Η πανδημία της μοναξιάς- Η τραγικότητα μίας κοινωνίας χωρίς Θεό.

 

Παρόλους τους τόσους σύγχρονους τρόπους

επικοινωνίας ο άνθρωπος απομονώνεται όλο και πιο πολύ

 Το άρθρο, αν και παρουσιάζει την πραγματικότητα, κάνει λάθος στην αντιμετώπισή της: "Το φάρμακο, το εμβόλιο και το μόνο αποτελεσματικό όπλο κατά της μοναξιάς είναι οι ανθρώπινες σχέσεις." Το φάρμακο όμως δεν είναι τίποτα άλλο από την αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον. Χωρὶς Θεό αληθινή αγάπη προς τον πλησίον δεν θα υπάρξει και η μοναξιά θα συνεχιστεί, διότι θα εφευρίσκουμε συνέχεια κακέκτυπα σχέσεων.

Η Κατερίνα τις νύχτες πριν κοιμηθεί χαζεύει στο κινητό της. Διαβάζει σχόλια στο Facebook ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Ποτέ δεν σχολιάζει κάτι η ίδια, πολύ σπάνια πατάει το link που οδηγεί στο προτεινόμενο θέμα. Πηγαίνει κατευθείαν στο τέλος κάθε δημοσίευσης, επιλέγει «όλα τα σχόλια» και βυθίζεται στην αλλοπρόσαλλη θάλασσα που δημιουργούν κάτω από κάθε ανάρτηση οι  απόψεις εκατοντάδων αγνώστων σε εκείνη ανθρώπων μέχρι να νυστάξει. 

Τα πρωινά πηγαίνει στη δουλειά της και σχεδόν καθημερινά μιλάει στο τηλέφωνο με τη μητέρα της, αλλά αισθάνεται ότι αυτή η νυχτερινή ενασχόληση -η ανάγνωση των σχολίων στο Facebook- είναι ό,τι πιο κοντινό σε ανθρώπινη επαφή ή κοινωνική συναναστροφή υπάρχει στη ζωή της. Τα σχόλια είναι η παρέα της. Διαβάζει τις γνώμες των άλλων όπως θα άκουγε στο τηλέφωνο τις φίλες της και αντιδρά στα γραφόμενα -χαμογελά ή εκνευρίζεται- όπως θα έκανε σε ένα οικογενειακό τραπέζι ή σε ένα πρώτο ραντεβού με κάποιον υποψήφιο εραστή. 

Πολλές φορές θυμώνει με τον εαυτό της που έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Η σκέψη ότι μπορεί να είναι η μόνη που νιώθει τόσο μόνη ώστε να κρέμεται από τα χαζοσχόλια, την καταθλίβει. Δεν είναι η μόνη, όμως. Η ανάγνωση των σχολίων στα σόσιαλ μίντια είναι δημοφιλέστατη πρακτική μεταξύ των χρηστών και αντιμετωπίζεται εδώ και καιρό ως δυναμική τάση, απόλυτα μετρήσιμη και εμπορικά αξιοποιήσιμη από τους digital publishers και τα διαφημιστικά γραφεία. Η Κατερίνα, όμως, δεν το γνωρίζει. 

Σχεδόν κάθε νύχτα, λίγο πριν ενεργοποιήσει το ξυπνητήρι του κινητού της για να την ξυπνήσει το επόμενο πρωί, φαντάζεται ότι βγαίνει από το σώμα της και παρατηρεί τον εαυτό της από ψηλά. Βλέπει το κρεβάτι της σαν μια μοναχική σχεδία στη μέση ενός σκοτεινού, τρικυμισμένου ωκεανού. Εκείνη είναι γαντζωμένη στο κρεβάτι-σχεδία και το κινητό της αναβοσβήνει σαν το φωτάκι στο σωσίβιο ενός ναυαγού – μια χλωμή λάμψη που σύντομα θα την καταπιεί η απεραντοσύνη της νύχτας. Καταλαβαίνει ότι πρόκειται για μια φανταστική σκηνή, για μια προβολή μέσα στο κεφάλι της, αλλά κάθε φορά αυτή η ψευδαισθητική απεικόνιση της απόλυτης μοναξιάς της, την συνθλίβει. Αυτό που και πάλι δεν γνωρίζει, είναι το πόσο στρεβλή είναι αυτή η εικόνα που έχει πλάσει με το μυαλό της. 

Αν η Κατερίνα μπορούσε όντως κάποια νύχτα να βγει από το σώμα της, να αιωρηθεί και να παρατηρήσει την πόλη ή τον κόσμο από ψηλά, θα έβλεπε εκατομμύρια μοναχικά φωτάκια να αναβοσβήνουν. Θα συνειδητοποιούσε ότι η χλωμή λάμψη που εκπέμπεται από το δικό της κρεβάτι είναι το απειροελάχιστο μόριο ενός αργοκίνητου, σιωπηλού, φθοριούχου πλαγκτόν που καλύπτει κάθε νύχτα όλο και μεγαλύτερη επιφάνεια του σκοτεινού αρχιπελάγους που σχηματίζουν τα κράτη του ανεπτυγμένου κόσμου. 

Η μοναξιά είναι μια ασθένεια της εποχής μας. Μια πάθηση με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική και τη σωματική υγεία των ανθρώπων και με έναν ρυθμό εξάπλωσης τόσο γρήγορο, ώστε οι επιστήμονες να εκτιμούν πως μαζί με την κατάθλιψη θα αποτελέσουν τις δύο μεγαλύτερες επιδημίες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα. Ο κορονοϊός, τα λοκντάουν και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης επιτάχυναν δραματικά αυτόν τον ρυθμό. Ήδη πριν την Covid, η μοναξιά είχε χαρακτηριστεί σε αρκετές χώρες ως σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία. Σήμερα, δύο χρόνια μετά το αρχικό ξέσπασμα της πανδημίας, έχει εξελιχθεί σε υπαρκτή κρίση.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μόνο, οι πρώτοι μήνες των περιορισμών και του αποκλεισμού είχαν ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του ποσοστού των πολιτών όλων των ηλικιακών ομάδων που υποφέρουν από μοναξιά. Στις νεότερες ηλικίες (13-35), τα νούμερα έχουν τετραπλασιαστεί σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (του 2016). Σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις και με δεδομένο ότι κάποια από τα περιοριστικά μέτρα έχουν ήδη επιστρέψει στις χώρες της Ένωσης, αυτές τις μέρες των Χριστουγέννων και των γιορτών, ο ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους θα βιώσει ένα βαθύ, πνιγηρό αίσθημα μοναξιάς. Οι μισοί περίπου απ’ αυτούς θα συνεχίσουν να βουλιάζουν και όταν πλέον τα λαμπάκια θα έχουν σβήσει και τα στολίδια θα έχουν επιστρέψει στις κούτες τους. 

ΤΟ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ 

«Στις 12 Φεβρουαρίου του 2021, ο πρωθυπουργός Γιοσιχίντε Σούγκα διόρισε τον Τσετσούσι Σακαμότο ως πρώτο Υπουργό Μοναξιάς της Ιαπωνίας». 

Η φράση θα μπορούσε άνετα να αποτελεί την εισαγωγή ενός ονειρικού διηγήματος της Ογκάουα ή μια off-camera αφήγηση σε κάποιο επεισόδιο του Black Mirror, αλλά δεν ανήκει στη μυθοπλαστική παραγωγή. Είναι απόσπασμα μιας πραγματικής είδησης: Μετά από 11 χρόνια ανεκτής και κάπως καθησυχαστικής στασιμότητας, το ποσοστό των αυτοκτονιών στην Ιαπωνία αυξήθηκε δραματικά τους τελευταίους μήνες του 2020, εξωθώντας την κυβέρνηση της χώρας στη δημιουργία ενός θεσμικού φορέα για την καταπολέμηση της μοναξιάς ως συνθήκη που κάνει τους Ιάπωνες να πηδούν από πεζογέφυρες και να ανοίγουν τις φλέβες τους. 

Αυτό που είχε συμβεί στη χώρα πριν από 11 χρόνια και είχε προκαλέσει 31.600 αυτοκτονίες ήταν η οικονομική κρίση. Αυτό που συνέβη τώρα και οδήγησε 20.919 ανθρώπους στη θλιβερή απόφαση να βάλουν τέλος στη ζωή τους ήταν τα λοκντάουν και οι απαγορεύσεις της κυκλοφορίας. Η επιβεβλημένη λόγω της πανδημίας απομόνωση φαίνεται ότι ξεκλείδωσε το σκοτεινό δωμάτιο όπου είχε καταχωνιαστεί τα τελευταία χρόνια η φετιχιστική σχέση της Ιαπωνίας με τον αναχωρητισμό και την αυτοχειρία. 

Πέρα από το νούμερο αυτό καθαυτό (20.919 αυτοκτονίες, 750 περισσότερες από το 2019), ρίγος στην ιαπωνική κοινωνία προκάλεσε η σημαντική αύξηση του αριθμού των αυτοχείρων γυναικών (6.976) και, κυρίως, των παιδιών: 440 μαθητές του δημοτικού, του γυμνασίου και του λυκείου αυτοκτόνησαν το 2020, οι περισσότεροι μετά το 1980. Σε εθνικό επίπεδο, στην Ιαπωνία αντιστοιχούν 14,9 αυτοκτονίες ανά 100.000 πολίτες, οι περισσότερες μεταξύ των κρατών της G7. 

Ένα ακόμα στοιχείο που σοκάρει είναι ότι η πολυπληθέστερη ομάδα των αυτοχείρων της Ιαπωνίας είναι άνδρες 40 – 50 ετών. Όχι ηλικιωμένοι, δηλαδή, αλλά μεσήλικες που χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση, βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς δουλειά, κλείστηκαν στα σπίτια τους και δεν ξαναβγήκαν ποτέ απ’ αυτά. Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν περίπου 500.000 τέτοιοι σύγχρονοι «ερημίτες» στην ιαπωνική επικράτεια και τουλάχιστον άλλοι τόσοι νεαροί που έχουν επιλέξει να ζουν κλεισμένοι σε μια κρεβατοκάμαρα του πατρικού τους σπιτιού, χωρίς να πηγαίνουν στο σχολείο, χωρίς να εργάζονται και χωρίς να διατηρούν φιλικές σχέσεις ή στοιχειώδεις κοινωνικές επαφές. Η ιαπωνική κοινωνία τους ονομάζει «χικικομόρι» και αποτελούν τον κεντρικό δακτύλιο του κύματος της μοναξιάς που απλώνεται πάνω από τις πόλεις και τις επαρχίες της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου και του δύοντος, γερασμένου πληθυσμού της. 

Ο Τσετσούσι Σακαμότο, ο πρώτος Ιάπωνας υπουργός μοναξιάς, όταν ανέλαβε το χαρτοφυλάκιό του, δεσμεύτηκε να συνεργαστεί με το υπουργείο Υγείας και τους κοινωνικούς φορείς με στόχο την κατάρτιση μιας εθνικής πολιτικής για την αναχαίτιση του χειμάρρου των αυτοκτονιών. Ανακοίνωσε, επιπλέον, μια παράλληλη συνεργασία με το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης για την ενίσχυση των Τραπεζών Τροφίμων και των συσσιτίων για άστεγους και άνεργους κι έθεσε ως προτεραιότητα τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στις εργατικές κατοικίες, στις εγκαταστάσεις της πρόνοιας και στους καταυλισμούς που δημιουργήθηκαν μετά τους σεισμούς του 1995 και το τσουνάμι του 2011. Εκεί, ηλικιωμένοι που γλίτωσαν από τις φυσικές καταστροφές, φυτοζωούν, μαραζώνουν και τελικά πεθαίνουν ολομόναχοι κατά χιλιάδες. Και γι’ αυτούς τους μοναχικούς θανάτους έχει επινοήσει έναν όρο η ιαπωνική κουλτούρα: είναι οι «κοντοκούσι» και αντιστοιχούν σχεδόν στο 5% του συνολικού αριθμού των θανάτων που σημειώνονται κάθε χρόνο στη χώρα. 

Οι διακηρύξεις του Σακαμότο αντιμετωπίστηκαν από την πρώτη στιγμή με καχυποψία. Το σχέδιό του χαρακτηρίστηκε ανεπαρκές, οι ιδέες του άνευ πραγματικής ουσίας και οι πρώτες απόπειρες εφαρμογής τους ανέμπνευστες και παρωχημένες. Η αντιπολίτευση αλλά και πολλοί εκπρόσωποι των υφισταμένων δομών της Πρόνοιας στην Ιαπωνία κατηγόρησαν τον υπουργό ότι αντέγραψε αντίστοιχα πλαίσια άλλων χωρών, χωρίς να λάβει υπόψιν του τα πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που καθιστούν την ιαπωνική μοναξιά τόσο ξεχωριστή και -τελικά- τόσο θανάσιμη. Ο Γιουιτσίρο Ταμάκι, ηγέτης του αντιπολιτευτικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος, αντιπρότεινε ένα σχέδιο δράσης που θα ξεκινά με την επαναδιατύπωση του ορισμού της μοναξιάς ως παθολογικής κατάστασης και θα εστιάζει όχι μόνο στα θύματα της ακούσιας, αναγκαστικής απομόνωσης, αλλά και στις πολυπληθείς ομάδες των νεαρών και των μεσηλίκων που επιλέγουν συνειδητά τον μοναχικό και αποκομμένο από την κοινωνία βίο. Κατά τη γνώμη του, η Ιαπωνία όφειλε να έχει κηρύξει τον πόλεμο στη μοναξιά πριν από 30 χρόνια. Τώρα πια κάποιες μάχες έχουν ήδη χαθεί και η ιαπωνική κοινωνία πρέπει να συμβιβαστεί με την ήττα της από τη μοναξιά ως αιτιατό και να αντεπιτεθεί αντιμετωπίζοντάς τη στο εξής ως αίτιο. 

Εν τω μεταξύ, στις αρχές του Οκτώβρη του 2021, στην Ιαπωνία διενεργήθηκαν εθνικές εκλογές. Το κόμμα των φιλελευθέρων παρέμεινε στην κυβέρνηση, αλλά το κυβερνητικό σχήμα άλλαξε δραστικά. Στον πρωθυπουργικό θώκο κάθεται πλέον ο Φούμιο Κισίντα, ενώ το Υπουργείο Μοναξιάς πέρασε στην 61χρονη Σέικο Νόντα, μαζί με έξι ακόμα χαρτοφυλάκια που ορίζουν τη νέα εθνική πολιτική για την καταπολέμηση της υπογεννητικότητας και την αναζωογόνηση του πληθυσμού. Για τους περισσότερους εμπλεκόμενους κοινωνικούς φορείς, η συγκεκριμένη αλλαγή ισοδυναμεί με υποβάθμιση. 

ΜΙΑ ΑΓΡΙΩΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΔΥΣΗ 

“Το πρώτο Υπουργείο Μοναξιάς παγκοσμίως ιδρύθηκε στη δική μας ήπειρο -στο Ηνωμένο Βασίλειο συγκεκριμένα- και τον περασμένο Οκτώβριο συμπλήρωσε τρία χρόνια ύπαρξης και, ασαφούς μάλλον, δράσης.” 

Η Τερέζα Μέι είχε προαναγγείλει στις αρχές του 2018 τη δημιουργία ενός κρατικού φορέα στη μνήμη της Τζο Κοξ, της ακτιβίστριας των Εργατικών που δολοφονήθηκε από έναν ακροδεξιό εξτρεμιστή το 2016, τη θερμή περίοδο της προετοιμασίας της Βρετανίας για το δημοψήφισμα του Brexit. Η Κοξ είχε αφιερώσει τη ζωή και την πολιτική της δράση στην καταπολέμηση της μοναξιάς και -σύμφωνα με την έκθεση που δημοσιεύθηκε έναν χρόνο μετά τη δολοφονία της από το ίδρυμα που σήμερα φέρει το όνομά της– οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου υποφέρουν πολύ από μοναξιά. Ήδη το 2017, πριν την πανδημία και το σοκ του Brexit, εννιά εκατομμύρια Βρετανοί (το 14% του πληθυσμού της χώρας), δήλωναν ότι συχνά ή και διαρκώς αισθάνονται ολομόναχοι. Η ίδια έκθεση υπολόγιζε ότι αυτή η μοναξιά μεταφραζόταν σε απώλεια 32 δισεκατομμυρίων λιρών ετησίως για τις βρετανικές επιχειρήσεις – οι άνθρωποι που δεν έχουν κοινωνική ζωή δεν ξοδεύουν χρήματα σε ταξίδια, εξόδους για φαγητό ή ψυχαγωγία. 

Τον Οκτώβριο του 2018, λοιπόν, δέκα περίπου μήνες μετά τις αρχικές διακηρύξεις, η Τερέζα Μέι εγκαινίασε το βρετανικό Υπουργείο Μοναξιάς και το ανέθεσε στην Τρέισι Κράουτς, υπουργό των Συντηρητικών και μητέρα με ιστορικό βαριάς και μακροχρόνιας κατάθλιψης. Στην εισαγωγική της ομιλία, η 42χρονη τότε Κράουτς είχε χαρακτηρίσει τη μοναξιά ως μια «θλιβερή παράμετρο της σύγχρονης ζωής» και είχε δεσμευτεί για μια ολιστική προσέγγιση στην αντιμετώπισή της. Τα στοιχεία της έκθεσης Κοξ, άλλωστε, έδειχναν ανάγλυφα ότι στο Ηνωμένο βασίλειο η παθολογική μοναξιά δεν ήταν πρόβλημα μόνο των ηλικιωμένων, αλλά και των φτωχών, των ανέργων, των αναπήρων, των μεταναστών και υπερβολικά πολλών νέων ηλικίας 16-24 ετών. 

Πρωινός Ήλιος, Έντουαρντ Χόπερ (1952). Οι πίνακες των μοναχικών γυναικών και των μοναχικών ανδρών του Χόπερ διαμοιράστηκαν εξαντλητικά στα σόσιαλ μίντια τους πρώτους μήνες του υποχρεωτικού εγκλεισμού λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Ο Αμερικανός ζωγράφος αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στην προσπάθεια αποτύπωσης των αισθημάτων της μοναξιάς και της απομόνωσης στις σύγχρονες κοινωνίες.

Οι Βρετανοί υποδέχτηκαν το υπουργείο με τον ποιητικό τίτλο ως μια ακόμα επικοινωνιακή κίνηση της κυβέρνησης Μέι, η οποία μέχρι τότε είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να επιδεινώσει τη θέση των αναξιοπαθούντων και μοναχικών πολιτών της χώρας: είχε προχωρήσει σε σημαντικές περικοπές των κοινωνικών επιδομάτων, είχε κλείσει δημοτικές και κοινοτικές βιβλιοθήκες, κέντρα νεότητας και δημόσιους παιδικούς σταθμούς, είχε σφραγίσει υπνωτήρια αστέγων και σταθμούς παροχής βοήθειας σε ανύπαντρες μητέρες. Επιπλέον, η νέα υπουργός Μοναξιάς είχε ήδη τρία ακόμα χαρτοφυλάκια υπό την επίβλεψή της: ήταν ταυτοχρόνως υπουργός Αθλητισμού, Κοινωνικών Υποθέσεων και Τυχερών Παιγνίων. 

Οι σκεπτικιστές δικαιώθηκαν πανηγυρικά, αφού η Τρέισι Κράουτς όχι μόνο δεν κατάφερε να γίνει «υπουργός Ευτυχίας», όπως είχε ευαγγελιστεί σε μία από τις πρώτες ομιλίες της ως υπουργός Μοναξιάς, αλλά παραιτήθηκε μόλις έναν μήνα αργότερα. Στη θέση της ανέλαβε η Μιμς Ντέιβις, η οποία στην αρχή της θητείας της ανακοίνωσε 126 προγράμματα υποστήριξης για ηλικιωμένους και διάφορες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, αλλά τον Ιούλιο του 2019 εγκατέλειψε τη θέση, προκειμένου να εργαστεί στο πλευρό του νέου πρωθυπουργού, Μπόρις Τζόνσον. Το βρετανικό υπουργείο Μοναξιάς άλλαξε διεύθυνση για τρίτη φορά μέσα σε δύο χρόνια και πέρασε στην ευθύνη της βαρόνης Νταιάνα Μπαράν. Έκτοτε, και μετά από δύο ανασχηματισμούς της κυβέρνησης Τζόνσον, το χαρτοφυλάκιο της μοναξιάς έχει υποβαθμιστεί σε κάτι σαν υποσημείωση χρεωμένη στο υπερυπουργείο που συμπεριλαμβάνει -εκτός των άλλων- τον πολιτισμό και τα media, ενώ η βαρόνη Μπαράν έχει μεταπηδήσει στο υπουργείο Παιδείας. 

Έστω κι έτσι, στο Ηνωμένο Βασίλειο έγιναν κάποια σημαντικά βήματα. Πέρα από τις τηλεφωνικές γραμμές που προσφέρουν υπηρεσίες ψυχολογικής στήριξης, όσοι υποφέρουν από μοναξιά μπορούν να απευθυνθούν πλέον στους γιατρούς του NHS (είναι το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας), καθώς η κυβέρνηση έχει εγκρίνει συνταγογράφηση μαθημάτων χορού και μουσικής, αλλά και προγραμμάτων άθλησης και θεατρικής αγωγής για την ανακούφισή τους. 

Στις ΗΠΑ, ο νυν επικεφαλής του Σώματος Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, Βίβεκ Μέρθι είχε χαρακτηρίσει τη μοναξιά ως «υγειονομική επιδημία που εξαπλώνεται» ήδη από το 2017σε έκθεσή του στο Harvard Business Review, ενώ από το 2010 μια έρευνα σε εθνικό επίπεδο είχε δείξει ότι ο ένας στους τρεις Αμερικανούς πολίτες άνω των 45 υποφέρει από μοναξιά. Στη μελέτη που συνόδευε την έρευνα, συμπεραίνεται ότι η κοινωνική απομόνωση «σχετίζεται με μείωση του προσδόκιμου ζωής ανάλογη με αυτή που επιφέρει το κάπνισμα 15 τσιγάρων ημερησίως».

“H θνησιμότητα μεταξύ των μοναχικών ανθρώπων στις ΗΠΑ είναι 26% μεγαλύτερη απ’ ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό.”

Στην Ευρώπη, η έκθεση του Κοινού Κέντρου Ερευνών που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2021, κατέγραψε την καταστροφική επίδραση της πανδημίας στην ψυχική υγεία των πολιτών της Ε.Ε. Οι δείκτες της μοναξιάς διπλασιάστηκαν στον γενικό πληθυσμό της Ένωσης και τετραπλασιάστηκαν στις ηλικίες 18-25. Η Αντιπρόεδρος της Κομισιόν για θέματα Δημοκρατίας και Δημογραφίας, Ντούμπραβκα Σούιτσα, κατά την παρουσίαση των συμπερασμάτων της έκθεσης, παραδέχτηκε ότι η πανδημία έφερε στο προσκήνιο -και επιδείνωσε- προβλήματα που προϋπήρχαν: «Το αίσθημα της μοναξιάς και η κοινωνική απομόνωση υπήρχαν από πριν, αλλά η επίγνωση και η ευαισθησία μας γι’ αυτά ήταν περιορισμένη». Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι αναφορές στο φαινόμενο της μοναξιάς διπλασιάστηκαν μεσοσταθμικά στα online media των κρατών της Ε.Ε. αλλά η ευαισθητοποίηση σχετικά με το θέμα διαφέρει σημαντικά από κράτος σε κράτος. Κάποιοι ασχολούνται, κάποιοι όχι. 

Η πρώτη μεγάλη έρευνα για τη μοναξιά στις χώρες της Ένωσης είχε διενεργηθεί το 2016 και είχε καταγράψει ότι από τότε, πολύ πριν την πανδημία δηλαδή, το 18% των ενηλίκων Ευρωπαίων (75 εκατομμύρια άνθρωποι) ζούσαν σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού. Στην Ελλάδα και στην Ουγγαρία, το 40% των ενηλίκων δήλωνε ότι συναντιέται με φίλους και μέλη της οικογένειας το πολύ μία φορά τον μήνα. Στη ίδια έκθεση, η μοναξιά συνδεόταν με σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική και τη σωματική υγεία, αλλά και με κοινωνικό στιγματισμό, ο οποίος οδηγεί ακόμα εντονότερη περιθωριοποίηση των μοναχικών ατόμων.

Ένα από τα καταληκτικά συμπεράσματα της έκθεσης ήταν ότι οι σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της μοναξιάς, λαμβάνοντας πλέον υπόψη και τα παθογενή, κλινικά χαρακτηριστικά της. Το ίδιο αίτημα επανέλαβε πρόσφατα και η Επίτροπος Καινοτομίας, Έρευνας, Πολιτισμού, Εκπαίδευσης και Νεολαίας, της Κομισιόν, Μαρίγια Γκαμπριέλ: «Για να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά αυτήν την πρόκληση πρέπει πρώτα να την κατανοήσουμε». 

ΜΟΝΟΙ ΚΑΙ ΑΒΟΗΘΗΤΟΙ

Ο ορισμός της ψυχοπαθητικής μοναξιάς είναι από μόνος του ένα πρόβλημα, το πρώτο από τα πολλά βουνά που πρέπει να σκαρφαλώσουμε μέχρι να φτάσουμε στο σημείο να την αντικρίσουμε κατάματα. Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά η ψυχολόγος Ζέτα Κωνσταντινίδου, «Δεν υπάρχει ένας ενιαίος ορισμός για τη μοναξιά. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις, υπάρχουν αναρίθμητες διαβαθμίσεις στον τρόπο με τον οποίο τη βιώνουμε, από την ταπεινή μας καθημερινότητα μέχρι τις πιο σοβαρές ψυχοπαθολογίες, αλλά η αναζήτηση για έναν, μοναδικό και ‘πολυχρηστικό’ ορισμό οδηγεί στο παράδοξο του αυγού και της κότας. Υπάρχουν γύρω μας μοναχικοί άνθρωποι που έχουν αγκαλιάσει τη μοναχικότητά τους και ζουν με αυτήν για χρόνια και δεν είναι απαραίτητο ότι θα εμφανίσουν χαρακτηριστικά που θα παραπέμπουν σε κάποια ψυχοπαθολογία. Υπάρχουν, όμως, και πάρα πολλοί άλλοι που θα βιώσουν σοβαρή κατάθλιψη που σχετίζεται με τη μοναξιά ή θα εμφανίσουν έντονο και μη διαχειρίσιμο άγχος που σχετίζεται με τη μοναξιά, ψυχοσωματικά συμπτώματα ή ακόμα και σοβαρές παθήσεις όπως η σχιζοφρένεια, που επίσης μπορεί να σχετίζονται με το βίωμα της μοναξιάς». 

Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι τη μοναξιά δεν μπορούμε να την εξαλείψουμε. Μπορούμε να την απαλύνουμε ή να την περιορίσουμε, αλλά δεν θα απαλλαγούμε από αυτή, γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη ύπαρξη. «Το πρώτο πράγμα που βιώνει ένας άνθρωπος όταν έρχεται στον κόσμο, βγαίνοντας από τη μήτρα της μητέρας του, είναι η μοναξιά», σχολιάζει η κα Κωνσταντινίδου. «Περνάμε τους πρώτους μήνες της ζωής μας μέσα σε ένα πολύ προστατευμένο περιβάλλον και κάποια στιγμή απλώς βρισκόμαστε έξω απ’ αυτό, σε έναν αχανή, άγνωστο χώρο». 

Η ανθρωπότητα, βέβαια, κατάφερε να συνυπάρχει με την εγγενή της μοναξιά για πολλούς αιώνες. Ένα τεράστιο μερίδιο του συλλογικού πολιτισμικού μας κληροδοτήματος γεννήθηκε στις πιο σκοτεινές, μοναχικές μέρες των καλλιτεχνών και των κάθε είδους δημιουργών του παρελθόντος. Σύμφωνα με την ιστορικό των ανθρωπίνων συναισθημάτων, Φέι Μπάουντ Αλμπέρτι, όμως, η ψυχοπαθητική μοναξιά όπως τη βιώνουμε σήμερα, είναι ένα θλιβερό αποκλειστικό προνόμιο της δικής μας, σύγχρονης εποχής. Στο βιβλίο της A Biography of Loneliness: The History of an Emotion», σημειώνει εμφατικά ότι «η μοναξιά δεν είναι ένα ανιστορικό, παγκόσμιο φαινόμενο. Στην πραγματικότητα είναι ένα μοντέρνο συναίσθημα. Πριν το 1800, σπανίως αποτυπώνεται με την έννοια που την κατανοούμε σήμερα. Δεν αναφέρεται καν ως αρνητικό βίωμα, αλλά ως μια περίπλοκη συναισθηματική κατάσταση που διαφέρει ανάλογα με την κοινωνική τάξη, το φύλο, την εθνικότητα και το σύνολο των εμπειριών του υποκειμένου που τη βιώνει».  

Σύμφωνα με την Αλμπέρτι, η θριαμβευτική προέλαση της μοναξιάς ενάντια στη συλλογική μας ψυχική υγεία άρχισε την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, με ορμητήριο τις συνοικίες των εξαθλιωμένων εργατών στις πρώτες μεγαλουπόλεις του πλανήτη. Τα δύο χρόνια της πανδημίας και των λοκντάουν έχουν αναμφίβολα λειτουργήσει σαν επιταχυντής σωματιδίων σ’ αυτήν την ξέφρενη πορεία της. Η μοναξιά έχει κερδίσει πλέον κρίσιμα εδάφη. Το υπογραμμίζουν οι ερευνητές στις εκθέσεις τους, το επιβεβαιώνουν και οι ψυχολόγοι με βάση την εμπειρία των δύο τελευταίων χρόνων. «Σίγουρα έχουμε περισσότερα αιτήματα για ψυχοθεραπεία, αλλά και για βοήθεια γενικότερα, από ανθρώπους που ανήκουν σε κοινωνικά, ψυχικά και οικονομικά ευπαθείς ομάδες», αναφέρει χαρακτηριστικά η Ζέτα Κωνσταντινίδου. «Και αυτό είναι κάτι που δεν έχει αναδειχθεί ιδιαίτερα. Χειροκροτούμε -και δικαιολογημένα- τον αγώνα των γιατρών, αλλά και οι άνθρωποι που ασχολούμαστε με την ψυχική υγεία βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή όλο αυτό το διάστημα κι ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με ένα τσουνάμι προβλημάτων». 

Δυστυχώς, το τσουνάμι έχει πλήξει και τους νεότερους Έλληνες. «Μπορεί να μην έχουν γίνει ακόμα σχετικές μελέτες, αλλά θα πάρω το ρίσκο να πω ότι οι έφηβοι και οι νέοι στη χώρα μας βίωσαν πάρα πολύ δύσκολα συναισθήματα μοναξιάς όλο αυτό το διάστημα», αναφέρει η Ζέτα Κωνσταντινίδου. «Η τηλεκπαίδευση και το παρατεταμένο λοκντάουν τους κράτησε για περίπου ενάμιση χρόνο έξω από το βασικό κομμάτι της ζωής τους: το σχολείο, τη σχολική κοινότητα και -τελικά- τον κύκλο των συνομηλίκων τους. Αυτό έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Αντιμετωπίζουμε καθημερινά πλέον εφήβους με φοβίες και κρίσεις πανικού και άγχους. Και τα φαινόμενα βίας που βλέπουμε να εκτυλίσσονται σε διάφορα σχολεία της χώρας δεν είναι άσχετα. Η πανδημία και ο εγκλεισμός έβγαλαν στην επιφάνεια πολύ θυμό. Και ο θυμός είναι οργανικά συνδεδεμένος με τη μοναξιά και την κατάθλιψη». 

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη, ήδη πριν τον κορονοϊό είχαν ξεκινήσει σημαντικές θεσμικές προσπάθειες για τη αντιμετώπιση της μοναξιάς. Κάποιες, μάλιστα, αγγίζουν τα όρια του κοινωνικού πειραματισμού, όπως οι διαγενεακοί οίκοι φροντίδας στο Τόκιο και το Λονδίνο ή η πολυκατοικία στο Χέλσινμποργκ της Σουηδίας όπου ηλικιωμένοι μοναχικοί πολίτες συνυπάρχουν με νεαρούς πρόσφυγες και αλληλοϋποστηρίζονται στην καθημερινότητά τους. Στην Ελλάδα, όμως, η ψυχική υγεία είναι ένας τομέας που μοιάζει εγκαταλελειμμένος από την πολιτεία. «Μια κουβέντα που δεν έγινε ποτέ μέσα στην πανδημία είναι για το πόσο γυμνή είναι η χώρα στην ψυχική υγεία», καταγγέλλει η Ζέτα Κωνσταντινίδου. «Είναι μια απογύμνωση που ξεκίνησε το 2009, με την οικονομική κρίση, και που σήμερα πλέον μας έχει καταστήσει πρακτικά ανοχύρωτους απέναντι σ’ αυτό που αντιμετωπίζουμε. Οι υπάρχουσες δημόσιες δομές για την ψυχική υγεία επαρκούν για να γίνει μια διαγνωστική δουλειά και μετά τίποτα. Δεν προβλέπονται πια ψυχοθεραπευτικές συναντήσεις, πχ. Η επίσημη πολιτεία και το κράτος δεν ασχολούνται με την ψυχική υγεία πέραν αυτής της υποτυπώδους πρωτοβάθμιας φροντίδας. Οι δήμοι αναπτύσσουν κάποιες σημαντικές δράσεις και τρέχουν προγράμματα, αλλά κι αυτά γίνονται χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς να δημιουργείται τελικά ένα ενιαίο δίκτυο».

Ένας ακόμα τομέας που αποδείχθηκε «λίγος» σ’ αυτό το διάστημα της πανδημίας, ήταν τα media. Τα επίσημα δίκτυα ενημέρωσης. Θεωρητικά, είχαν έναν σημαντικό ρόλο να παίξουν -αυτόν της σωστής πληροφόρησης του κοινού για τον κορονοϊό και την αντιμετώπισή του- αλλά όπως παρατηρεί η κα Κωνσταντινίδου, «Όλο αυτό το διάστημα βομβαρδιζόμαστε διαρκώς με δυσοίωνες προβλέψεις και βλέπουμε καθημερινά στις οθόνες μας έναν κατάλογο θανάτων. Ζούμε μια ζοφερή πληροφόρηση και τα ΜΜΕ μοιάζουν να συναγωνίζονται το ένα το άλλο στη ζοφερότητα». Πέραν του αβάσταχτου ψυχικού βάρους που επιφέρει όλος αυτός ο ζόφος, ενεργοποιεί κι έναν αυτόματο ανθρώπινο μηχανισμό: στο τέλος της μέρας θα επιδιώξουμε να απομακρυνθούμε από τη μαυρίλα. Να αποστασιοποιηθούμε. «Όλος αυτός ο βομβαρδισμός ζοφερότητας μπορεί να οδηγήσει στην αποξένωση ή στην αποκτήνωση», διατυπώνει συνοπτικά η κα Κωνσταντινίδου. 

ΙΣΩΣ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΜΟΝΟΙ ΤΕΛΙΚΑ 

Η Κατερίνα και μαζί της πολλά εκατομμύρια άνθρωποι στράφηκαν στον ψηφιακό κόσμο γιατί εκεί βρήκαν ένα σωσίβιο, ένα ασφαλές καταφύγιο και παράλληλα, ένα ανεξάντλητο πεδίο επικοινωνίας, ανταλλαγής πληροφοριών και καταγραφής συναισθημάτων. Ειδικά στο διάστημα της πανδημίας, τα καθιερωμένα σόσιαλ μίντια γιγαντώθηκαν και τα καινούρια -όπως πχ το Tik Tok- έκαναν δισεκατομμυριούχους τους δημιουργούς τους μέσα σε λίγες εβδομάδες. Όλοι μας σε κάποιο βαθμό γαντζωθήκαμε στο Netflix και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να μη βουλιάξουμε τις πρώτες δύσκολες μέρες του λοκντάουν. Μπορεί κυριολεκτικά να σώθηκαν ζωές χάρη στο Casa de Papel και στα χαζά memes. 

Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι χάθηκαν και ζωές στα σόσιαλ μίντια. Κορίτσια και αγόρια αυτοκτόνησαν επειδή έπεσαν θύματα cyberbullying ή revenge porn. Το μίσος και η τοξικότητα ξεχειλίζουν από τις οθόνες και καταστρέφουν καριέρες, σπιλώνουν συνειδήσεις, τραυματίζουν βάναυσα ψυχισμούς και χαρακτήρες. «Αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε», σχολιάζει η Ζέτα Κωνσταντινίδου. «Ήταν αναμενόμενο ότι θα μεταφέρουμε στον ψηφιακό κόσμο ό,τι συμβαίνει στον πραγματικό. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν όταν συνδέονται στο Ίντερνετ. Μεταφέρουν εκεί τη μοναξιά αλλά και την επιθετικότητά τους, την αγάπη και τη συμπόνοια, αλλά και το μίσος τους. Συχνά, μάλιστα, τα μεταφέρουν μεγεθυμένα και πιο έντονα απ’ όσο τα βιώνουν στον πραγματικό κόσμο. Η υπερβολή είναι εύκολο να προκύψει όταν κάποιος σκέφτεται, γράφει, αλλά δεν βρίσκεται εκεί σαν φυσική παρουσία για να υποστεί τις συνέπειες αυτών που γράφει».

Τα σόσιαλ μίντια δεν είναι επαρκές αντίδοτο στη μοναξιά. Και σίγουρα δεν είναι πεδίο ανθρώπινης επαφής τα σχόλια που χαζεύει κάθε βράδυ η Κατερίνα πριν κοιμηθεί. Ευθύνονται για το ένα στα πέντε περιστατικά online παρενόχλησης και ενοχοποιούνται για τα φαινόμενα της συναισθηματικής μόλυνσης και της απανθρωποποίησης στον ψηφιακό κόσμο. Αυτό συνοπτικά σημαίνει ότι τα αρνητικά ή επιθετικά σχόλια προκαλούν τη δημιουργία περισσότερων και ακόμα πιο αρνητικών και επιθετικών σχολίων και οδηγούν τον σχολιαστή να αντιμετωπίζει τους άλλους σχολιαστές όχι σαν ανθρώπους με διαφορετικές απόψεις, αλλά σαν αόρατους και απροσδιόριστους εχθρούς που πρέπει να φιμωθούν ή -ακόμα χειρότερα- να εξαλειφθούν. 

Το φάρμακο, το εμβόλιο και το μόνο αποτελεσματικό όπλο κατά της μοναξιάς είναι οι ανθρώπινες σχέσεις. «Αυτές είναι το κλειδί για να μην αισθανόμαστε μοναξιά που μας πνίγει», καταλήγει η Ζέτα Κωνσταντινίδου. «Αλλά οι σχέσεις στην εποχή μας δεν είναι εύκολες. Οι περισσότεροι από μας θα βιώσουμε σε κάποιες φάσεις της ζωής μας τις σχέσεις σαν αγωνία. Θα βασανιστούμε για να κάνουμε μια σχέση και μετά θα βασανιστούμε για να τη συντηρήσουμε, να ζήσουμε μέσα σ’ αυτήν». 

Αυτό ίσως και να είναι το αντικλείδι που πρέπει να έχουμε στην τσέπη μας κάθε φορά που αισθανόμαστε ότι η μοναξιά μας κλείνει την πόρτα στα μούτρα και μας αφήνει σε ένα στενό, σκοτεινό δωμάτιο: η γνώση ότι όλοι κάπου – κάπου αισθάνονται μόνοι τους. Όλοι κάποτε δυσκολεύονται να ξεκινήσουν μια σχέση ή να τη διατηρήσουν ή να την τελειώσουν. Κι αν κάποιος δυσκολεύεται περισσότερο ή για μεγαλύτερο διάστημα, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να αναζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού. Στις μέρες μας θα τον βρει εύκολα, ακόμα και μέσα από τα σόσιαλ μίντια.

πηγή