό να χρησιμοποιηθούν τα κλειστά και αχρησιμοποίητα εκκλησιαστικά κτίρια, τα οποία στην ΕΣΣΔ ήταν περίπου 15,5 χιλιάδες, από τα οποία στη ΡΣΟΣΔ πάνω από 14,5 χιλ. Είναι πιθανό να υπήρχε μια ειλημμένη από τα πριν απόφαση, για την ικανοποίηση για παράδειγμα όχι παραπάνω από το ένα τέταρτο των αιτημάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά αυτή η πολιτική κινείτο στη ρότα της στρατηγικής για την σταδιακή απονέκρωση της θρησκείας – ακριβώς αυτό ήλπιζαν οι μπολσεβίκοι, κατανοώντας ότι με τη βία δεν θα πετύχαιναν να εξοντώσουν την ρωσική εκκλησία.

Τέλος, ακόμη μια μαρτυρία της ζωντανής χριστιανικής πίστης των πολιτών συνίσταται στη στατιστική για τους σπουδαστές στα σεμινάρια. Από τους 633 συμμετέχοντες στα σεμινάρια και στις ακαδημίες το 1951, θα δούμε ότι το 80,5% ήταν νέοι κάτω των 30 ετών, δηλαδή γεννημένοι μετά την επανάσταση. Απ’ αυτούς το 80% είχαν πτυχία μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης. Μόνον το 14,6% προερχόταν από οικογένειες ιερωμένων (AR, σελ. 363). Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το σημειώσουμε, καθώς η ιερατική καριέρα σε μια αθεϊστική κοινωνία ήταν, για να το θέσουμε ήπια, τολμηρή και πρωτότυπη επιλογή. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι σε αυτές τις συνθήκες οι άνθρωποι διάλεγαν το δρόμο του κληρικού, ως επί το πλείστον, λόγω ειλικρινούς πίστης και όχι καριερισμού. Την ίδια ώρα το κόμμα γέμιζε από καριερίστες, κι αυτό προκαθόρισε το ότι το ΚΚΣΕ δεν υπάρχει πλέον αλλά η ΡΟΕ υπάρχει.

Η Στατιστική που μιλά από μόνη της

Σύμφωνα με τα δεδομένα του Συμβουλίου για τις υποθέσεις της ΡΟΕ, την 1 Αυγούστου 1944 στην ΕΣΣΔ, εκτός τις περιοχές της Βαλτικής, λειτουργούσαν 8.809 εκκλησίες. Το μεγαλύτερο τμήμα τους, βρισκόταν, κυρίως, στις περιοχές, που πριν κατείχαν οι Γερμανοί, και πρωτίστως στην Ουκρανία και στην Μολδαβία. Για να γίνει σύγκριση, στο νομό της Οδησσού υπήρχαν 500 εκκλησίες, ενώ στη Μόσχα συνολικά 187. Το 1948 η ΡΟΕ διέθετε 11.876 δηλωμένους ιερείς, 1.255 διακόνους, 14.329 ανοιχτές εκκλησίες. Παράλληλα, το 1947 είχε και 17.568 ιεροδιακόνους, ιεροψάλτες, λογιστές, φύλακες και άλλους που υπηρετούσαν τις εκκλησίες, και ακόμη 75 χιλιάδες μέλη των ενοριακών συμβουλίων. Ωστόσο, αυτά τα νούμερα δεν πρέπει να τα εκλάβουμε ως δουλειά των κομουνιστών. Αρκεί να δούμε τα παρακάτω στοιχεία: 3.021 (21%) των εκκλησιών δεν είχαν κλείσει ποτέ (οι περισσότερες γιατί ήταν στις νεοαποκτημένες περιοχές της ΕΣΣΔ), 2.491 εκκλησίες (17,4%) πέρασαν αναγκαστικώς στην ΡΟΕ από τους ελληνο-καθολικούς [Ουνίτες]. Το μεγαλύτερο τμήμα τους είναι οι εκκλησίες που άνοιξαν στα χρόνια της γερμανικής κατοχής στις περιοχές που έλεγχε η Βέρμαχτ -7.547 εκκλησίες (52,7%). Οι μπολσεβίκοι επέτρεψαν να ανοίξουν εκ νέου μόνον 1.270 εκκλησίες ή 8,8% ανάμεσα στα έτη 1944-1947.

Η εικόνα της κατανομής των εκκλησιών ανά περιφέρεια της ΕΣΣΔ είναι ενδεικτική: το 87,7% των εκκλησιών βρισκόταν στις περιοχές της χώρας, οι οποίες είχαν κατακτηθεί κατά τον πόλεμο από τους Γερμανούς. Η πλειοψηφία τους ήταν στην Ουκρανία -8.931, ή το 62,3%. Η Ρωσία ήταν στη δεύτερη θέση με μεγάλη απόσταση -3.217 εκκλησίες ή το 22,5%. Στην τρίτη θέση ήταν η Λευκορωσία με 1.051 εκκλησίες (7,3%). Στην τέταρτη θέση ήταν η Μολδαβία με 612 εκκλησίες (4,3%). Στις τρεις βαλτικές δημοκρατίες υπήρχαν 335 εκκλησίες (2,3%) και στις υπόλοιπες δημοκρατίες 183 εκκλησίες (1,3%).

Η Ρωσία (ΡΣΟΣΔ) ήταν η χώρα που είχε πληγεί περισσότερο απ’ όλες, απ’ όσες ήταν στην πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία. Εδώ οι απώλειες μεταξύ των πιστών, των εκκλησιαστικών κτιρίων, της πολιτιστικής κληρονομιάς ήταν οι μεγαλύτερες. Αυτό το αποδεικνύει ότι μόνον το 5,4% από τους ανοικτούς ναούς που υπήρχαν το 1914 λειτουργούσαν και το 1948 στη ΡΣΟΣΔ. Στην Ουκρανία αυτές ήταν το 78,4%, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι σημαντικό τμήμα της Ουκρανίας μετά την πτώση της αυτοκρατορίας βρέθηκε εντός του πολωνικού κράτους.

Το 1949 ως αποτέλεσμα της διαδικασίας της αναγκαστικής επανένωσης της ελληνο-καθολικής Εκκλησίας στο πατριαρχείο της Μόσχας, η ΡΟΕ δέχθηκε 3.001 νέες εκκλησίες, 1.242 κληρικούς και 463 διακόνους. Η εκκλησία αυτή αντιμετωπιζόταν ως πρακτορείο του Βατικανού και για το λόγο αυτό δεν εντάχθηκε στην νέα αντίληψη των σχέσεων με την Εκκλησία. Εκτός αυτού οι ελληνο-καθολικοί αποτελούσαν την ιδεολογική πηγή του ουκρανικού εθνικισμού, κι ως εκ τούτου δεν εντασσόταν στην γενική λογική του Στάλιν της δεκαετίας του 1940 σχετικά με την ιδιαίτερη θέση του ρωσικού λαού στην ΕΣΣΔ. –

Το 1953 ο αριθμός των ναών (τόσο των κανονικών όσο και των οίκων προσευχής) ήταν 13.508, πάνω από 800 λιγότεροι απ’ ότι το 1948. Ωστόσο, κανονικές λειτουργίες τελούνταν μόνον σε 9.387 ναούς, από τους οποίους καθημερινά σε 504 (AR, σελ. 335). Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε 70 ενεργά μοναστήρια και σκήτες (από αυτά μόνον 2 στην ίδια τη Ρωσία) με 4.620 μοναχούς και μοναχές. Συνολικά την περίοδο από το 1950 μέχρι το 1953 ο αριθμός των ναών μειώθηκε κατά 765. Η κατανομή των ναών παρέμεινε ανισομερής και το 1956. 63,4% όλων των σοβιετικών ναών βρίσκονταν στο έδαφος της Ουκρανίας, δηλαδή ακόμη περισσότεροι απ’ ότι το 1948, όπως και το 50% των κληρικών. Δηλαδή σημαντικό μέρος της εκκλησιαστικής ζωής της ΕΣΣΔ πραγματοποιείτο στο έδαφος μιας μόνο δημοκρατίας, όταν στη Ρωσία ήταν επικεντρωμένη σε πόλεις και, γενικά, καμία σύγκριση δεν μπορεί να γίνει με την κατάσταση που επικρατούσε μέχρι την επανάσταση.

Το 1958 στην ΕΣΣΔ υπήρχαν 13.414 εκκλησίες και 56 μονές – 94 ναοί λιγότεροι από ότι πριν 3 χρόνια. Ωστόσο, έπειτα από 7 χρόνια, το 1965, έμειναν μόνον 7.551 ναοί και 16 μονές. Ακόμη έπειτα από 10 χρόνια, το 1975 η ΡΟΕ διέθετε 7.062 ενορίες και το 1982 7.001 ενορίες.

Το 1988, στα 1000 χρόνια από την βάπτιση των Ρώσων, στην ΡΟΕ απέμειναν συνολικά 6.893 ενορίες, 74 επισκοπές, 6.674 ιερείς, 723 διάκονοι, 21 μονές, 1.190 μοναχοί και μοναχές, 3 σεμινάρια, 2 ακαδημίες και 1.999 σπουδαστές.