Τὸ ξερίζωμα τῶν αἱρετικῶν
εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔργο τῶν πιστῶν εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς.
Ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ
σχίσματος.
Μία ἱστορία ποὺ ἐπαναλαμβάνεται
ἢ δὲν πήραμε ὡς ἀδιάβαστοι τὸ μάθημά μας;
Μὲ τὴν παρουσίαση ἑνὸς ἀποσπάσματος ἀπὸ τὸ ἱστορικό-ἐκκλησιαστικὸ
ἔργο τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀνδρονίκου
Δημητρακοπούλου μὲ τίτλο: «Ἱστορία
τοῦ σχίσματος», ξεκαθαρίζονται
θέματα, ποὺ ἀφοροῦν τὸ σημερινὸ
ποίμνιο καὶ δυστυχῶς, ἐνῶ εἶναι ξεκάθαρη ἡ διδασκαλία-πρακτικὴ τῆς Ἐκκλησίας σ' αὐτά, συνεχίζουν νὰ διχάζουν τοὺς πιστούς.
Στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἐ ἀρχῆς ἐμφανίστηκαν καὶ συνεχίζουν νὰ ἐμφανίζονται
αἱρέσεις, ὡς ζιζάνια. Καθῆκον τῶν γεωργῶν-ποιμένων εἶναι νὰ τὰ ξεριζώσουν, ὅταν ὁ Θεὸς τὸ
ἐπιτρέψει.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ζιζάνια αὐτὰ ἦταν ἡ φιλενωτικὴ
κίνηση ἐπὶ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγου καὶ πατριαρχείας Ἰωάννου Βέκκου.
Οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ ἀληθινοὶ ἐκφραστὲς τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιστάθηκαν/ἀποτειχίστηκαν
στὴν αἵρεση, διώχθηκαν καὶ μαρτύρησαν. Οἱ φιλενωτικοί, μέλη καὶ αὐτοὶ τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλὰ μέλη σαπρά, φάνηκαν σὲ κάποια στιγμὴ νὰ ἐπικρατοῦν.
Τελικὰ ὅμως μὲ τὸν
θάνατο τοῦ Μιχαὴλ καὶ τὴν ἄνοδο τοῦ Ἀνδρονίκου στὸν θρόνο, συγκλήθηκε σύνοδος
ποὺ ξερίζωσε τὰ ζιζάνια, δηλ. καταδίκασε τοὺς ὑπαίτιους τῆς
φιλενωτικῆς κίνησης, ἐπιτίμησε τοὺς συνένοχους ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση καὶ
δικαίωσε τοὺς ὁμολογητὲς ἀγωνιστές.
Τὸ κείμενο ἀποδεικνύει ξεκάθαρα, ὅτι μόνον ἡ σύνοδος μπορεῖ
νὰ λάβει καὶ νὰ ἐφαρμόσει τέτοιες ἀποφάσεις, δηλ. ποιός ἔχει ἱερωσύνη ἢ ὄχι, ποιός ἔχει
μυστήρια ἢ ὄχι, καὶ ποιός μπορεῖ νὰ ἀθωωθεῖ ἢ ὄχι. Μάλιστα –οἱ ἀποφάσεις τῆς
συγκεκριμένης Συνόδου– ἔρχονται σὲ ἀπόλυτη ἀντίθεση μὲ τὴν γνώμη, ποὺ ἔχουν μερικοὶ
πιστοὶ σήμερα, γιὰ τὰ θέματα αὐτά.
Ἀποδεικνύεται ἐπίσης ξεκάθαρα, ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις
ἐκείνων τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως, ὅτι τὸ καθῆκον τῶν Χριστιανῶν εἶναι
ἡ ἀντίστασή τους καὶ ἡ ἀπομάκρυνση, ἀκοινωνησία μὲ τὴν αἵρεση. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι θέμα
συνόδου. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἄδικης κατηγορίας ἐναντίον τοῦ διαδόχου τοῦ Βέκκου, ὀρθοδόξου
πατριάρχου Γρηγορίου, ἦταν θέμα ἀποκλειστικὰ τῆς συνόδου.
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου
Ἀνδρόνικου Δημητρακοπούλου
Ἱστορία τοῦ σχίσματος
(σελ. 81) Μετὰ τὸν
θάνατο τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ ὁ ὁμόφρων μὲ αὐτὸν Πατριάρχης Ἰωάννης Βέκκος ἐγκατέλειψε
κρυφὰ τὸν θρόνο καὶ κατέφυγε στὴν Μονὴ Παναχράντου, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως
κάποιοι τοῦ ἐπιτεθοῦν αἰφνίδια καὶ τὸν “λιντζάρουν” ἐξ αἰτίας τῆς κακοδόξου
θέσεως ποὺ εἶχε ὑποστηρίξει γιὰ τὸ περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
δόγμα. Ἀνέλαβε δὲ τὸν θρόνο ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ ποὺ εἶχε τὸν θρόνο πρὶν ἀπὸ τὸν
Βέκκον, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ δόξα τῶν μοναχῶν. Ὁ Βέκκος
δέ, κλήθηκε νὰ παραστῆ σὲ Σύνοδο ποὺ συγκροτήθηκε –στὴν σύνθεση τῆς ὁποίας ἦταν παρὼν καὶ ὁ
Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος– γιὰ νὰ
δώσει λόγο γιὰ ὅσα ἔπραξε καὶ συνέγραψε ὑποστηρίζοντας τοὺς Λατίνους, ὅταν οἱ
φιλενωτικοὶ ἐκδίωκαν καὶ θανάτωναν τοὺς ὀρθόδοξους.
Καὶ ὁ Βέκκος συνέθεσε καὶ ἐπέδωσε στὴν Σύνοδο –ποὺ ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ νὰ τὸν
κρίνει– λίβελλο μετανοίας γιὰ ὅσα τοῦ
κατελογίζοντο. Αὐτὸς ὁ λίβελλος περιεῖχε κατὰ λέξη τὰ ἑξῆς:
«Ἐπειδὴ
ἐπισφαλῶς μὲ πρόφαση τὴν οἰκονομία
μίας δῆθεν ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης, μὲ σκοπὸ νὰ συνάξω ὅλους σὲ αὐτὴν τὴν εἰρήνη,
συνέβη νὰ διδάξω καὶ νὰ γράψω (σελ. 82) περὶ ἐκκλησιαστικῶν δογμάτων, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα
βρέθηκαν καὶ κάποιες διδασκαλίες μου ποὺ δὲν ταιριάζουν καὶ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὰ
θεία Δόγματα καὶ περιέχουν λάθη, τὰ ὁποῖα, ἐπειδὴ παρέμειναν ἔτσι, ἀφόρισε ἡ
Σύνοδος· (ὅπως) δηλ. τὸ νὰ λέω ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχει ὡς αἴτιον τῆς ὕπαρξής
Του, ὄχι μόνο τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ τὸν Υἱόν, καὶ ὅτι σὲ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ὁδηγεῖ
ἡ ἔκφραση “ἐκ τοῦ Πατρὸς δι’ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι” ἀπ’ ὅπου φαίνονται καὶ ὁ Πατὴρ
καὶ ὁ Υἱὸς ὡς αἴτια τοῦ Πνεύματος… (ἐπειδή) μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ ὅποιο ἄλλο ἀπὸ ὅσα ἔγραψα
διαστρέφεται τὸ ὀρθόδοξο Δόγμα,
(δηλώνω) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν φοβερῶν Του ἀγγέλων, καὶ βέβαια καὶ
ἐνώπιον τῆς θείας καὶ ἱερᾶς Συνόδου, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, χωρὶς νὰ ὑποκρύπτεται
(πίσω ἀπὸ τὴν ἐνέργειά μου νὰ συντάξω αὐτὸν τὸν λίβελλο) κάποια δολιότητα, ὅπως
δηλαδή, ἐκεῖνα ποὺ πιστεύω νὰ τὰ ἀποκρύπτω καὶ νὰ λέγω ἄλλα ποὺ δὲν πιστεύω, (δηλώνω) ὅτι
τὰ ἀποκηρύσσω
καὶ τὰ διαγράφω καὶ τὰ
σβήνω, ὡς διδασκαλίες ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχὴ ποὺ τὰ ἀκολουθεῖ στὸν ἔσχατο ὄλεθρο,
δηλ. στὴν ἀπώλεια. Ὁμολογῶ δὲ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ τὸ στόμα
καὶ πιστεύω, ὅπως πάντοτε ὁμολογεῖ ἡ ἁγία καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ Δόγμα περὶ τῆς
Ἁγίας Τριάδος...
(σελ. 83) Αὐτὰ φρονῶ καὶ εὔχομαι μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς νὰ μὲ βρεῖ ὁ θάνατος μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα. Ὅλους δὲ ὅσους δὲν φρονοῦν-πιστεύουν ἔτσι (ὅπως δηλ. πιστεύει ἡ Ἐκκλησία) ἢ καὶ ὅσους δὲν θὰ φρονοῦν ἔτσι στὸ μέλλον, ἐγὼ τοὺς ἔχω ἀκοινώνητους καὶ ἀπόβλητους καὶ μακρὰν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως τῶν Χριστιανῶν…
Ἐπειδὴ δέ, ἐξ αἰτίας τῆς (αὐθάδους) τόλμης διὰ τῆς ὁποίας ἐτόλμησα νὰ προσθέσω δόγμα μὴ ὑπάρχον καὶ βέβαια λανθασμένο (σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ θεῖα δόγματα ποὺ παραπάνω ἀνεφέρθη), καταδικάσθηκα μὲ ἀφαίρεση τῆς ἀρχιερωσύνης ἀπὸ τὸν δεσπότη καὶ οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ ἀπὸ τὴν θεία καὶ ἱερὰ Σύνοδο, στὴν ὁποία παρευρίσκετο καὶ ὁ ἁγιώτατος Πάπας καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας· ἀποδέχομαι δὲ καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ καθαίρεση πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴν Παράδοση καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Κανόνες, καὶ συμφωνῶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπόφαση ποὺ ψηφίστηκε εἶναι δίκαιη καὶ σύμφωνη μὲ τὸ νόμο, καὶ οὐδέποτε θὰ προσπαθήσω νὰ ἐπιδιώξω τὴν ἀποκατάστασή μου στὸν ἱερατικὸ βαθμό».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔθεσε ὑπὸ περιορισμό –ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος– τὸν Βέκκο στὴν Προῦσα, ἀφοῦ ὅρισεν γι’ αὐτὸν καὶ ἐπαρκῆ καθημερινὴ διατροφή.
Μετὰ ἀπὸ λίγους μῆνες πέθανε ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ, τὸν ὁποῖον διαδέχθηκε ὁ ἐκ Κύπρου Γρηγόριος. Κατὰ τὴν πατριαρχία τοῦ Γρηγορίου, ἀφοῦ συνάχθηκαν στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν οἱ κληρικοί ποὺ εἶχαν ἔνθεο ζῆλο, (σελ. 84) ἀποφάσισαν μὲ ψῆφο τὴν παντελῆ καθαίρεση ἐκείνων τῶν ἀρχιερέων καὶ κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι κοινώνησαν/ἀποδέχτηκαν τὸ κακόδοξο δόγμα ποὺ ἐπέβαλε ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ, καὶ ὅσοι ἐπὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου χειροτονήθηκαν, εἴτε ὁ Βέκκος ἦταν αὐτὸς ποὺ τοὺς χειροτόνησε, εἴτε ἄλλοι ἐπίσκοποι τοὺς χειροτόνησαν μὲ προτροπὴ τοῦ Βέκκου, ἐκτὸς ἐὰν αὐτοὶ ἀνῆκαν στὴν Ἐκκλησία ἐντὸς τῆς Κων/πόλεως.
Ὅσοι ὅμως χειροτονήθηκαν ἐκτός Κων/πόλεως τοὺς ἐπιβλήθηκε
ἐπιτίμιο καὶ ἀποφασίστηκε τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ φανεῖ κατάλληλη νὰ ἐπανέλθουν (νὰ ἀρθεῖ τὸ ἐπιτίμιο) καὶ νὰ λειτουργοῦν.
Ὅσοι δὲ ἦσαν διῶκτες τῶν πιστῶν, ἡ τιμωρία τους εἶναι νὰ μὴ ξαναλειτουργήσουν σὲ ὅλη τους τὴ ζωή, εἴτε εὑρίσκονται ἐντὸς τῆς Κων/πόλεως, εἴτε ἐκτός. Οἱ ἄλλοι δὲ κληρικοὶ ποὺ κοινώνησαν μὲ τοὺς φιλενωτικούς, ἀφοῦ ἐπιτιμηθοῦν νὰ τοὺς δοθεῖ ἡ ἄδεια νὰ λειτουργοῦν.
Γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ ἐγράφη τότε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Γρηγόριο τὸ παρακάτω Σημείωμα:
Η μετριότης μου μαζὶ μὲ τὴν ἱερότατη Σύνοδο τῶν ἀρχιερέων τῆς Κωνσταντινουπόλεως κάνει φανερὸ σὲ ὅλους μὲ τὸ παρὸν Σημείωμα (Ἐγκύκλιο), ὅτι τοὺς φιλενωτικοὺς ἐπισκόπους, ἱερεῖς καὶ διακόνους ποὺ στὸν καιρὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς συγχύσεως ἔγιναν μὲ ἀδιαμφισβήτητες ἀποδείξεις διῶκτες τῶν Ὀρθοδόξων, ἢ κακοποίησαν καὶ βασάνισαν ὅσους προτίμησαν νὰ μείνουν πιστοὶ στὴν ὀρθόδοξο πίστη καὶ ἀπομακρύνθηκαν (ἀποτειχίστηκαν) ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς, ἢ παρέδωσαν στοὺς διῶκτες τοὺς πιστούς, καταδίδοντάς τους ἀπὸ κακοήθεια ψυχῆς καὶ διεστραμμένη σκέψη, αὐτοὺς ὅλους τοὺς θεωρεῖ καθηρημένους καὶ ἀνάξιους τοῦ ἐπισκοπικοῦ, ἱερατικοῦ καὶ διακονικοῦ ἀξιώματος, (θεωρεῖ) ὅτι αὐτοὶ κατέλυσαν τότε τὴν Ὀρθοδοξία, ὅπως ἀποδείχθηκε, μὲ τὴν θέλησή τους καὶ ἀπὸ μόνοι τους, καὶ ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Χριστιανῶν. Λοιπόν, ἐὰν κάποιος ἀπὸ σήμερα καὶ στὸ ἑξῆς ἀποδειχθεῖ μὲ ἀκριβεῖς καὶ ἀξιόπιστες μαρτυρίες ὅτι ἔγινε ὅμοιος μὲ αὐτούς, αὐτὸν διατάσσομε νὰ τοῦ στερεῖται παντελῶς τὸ δικαίωμα νὰ λειτουργεῖ.
Ἂν ὅμως κάποιοι, χωρὶς νὰ φέρουν ἀποδείξεις ἀναίρεσής της, δὲν δεχθοῦν αὐτὴ τὴν καταδίκη καὶ θεωροῦν ὅτι πάσχουν ἄδικα, καὶ κατηγοροῦν τὴν ἀπόφαση αὐτὴ ὡς μὴ θεσμική, (σελ. 85) ὁρίζουμε γιὰ αὐτοὺς ποὺ ἐγκαλοῦνται, ὅτι ἔπραξαν κάτι τέτοιο καὶ ἐμπίπτουν στὴν κατηγορία διεξαγωγῆς διωγμοῦ, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ κάθε ἱερωσύνη καὶ ἂν οἱ ἀναφερόμενοι τυγχάνουν νὰ εἶναι ἐπίσκοποι, νὰ διαμένουν ἐκτὸς τοῦ ἐπισκοπείου καὶ νὰ λαμβάνουν μόνο τὴν διατροφή τους ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅταν δὲ ἀρχιερέας γνήσιος/ὀρθόδοξος τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης φθάσει στὸν τόπο, στὸν ὁποῖο ὁ κατηγορούμενος διαδίδεται ὅτι ἔχει διεξάγει διωγμόν, τότε, ἀφοῦ γίνει ἐξέταση καὶ ἀφοῦ ζητηθοῦν ἀκριβῆ στοιχεῖα, παρόντων καὶ ἀξιοπίστων μαρτύρων, νὰ βγῆ ἡ τελικὴ ἀπόφαση τῆς δικαιώσεως ἢ κατακρίσεώς του, μὲ βάση τὰ ἀποτελέσματα ποὺ θὰ προκύψουν ἐκ τῆς ἐξετάσεως τῶν πράξεων τοῦ κατηγορουμένου…
Γιὰ ὅσους δὲ εἶχαν τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα στὸ συγκεριμένο καιρὸ τῆς συγχύσεως περὶ τὴν πίστη ποὺ προαναφέραμε, δηλ. τότε ποὺ κατεῖχε τὸν θρόνο ὁ Βέκκος, ἐκεῖνο ποὺ ἡ Σύνοδος ἀπεφάσισε, αὐτὸ καὶ νὰ πραγματοποιηθεῖ. (Τότε στὴ Σύνοδο) ἐφάνη καλὸ ὅλοι αὐτοὶ νὰ τεθοῦν εἰς ἀργία καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς θρόνους τους, ἐκτὸς κι ἂν κάποιον ἡ Σύνοδος μεταχειρίστηκε διαφορετικὰ καὶ ἐξέφρασε τὴν συμπάθειά της, ἐπειδὴ τὸν λυπήθηκε λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν τοὺς ὑπὲρ τῆς πίστεως ἀγῶνες ποὺ εἶχε αὐτὸς προηγουμένως διεξάγη καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ γι’ αὐτὴ πέρασε.
Ἀλλὰ πρέπει καὶ περὶ τῶν ἱερέων καὶ διακόνων νὰ σημειώσουμε, μὲ τὸ σκοπὸ ὅπως, ἀφοῦ ἀποδεχθοῦν τὰ τέκνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας αὐτά (ποὺ σημειώσαμε) ὡς ὑπόδειγμα καὶ κανόνα, τίποτα διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὰ νὰ μὴν κάνουν. Ὅσοι, λοιπόν, ἱερεῖς καὶ διάκονοι ἐξελέγησαν νὰ ἱερατεύουν πρὶν γίνει Πατριάρχης ὁ Βέκκος, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐπὶ πατριαρχίας Βέκκου χειροτονήθηκαν διάκονοι ἢ ἱερεῖς, ἀλλ’ ὄχι ἀπὸ τὰ χέρια του, οὔτε στὴν Κωνσταντινούπολη, προστάσσομε ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς νὰ εἶναι ἐν ἐνεργείᾳ καὶ κανονικοὶ λειτουργοὶ τοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἔχουν κάποιο ἄλλο κώλυμα ποὺ τοὺς ἐμποδίζει νὰ λειτουργοῦν. Διότι ὅλους αὐτοὺς καὶ τὰ κατάλληλα ἐπιτίμια τοὺς ἔχουν καθαρίσει (σελ. 86) καὶ οἱ ἀσκήσεις τοὺς ἔχουν κάνει κατάλληλους νὰ μετέρχονται τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης.
Ὁπότε, ἐὰν κάποιος φοβᾶται/σέβεται τὸν Θεὸν καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία του, δὲν πρέπει αὐτοὺς νὰ τοὺς ἀποφεύγει, οὔτε καθ’ οἱονδήποτε τρόπο νὰ διαχωρίζεται ἀπὸ αὐτούς, …(ἀλλά) νὰ προστρέχει στοὺς ναοὺς ποὺ ψάλλουν αὐτοί, καὶ νὰ παίρνει χωρὶς ἐνδοιασμοὺς ἀπὸ αὐτοὺς κάθε εὐλογία καὶ εὐχὴ καὶ νὰ μεταλαμβάνει ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ ἀχράντου σώματος καὶ αἵματος…, μήπως δείχνοντας κάποιοι ἀκρίβεια πέραν τῆς δικαιολογημένης, ἀντὶ νὰ λάβει μισθὸν καὶ θεία Χάρη, λάβει καταδίκη. Διότι εἶναι καλὸ νὰ γνωρίζει καθένας τὰ δικά του καθήκοντα καὶ μέτρα καὶ νὰ μὴ γίνεται κριτὴς γι’ αὐτὸν ποὺ θέλει δικαιοσύνη, καὶ ἐξεταστὴς τῶν… ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων· ἐπειδὴ κανονικὰ δὲν ἔχει δικαίωμα ὁ καθένας νὰ ἐξετάζει αὐτὰ τὰ πράγματα, ἀλλὰ μόνο οἱ ἱερωμένοι, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν πρὸς τοῦτο καὶ τὴν ἄνωθεν Χάρη, τοὺς ὁποίους ἐπιτάσσει ὁ θεῖος νόμος ὅτι πρέπει νὰ πιστεύει καὶ ἀκολουθεῖ ὁ λαός, ἐφ’ ὅσον βέβαια εἶναι εὐσεβεῖς καὶ Ὀρθόδοξοι καὶ διαφυλάττουν ἀκεραία τὴν πίστη καὶ τὰ θεῖα δόγματα, εἰς τὰ ὁποῖα εἶναι ὑποχρέωσή μας νὰ κάνουμε ὑπακοή. Γιατὶ τὸ νὰ κρίνουμε αὐτοὺς ποὺ ἀπὸ τὸ Νόμο εἶναι κριτές, καὶ νὰ ὑποδεικνύουμε νόμους σ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι νομοθέτες, καὶ νὰ ποιμαίνουν τοὺς ποιμένας τὰ πρόβατα, εἶναι ἄκρως ἀπαράδεκτο καὶ παραλύει τὸν ἐκκλησιαστικὸ θεσμὸ τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ἀρετῆς.
[Ὁ
Βέκκος ὅμως –στὴ συνέχεια– ἄλλαξε γνώμη καὶ ζήτησε νὰ ἐξετάσει Σύνοδος τὸ
ζήτημά του, ἡ ὁποία καὶ πραγματοποιήθηκε τὸ 1284 μὲ παρόντες Πατριάρχες. Εἰς αὐτὴν
«κατεφωράθη ὁ Βέκκος παλίμβουλος ὤν»].
(σελ. 87) Γι’ αὐτὸ ἡ Σύνοδος συνέταξε Τόμον (ἔβγαλε ἀπόφαση), διὰ τοῦ ὁποίου
ἀφόρησε τὸν Ἰωάννη Βέκκο καὶ τοὺς ὁμόφρονάς του… καὶ ἀποκήρυξε τὴν Σύνοδο τῆς
Λυὼν τοῦ 1274. Ὁ Τόμος αὐτὸς (τοῦ ἀφορισμοῦ καὶ τῆς καταδίκης) ἀναγνώστηκε
δημόσια στὴν Ἐκκλησία.
(σελ. 88) Στὴν συνέχεια ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος κατηγορήθηκε ἀπὸ
κάποιους ἀρχιερεῖς καὶ κληρικούς, ὅτι τάχα βλασφήμησε ἐναντίον τοῦ τόμου κατὰ
τοῦ Βέκκου καὶ ἀναγκάστηκε σὲ παραίτηση. Ἔγραψε ἐπιστολὴ πρὸς τὸν μητροπολίτη Ἐφέσου,
στὴν ὁποία ταιριάζει τὸν λόγο τῆς Γραφῆς στοὺς περὶ τὸν Βέκκον. Γράφει:
«Ἀνέστησαν
ἐξ ἡμῶν ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα». Ἕνας ἐξ αὐτῶν μὲ τὸ νὰ εἰσαγάγη στὴν
θεολογία βάρβαρες βλαστήμιες, βρώμισε μὲ αὐτὲς τὸ καθαρὸ νάμα τῶν ἱερῶν
δογμάτων… Ἀλλὰ ἡ σύνοδος ἀνακήρυξε ἀμέσως τὸν πατριάρχη Γρηγόριο ὀρθοδοξότατο
καὶ εὐσεβέστατο καὶ ἐπιτίμησε ὅσους τὸν κατηγόρησαν. Παρόλα αὐτά, ὁ Πατριάρχης
ζήτησε τὴν παραίτησή του γιὰ νὰ ὑπάρχει εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία.
(σελ. 89) Ἔτσι ἡ φανερὴ ἔκφραση μεγάλων βλασφημιῶν καὶ τὸ γεγονός, ὅτι
ἡ Ἐκκλησία δὲν ξέφυγε ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν αἱρέσεων στὴν δεδομένη στιγμὴ καὶ ἐνῶ
συνέβαιναν αὐτὰ στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Θεοῦ πάνω ἀπὸ αὐτήν (τὴν Ἐκκλησία), κινδύνευε
(ἡ Ἐκκλησία) νὰ πέσει ἀπὸ τὸ πῦρ (τῶν αἱρέσεων) στὸ πῦρ (τῆς κολάσεως).