Από παλαιότερο άρθρο του Αδαμάντιου
Τσακίρογλου
... Ὁ ΛΓ´ Ἀποστολικὸς Κανόνας
λέγει: «Μηδένα τῶν ξένων ἐπισκόπων, ἤ
πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων ἄνευ συστατικῶν προσδέχεσθαι· καὶ ἐπιφερομένων δὲ
αὐτῶν, ἀνακρινέσθωσαν· καὶ εἰ μὲν ὦσι κήρυκες τῆς εὐσεβείας, προσδεχέσθωσαν· εἰ
δὲ μή γε, τὰ πρὸς χρείαν αὐτοῖς ἐπιχορηγήσαντες, εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς μὴ προσδέξησθε· πολλὰ γὰρ κατὰ συναρπαγὴν γίνεται».
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πρὶν
τὴν σύγκληση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ πρὶν τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου,
προέτρεπε τοὺς Ὀρθοδόξους της Κων/πόλεως, ἐνισχύοντας αὐτοὺς ποὺ εἶχαν
ΗΔΗ ἀποτειχιστεῖ: «Ἀμώμους ἑαυτοὺς
τηρήσατε, μήτε κοινωνοῦντες τῷ μνημονευθέντι, μήτε μὴν ὡς διδασκάλῳ
προσέχοντες, εἰ μένοι λύκος ἀντὶ ποιμένος καὶ μετὰ ταύτην ἡμῶν τὴν ὑπόμνησιν
τὴν πρὸς αὐτὸν γενομένην φρονεῖν ἕλοιτο τὰ διεστραμμένα. τοῖς δέ γε τῶν
κληρικῶν ἤτοι λαϊκῶν διὰ τὴν ὀρθὴν πίστιν κεχωρισμένοις ἢ καθαιρεθεῖσι παρ΄
αὐτοῦ κοινωνοῦμεν ἡμεῖς, οὐ τὴν ἐκείνου κυροῦντες ἄδικον ψῆφον, ἐπαινοῦντες δὲ
μᾶλλον τοὺς πεπονθότας…» (Πρακτικά Γ΄
Οἰκουμ. Συνόδου,T.L.G. 1,1,1 p. 114, 1,2).
Ἱ. Χρυσόστομος: «Ὄχι μόνο ἂν κάποιοι λένε συνολικὰ ἀντίθετα πράγματα
ποὺ ἀνατρέπουν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ τὸ παραμικρὸ ἀντίθετο νὰ διδάξουν νὰ εἶναι
ἀναθεματισμένοι». «Ἀπὸ αὐτοὺς πρέπει νὰ πεταγόμαστε μακρυὰ ὅπως πεταγόμαστε
ὅταν συναντάμε ἕνα φίδι, καὶ νὰ διακόπτουμε κάθε κοινωνία καὶ
νὰ φεύγουμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμη, ἀκόμα κι ἄν μᾶς φαίνονται σεβάσμιοι (σσ:
“εὐσεβεῖς”) καὶ πρᾶοι» (Μ. Φώτιος).
«Εἰ δέ τις προσποιεῖται
ὁμολογεῖν μὲν ὀρθὴν πίστιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις [ἂν κάποιος
προσποιούμενος ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστι, ἀλλὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς] τὸν τοιοῦτον
προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιούτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε
τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν· [καὶ ἐὰν σᾶς ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ διακόψει τὴν κοινωνία μὲ
τοὺς αἱρετικούς, νὰ τὸν ἔχετε ὡς ἀδελφό σας] ἐὰν δὲ φιλονίκως ἐπιμένῃ τὸν
τοιοῦτον παραιτῆσθε [ξεκόψτε ἀπὸ αὐτόν]».
Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες
γράφουν πρὸς τὸν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο: «Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται
τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους
ἡγήσεται; Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ
κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν Ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Κριτικὴ ἔκδοσις τῆς ἐπιστολῆς ἐν: V. Lourent et. Dorroze’s DOSSIER GREC DE L’ UNION DE LYON 1273-1277, P. 376-403 Paris
1976).
Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει γιὰ τὸν μὴ καθαιρεμένο Πατριάρχη Καλέκα: «Ἐφόσον ὁ Καλέκας εἶναι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τόσες φορές ἀποκομμένος ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι κατὰ συνέπεια ἀδύνατο νὰ ἀνήκει στοὺς εὐσεβεῖς, ὅποιος δὲν ἔχει ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ αὐτόν. Ἀντιθέτως, ὅποιος γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστη». Καί: «Εἶναι ἀδύνατο κάποιος νὰ ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικῶς μὲ τὸν Πατριάρχη Καλέκα καὶ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος…, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ἦταν ἀποτειχισμένος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν εὐσεβῆ πίστη». Εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι τότε, ὁ Καλέκας
δὲν εἶχε ἀκόμη καταδικαστεῖ Συνοδικῶς!
Ὁ ἅγιος Θ. ὁ Στουδίτης, ἐπίσης,
συμφωνῶν μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Ἀθανασίου, γράφει: «…μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ
μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν». «μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε
ἀναφέρειν… ἐπὶ τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι
μέγισται ἀπειλαὶ κεῖνται παρὰ τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν
αὐτοῖς μέχρι καὶ ἑστιάσεως».
«Ἐὰν κάποιος
συμπροσευχηθεῖ μὲ ἕναν ἀκοινώνητο ἔστω καὶ μέσα σὲ σπίτι, νὰ εἶναι καὶ αὐτὸς
ἀκοινώνητος».
Καὶ ἀλλοῦ: «Οἱ [αἱρετικοὶ] τέλεον περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν. οἱ δὲ εἰ
καὶ τοῖς λογισμοῖς οὐ κατεποντίσθηκαν, ὅμως τῇ κοινωνίᾳ τῆς αἱρέσεως συνόλλυνται [θὰ χαθοῦν μαζί μὲ τοὺς
αἱρετικούς]» Εἶναι κατὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο «προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας» τὸ νὰ
παραμένει κάποιος «ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν
κακοδοξοῦντα ἐπίσκοπόν του».
Και ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Ὅσοι προσποιοῦνται ὅτι ὁμολογοῦν τὴν ὑγιῆ πίστη,
κοινωνοῦν-μνημονεύουν δὲ μὲ τοὺς ἑτερόφρονες, ἂν μετὰ ἀπὸ τὴν σύστασή σας δὲν
ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς, ὄχι μόνο νὰ τοὺς ἔχετε ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ οὔτε
ἀδελφοὺς νὰ τοὺς ὀνομάζετε».
Καὶ κάποια ἀκόμα πατερικὰ κείμενα,
μὲ τὰ ὁποῖα σὲ πρόσφατη ὁμιλία του δίδασκε καὶ ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης (γι’ αὐτὸ
παρακαλοῦμε νὰ ἀποφασίσετε ἐπὶ τέλους, τί πιστεύετε), ὥστε νὰ μὴν ἀντιφάσκετε:
«Βούλομαι πλατύτερον την
εμήν γνώμην ειπείν… ίνα σύμφωνος ω εμαυτώ απ’ αρχής έως τέλους και μη δόξη
τισίν ότι άλλα έλεγον, άλλα δε έκρυπτον εν τη διανοία… λέγω δε περί του
Πατριάρχου ή του κλήρου αυτού ή των κοινωνούντων αυτώ τινα συνεύξασθαι ή συμφορέσαι τοις εκ του
ημετέρου μέρους ιερεύσι τοις προς τα τοιαύτα προσκληθείσι δόξας ως οιοδήποτε
τρόπω προσίεμαι και εν τω κρυπτώ την αυτού κοινωνίαν και ίνα μη η σιωπή μου
συγκατάβασιν τινα
υπονοήσαι παρέξει, τοις μη καλώς και εις βάθος ειδόσι τον εμόν σκοπόν, λέγω και
διαμαρτύρομαι ενώπιον των παρατυχόντων πολλών και αξιολόγων ανδρών, ως ούτε
βούλομαι την αυτού ή την μετ’ αυτού κοινωνίαν το παράπαν ουδαμώς ούτε επί τη
ζωή μου ούτε μετά τον θάνατόν μου… Πέπεισμαι γαρ ακριβώς, ότι όσον αποδιΐσταμαι
τούτου και των τοιούτων εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις πιστοίς και Αγίοις Πατράσι
και θεολόγοις της Εκκλησίας· ώσπερ αν πείθομαι τοις… συντιθεμένοις τούτοις,
αποδιΐσταμαι της αληθείας και των μακαρίων διδασκάλων της Εκκλησίας· και δια
τούτο λέγω ώσπερ παρά πάσαν μου την ζωήν ήμην ΚΕΧΩΡΙΣΜΕΝΟΣ απ’ αυτών ούτω και
εν τω καιρώ της εξόδου μου και έτι μετά την εμήν αποβίωσιν και εξ όρκου
εντέλλομαι ίνα μηδείς εξ αυτών προσεγγίση ή εν τη εμή κηδεία ή εν τοις
μνημοσύνοις μου….» (Ἅγ. Μᾶρκος Εὐγενικός).
Ἂς περάσουμε καὶ στὸν Μ. Βασίλειο: «Κεφάλαιον δέ τοῦ κακοῦ οἱ λαοί, τοὺς τῶν
προσευχῶν καταλιπόντες οἴκους ἐν ταῖς ἐρήμοις συνάγονται θέαμα ἐλεεινόν,
γυναῖκες καὶ παιδία καί γέροντες καὶ οἱ ἄλλως ἀσθενεῖς ἐν ὄμβροις λαβροτάτοις
καὶ νιφετοῖς καί ἀνέμοις καὶ παγετῷ τοῦ χειμῶνος, ὁμοίως δὲ καὶ ἐν θέρει ὑπὸ
τὴν φλόγα τὴν τοῦ ἡλίου, ἐν τῷ ὑπαίθρῳ ταλαιπωροῦντες. Καὶ ταῦτα πάσχουσι
διὰ τὸ τῆς πονηρᾶς ζύμης Ἀρείου γενέσθαι μὴ καταδέχεσθαι» (Μ. Βασιλείου ἐπιστ. 242, Τοῖς Δυτικοῖς, ΕΠΕ 2, 28).
Καὶ ἀλλοῦ:
«ἐβεβηλώθη τὰ
ἅγια, φεύγουσι τοὺς εὐκτηρίους οἴκους οἱ ὑγιαίνοντες τῶν λαῶν ὡς
ἀσεβείας διδασκαλεῖα, κατὰ δὲ τὰς ἐρημίας πρὸς τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς
Δεσπότην μετὰ στεναγμῶν καὶ δακρύων τάς χεῖρας αἴρουσιν...» (Μ. Βασιλείου, ἐπιστ.
92, Πρός Ἰταλούς καί Γάλλους Ἐπισκόπους, ΕΠΕ 3, 86).
«Οἶκοι εὐκτήριοι
ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ
πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιά συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι
ἐλεεινότεροι, μή εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα ἱκανά μὲν κινῆσαι εἰς
συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ ἀγάπην πεπαιδευμένους, συγκρινόμενος δὲ τῇ ἀληθείᾳ
τῶν πραγμάτων ὁ λόγος ἀξίας πολὺ τῆς αὐτῶν ἀπολείπεται» (Μ.
Βασιλείου, Τοῖς ἁγιωτάτοις ἀδελφοῖς καί ἐπισκόποις τοῖς ἐν τῇ Δύσει, ΕΠΕ 2,
20).
Καὶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος, φίλος τοῦ Μ.
Βασιλείου, ἐπαινεῖ μὲ τὰ ὀμορφότερα λόγια τὴν στάση τοῦ ποιμνίου ὑπὲρ τῆς
Ὀρθοδοξίας (Λόγος μβ΄. Συντακτήριος εἰς τὴν
τῶν ρν ἐπισκόπων παρουσίαν, PG 36 σελ. 457–492):
«Τοῦτο τὸ ποίμνιον ἦν,
ὅτε μικρόν τε καὶ ἀτελὲς ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ
ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον,
μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ
σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ
διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον
ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν (σσ. ἐδῶ φαίνεται καὶ ἡ ἀποτείχιση τοῦ
ποιμνίου δηλ. ἡ ἄρνησή του νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ προτίμησή του
νὰ ὑποφέρει παρὰ νὰ προδώσει τὴν πίστη του)... Τῷ ὄντι γὰρ καὶ ἡμεῖς
ἐξώσθημεν καὶ ἀπεῤῥίφημεν, καὶ ἐπὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸν διεσπάρημεν, ὡς
ἐν ἐρημίᾳ ποιμένος· καὶ πονηρός τις χειμὼν κατέσχε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δεινοὶ
θῆρες ἐπιπεπτώκασιν, οἱ μηδὲ νῦν μετὰ τὴν αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι».
Γράφει ὁ ἱερὸς Δοσίθεος γιὰ τὴν
κατάσταση τῶν πιστῶν στὴν Κων/πολη ἐπὶ Μ. Γρηγορίου (βλ. σελ. 26): «ἐπειδὴ οὐκ εἶχον οἱ ὀρθόδοξοι κἂν μίαν Ἐκκλησίαν (σ.σ.
ἦταν ὅλες τῶν ἀρειανῶν), αὐτὸς (ὁ
Γρηγόριος) μετέφερεν οἰκίαν τινά εἰς
εὐκτήριον, ὃν ὠνόμασε Ἀναστασίαν… Ὅσους δε κόπους καὶ ἀγῶνας ἐποίησε διὰ τὴν
εὐσέβειάν τις ἱκανὸς αὐτὸς εἰπεῖν ἢ γράψαι; Ἀρκεῖ ὁ κοινὸς ἀδόμενος λόγος, ὅτι
χιλίας Ἐκκλησίας ηὗρεν Ἀρειανῶν, καὶ μήτε μίαν Ὀρθόδοξον, καὶ μετὰ τὴν
παραίτησιν αὐτοῦ (τὸ 381) ἦσαν χίλιαι καὶ μία τῶν Χριστιανῶν, καὶ οὐδεμία τῶν
Ἀρειανῶν» (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ΄,
κεφ. β΄, σελ. 15).
Ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει σαφέστατα,
ὅτι εὐσεβὴς εἶναι ὁ ἱερέας καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖνος ποὺ τηρεῖ τὴν Ἀποστολικὴ
διδασκαλία καὶ διαφυλάττει τὴν Ἀποστολικὴ πίστη. Τὸ ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο δὲν
μπορεῖ νὰ συνυπάρξει, μιᾶς καὶ εἶναι ἀλληλένδετα. Ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς
Ἐπίσκοπος καὶ ἀκολούθως καὶ ὁ ἀληθινὸς καὶ εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι κατὰ τὸν Ἅγιο:
«Ἐκκλησιῶν κόσμος,
στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, οἰκείοις
ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, νεωτεροποιΐας
ἐχθρός, ἐν ἑαυτῷ δεικνὺς τὸ παλαιὸν τῆς Ἐκκλησίας σχῆμα, οἷον ἀπό τινος
ἱεροπρεποῦς εἰκόνος, τῆς ἀρχαίας καταστάσεως, τὸ εἶδος τῆς ὑπ՚ αὐτὸν Ἐκκλησίας διαμορφῶν» (Ἐπιστολὴ τῇ Ἐκκλησίᾳ Νεοκαισαρείας 1,
PG 32, 305).
Δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ γιὰ τὸν Ἅγιο,
ἀληθινὴ εὐσέβεια ἱεράρχη, ἂν αὐτὸς δὲν ὁμολογεῖ ἀνεξαρτήτου κόστους, ἂν δὲν
ἀποτελεῖ «στῦλο καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», ἂν αὐτὸς δὲν μάχεται τοὺς ἐχθροὺς
τῆς πίστεως καὶ κάθε νεωτερισμό καὶ δὲν φυλάττει τοὺς πατρώους θεσμούς· «οὐδένα οἴδαμεν λόγον ἐχθρὸν τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας
ταῖς καρδίαις παραδεξάμενοι οὐδὲ μολυνθέντες ποτὲ τὰς ψυχὰς τῇ δυσωνύμῳ τῶν
Ἀρειανῶν βλασφημίᾳ» (Ἐπιστολὴ
τοῖς Νεοκαισαρεῦσιν, PG 32).
Γι’ αὐτὸ καὶ συνιστᾶ τὸν καθαρισμὸ
τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς ἀποδεδειγμένα ἀνάξιους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς: «ἐπικαθαρίσατε τήν Ἐκκλησίαν, τοὺς ἀναξίους αὐτῆς
ἀπελάσαντες· καὶ τοῦ λοιποῦ ἐξετάζετε τούς ἀξίους καὶ παραδέχεσθε» (Ἐπιστολὴ Χωρεπισκόποις, PG 32, 401).
Ποιός «εὐσεβὴς» Ἐπίσκοπος καθάρισε
σήμερα τὴν Ἐκκλησία; Σήμερα ποὺ ἔχουμε ἀποδεδειγμένα καὶ ἐμφανέστατα
οἰκουμενιστὲς παναιρετικοὺς Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ
εἶναι εὐσεβὴς καί, παρόλα αὐτά, νὰ τοὺς μνημονεύει ἢ νὰ ἔχει ἐκκλησιαστικὴ
κοινωνία μαζί τους;
Συνειδητὸς λοιπὸν καὶ ἀκολούθως
εὐσεβὴς ἱερέας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπελαύνει τοὺς ἀνάξιους και αἱρετικοὺς
ψευδοποιμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀκολουθεῖ, δηλ. ἔχει
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, μόνο μὲ τοὺς ἄξιους καὶ ἀληθινοὺς ποιμένες. Γιὰ τὸν
Ἅγιο δὲν ὑπάρχει εὐσέβεια ἐκεῖ ποὺ γίνονται
ἀνεκτὲς οἱ αἱρετικὲς διδασκαλίες, ἐκεῖ ποὺ διὰ τῆς μνημονεύσεως,
ἀντὶ νὰ ὑπερασπίζεται, θυσιάζεται ἡ Ἀλήθεια γιὰ λόγους ἀσφαλείας ἢ
ἐκκλησιαστικῆς διπλωματίας: «Οὐ μήν πρό γε τῆς
ἀληθείας τιμητέα ἡμῖν ἡ ἀσφάλεια» (Περί
Ἁγίου Πνεύματος 21, 52, PG 32, 164) καί: «Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον, μηδέ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ
τόν παρά τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπί καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν
προβεβλημένον» (Ἐπιστολὴ Νικοπολίταις
πρεσβυτέροις 3, PG 32, 897).
Ὁ δὲ ὅσ. Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης γράφει στὴν
«Ἀλφαβηταλφάβητο» στὸ ρνδ΄ (154) ἀπὸ τὸν στίχο 10:
«Ἀπὸ τὸ νὰ λὲς ὅτι εἶσαι ἀπόστολος τοῦ
Κυρίου, διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν καὶ κήρυκας, ἀπὸ τὸ νὰ κηρύττεις τοὺς θεσμοὺς τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ νὰ διδάσκεις σὲ ἀνθρώπους τὶς προσταγὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι κατὰ
πολὺ λαμπρότερο καὶ σεμνότερο καὶ καλύτερο νὰ σὲ περιτριγυρίζουν φρουρές,
ἐπειδὴ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζεις σὲ ὅλους, ἐνῶ φορὰς
δεσμά. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο γνωρίζει τί λέω καὶ ὅποιος καίγεται ἀπὸ τὴν
ἀγάπη τοῦ Δεσπότου ἔχει τὴν δύναμη νὰ γνωρίζει τὴν δύναμη τῶν δεσμῶν. Γι’
αὐτὸ καὶ θέλει νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παῦλο στὶς φυλακὲς καὶ στὰ δεσμὰ ὑπὲρ τῆς
εὐσεβείας ἀπὸ τὸ νὰ συναναπαύεται καὶ νὰ συντιμᾶται (σσ. λόγῳ τῆς
ἱερωσύνης) μαζί του».
Ὁ Ὅσιος θεωρεῖ ὑψηλότερη ἀπόδειξη εὐσεβείας τὴν
τιμωρία, τὴν φυλάκιση, τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εὐσέβεια σημαίνει
γιὰ τὸν ὅσιο νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παύλο στὴν φυλακή, νὰ θεωρεῖται περικάθαρμα
μαζί του, παρὰ νὰ τιμᾶται μὲ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς, ἐνῶ ἡ Πίστη
διώκεται καὶ τὸ δόγμα καταργεῖται. Καὶ ὁ ὅσ. Μελέτιος τὰ διδάσκει αὐτά, ὄχι
μόνο, καὶ κυρίως, γιατὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ καὶ
γιατὶ τὰ ἔγραψε στὴν φυλακή. Οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς» ἀπὸ ποῦ πῆραν τὸ δικαίωμα
νὰ διδάσκουν τὶς σημερινὲς νεοδιδασκαλίες περὶ εὐσεβείας;
Καὶ ἀπὸ τὸν στίχο 34 φωτογραφίζει μὲ ἀκρίβεια τὴν
σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἀπόδειξη ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁρισμὸς τῆς εὐσεβείας δὲν
ἀλλάζει ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα ἢ ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο. Ἀποτελεῖ διαμελισμὸ καὶ
τεμαχισμὸ τῆς εὐσεβείας, ἐκείνη ἡ μεταπατερικὴ οἰκονομίστικη τάση-διδασκαλία,
σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κρατοῦμε τὸ “ἠθικὸ” μέρος της καὶ ὀλιγωροῦμε γιὰ τὸ
ὁμολογιακὸ στοιχεῖο τῆς Πίστεως. Τίποτα δὲν ἀλλάζει στὴν ἁγιοπατερική μας
Παράδοση· οὔτε τὸ τί εἶναι πραγματικὰ εὐσέβεια:
«Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σκάνδαλο τῆς
Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλ. ἀφαιρέθηκε ὅλη ἡ εἰρήνη ἀπ’ ὅλους καὶ
ταρακούνησαν τὶς ψυχὲς καὶ τάραξαν τὰ σώματα· ὅτι δηλ. οἱ παραλογιστὲς
τῆς ὄντως ἀλήθειας καὶ οἱ ἐφευρέτες τῆς κακίας φιλονικοῦν νὰ στήσουν λογικὰ
τεχνάσματα καὶ ἐπινοοῦν μεθόδους, πανουργίες, ἔρευνες καὶ συζητήσεις καὶ
πολύτροπες ἀγωγὲς καὶ μηχανορραφίες, ὅπως μία γυναῖκα, ποὺ δὲν ἔχει
φυσικὴ ὀμορφιά, προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει ψευδῶς μὲ τὸν καλλωπισμό. Γεννήθηκε
δόλος καὶ ψεῦδος, ἀπάτη, πλάνη καὶ θέλημα καὶ πρόφαση γιὰ συναγωγὴ χρημάτων. Ὅλα
αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς οἱ
σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους
πρὸς τὸν Θεό. Ὑπὲρ αὐτῆς ἔλεγξε καὶ
ὑπέφερε τὴν θάνατο. Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες,
ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς
νὰ φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ
ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς
πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές... Ἐὰν
κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής,
ἀλλὰ στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν
θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγραφε στον μαθητή του Τιμόθεο,
ὅτι κάθε ἕνας ποὺ ἑτεροδιδασκαλεῖ, ἀσεβεῖ καὶ ἡ κοινωνία μαζί του δὲν
εἶναι παράδειγμα εὐσεβείας ἀλλὰ ἀσεβείας καὶ νόσου. Τὸν προειδοποίησε ὅτι
στὶς ἔσχατες ἡμέρες πολλοὶ Χριστιανοὶ «θὰ
ἔχουν τὸ ἐξωτερικὸ σχῆμα καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς εὐσεβείας, θὰ ἔχουν ὅμως ἀρνηθεῖ
τὴν δύναμίν της. Φεύγε μακρυὰ ἀπὸ αὐτούς» (ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ
δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. καὶ τούτους ἀποτρέπου, Β΄
Τιμ. 3, 5). Καὶ δηλώνει ξεκάθαρα ποιό εἶναι τὸ ἀδιασάλευτο κριτήριο τῆς
εὐσεβείας: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β΄ Τιμ. 3,
12).
Ἐπ’ αὐτοῦ σχολιάζει ὁ χρυσορρήμων Ἰωάννης: «Αὐτὰ λέγονται μὲν πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἀναφέρονται δὲ μέσῳ
αὐτοῦ καὶ πρὸς κάθε διδάσκαλον (τοὐτέστιν κληρικόν) καὶ μαθητή (τοὐτέστιν
λαϊκό). Κανεὶς λοιπὸν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴν ἐπισκοπὴ νὰ μὴν ἀπαξιοῖ
αὐτὰ ποὺ ἀκούει, ἀντιθέτως τὰ ἀπαξιοῖ, ὅταν δὲν τὰ πράττει...
Ἐὰν κάποιος ἀθλεῖται, δὲν στεφανώνεται, ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως. Τί σημαῖνει
ἐὰν δὲν ἀθληθεῖ νομίμως; Δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ εἰσέλθει στὸν ἀγῶνα, οὔτε ἐὰν
ἀλοιφθεῖ μὲ λάδι, οὔτε ἐὰν συμπλακεῖ, ἀλλὰ ἐὰν φυλάξει ὅλους τοὺς
κανόνες τῆς ἀθλήσεως... Ἂς μὴ ζητάει κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀθλητές (σσ. τῆς
Πίστεως) ἄνεση, κανεὶς νὰ μὴν ζητάει εὐθυμία. Στὸν παρόντα καιρὸ
ἰσχύει ὁ ἀγῶνας, ὁ πόλεμος, ἡ θλίψη, ἡ στεναχώρια, οἱ πειρασμοί, τὸ στάδιον τῶν
ἀγώνων. Ἄλλοι θὰ εἶναι οἱ καιροὶ τῆς ἄνεσης. Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρὸς τῶν ἱδρώτων,
ὁ καιρός τῶν πόνων. ἐὰν ζητᾶς ἄνεση, τί ἔγινες ἀθλητής;» («Ταῦτα
εἴρηται μὲν πρὸς Τιμόθεον, λέγεται δὲ πρὸς πάντα καὶ διδάσκαλον καὶ μαθητὴν δι’
ἐκείνου. Μηδεὶς τοίνυν ἀπαξιούτω τῶν τὴν ἐπισκοπὴν ἐχόντων ταῦτα ἀκούων, ἀλλ’
ἀπαξιούτω μὴ ταῦτα πράττων... Ἐὰν ἀθλῇ τις, φησίν, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ
νομίμως ἀθλήσῃ. Τί ἐστίν, ἐὰν μὴ νομίμως; Οὐκ ἐὰν εἰς τὸν ἀγῶνα εἰσέλθῃ, ἀρκεῖ
τοῦτο, οὐδὲ ἐὰν ἀλείψηται, οὐδὲ ἐὰν συμπλακῇ, ἀλλὰ ἂν μὴ πάντα τὸν τῆς ἀθλήσεως
νόμον φυλάττῃ... Μηδεὶς τοίνυν τῶν ἀθλούντων ἄνεσιν ζητείτω, μηδεὶς ἐν εὐθυμίᾳ
εἶναι. Πάλιν τὰ παρόντα ἀγών, πόλεμος, θλῖψις, στεναχωρία, πειρατήριον, τῶν
ἀγώνων τὸ στάδιον. Ἕτεροι τῆς ἀνέσεως οἱ καιροί. Οὗτος τῶν ἱδρώτων, οὗτος τῶν
πόνων ὁ καιρός... εἰ δὲ ἄνεσιν ἐπιζητεῖς, τί ἀπεδύσω;». (Ἰωάννου Χρυσοστόμου,Ὑπόμνημα εἰς τὴν Β΄ πρὸς Τιμόθεον
Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὁμιλίαι 1-10, PG 62,599-662).