(Ως
Αγιογραφική εντολή)
Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Η
Αγία Γραφή είναι ο δρόμος που οδηγεί στο αληθινό θεολογικό–εκκλησιολογικό νόημα
(ως υποχρεωτική εφαρμογή) του 15ου Κανόνα, ο οποίος διατυπώθηκε από
την Α΄ και Β΄ λεγομένη Σύνοδο (επί Μ. Φωτίου).
Στην
Επιστολή (2), προς «τον φίλον Γρηγόριον», του Μ. Βασιλείου, διαβάζουμε: «Μεγίστη δε
οδός προς την του καθήκοντος εύρεσιν η μελέτη των θεοπνεύστων Γραφών. Εν
ταύταις γαρ και αι των πράξεων υποθήκαι ευρίσκονται, και οι βίοι των μακαρίων
ανδρών ανάγραπτοι παραδεδομένοι, οίον εικόνες τινές έμψυχοι της κατά Θεόν
πολιτείας, τω μιμήματι των αγαθών έργων, πρόκεινται. Και τοίνυν περί όπερ αν
έκαστος ενδεώς έχοντος εαυτού αισθάνηται, εκείνω προσδιατρίβων, οίον από τινος
κοινού ιατρείου, το πρόσφορον ευρίσκεται τω αρρωστήματι φάρμακον».
Μετάφραση: «Η μεγαλύτερη δε οδός (δρόμος) προς εύρεσιν του καθήκοντος είναι και η μελέτη των θεοπνεύστων Γραφών∙ διότι εις αυτές και οι εντολές περί των πράξεων περιέχονται και οι βίοι των μακαρίων ανδρών, παραδιδόμενοι εγγράφως σαν έμψυχες εικόνες της κατά Θεόν διαγωγής–ζωής, ευρίσκονται ενώπιον των ανθρώπων προς μίμηση των αγαθών τους έργων.
Έτσι
λοιπόν κάθε άνθρωπος σε ό,τι αισθάνεται τον εαυτόν του ελλιπή, ευρίσκεται το
πρόσφορον εις το αρρώστημα φάρμακο σαν από κάποιο κοινό ιατρείο, εάν αφοσιωθή
εις την ανάλογη μίμηση».
Στους
Ι. Κανόνες γίνεται φανερό το βάθος του Ευαγγελίου, που μας κοινοποιεί την
αληθινή, σωτηριώδη ουσία–νόημα της ζωής, που είναι ένα συνεχές βάδισμα ανάμεσα
στο Θεό (Ζωή-Σωτηρία) και στην αμαρτία (θάνατος). Είναι οι δύο πόλοι αναφοράς
της ανθρώπινης ζωής που φωτίζουν οι Ι. Κανόνες.
Στο
βιβλίο «Ακολούθει μοι», ο π. Αυγουστίνος Καντιώτης γράφει: «Η αληθής ευσέβεια,
η εσωτερική ευσέβεια, ως ταύτην εδίδαξε το Ευαγγέλιον την ηρμήνευσαν θαυμαστώς
οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας εν Τοπικαίς και Οικουμενικαίς Συνόδοις» (Σελ.
149).
Στην
«Χριστιανική Σπίθα» /358/ Ιούλιος ’73, γράφει:
«Και
οι Κανόνες; Δεν είναι αυτός ούτος ο πνευματικός ήλιος. Είνε όμως αι ακτίνες του
πνευματικού ηλίου, αι οποίαι, κατερχόμεναι μέχρι των λεπτομερειών της ανθρωπίνης
ζωής προς καθαγιασμόν, διαθλώνται εις τα χρώματα των ποικίλων αρετών.
Φωτειναί
ακτίνες οι Ιεροί Κανόνες, απαύγασμα του Ευαγγελικού ηλίου. Οποιονδήποτε Κανόνα
και εάν εξετάσης, θα ίδης, ότι δεν είναι αυθυπόστατος, αλλά στηρίζεται επί
τινος θεοπνεύστου λόγου της Αγίας Γραφής, τον οποίο θέλει να εφαρμόση εις
ωρισμένην περίπτωσιν της ανθρωπίνης ζωής».
Πριν
ακόμη διατυπωθεί συνοδικά ο 15ος Κανόνας, ο Μ. Βασίλειος τον
υπομνηματίζει ως πρακτική.
Στην
Επιστολή του (67), «Προς Αθανάσιο, Επίσκοπο Αλεξανδρείας», γράφει: «Εκ του τη σή
οσιότητι συνάπτειν τους υγιαίνοντας και τους προς την αληθή πίστιν οκλάζοντας
φανερούς πάσι ποιήσαι ώστε του λοιπού γνωρίζειν ημάς του ομόφρονας και μη, ως
εν νυκτομαχία, μηδεμίαν φίλων και πολεμίων έχει διάκρισιν».
Μετάφραση: «Εφ’ όσον τους μεν υγιείς εις την πίστιν θα ενώσης με την οσιότητά σου,
τους δε παρεκκλίνοντας από την πίστιν θα φανερώσεις εις όλους. Ώστε του λοιπού
να γνωρίζωμεν τους ομόφρονας και να μη συγχέωμεν φίλους και εχθρούς, όπως
συμβαίνει εις νυκτερινήν μάχην».
Τιμά
ο 15ος Κανόνας τους οσίους που αποτειχίζονται και απομακρύνονται από
την αίρεση, από τους «παρεκκλίνοντας από την πίστιν». Τους τιμά διότι συσπειρώνουν
τους ομόφρονας (ορθοδόξους) γύρω από την υγιή πίστη. Στον Κανόνα διαβάζουμε: «οι τοιούτοι ου
μόνον τη κανονική επιτημήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς
της προς τον καλούμενον επίσκοπον κοινωνίας αποτειχίζοντες, αλλά και της
πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται…».
Η
διατύπωση του Κανόνα (ως δομή) στην πλήρη και εσωτάτη ουσία του, ακολουθεί ένα
βασικό σχήμα της Αγίας Γραφής, δηλ. διατύπωση με διπολικό–διπλό νόημα, που
περιέχει υψηλό περιεκτικό έπαινο με αδιασάλευτη (ταυτόχρονα) σιωπηλή καταδίκη.
Παράδειγμα
από την Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων (Πράξ. 15, 28-29): «Έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν μηδέν πλέον
επιτίθεσθαι υμίν βάρος πλην των επάναγκες τούτων, απέχεσθαι ειδωλοθύτων και
αίματος και πνικτού και πορνείας∙ εξ ών διατηρούντες εαυτούς εύ πράξετε,
έρρωσθε».
Ερμηνεία – Μετάφρασις: «Διότι απεφασίσθηαπό το Άγιον Πνεύμα και από εμάς να μη σας επιβληθή
κανένα (επί)πλέον βάρος, παρά τα εξής ουσιώδη αναγκαία: Να απέχετε από τα
κρέατα που έχουν προσφερθή εις τα είδωλα, από το αίμα, από ό,τι έχει
στραγγαλισθή και από την πορνείαν. Εάν φυλάξετε τους εαυτούς σας από αυτά, καλά
θα κάνετε. Υγιαίνετε».
«Η
απόφασις της Αποστολικής συνόδου έχει αξία και υποχρεωτικό κύρος για όσους
ήθελαν να είνε Χριστιανοί, διότι ελήφθη εν Πνεύματι Αγίω, ήταν απόφασις και
έμπνευσις του Αγίου Πνεύματος» (Ν. Σωτηρόπουλος – Πράξεις Αποστόλων, σελ. 300).
Ερώτημα: Ήτο «δυνητικός» ο κανόνας της Συνόδου επειδή δεν αναφέρει επιτίμια–ποινές
για τους συμμορφούμενους με την απόφαση; Όχι βέβαια.
Η
Γραφή όταν «επαινεί», π.χ. «Εύ δούλε αγαθέ…», εννοεί oτι
ο επαινούμενος έχει συνάψει τον μέγιστο εσωτερικό–βιωματικό δεσμό με το Θεό
ενώ, ταυτόχρονα, ελέγχει τον αντίθετο πόλο του επαίνου δηλ. την αμαρτία.
«Η
αμαρτία αυτή καθ’ εαυτήν είναι ποινή εις τον αμαρτάνοντα», τονίζει ο Ευγένιος
Βούλγαρης στο βιβλίο του «ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ ΦΙΛΟΘΕΟΣ». Αναλύει ως εξής τον πνευματικό
αυτό νόμο: «Η ψυχή ωσάν αν αφ’ εαυτής επρολάμβανε προ του έργου την καθ’
εαυτής καταδίκην, μόνη αφ’ εαυτής βασανίζεται και ταλαιπωρείται, ήδη και
πριν πταίση, καθώς και αφ’ ου ήμαρτε πταίσασα» (Λόγος για τον Κάϊν).
Είναι
λάθος της «Δυνητικής ερμηνείας», ότι ο κανών (ο 15ος) είναι
δυνητικός, διότι δεν καθορίζει ποινές για τους μη αποτειχισθέντες εκ του
αιρετικού επισκόπου.
Άξιο
παρατηρήσεως ότι οι παραβάτες της Αποστολικής–συνοδικής αποφάσεως ήταν
«παραβάται νόμου», ενώ οι αιρετικοί είναι «παραβάται Θεού». Την διάκριση
αναλύει ο Ι. Χρυσόστομος:
«Ενταύθα δε
διττώς νοητέον το, ποιούντας παραβάσεις εμίσησα. Οι μεν γαρ εισι παραβαίνοντες
τας του Θεού εντολάς και τα δικαιώματα και τα κρίματα∙ και εισίν ούτοι παραβάται
νόμου. Άλλοι πάλιν παραβαίνουσιν αυτήν την σωτήριον του Δεσπότου ομολογίαν,
και εισί παραβάται Θεού. Πολλή δε διαφορά μεταξύ της των αμφοτέρων
παραβάσεως. Οι μεν γαρ έτι ελπίδα έχουσι σωτηρίας, την ρίζαν της του Θεού
γνώσεως κεκτημένοι, οι δε πάντη της σωτηρίας εκπεπτώκασιν, αυτόν τον αίτιον της
σωτηρίας αρνησάμενοι. Εγώ ουν, φησί, πάντας τους ποιούντας παραβάσεις εμίσησα.
Αρχή γαρ αμαρτίας, αφίστασθαι από του Θεού, ως φησίν ο σοφώτατος» (Ι. Χρυσόστομος, Εις
τον 100ο Ψαλμό).
Αναμφίβολα,
η αίρεση αποσπά από την Αλήθεια της Ορθοδοξίας ψυχές, τις οποίες καθιστά (η
αίρεση) «παραβάτες Θεού».
Ο
15ος Κανόνας αποτελεί βαθιά πνευματική μεταφορά, νοηματική και
θεολογική, του αντι-αιρετικού λόγου της Γραφής, που υποχρεώνει την απομάκρυνση
(αποτείχιση) από τον αιρετικό ποιμένα.
Η
διατύπωσή του έχει πνευματική αντιστοιχία με ανάλογες διατυπώσεις της Γραφής (όπως η απόφαση της Αποστολικής Συνόδου), γεγονός
που δικαιολογείται από την υψηλή πνευματική και μορφωτική στάθμη των Πατέρων.
Σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι «Δυνητιστές», ο έπαινος που εκφράζει ο
Κανόνας για τους αποτειχισμένους αποκαλύπτει–εδραιώνει ταυτόχρονα την καταδίκη
των συμπορευομένων με την αίρεση. Ο έπαινος, σύμφωνα με τη Γραφή, αποτελεί
ταυτόχρονα και μορφή ελέγχου.
Nα υπενθυμίσουμε ότι στην Αποστολική Σύνοδο η απόφασή της ήτο υποχρεωτική
(«Έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι»), αν και δεν καταλήγει με ποινές–απειλές, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι είναι «δυνητική».
Ερώτημα: Η διατύπωση του 15ου Κανόνα δεν ήταν Αγιοπνευματικής
έμπνευσης; Ασφαλώς και ήταν!
Συμπερασματικά,
ο «Δυνητισμός» είναι ανθρώπινη-γεροντική εντολή και όχι Αγιογραφική εντολή, διότι
δεν αναδεικνύει «ευθύς την εις Θεόν περί πίστεως διαφορά με τους αιρετικούς»
(Μ. Βασίλειος – Επιστολή 188).
«Ει τις έρχεται
προς υμάς και ταύτην την διδαχήν ου φέρει, μη λαμβάνετε αυτόν εις οικίαν και
χαίρειν αυτώ μη λέγητε…» (Β΄ Ιωάν. 10).
ΝΙΚΟΣ
Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ