Ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ
τοὺς ἀπίστους «πιστούς», ἱερεῖς καὶ λαϊκούς.
Ἡ ἀντιπαράθεση ποὺ ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπὸ τὴν συζήτηση αὐτή, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, δὲν ὁδηγεῖ πουθενὰ καὶ καταντάει τελικὰ γραφική, διότι κατάφερε νὰ βλέπουμε τὸ δέντρο καὶ νὰ χάνουμε τὸ δάσος. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς πρέπει νὰ ἑστιαστεῖ ἡ προσοχή μας. Τὸ ὕψιστο θέμα δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ ἂν κάποιος μολύνεται ἀπὸ τὸν ἰὸ στοὺς ναοὺς ἢ στὴν Θ. Λειτουργία (χωρὶς φυσικὰ νὰ ὑποβιβάζουμε τὴν σημασία καὶ σημειολογία τῆς ἀντιπαράθεσης), ἀλλὰ τὸ τί εἶναι Ἐκκλησία. Διότι οἱ ἄπιστοι «πιστοί» ὑποστηρικτὲς τῶν μέτρων (γιὰ τοὺς ὑπηρέτες ἑνὸς ἀθέου καθεστῶτος ‒ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὴν Ἐκκλησία ὡς κρατικὸ ὑπάλληλο, ἰσότιμο μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ὑπαλλήλους καὶ ἀρνοῦνται τὸν θεανθρώπινο χαρακτῆρα Της‒ δὲν θὰ μιλήσω, διότι δὲν ἔχει νόημα), στὴν πραγματικότητα δὲν πράττουν τίποτα ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἐπαναπροσδιορίζουν, τί ἐστι Ἐκκλησία καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ τὴν παρουσιάσουν ὄχι πιὰ ὡς θεανθρώπινο σῶμα ἀλλὰ ὡς κοσμικοῦ χαρακτῆρος ὀργανισμὸ μὲ ἠθικὲς ἀρχές καὶ κριτήρια, μὲ ὀρθολογιστικὲς προσεγγίσεις καὶ παραμέτρους, στὸν ὁποῖο κατ’ αὐτοὺς μποροῦν νὰ νοσήσουν ἄνθρωποι, ὅπως σὲ μία πολιτικὴ συγκέντρωση ἢ ἀκόμα καὶ σὲ μία ταβέρνα, ἐξ οὗ καὶ ἡ ἐπιβολὴ τῶν μέτρων καὶ ὁ τονισμὸς τῆς «ἀλληλεγγύης» καὶ τῆς «ἀγάπης» πρὸς τὸν συνάνθρωπο καὶ ἡ ἀπαιτούμενη ὑπακοὴ στὰ κυβερνητικὰ μέτρα.
Συμβαίνει αὐτὸ ποὺ εἶχε πρὸ καιροῦ
παρατηρήσει προειδοποιώντας ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν: «η “θρησκειοποίηση”
του ατομισμού σε όλες τις διαστάσεις του πολιτισμού (μιά απόλυτη εκτροπή από
την Εκκλησία ως ενότητα προσώπων σε κοινωνία με τον Θεό) και τελικά η
“θεοποίηση” του κοινωνικοπολιτικοοικονομικού πολιτειακού αυτειδώλου. Η
αίρεση της εκκοσμικεύσεως αξιολογεί την λατρεία και τελικά την ίδια την
Εκκλησία, ως ένα φορέα μεταξύ των άλλων, για την εξυπηρέτηση ειδικών αναγκών. Η
εκκοσμικευμένη Εκκλησία απλά προσπαθεί να ξεγελάσει τις μεταφυσικές ανησυχίες
κι έτσι παύει πια να ικανοποιεί την ειλικρινή αναζήτηση του ανθρώπου για το
Δημιουργό του, στρέφοντας τον έτσι σε εντυπωσιακά υποκατάστατα» (εδώ).
Ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς αὐτὸς εἶναι
παράλληλος μὲ τὴν προσπάθεια ἐπαναπροσδιορισμοῦ ὅλων τῶν πτυχῶν τῆς ζωῆς μας.
Οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις ἐπαναπροσδιορίζονται (ἀγάπη, ἀλληλεγγύη, ἐπαφή, θυσία
κλπ.). Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ἐπαναπροσδιορίζεται (σὲ ἀπόσταση καὶ ἀπομόνωση). Οἱ
συνθῆκες ἐργασίας ἐπαναπροσδιορίζονται (δουλειὰ ἀπὸ τὸ γραφεῖο στὸ σπίτι,
ἐπαγγελματικὴ εὐκινησία κλπ.). Τὸ σχολεῖο ἐπαναπροσδιορίζεται (μάθημα ἐξ
ἀποστάσεως μὲ ἠλεκτρονικὰ μέσα, κλείσιμο σχολείων κλπ.). Ἡ κοινωνία, ἡ
πολιτική, ἡ οἰκονομία κλπ. ἐπαναπροσδιορίζονται. Ἡ ἐπιστήμη ἐπαναπροσδιορίζεται
(ἰατρικὲς μέθοδοι μὲ βάση τὴν στατιστική, ἡ ἐπιδημία ὀνομάζεται πανδημία,
βραβευμένοι καθηγητὲς κατηγοροῦνται ὡς συνωμοσιολόγοι κλπ.). Ἡ ἀνθρωπότητα
ὁλόκληρη ἀλλάζει καὶ ἐπαναπροσδιορίζεται.
Ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς αὐτὸς δείχνει ὅσον
ἀφορᾶ τὴν Ἐκκλησία τὸ μολυσμό, τὴν ζημιὰ ποὺ ἔχει ἐπιφέρει ὁ Οἰκουμενισμὸς στὶς
ψυχὲς/συμπεριφορὰ τῶν Ὀρθοδόξων (ρασοφόρων καὶ πιστῶν). Τὴν ἐκκοσμικεύει, τὴν
ὑποτάσσει στὸ ὅποιο ἄθεο καθεστώς, τὴν ὑποβιβάζει στὸ ἐπίπεδο τῶν δυτικῶν
αἱρέσεων καὶ τὴν ἑρμηνεύει ὀρθολογιστικά. Ὁ ἐπαναπροσδιορισμὸς αὐτὸς φέρνει τὸν
φόβο στὶς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας καταργώντας τὸν ἄφοβο χαρακτῆρα Της καὶ τὴν
ἀσφάλεια ποὺ Αὐτὴ προσφέρει. Καταργεῖται ὑποτασσόμενο στὶς κοσμικὲς ἀναγγελίες
καὶ διατάξεις ἡ ὁμολογία ποὺ ἐκφράζεται σὲ κάθε λειτουργία: «πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα», δηλ. ἐμπιστευόμενοι τὰ πάντα στὸν Θεό, ὅτι κι ἂν
ἐπιτρέψει Ἐκεῖνος γι’ ἐμᾶς χωρὶς φόβο καὶ ἀμφιβολία, διότι «φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ
ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ
φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ» (Α’ Ιω. 4,18).
Ὅλοι μας ἔχουμε ζήσει ἢ ἀκούσει γιὰ
ἀνθρώπους ποὺ θεραπεύτηκαν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ ἀνθρώπους
ποὺ νόσησαν ἢ ἀκόμα καὶ κοιμήθηκαν/ἀπεβίωσαν κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῆς. Οἱ
περισσότεροι Ἅγιοι ἔπασχαν ἀπὸ πολλὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἀσθένειες, ποὺ ἄλλες
θεραπεύτηκαν καὶ ἄλλες ὄχι. Ἄλλες φορὲς ἐμφανίστηκαν ἀσθένειες καὶ ἄλλες φορὲς
θεραπεύτηκαν. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἡ ζωὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ νόσος καὶ ἡ ἀσθένεια
ἔχουν ἄλλο νόημα ἀπὸ ὅ,τι στὸν κόσμο, συνδέονται μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν σωτηρία
ποὺ ἐπιφέρει ἡ πίστη στὸν σταυρὸ καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.
Ὁ μέγας Παῦλος παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν
ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια ποὺ τὸν τυραννοῦσε («σκόλοπα τῇ σαρκί») καὶ
παρόλα αὐτὰ ἴαση δὲν πῆρε, ἀλλὰ τὴν ἀπάντηση ὅτι τοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρις Του («Ἀρκεῖ
σοι ἡ χάρις μου. Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» Β΄ Κορ. 12, 9).
Ἡ ἀσθένεια παρέμεινε λοιπόν, ἀλλὰ ὁ Παῦλος γέμισε Χάριν. Παραδόξως λοιπόν, μὲ
ἰατρικά, ἀλλὰ τελείως φυσιολογικὰ μὲ θεολογικὰ κριτήρια, ἡ ἀσθένεια δὲν
πολεμήθηκε, δὲν ἰάθηκε, ἀλλὰ παρόλα αὐτὰ δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ συνεχίσει τὸ
τεράστιο ἱεραποστολικό του ἔργο σὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη· νὰ συνεχίσει τὴν
γραφὴ τῶν ἐπιστολῶν του· νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς ἐκκλησίες ποὺ ἵδρυσε· νὰ διδάξει, νὰ
ἐπαινέσει, νὰ νουθετήσει καὶ νὰ στηρίξει καὶ τὸ ἄκρως κοσμικὰ παράδοξο ἀσθενὴς
ὢν νὰ θεραπεύσει τοὺς χριστιανούς· νὰ πολεμήσει τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς αἱρέσεις
(ὅλα αὐτὰ ποὺ δὲν πράττουν οἱ οἰκουμενιστὲς ὑποστηρικτὲς τῶν μέτρων, ἀλλὰ καὶ
δὲν τονίζονται ἀρκετὰ ἀπὸ τοὺς ἀρνητὲς αὐτῶν). Καὶ τὸ κυριότερο δὲν τὸν
ἐμπόδισε νὰ βροντοφωνάξει στὴν οἰκουμένη ὡς παρακαταθήκη γιὰ ὅλους τοὺς
μελλοντικοὺς Χριστιανούς: «Χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου» (Κολ. 1,24), «χαίρετε
ἐν Κυρίῳ, πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4). Ποιός ἐπίσκοπος, ποιά σύνοδος
σήμερα ἐκφράζεται καὶ λειτουργεῖ παρόμοια;
Ἡ στάση τῶν Χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων,
ἀλλὰ καὶ τῶν Ἁγίων μέχρι σήμερα ἦταν ἀνάλογη μὲ αὐτὴ τοῦ Παύλου. Ἂς
ξαναδιαβάσουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τοῦ Εὐσέβιου ὅπου
περιγράφεται ἡ αὐτοθυσία τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴ διάρκεια ἐπιδημίας πανούκλας,
τὸ 251 μ.Χ. (PG 20, 688C-689Α, σὲ μετάφραση) κι ἂς βγάλουμε τὰ συμπεράσματά
μας:
«Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας ἀπὸ
τὴν ὑπέρμετρη ἀγάπη καὶ φιλαδελφία τους, χωρὶς νὰ σκέπτονται τὸν
ἑαυτό τους ... καὶ χωρὶς καμιὰ προφύλαξη περιθάλποντας τοὺς ἀρρώστους, ὑπηρετώντας τους καὶ θεραπεύοντάς τους
ἐν Χριστῷ, ἔπαιρναν μὲ μεγάλη προθυμία τὴ θέση τους, ἀναλαμβάνοντας
τὸ πάθημά τους, προσελκύοντας πάνω τους τὴν ἀρρώστια ἀπὸ τοὺς πλησίον
καὶ θεληματικά καθαρίζοντας τὶς πληγές τους. Πολλοί, λοιπόν, ἀφοῦ
περιέθαλψαν καὶ ἐνδυνάμωσαν τοὺς ἀρρώστους,
πέθαναν, τραβώντας πάνω τους τὸ θάνατο ἐκείνων… Ἔτσι οἱ
ἄριστοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας, πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι, μὲ αὐτὸν
τὸν τρόπο ἔφυγαν ἀπό τὴ ζωή, ἐπαινούμενοι ἀπὸ τὸ λαό».
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία λοιπόν, ἡ ὑγεία, ἡ
ἀσθένεια, ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωὴ ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ ὀρθολογιστικὰ πλαίσια,
ὑπερβαίνουν ‒χωρὶς ὅμως νὰ ἀκυρώνουν τὶς ἐπιστημονικὲς ἀποδείξεις‒ καὶ
κατανοοῦνται μόνο ἐν καὶ σὺν Θεῷ. Οἱ Χριστιανοὶ τῶν παλαιοτέρων χρόνων δὲν
ἀρνήθηκαν τὴν ὕπαρξη τῆς ἑκάστοτε ἐπιδημίας, ἀλλὰ βίωναν διαφορετικὰ τὸν ὅρο
ζωὴ καὶ θυσία. Ἡ διαφορὰ μὲ ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς ἔγκειται στὴν ἀντιμετώπιση τῶν
παραπάνω. Ἡ Ἐκκλησία παλαιότερα εἶχε ἄλλο φρόνημα καὶ γι’ αὐτὸ νικοῦσε πάντα
τὸν θάνατο, τὸν ἐκφοβισμό, τὴν χειραφέτηση, τὶς ἀπειλές, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὶς
τιμωρίες.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν συζήτηση περὶ
μετάδοσης τῆς ἀσθένειας στὸν ναὸ καὶ στὴν Θ. Λειτουργία, ἡ ὁποία μόνο καὶ ποὺ
λαμβάνει μέρος, προσβάλλει τὴν Ἐκκλησία. Κατὰ τὸν μακαριστὸ π. Κων/νο
Στρατηγόπουλο: «Τα μυστήρια της Εκκλησίας δε δέχονται ορισμούς,
περιορισμούς, μεθοδολογίες, οργάνωση, σύστημα, κατάταξη, αξιολόγηση. Δε
βελτιώνονται, δε διορθώνονται, δεν τροποποιούνται, δεν υποβοηθούνται, δε
υποτάσσονται σε ανθρώπινα θεραπευτικά σχήματα. Τα μυστήρια
οικονομούνται, χαριτώνουν, αγιάζουν, μεταμορφώνουν, θεραπεύουν, φωτίζουν. Η
χρησιμοποίηση ανθρώπινων μεθοδολογιών στην αποκάλυψη της εν μυστηρίω
ζωής της Εκκλησίας, αποτελεί βέβηλη παρέμβαση στο έργο της Θείας Οικονομίας,
η οποία αποκαλύπτεται μέσα στο “νυν και αεί” της Εκκλησίας. Δεν μπορεί να
υπάρξει “καλή” ή “κακή” Θεία Λειτουργία. Οι
πιστοί μπορούν να αποκρίνονται ή όχι στο “στώμεν καλώς”. Η Λειτουργία
λειτουργεί και δεν βελτιώνεται. Εμείς “πάσαν τη ζωή ημών” παραθέτομεν και η
λειτουργία γίνεται ζωή μας» (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο «Εκκλησία καὶ
εκκοσμίκευση»).
Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ θέλουν νὰ
μᾶς ἐπιδείξουν οἱ κοσμικοῦ φρονήματος ἄπιστοι «πιστοί», ἱερεῖς καὶ λαϊκοί. Τὸ
τί ἐστι Ἐκκλησία μᾶς τὸ ξεκαθαρίζει ὁ ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς συνοψίζοντας τὴν
διδασκαλία τῶν ἁγ. Πατέρων:
«Ο Θεάνθρωπος είναι η Εκκλησία, αλλά
και το σώμα της Εκκλησίας και η Κεφαλή της. Με όλα αυτά και διά μέσου όλων
αυτών ο άνθρωπος “εκκλησιάζεται” και γίνεται εκκλησία, αποκτά την εν-χρίστωσιν
και χριστοποίησιν, την εν-τριάδωσιν και τριαδοποίησιν, γίνεται Θεάνθρωπος και
σύσσωμος του θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας (Εφ. 3, 6), αυτού
του αγιωτάτου και προσφιλεστάτου μυστηρίου του Θεού, μυστηρίου των μυστηρίων ή
μάλλον παμμυστηρίου των παμμυστηρίων… Η Εκκλησία είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός
παρατεινόμενος εις όλους τους αιώνας και εις όλην την αιωνιότητα. Αλλά μαζί με
τον άνθρωπον και διά τον άνθρωπον, ανήκει εις την Εκκλησίαν, ρέουν διά μέσου
όλου του σώματος της Εκκλησίας ρεύματα των ζωηφόρων κεχαριτωμένων δυνάμεων και
μας ζωογονούν με την αθανασίαν και την αιωνιότητα. Όλαι αι θεανθρώπιναι
αισθήσεις της Εκκλησίας είναι απ' Αυτόν, εν Αυτώ και δι' Αυτού. Όλα τα άγια
μυστήρια και αι άγιαι αρεταί εν τη Εκκλησία με τας οποίας καθαριζόμεθα,
αναγεννώμεθα, μεταμορφωνόμεθα, αγιαζόμεθα, χριστοποιούμεθα, θεανθρωποιούμεθα,
θεούμεθα, τριαδοποιούμεθα, σωζόμεθα, γίνονται εκ του Πατρός διά του Υιού εν
Αγίω Πνεύματι, ακριβώς λόγω της καθ' υπόστασιν ενώσεως του Θεού Λόγου με την
ανθρωπίνην φύσιν μας εν τω θαυμαστώ Προσώπω του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού. Διατί
ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς, το δεύτερον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, είναι το
παν εν τη Εκκλησία: και η Κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας και η Εκκλησία το
σώμα Του. Διά να ημπορέσουμε τα μέλη της Εκκλησίας να “αυξήσωμεν εις αυτόν τα
πάντα, ος έστιν η κεφαλή, ο Χριστός...”, “μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις
άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” (Εφ. 4, 15. 13).
Τούτο σημαίνει ότι η Εκκλησία είναι θεανθρώπινον εργαστήριον εις το οποίον οι
άνθρωποι θεανθρωποποιούνται, χριστοποιούνται, θεούνται, δηλαδή μεταμορφώνονται
εις θεανθρώπους κατά χάριν, εις χριστούς κατά χάριν, εις θεούς κατά χάριν… Το δε Πνεύμα το Άγιον
είναι εκείνο το “εν πνεύμα” το ενυπάρχον εις το σώμα της Εκκλησίας (Εφ. 4, 4).
Εν Αυτώ είναι, λοιπόν, και εξ Αυτού “η ενότης της πίστεως και της επιγνώσεως
του Υιού του Θεού”. Όλην την αποστολικήν και ορθόδοξον πίστιν εις τον Χριστόν,
και την γνώσιν περί του Χριστού, την κατέχει το Πνεύμα της Αληθείας το οποίον
μας εισάγει εις ολόκληρον την αλήθειαν αυτήν, την μίαν και μοναδικήν (Ιω. 16,
13. 15, 26. 14, 26)» (εδώ).
Ὁ παραπάνω ἁγιοπατερικὸς ὁρισμὸς τῆς
Ἐκκλησίας, δὲν γίνεται πιὰ πρακτικὰ ἀποδεκτός, κυρίως ἀπὸ τοὺς ταγούς Της, τὴν
ἱεραρχία, οἱ ὁποῖοι ἐξαρτοῦν τὴν θεανθρωποποίηση, τὴν χριστοποίηση καὶ τὴν κατὰ
χάριν μεταμόρφωση τῶν μελῶν Της ἀπὸ τὴν γνώμη ἑνὸς ἐπιστήμονος ἰατροῦ ἢ
θεολόγου ἢ τὴν ἀπόφαση ἑνὸς κράτους καὶ μὲ γνώμονα τὸ προσωπικό τους συμφέρον
καὶ τὴν ἀποφυγὴ τυχὸν διωγμοῦ καὶ τιμωρίας τους. Καὶ πῶς νὰ μὴν τὸ πράξουν,
ὅταν ἐργοδότης τους δὲν εἶναι πιὰ ὁ Θεὸς ἀλλὰ ὁ πρωθυπουργὸς μίας χώρας
(παρεμπιπτόντως ἴσως τώρα νὰ γίνεται κατανοητό, γιατὶ ἡ ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ
κράτους συνοδεύθηκε ἀπὸ τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας στὴν δικαιοδοσία του).
Ἂν λοιπόν, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ ὑπάρξει
πραγματικὰ μολυσμὸς καὶ ἀσθένεια στὴν Ἐκκλησία, αὐτὸς ἔχει πρωτίστως ἄλλη
μορφή, βαθύτερους λόγους καὶ ἄλλην βαθύτερη σημασία ἀπὸ αὐτὴν ποὺ θέλουν νὰ μᾶς
περάσουν οἱ ἄπιστοι ἐκκοσμικευμένοι «πιστοί». Διότι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμία
σχέση μὲ τὴν «νέα ἐκκλησία» ποὺ αὐτοὶ προσπαθοῦν νὰ ἐπανερμηνεύσουν. Τοὺς
λόγους ἀσθένειας καὶ μολύνσεως τοὺς ἐξηγεῖ ὁ Παῦλος: «ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων
ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. διὰ
τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται ἱκανοί. εἰ γὰρ
ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα,
ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν» (Α΄ Κορ. ια΄ 29-32). Τὸ χωρίο
αὐτὸ ἑρμηνεύει ὁ μακαριστὸς Π. Τρεμπέλας: «Κι ἐπειδή χωρίς νά ἐξετάζετε τόν
ἑαυτό σας τρῶτε καί πίνετε ἀνάξια τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτό
ὑπάρχουν ἀνάμεσά σας πολλοί ἀσθενεῖς καί ἄρρωστοι, καί ἀρκετοί πέθαναν. Διότι
ἐάν ἀνακρίναμε τόν ἑαυτό μας καί τόν ἐξετάζαμε μέ φόβο Θεοῦ πρίν προσέλθουμε
στή θεία Κοινωνία, δέν θά καταδικαζόμασταν ἀπό τόν Θεό μέ τέτοιες τιμωρίες. Ὅταν
λοιπόν τιμωρούμαστε ἀπό τόν Κύριο μέ ἀσθένειες, τιμωρούμαστε παιδαγωγικά ἀπ’
αὐτόν γιά νά διορθωθοῦμε καί νά μήν κατακριθοῦμε στήν ἄλλη ζωή μαζί μέ τόν
κόσμο πού ζεῖ μακριά ἀπό τόν Θεό».
Μολυσματικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀκάθαρτη
γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶναι πρωτίστως ἡ αἵρεση. Τὸ δὲ ὕψιστο λάθος μας εἶναι ἡ
ὑποταγὴ στὴν αἵρεση, στὴν προκειμένη στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ἡ
κοινωνία μας μὲ αὐτή. Μᾶς τὸ γράφει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «τίς δὲ
συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος,
καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν
Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. διὸ ἐξέλθατε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ
ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ
ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει
Κύριος παντοκράτωρ» (Β’Κορ. 6, 16-18).
Ὑπάρχει λοιπόν, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ
μολυσμὸς στὴν Ἐκκλησία, πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνος ἀπὸ τὸν κορονοϊό. Γι’ αὐτὸν τὸν
ἁγιοπατερικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ὀλέθριο μολυσμὸ δὲν γίνεται συζήτηση (κι ἂν
γίνεται λείπει τὸ ἁρμόζον σθένος καὶ ἡ συνέπεια), οὔτε ἐφαρμόζονται τὰ
ἀπαραίτητα ἐνάντια στὴν αἵρεση ἁγιοπατερικὰ μέτρα, ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς
ἀγωνιζομένους ἐνάντια στὰ ἀπάνθρωπα σημερινὰ μέτρα. Δὲν ὑπάρχει
ἀπομάκρυνση/ἀπόσταση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, δὲν ὑπάρχει φόβος καὶ
ἀποχὴ ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμὸ μαζί τους, δὲν ὑπάρχει ἡ δογματικὴ μάσκα προστασίας
ἀπὸ τὴν ψυχοφθόρο ἀναπνοή/διδασκαλία τους, δὲν γίνονται τὲστ Ὀρθοδοξίας στοὺς
ὑποτιθέμενους ταγοὺς τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὶς ἀνάλογες συνέπειες, δὲν ὑπάρχει
καραντίνα ἀπομόνωσής τους μέχρι τὴν συνοδικὴ ἐξέταση καὶ καταδίκη τους, ἂν
φυσικὰ δὲν μετανοήσουν.
Ἀφοῦ δὲν ὑπάρχουν αὐτὰ τὰ μέτρα καὶ ἀφοῦ
οἱ συζητήσεις/ἀντιπαραθέσεις ἀστοχοῦν στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ μεγαλύτερου
κινδύνου ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Ἐκκλησία, οἱ ἄπιστοι Οἰκουμενιστὲς ἐπαναπροσδιορίζουν
τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὑποβιβάζουν σὲ κοσμικοῦ χαρακτῆρος ὀργανισμό, ὅμοιο μὲ τὶς
αἱρετικὲς ὀργανώσεις ποὺ ἀδίκως ὀνομάζονται «ἐκκλησίες». Σὲ αὐτὴ τὴν
ἐπαναπροσδιοριζόμενη «νέα ἐκκλησία» (συν)ὑπάρχουν καὶ κορονοϊοὶ καὶ αἱρετικοὶ
ἰοί, μάσκες καὶ πλαστικὲς λαβίδες μίας χρήσης, ἀποστάσεις καὶ ἀπαγορεύσεις Θ.
Λειτουργιῶν, καταγγελίες καὶ καταδίκες πιστῶν, ὑποταγὴ στὸ ἄθεο κράτος,
συμπροσευχὲς μὲ ἰμάμηδες, παπικοὺς καὶ προτεστᾶντες, ἄγγελοι τῶν πολιτισμῶν καὶ
Π.Σ.Ε., διωγμοὶ πιστῶν, ἀκύρωση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ καὶ κατάργηση τοῦ
μαρτυρικοῦ φρονήματος.
Μένει ὅμως γιὰ ἐμᾶς γιὰ πολλοστὴ φορὰ
ἀναπάντητο καὶ μὲ πολλὲς δικαιολογίες εἰς τὰς καλένδας μεταφερόμενο τὸ ἐρώτημα:
ἐμεῖς ὡς πιστοί θὰ ἀκολουθήσουμε τοὺς μισθωτοὺς ἐκκοσμικευμένους, οἰκουμενιστές,
ἐπαναπροσδιοριστὲς ποιμένες στὸν πνευματικὸ καὶ ψυχικὸ κατήφορο ποὺ ἔχουν πάρει
καὶ θέλουν κι ἐμᾶς νὰ μᾶς σπρώξουν;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου