Κακοδοξία Ισλάμ‒Μωάμεθ και η στάση των “Ορθοδόξων” Οικουμενιστών

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου


Μελέτη ἀποδεικτικὴ περὶ τῆς βλασφημίας καὶ κακοδοξίας τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τοῦ προφήτη του Μωάμεθ

καὶ τῆς οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας, ὅτι κι αὐτοὶ ἀποτελοῦν δρόμο πρὸς τὸν Θεό.

Εἰσαγωγή

Ἀφορμὴ γιὰ τὸ πόνημα αὐτὸ ἀποτελεῖ ἡ ὁμιλία τοῦ ἀνεκδιήγητου βουλευτοῦ κ. Ζουράρη στὴν βουλή τῶν Ἑλλήνων. Ἐκεῖ ὁ βαπτισμένος Χριστιανὸς κ. Ζουράρης ἀπευθύνθηκε στὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια «Κύριε τῶν Δυνάμεων» καὶ μετὰ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Θὰ τὸ πῶ καὶ στὸ ὄνομα τῆς Οἰκουμενικότητος καὶ στὸ ὄνομα τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας, Ἀλλαχοῦ Ἀκμπάρ»! (ἐδῶ).

Χρειάστηκαν κάποιες ὧρες νὰ ξεπεράσω τὴν ἔκπληξη καὶ τὴν ὀργή μου, καθώς στὸ ἑλληνικὸ κοινοβούλιο ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ αἷμα, τοὺς ἀγῶνες, τὶς θυσίες χιλιάδων ἀγωνιστῶν καὶ μαρτύρων ἐναντίον τῶν ἐκφραστῶν τοῦ Ἰσλάμ (ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα ἀπειλεῖται ἀπὸ αὐτούς) καὶ στοῦ ὁποίου τὸ σύνταγμα τονίζεται ὡς πίστη μόνο ἡ Ὀρθόδοξος Πίστη, ἐκφράστηκαν αὐτὰ τὰ λόγια. Μόλις ὅμως πέρασαν οἱ ὧρες αὐτὲς συνειδητοποίησα τὸ ἑξῆς: Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκπλήσσομαι. Τὸ παραδέχτηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ζουράρης, ὅτι αὐτὰ τὰ εἶπε στὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ναί, αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τοῦ ὁποίου τὴν ὕπαρξη οἱ Ἐπίσκοποί μας δὲν παραδέχονται ἢ ἀποκρύβουν, ἀλλὰ παράλληλα δουλεύουν γι’ αὐτὸ καὶ τὸ προωθοῦν μαζὶ μὲ τοὺς πολιτικούς. Ἂς δοῦμε μερικὰ παραδείγματα.

Ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος εἶχε δηλώσει σὲ ἐκδήλωση τῆς Κόκα-Κόλα (ἐδῶ): «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἀναμνηστικό. Μικρὸ καὶ σπουδαῖο ἀναμνηστικὸ  γιὰ τὴν Δάφνη καὶ τὸν Μουχτάρ. Αὐτὸ εἶναι τὸ Ἅγιο Κοράνι. Τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας». (Τυχαία ἡ συμφωνία τῶν λόγων Βαρθολομαίου καὶ Ζουράρη περὶ μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας;).

Ὁ νέος Μητροπολίτης Κομοτηνῆς καὶ Μαρωνείας Παντελεήμων στὶς 26 Μαρτίου 2013 καὶ ἡμέρα Τρίτη, ἐπισκέφθηκε τὸν Μουφτὴ Κομοτηνῆς κ. Χαφὶζ Τζεμαλὴ Μέτσο στὰ γραφεῖα τῆς Μουφτείας. «Ἡ συνάντηση ποὺ διεξήχθη σὲ ἰδιαίτερο θετικὸ κλίμα, ὁ Μουφτὴς Κομοτηνῆς Χαφὶζ Τζεμαλὴ Μέτσο, εὐχαρίστησε τὸν Μητροπολίτη Κομοτηνῆς καὶ Μαρώνειας κ. Παντελεήμονα γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του καὶ τόνισε· αὐτὴ ἡ ἐπίσκεψη ἀποτελεῖ ἔνδειξη σύγκλισης μεταξὺ μουσουλμάνων καὶ χριστιανῶν τῆς περιοχῆς. Ὁ Σοφολογιότατος Μουφτὴς ἐπεσήμανε τὴν σημασία νὰ διδαχθεῖ ὁ λαός την θεϊκὴ κουλτούρα καὶ τόνισε ὅτι σὲ αὐτὸ καθοριστικὸ ρόλο παίζουν οἱ ἡγέτες καὶ τῶν δύο θρησκειῶν. Ἡ συνάντηση ἔλαβε τέλος μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ ἀναμνηστικῶν δώρων». Ὁ Μουφτὴς προσέφερε στὸν Μητροπολίτη Κομοτηνῆς Παντελεήμονα ἕνα Κοράνι καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά τοῦ προσέφερε μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (ἐδῶ). 

Στὶς 18 Ἀπριλίου 2012 ἦταν ἡ σειρά τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων νὰ δωρίσει Κοράνια. «Στὸ πρίγκηπα τῆς Ἰορδανίας Ἐμὶρ Γάζη καὶ στὸν Μουφτὴ τῆς Αἰγύπτου Ἀλὶ Τζούμαση Τζαμάκ. Μάλιστα στὸν πρίγκηπα δόθηκε Κοράνι “ἐξ ἐλεφαντοστοῦν” καὶ στὸν Μουφτὴ πλακέτα “μετ’ ἐπιγραφῆς χωρίων τοῦ Κορανίου”» (ἐδῶ).

Τὰ ἴδια καὶ χειρότερα πράττει καὶ ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας καὶ ὁ Ἀλεξανδρείας.

Καὶ ἡ γραμμή τῶν Ὀρθοδόξων ποιμένων δὲν ἔχει τελειωμό: Συμπροσεύχονται μὲ Μουφτῆδες, ἐπισκέπτονται μουσουλμανικὰ κοιμητήρια, μνημονεύουν καὶ τελοῦν ἐπιμνημόσυνη δέηση γιὰ μουσουλμάνους (ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν Κεμάλ) καὶ ἡ πτώση δὲν ἔχει τέλος. Οἱ δὲ θεολογικοὶ κύκλοι συναγωνίζονται τοὺς κληρικοὺς στὴν ἁγιοποίηση τοῦ Ἰσλάμ: π.χ. «ὁ Ἀστέριος Ἀργύριου, μελετητὴς τοῦ Ἰσλὰμ καὶ καθηγητὴς στὸ Πανεπιστὴμιο τοῦ Στρασβούργου. Ἀναφερόμενος στὴν σύγχρονη ἰσλαμολογική ἔρευνα γράφει ὅτι οἱ ἰσλαμολόγοι ἀνεγνώρισαν στὸ Ἰσλὰμ «τὴ θρησκεία ποῦ δοξολογεῖ τὸν ἴδιο μὲ μᾶς Θεό, τὸ Θεό τοῦ Ἀβραάμ, τὸν κοινό Πατέρα ὅλων τῶν πιστῶν». Εἶναι, ὡς γνωστόν, ἀποστολικὴ ἡ πίστις ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ μόνη Ὁδὸς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Ἐν τούτοις ὁ καθηγητὴς Ἀργυρίου, σὰν νὰ μὴ δέχεται τὴν πίστι αὐτή, ἐρωτᾶ: «Τί λοιπὸν θὰ ἐμπόδιζε τὴ σύγχρονη θεολογία νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τῆς θρηκείας τοῦ Μωάμεθ μίαν “ὁδὸν πρὸς σωτηρίαν” τῶν ἀνθρώπων;». Διότι, “τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ” (Ἰωάν. 3, 8) καὶ “ἀνεξερεύνητα Τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ” (Ρωμ. 2, 33). Ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ χρησιμοποιήση τὴν “ὁδὸν σωτηρίας” ὅπου θέλει καὶ ὅποτε τὸ κρίνει σκόπιμο. Ἡ ἄπειρος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀγάπη του μπορεῖ νὰ ἀνοίξει “ὁδοὺς θεογνωσίας καὶ σωτηρίας” ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς μας ἀδυνατεῖ νὰ ἐξιχνιάσει. Πῶς μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ ἐμφάνιση καὶ ἡ δράση τοῦ μωαμεθανισμοῦ στὸν κόσμο εἶναι ἔργο τοῦ Διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ, τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ;» (ἐδῶ). 

Στοὺς αἱρετικοὺς μάλιστα τῆς Εὐρώπης τὸ Κοράνι διαβάζεται μέσα στοὺς ναούς τους, ὅπως π.χ. στὴν Νορβηγία (ἀλλὰ καὶ σὲ πολλές εὐρωπαϊκές χῶρες, Γερμανία κλπ.) κατὰ τὴν νορβηγική ἐφημερίδα Adresseavisen: «Γιὰ πρώτη φορά, τὸ Κοράνι ἀκούστηκε μέσα στὸν Ἐθνικό Καθεδρικό Ναὸ στὸ Τροντχάιμ τῆς Νορβηγίας. Τὰ κείμενα ἀπὸ τὸ Κοράνι διαβάστηκαν ἀπὸ δύο μαθητές. Διάβασαν ἀπὸ τὸ Κοράνι ἀφοῦ πιὸ πρὶν κάποιοι συμμαθητές τους εἶχαν διαβάσει κάποιους στίχους ἀπὸ τὴ Καινὴ καὶ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τὰ κοινὰ μηνύματα τόσο ἀπὸ τὴ Βίβλο ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ Κοράνι ἀφοροῦσαν τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκζητήσουν τὴν “εἰρήνη” καὶ τὴν “δικαιοσύνη”. Ἡ Faiza ἀπὸ τὴ Σομαλία ἀνέφερε τὸν “προφήτη Μωάμεθ”, ποὺ ἐνθαρρύνει τὸν ἀκροατὴ νὰ ἐπιλέξει τὸ καλό ἐναντίον τοῦ κακοῦ. Ὁ “ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ” ὑποσχέθηκε ὅτι οἱ ἐχθροὶ θὰ μετατρέπονται σὲ φίλους. Ὁ Laok ἀπὸ τὸ Ἰράκ ἀνέφερε τὴν ἀναφορά τοῦ προφήτη στὸ στενὸ μονοπάτι. Σύμφωνα μὲ τὸ Κοράνι, αὐτὸ εἶναι νὰ ἀπελευθερώσεις ἕναν σκλάβο καὶ νὰ δώσεις τροφὴ στοὺς φτωχοὺς ἀνθρώπους».

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωτοπόρους στὴν «ἀγάπη καὶ προσέγγιση» μεταξὺ Ἰσλὰμ καὶ Ὀρθοδοξίας εἶναι καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος, τοῦ ὁποίου τὸ βιβλίο «Ἰσλὰμ» θὰ ἀναφερθεῖ συχνὰ στὸ πόνημα αὐτό. Ὁ Ἀναστάσιος εἶχε δηλώσει πολλάκις. «Τὸ Ἰσλὰμ ὅσο καὶ ὁ Χριστιανισμὸς ἔχουν τροφοδοτηθεῖ ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ στρῶμα ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ Ἀβραάμ. Κοινὰ στοιχεῖα εἶναι, σὲ γενικὲς γραμμές, ἡ βεβαιότητα στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἡ πεποίθηση γιὰ τὴν κοινὴ καταγωγὴ τῆς ἀνθρωπότητας, ἡ πίστη στὸ μήνυμα τῶν προφητῶν ποὺ μίλησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ στὴν ἔσχατη κρίση. Πολλὲς ἐπίσης μορφές ἔκφρασης τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας ἀκολουθοῦν παράλληλους δρόμους: προσευχή, ἐλεημοσύνη, νηστεία, ἀποδημίες, ὁμολογία πίστεως, διάφορες ἑορτές, σεβασμὸς τῆς τιμῆς καὶ περιουσίας» (ἐδῶ). Ὁ Ἀναστάσιος μάλιστα προσθέτει στὰ παραπάνω ὑποτιθέμενα κοινὰ σημεῖα τὴν «εὐλάβεια πρὸς στὴν παρθένο Μαριὰμ» καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς «γέννησης τοῦ Ἰησοῦ μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο» (Ἰσλά μ, σελ. 212-213)!!!

Διαβάζοντας ὅλα αὐτὰ καὶ βλέποντας τὴν προώθηση καὶ παγίωσή τους καὶ ἀναλογιζόμενος, πόσοι πιστοὶ Χριστιανοί πέφτουν σ’ αὐτὴ τὴν οἰκουμενιστικὴ καὶ ὀλέθρια γιὰ τὴν ψυχὴ παγίδα, ἀποφάσισα νὰ συγγράψω αὐτὸ τὸ πόνημα, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ συμβάλλω στὴν καταπολέμησή της. Διότι, ὅπως θὰ δοῦμε, τὸ Ἰσλὰμ κάθε ἄλλο εἶναι παρὰ ὅμοιο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, κάθε ἄλλο παρὰ συμβάλλει στὴν εἰρήνη καὶ στὴν ἀγάπη, τὸ Κοράνι κάθε ἄλλο παρὰ ἱερό βιβλίο εἶναι καὶ ὁ προφήτης τοῦ Μωάμεθ εἶναι μᾶλλον ψευδοπροφήτης καὶ πλάνος παρὰ προφήτης τοῦ Θεοῦ.

Πρέπει ὅμως νὰ σημειωθεῖ καὶ τὸ ἑξῆς: Μὲ τὸ πόνημα αὐτὸ δὲν καταδικάζονται οἱ μουσουλμάνοι ὡς ἄνθρωποι, οὔτε προωθεῖται ἡ ἄρνηση βοήθειάς τους, ὅταν ἔχουν κάποια ἀνάγκη. Τόσοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν ἀρνήθηκαν, ἀλλά βοήθησαν καὶ θεράπευσαν μὲ τὴν προσευχή τους μουσουλμάνους, παρότι παράλληλα καυτηρίαζαν τὴν πλάνη τους. Ἐπίσης μὲ τὸ πόνημα αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖται τὸ δικαίωμά τους νὰ πιστεύουν ὅ,τι αὐτοὶ θέλουν, χωρὶς διωγμούς καὶ ἐγκλήματα. Τὸ πόνημα αὐτὸ ἔχει σκοπὸ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεώς μας καὶ τὸν διαφωτισμὸ τῶν πιστῶν ἀπέναντι σὲ μία προσπάθεια ἅλωσής τους ἀπὸ τὴν οἰκουμενιστικὴ διαθρησκειακὴ προπαγάνδα ποὺ σαρώνει τὴν Ὀρθοδοξία. Στὸ πόνημα αὐτὸ θὰ παρουσιαστεῖ μὲ πηγές καὶ ὄχι αὐθαίρετες προσωπικὲς ἐκτιμήσεις τὸ μέγα χάος ποὺ χωρίζει τὴν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ὁ ἀναγνώστης καλεῖται νὰ κρίνει. Ἄλλωστε οὕτως ἤ ἄλλως κι αὐτοί, ὅπως καὶ ἐμεῖς, θὰ κριθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ στὸ φοβερὸ βῆμα τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς Πίστεώς μας.

Μὲ τὸ πόνημα αὐτὸ γίνεται «ὅπως ὀφείλουμε, ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί» ἡ προσπάθεια ὑπερασπίσεως τῆς Ἀλήθειας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως αὐτὴ μᾶς ἀποκαλύφθηκε διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ Σταυρώσεως καὶ Ἀναστάσεώς Του γιὰ τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γίνεται ἡ προσπάθεια προστασίας τῶν πιστῶν, ποὺ παρασυρμένοι ἀπὸ τοὺς ψευδοποιμένες καὶ ψευδοθεολόγους θὰ πιστέψουν, ὅτι τὸ Ἰσλὰμ, τὸ Κοράνι καὶ ὁ Μωάμεθ εἶναι πράγματι εὐλογημένα ἀπὸ τὸν Θεό.

Ἡ ἀκολουθία τῶν παρακάτω κεφαλαίων εἶναι ἡ ἑξῆς: Στὴν ἀρχή θὰ παρουσιαστεῖ ἡ συγγραφὴ καὶ ἡ γνώμη τῶν Ὀρθοδόξων καὶ κυρίως τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ἰσλάμ, ὥστε νὰ φανεῖ ἡ ἀνακολουθία καὶ ἀσυμφωνία τῶν σημερινῶν ψευδοποιμένων μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν διδασκαλία Της. Μετὰ θὰ ἀκολουθήσει, ἡ ἀποκάλυψη τῆς προπαγάνδας τῶν Οἰκουμενιστῶν σχετικὰ μὲ τὸν ὅρο «ἀβρααμικὲς θρησκεῖες», ἡ παρουσίαση τῆς ἀναξιοπιστίας τοῦ Κορανίου ὡς ἀλάθητης γραφής, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀνηθικότητας τοῦ Μωάμεθ, ἡ παρουσίαση τῶν ἀντιχριστιανικῶν χωρίων τοῦ Κορανίου, ὥστε νὰ φανεῖ ἡ ψευδὴς διδασκαλία τῶν οἰκουμενιστῶν ψευδοποιμένων καὶ μάλιστα τοῦ Ἀναστασίου Ἀλβανίας. Θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀποδόμηση τῆς παρουσίασης τοῦ Ἰσλὰμ ὡς θρησκεία εἰρήνης καὶ ἀγάπης ἀνάλογη μὲ τὸ Εὐαγγέλιο.

 

Ἡ συμφωνία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων Της ἐναντίον τοῦ Ἰσλάμ

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ ἡ ὀρθόδοξος ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία βρέθηκαν πρῶτοι ἀντιμέτωποι μὲ τὸ Ἰσλὰμ καὶ τοπικά (ὡς γείτονες), καὶ τροπικὰ (ὡς πολέμιοι) καὶ θεολογικὰ (ὡς ἀντίθετα πιστεύω). Ἔτσι ἔχουμε πολλὰ ἔργα ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ γράφτηκαν γιὰ νὰ δείξουν τὴν κακοδοξία τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τὸ ψεῦδος τοῦ προφήτη του Μωάμεθ.

Θὰ ἀναφέρουμε τὰ πιὸ σπουδαῖα μέχρι τὴν ἐποχὴ πρὶν τὴν ἅλωση Κων/πόλεως (μετὰ τὴν ἅλωση συνεχίστηκε ἡ συγγραφή ἀντιρρητικῶν κατὰ τοῦ Ἰσλὰμ λόγων βλ. Γεννάδιο Σχολάριο, Μάξιμο Γραικό, ἅγ. Νικόδημο Ἁγιορείτη κλπ.).

Στὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ «κατὰ αἱρέσεων» (PG 94, 765A, 772D) τὸ Ἰσλὰμ χαρακτηρίζεται ὡς χριστιανικὴ αἵρεση καὶ εἰδικώτερα ὡς ἡ «ρα΄ αἵρεσις», καὶ ἀλλοῦ ὡς «λαοπλάνος θρησκεία τῶν Ἰσμαηλιτῶν» καὶ «πρόδρομος τοῦ Ἀντιχρίστου». Ἐπίσης ἀναφέρεται, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ ὀνομάζονταν ἀπὸ τοὺς τότε μουσουλµάνους «Ἑταιριασταί» λόγῳ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ οἱ µουσουλµάνοι ὀνομάζονταν ἀπὸ τοὺς τότε χριστιανοὺς Κόπται, διότι χώριζαν τὸν Λόγο καὶ τὸ Πνεῦµα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό: «Οὐκοῦν φεύγοντες ἑταιριάζειν τὸν θεὸν αὐτόν… Ὥστε µὲν ἡµᾶς ψευδηγοροῦντες ἑταιριαστὰς καλεῖτε· ἡµεῖς δὲ κόπτας ὑµᾶς προσαγορεύοµεν τοῦ θεοῦ» (βλ. Kotter B., Die Schriften des Johannes von Damascos. Liber de haeresibus. Opera Polemica. Berlin 1981, τοµ. IV, σσ. 63-64). Ὁ Ἅγιος ἀπορρίπτει τὴν προφητική ἰδιότητα τοῦ Μωάμεθ, ἐπειδή δὲν ἔχει τὴν ἄνωθεν μαρτυρία, καὶ δείχνει ἀφελῆ καὶ γελοῖο τὸν ἰσχυρισμό ὅτι ἔλαβε «κοιμώμενος τὸ κοράνιο». Στὴν δὲ «Διάλεξη Σαρακηνοῦ καὶ Χριστιανοῦ» (PG 131, 19A–33C), ὁ Σαρακηνὸς τῆς διαλέξεως ἀρνεῖται τὴν Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ, ἀρνεῖται τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου, ἀρνεῖται τὴν Σταύρωση καὶ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἐκτὸς αὐτῶν ὁ Ἅγιος κατηγορεῖ τὸ Κοράνι, ὅτι ἀποδίδει βλάσφημα τὴν αἰτία τοῦ κακοῦ στὸ Θεό, καὶ ἀρνεῖται τὴν μετάνοια ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ αὐτεξούσιό μας. Τὸ Κοράνι ἀρνεῖται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐλευθερία τῆς βουλήσεως, διότι τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ κατὰ τὴν κορανικὴ διδασκαλία ἔχουν τὴν αἰτία τους στὸν Θεὸ καὶ εἶναι προαποφασισμένα καὶ ἀμετάτρεπτα (κισμέτ). Γιαὐτὸ καὶ ἡ ἁμαρτία δὲν ἔχει γιὰ τὸ Ἰσλὰμ ὀντολογικὲς ἐπιπτώσεις στὴν ἀνθρωπίνη φύση, ἀλλὰ ἀποτελεῖ παράβασι τοῦ νόμου μὲ ἠθικολογικὰ κριτήρια.

Τὴν σύμφωνη μὲ τοὺς ἄλλους ὀρθοδόξους συγγραφεῖς στάση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ἀλλὰ καὶ ἄλλων Ἁγίων ὑποβιβάζει ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος, στὸ ἴδιο μῆκος κύματος μὲ τὸν Ἀλβανίας Ἀναστάσιο, καὶ γράφει μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «Στήν πρώτη φάση (8ος ἕως μέσα 9ου) ὁ Ἰσλαμισμός ἀντιμετωπιζόταν περισσότερο ὡς χριστιανικὴ αἵρεση καί ἡ στάση τῶν Πατέρων ἀπέναντί του ἦταν μᾶλλον σκωπτικὴ καὶ ὑποτιμητική… Στὴν δεύτερη φάση (μέσα 9ου αἰῶνος μέχρι 13ο αἰώνα) ἀναπτύχθηκε μιά πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, μὲ κέντρο τήν Κωνσταντινούπολη, καί τό Ἰσλάμ κατηγορήθηκε ὡς μιά θρησκεία ἀσυνάρτητη. Ἤδη παρατηρήθηκε ὁ μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὴν Αὐτοκρατορία μὲ τὴν διαρκῆ διείσδυση στὰ ἐδάφη της καὶ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθῆ καὶ αὐτὸ γίνεται μὲ ἐπιθετικότητα» (ἐδῶ).

Ὅπως βλέπουμε ὁ Ναυπάκτου, ἡ ἄλλη οἰκουμενιστικὴ ἐπιστημονικὴ «χαρισματικὴ αὐθεντία» δίπλα στὸν Ἀλβανίας καὶ στὸν Περγάμου, τὰ ξέρει καλύτερα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τὰ πράγματα, δὲν κατηγορεῖ τὸ Ἰσλὰμ ὡς θρησκεία ἀσυνάρτητη (θέση τὴν ὁποία θὰ ἀναιρέσω παρακάτω, διότι ὑπάρχουν ἀσυναρτησίες), οὔτε ἀσκεῖ πολεμικὴ ἐναντίον της. Δηλαδὴ Σεβασμιώτατε, ποιά θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ ἄποψη τῶν Ἁγίωνἐπαινετικὴ καὶ σεβάσμια, εἰρηνικὴ καὶ γεμάτη ἀναγνώριση; Ἀλλὰ πῶς νὰ γράψει ἄλλα, ὅταν παραδέχεται, ὅπως ὁ Ἀλβανίας: «Βέβαια, δέν μποροῦμε νά παραθεωρήσουμε ὅτι καί μέσα στόν Ἰσλαμισμό ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού διακρίνονται ἀπό ἀνθρωπιστικά ἰδεώδη, ἀπό ἀγάπη γιά τόν συνάνθρωπο καί τήν εἰρήνη, ὅπως καί ὑπάρχουν Χριστιανοί οἱ ὁποῖοι παρά τήν ὁλοκληρωμένη διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ διακατέχονται ἀπό αἱμοβόρα πάθη. Ἔχω συναντήσει Ἰσλαμιστές-Μουσουλμάνους οἱ ὁποῖοι σέβονται τούς ἀνθρώπους καί αὐτό τό τζιχάντ τό ἐκλαμβάνουν ὡς πόλεμο ἐναντίον τοῦ κακοῦ πού ὑπάρχει μέσα τους, ἀκόμη καί ἐναντίον τῶν δικῶν τους ἀρχόντων πού καταχρῶνται τήν ἐξουσία τους. Ἐπίσης, στό Ἰσλάμ ἀπό τόν 13ο αἰώνα καί μετά ἀναπτύχθηκε ἕνα μυστικιστικό ρεῦμα, ὁ λεγόμενος σουφισμός, κατά ἐπίδραση ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἡσυχαστική παράδοση». Ὥστε κατὰ τὸν Ναυπάκτου, ἀφοῦ ὑπάρχουν καὶ μουσουλμάνοι καὶ κατἐπέκτασιν εἰδωλολάτρες καὶ Μασόνοι καὶ ἄθεοι, καὶ γενικὰ ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι κατέχουν σεβασμὸ καὶ ἦθος καὶ ἀνθρωπιστικὰ ἰδεώδη καὶ ἀνώτερες ἀναζητήσειςτότε ἡ Ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ εἶναι λιγότερη αὐστηρὴ ἀπέναντί τους, ἀνεξαρτήτως τί αὐτοὶ πιστεύουν καὶ διαδίδουν.

Αὐτὸ εἶναι τὸ καμουφλαρισμένο δηλητήριο τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐναντίων τῶν Πατέρων.

Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος καὶ ἀπορρίψεως τοῦ Κορανίου καὶ τοῦ Μωάμεθ βρίσκονται καὶ τὸ «κατὰ Μωαμεθανῶν» (PG 154, 372 – 584) καὶ «Κατὰ Μωάμεθ» (PG 154, 584 – 692) τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ καὶ ὁ «διάλογος ὅν ἐποιήσατο μετά τινος Πέρσου τὴν ἀξίαν Μουτερίζη, ἐν Ἀγκύρᾳ τῆς Γαλατίας» τοῦ Μανουὴλ Παλαιολόγου (PG 156, 125 – 174). Ἐπίσης τὸ «κατὰ αἱρέσεων Ἰουδαίων καὶ Σαρακηνῶν» τοῦ Θεοδώρου Ἀβουκαρᾶ (PG 97, 1560Α).

Ὁ Νικήτας Βυζαντίου πιστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμμήἔγραψε τὸ «Ἀνατροπὴ τῆς παρὰ τοῦ Ἄραβος Μωάμετ πλαστογραφηθείσης βίβλου», τὴν «Ἔκθεσις κατασκευαστικὴ μετὰ ἀποδείξεως καί χριστιανικοῦ δόγματος... καί ἀντίρρησις τῆς σταλείσης ἐπιστολῆς ἐκ τῶν Ἀγαρηνῶν πρός Μιχαήλ βασιλέα υἱόν Θεοφίλου ἐπί διαβολῇ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως» καὶ τὴν «Ἀντίρρησις καί ἀνατροπή τῆς δευτέρας ἐπιστολῆς τῆς σταλείσης παρά τῶν Ἀγαρηνῶν πρός Μιχαήλ βασιλέα υἱόν Θεοφίλου ἐπί διαβολῇ τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως». Στὰ ἔργα του ὀνομάζει τὸν Μωάμεθ «ἀμαθέστατον βάρβαρον», καὶ «ἀναιδέστατον πρόσωπον τοῦ ψευδηγόρου λόγου» Ὁ Ἀναστάσιος Ἀλβανίας τὸν κατηγορεῖ ὅμως ὅτι «διακρίνεται γιὰ βιαιότητα καὶ γιὰ αὐθαίρετες κρίσεις κατὰ τοῦ Ισλάμ»!!! Ισλάμ», σελ. 38). Ἄρα γιὰ τὸν Ἀναστάσιο ὁ Μωάμεθ δὲν πλαστογράφησε, οὔτε διαστρέβλωσε, οὔτε ὑπῆρξε ἀναιδέστατος. Θὰ δοῦμε ὅμως παρακάτω, ὅτι ὁ πολὺς καθηγητὴς καὶ θεολόγος πλανᾶται οἰκτρά.

Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός (ἤ Ζυγαβινὸς ἢ Ζυγαδηνός) ἔγραψε τὸ «Διάλεξις μετὰ Σαρακηνοῦ φιλοσόφου περί πίστεως ἐν τῇ πόλει Μελιτήνη» (PG 131, 19A–33C) στὴν ὁποία προβάλλονται καὶ ἀντιπαραβάλλονται οἱ δογματικὲς διαφορές (καὶ ὄχι οἱ ὁμοιότητες ποὺ θέλουν νὰ ἐφευρίσκουν οἱ Οἰκουμενιστές) μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Ἰσλάμ.

Ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔγραψε τρία ἔργα κατὰ τῆς ἰσλαμικῆς κακοδοξίας: τὴν «Ἐπιστολὴ πρὸς τὴν ἑαυτοῦ Ἐκκλησίαν», «πρὸς τοὺς ἄθεους Χιόνας» καὶ «Ἐπιστολὴ πρὸς Δαυὶδ Μοναχὸν τὸν Δισύπατον» (οἱ δύο πρῶτες στὴν ΕΠΕ 7 κυρίως 160-220, ἡ τρίτη στὸ ΔΙΕΕ 3, 1869, 229-234). Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος «ὁμολόγησε καὶ διατύπωσε μὲ σαφήνεια τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ διδασκαλία, ἐπισήμανε τὸ ριζικῶς διαφορετικὸ περιεχόμενο καὶ τὸν τρόπο κατανόησης τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰσλάμ, ὅπως ἐπίσης καὶ τὸν διαφορετικὸ τρόπο κατανόησης τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Τονίζει μὲ σαφήνεια σχετικὰ μὲ τὶς θεολογικές ἀφετηριακές προϋποθέσεις τοῦ Ἰσλάμ: «Τὸν δὲ Μεχουμέτ (σ.σ. τὸν Μωάμεθ) οὔτε παρά τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τι ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διά τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδὲ τῷ παρ’ αὐτοῦ βιβλίῳ». Μὲ ἀφορμὴ μάλιστα τὶς ἰσλαμικές ἀντιλήψεις περὶ Χριστοῦ ἐπισημαίνει στὸ ποίμνιό του: «Προσέχετε μὴ εὑρεθῆτε ὅπως αὐτοὶ ἐδῶ, πού, ἐνῶ τὸν τεχθέντα ἀπὸ τὴν παρθένο τὸν ὀνομάζουν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πνοή του καὶ Χριστό, δηλαδὴ Θεάνθρωπο, ἔπειτα τὸν ἀποφεύγουν φρενοβλαβῶς καὶ τὸν ἀθετοῦν σάν νὰ μὴ εἶναι Θεός». Ὑπογράμμιζε στὶς συζητήσεις του ὅτι κατὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη τὸ «ἕνας Θεός» εἶναι ἀλληλένδετο, ἀδιάσπαστο καὶ μὲ τὸ «Τριαδικός». «Ἕν γοῦν Τὰ τρία καὶ Τὰ τρία ἕν». Ὁ χριστιανὸς ὁμιλεῖ πάντοτε σχετικὰ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ «Τριάδα ἐν Μονάδι, Μονάδα ἐν Τριάδι καὶ Μονάδα ἅμα καὶ Τριάδα», πράγμα ἀδιανόητο γιὰ τὸ Ἰσλάμ, ὅπως φυσικὰ καὶ γιὰ τὸν Ἰουδαϊσμό. «Οὐκοῦν Θεός τρία, καὶ Τὰ τρία ταῦτα εἷς ἔστι Θεός καὶ δημιουργός». ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν παρέλειψε ἐπίσης νὰ ἀναδείξει στὶς συζητήσεις του μὲ τοὺς Μουσουλμάνους ὅτι καὶ Τὰ κοινὰ ἐξωτερικὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν (π.χ. προσευχή, ἐλεημοσύνη) ἔχουν διαφορετικὴ θεολογικὴ ἀφετηρία καὶ δὲν προϋποθέτουν ἁπλῶς μία κοινή μονοθεϊστικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Θεοῦ.

ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἱεροῦ Πατέρα βεβαίως δὲν ἐξαντλεῖται στὰ ὅσα ἐνδεικτικῶς ἐπισημάναμε, πλήν ὅμως εἶναι ἱκανά, νομίζουμε, νὰ δείξουν τὴ μεγάλη διαφορά ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ Χριστιανικῶν, Ἰσλαμικῶν ἀλλά καὶ τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀντιλήψεων κατ' ἐπέκταση. Δὲν εἶναι τυχαῖο μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀπόλυτη πιστότητα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὰ δεδομένα τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ θείας Ἀποκαλύψεως, δὲν τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἀβαρίες περὶ τὴν πίστη παρὰ τὶς ταλαιπωρίες τῆς αἰχμαλωσίας του» («Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Χριστιανισμὸς καὶ τὸ Ἰσλὰμ» πρωτοπρ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Λέκτορος Α.Π.Θ.).

Σύμφωνος μὲ τὸν Παλαμᾶ (ὅπως καὶ σὲ ὅλα Τὰ δογματικά θέματα, ἰδίως κατὰ τῶν αἱρετικῶν Λατινοφρόνων) ἦταν καὶ ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ Βρυέννιος στὸ ἔργο του «Ἰωσὴφ Βρυεννίου μετά τινος Ἰσμαηλιτοῦ Διάλεξις» (ΕΕΒΣ 35. 158-195).

Ἡ στιβαρὴ αὐτὴ καὶ ἀκλόνητη στάση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καὶ τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ συμφωνία τους μὲ τοὺς ἄλλους Ἁγίους καὶ συγγραφεῖς, ἀντὶ νὰ παρουσιασθεῖ ὡς μνημεῖο ὀρθοδόξου ὁμολογίας, χαρακτηρίζεται τώρα (βλ. καὶ τὰ περὶ Ναυπάκτου) ἀπὸ τὸ ἰσλαμόφιλο οἰκουμενιστὴ Ἀναστάσιο Ἀλβανίας μὲ Τὰ ἑξῆς λόγια: «διακρίνεται ἀπὸ ἠπιότητα καὶ ἀντικειμενικότητα (sic!)… Αὐτὴ ἡ διάθεση κατανοήσεως (!!!) ὑποχώρησε μετὰ τὴν ἅλωση» («Ἰσλὰμ» σελ. 39).

Ποῦ βρῆκε τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἠπιότητα καὶ ἀντικειμενικότητα ὁ Ἀναστάσιος; Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰσχρὴ οἰκουμενιστικὴ προπαγάνδα ποὺ οὔτε τοὺς Ἁγίους σέβεται. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀπάντησε στὸν Ἰσμαήλ: «Ἐκεῖνος ποὺ δὲν πιστεύει στοὺς λόγους τοῦ διδασκάλου δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸν διδάσκαλο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς δὲν ἀγαπᾶμε τὸν Μωάμεθ. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε ὅτι θὰ ἔρθει πάλι, γιὰ νὰ κρίνει ὅλο τὸν κόσμο. Καὶ μᾶς παρήγγειλε νὰ μή δεχθοῦμε κανένα ἄλλον, ἕως ὅτου ἔλθει πάλι ἐκεῖνος πρὸς ἐμᾶς. Ἀλλὰ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ δὲν τὸν πίστεψαν, ἔλεγε: "Ἐγώ ἦλθα στὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καὶ δὲν μὲ δεχθήκατε· ἐὰν ἔλθει ὅμως κάποιος ἄλλος στὸ δικό του ὄνομα, ἐκεῖνον θὰ τὸν δεχθεῖτε" (Ἰω. 5,43). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ (Παῦλος) γράφει σ’ ἐμᾶς: "κάν ἄγγελος εὐαγγελίσηται ὑμῖν παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω" (Γαλ. 1,8)» (ΕΠΕ 7, 220). Ποῦ ἡ κατὰ τὸν Ἀλβανίας ἠπιότητα καὶ ἡ κατανόηση τοῦ Ἁγίου, στό «δὲν ἀγαπᾶμε τὸν Μωάμεθ» ἢ στὸ «ἀνάθεμα»;

Καὶ ἂν ἐννοεῖ ὁ Ἀναστάσιος τὸ ἀκόλουθο, τότε πλανᾶται πλάνην οἰκτρά: «Ἕνας Τοῦρκος τότε εἶπε: «Θὰ ἔρθει κάποτε ὁ καιρός, ποὺ θὰ συμφωνήσουμε μεταξύ μας». Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Παλαμᾶς φάνηκε ἐξωτερικὰ νὰ συμφωνεῖ, ἐσωτερικὰ ὅμως ἔδωσε πολὺ διαφορετικὴ ἑρμηνεία στὰ λεγόμενά του. Ἐπ’ αὐτοῦ, γράφει χαρακτηριστικὰ στὴν ἐπιστολή πρὸς τὴν Ἐκκλησία του: «Καὶ ἐγὼ συμφώνησα καὶ εὐχήθηκα νὰ ἔρθει τὸ ταχύτερο ἐκεῖνος ὁ καιρός». Καὶ ἀμέσως ἐξηγεῖ: «Ἀλλά, γιατί τὸ εἶπα αὐτὸ πρὸς αὐτοὺς ποὺ τώρα ζοῦν ἑτεροδόξως ἤ πρὸςτοὺς τότε (ὅταν δηλ. θὰ συμφωνήσουμε) ζῶντες; Συμφώνησα, διότι θυμήθηκα Τὰ λόγια τῶν Ἀποστὸλων, ὅτι "στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο καὶ κάθε γλώσσα θὰ διακηρύξει ὅτι Κύριος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πρὸς δόξαν Θεοῦ Πατρός" (Φιλιπ. 2,10-11. Πρβλ. Ρώμ. 14,11). Καὶ αὐτὸ θὰ συμβεῖ ὁπωσδήποτε κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ» (ἐδῶ). 

 

Ὁ ψευδὴς χαρακτηρισμὸς τοῦ Ἰσλὰμ ὡς ἀβρααμικὴ θρησκεία

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του διασαφηνίζει τὸ θέμα, ποιοί εἶναι τὰ τέκνα, οἱ ἀληθινοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ: «Γινώσκετε ἄρα ὅτι οἱ ἐκ πίστεως, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Ἀβραὰμ προϊδοῦσα δὲ ἡ γραφή ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοῖ τὰ ἔθνη ὁ Θεός, προευηγγελίσατο τῷ Ἀβραὰμ ὅτι ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πάντα τὰ ἔθνη. ὥστε οἱ ἐκ πίστεως εὐλογοῦνται σὺν τῷ πιστῷ Ἀβραάμ» (Γαλ. 3, 7-9) καὶ «ἵνα εἰς τὰ ἔθνη ἡ εὐλογία τοῦ Ἀβραὰμ γένηται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἵνα τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πνεύματος λάβωμεν διὰ τῆς πίστεως» (Γαλ. 3, 14).

Ἄρα ἡ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς ἐνσαρκωθέντα, ὑπὲρ ἡμῶν σταυρωθέντα καὶ ἀναστάντα Θεὸ εἶναι αὐτὴ ποὺ καθιστᾶ κάποιον τέκνο, ἀπόγονο τοῦ Ἀβραάμ. Πῶς γίνεται ὅμως, ἐν ἀντιθέσει στὸν Παῦλο, νὰ ἀκοῦμε σήμερα γιὰ ἀβρααμικὲς θρησκεῖες, νὰ ἀκοῦμε ὅτι ἡ κοινὴ καταγωγὴ ἑνώνει τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὸ Ἰσλάμ; Π.χ. ὁ Ἀναστάσιος Γιαννουλᾶτος γράφει: «Ἀκολούθως ἐπισημαίνεται ἡ σπουδαιότητα τῆς κληρονομιᾶς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τὰ κοινὰ σημεῖα μὲ τὸν Χριστιανισμό» («Ἰσλάμ», σελ. 401, ὑποσ. 28).

Δηλ. βλέπουμε ὅτι ὁ ὅρος «ἀβρααμικὴ θρησκεία» εἶναι οἰκουμενιστικὴ ἐπινόηση/θεωρία στὰ πλαίσια καὶ γιὰ τὴν προώθηση τοῦ διαθρησκειακοῦ συγκριτισμοῦ. Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ ὅροι «Ἀβρααμικὴ οἰκουμένη», «Ἀβρααμικὸ πνεῦμα» καὶ «Ἀβρααμικὴ πνευματικότητα».

Ἡ θεωρία τῶν λεγομένων «Ἀβρααμικῶν θρησκειῶν» διατυπώθηκε γιὰ πρώτη φορά ἀπὸ τὸν Γάλλο Ἰσλαμολόγο καὶ μυστικιστή, τὸν Louis Massignon (1883-1962). Σύμφωνα μὲ αὐτὴν οἱ τρεῖς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες, Χριστιανισμός, Ἰουδαϊσμὸς καὶ Ἰσλὰμ ἔχουν: α) κοινὸ πατέρα τὸν Ἀβραὰμ, β) κοινὴ ἀφετηρία καὶ ἀναφορά, τὴν πίστη τοῦ πατριάρχη Ἀβραὰμ στὸν ἕνα Θεό, καὶ γ) τὸ κοινὸ καθῆκον τοῦ πιστοῦ νὰ ὑπακούει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι προσεύχονται, ὅπως καὶ οἱ Χριστιανοί, στὸν ἕνα Θεό, υἱοθετήθηκε ὡς ἐκκλησιολογικὰ ὀρθὴ ἀπὸ τὸν Παπισμὸ καὶ ἐπισημοποιήθηκε στὴ Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο (βλ. T. Ohm, «die Katholische Kirche und der Islam» Saeculum 9, 1958, 77-86). Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδέχθηκαν τὴν θέση αὐτὴ ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ΄60, ἐπισήμως ὅμως στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 («Ὁ διάλογος Χριστιανισμοῦ–Ἰσλὰμ ὡς κοινὸ καθῆκον, Παρατηρητής, 1998, σελ. 35–42). 

Ὅλα αὐτὰ ἀντιτίθενται στὸ πνεῦμα καὶ στὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου, εἶναι ἄλλο Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος ἀναθεματίζει «ἀλλά καὶ ἐάν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν πάρ’  ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνλαθεμα ἔστω» (Γαλ. 1, 18).

Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ λόγια τοῦ Παύλου, ἡ ἱστορία, τὸ Κοράνι καὶ ὁ βίος τοῦ Μωάμεθ ἀποδεικνύουν, ὅτι ὁ Μωάμεθ, καὶ κατ’ ἐπέκταση τὸ Ἰσλὰμ, οὐδεμία σχέση ἔχουν μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν πίστη του στὸν Θεό.

Γιὰ τὸν Μωάμεθ ὁ Ἀβραάμ (Ibrahim) δὲν ἦταν μόνο πρότυπο, ἀλλὰ στὴν προσπάθεια τοῦ Μωάμεθ νὰ κατοχυρωθεῖ στὶς ἀραβικὲς φυλὲς ποὺ τὸν ἀμφισβητοῦσαν, ὁ Ἀβραὰμ μετατράπηκε σὲ σαρκικὸ πρόγονο τοῦ Μωάμεθ. Ἔτσι τὸ Κοράνι τὸν ὀνομάζει καὶ Umma, λαό (Hamed Abdel-Samad, Mohamed, eine Abrechnung, S. 56ff) ὡς συνειρμό γιὰ τὸν λαό τοῦ Μωάμεθ. Τὸ ὄνομα Ἀβραὰμ ἀναφέρεται 69 φορὲς στὸ Κοράνιο, καὶ εἶναι τὸ δεύτερο πιὸ συχνὰ ἀναφερόμενο ὄνομα προφήτη μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τοῦ Μωυσῆ (Musa) χωρὶς ἱστορικὴ συνάφεια καὶ ἀκολουθία (αὐτὲς εἶναι οἱ ἀσυναρτησίες τοῦ Κορανίου, ποὺ οἱ Ἅγιοι καυτηρίασαν, ἀλλά, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ὁ Ναυπάκτου ὑποτίμησε τὸν καυτηριασμὸ αὐτόν). «Τὸν Μωάμεθ ὅμως δὲν τὸν ἀπασχολεῖ ἡ ἱστορικὴ συνάφεια, ἀλλά ὁ διακαὴς πόθος νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ κήρυγμά του δὲν εἶναι παρόμοιο πρὸς τὸ κήρυγμα τῶν προηγουμένων προφητῶν καὶ ἀποστόλων τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ἔρχεται στὴν ἀνθρωπότητα ὡς ἀνανεωτὴς τοῦ ἀρχαίου μονοθεϊσμοῦ… Ἑπομένως κατὰ τὸ Κοράνιο τὸ Ἰσλὰμ εἶναι «ἡ θρησκεία (ἤ τὸ γένος) τοῦ (προπάτορα) Ἀβραάμ» (millat Ibrahim, σούρα 2,135) καὶ ὁ Ἀβραὰμ εἶναι ὁ «πατέρας τῶν μουσουλμάνων» (σούρα 22,68) καὶ αὐτὸς ποὺ ἀνήγγειλε τὴν ἔλευση τοῦ Μωάμεθ (Σούρα 2,128-129). Ἀποτελεῖ τὸ πρότυπο πρὸς μίμηση (Σούρα 60,4) τοῦ καθαροῦ μονοθεϊσμοῦ (hanif) (Σοῦρες 2,128.131.135 καὶ 3,95). Ἡ ἰδιότητα αὐτὴ τοῦ hanif, μὲ τὴν ὁποία συμβολίζεται ὁ Ἀβραάμ, βοηθᾶ τὸν Μωάμεθ νὰ μὴν τὸν ταυτίσει οὔτε μὲ τὸν ἰουδαϊσμό οὔτε καὶ μὲ τὸν χριστιανισμό, διότι φρονεῖ ὅτι «ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν οὔτε χριστιανὸς οὔτε ἰουδαῖος» (Σούρα 3,67 καὶ 2,140), ἀφοῦ ἡ Τορὰ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στάλθηκαν μετὰ ἀπὸ αὐτόν. Ἔτσι ὁ Ἀβραὰμ γίνεται ὁ προπάτορας καὶ τὸ πρότυπο τῶν μουσουλμάνων. Γι’ αὐτὸ ὁ Μωάμεθ ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς λαοὺς τῆς Βίβλου (Ahl al-kitab), δηλαδὴ τοὺς ἰουδαίους καὶ τοὺς χριστιανούς, λέει: «Ὢ λαοί τῶν Γραφῶν! Γιατί ἐρίζετε γιὰ τὸν Ἀβραάμ, ἀφοῦ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Τορὰ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο κατέβηκαν ἀπὸ πάνω πολὺ ἀργότερα ἀπὸ αὐτόν; Δὲν κατανοεῖτε λοιπόν... δὲν ἦταν ὁ Ἀβραὰμ οὔτε Ἰουδαῖος οὔτε Χριστιανός, ἀλλά ἦταν μονοθεϊστὴς μουσουλμάνος καὶ ὄχι πολυθεϊστής. Αὐτοὶ ποὺ ἀποδέχονται τὴ θρησκεία τοῦ Ἀβραὰμ εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ τέτοιος εἶναι ὁ προφήτης (Μωάμεθ) καὶ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν σὲ αὐτόν. Ὁ Θεὸς εἶναι φίλος τῶν πιστῶν» (σούρα 3,65-68)» («Ὁ Ἀβραὰμ στὸ Κοράνιο καὶ τὴν μουσουλμανικὴ παράδοση» Ἀγγελική Γρ. Ζιάκα, Δρ. Ἱστορίας τῶν Θρησκειῶν, σελ. 3).

Ἐνῶ λοιπόν, ἡ ἀσεβέστατη, αἱρετική οἰκουμενιστικὴ προπαγάνδα τῆς «ἀγάπης» προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς πιστούς, ὅτι καὶ ὁ Μωάμεθ καὶ τὸ Ἰσλὰμ εἶναι παιδιὰ τοῦ Ἀβραὰμ, ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ ἀρνεῖται τὴν σχέση Ἀβραὰμ καὶ Χριστοῦ («Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδη τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη» Ἰω. 8, 56), προσβάλλει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Χριστὸ τὸν ἴδιο. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς ἀντὶ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν πίστη, συνεχίζουν τοὺς διαλόγους, ἀποκρύπτοντας, ὅ,τι ἐδῶ παρατίθεται (βλ. π.χ. τὸ βιβλίο τοῦ Ἀναστασίου «Ἰσλὰμ», στὸ ὁποῖο οὐδεμία μνεία τῶν στοιχείων αὐτῶν γίνεται).

Στὸ Κοράνι ἀναφέρεται ἐπίσης μία μεγάλη διαμάχη τοῦ Ἀβραὰμ μὲ τὸν πολυθεϊστὴ πατέρα του Ἄσαρ (Σούρα 6, 74) ἐνῶ στὴν Βίβλο τὸ ὄνομα τοῦ ἦταν Θάρα (Γέν. 11, 24), ἡ ὁποία δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στὴν Ἁγία Γραφή. Ἡ διαμάχη αὐτὴ ὑπάρχει μόνο στὰ ἀπὸκρυφα κείμενα «Βιβλίο τῶν Ἰωβηλαίων» καὶ «Ἀποκάλυψις τοῦ Ἀβραάμ», τὰ ὁποία μᾶλλον γνώριζε ὁ Μωάμεθ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ δανείστηκε τὴν κακοδοξία του (Paul Riessler, Altjudisches Schrifttum ausserhalb der Bibel, ubersetzt und erklart von Paul Riessler, Augsburg 1928, ἐπανέκδοση 1967, ἀρ. 36, κεφ. 12 καὶ ἀρ. 3, κεφ. 4). Πόσο δίκαιοι λοιπόν, ἀποδεικνύονται οἱ Ἅγιοί μας ὅταν κατηγοροῦν τὸ Ἰσλὰμ, ὡς αἵρεση, ὡς βέβηλο καὶ ἀντίθεο, καὶ πόσο ἄδικοι οἱ Οἰκουμενιστές, ποὺ τὸ παρουσιάζουν θεόφιλο, εὐσεβὲς καὶ θεάρεστο.

Ὡς συνδετικός κρίκος μεταξὺ τῶν Ἀβραὰμ καὶ Μωάμεθ χρησιμοποιήθηκε ὁ Ἰσμαήλ, ὁ γιὸς τοῦ Ἀβραάμ (γιὰ τοὺς μουσουλμάνους π.χ. ἡ Κάαμπα, τὸ ἱερὸ οἰκοδόμημα μέσα στὸ τζαμὶ Μασγίντ ἄλ-Χαράμ στὴ Μέκκα οἰκοδομήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν γιό του Ἰσμαήλ). Ὁ Ἰσμαὴλ ἦταν γιὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ μίας δούλης, τῆς Ἄγαρ (Γεν. 16:1-16). Ὅταν ὅμως γεννήθηκε ὁ Ἰσαάκ, ἡ Σάρα λέει στὸν Ἀβραὰμ νὰ διώξει τὴν Ἄγαρ καὶ τὸν Ἰσμαὴλ μακριά (Γεν. 21:11-21). Ἕνας ἄγγελος προφήτευσε στὴν Ἄγαρ, ὅτι ὁ Ἰσμαὴλ θὰ γινόταν ὁ προπάτορας ἑνός μεγάλου λαοῦ, ἀλλά θὰ ζοῦσε σὲ ἐχθρότητα πρὸς ὅλα του Τὰ ἀδέρφια. Ὁ Ἰσμαὴλ ἐγκαταστάθηκε στὴν ἔρημο Φαρᾶν στὸ Σινὰ καὶ παντρεύτηκε μία Αἰγύπτια. Ὅταν ὅμως κηδεύθηκε ὁ Ἀβραὰμ γύρισε πίσω στὴν Καναᾶν (Γεν. 16). Ὁ Μωάμεθ χρησιμοποίησε αὐτὴ τὴν προφητεία γιὰ νὰ ἀναδείξει τοὺς Ἄραβες ὡς τὸν μεγάλο λαὸ καὶ ἀλλοίωσε τὰ λόγια τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως. Ὀνόμασε τὸν Ἰσμαὴλ ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καὶ προφήτη (Σούρα, 19, 54). Γιὰ τὸν Μωάμεθ ὁ Ἰσμαὴλ πῆγε ἀντὶ στὸ Σινὰ στὴν Μέκκα. Ἐκεῖ δίψασαν ἡ Ἄγαρ καὶ ὁ Ἰσμαὴλ καὶ ἡ μητέρα του ἔκανε ἑπτὰ φορές τὴν διαδρομή μεταξὺ δύο βουνῶν τῆς Μέκκας γιὰ νὰ βρεῖ νερό (ὁ Ἀναστάσιος στὸ βιβλίο του ἀποσιωπεῖ αὐτὸ τὸ γεγονὸς παρότι οἱ Μουσουλμάνοι στὸ ταξίδι τους στὴ Μέκκα κάνουν κι αὐτοὶ ἑπτὰ φορές αὐτὴ τὴν διαδρομή). Τελικά ἐμφανίστηκε ἕνας ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ὑπέδειξε στὸν Ἰσμαὴλ ποῦ νὰ σκάψει γιὰ νὰ βρεῖ νερό (Ιbn Hischm: Sirat an-nabi, τὸμ. 1, σελ. 157). Ἔτσι δημιουργήθηκε τὸ περίφημο πηγάδι Zamzam, χάρη στὸ ὁποῖο ἔγινε κατοικήσιμη ἡ περιοχὴ τῆς Μέκκας. Τὸ πηγάδι κάποτε καταστράφηκε καὶ τὸ ξανάφτιαξε ὁ παπποὺς τοῦ Μωάμεθ Abd al-Muttalib. Ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν Θεό ἀπέκτησε 10 γιούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ πιὸ ἀγαπημένος ἦταν ὁ Abd Allah, ὁ πατέρας τοῦ Μωάμεθ. Ὁλόκληρη δηλ. ἡ βιβλικὴ ἱστορία διαστρεβλώθηκε, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὁ Μωάμεθ ὡς ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ.

Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ θὰ πρέπει νὰ ἐξηγήσουν οἱ Οἰκουμενιστὲς στοὺς πιστοὺς Ὀρθόδοξους, γιατί συνεχίζουν νὰ ὀνομάζουν παιδιά τοῦ Ἀβραὰμ τοὺς μουσουλμάνους, ἐνῶ αὐτοὶ παραποιοῦν τὶς Γραφὲς καὶ προσβάλλουν τὴν πίστη. Μᾶλλον δὲν θὰ δοθεῖ ποτὲ ἐξήγηση.

(Συνεχίζεται)