Ο Όσιος Μελέτιος Γαλησιώτης περί του ερωτήματος, ποιός είναι ευσεβής ιερέας…

«Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ… οἱ ποιμένες, ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές...  ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ»


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

Ένα κύριο καὶ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα ποὺ βασανίζει τοὺς πιστοὺς στὴν σημερινὴ ἐποχὴ τῆς πλάνης καὶ τῆς Παναιρέσεως εἶναι τὸ ποιός ἱερέας σήμερα εἶναι εὐσεβής, καθὼς ἡ παναίρεση κατάφερε νὰ ἀλλοιώσει καὶ νὰ διαχωρήσει τὴν πίστη ἀπὸ τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, ὡσὰν νὰ εἶναι δυνατόν (μὲ ἁγιοπατερικὰ κριτήρια) νὰ νοεῖται Ὀρθόδοξος ποὺ νὰ ἐργάζεται τὶς ἀρετὲς καὶ νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ θεμέλια τῶν ἀρετῶν, ποὺ εἶναι ἡ ὀρθὴ Πίστη, ἡ καθημερινὴ Ὁμολογία καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, ὅταν καὶ ὅπου αὐτὴ ὑπάρχει. Ἡ ἀγωνία λοιπόν, τοῦ ποιμνίου καθὼς καὶ ἡ σύγχυση στὴν ὁποία βρίσκεται —καὶ σὲ αὐτὸ τὸ σοβαρὸ θέμα— αὐξάνεται ἀπὸ τὸν πειρασμὸ ἐκ δεξιῶν: Ὅτι δηλ. ὑπάρχουν ἀκόμα εὐσεβεῖς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δὲν διακόπτουν μὲν τὴν μνημόνευση καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, πολεμώντας τους, ὅπως λένε ἐκ τῶν ἔσω καὶ παρὰ ταῦτα, παραμένουν εὐσεβεῖς. 
Ἡ θέση ὅμως αὐτὴ εἶναι ἄκρως ἀντίθετη μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων: «Οἵτινες τὴν ὑγιᾶ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιούμενοι ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι, τοὺς τοιούτους, εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν» (Λόγια τοῦ Μέγα Βασιλείου ἀπὸ ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου, Ὁμολογία, CFDS, Ser. A. τόμ. Χ, fasc. II, σελ. 133). Ὁ Μ. Βασίλειος δηλαδὴ καὶ ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς λένε τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα περὶ εὐσεβείας τῶν ἱερέων ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λένε οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς», οἱ ὁποῖοι ἂν τουλάχιστον ὁμολογοῦσαν τὴν ἀδυναμία τους, ἀντὶ νὰ τὴνκρύβουν πίσω ἀπὸ τὴν εὐσέβεια, θὰ ἔβρισκαν περισσότερη κατανόηση καὶ σεβασμό. Τὸ ἴδιο φυσικὰ ἰσχύει γιὰ ὅλους μας.
Γιὰ νὰ διαπιστώσουμε ὅμως τὴν συμφωνία τῶν Ἁγίων, τὸ consensus patrum, ὥστε νὰ γίνουμε ἀκόμα πιὸ ὀξυδερκεῖς στὴ ἀναγνώριση τῶν εὐσεβῶν ἱερέων, ἂς δοῦμε, τί λέει ἕνας γιὰ πολλοὺς ἄγνωστος Ἅγιος, ὁ ὅσ. Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης (19 Ἰανουαρίου). Ὁ Ὅσιος ἔζησε ὡς μοναχὸς στὰ χρόνια τοῦ Μιχαὴλ Παλαιολόγου καὶ τῶν προσπαθειῶν του γιὰ ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς παπικούς. Ὁ ὁσ. Μελέτιος ἄφησε τὸν τόπο τῆς μετανοίας του (Γαλήσιον ὄρος ἐξ οὗ καὶ Γαλησιώτης) παρουσιάσθηκε μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα, τὸν ἔλεγξε, ἀντιστάθηκε καὶ γι’ αὐτὸ φυλακίσθηκε, ἐξορίσθηκε, τοῦ ἔκοψαν τὴν γλώσσα, τὸν κρέμασαν σὲ ἕνα δέντρο καὶ γενικὰ τράβηξε τὰ πάνδεινα γιὰ τὴν διατήρηση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο ὀνομάστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας Ὁμολογητής. 
Ὁ ὅσ. Μελέτιος ἔγραψε μεταξὺ ἄλλων καὶ ἕνα ποίημα, τὴν «Ἀλφαβηταλφάβητο», ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ γύρω στοὺς 15.000 στίχους μὲ 190 κεφάλαια-βαθμίδες, ἐνῶ βρισκόταν στὴ φυλακή. Γιὰ τὸ θέμα τῆς εὐσεβείας τῶν ἱερέων σημαντικὰ εἶναι τὰ ρνγ΄ (153) «περὶ τῆς εὐσεβείας» καὶ ρνδ΄ (154) «περὶ καμμάτων εὐσεβῶν ἐκ τῶν πολλῶν σκαμμάτων» (μετάφραση στὰ νεοελληνικά). 
Λέει ὁ Ὅσιος στὸ ρνγ΄ (153) ἀπὸ τὸν στίχο 15:
«Δὲν ὑπάρχει κάτι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν εὐσέβεια, οὔτε μακαριώτερο ἀπὸ τὸ νὰ πάσχεις γιὰ αὐτή, ἀπὸ τὸ νὰ συνδιώκεσαι μὲ τὸν Χριστό, καὶ νὰ συναντιλογεῖσαι, καὶ μὲ Αὐτὸν νὰ συγκακοπαθαίνεις καὶ νὰ συνεξουδενεῖσαι».
Ἐδῶ βλέπουμε ὅτι γιὰ τὸν Ὅσιο —ὅπως καὶ στοὺς Μ. Βασίλειο καὶ Μᾶρκο Εὐγενικό— ἡ εὐσέβεια εἶναι συνδεδεμένη μὲ διωγμοὺς καὶ βάσανα κατὰ τὸ «πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται» (Β' Τιμ. γ΄, 12). Νὰ εἶσαι εὐσεβὴς καὶ νὰ τὰ ‘χεις καλὰ μὲ τοὺς διῶκτες τῶν εὐσεβῶν δὲν νοεῖται. 
Συνεχίζει ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸν στίχο 30:
«Νὰ μιλᾶς στοὺς στασιάζοντες ὡς ἐφελκτικὸς μαγνήτης, καὶ πρὸς τοὺς ἀντιτείνοντας νὰ παρατάσσεσαι γενναίως, καὶ νὰ στέκεσαι μέχρι αἵματος ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ἐνεργοῦν κατὰ τῆς εὐσεβείας· Τίποτα δὲν νικάει τοὺς διῶκτες τόσο ὅσο ἡ σπουδὴ τοῦ πάσχοντος καὶ ἡ προθυμία του, ὅπως σε διδάσκει ὁ σεπτὸς καὶ μέγας Χρυσόστομος... ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα ἀγωνίσου γενναίως καὶ ὅταν ἀπειλεῖ ὁ πόλεμος πολέμησε εὐθέως, νὰ εἶσαι σὲ ἐγρήγορση, πρόθυμος ἐπέμεινε στὴν μάχη, μέχρι νὰ φανεῖς νικητὴς κατὰ τῶν ἐχθρῶν... 
Ἂς μὴν δειλιάσουμε λοιπόν, ἂς μὴ πτοηθοῦμε, ἂς μὴ φοβηθοῦμε ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τῶν ἐπιτιθεμένων, ἂς μὴ φρίξουμε ἀπὸ τὰ βαρειὰ χέρια τῶν διωκτῶν, μὴ δείξουμε τὰ νῶτα μας καὶ μὴ ὑποχωρήσουμε μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς. Καὶ ἂν εἶναι βασιλεῖς αὐτοὶ ποὺ ἀπειλοῦν καὶ διώκουν, ἂς μὴ ντραποῦμε νὰ τοὺς ζητήσουμε τὸν λόγο, γιατὶ ποτὲ ὁ εὐσεβὴς δὲν ἔμαθε νὰ φοβᾶται τὸν βασιλιά, ὅταν βλέπει τὴν εὐσέβεια νὰ κινδυνεύει· ἡ σκέψη του εἶναι στὰ ἐπουράνια καὶ ὄχι στὰ γήϊνα καὶ προσπαθεῖ πάντα νὰ τηρεῖ τὴν εὐσέβεια ἀνόθευτη. Σὲ ἄλλα ἂς ὑποκύψουμε σὲ αὐτὰ ὅμως (σσ. στὰ θέματα τῆς Πίστεως) νὰ ἀντισταθοῦμε, ἂς ταπεινωθοῦμε σὲ ἄλλα, ἀλλὰ σὲ αὐτὸ νὰ φανοῦμε ἀνδρεῖοι».
Τὸν εὐσεβῆ ἱερέα, λοιπόν, δὲν τὸν φοβίζουν αἱρετικοὶ αὐτοκράτορες, ἐπίσκοποι διῶκτες καὶ κάθε εἴδους ἐξουσία. Οἱ εὐσεβεῖς δὲν φιμώνουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ἐπειδὴ κάποιοι τοὺς διατάζουν. Ἀντιθέτως ἡ τόλμη τους καὶ ὁ διωγμός τους νικάει τὴν αἱρετικὴ θρασύτητα, ἐνῶ ὁ φόβος τους καὶ ἡ ὑποχώρησή τους τὴν αὐξάνει. Ὁ εὐσεβὴς μπορεῖ νὰ σιγεῖ σὲ ἄλλα θέματα, στὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως ὅμως εἶναι πρῶτος στὴν ἀντίσταση καὶ στὴν ὁμολογία. Βλέπουμε, μάλιστα, ὅτι ὁ Ἅγιος συγχωρεῖ μιὰ ὅποια ὀλιγωρία σ’ αὐτὰ τὰ ἄλλα θέματα (τὰ ὁποῖα δυστυχῶς οἱ “εὐσεβεῖς” ἔχουν ἀναγάγει σὲ πρωτεύοντα καὶ μὲ τὴ μεζούρα αὐτῶν κρίνουν τὴν Ὀρθοδοξία καθενός), ἀλλὰ θεωρεῖ ἀνανδρεία καὶ ταπεινωτικό, τὸ νὰ μὴν ἀντιστεκόμαστε στὴν αἵρεση, γιατὶ ἔτσι δὲν ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕ Χριστό.

Μά, θὰ ποῦν πολλοί, κι ἐμεῖς μιλοῦμε δὲν φοβόμαστε, ἁπλῶς κάνουμε οἰκονομία. Μὴν ξεχνᾶτε, ὅτι κηρύττουμε καὶ συνεχίζουμε νὰ διδάσκουμε τὸ ποίμνιο. 
Σὲ αὐτοὺς ἀπαντᾶ ὁ ὅσ. Μελέτιος στὸ ρνδ΄ (154) ἀπὸ τὸν στίχο 10:
« Ἀπὸ τὸ νὰ λὲς ὅτι εἶσαι ἀπόστολος τοῦ Κυρίου, διδάσκαλος τῶν ἐθνῶν καὶ κήρυκας, ἀπὸ τὸ νὰ κηρύττεις τοὺς θεσμοὺς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ διδάσκεις σὲ ἀνθρώπους τὶς προσταγὲς τοῦ Κυρίου, εἶναι κατὰ πολὺ λαμπρότερο καὶ σεμνότερο καὶ καλύτερο νὰ σὲ περιτριγυρίζουν φρουρές, ἐπειδὴ ἀγωνίζεσαι γιὰ τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζεις σὲ ὅλους, ἐνῶ φορᾶς δεσμά. Ἐὰν κάποιος ἀγαπᾶ τὸν Κύριο γνωρίζει τί λέω καὶ ὅποιος καίγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Δεσπότου ἔχει τὴν δύναμη νὰ γνωρίζει τὴν δύναμη τῶν δεσμῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλει νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παῦλο στὶς φυλακὲς καὶ στὰ δεσμὰ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἀπὸ τὸ νὰ συναναπαύεται καὶ νὰ συντιμᾶται (σσ. λόγῳ τῆς ἱερωσύνης) μαζί του».
Ὁ Ὅσιος θεωρεῖ ὑψηλότερη ἀπόδειξη εὐσεβείας τὴν τιμωρία, τὴν φυλάκιση, τὸν διωγμὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Εὐσέβεια σημαίνει γιὰ τὸν ὅσιο νὰ συνυπάρχει μὲ τὸν Παύλο στὴν φυλακή, νὰ θεωρεῖται περικάθαρμα μαζί του, παρὰ νὰ τιμᾶται μὲ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς, ἐνῶ ἡ Πίστη διώκεται καὶ τὸ δόγμα καταργεῖται. Καὶ ὁ ὅσ. Μελέτιος τὰ διδάσκει αὐτά, ὄχι μόνο, καὶ κυρίως, γιατὶ εἶναι σύμφωνα μὲ τοὺς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ καὶ γιατὶ τὰ ἔγραψε στὴν φυλακή. Οἱ σημερινοὶ «εὐσεβεῖς» ἀπὸ ποῦ πῆραν τὸ δικαίωμα νὰ διδάσκουν τὶς σημερινὲς νεοδιδασκαλίες περὶ εὐσεβείας;
Καὶ ἀπὸ τὸν στίχο 34 φωτογραφίζει μὲ ἀκρίβεια τὴν σημερινὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, ἀπόδειξη ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁρισμὸς τῆς εὐσεβείας δὲν ἀλλάζει ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα ἢ ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο. Ἀποτελεῖ διαμελισμὸ καὶ τεμαχισμὸ τῆς εὐσεβείας, ἐκείνη ἡ μεταπατερικὴ οἰκονομίστικη τάση-διδασκαλία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κρατοῦμε τὸ “ἠθικὸ” μέρος της καὶ ὀλιγωροῦμε γιὰ τὸ ὁμολογιακὸ στοιχεῖο τῆς Πίστεως. Τίποτα δὲν ἀλλάζει στὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση· οὔτε τὸ τί εἶναι πραγματικὰ εὐσέβεια:
«Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλ. ἀφαιρέθηκε ὅλη ἡ εἰρήνη ἀπ’ ὅλους καὶ ταρακούνησαν τὶς ψυχὲς καὶ τάραξαν τὰ σώματα· ὅτι δηλ. οἱ παραλογιστὲς τῆς ὄντως ἀλήθειας καὶ οἱ ἐφευρέτες τῆς κακίας φιλονικοῦν νὰ στήσουν λογικὰ τεχνάσματα καὶ ἐπινοοῦν μεθόδους, πανουργίες, ἔρευνες καὶ συζητήσεις καὶ πολύτροπες ἀγωγὲς καὶ μηχανορραφίες, ὅπως μία γυναῖκα, ποὺ δὲν ἔχει φυσικὴ ὀμορφιά, προσπαθεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει ψευδῶς μὲ τὸν καλλωπισμό. Γεννήθηκε δόλος καὶ ψεῦδος, ἀπάτη, πλάνη καὶ θέλημα καὶ πρόφαση γιὰ συναγωγὴ χρημάτων. Ὄλα αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς οἱ σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Ὑπὲρ αὐτῆς ἔλεγξε καὶ ὑπέφερε τὴν θάνατο. Πάντες κομπάζουν ἀπὸ κοινοῦ καὶ περισσότερο οἱ ποιμένες, ὅταν ἐμφανίστηκε ἡ αἵρεση, ὑπέκυψαν καὶ προσπαθοῦν μὲ ἐκβιασμοὺς νὰ φέρουν μὲ τὸ μέρος τους αὐτοὺς ποὺ ἀντιστέκονται, διαβάλλοντάς τους μὲ ρητορικὲς ἀπάτες καὶ περιβάλλοντάς τους μὲ δεινὲς σοφιστικὲς πλεκτᾶνες καὶ πείθοντάς τους μὲ συλλογισμοὺς καὶ μάταιες συστροφές... Ἐὰν κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ».
Ἐδῶ τί νὰ ἀναφέρει κανείς; Τὴν ὑποκρισία τῶν σημερινῶν ἢ τὸ μεγαλεῖο τῶν ἀληθινῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας; «Ἐὰν κάποιος εἶναι εὐσεβής, ἀλλὰ μόνο μὲ τὴν γλώσσα, μόνο μὲ τοὺς λόγους εὐσεβής, ἀλλὰ στὶς πράξεις σκοντάφτει, ὁ Θεὸς πάντως, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, δὲν θέλει κανένα, ποὺ εὐσεβεῖ κατὰ τὸ ἥμισυ». Ἰδού, λοιπόν, τὸ κριτήριο τῆς εὐσεβείας. Ὄχι λόγια ἀλλὰ ἔργα! Ὄχι ἀναφορὲς ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς, ἀλλὰ αὐστηροὶ ἔλεγχοι ποὺ ἔχουν βαρὺ κόστος. Καὶ ἂς ὑβρίζουν καὶ συκοφαντοῦν κάποιοι, μὴ βλέποντας οἱ ἄμοιροι ὅτι ἔτσι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιὰ νὰ διαπιστώσουμε μάλιστα τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, γιὰ τὸ ὅτι στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησία τίποτα δὲν ἀλλάζει ἂς συγκρίνουμε τὰ λόγια τοῦ ὁσ. Μελετίου μὲ αὐτὰ τοῦ Μ. Βασιλείου 900 περίπου χρόνια νωρίτερα: 
«Γίνεται ἄρνησις (τῆς Θεότητος) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπομακρύνεται (σ.σ. διώκεται) ὅποιος δύναται νὰ ἀποδείξῃ ψευδῆ τὴν ἄρνησιν… Ἀλλὰ ”ποιός θὰ δώσῃ εἰς τὰ βλέφαρά μου πηγὴν δακρύων, διὰ νὰ κλαύσω” ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας τὸν λαόν, ὁ ὁποῖος μαζὶ μὲ αὐτὰς τὰς πονηρὰς διδασκαλίας σπρώχνεται εἰς τὴν καταστροφήν; Παρασύρονται (καὶ τείνονται εὐήκοα) τὰ ὦτα τῶν ἁπλουστέρων. Ἤδη πλέον ἔχει ἐξοικειωθεῖ (ὁ λαός) μὲ τὴν αἱρετικὴν δυσσέβειαν. Τὰ μικρὰ παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ νήπια) ἐκπαιδεύονται (καὶ μεγαλώνουν) μὲ τὰ ἀσεβῆ λόγια (τῆς αἱρέσεως). Ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς τελοῦνται οἱ βαπτίσεις, οἱ κηδεῖες τῶν νεκρῶν, οἱ ἐπισκέψεις τῶν ἀσθενῶν, ἡ παρηγορία τῶν θλιβομένων, ἡ βοήθεια τῶν ταλαιπωρουμένων... Καθὼς ὅλα αὐτὰ τελοῦνται ἀπ’ αὐτούς, γίνονται μέσο συνδέσεως τῶν λαῶν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὥστε νὰ ἔχουν ὅλοι τὸ ἴδιο φρόνημα. Συνεπῶς ἔπειτα ἀπὸ λίγο καιρό –καὶ ἂν ἀκόμα ἐπικρατήσῃ κάποια ἐλευθερία– δὲν θὰ ὑπάρχῃ πλέον ἐλπίδα νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἐπίγνωσι τῆς ἀληθείας, ὅσοι ἔχουν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν πολυχρόνια αὐτὴ ἀπάτη» (Πρὸς Ἰταλοὺς καὶ Γάλλους Ἐπισκόπους περὶ τῆς καταστάσεως καὶ συγχύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπιστ. 243· μετάφραση).
Ἂν συγκρίνουμε τὶς περιγραφὲς τῶν δύο Ἁγίων μὲ τὴν σημερινὴ κατάσταση, 800 χρόνια ἀργότερα, θὰ διαπιστώσουμε πάλι τὰ ἴδια. Μόνο ἕνα ἄλλαξε: Δὲν ὑπάρχουν, ἀκόμα τουλάχιστον, οὔτε βασανιστήρια, οὔτε θάνατοι, οὔτε ἀκρωτηριασμοί. Δὲν κινδυνεύουμε οἱ σημερνοὶ Χριστιανοὶ νὰ μᾶς κρεμάσουν σὲ ἕνα δέντρο ἢ νὰ μᾶς κόψουν τὴν γλῶσσα, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ὅσιο Μελέτιο. Τὸ κόστος ποὺ ἐπιφέρει ἡ ὁμολογία δὲν εἶναι τόσο ἀβάσταχτο καὶ ἐπικίνδυνο, ὅσο τότε. Αὐτὴ ἡ διαπίστωση κάνει ὅμως τὴν ἀπόδειξη τῆς εὐσεβείας πιὸ ἐπιτακτική, διότι δὲν ὑπάρχει δικαιολογία, δὲν ὑπάρχει ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα ποὺ νὰ τὴν μεταθέτει ἢ νὰ τὴν ἀναιρεῖ. Καὶ γιὰ ὅσους ξεχνοῦν ἀκόμα καὶ αὐτό, γιὰ ὅσους λένε πῶς τολμᾶς ἐσὺ καὶ μιλᾶς, ἐπαναλαμβάνω τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου: «.Ὅλα αὐτὰ ὅμως τὰ παραχώρησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν σὲ αὐτοὺς τοὺς καιροὺς οἱ σταθεροὶ ὡς πρὸς τὴν εὐσέβεια καὶ νὰ φανερώσουν τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό». Δὲν τὰ λέμε ἐμεῖς αὐτά. Ἀπαντῆστε στὸν Ὅσιο.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου