Ἑτεροδιδασκαλίας καὶ συγχύσεως τὸ ἀνάγνωσμα.

«Ἔλεγξε τὸν ἀδελφό, δέξου αὐτὴν τὴν ἔχθρα γιὰ τὴν πρὸς τὸν Χριστόν ἀγάπη, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πρὸς αὐτὸν ἀγάπη» (ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ τόμ. 21, ὁμιλία ΙΗ΄ στὴν πρὸς Ἐφεσίους σελ. 138 (ε΄ 5f).



Ἔχει τονιστεῖ οὐκ ὀλίγες φορές, ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους λόγους ἐπικράτησης τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς ἀδυναμίας ἀποτελεσματικοῦ ἀγῶνος εἶναι ἡ δημιουργία καὶ ἡ διάδοση σύγχυσης καὶ ἡ παρουσίαση τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ δοκοῦν, ἂνευ κάποιας ἁγιοπατερικῆς ἀποδείξεως.

Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συμβάλλουν στὴν συνέχιση τῆς σύγχυσης εἶναι ὁ κ. Σαραντίδης, ποὺ δυστυχῶς παρὰ τὶς τόσες ἀναιρέσεις τῶν συχνῶν δογματικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν λαθῶν του, συνεχίζει μὲ περίσσεια ἔπαρση νὰ κάνει τὰ ἴδια λάθη, καθὼς οὔτε οἱ πνευματικοὶ ὁδηγοί του τὸν διορθώνουν, οὔτε τὰ ἱστολόγια ποὺ τὸν δημοσιεύουν προβαίνουν ἔστω καὶ σ’ ἕναν στοιχειώδη ἔλεγχο πρὸς βοήθεια τοῦ συγγραφέως. Ἔτσι συνέγραψε πάλι κείμενο μὲ τὸν βαρύγδουπο τίτλο «Διευκρινήσεις - Μετά μίαν καί δευτέραν δεκαετίαν ἁπλά πρός μή σκεπτομένους καί ἀκηδείς» (ἐδῶ).

Ἂν φυσικὰ τὸ κείμενο περιεῖχε μόνο τὶς ὕβρεις καὶ τὴν ἐπαρμένη δοκησισοφία τοῦ γράφοντος (γράφει ὄχι γιὰ πρώτη φορὰ π.χ. «Ἀλλὰ ἡ βλακεία περίσσεψε… σὰν νὰ ὁμιλεῖς σὲ μωρά») δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος ἀπάντησης.

Τὸ κείμενο του ὅμως ποὺ γιὰ μία ἀκόμα φορὰ στερεῖται παντελῶς πατερικῶν ἀποδείξεων (συνήθεια τοῦ συγραφέως) τῶν ὅσων τραγικῶν ὑποστηρίζει ὁ κ. Σαραντίδης, περιέχει καὶ κακοδοξίες ποὺ προωθοῦν τὴν σύγχυση τοῦ συγχυσμένου ἀρθρογράφου στὸ ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ἤδη συγχυσμένο ποίμνιο. Καὶ γίνομαι πιὸ σαφής:

Γράφει ὁ κ. Σαραντίδης:

«ἡ διακοπὴ μνημόνευσης ἀφορᾷ ρασοφόρους ἱερωμένους. Γιὰ τοὺς λαϊκοὺς λέγεται διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας». Εἶναι νὰ ἀπορεῖ κάποιος μὲ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ κυρίου αὐτοῦ νὰ ἀναιρεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅσους αὐτὸς ὑποστηρίζει.

Δὲν ὑπάρχει, κ. Σαραντίδη, διαφορὰ οὔτε μεταξὺ τῶν δύο ὅρων οὔτε μεταξὺ λαϊκῶν καὶ ἱερέων στὸ θέμα τῆς μνημόνευσης.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ πρῶτο:

Γράφει ὁ π. Θεόδωρος στὸ ἄρθρο του «Ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ  τὴ Ἐκκλησία» μιλώντας γιὰ τὸν 15ο Κανόνα: «ὁ ὅρος “ἀποτείχιση”, ἐνῶ εἶναι ὀρθὸς καὶ κανονικός, δημιουργεῖ παρεξηγήσεις... καὶ πρέπει ἀντὶ αὐτοῦ νὰ χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “Διακοπὴ κοινωνίας” καὶ καλύτερα “Διακοπὴ μνημοσύνου”... Τό “μνημονεύοντες” καὶ “μὴ μνημονεύοντες” ταιριάζει καὶ σήμερα».

Καὶ στὴν ἀποτείχισή του (ἐδῶ) τόνισε ὁ π. Θεόδωρος: «Ὅλα αὐτὰ ἰσχύουν ὑπὸ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ ἐπίσκοπος ὀρθοδοξεῖ, ὅτι ὀρθοτομεῖ τὸν λόγο τῆς ἀλη-θείας, ὅτι δὲν κηρύσσει αἵρεση. Ὅταν κηρύσσει αἵρεση, διακόπτουμε κάθε σχέση μαζί του καὶ κοινωνία καὶ δὲν τὸν μνημονεύουμε στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες. Πῶς θὰ τὰ ἀνεχθεῖ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη ψυχὴ καὶ δὲν θὰ διακόψει τὴν κοινωνία πρὸς αὐτοὺς ποὺ μνημονεύουν καὶ δὲν θὰ τοὺς θεωρήσει ὡς καπήλους καὶ ἐκμεταλλευτὲς τῶν θείων; οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐξηγοῦν γιὰ ποιό λόγο μνημονεύουμε τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχιερέως κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία. Αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ χωρὶς τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως δὲν ἐπιτελεῖται τὸ μυστήριο, κατὰ τὴν σφαλερὴ γνώμη μερικῶν συγχρόνων, ἀλλὰ γιὰ νὰ φανεῖ ἡ «τέλεια συγκοινωνία», ἡ ταυτότητα πίστεως τοῦ μνημονεύοντος καὶ τοῦ μνημονευομέν.

Τί λένε οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες στὴν γνωστὴ ἐπιστολή τους στὸν αὐτοκράτορα Μιχαήλ (Ἐπιστολὴ ὁμολογητικὴ τῶν Ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ Παλαιολόγον, ἐν V. Laurent – J. Darrouzes, Dossier Grec, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 397-399. Αὐτόθι, σελ. 399); «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο· γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, “δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγὴν καὶ ὅτι κοινωνὸς αὐτοῦ τῆς πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος».

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγ. Θεόδωρος (1230 μ.Χ.), ἐπίσκοπος Ἀνδίδων γράφει (Προθεωρία κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων 32, PG 140, 460-461): «Εἶτα ἡ ἐκφώνησις· Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾽ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον καὶ ὅτι τούτου μνημονευομένου τοῦ ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν μυστηρίων διάδοχος, ἀλλ᾽ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἢ εὑρετὴς τῶν παρ᾽ αὐτοῦ προσφερομένων συμβόλων».

Στὰ δὲ πορίσματα Πορίσματα τοῦ μεγάλου Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου πού ὀργάνωσαν στήν Θεσσαλονίκη τό 2004 τό «Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας», τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. καί ἡ «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν» γίνεται ἡ σύγχυση τοῦ κ. Σαραντίδη ξεκάθαρη:

«ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός καὶ ἁγιοπατερικός δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπή δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης».

Κλείνω τὶς ἀποδείξεις μὲ τὸν Γεννάδιο Σχολάριο:

«Η πνευματική κοινωνία των ομοδόξων, και η τελεία υποταγή προς τους γνησίους ποιμένας εκφράζεται με το μνημόσυνο. Οι Σύνοδοι και οι άλλοι Πατέρες ορίζουν, ότι αυτών που αποστρεφόμεθα το φρόνημα, (αυτών) πρέπει να αποφεύγουμε και την κοινωνία» (βλ. Γενναδίου Σχολαρίου, Γράμμα προς τους εκκλησιαστικούς... περιοδικό Ο όσιος Γρηγόριος Αγίου Όρους).

Τὰ θέματα Πίστεως κ. Σαραντίδη ἀποτελοῦν ὕψιστο θέμα σωτηρίας γιὰ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, και ὄχι βῆμα ἐπιδείξεως κενῆς ρητορικῆς πολιτικῆς φύσεως. Εἶναι ὕψιστο ἁμάρτημα νὰ παίζει κανεὶς μὲ ψυχές, καὶ μάλιστα ὅταν τοῦ ἔχει ὑποδειχθεῖ τὸ λάθος του τόσες φορές! Διακοπὴ κοινωνίας καὶ διακοπὴ μνημόνευσης εἶναι τὸ ἴδιο καὶ γίνεται ἀπὸ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, κ. Σαραντίδη, ὄχι ξεχωριστά, διότι ναὶ μὲν ὁ ἱερεάς μνημονεύει, ἀλλὰ εἰς τὸ ὄνομα ὅλων.

Π.χ. τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἱερέας μνημονεύει ὀνόματα στὴν Προσκομιδή, μνημονεύουν καὶ οἱ λαϊκοὶ τοὺς δικούς τους, ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους (Ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης , Πηδάλιον, σελ. 428, ὑποσημ. 3β). Μνημονεύουν ἐπίσης στὴ «Μεγάλη Εἴσοδο»∙ στὸ «Ἐξαιρέτως»∙ («καὶ ὧν ἕκαστος κατὰ διάνοιαν ἔχει»)∙ καὶ στὸ «σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου» (μετὰ τὴν Θ. Κοινωνία), τότε ποὺ ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται στὸ λαὸ κεκαλυμμένως» στὸ Ἅγιο Ποτήριο» (Ἅγ. Συμεὼν Θεσ/νίκης, σελ. 337). Δὲν ἔχετε καταλάβει, κ. Σαραντίδη, ὅτι ὁ ἱερέας στὴν Θεία Λειτουργία χρησιμοποιεῖ α΄ πληθυντικό; Ποιά πατερικὴ πηγή –ἀναφέρετε ἐπιτέλους ἔστω καὶ μία– λέει αὐτὰ τὰ ἀπαράδεκτα, ποὺ λέτε ἐσεῖς;

Ὅλοι ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα τοῦ ὁποίου τὰ μέλη ἔχουν φυσικὰ διαφορετικὲς λειτουργίες, ἀλλὰ τὴν ἴδια εὐθύνη ἀπέναντι στὴν Πίστη.

Γράφει ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας: «Πάντες ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν τῇ προσευχῇ ἅμα συνέρχεσθε· μία δέησις ἔστω κοινή, εἰς νοῦς, μία ἐλπίς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πίστει τῇ ἀμώμῳ, τῇ εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, οὗ ἄμεινον οὐδέν ἐστι. Πάντες ὡς εἷς, εἰς τὸν ναὸν Θεοῦ συντρέχετε, ὡς ἐπὶ ἓν θυσιαστήριον, ἐπὶ ἓνα Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν ἀρχιερέα τοῦ ἀγεννήτου Θεοῦ» (Προς Μαγνησίους, 7, 1-2).

«Αυτό όμως, χριστιανοί μου, τό νά μνημονεύουν δηλαδή οι Ιερείς καί οι χριστιανοί μιάς Επαρχίας τόν Επίσκοπο τους, γιά νά δηλώσουν μέ αύτό ότι άνήκουν στήν καθ' όλου Εκκλησία του Χριστού... Γιατί ο λαός τής ποίμνης του τόν μνημονεύει, έπαναλαμβάνω, γιά νά δηλώσει ότι άνήκει στήν καθ' όλου Εκκλησία του Χριστού»(ἐδῶ).

«ὅταν γὰρ ἐστήκη λαὸς ὁλόκληρος χείρας ἀνατείνοντες, πλήρωμα ἱερατικόν καὶ προκέηται ἡ φρικτὴ θυσία, πῶς οὐ δυσωπήσομεν τὸν Θεὸν ὑπὲρ τούτων παρακαλοῦντες;» (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους Ὁμιλία Δ’, ΕΠΕ 21,440).

«Ο Ιερέας δεν μπορεί μόνος να τελέσει τίποτε. Τα πάντα γίνονται με την σύμπραξη και τη συλλειτουργία των λαϊκών και των κληρικών. Οι αιτήσεις προς το Θεό αφορούν το «εμάς». Τούτο συμβαίνει γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού, οι μεν λαϊκοί κατά τρόπο γενικό, οι δε κληρικοί μέσα από το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης» (ἐδῶ).

Καὶ ὅμως ἐσεῖς ἐπιμένετε κ. Σαραντίδη νὰ ἑτεροδιδασκαλεῖτε.

Γράφετε γιὰ τὴν Ἀποτείχιση καὶ πότε αὐτὴ πρέπει νὰ γίνεται:

«Νὰ μὴν ὑπάρχει ἀκόμη συνοδικὴ καταδίκη (Διότι ἂν ὑπῆρχε ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ, ὑποχρεωτική)… Εἶναι δυνητικὴ διότι ἂν δὲν ἦταν θὰ ὑπῆρχε ποινὴ ἂν δὲν γίνονταν. Ὑπάρχει ὅμως ἔπαινος γιά τοὺς τολμῶντες. Αὐτὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις».

Αὐτὲς εἶναι οἱ δικές σας ἀστήρικτες καὶ μεταπατερικὲς προϋποθέσεις, κ. Σαραντίδη, καὶ ὄχι τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτον ἀναιρεῖτε τὸν ἑαυτό σας, γιατὶ κι ἐσε[ςι ὁ ἴδιος δὲν ξέρετε πιὰ τί γράφετε. Εἴχατε γράψει:

«Ο Κανόνας λοιπόν κατ’ εμέ είναι από τη φύση του ως ορθόδοξος, υποχρεωτικός για τη σωτηρία αλλά δεν υποχρεώνει σε συγκεκριμένο χρόνο» (ἐδῶ). Τώρα πῶς γίνεται ὁ Κανόνας νὰ εἶναι ὑποχρεωτικὸς γιὰ τὴν σωτηρία ἑνὸς πιστοῦ καὶ συνάμα δυνητικός, εἶναι κατόρθωμα δικό σας.

Γράφει καὶ πάλι ὁ π. Θεόδωρος στὸ ἄρθρο του «Ἀποτείχιση ἀπὸ τὴν αἵρεση καὶ ὄχι ἀπὸ  τὴ Ἐκκλησία» μιλώντας γιὰ τὸν 15ο Κανόνα:

«Νὰ διατρανωθεῖ πρὸς τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἡγεσίες ὅτι σὲ περίπτωση ποὺ ἐξακολουθήσουν νὰ συμμετέχουν καὶ νὰ ἐνισχύουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοῦ, ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικὸς καὶ ἁγιοπατερικὸς δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπὴ δηλαδὴ τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται συνυπεύθυνοι καὶ συγκοινωνοὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης. Δὲν πρόκειται περὶ σχίσματος, ἀλλὰ περὶ θεαρέστου ὁμολογίας». Βλέπετε κ. Σαραντίδη; Ὁ π. Θεόδωρος μιλάει ὅσον ἀφορᾶ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου γιὰ ἐπιβεβλημένο, σωτήριο κανονικὸ ἁγιοπατερικὸ δρόμο καὶ μάλιστα μιλάει ἐκ νέου γιὰ κλρικοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ τὴν ὀνομάζει ἀκοινωνησία. Πρέπει κανεὶς ἢ νὰ μὴν καταλαβαίνει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἢ νὰ βρίσκεται σὲ σύγχυση (μᾶλλον τὸ δεύτερο ἰσχύει) γιὰ νὰ γράφει αὐτά, ποὺ ἐσεῖς γράφετε. Ἀλλάξτε ἐπιτέλους στάση!

Ἀλλὰ καὶ ὡς διευθυντὴς δημοτικοῦ θὰ ἔπρεπε γλωσσικῶς νὰ γνωρίζετε ὅτι οἱ συμβουλές/προσταγὲς τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ θέματα πίστεως καὶ ἀντιμετώπισης τῶν αἱρέσεων δὲν χρησιμοποιοῦν τὶς ἐγκλίσεις ποὺ ἐκφράζουν δυνητισμό, δυνατότητα, ἐπιλογή: τὴν δυνητικὴ εὐκτική (ἂν καὶ αὐτὴ μερικὲς φορὲς ἐκφράζει μία εὐγενικὴ προσταγὴ ἀντὶ προστακτικῆς), τὴν εὐχετικὴ ὁριστικὴ μὲ εἴθε καὶ εἰ γάρ, τὴν προτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ μὲ φέρε δή, ἄγε κλπ. Ἀντιθέτως στὰ θέματα αὐτὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἁπλὴ ὁριστική, τὴν προστακτικὴ ἢ τὸ ἄναρθρο ἀπαρέμφατο (κατὰ τὴν ποιητικὴ γλώσσα ἀντὶ προστακτικῆς, τὴν ἀποτρεπτικὴ ὑποτακτικὴ καὶ τὰ ρηματικὰ ἐπίθετα σὲ -τέος (τὸ λατινικὸ Gerundivum) ποὺ σημαίνουν ὅτι πρέπει ἢ εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνει αὐτό, ποὺ σημαίνει τὸ ρῆμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχονται καὶ ἀναλύονται σὲ δεῖ (πρέπει) χρή + τὸ παθητικὸ ἀπαρέμφατο τοῦ ρήματος. Δηλ. χρησιμοποιοῦν τὶς ἐγκλίσεις ποὺ καταδεικνύουν ὅτι Δὲν ὑπάρχει καμία περίπτωση δυνητικῆς ἑρμηνείας ἢ οἰκονομίας παρὰ ἐπιλογὴ σωτηρίας ἢ ἀπώλειας.

Παραδείγματα τῶν παραπάνω:

«Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ σύνοδοι καὶ πᾶσαι αἱ θεῖαι Γραφαὶ φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (Μάρκου Εὐγενικοῦ, Ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως ἐκτεθεῖσα ἐν Φλωρεντίᾳ 5, Patrologia Orientalis 17, 442).

Ἄν ὁ ἐπίσκοπος δέν ὀρθοδοξεῖ, δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας, διακόπτουμε κάθε σχέση μαζί του, φεύγουμε ἀπό κοντά του, τόν ἀφήνουμε:

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁρίζουν: «...Ὁμοίως καὶ οἱ λαϊκοί, τοῖς τῇ γνώμῃ τοῦ Θεοῦ ἐναντία δογματίσασι μὴ πλησιάζετε μηδὲ κοινωνοὶ τῆς ἀσεβείας αὐτῶν γίνεσθε, λέγει γὰρ καὶ Θεός... Ἀποσχίσθητε ἐκ μέσου αὐτῶν, ἵνα μὴ συναπολῆσθε αὐτοῖς...ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς» ( Διατ. Ἁγ. Ἀποστ. βιβλ. ΣΤ΄§Δ΄ καὶ Ε΄).

«Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ᾖ καί μή πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; Εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε, αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἄν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δέ βίου ἕνεκεν μή περιεργάζου» (ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος PG, 63 231).

Ὁ ἴδιος Ἅγιος σὲ ἐγκωμιαστική του ὁμιλία στὸν Ἅγιο Μελέτιο Ἀντιοχείας, «Τοῦτο γάρ ἀρχή τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν τούς τοιαῦτα πονηρευσαμένους ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καί μηδέν κοινόν ἔχητε πρός αὐτούς» (PG, 50 516).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει στὸν λόγο Δ΄: «Ὅσα ἐναντιοῦνται φανερὰ τοῖς θείοις προστάγμασι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ ἐρωτῶμεν, μήτε νὰ λαμβάνωμεν περὶ αὐτῶν συμβουλήν, ἀλλὰ νὰ ἀποφεύγωμεν ὅλαις ἡμῶν ταῖς δυνάμεις» (Κλίμ. Λόγος Δ΄, περὶ ὑπακοῆς ρδ΄).

Ὁ Μέγας Φώτιος «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστίˑ φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει... φῦγε τὴν κοινωνία αὐτοῦ καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμιλίαν ὡς ἰὸν ὄφεως.. (ΕΠΕ 12, 400, 31).

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπίσης, κατ’ ἀπολύτως παρόμοιο τρόπον καὶ χρησιμοποιῶν τὶς ἴδιες εἰκόνες μὲ τὸν μέγα Φώτιο, λέγει ἐπὶ τοῦ θέματος τούτου τὰ ἑξῆς: «Φύγωμεν οὖν τοὺς τὰς πατρικὰς ἐξηγήσεις μὴ παραδεχομένους, ἀλλὰ παρ’ ἑαυτῶν πειρωμένους εἰσάγειν τὰ ἐναντία, καὶ τὰς μὲν ἐν τῷ γράμματι λέξεις περιέπειν ὑποκρινομένους, τὴν δὲ εὐσεβῆ διάνοιαν ἀπωθουμένους· καὶ φύγωμεν μᾶλλον ἢ φεύγει τις ἀπὸ ὄφεως. Ὁ μὲν γὰρ ἐνδακών τὸ σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας· οἱ δὲ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς. Φεύγωμεν οὖν τούς τοιούτους πάσῃ δυνάμει, καὶ προσφεύγωμεν τοῖς ὑποτιθεμένοις τὰ εὐσεβῆ καὶ σωτήρια, ὡς συνάδοντα ταῖς πατρικαῖς παραδόσεσι» (ΕΠΕ 10, 356).

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» (P.G. 35, 33-ΒΕΠΕΣ 33, 199)

Βλέπετε, κ. Σαραντίδη; Καμία δυνητικότητα στὰ λόγια τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐπειδὴ εἴπατε ὅτι δὲν ὑπάρχει ποινή, γιατὶ ἔτσι σᾶς δασκάλεψαν νὰ λέτε (κρίμα ποὺ παρότι νοήμων δὲν καταλαβαίνετα αὐτὰ ποὺ διαβάζετε) οἱ Ἅγιοι καὶ ἐδῶ σᾶς διαψεύδουν:

«μετ αὐτῶν ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός… ἵνα μὴ συναπολῆσθε αὐτοῖς… Ὁ μὲν γὰρ ἐνδακών τὸ σῶμα θανατοῖ πρόσκαιρα, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς χωρίσας… οἱ δὲ τῆς ψυχῆς αὐτῆς λαβόμενοι τοῖς ὀδοῦσι χωρίζουσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ὅπερ ἐστί θάνατος αἰώνιος τῆς ἀθανάτου ψυχῆς».

Δὲν σᾶς φθάνει ὡς ποινὴ ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι ἡ κοινωνία μὲ αἱρετικὸ σημαίνει θάνατο αἰώνιο τῆς ἀθανάτου ψυχῆς, ὁ δὲ Θεὸς ὁ ἴδιος μᾶς προειδοποιεῖ ἵνα μὴ συναπολῆσθε αὐτοῖς; Ἀνανήψετε κ. Σαραντίδη, διότι δὲν ὑπάρχει ἐμπάθεια ἢ κάτι ἄλλο στοὺς λόγους μου, ἀλλὰ ὑπεράσπιση τῆς ἀληθείας. Καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς δικούς σας χαρακτηρισμοὺς δὲν σᾶς θεωρῶ οὔτε βλάκα οὔτε μωρό.

Κλείνω μὲ μία παρατήρηση στὴν συνεχὴ ἀναφορά σας τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ ὡς κανόναν ἀποτείχισης.  Πάλι ὁ π. Θεόδωρος σᾶς ἀπαντᾶ (τὸν ἀναφέρω συνέχεια, διότι αὐτὸν τὸν δέχεσθε):

«Αὐτήν τήν συνοδική, κανονική καί ὀρθόδοξη στάση κράτησαν ἀπέναντι στούς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους διαχρονικά ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας Ἦσαν λοιπόν σχισματικοί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς Πατέρες πού ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καί δέν εἶχαν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης καί τό σύνολο τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων;» (ἐδῶ).

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου