Ὁ Ὅσιος Ἀλύπιος ὁ Κιονίτης
Ἀνεῖχεν Ἀλύπιον ὄρθιος κίων,
Πρὸς οὐρανοὺς ζητοῦντα βαίνειν, οὗ μένει.
Εἰκάδι ἕκτῃ ἄλυπον, Ἀλύπιε, βῆς ἐπὶ οἶκον.
Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Παφλαγονίας καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι, ὅταν θὰ γεννιόταν ὁ Ἀλύπιος, ἡ μητέρα του εἶδε σὲ ὄνειρο νὰ κρατάει ἕνα λευκὸ ἀρνὶ ποὺ στὰ κέρατά του ἦταν τρεῖς ἀναμμένες λαμπάδες, ποὺ σήμαινε τὶς ἀρετὲς ποὺ θὰ εἶχε τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννιόταν.
Οἱ γονεῖς του ἔδωσαν στὸν Ἀλύπιο χριστιανικὴ ἀνατροφή, ποὺ στὸ πρόσωπό του ἐπέφερε καρποὺς ἐκατονταπλασίονας. Εἶχε μεγάλη περιουσία, τὴν ὁποία δαπάνησε στοὺς φτωχοὺς καὶ πάσχοντες τῆς περιοχῆς του. Διότι εὐχαρίστησή του ἦταν νὰ ἐκπληρώνει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἶναι «συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες».
Δηλαδὴ νὰ συμπαθοῦν καὶ νὰ συμμετέχουν στὶς λύπες τῶν ἀδελφῶν τους, νὰ ἀγαποῦν σὰν ἀδελφοὺς τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ ἔχουν πονετικὴ καὶ τρυφερὴ καρδιὰ καὶ νὰ εἶναι περιποιητικοὶ καὶ εὐγενεῖς.
Ὁ Ἀλύπιος, ἀφοῦ ἔμεινε πάμφτωχος, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε ἀσκητικὴ ζωή. Πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι ἔμεινε πάνω σ’ ἕνα στύλο 50 (κατ’ ἄλλους 53) χρόνια γιὰ λόγους ἄσκησης καὶ κάτω ἀπὸ διάφορες καιρικὲς συνθῆκες.
Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφερε κοντὰ στὸν Ἀλύπιο καὶ ἄλλες ψυχές, ποὺ ζητοῦσαν εἰρηνικὸ καταφύγιο. Στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὑπῆρξε φιλόστοργος πνευματικὸς πατέρας, καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε μὲ τὶς συμβουλές του καὶ τοὺς στήριζε μὲ τὸ παράδειγμά του.
Πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 608, ἀφοῦ ἔζησε 100 χρόνια, κατ’ ἄλλους 120. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις αὐτοῦ ἐν τῇ μονῇ αὐτοῦ τῇ οὔσῃ πλησίον τοῦ Ἱπποδρομίου, κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1594.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δοξάζων ὁ Θεός, τὴν σὴν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τὴν χάριν· αὐτῷ γὰρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι· ὅθεν ἤστραψας, ἀπὸ τοῦ κίονος πᾶσι, τῶν ἀγώνων σου, τὰς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐπὶ τοῦ Κίονος ἐκλαμψας ὥσπερ ἥλιος
Τὴν οἰκουμένην ἐσελάγησας τοῖς ἔργοις σου
Ὡς υἱὸς καὶ κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας.
Ἀλλὰ δίωξον νοός μου τὴν σκοτόμαιναν
Καὶ τῶν φώτων τῷ Πατρί με προσοικείωσαι,
Ἵνα κράζω σοι, χαῖροις Πάτερ Ἀλύπιε.
Μεγαλυνάριον.
Λιπὼν χαμαιζήλους διατριβὰς, ὤφθης οὐρανόφρων, ἐν τῷ κίονι ὑψωθείς· ὅθεν ἔξω κόσμου, Ἀλύπιε βιώσας, ὑπερκοσμίου δόξης, ἔτυχες Ὅσιε.
Οἱ γονεῖς του ἔδωσαν στὸν Ἀλύπιο χριστιανικὴ ἀνατροφή, ποὺ στὸ πρόσωπό του ἐπέφερε καρποὺς ἐκατονταπλασίονας. Εἶχε μεγάλη περιουσία, τὴν ὁποία δαπάνησε στοὺς φτωχοὺς καὶ πάσχοντες τῆς περιοχῆς του. Διότι εὐχαρίστησή του ἦταν νὰ ἐκπληρώνει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ εἶναι «συμπαθεῖς, φιλάδελφοι, εὔσπλαχνοι, φιλόφρονες».
Δηλαδὴ νὰ συμπαθοῦν καὶ νὰ συμμετέχουν στὶς λύπες τῶν ἀδελφῶν τους, νὰ ἀγαποῦν σὰν ἀδελφοὺς τοὺς συνανθρώπους τους, νὰ ἔχουν πονετικὴ καὶ τρυφερὴ καρδιὰ καὶ νὰ εἶναι περιποιητικοὶ καὶ εὐγενεῖς.
Ὁ Ἀλύπιος, ἀφοῦ ἔμεινε πάμφτωχος, ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο, ὅπου ἔκανε ἀσκητικὴ ζωή. Πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι ἔμεινε πάνω σ’ ἕνα στύλο 50 (κατ’ ἄλλους 53) χρόνια γιὰ λόγους ἄσκησης καὶ κάτω ἀπὸ διάφορες καιρικὲς συνθῆκες.
Ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του ἔφερε κοντὰ στὸν Ἀλύπιο καὶ ἄλλες ψυχές, ποὺ ζητοῦσαν εἰρηνικὸ καταφύγιο. Στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ὑπῆρξε φιλόστοργος πνευματικὸς πατέρας, καὶ τοὺς καθοδηγοῦσε μὲ τὶς συμβουλές του καὶ τοὺς στήριζε μὲ τὸ παράδειγμά του.
Πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 608, ἀφοῦ ἔζησε 100 χρόνια, κατ’ ἄλλους 120. Τελεῖται δὲ ἡ Σύναξις αὐτοῦ ἐν τῇ μονῇ αὐτοῦ τῇ οὔσῃ πλησίον τοῦ Ἱπποδρομίου, κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1594.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Δοξάζων ὁ Θεός, τὴν σὴν γέννησιν Πάτερ, προέγραψε σαφῶς, τῆς ζωῆς σου τὴν χάριν· αὐτῷ γὰρ εὐηρέστησας, ἀρετῶν τελειότητι· ὅθεν ἤστραψας, ἀπὸ τοῦ κίονος πᾶσι, τῶν ἀγώνων σου, τὰς ἀληθεῖς ἀντιδόσεις, Ἀλύπιε Ὅσιε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐπὶ τοῦ Κίονος ἐκλαμψας ὥσπερ ἥλιος
Τὴν οἰκουμένην ἐσελάγησας τοῖς ἔργοις σου
Ὡς υἱὸς καὶ κληρονόμος τῆς ἀφθαρσίας.
Ἀλλὰ δίωξον νοός μου τὴν σκοτόμαιναν
Καὶ τῶν φώτων τῷ Πατρί με προσοικείωσαι,
Ἵνα κράζω σοι, χαῖροις Πάτερ Ἀλύπιε.
Μεγαλυνάριον.
Λιπὼν χαμαιζήλους διατριβὰς, ὤφθης οὐρανόφρων, ἐν τῷ κίονι ὑψωθείς· ὅθεν ἔξω κόσμου, Ἀλύπιε βιώσας, ὑπερκοσμίου δόξης, ἔτυχες Ὅσιε.
Ἀσκήσεως πέπτωκεν ὁ στερρὸς στῦλος.
Στυλιανὸς γὰρ τὸν βίον καταστρέφει.
Γιὸς πλουσίων γονέων (ποὺ γεννήθηκε στὴν Ἀδριανούπολη τὸν 7ο αἰῶνα, καὶ ὀνομάστηκε Παφλαγόνας γιατὶ εκεῖ φυλασσόταν τὸ τίμιο λείψανό του), διδάχτηκε νωρὶς ἀπ’ αὐτοὺς νὰ εἶναι ἐγκρατὴς καὶ νὰ θεωρεῖ τὸ χρῆμα μέσο γιὰ τὴν ἀνακούφιση καὶ περίθαλψη τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀρρώστων.
Ἀφοῦ ἔτσι ἀνατράφηκε, καὶ οἱ γονεῖς του πέθαναν, διαμοίρασε ὅλη τὴν κληρονομιά του καὶ πῆγε σὰν ἀσκητὴς στὴν ἔρημο, χωρὶς νὰ ἀποκόψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν κόσμο. Εἰσερχόταν στὴν κοινωνία γιὰ νὰ βοηθήσει ὄποτε καὶ ὅπως μποροῦσε καὶ κατέφευγε στὴν σπηλιά του γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ Πνευματικά. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ ἄλλους ἀσκητές, ποὺ ζοῦσε μαζί τους μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, χριστιανικὴ συγκατάβαση καὶ ἐπιείκεια. Δὲν λύπησε ποτὲ κανένα, μεγάλη του χαρὰ μάλιστα, ἦταν νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὶς ταραγμένες ψυχές. Σύνθημά του τὰ ὄμορφα λόγια τοῦ Ἰησοῦ «ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιθ’ 14). Τοῦ ἐμπιστεύτηκαν τόσες οἰκογένειες τὴν καθοδήγηση τῶν παιδιῶν τους, ποὺ πραγματοποιοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του, δημιουργῶντας αὐτὸ ποὺ ὀνομάσθηκε «ὁ πρῶτος παιδικὸς σταθμὸς στὸν κόσμο» (Ὀρθόδοξοι Ἅγιοι, Γ. Πούλου). Κάθε φορὰ ποὺ οἱ γονεῖς ἔφεραν πρὸς αὐτὸν τὰ παιδιά τους, ἡ ἀγαλλίαση τοῦ Ὁσίου ἦταν πολὺ μεγάλη.
Ἡ φήμη τῆς θαυμαστὴς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἔφθασε μέχρι τὶς πόλεις, καὶ πολλοὶ ἔτρεχαν νὰ τὸν βροῦν γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπ’ αὐτὸν τὶς πνευματικές του ὁδηγίες.
Ὁ Ὅσιος Στυλιανός, παρὰ τὴν ἐρημικὴ ζωή του, ἔτρεφε στοργὴ καὶ συμπάθεια πρὸς τὰ παιδιά, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ὁ Κύριος. Ἄν, ἔλεγε, ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελεῖ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ἡ παιδικὴ ἡλικία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι περισσότερο ἐνάρετη, ἀπ’ ὅτι οἱ μεγαλύτεροι τῶν φιλοσόφων. Ὁ Θεὸς βραβεύοντας τὸ ἱερὸ αὐτὸ αἴσθημά του, προίκισε τὸν Ὅσιο μὲ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει τὰ ἄρρωστα παιδιὰ καὶ νὰ καθίστα εὔτεκνους, ἄτεκνες γυναῖκες. Ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων γύρω του ποὺ προσπάθησαν νὰ «ἐμπορευθοῦν» τὸ χάρισμά του, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀνρεῖτο κάθε ἀπόπειρα νὰ κερδίσει χρήματα, λέγοντας ἁπλὰ, πὼς εἶχε ἤδη πληρωθεῖ προκαταβολικὰ μὲ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πέθανε πλήρης ἡμερῶν ἀλλὰ καὶ ἀρετῶν. Δὲν τοῦ ἔλειπε ποτὲ τὸ χαμόγελο καί, ὅταν πέθανε, λέγεται πὼς τὸ πρόσωπό του ἔφερε ἀκόμα ἕνα ἀχνὸ χαμόγελο καθὼς τὸν ἔθαβαν. Ἕνας στοργικὸς καὶ ἀγαπημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Στυλιανός, εἶναι φυσικά, ἰδιαίτερος προστάτης τῶν παιδιῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στήλη ἔμψυχος, τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος, τῆς Ἐκκλησίας, Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε· ἀνατεθεῖς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος, κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἁγιασθεὶς ἀπὸ μητρῴας νηδύος, ὥσπερ ὁ θεῖος Σαμουὴλ θεοφόρε, ἀσκητικῶς ἐδόξασας Χριστὸν τὸν Θεόν· ὅθεν τῶν ἰἀσεων, ἀνεδείχθης ταμεῖον, καὶ προστάτης ἔνθεος, νεογνῶν καὶ νηπίων· ὁ γὰρ Χριστὸς δεξάζει σε λαμπρῶς, ὃν ἀπὸ βρέφους, Στυλιανὲ ἐδόξασας.
Μεγαλυνάριον.
Στήλη θεοχάρακτος καὶ σεπτή, ἀρετῶν ποικίλων, ὁ σὸς βίος πέλει ἡμῖν, Στυλιανὲ Πάτερ, θεοπρεπῶς ῥυθμίζων, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.
Ἀφοῦ ἔτσι ἀνατράφηκε, καὶ οἱ γονεῖς του πέθαναν, διαμοίρασε ὅλη τὴν κληρονομιά του καὶ πῆγε σὰν ἀσκητὴς στὴν ἔρημο, χωρὶς νὰ ἀποκόψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸν κόσμο. Εἰσερχόταν στὴν κοινωνία γιὰ νὰ βοηθήσει ὄποτε καὶ ὅπως μποροῦσε καὶ κατέφευγε στὴν σπηλιά του γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ Πνευματικά. Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ ἄλλους ἀσκητές, ποὺ ζοῦσε μαζί τους μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, χριστιανικὴ συγκατάβαση καὶ ἐπιείκεια. Δὲν λύπησε ποτὲ κανένα, μεγάλη του χαρὰ μάλιστα, ἦταν νὰ ἐπαναφέρει τὴν γαλήνη στὶς ταραγμένες ψυχές. Σύνθημά του τὰ ὄμορφα λόγια τοῦ Ἰησοῦ «ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιθ’ 14). Τοῦ ἐμπιστεύτηκαν τόσες οἰκογένειες τὴν καθοδήγηση τῶν παιδιῶν τους, ποὺ πραγματοποιοῦσε μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του, δημιουργῶντας αὐτὸ ποὺ ὀνομάσθηκε «ὁ πρῶτος παιδικὸς σταθμὸς στὸν κόσμο» (Ὀρθόδοξοι Ἅγιοι, Γ. Πούλου). Κάθε φορὰ ποὺ οἱ γονεῖς ἔφεραν πρὸς αὐτὸν τὰ παιδιά τους, ἡ ἀγαλλίαση τοῦ Ὁσίου ἦταν πολὺ μεγάλη.
Ἡ φήμη τῆς θαυμαστὴς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἔφθασε μέχρι τὶς πόλεις, καὶ πολλοὶ ἔτρεχαν νὰ τὸν βροῦν γιὰ νὰ ζητήσουν ἀπ’ αὐτὸν τὶς πνευματικές του ὁδηγίες.
Ὁ Ὅσιος Στυλιανός, παρὰ τὴν ἐρημικὴ ζωή του, ἔτρεφε στοργὴ καὶ συμπάθεια πρὸς τὰ παιδιά, ποὺ τόσο ἀγαποῦσε καὶ ὁ Κύριος. Ἄν, ἔλεγε, ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποτελεῖ θεμέλιο τῶν ἀρετῶν, ἡ παιδικὴ ἡλικία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι περισσότερο ἐνάρετη, ἀπ’ ὅτι οἱ μεγαλύτεροι τῶν φιλοσόφων. Ὁ Θεὸς βραβεύοντας τὸ ἱερὸ αὐτὸ αἴσθημά του, προίκισε τὸν Ὅσιο μὲ τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει τὰ ἄρρωστα παιδιὰ καὶ νὰ καθίστα εὔτεκνους, ἄτεκνες γυναῖκες. Ὑπῆρχε πλῆθος ἀνθρώπων γύρω του ποὺ προσπάθησαν νὰ «ἐμπορευθοῦν» τὸ χάρισμά του, ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀνρεῖτο κάθε ἀπόπειρα νὰ κερδίσει χρήματα, λέγοντας ἁπλὰ, πὼς εἶχε ἤδη πληρωθεῖ προκαταβολικὰ μὲ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Πέθανε πλήρης ἡμερῶν ἀλλὰ καὶ ἀρετῶν. Δὲν τοῦ ἔλειπε ποτὲ τὸ χαμόγελο καί, ὅταν πέθανε, λέγεται πὼς τὸ πρόσωπό του ἔφερε ἀκόμα ἕνα ἀχνὸ χαμόγελο καθὼς τὸν ἔθαβαν. Ἕνας στοργικὸς καὶ ἀγαπημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Στυλιανός, εἶναι φυσικά, ἰδιαίτερος προστάτης τῶν παιδιῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στήλη ἔμψυχος, τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος, τῆς Ἐκκλησίας, Στυλιανὲ ἀνεδείχθης μακάριε· ἀνατεθεῖς γὰρ Θεῷ ἐκ νεότητος, κατοικητήριον ὤφθης τοῦ Πνεύματος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἁγιασθεὶς ἀπὸ μητρῴας νηδύος, ὥσπερ ὁ θεῖος Σαμουὴλ θεοφόρε, ἀσκητικῶς ἐδόξασας Χριστὸν τὸν Θεόν· ὅθεν τῶν ἰἀσεων, ἀνεδείχθης ταμεῖον, καὶ προστάτης ἔνθεος, νεογνῶν καὶ νηπίων· ὁ γὰρ Χριστὸς δεξάζει σε λαμπρῶς, ὃν ἀπὸ βρέφους, Στυλιανὲ ἐδόξασας.
Μεγαλυνάριον.
Στήλη θεοχάρακτος καὶ σεπτή, ἀρετῶν ποικίλων, ὁ σὸς βίος πέλει ἡμῖν, Στυλιανὲ Πάτερ, θεοπρεπῶς ῥυθμίζων, ἡμῶν τὰς διανοίας, τῶν εὐφημούντων σε.
Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε»
Οἱ Λακεδαίμων, οὐδαμῶς Δαίμων λάκοι.
Σοβεῖ γὰρ αὐτὸν τοῖς τεραστίοις Νίκων.
Ο Όσιος Νίκων γεννήθηκε μεταξύ των ετών 920 - 925 μ.Χ. Καταγόταν από τον Πολεμωνιακό Πόντο και ήταν γιος μεγιστάνα.
Νέος ακόμα άφησε το πατρικό του σπίτι και μόνασε. Επειδή δε τον διέκρινε Ιερός ζήλος και μεγάλο χάρισμα διδακτικότητας, γύρισε όλη την Ανατολή σαν απεσταλμένος της Μονής του κηρύττοντας το Ευαγγέλιο και επαναλάμβανε τη φωνή, που αντήχησε πρώτα στην έρημο της Ιουδαίας και κοντά στις όχθες του Ιορδάνη: «Μετανοεῖτε».
Κατόπιν ο όσιος Νικών πήγε στην Κρήτη, όπου παρέμεινε διδάσκοντας για 20 χρόνια. Από κει πήγε στην Πελοπόννησο, όπου κατέληξε στην πόλη των Λακώνων. Εκεί κήρυξε, έκανε διάφορα θαύματα και έκτισε ναό στο όνομα του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Η ηθική επιρροή του στους κατοίκους, υπήρξε μεγάλη. Και στη χώρα αυτή, που αγάπησε περισσότερο και από την πατρίδα του, άφησε την τελευταία του πνοή το έτος 998 μ.Χ.
Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι ο Όσιος Νίκων επισκέφτηκε και την Εύβοια. Εκεί ασχολήθηκε, όπως έπραττε παντού, με το κήρυγμα. Έλαβε αφορμή από το φαινόμενο της παλίρροιας και μίλησε «Περί της ρευστότητας και μεταβλητότητας του εγκοσμίου βίου και περί των ασταθών τρόπων των ακαταστάτων ανθρώπων». Τόπος από όπου εκήρυττε ήταν το υψηλό φρούριο του Ευρίπου (Χαλκίδος). Θαυματούργησε σώζοντας ένα παιδί που έπεσε από ψηλά από το φρούριο. Όλοι νόμιζαν ότι σκοτώθηκε. Όταν συνήλθε το παιδί είπε: Δεν σκοτώθηκα γιατί με κράτησε αυτός ο μοναχός που λέει «Μετανοείτε». Επίσης θεράπευσε μία δαιμονόπληκτη γυναίκα για τη θεραπεία της οποίας προσευχήθηκε δημόσια με τη συμμετοχή του λαού.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων, θείαν λάρνακα, τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγὰς τῶν ἰάσεων, καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας Πάτερ ἐκ πίστεως. Νίκων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας.
Τὴν Ἀγγελικὴν μιμούμενος πολιτείαν, κόσμου τὰ τερπνὰ ὡς σκύβαλα ἐλογίσω, μετανοίας τὴν τρίβον δεικνύων ἡμῖν, θεοφόρε Νίκων Ὅσιε· διὰ τοῦτό σε γεραίρομεν, ἐκτελοῦντες νῦν τὴν μνήμην σου· ὑπάρχεις γὰρ ἀληθῶς, ἰαμάτων πηγή.
Νέος ακόμα άφησε το πατρικό του σπίτι και μόνασε. Επειδή δε τον διέκρινε Ιερός ζήλος και μεγάλο χάρισμα διδακτικότητας, γύρισε όλη την Ανατολή σαν απεσταλμένος της Μονής του κηρύττοντας το Ευαγγέλιο και επαναλάμβανε τη φωνή, που αντήχησε πρώτα στην έρημο της Ιουδαίας και κοντά στις όχθες του Ιορδάνη: «Μετανοεῖτε».
Κατόπιν ο όσιος Νικών πήγε στην Κρήτη, όπου παρέμεινε διδάσκοντας για 20 χρόνια. Από κει πήγε στην Πελοπόννησο, όπου κατέληξε στην πόλη των Λακώνων. Εκεί κήρυξε, έκανε διάφορα θαύματα και έκτισε ναό στο όνομα του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Η ηθική επιρροή του στους κατοίκους, υπήρξε μεγάλη. Και στη χώρα αυτή, που αγάπησε περισσότερο και από την πατρίδα του, άφησε την τελευταία του πνοή το έτος 998 μ.Χ.
Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι ο Όσιος Νίκων επισκέφτηκε και την Εύβοια. Εκεί ασχολήθηκε, όπως έπραττε παντού, με το κήρυγμα. Έλαβε αφορμή από το φαινόμενο της παλίρροιας και μίλησε «Περί της ρευστότητας και μεταβλητότητας του εγκοσμίου βίου και περί των ασταθών τρόπων των ακαταστάτων ανθρώπων». Τόπος από όπου εκήρυττε ήταν το υψηλό φρούριο του Ευρίπου (Χαλκίδος). Θαυματούργησε σώζοντας ένα παιδί που έπεσε από ψηλά από το φρούριο. Όλοι νόμιζαν ότι σκοτώθηκε. Όταν συνήλθε το παιδί είπε: Δεν σκοτώθηκα γιατί με κράτησε αυτός ο μοναχός που λέει «Μετανοείτε». Επίσης θεράπευσε μία δαιμονόπληκτη γυναίκα για τη θεραπεία της οποίας προσευχήθηκε δημόσια με τη συμμετοχή του λαού.
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Θείας πίστεως.
Χαίρει ἔχουσα ἡ Λακεδαίμων, θείαν λάρνακα, τῶν σῶν λειψάνων, ἀναβρύουσαν πηγὰς τῶν ἰάσεων, καὶ διασώζουσαν πάντας ἐκ θλίψεων, τοὺς σοὶ προστρέχοντας Πάτερ ἐκ πίστεως. Νίκων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν πληρώσας.
Τὴν Ἀγγελικὴν μιμούμενος πολιτείαν, κόσμου τὰ τερπνὰ ὡς σκύβαλα ἐλογίσω, μετανοίας τὴν τρίβον δεικνύων ἡμῖν, θεοφόρε Νίκων Ὅσιε· διὰ τοῦτό σε γεραίρομεν, ἐκτελοῦντες νῦν τὴν μνήμην σου· ὑπάρχεις γὰρ ἀληθῶς, ἰαμάτων πηγή.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Χίου
Γεωργίῳ μαχαίρα πρόξενον τέλους,
Αὕτη δὲ τούτῳ πρόξενος καὶ τοῦ στέφους.
Γεωργίου ἑκκαιεικάδι τάμεν αὐχένα χαλκός.
Ο Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στη Χίο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Παρασκευάς, η δε μητέρα του Αγγερού.
Σε ηλικία 18 μηνών, ορφανός από μητέρα, παραδόθηκε από τον πατέρα του να τον αναθρέψει η μητριά του. Σε παιδική ηλικία οι γονείς, παρέδωσαν τον Γεώργιο σε κάποιο λεπτουργό, Βισσετζή ονομαζόμενο, για να του μάθει την τέχνη του. Όταν κάποτε με το αφεντικό του ήλθε στα Ψαρά, για να φιλοτεχνήσουν το τέμπλο του ναού του Αγίου Νικολάου, ο Γεώργιος έφυγε με ορισμένους νέους στην Καβάλα. Εκεί συνελήφθη να κλέβει από έναν κήπο και παραδόθηκε στον κριτή. Για ν' αποφύγει την τιμωρία δέχτηκε τον Ισλαμισμό, περιτμήθηκε και ονομάστηκε Αχμέτ.
Σε ηλικία 10 χρονών, επέστρεψε στη Χίο κλαίγοντας και ομολογώντας τον Χριστό. Ο πατέρας του για να τον προφυλάξει τον μετέφερε σ' ένα κτήμα του στις Κυδωνιές.
Αργότερα, 22 χρονών, αρραβωνιάστηκε και ο αδελφός της μνηστής του, επειδή είχε μαζί του χρηματικές διαφορές, τον πρόδωσε στον Τούρκο διοικητή, ότι ενώ έγινε Μουσουλμάνος επανήλθε στον Χριστιανισμό. Βασανίστηκε σκληρά και αφού μέσα στη φυλακή κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, το πρωί της 26ης Νοεμβρίου 1807 μ.Χ. του έκοψαν - με μαρτυρικό τρόπο - το κεφάλι λίγο-λίγο. Έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, από τον αθλοθέτη Χριστό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Ὁ Μάρτυς Γεώργιε ξίφει τὴν κάραν τμηθείς, θεόθεν δεδόξασται, ἐν οὐρανῷ καὶ ἐν γῇ, τῆς τοῦ Χίου τὸ σέμνωμα, ἄνω γὰρ ἀφθαρσίας στέφει θείῳ ἐστέφθη, κάτω δὲ θείοις ὕμνοις, παρ’ ἀνθρώπων ὑμνεῖται αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς φίλον σε Χριστοῦ, καὶ Μάρτυρα δοξάζομεν, αἰτούμενοι θερμῶς, τὴν θείαν σου ἀντίληψιν, Ἀθλητὰ Γεώργιε, ἥν παράσχοις ἡμῖν τοῖς οἰκέταις σου, τοῖς καταφεύγουσι πρὸς σέ, ῥυόμενος δεινῶς τῶν συνεχόντων ἡμᾶς.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ εὔσημος μνήμη σου Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Γεώργιε ἔνδοξε, εἰς εὐφημίαν τῶν σῶν, ἀγώνων συνήγαγεν, ἅπαν πιστῶν τὸ πλῆθος, οὕς φρουρῶν μὴ ἐλλείπης, ῥῦου παντὸς κινδύνου, καὶ παντοίας ἀνάγκης, ταῖς σαῖς πρὸς τὸν Θεὸν ἱεραῖς παρακλήσεσιν.
Ὁ Οἶκος
Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον τοῦ Νεομάρτυρος καὶ γενναιόφρονος Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου, καὶ τῷ νικοποιῷ Χριστῷ ὕμνον ἐπινίκιον ᾄσωμεν, τῷ ἐνισχύσαντι αὐτὸν ἀθλῆσαι, καὶ νικητὴν τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν ἀναδείξαντι, καὶ ὡς φίλον ἑαυτοῦ καὶ Μάρτυρα δοξάσαντι, καὶ τῇ αὐτοῦ μαρτυρικῆ μεσιτείᾳ ῥυομένῳ δεινῶν τῶν συνεχόντων ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον
Ἔνδοξος ἐν Μάρτυσιν ὁ κλεινὸς Γεώργιος ὤφθη, τοῖς ἀρχαίοις, σὺ δ’ ἐν τοῖς νῦν, Γεώργιε νέε, ὁμώνυμε ἐκείνῳ, καὶ σύσκηνε δι’ ὅ σε τιμῶμεν ἅπαντες.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τοὺς μετ’ εὐλαβείας τὰ ἱερά, λείψανά σου Μάρτυς, προσκυνοῦντας σαῖς πρὸς Θεόν, ἱεραῖς πρεσβείαις φρουρῶν μὴ διαλείπῃς, Νεομαρτύρων κλέος θεῖε Γεώργιε.
Σε ηλικία 18 μηνών, ορφανός από μητέρα, παραδόθηκε από τον πατέρα του να τον αναθρέψει η μητριά του. Σε παιδική ηλικία οι γονείς, παρέδωσαν τον Γεώργιο σε κάποιο λεπτουργό, Βισσετζή ονομαζόμενο, για να του μάθει την τέχνη του. Όταν κάποτε με το αφεντικό του ήλθε στα Ψαρά, για να φιλοτεχνήσουν το τέμπλο του ναού του Αγίου Νικολάου, ο Γεώργιος έφυγε με ορισμένους νέους στην Καβάλα. Εκεί συνελήφθη να κλέβει από έναν κήπο και παραδόθηκε στον κριτή. Για ν' αποφύγει την τιμωρία δέχτηκε τον Ισλαμισμό, περιτμήθηκε και ονομάστηκε Αχμέτ.
Σε ηλικία 10 χρονών, επέστρεψε στη Χίο κλαίγοντας και ομολογώντας τον Χριστό. Ο πατέρας του για να τον προφυλάξει τον μετέφερε σ' ένα κτήμα του στις Κυδωνιές.
Αργότερα, 22 χρονών, αρραβωνιάστηκε και ο αδελφός της μνηστής του, επειδή είχε μαζί του χρηματικές διαφορές, τον πρόδωσε στον Τούρκο διοικητή, ότι ενώ έγινε Μουσουλμάνος επανήλθε στον Χριστιανισμό. Βασανίστηκε σκληρά και αφού μέσα στη φυλακή κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, το πρωί της 26ης Νοεμβρίου 1807 μ.Χ. του έκοψαν - με μαρτυρικό τρόπο - το κεφάλι λίγο-λίγο. Έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου, από τον αθλοθέτη Χριστό.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄.
Ὁ Μάρτυς Γεώργιε ξίφει τὴν κάραν τμηθείς, θεόθεν δεδόξασται, ἐν οὐρανῷ καὶ ἐν γῇ, τῆς τοῦ Χίου τὸ σέμνωμα, ἄνω γὰρ ἀφθαρσίας στέφει θείῳ ἐστέφθη, κάτω δὲ θείοις ὕμνοις, παρ’ ἀνθρώπων ὑμνεῖται αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὡς φίλον σε Χριστοῦ, καὶ Μάρτυρα δοξάζομεν, αἰτούμενοι θερμῶς, τὴν θείαν σου ἀντίληψιν, Ἀθλητὰ Γεώργιε, ἥν παράσχοις ἡμῖν τοῖς οἰκέταις σου, τοῖς καταφεύγουσι πρὸς σέ, ῥυόμενος δεινῶς τῶν συνεχόντων ἡμᾶς.
Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡ εὔσημος μνήμη σου Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, Γεώργιε ἔνδοξε, εἰς εὐφημίαν τῶν σῶν, ἀγώνων συνήγαγεν, ἅπαν πιστῶν τὸ πλῆθος, οὕς φρουρῶν μὴ ἐλλείπης, ῥῦου παντὸς κινδύνου, καὶ παντοίας ἀνάγκης, ταῖς σαῖς πρὸς τὸν Θεὸν ἱεραῖς παρακλήσεσιν.
Ὁ Οἶκος
Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, ἐν τῇ μνήμῃ σήμερον τοῦ Νεομάρτυρος καὶ γενναιόφρονος Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου, καὶ τῷ νικοποιῷ Χριστῷ ὕμνον ἐπινίκιον ᾄσωμεν, τῷ ἐνισχύσαντι αὐτὸν ἀθλῆσαι, καὶ νικητὴν τῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν ἀναδείξαντι, καὶ ὡς φίλον ἑαυτοῦ καὶ Μάρτυρα δοξάσαντι, καὶ τῇ αὐτοῦ μαρτυρικῆ μεσιτείᾳ ῥυομένῳ δεινῶν τῶν συνεχόντων ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον
Ἔνδοξος ἐν Μάρτυσιν ὁ κλεινὸς Γεώργιος ὤφθη, τοῖς ἀρχαίοις, σὺ δ’ ἐν τοῖς νῦν, Γεώργιε νέε, ὁμώνυμε ἐκείνῳ, καὶ σύσκηνε δι’ ὅ σε τιμῶμεν ἅπαντες.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Τοὺς μετ’ εὐλαβείας τὰ ἱερά, λείψανά σου Μάρτυς, προσκυνοῦντας σαῖς πρὸς Θεόν, ἱεραῖς πρεσβείαις φρουρῶν μὴ διαλείπῃς, Νεομαρτύρων κλέος θεῖε Γεώργιε.
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ ἐν τὴ Κλίμακι
Κακὸν φυγὼν πᾶν Ἀκάκιος ἐν βίῳ.
Καλοῖς ἀπείροις ἐντρυφᾷ λιπὼν βίον.
Ο Όσιος Ακάκιος αναφέρεται από τον Άγιο Ιωάννη, που συνέγραψε την Κλίμακα (βλέπε 30 Μαρτίου) γι' αυτό και ονομάζεται «ὁ ἐν τῇ Κλίμακι».
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ.
Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του.
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του.
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό.
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία:
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον.
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
«Κλίμαξ» Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου - ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Περί υπακοής
[...] Αὐτὸς λοιπὸν μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑπόμενα:
«Στὸ Μοναστήρι μου, στὴν Ἀσία ‐ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν ὁ ἐνάρετος αὐτός‐ εὑρισκόταν ἕνα ἡλικιωμένος μοναχὸς πολὺ ἀμελὴς καὶ ἀκόλαστος. Αὐτὸ τὸ λέγω ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ‐δὲν γνωρίζω πῶς‐ ἀπέκτησε ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ὀνόματι Ἀκάκιο, μὲ ἁπλότητα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σύνεσι λογισμοῦ. Τὰ ὅσα δὲ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν Γέροντα αὐτὸν θὰ φανοῦν στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Ὄχι μόνο μὲ ὕβρεις καὶ ἀτιμίες ἀλλὰ καὶ μὲ κτυπήματα δυνατὰ τὸν ἐβασάνιζε κάθε ἡμέρα. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ Ἀκάκιος φαινόταν ἀνόητη, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἶχε τὴν θέσι της.
» Βλέποντάς τον ἐγὼ νὰ ταλαιπωρῆται τόσο πολὺ καθημερινὰ σὰν ἀγορασμένος δοῦλος, τὸν ἐρωτοῦσα πολλὲς φορὲς ὅταν τὸν συναντοῦσα: «Πῶς εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀκάκιε; Πῶς πέρασες σήμερα;» Καὶ ἀμέσως μοῦ ἔδειχνε ἄλλοτε τὸ μάτι του μελανιασμένο, ἄλλοτε πρησμένο τὸν τράχηλο καὶ ἄλλοτε κτυπημένο τὸ κεφάλι του. Ἐγὼ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἔλεγα: «Καλὰ πηγαίνομε! Καλά! Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ ὠφεληθῆς».
» Ἀφοῦ πέρασε ἐννέα ἔτη στὴν ὑπακοὴ τοῦ σκληροῦ Γέροντα, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Πέντε ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, ὁ Γέροντας τοῦ Ἀκακίου ἐπῆγε σ᾿ ἕνα μεγάλο Γέροντα, ἐκεῖ πλησίον, καὶ τοῦ λέγει: «Πάτερ, ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανε»! Ἐκεῖνος μόλις τὸ ἄκουσε, τοῦ ἀποκρίνεται: «Πίστεψέ μὲ, Γέροντα! Δὲν τὸ πιστεύω». Αὐτὸς τότε τοῦ λέγει: «Ἔλα νὰ ἰδῆς»!
Σηκώνεται τότε γρήγορα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα τοῦ «μακαρίου πύκτου», φθάνει στὸ κοιμητήριο καὶ φωνάζει στὸν νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανὸ ‐καὶ πράγματι, ἂν καὶ νεκρὸς ζοῦσε‐ καὶ τοῦ λέγει:
«Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες»; Ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ὑποτακτικός, δείχνοντας ὑπακοὴ καὶ μετὰ θάνατον, ἀποκρίθηκε στὸν μεγάλο Γέροντα: «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς»;
» Τότε ὁ Γέροντας ποὺ ἐθεωρεῖτο πνευματικὸς πατήρ του, κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴ γῆ γεμάτος δάκρυα. Ἐν συνεχείᾳ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας ἕνα κελλὶ κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἔζησε μὲ καθαρότητα τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, ὀμολογώντας συνεχῶς στοὺς πατέρες ὅτι διέπραξε φόνο». [...]
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἑώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.
Μόνασε στη Μικρά Ασία (στο Μοναστήρι Κελλιβάρα του όρους Λάτρου) και διακρίθηκε για την ανεξάντλητη υπομονή του. Έλεγε μάλιστα: «πλανώνται όσοι νομίζουν ότι δεν θυμώνω ποτέ.
Θυμώνω, αλλά κατά των δύο μεγαλυτέρων εχθρών. Ο ένας είναι ο Σατανάς, τον άλλο περιττό να σας τον πω» και έδειχνε τον εαυτό του.
Στο Μοναστήρι είχε πολύ δύστροπο προϊστάμενο, αλλά απέναντι του ο Ακάκιος δεν έλεγε το παραμικρό. Ο ηγούμενος τον κακοποιούσε και ο Ακάκιος τον αγαπούσε, όμως τον έθλιβε το γεγονός ότι κινδύνευε η σωτηρία του ηγουμένου του από την όλη διαγωγή του.
Ο Ακάκιος πέθανε νέος, έχοντας παροιμιώδη υπομονή και ζωντανή ελπίδα στον Θεό.
Ακολουθία του Οσίου συνέγραψε ο σοφολογιότατος διδάσκαλος Xριστοφόρος Προδρομίτης.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στον συναξαριστή του, μας πληροφορεί ότι το τίμιο λείψανο του Αγίου έμεινε άφθορο και σώο για πολλά χρόνια. Μας διηγείται δε και την εξής ιστορία:
«Συνέβη δε μίαν φοράν να εύγουν οι μοναχοί του Mοναστηρίου εκείνου διά να θερίσουν. Eπειδή εις τούτο τους εκάλει ο του θέρους καιρός. Δύω δε μόνον αδελφοί έμειναν εις το Mοναστήριον. O ένας μεν, διά να το φυλάττη, ο δε άλλος, διατί ήτον ασθενής. Hκολούθησε λοιπόν και απέθανεν ο ασθενής. O δε άλλος αδελφός, μόνος ώντας, δεν εδύνετο να σκάψη τάφον, και τα άλλα να κάμη τα εις ταφήν επιτήδεια. Όθεν ανοίξας τον έτοιμον τάφον του Aγίου Aκακίου, εκεί έβαλε τον αποθανόντα ομού με τον Άγιον.
Kατά την αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας εις τον τάφον, ευρήκεν ερριμμένον έξω του τάφου τον αποθανόντα αδελφόν. Kαι πάλιν έβαλεν αυτόν μέσα εις τον τάφον του Aγίου. Eπειδή δε πάλιν εύρεν αυτόν έξω ερριμμένον, επαραπονείτο προς τον Άγιον, δικαιολογούμενος και λέγων. Ήκουσα, Άγιε Aκάκιε, ότι κανένας άλλος δεν επρόκοψεν εις την υπακοήν καθώς εσύ. Aλλά τώρα, ως βλέπω, έγινες παρήκοος και υπερήφανος τόσον, ώστε οπού δεν δέχεσαι τον αδελφόν μέσα εις τον τάφον σου, αλλά τον ρίπτεις έξω. Λοιπόν ή άφες αυτόν να ευρίσκεται μαζί σου εις ένα τάφον, ή ανίσως πάλιν ρίψης αυτόν έξω, πλέον δεν θέλω σε υποφέρω, αλλά θέλω σε εκβάλω από τον τάφον. Όθεν έβαλε τον αδελφόν πάλιν εις τον τάφον του Aγίου και ανεχώρησε. Tην αυρινήν δε ημέραν πηγαίνωντας πάλιν, τον μεν αποθανόντα αδελφόν, εύρε κείμενον εις τον τάφον, τον δε Άγιον Aκάκιον δεν ευρήκεν. Όθεν έως της σήμερον βλέπεται ο τάφος άδειος, έχων την επωνυμίαν του Aγίου Aκακίου».
«Κλίμαξ» Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου - ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ: Περί υπακοής
[...] Αὐτὸς λοιπὸν μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑπόμενα:
«Στὸ Μοναστήρι μου, στὴν Ἀσία ‐ἀπὸ ἐκεῖ προερχόταν ὁ ἐνάρετος αὐτός‐ εὑρισκόταν ἕνα ἡλικιωμένος μοναχὸς πολὺ ἀμελὴς καὶ ἀκόλαστος. Αὐτὸ τὸ λέγω ὄχι γιὰ νὰ τὸν κρίνω, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσω τὴν ἀλήθεια. Αὐτὸς λοιπὸν ‐δὲν γνωρίζω πῶς‐ ἀπέκτησε ἕναν νεαρὸ ὑποτακτικό, ὀνόματι Ἀκάκιο, μὲ ἁπλότητα ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ σύνεσι λογισμοῦ. Τὰ ὅσα δὲ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν Γέροντα αὐτὸν θὰ φανοῦν στοὺς πολλοὺς ἀπίστευτα. Ὄχι μόνο μὲ ὕβρεις καὶ ἀτιμίες ἀλλὰ καὶ μὲ κτυπήματα δυνατὰ τὸν ἐβασάνιζε κάθε ἡμέρα. Ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειχνε ὁ Ἀκάκιος φαινόταν ἀνόητη, ἀλλὰ δὲν ἦταν. Εἶχε τὴν θέσι της.
» Βλέποντάς τον ἐγὼ νὰ ταλαιπωρῆται τόσο πολὺ καθημερινὰ σὰν ἀγορασμένος δοῦλος, τὸν ἐρωτοῦσα πολλὲς φορὲς ὅταν τὸν συναντοῦσα: «Πῶς εἶσαι, ἀδελφὲ Ἀκάκιε; Πῶς πέρασες σήμερα;» Καὶ ἀμέσως μοῦ ἔδειχνε ἄλλοτε τὸ μάτι του μελανιασμένο, ἄλλοτε πρησμένο τὸν τράχηλο καὶ ἄλλοτε κτυπημένο τὸ κεφάλι του. Ἐγὼ γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, τοῦ ἔλεγα: «Καλὰ πηγαίνομε! Καλά! Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ ὠφεληθῆς».
» Ἀφοῦ πέρασε ἐννέα ἔτη στὴν ὑπακοὴ τοῦ σκληροῦ Γέροντα, ἐξεδήμησε πρὸς Κύριον. Πέντε ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν ταφή του στὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων, ὁ Γέροντας τοῦ Ἀκακίου ἐπῆγε σ᾿ ἕνα μεγάλο Γέροντα, ἐκεῖ πλησίον, καὶ τοῦ λέγει: «Πάτερ, ὁ ἀδελφὸς Ἀκάκιος ἀπέθανε»! Ἐκεῖνος μόλις τὸ ἄκουσε, τοῦ ἀποκρίνεται: «Πίστεψέ μὲ, Γέροντα! Δὲν τὸ πιστεύω». Αὐτὸς τότε τοῦ λέγει: «Ἔλα νὰ ἰδῆς»!
Σηκώνεται τότε γρήγορα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα τοῦ «μακαρίου πύκτου», φθάνει στὸ κοιμητήριο καὶ φωνάζει στὸν νεκρὸ σὰν σὲ ζωντανὸ ‐καὶ πράγματι, ἂν καὶ νεκρὸς ζοῦσε‐ καὶ τοῦ λέγει:
«Ἀδελφὲ Ἀκάκιε, ἀπέθανες»; Ἐκεῖνος δὲ ὁ καλὸς ὑποτακτικός, δείχνοντας ὑπακοὴ καὶ μετὰ θάνατον, ἀποκρίθηκε στὸν μεγάλο Γέροντα: «Πῶς εἶναι δυνατόν, πάτερ, νὰ πεθάνη ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐργάτης τῆς ὑπακοῆς»;
» Τότε ὁ Γέροντας ποὺ ἐθεωρεῖτο πνευματικὸς πατήρ του, κυριεύθηκε ἀπὸ φόβο καὶ ἔπεσε κατὰ πρόσωπον στὴ γῆ γεμάτος δάκρυα. Ἐν συνεχείᾳ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο τῆς Λαύρας ἕνα κελλὶ κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἔζησε μὲ καθαρότητα τὴν ὑπόλοιπη ζωή του, ὀμολογώντας συνεχῶς στοὺς πατέρες ὅτι διέπραξε φόνο». [...]
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἑώας ἐξήστραψας, ὥσπερ ἀστὴρ φαεινός, καὶ πάντας ἐφαίδρυνας τῶν μονοτρόπων χορούς, Ἀκάκιε ὅσιε, αἴγλη τῶν ἀρετῶν σου, καὶ διήγειρας τούτους, ἄνθεσιν ἐγκωμίων, καταστέφειν σὺν πόθῳ, τὴν σὴν φαιδρὰν καὶ σεπτήν, καὶ πάντιμον μνήμην.
Άγιος Σοφιανός επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως καί Αργυροκάστρου
Ο Άγιος Σοφιανός, υπήρξε σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα της εποχής του στην περιοχή της Ηπείρου και θεωρείται ο πρόδρομος του Κοσμά του Αιτωλού (βλέπε 24 Αυγούστου). Γεννήθηκε πιθανότατα στο χωριό Πολύτσιανη (περιοχή Πωγωνίου της Βορείου Ηπείρου). Έμεινε γνωστός από τη στιγμή που ανέλαβε επίσκοπος Δρυινουπόλεως (περιοχή Αργυροκάστρου, Δέλβινου, Χειμάρρας).
Το 1672 μ.Χ. ίδρυσε στο τοπικό μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου σχολείο. Την εποχή που έζησε, οι εξισλαμισμοί ήταν ιδιαίτερα σύνηθες φαινόμενο. Ο ίδιος θέλοντας να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση περιόδευε από χωριό σε χωριό για να πείσει τον κόσμο να διατηρήσει τις παραδόσεις και την θρησκεία του. Το 1711 μ.Χ., λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, παραιτείται από τα ιερατικά καθήκοντα και γίνεται μοναχός για να αποδοθεί αποκλειστικά στο κηρυκτικό και ιεραποστολικό του έργο.
Λόγω το χαρακτήρα του ήταν ιδιαίτερα σεβαστός ακόμη και από τους μουσουλμάνους. Μαρτυρείται μάλιστα η περίπτωση μιας νεαρής μουσουλμάνας, που απελπισμένη προσέφυγε στον Άγιο, αδυνατώντας να βρει το κεντημένο με χρυσά φλουριά φέσι της. Εκείνος προσευχήθηκε θερμά και της αποκάλυψε ότι το φέσι της βρισκόταν στην φωλιά ενός πελαργού, υποδεικνύοντας μάλιστα το ακριβές σημείο, όπου λίγο αργότερα το βρήκε ευγνωμονώντας τον Άγιο.
Ένα ακόμη θαύμα του Αγίου μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές και οι προφορικές μαρτυρίες. Τη Μονή του Αγίου Αθανασίου επισκέφτηκε ένας διαβάτης, στον οποίο οι μοναχοί διηγήθηκαν κάποιο θαύμα. Στη διήγηση ήταν παρών και ο Άγιος Σοφιανός, που άκουγε προσεκτικά. Ο διαβάτης αρχικά φάνηκε δύσπιστος στη διήγηση των μοναχών και κατόπιν εξέφρασε έντονα την απιστία του. Τότε ο Άγιος σηκώθηκε και διέταξε ένα νεαρό καλογέρι να πάρει από το τζάκι τρία κομμάτια ξύλου κερασιάς, που καίγονταν. Ζήτησε από τον ξένο και άπιστο διαβάτη και τον καλόγερο να τον ακολουθήσουν στην αυλή και, παίρνοντας την αξίνα, φύτεψε τα καμένα τρία κομμάτια ξύλου λέγοντας στο διαβάτη ότι αυτά θα ανθίσουν και θα καρποφορήσουν μέχρι επόμενη άνοιξη, για να του δείξει ο Θεός έμπρακτα ότι η διήγηση των μοναχών για το αναφερόμενο θαύμα ήταν πέρα για πέρα αληθινή.
Και με τις προσευχές του Αγίου το θαύμα έγινε. Τα καμένα ξύλα έπιασαν ρίζες, έβγαλαν φύλλα και καρπούς, όπως εκείνος είχε προβλέψει. Βρίσκονται ακόμη και στις μέρες μας στον περίβολο της Ιεράς Μονής, που σήμερα φέρει πλέον και το όνομα του Αγίου και ονομάζεται Μονή Αγίων Αθανασίου και Σοφιανού.
Ο Άγιος Σοφιανός κοιμήθηκε στις 26 Νοεμβρίου του 1711 μ.Χ. Η τιμία του κάρα καθώς και τα ιερά του λείψανα φυλάσσονται σε περίτεχνες θήκες, τα οποία από την Μονή του Οσίου μεταφέρθηκαν για λόγους ασφαλείας από τον ευλαβέστατο ιερέα του χωριού π. Ευθύμιο Καλαμά και τους κατοίκους του στο κεντρικό ιερό Ναό των Ταξιαρχών της Πολύτσανης, όπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται για αγιασμό και ευλογία.
Ἀπολυτίκιον
Ἱεραρχίας κεχρισμένος τῷ μύρῳ, ἀρχιερεύς περιφανής ἀνεδείχθης πᾶσι Χριστοῦ θεράπων ἐνθεώτατος, καί σοφῶς ἐποίμανας τόν λαόν τοῦ Κυρίου, Σοφιανέ ὅσιε, διά λόγων καί ἔργων۰ καί νῦν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ἐλεηθῆναι τούς σέ μακαρίζοντας.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Δρυϊνουπόλεως ἱερός ποιμήν ἀνεδείχθης, ὡς τῶν πάλαι Ἱεραρχῶν μιμητῆς ἐν πάσι, Σοφιανέ παμμάκαρ, ἐνθέοις προτερήμασι σεμνυνόμενος.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀναχωρητὴς
Ὁ Ἰάκωβος ἀναχωρήσας κόσμου,
Νῦν τὴν ὑπερκόσμιον οἰκεῖ πατρίδα.
Γι’ αὐτὸν ἀφηγεῖται ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ γνώρισε τὸν Ὅσιο προσωπικὰ (Φιλόθεος Ἱστορία, ἀριθ. 21).
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἀσκήτευε στὴν ἀρχή, μέσα σ’ ἕνα πολὺ στενὸ κελί. Κατόπιν ἀνέβηκε στὸ κοντινὸ βουνὸ τῆς πόλης Κύρου καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε χωρὶς νὰ κατασκευάσει καλύβα. Ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα ὕψη πνευματικότητας, ποὺ κάποτε ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἀναστήσει τὸ παιδὶ μιᾶς οἰκογένειας.
Ἔτσι λοιπόν, αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἀσκήτευε στὴν ἀρχή, μέσα σ’ ἕνα πολὺ στενὸ κελί. Κατόπιν ἀνέβηκε στὸ κοντινὸ βουνὸ τῆς πόλης Κύρου καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε χωρὶς νὰ κατασκευάσει καλύβα. Ἔφτασε σὲ τόσο μεγάλα ὕψη πνευματικότητας, ποὺ κάποτε ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ ἀναστήσει τὸ παιδὶ μιᾶς οἰκογένειας.
Ἔτσι λοιπόν, αὐστηρὰ ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Σίλος Ἐπίσκοπος Κορίνθου τῆς Περσίας
Tης γης αποστάς γηΐνων θ’ ομού Πάτερ,
Nυν εγκατοικείς ουρανώ μάκαρ Σίλε.
Δὲν ὑπάρχουν λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ἐγκαίνια Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν τῷ Κυπαρίσσῳ (ἢ Κυπαρισσίῳ)
Ο ναός αυτός του Αγίου Γεωργίου, στο Κυπαρίσσιον της Κωνσταντινουπόλεως, ίσως να ανήκε στον Ατταλειάτη Μιχαήλ (1077 μ.Χ.), διότι εκεί είχε τον οικογενειακό τάφο αυτού.
Κατά τον Πατμιακό Κώδικα 266 τα εγκαίνια του ναού έγιναν στις 24 Απριλίου.
Κατά τον Πατμιακό Κώδικα 266 τα εγκαίνια του ναού έγιναν στις 24 Απριλίου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σ. 119, ἔκδοση Ἀρχιμανδρίτη Καλλίστου.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σ. 119, ἔκδοση Ἀρχιμανδρίτη Καλλίστου.
Ὁ Ὅσιος Χαιρέμων
Δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τὰ Μηναῖα καὶ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου.
Ἀναφέρεται ὅμως τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 μὲ σύντομο ὑπόμνημα, ποὺ λέει, ὅτι ἔζησε μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη. Ἐπίσης ἡ ζωή του μέσα στὴν ἔρημο ἦταν ἀσκητικότατη καὶ ἔτσι ἀπεβίωσε.
Ἀναφέρεται ὅμως τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 μὲ σύντομο ὑπόμνημα, ποὺ λέει, ὅτι ἔζησε μὲ ἁγνότητα καὶ σωφροσύνη. Ἐπίσης ἡ ζωή του μέσα στὴν ἔρημο ἦταν ἀσκητικότατη καὶ ἔτσι ἀπεβίωσε.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκεντίος ὁ Θαυματουργός
Ἦταν ὁ πρῶτος Ἐπίσκοπος Ἰρκούτας (Ρωσία).
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ὁ Πέρσης
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία του στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259φ. 229α, μαθαίνουμε ὅτι ἤλεγξε τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο μετὰ ἀπὸ πολλὰ καὶ διάφορα βασανιστήρια.
«Πᾶνος»