Εκκοσμίκευση των ποιμένων

          ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ

    


Η ποιμαντική εκκοσμίκευση αποτελεί εκτροπή ή και αρρώστια των φορέων του ποιμαντικού λειτουργήματος. “Αρρώστια” του ήθους (δηλαδή της αυτοσυνειδησίας και της διαθέσεως και των στόχων μας), “αρρώστια” και της πρακτικής μας (δηλαδή των μεθόδων και των ενεργειών και των προϋποθέσεων εφαρμογής). Πού, πότε, πώς εκδηλώνεται αυτή η “αρρώστια”;
Είναι δύσκολο να επισημάνουμε με πνευματική επιστημοσύνη όλην την παθολογία της ποιμαντικής εκκοσμικεύσεώς μας. Θα έπρεπε να λάβουμε ανά χείρας το ιερό Ευαγγέλιο και τις Πράξεις των Αποστόλων και τις Επιστολές τους και την Αποκάλυψη, τ.έ. την Καινή Διαθήκη, και με την χειραγωγία των Αγίων που την ερμήνευσαν είτε διά λόγου είτε διά ζωής, να αντιπαραβάλουμε έκαστος ημών κυρίως την προσωπική του ζωή και μαρτυρία και ποιμαντική ως ποιμήν της Εκκλησίας. Τούτο δε να το πράξουμε “εξ ειλικρινείας” και “κατενώπιον του Θεού” (πρβλ. Β΄ Κορ. β΄, 17), με αταλάντευτη την πίστη, τετρωμένη την καρδιά και αμετάπτωτη την ελπίδα μας “επί Θεώ ζώντι” (βλ. Α΄ Τιμ. δ΄, 11). Αυτή η διεργασία, την οποία συναντούμε σε όλους τους βίους των αληθινών Ποιμένων της Εκκλησίας, συνιστά υπόθεση ισοβίου δοκιμασίας και αυτοθυσιαστικής αθλήσεως παντός ποιμένος. Όπως είναι εύλογο, εκφεύγει των δυνατοτήτων και όρων του παρόντος κειμένου. Έχοντες κατά νουν τα ανωτέρω, κυρίως αυτελεγχόμενοι θα καταστρώσουμε στη συνέχεια τον αγωνιώδη προβληματισμό μας για κάποιες εκδοχές εκκοσμικεύσεως που λυμαίνονται την εκκλησιαστικότητα της ποιμαντικής μας.
Όπως αναλύσαμε, η εκκοσμίκευση εξυπηρετεί την πολυκέφαλη φιλαυτία, ενώ η εκκλησιαστικότητα αποκτάται διά της εν Χριστώ αυτοθυσίας. Εκκοσμίκευση της ποιμαντικής σημαίνει την επανάληψη της αμαρτίας του Αδάμ. Είναι ωσάν να χρησιμοποιούμε αυτό το θεόδοτο παμμέγιστο χάρισμα της (αρχ)ιερωσύνης, αλλά αντί να προσάγουμε στον Θεό το φρικτό “τά σα εκ των σών”, αντί να αναγόμεθα και να ανάγουμε τον κόσμο στη σωτηριώδη Οικονομία του Κυρίου, παράγουμε μια δική μας εκδοχή περί σωτηρίας! Έτσι, όμως, αντί να “καρποφορήσουμε εν υπομονή” την εγχρίστωση του κόσμου, επιλέγουμε τελικά έναν κοσμικής και δικής μας επινοήσεως συντομότερο δήθεν δρόμο σωτηρίας, από τον δρόμο του Θεού, από τον Χριστόν μας ως “τήν οδόν και την αλήθειαν και την ζωήν”.
Η εκκοσμίκευση εντοπίζεται κυρίως στα κίνητρα της ζωής μας ως ποιμένων, στο “έσωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος”, “εις καρδίαν”, την οποία “βλέπει ο Θεός”. Δεν είναι όμως πάντοτε άδηλη, κεκρυμμένη εσωτερική υπόθεση, που θα αποκαλυφθή μόνο στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου· μερικές από τις συνέπειες αυτής της αλλοτριωμένης κοσμικόφρονος εσωτερικότητος είναι εμφανείς και εξωτερικά.
Λοιπόν! Άς αναρωτηθούμε. Δεν είμεθα εκκοσμικευμένοι και αλλοτριωμένοι;
— όταν δεν λειτουργούμε ως ποιμένες­πατέρες­έμψυχοι εικόνες του Αρχιποίμενος Χριστού, αλλά ενεργούμε ως κρατικοδίαιτοι υπάλληλοι (οι περισσότεροι) ή ως προϊστάμενοι υπαλλήλων (οι ολιγότεροι) μιάς θρησκευτικής εργασιακής απασχολήσεως επ’ αμοιβή (είτε διά χρημάτων και αποκτημάτων, είτε διά φήμης και επικυριαρχίας οπαδών είτε διά συναισθηματικών θρησκευτικών εξάρσεων και απολαύσεων, τ.έ. ατομικιστικά);
— όταν εκ του αντιθέτου σε περιπτώσεις εντόνου ποιμαντικής δραστηριοποιήσεως, πίσω από την φαινομένην πατρότητα δρά ο πατερναλισμός μας με διάθεση αυτεπιβεβαιώσεως και αυταρέσκειας διά της δημιουργίας οπαδών, ομάδος επιρροής προς διασφάλιση, ενδοεκκλησιαστική ανέλιξη και επικοινωνιακή προβολή· εάν, με άλλα λόγια, αδημονούμε και κολακευόμεθα πώς να γίνουμε εμείς σημαία­σύμβολο του λαού, ο δε Κύριός μας υποσυνειδήτως παρωθείται σε κάποια απόμακρη τοπικά “βασιλεία” (κατά την πεπλανημένη ιδεολογοποίηση της πίστως, που έχουμε λάβει), “αξιοποιούμενος” μόνο ως ρητορικό σχήμα νομιμοποιήσεως της δικής μας “σημαίας”;
— όταν διακατεχόμεθα από την αυτάρκεια του επιτυχημένου ποιμένα, επειδή έχουμε άριστες προσβάσεις σε χώρους εξουσίας ή επειδή παρουσιάζουμε ένα έργο ιδιαίτερης κοινωνικής επιφάνειας, χωρίς να βιώνουμε και να μυούμε στην συνεσταυρωμένη και συναναστημένη εν Χριστώ ζωή (τό κύριο και καίριο έργο μας);
— όταν μας ικανοποιεί η σύγχρονη θρησκειοποίηση της εκκλησιαστικής ζωής (η ατομική θρησκευτικότητα του “εκκλησιαζομένου” λαού, που απλώς συμπίπτει να ευρίσκονται χωρο­χρονικά εντός των ναών στη θ. Λειτουργία, χωρίς να αθλούνται στην “ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος”) και επαναπαυόμεθα ως διεκπεραιωτές των θρησκευτικών του αναγκών, καθώς έτσι καλύπτουμε την δική μας ποιμαντική “μειοδοσία”;
— όταν συμβιβαζόμεθα με την κοσμικότητα του λαϊκού φρονήματος και ευνοούμε την καταλυτική παγίωσή της μέσα στην ιερότητα της Εκκλησίας, καταργώντας τον διχασμό μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής ζωής σε βάρος της δευτέρας, είτε από ραθυμία είτε κι από κενοδοξία για να μας παραδέχονται ως “προοδευτικούς”· ή, αντίθετα, όταν “αντιδρούμε” σε παρόμοιες εκτροπές από μόνη την προσδοκία της ηρωοποιήσεως από την παραδοσιακότερη μερίδα του ποιμνίου;
— όταν η ποιμαντική μας δεοντολογία που θα έπρεπε να προσδιορίζεται από την ορθόδοξη θεολογία ως απόρροια της χριστολογίας­εκκλησιολογίας, στην πράξη γίνεται ένα υποκεφάλαιο της επικοινωνιακής μας πολιτικής την οποία προσδιορίζουν επιστημονικοί γνώστες των δημοσίων σχέσεων;
— όταν στρατευόμεθα ενσυνειδήτως στο εξωραϊσμένο “φαίνεσθαι” (τό “προφίλ” μας), όπερ αποτελεί την πεμπτουσία της κοσμικής κοινωνικότητος, και αδιαφορούμε για την μεταμόρφωση και την μετακένωση του θεοδοκτίκτου και θεοσώστου “είναι”, όπερ αποτελεί το χρέος και τη νοηματοδότηση της κλήσεώς μας;
— όταν αλαζονευόμεθα στα λόγια για “αφοβία” προσλήψεως του κόσμου, δήθεν μιμούμενοι στη σύγχρονη εποχή αντίστοιχα πατερικά υποδείγματα, αλλά τελικά εκτρεπόμεθα σε ένα αντι­ποιμαντικό “εκμοντερνισμό”, σε ένα αδόκιμο συμψηφισμό εκκλησιαστικότητος και κοσμικότητος;
— όταν με “θεολογίζουσα” αιτιολογία χρησιμοποιούμε μέσα και μεθόδους από την κοσμικότητα του κόσμου (μουσικής και λοιπής τέχνης, τεχνολογίας, επικοινωνιακής πολιτικής κ.τ.ό.) δήθεν για ποιμαντική του προσέγγιση, ενώ ουσιαστικά επιδιώκουμε νά… “σωθούμε” εμείς μέσα από το σχήμα και τους μηχανισμούς του κόσμου (νά προβληθούμε, να ανελιχθούμε στη δημοσιότητα, να δημιουργήσουμε οπαδούς, να κατοχυρωθούμε, να αποφύγουμε ή να φιμώσουμε τους κοσμικούς κριτές μας, να καταξιωθούμε, να διαπρέψουμε· δεδομένου ότι το κυρίαρχο στην κοσμικότητα δεν είναι η ενδοκοσμική αξιοποίηση των θεοδότων ταλάντων, έστω αλλοιωμένων μεταπτωτικά, αλλά έναντι του Θεού μια αθεεί πορεία αυτοσωτηρίας και έναντι των λοιπών ανθρώπων ένας ευπροσωπών ατομικισμός);
— όταν διστάζουμε να διαλαλήσουμε με αποστολική και προφητική τόλμη τον πανίερο θησαυρό της ζώσης θεοκοινωνίας μας (εμπειρία του λαού του Θεού διά των Αγίων του από της Π.Δ. στην Κ.Δ. και συνεχώς μέχρι σήμερα) και καταφεύγουμε αφενός σε φιλοσοφικο­θεολογικές ωραιολογίες και περίτεχνες διατυπώσεις και αφετέρου σε κηρύγματα κοινωνικού καθωσπρεπεισμού;
— όταν τεχνολογούμε αντί να θεολογούμε, επικαλούμενοι απλώς μια μακρά αγία και θεοδόξαστη παράδοση, την οποία εξέφρασαν άνθρωποι “παθόντες και μαθόντες τα θεία”, ώστε να οριοθετούν εν ασφαλεία την οδό της θεογνωσίας και θεοκοινωνίας; ενώ εμείς χωρίς να είμεθα ευπειθείς μαθητές τους στην πράξη επαναπαυόμεθα στις δικές τους δάφνες και χρησιμοποιούμε το μεν θεοτίμητο παράδειγμά τους για να ισχυροποιήσουμε την δική μας θέση, την δε απλανή διδασκαλία τους για να στηρίζουμε την αυτάρεσκη θρησκευτική φλυαρία μας;
—όταν μέσα από τους ρητορισμούς μας δεν ευαγγελιζόμεθα τον Κύριον Ιησούν ού τε οδηγούμε εις μετάνοιαν, ώστε να κατηχήσουμε και εισαγάγουμε στην Εκκλησία ως οδό ζωής (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), αλλά την πιστεύουμε πεπλανημένα και την προβάλλουμε αλλοιωμένα ως ένα ιστορικό θεσμό μεταφυσικών και ηθικιστικών αρχών (κατά το υπόδειγμα της δυτικής χριστιανοσύνης);
— όταν η ίδια η καθημερινή μας ζωή ως ποιμένων, πολλάκις ζωή χλιδής και δόξης και απολαύσεων, συνιστά το χειρότερο αντιπαράδειγμα προς τον κόσμο, άκρως αντίθετο με το υπόδειγμα του Κυρίου και των μιμητών Του Αγίων, ώστε σκανδαλιζόμενος ο λαός μας ή να απομακρύνεται τελείως από την Εκκλησία ή κατά το δικό μας παράδειγμα να ζη διπλή ζωή, διαχωρίζοντας την καθημερινή του ζωή από την θρησκευτική του ζωή και ουσιαστικά αλλοτριούμενος από τον Χριστό και την Εκκλησία;
— όταν φροντίζουμε να αναπαράγουμε στη στελέχωση της Εκκλησίας το ελαττωματικό ατομικό μας πρότυπο, παρόλο που έχουμε υποτυπωδώς συναίσθηση της ανεπαρκείας και αποτυχίας μας ως προς τα μέτρα και το ήθος της Εκκλησίας;
— όταν τελικώς αντιμετωπίζουμε την Εκκλησία οργανωτικά—ποιμαντικά ως “ατομικό μας φέουδο”, το οποίο χαρισματικώς κατεξουσιάζουμε, αντί να λειτουργούμε ως δούλοι του ποιμνίου για την αγάπη του Χριστού (βλ. Β΄ Κορ. δ΄, 5);
Μέ δυό λόγια, δεν συνιστά εκκοσμίκευση της ποιμαντικής μας και αλλοτρίωσή μας ως ποιμένων, όταν κατά βάθος είμεθα απρόθυμοι να αποταχθούμε ως προς όλην αυτήν την κοσμικόφρονα “σωτηριολογία” και να συνταχθούμε με τον Χριστό; Το γεγονός ότι εφησυχάζουμε συμβιβασμένοι με την κατάσταση αυτή, αποδεικνύει την κρισιμότητά της ως νόσου σχεδόν επιδημικής, που χρήζει άμεσης, προσεκτικής, επιμόνου θεραπείας, και μάλιστα από επιστήμονες πνευματικούς ιατρούς.
Όντως, χρειάζεται να ασκηθή πάνω μας μεγάλη προσπάθεια σε βάθος καρδιάς και πάνω απ’ όλα να το εκζητήσουμε και να μας επισκιάσει το μέγα έλεος του Θεού, για να αρχίσουμε να διακρίνουμε τα όρια μεταξύ αλλοτριωτικής εκκοσμικεύσεως και ευαγγελικής εγκοσμικεύσεως της ποιμαντικής μας. Μόνον έτσι θα είμεθα έτοιμοι να διακρίνουμε σε κάθε περίσταση τον μεγάλο αυτό πειρασμό, που φαινομενικά δεν αποτρέπει τον ποιμαντικό “αλισμό”, αλλά “μωραίνει το άλας” της ποιμαντικής μας αισθήσεως και ζωής. Διότι “όταν μωρανθή το άλας” (Ματθ. ε΄, 13), όταν πλέον στο ποιμαντικό μας φρόνημα και ήθος ακολουθούμε μια εκκοσμικευμένη σύγχρονη έκδοση του Ευαγγελίου, που δεν οδηγεί εις Χριστόν, τότε πλέον δεν ζη μέσα μας ο Χριστός που σαρκώθηκε για την σωτηρία του κόσμου, αλλά μέσα μας ζη ο κόσμος ο μη γνους τον Χριστό.
Είναι γνωστή η νηπτική διαγνωστική απόφανση “πλέον ζη εν σοι ο κόσμος ή ο Θεός”. Οπότε, ακόμη κι αν μας δικαιώνουν οι δημοσκοπήσεις, έχουμε πλέον ένα άλλο “μέγεθος” θρησκευτικής αυτοσωτηρίας, που ισοδυναμεί με καταπροδοσία του Χριστού και της Εκκλησίας, αλλά και του κόσμου. Και τότε, ποιός θα οδηγήσει αυτόν τον κόσμο με προφητική παρρησία στην διά μετανοίας εκκλησιοποίηση­εγχρίστωση;