Πολλοὶ μιλοῦν γιὰ εὐσέβεια ἀλλὰ λίγοι
πράττουν τὰ τῆς ἐυσεβείας
«ἆρον Ἄρειον, ἵνα μὴ εἰσέλθόντος αὐτοῦ εἰς τὴν ἐκκλησίαν δόξῃ καὶ ἡ αἵρεσις συνεισέρχεσθαι αὐτῷ καὶ λοιπὸν ἡ ἀσέβεια ὡς εὐσέβεια νομισθῇ»
Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου
Ὅσο προχωράει ὁ καιρὸς βλέπουμε, ὅτι ἡ βλασφημεία
αὐξάνεται ραγδαία καὶ παίρνει τρομακτικὲς διαστάσεις. Βλέπουμε ὅτι ἡ προδοσία στὶς
τάξεις τῆς Ἱεραρχίας συναγωνίζεται τὴν αὔξηση τῆς βλασφημείας. Παράλληλα
βλέπουμε ὅτι ὅσοι σήμερα ἀγωνίζονται, ὑποφέρουν ψυχικά, διώκονται καὶ βασανίζονται· εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν
τὴ ὑπομονὴ καὶ τὸ σθένος νὰ βαστάζουν μέσα στὴν ψυχὴ τοὺς τὴν ὑπόθεση τοῦ
Χριστοῦ καὶ στὴ δική μας ἐποχὴ τῆς ἀποστασίας.
Ὁ πόνος αὐτῶν τῶν λίγων πράγματι Χριστιανῶν εἶναι
ἰδιαίτερα δυνατὸς καὶ ἡ θλίψη τους ἀσήκωτη καὶ γιὰ ἕναν ἄλλο λόγο: Βλέπουν ὅτι
πολλοὶ μιλοῦν καὶ μάλιστα ὠρύονται γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν διατήρησή της,
μένουν ὅμως στὰ λόγια γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὶς πράξεις τῆς
ἴδιας εὐσεβείας, διότι αὐτὲς φέρουν κόστος. Ἐνῶ φαίνονται νὰ ἀγωνίζονται στὴν
πραγματικότητα ἀδιαφοροῦν καὶ συμβάλλουν στὴν διατήρηση καὶ ἀνάπτυξη τῆς
ἀσεβείας. Τρανὸ παράδειγμα (ἄν ἀφήσουμε τὸ ὕψιστο θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς τραγικὲς ἐξελίξεις στὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγώνα ἔξω);
Ὅταν οἱ Ἱεράρχες κάθε βαθμίδος τὸν καιρὸ τοῦ Κορονοϊοῦ
ἔκλεισαν τοὺς ναούς, ἐπέβαλαν μάσκες καὶ τέστ, καταπάτησαν τὰ Μυστήρια, ἔδιωξαν
ὅσους πιστοὺς δὲν συμμορφώθηκαν. ὕβρισαν καὶ διαστρέβλωσαν τὴν Πίστη, δημοσιεύθηκαν
τόσες καὶ τόσες καταγγελίες, διαμαρτυρίες, ἀπειλές, προαναγγελίες ἀγώνων, ἀναφορὲς
Ἱ. Κανόνων! Καὶ τώρα ποὺ ὅλα πέρασαν οἱ ἀσεβεῖς ἱερεῖς καὶ ἱεράρχες ἔγιναν ξαφνικὰ
καὶ πάλι εὐσεβεῖς, οἱ ναοὶ γεμίζουν καὶ πάλι σὰν νὰ μὴν συνέβη τίποτα. Οἱ δὲν
συγγραφεῖς «ὁμολογιακῶν κειμένων» συνεχίζουν νὰ κοινωνοῦν καὶ νὰ μνημονεύουν ὡς
«ὀρθοτομοῦντες» αὐτοὺς ποὺ πρὶν καταδείκνυαν ὡς προδότες καὶ αἱρετικούς.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸ θέμα τῆς Οὐκρανίας. Ἀναγνώριση
τῶν σχισματικῶν καὶ διωγμοὶ ἐκεῖ, «ὁμολογιακὰ κείμενα» ἐδῶ. Ὅσοι ὅμως τὰ
γράφουν κοινωνοῦν καὶ μνημονεύουν ὡς «ὀρθοτομοῦντες» τοὺς συνεργαζόμενους μὲ
τοὺς διῶκτες καὶ τοὺς σχισματικοὺς.
Ἕτσι ὅλα ἄρχισαν πάλι νὰ σβήνουν καὶ ἡ αἵρεση καὶ ἡ πλάνη αὐξάνονται ταχύτατα, ἡ δὲ εὐσέβεια καὶ πίστη σβήνει. Μάλιστα προκαλεῖται ἔτσι περισσότερη σύγχυση στὸ ἤδη τελούμενο ἐν συγχύσει ποίμνιο. Διότι, ἂν εὐσεβὴς εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν κοινωνεῖ, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς –διότι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι αἵρεση, κανεὶς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ– τότε οἱ λέξεις καὶ οἱ πράξεις ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους, ἀφοῦ ὅ,τι καὶ νὰ κάνει ἀπ’ τὰ δύο ὁ πιστὸς εἶναι εὐσεβής!
Τὸ πόσο βλίβει τοὺς πραγματικὰ Χριστιανοὺς μία
τέτοια στάση δείχνει ὁ Μ. Βασίλειος. Γράφει ὁ Μέγας Πατήρ:
«Τίς θρῆνος τῶν συμφορῶν τούτων ἄξιος; Ποῖαι
πηγαὶ δακρύων κακοῖς τοσούτοις ἐξαρκέσουσιν; Ἕως οὖν ἔτι δοκοῦσιν ἑστάναι
τινές, ἕως ἔτι ἴχνος τῆς παλαιᾶς καταστάσεως διασώζεται, πρὶν τέλεον ταῖς
Ἐκκλησίαις ἐπελθεῖν τὸ ναυάγιον, ἐπείχθητε πρὸς ἡμᾶς, ἐπείχθητε ἤδη, ναὶ δεόμεθα,
ἀδελφοὶ γνησιώτατοι· δότε χεῖρα τοῖς εἰς γόνυ κλιθεῖσι. Συγκινηθήτω ἐφ' ἡμῖν τὰ
ἀδελφικὰ ὑμῶν σπλάγχνα, προχυθήτω δάκρυα συμπαθείας. Μὴ παρίδητε τὸ ἥμισυ
τῆς οἰκουμένης ὑπὸ τῆς πλάνης καταποθέν, μὴ ἀνάσχησθε ἀποσβεσθῆναι τὴν
πίστιν παρ' οἷς πρῶτον ἐξέλαμψε... καὶ μὴ μόνον τὰ παρ' ἑτέροις μακαρίζωμεν ἀγαθά,
ὅπερ νῦν ποιοῦμεν, ἀλλὰ καὶ τὰς ἡμετέρας αὐτῶν Ἐκκλησίας ἐπίδωμεν τὸ ἀρχαῖον
καύχημα τῆς ὀρθοδοξίας ἀπολαβούσας» (Ἐπιστολὴ 92, Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους, 3).
Ὁ ἅγιος κλαίει καὶ θρηνεῖ καὶ παρακαλάει
γονατιστός. Ἐμεῖς ζητοῦμε διθυραμβικὰ σχόλια καὶ ἀναγνωσιμότητα, πρωτεῖα καὶ
τιμὲς καὶ νὰ κάνει ὁ ἄλλος τὴν ἀρχή. Μάλιστα ἔχουμε τὴν τρομερὴ «ἱκανότητα» νὰ ἐφευρίσκουμε
ἐκ νέου «εὐσεβεῖς» ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους γιὰ νὰ καλύψουμε τὶς δικές μας
ἀδυναμίες καὶ τὴν ἀπροθυμία μας νὰ ἀγωνιστοῦμε.
Ξεχνᾶμε ὅτι κατὰ τὸν Ἅγιο δὲν εἶναι ἄξιος καὶ
εὐσεβὴς ὁ ἐπίσκοπος καὶ ὁ ἱερέας, ὁ ὁποῖος δὲν ὁμολογεῖ ἔχοντας χαμηλὸ
ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἀνέχεται νὰ καταπατοῦνται οἱ παρακαταθῆκες τῶν
Πατέρων: «οἱονεί χάρακας ἡμῖν παρακατέπηξε, θέμενος ἐν τῆ Ἐκκλησία πρῶτον
ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους· καί τοῖς τῶν παλαιῶν καί
μακαρίων ἀνδρῶν ὑποδείγμασιν εἰς ὕψος ἡμῶν ἀνάγων τά φρονήματα, οὐκ ἀφῆκεν
ἐρριμμένα χαμαί καί τοῦ πατεῖσθαι ἄξια» (Εἰς Ἑξαήμερον ὁμιλ. 5, 6, PG 29, 108).
Ὁ Μ. Βασίλειος συνιστᾶ στοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἀσφαλῶς
στοὺς σημερινοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, ὅτι ἡ ὀρθοτομία καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα ὑπάρχει
ὄχι μόνο λόγοις ἀλλὰ καὶ πράξεσι.
Δὲν εἶναι εὐσεβὴς αὐτὸς ποὺ ἀφήνει τὸν ἑαυτό του
καὶ τὸ ποίμνιό του νὰ ὁδηγοῦνται ἀπὸ αἱρετικούς: «μή ἄγεσθαι ὑπό τῆς
πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων. Μανία γάρ σαφής ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν. Γνώρισον
αὐτούς ὅτι ἐξέστησαν. Ἔξω εἰσί τῆς ὁδοῦ τῆς πρός Θεόν ἀγούσης. Μή χρήσῃ αὐτοῖς
ὁδηγοῖς, μή ποτε ἀχθῇς ὑπ՚ αὐτῶν εἰς κρημνόν καί βάραθρον. Τυφλός γάρ ἐάν
τυφλόν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Εἰς Ἠσαΐαν 16, 304, PG 30,
649).
Γι’ αὐτὸ καὶ συνιστᾶ τὸν καθαρισμὸ τῆς Ἐκκλησίας
ἀπὸ τοὺς ἀποδεδειγμένα ἀνάξιους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς: «ἐπικαθαρίσατε τήν
Ἐκκλησίαν, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς ἀπελάσαντες· καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε τούς
ἀξίους καὶ παραδέχεσθε» (Ἐπιστολὴ Χωρεπισκόποις, PG 32, 401).
Ἐμεῖς μὲ ἔπαρση λέμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ καθαρίσει τὴν
Ἐκκλησία, ξεχνώντας τὶς εὐθῦνες μας ἢ πάλι ἀνακαλύπτοντας εὐσεβεῖς. Ποιός ὅμως
«εὐσεβής» Ἐπίσκοπος ἢ ἱερέας ζήτησε νὰ καθαρίσει σήμερα τὴν Ἐκκλησία; Ἀντιθέτως
καὶ ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Ἅγιο μνημονεύει καὶ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς
ἀποδεδειγμένα καὶ ἐμφανέστατα οἰκουμενιστὲς ἢ προδότες Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς.
Γι’ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει ὁ Ἅγιος: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ
ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς
τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Λόγια
τοῦ Μέγα Βασιλείου ἀπὸ Ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc.
II, σελ. 133). Ἀντιθέτως ὅμως μὲ τὰ ξεκάθαρα κρυστάλλινα λόγια τοῦ Ἁγίου ἐμεῖς
τὰ μασᾶμε, μιλοῦμε γιὰ ἰδιαίτερες καταστάσεις, γιὰ μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του, γιὰ προϋπόθεση εἰδικῶν προτερημάτων καὶ
ἱκανοτήτων καὶ ἀναιροῦμε ἔτσι (δὲν τιμοῦμε) τὴν διδασκαλία ὄχι μόνο τοῦ Ἁγίου
ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Πατέρων. Διότι ἀντιθέτως μὲ ἐμᾶς ἡ Ἐκκλησία μας στὴν σοφία Της
ἔδωσε πρότυπα εὐσεβείας, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποία μποροῦν νὰ κινοῦνται ἀσφαλῶς οἱ
πιστοί:
Πρότυπα εὐσεβείας γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας εἶναι οἱ
ἅγιοί Της, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δίνουν μάχη μὲ τὰ πάθη τους καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ
καθαρθοῦν ἀλλὰ πρωτίστως δίνουν μάχη γιὰ τὴν πίστη τους ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο
καὶ ἔχοντας ὡς μόνη μέριμνα νὰ μὴν ξεφύγουν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας: «Νὰ
μὴ τὸ πάθω αὐτὸ ποτέ, Παράκλητε ἀγαθέ, νὰ μὴ ξεπέσω ἔτσι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου
καὶ ἀπὸ τοὺς κατάλληλους καὶ πρέποντες λογισμούς. Κατέχοντας τὴν διδασκαλία
σου (τὴν ἁγιοπνευματική) καὶ τῶν μακαρίων ἀνδρῶν ποὺ ἐνεπνεύσθησαν ἀπὸ Σένα, θὰ
προσέθετα τὸν ἑαυτόν μου μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες μου, ἂν μή τι ἄλλο
ἀποκομίζοντας ἀπὸ αὐτοὺς τὴν εὐσέβεια» (μὴ πάθοιμι τοῦτο ποτέ. Παράκλητε
ἀγαθέ, μὴ δ᾽ οὕτως ἐμαυτοῦ καὶ τῶν καθηκόντων λογισμῶν ἀποπέσοιμι, τῆς δὲ σῆς
διδασκαλίας καὶ τῶν ὑπό σοῦ ἐμπνευσθέντων μακαρίων ἀνδρῶν ἐχόμενος, προστεθείην
πρὸς τοὺς ἐμούς πατέρας, τοῦτο εἰ μή τι καὶ ἄλλο ἐντεῦθεν ἀποφερόμενος τὴν
εὐσέβειαν, –Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ Περὶ τῆς προσθήκης εἰς τὸ Σύμβολον τῆς
Πίστεως).
«Εὐσεβείας τοῖς τρόποις καταπλουτῶν, ἀσεβείας
τὴν πλάνην καταβαλών, Μάρτυς κατεπάτησας, τῶν τυράννων τὰ θράση, καὶ τῷ θείῳ πόθῳ, τὸν νοῦν
πυρπολούμενος, τῶν εἰδώλων τὴν πλάνην, εἰς χάος ἐβύθισας·» (Κάθισμα, ἁγ.
Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου, 26.10).
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης στὸ ἐγκώμιο του εἰς τὸν
Πρωτομάρτυρα Στέφανο γράφει μεταξὺ ἄλλων: «Ἀποδείξει γὰρ ἡμᾶς ἐκείνων γνησίους
μαθητάς, οὐ συνήθεια μετὰ ἀλογίας, ἀλλ’ εὐσέβεια μετὰ εὐλαβείας, καὶ ὁ βίος
ὀρθόδοξος καὶ ὁ τρόπος ὁμόζηλος» (Gregorius Nyssenus Theol. : Encomium in sanctum
Stephanum protomartyrem ii : Volume 46, page 736, line 15).
Ὁ δὲ στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Μ. Ἀθανάσιος,
ἀναφερόμενος στὰ γεγονότα πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Ἀρείου, παρουσιάζει τὴν
προσευχὴ τοῦ πατριάρχου Ἀλεξάνδρου πρὸς τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀποφύγει τὸ
συλλείτουργο μὲ τὸν Ἄρειο, καὶ ὁρίζει ἀδιαμφισβήτητα, ποιά εἶναι ἡ πραγματικὴ
εὐσέβεια καὶ ξεκαθαρίζει ὅτι εὐσέβεια σὲ κοινωνία μὲ αἱρετικοὺς ὄχι μόνο δὲν
ὑπάρχει, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀσέβεια:
«εἰ Ἅρειος αὔριον συνάγεται, ἀπόλυσον ἐμὲ τὸν
δοῦλον σου καὶ μὴν συναπολέσῃς εὐσεβῆ μετὰ ἀσεβοῦς, εἰ δὲ φείδῃ τῆς
ἐκκλησίας σου (οἶδα δὲ ὅτι φείδῃ) ἔπιδε ἐπὶ τὰ ῥήματα τῶν περὶ Εὐσέβιον καὶ μὴ
δῷς εἰς ἀφανισμὸν καὶ ὄνειδος τὴν κληρονομία σου, καὶ ἆρον Ἄρειον, ἵνα μὴ
εἰσέλθόντος αὐτοῦ εἰς τὴν ἐκκλησίαν δόξῃ καὶ ἡ αἵρεσις συνεισέρχεσθαι αὐτῷ καὶ
λοιπὸν ἡ ἀσέβεια ὡς εὐσέβεια νομισθῇ» (Athanasius Theol.: Epistula ad
Serapionem de morte Arii).
«Ἐὰν εἰσέλθη ὁ Ἄρειος στὴν Ἐκκλησία καὶ εἰσέλθη καὶ ἡ αἴρεση μαζί του καὶ ἡ
ἀσέβεια θὰ νομισθῆ εὐσέβεια».
Αὐτοὶ ποὺ «ὁμολογοῦν» καθημερινὰ καὶ κοινωνοῦν μὲ
τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικοὺς τηροῦν τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Ἁγίου;
Εὐσέβεια χωρὶς ὁμολογία καὶ τὰ συνδεδεμένα μὲ αὐτὴν
καθήκοντα δὲν νοεῖται. Γράφει ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης στὸ ἐγκώμιό του γιὰ τὸν
Ἰωάννη τὸν Θεολόγο: «Ὁ ἁγιώτατος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ...
πνευματικῶν Πατέρων τὰς ἀρετὰς ἡμῖν ἐξανθήσας. Τούτων ἡ εὐωδία ἡ εὐσεβής
ἐστιν ὁμολογία, καὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν σωτηρία» (Joannes Chrysostomus Scr.
Eccl. : In laudem sancti Joannis theologi (homilia 1) [Sp.] : Vol 61, pg 719,
ln 15) «Ὦ Ἰωάννη, τὸ ὅπλον τῶν εὐσεβῶν, ἡ ὄντως εὐσεβὴς ὁμολογία, καὶ
πάντων αὐτοῖς ἀποφυγή, ἡ πρὸς Θεὸν καταφυγή. Ὃ γάρ ἐστι λιμὴν τοῖς
χειμαζομένοις, τοῦτο ὁ Θεὸς τοῖς καταπονουμένοις» (Joannes Chrysostomus Scr. Eccl. : In laudem sancti Joannis theologi (homilia 1)
[Sp.] : Vol 61, pg 719, ln 36).
Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ οἱ χαρτοπολεμικοὶ ἀντιοικουμενιστὲς ὁμολογοῦν, διότι ἡ ἀλήθεια δὲν κρύβεται:
«Ὁ –σσ. πραγματικός– εὐσεβὴς ὀρθόδοξος χριστιανός, κληρικὸς καὶ λαϊκός, ἀγωνίζεται τὸν καλόν ἀγῶνα, καὶ κοιτάει πρωτίστως τὸ πῶς θὰ ἀρέσει στὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὸ πῶς θὰ γίνει ἀρεστός στοὺς ἀνθρώπους. Ἔχει
πρότυπο τὸν ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ἦρθε στὴν γῆ, ἔπαθε ὡς ἄνθρωπος
–σσ. γιὰ τοὺς ἀνθρώπους–, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε ὡς Θεός –σσ. γιὰ τοὺς
ἀνθρώπους–, κηρύττοντας τὴν Ἀλήθεια καὶ μὴ συμβιβαζόμενος μὲ τὸ ψέμα
–σσ. γιὰ τοὺς ἀνθρώπους–. Ἐπίσης, ἔχει παράδειγμα τοὺς ἀποστόλους καὶ κατ’
ἐπέκταση ὅλους τοὺς ἁγίους, τοὺς χιλιάδες τῶν μαρτύρων, τοὺς ὁσίους, τοὺς
ἀσκητές, ὅλους ἐκείνους ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ ἀγωνίστηκαν σὲ τούτη τὴν
ζωὴ δίνοντας οἱ ἴδιοι πρῶτοι τὸ παράδειγμα, τηρώντας τὸν ἀποστολικὸ λόγο νά
γίνετε μιμηταί μου καθὼς κι ἐγὼ εἶμαι μιμητής τοῦ Χριστοῦ (Α΄ Κορινθ. 11,1).
(Φυλλάδιον «Στῶμεν καλῶς» Τεῦχος 39, 2015).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στον μαθητή του Τιμόθεο,
ὅτι κάθε ἕνας ποὺ ἑτεροδιδασκαλεῖ, ἀσεβεῖ καὶ ἡ κοινωνία μαζί του δὲν εἶναι
παράδειγμα εὐσεβείας ἀλλὰ ἀσεβείας καὶ νόσου: «Αὐτὰ νὰ διδάσκεις καὶ νὰ
προτρέπεις τοὺς Χριστιανούς νὰ τὰ τηροῦν. Ἐὰν κανεὶς διδάσκει διαφορετικὰ καὶ δὲν
μένει μὲ ὑποταγὴ καὶ πίστη προσηλωμένος στοὺς ἁγίους λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ καὶ στὴν διδασκαλία, ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὴν ἀληθινὴ εὐσέβεια, αὐτὸς εἶναι
σκοτισμένος καὶ φουσκωμένος ἀπὸ ἀλαζονεία καὶ ἔπαρση, δὲν γνωρίζει τίποτα,
ἀλλὰ νοσεῖ» (Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ
προσέρχεται ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ κατ᾿
εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ, τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν», Α΄ Τιμ. 6,
3-4).
Τὸν προειδοποίησε ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες πολλοὶ
Χριστιανοὶ «θὰ ἔχουν τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς εὐσεβείας, θὰ
ἔχουν ὅμως ἀρνηθεῖ τὴν δύναμίν της. Φεύγε μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς»
(ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. καὶ τούτους
ἀποτρέπου, Β΄ Τιμ. 3, 5). Καὶ δηλώνει ξεκάθαρα ποιό εἶναι τὸ ἀδιασάλευτο
κριτήριο τῆς εὐσεβείας: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ
διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3, 12).
Ἐπ’ αὐτοῦ σχολιάζει ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Αὐτὰ
λέγονται μὲν πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἀναφέρονται δὲ μέσῳ αὐτοῦ καὶ πρὸς κάθε
διδάσκαλον (τοὐτέστιν κληρικόν) καὶ μαθητή (τοὐτέστιν λαϊκό). Κανεὶς λοιπὸν ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπισκοπὴ νὰ μὴν ἀπαξιοῖ αὐτὰ ποὺ ἀκούει ἀντιθέτως τὰ
ἀπαξιοῖ, ὅταν δὲν τὰ πράττει... Ἐὰν κάποιος ἀθλεῖται, δὲν στεφανώνεται, ἐὰν
δὲν ἀθληθεῖ νομίμως. Τί σημαῖνει ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως; Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ
εἰσέλθει στὸν ἀγῶνα, οὔτε ἐὰν ἀλοιφθεῖ μὲ λάδι, οὔτε ἐὰν συμπλακεῖ, ἀλλὰ ἐὰν
φυλάξει ὅλους τοὺς κανόνες τῆς ἀθλήσεως... Ἂς μὴ ζητάει κανεὶς ἀπὸ τοὺς
ἀθλητές (σσ. τῆς Πίστεως) ἄνεση, κανεὶς νὰ μὴν ζητάει εὐθυμία. Στὸν
παρόντα καιρὸ ἰσχύει ὁ ἀγῶνας, ὁ πόλεμος, ἡ θλίψη, ἡ στεναχώρια, οἱ πειρασμοί,
τὸ στάδιον τῶν ἀγώνων. Ἄλλοι θὰ εἶναι οἱ καιροὶ τῆς ἄνεσης. Αὐτὸς εἶναι ὁ
καιρὸς τῶν ἱδρώτων, ὁ καιρός τῶν πόνων. ἐὰν ζητᾶς ἄνεση, τί ἔγινες ἀθλητής;»
(«Ταῦτα εἴρηται μὲν πρὸς Τιμόθεον, λέγεται δὲ πρὸς πάντα καὶ διδάσκαλον καὶ
μαθητὴν δι’ ἐκείνου. Μηδεὶς τοίνυν ἀπαξιούτω τῶν τὴν ἐπισκοπὴν ἐχόντων ταῦτα
ἀκούων, ἀλλ’ ἀπαξιούτω μὴ ταῦτα πράττων... Ἐὰν ἀθλῇ τις, φησίν, οὐ στεφανοῦται,
ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τί ἐστίν, ἐὰν μὴ νομίμως; Οὐκ ἐὰν εἰς τὸν ἀγῶνα εἰσέλθῃ,
ἀρκεῖ τοῦτο, οὐδὲ ἐὰν ἀλείψηται, οὐδὲ ἐὰν συμπλακῇ, ἀλλὰ ἂν μὴ πάντα τὸν τῆς
ἀθλήσεως νόμον φυλάττῃ... Μηδεὶς τοίνυν τῶν ἀθλούντων ἄνεσιν ζητείτω, μηδεὶς ἐν
εὐθυμίᾳ εἶναι. Πάλιν τὰ παρόντα ἀγών, πόλεμος, θλῖψις, στεναχωρία, πειρατήριον,
τῶν ἀγώνων τὸ στάδιον. Ἕτεροι τῆς ἀνέσεως οἱ καιροί. Οὗτος τῶν ἱδρώτων, οὗτος
τῶν πόνων ὁ καιρός... εἰ δὲ ἄνεσιν ἐπιζητεῖς, τί ἀπεδύσω;». Ἰωάννου
Χρυσοστόμου,Ὑπόμνημα εἰς τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁμιλίαι
1-10, PG 62,599-662).
Ὑπάρχει λοιπὸν ψεύτικη εὐσέβεια, δυσδιάκριτη κι
ἐπικίνδυνη. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ξεκαθαρίζει ὁ Παῦλος καὶ ὁ μέγας ἑρμηνευτής του,
ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης, ὅτι εὐσεβής, εἶναι αὐτὸς ποὺ διώκεται γιὰ τὴν πίστη του,
ποὺ παλεύει, ποὺ στεναχωρεῖται, ποὺ θλίβεται, ποὺ φυλάει κάθε κανόνα τοῦ
ἀγωνίσματος τῆς Πίστεως. Ὁ εὐσεβὴς δὲν ἔχει σχέσεις, κατὰ τὸ λαϊκό, «καὶ μὲ τὸν
ἀστυφύλακα καὶ μὲ τὸν χωροφύλακα». Ὁ εὐσεβὴς δὲν ἀφήνει τὸ ποίμνιό του βορὰ τῶν
λύκων, δὲν προτιμάει τὶς ἀνέσεις, δὲν φοβᾶται μήπως διαρρήξει τὶς
ἐκκλησιαστικές του σχέσεις μὲ τοὺς “εὐσεβεῖς” ποιμένες ἀλλὰ μὲ τὸν Θεό, δὲν
σκέφτεται τὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὰ ἐπουράνια. Ὅσοι δὲν πράττουν ἀνάλογα δὲν εἶναι
εὐσεβεῖς πραγματικὰ ἀλλὰ μόνο κατὰ τὸ σχῆμα. Καὶ ὁ Παῦλος εἶναι σαφέστατος:
«Φεύγε μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς (καὶ τούτους ἀποτρέπου)».
Ἂν ἀλλάξουμε ἐπιτέλους στάση καὶ φρὀνημα ἴσως ὁ
Θεὸς μᾶς λυπηθεῖ. Μέχρι τότε ὅμως ἂς μὴ πριστάνουμε τοὺς ἔκπληκτους γιὰ ὅσα
συμβαίνουν.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου