Δρ. Ιωάννης
Ν. Λίλης
Το πιο δυνατό σημείο για να
καταλάβει κανείς τον Παράδεισο και την Κόλαση, όπως τον ορίζει η Ορθόδοξη
Εκκλησία, είναι να κοιτάξει με προσοχή τις σαράντα ημέρες της ζωής του Κυρίου
από την Ανάσταση μέχρι και την Ανάληψη του στους ουρανούς.
Η αναστημένη ανθρώπινη φύση είναι ο
Παράδεισος.
Η απώλεια της
Αναστάσεως είναι η κόλαση.
Η
Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπάρχει ακριβώς γι’ αυτόν τον
σκοπό: να χαρίζει την Ανάσταση στην ανθρώπινη φύση. Και πριν την Ανάσταση του
ο Κύριος ήταν ο ίδιος και είχε την ίδια αναστημένη ανθρώπινη φύση, εφόσον είχε
πάντοτε και τη θεϊκή φύση, όμως κατά παραχώρηση εκδήλωνε την ανθρώπινη φύση του
όπως βρίσκεται σε εμάς, εκτός από την αμαρτία (η οποία είναι διαβολική σπορά), και
όχι αναστημένη όπως την βλέπουμε μετά την Ανάσταση, για να γίνει πραγματικά και
συγκεκριμένα η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως και όχι αιθέρια, ρομαντικά και
θεωρητικά.
Οι θεολόγοι της Εκκλησίας είτε
περιγράφουν τις δύο φύσεις του Κυρίου, είτε απαντούν στον Άρειο, τον Νεστόριο ή
τον μονοφυσιτισμό, είτε εξηγούν το γνωμικό θέλημα (ένα σπουδαίο δογματικό
ζήτημα που συζητήθηκε έντονα τον 7ο μ.Χ. αιώνα) δεν κάνουν τίποτα
άλλο από το να αναφέρονται στον παράδεισο που χάρισε η ενανθρώπιση του Κυρίου στην
ανθρώπινη φύση. Συνδέουν τον παράδεισο και την απώλεια του και με την περιγραφή
της πτώσεως των πρωτοπλάστων, όπως διασώζεται στο βιβλίο Γένεσις της Παλαιάς Διαθήκης, όμως η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού είναι
το κέντρο στη διδασκαλία τους, για να εξηγήσουν και να βιώσουν τον Παράδεισο.
Επειδή
βλέπουν τον Παράδεισο και την Κόλαση μέσα από την ενανθρώπιση του Κυρίου, ο
Παράδεισος έχει γι’ αυτούς καθαρά υπαρξιακό περιεχόμενο. Δεν είναι τόποι αλλά
καταστάσεις της ανθρώπινης υπάρξεως, οι οποίες ξεκινούν από την παρούσα ζωή και
εκτείνονται και μετά το θάνατο του ανθρώπου.
Πριν τη Ανάσταση του ο Κύριος
είχε προϊδεάσει τους μαθητές του για το δώρο που θα χάρισε στην ανθρώπινη φύση
με την ενανθρώπιση και την Ανάσταση. Η ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, η
ανάσταση του γιου της χήρας της Ναΐν, η ανάσταση του Λαζάρου, η θεοφάνεια στο
όρος Θαβώρ ενώπιον τριών μαθητών του, ήταν τα καλύτερα σημεία για να τους
δείξει την ευεργεσία που χάρισε στον άνθρωπο. Ο παράδεισος βιώνεται μέσα στην
εκκλησία. Υπάρχουν σήμερα σημεία που μπορούμε να ψηλαφήσουμε τον παράδεισο.
Ένα
από τα πιο δυνατά είναι τα λείψανα των αγίων.
Υπάρχουν λείψανα αγίων που
ευωδιάζουν ή είναι άφθαρτα. Η καλύτερη απόδειξη για την ανάσταση και τον
παράδεισο που χάρισε στην ανθρωπότητα η ενανθρώπιση του Κυρίου. Φυσικά δεν
είναι το μόνο σημείο. Σήμερα υπάρχουν άνθρωποι, όπως ασκητές στην περιοχή του Αγίου Όρους, οι οποίοι τρώνε ελάχιστα ή κοιμούνται ελάχιστα. Η συμπεριφορά αυτή
δεν είναι δείγμα εκούσιας κακώσεως του σώματος ή δίαιτας. Είναι δείγματα
αγιασμού και αφθαρτοποιήσεως της ανθρώπινης φύσεως.
Αξιοσημείωτο όμως είναι το
γεγονός ότι υπάρχουν και άνθρωποι ανάμεσα μας που εμφανίζουν παρόμοια σημάδια,
ακριβώς γιατί συνειδητοποίησαν το δώρο που προσφέρει η εκκλησία και άφησαν τον
εαυτό τους στα χέρια του Θεού. Οι άνθρωποι αυτοί βρήκαν τον παράδεισο. Βέβαια
το πιο δυνατό σημείο, ως το κέντρο όλων αυτών, είναι το μυστήριο της θείας
Ευχαριστίας, το οποίο άλλωστε είναι και το κέντρο της θείας λατρείας. Εκεί
κυρίως οι πιστοί βλέπουν καθαρά και βιώνουν ζωντανά τον αγιασμό της ανθρώπινης
φύσεως και τον παράδεισο.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές
αναφορές της πατερικής θεολογίας για το τι είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση
βρίσκουμε στα κείμενα του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, ο οποίος ζει τον 8ο
αιώνα μ.Χ. Είχαν προηγηθεί βέβαια τα κείμενα των μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων, οι
αναφορές του αγ. Μαξίμου Ομολογητού, η διήγηση του Μακαρίου του Αιγυπτίου – ο περίφημος
διάλογος στην έρημο με το κρανίο του αιρεσιάρχου. Ο Δαμασκηνός όμως, με
απλότητα και γλαφυρότητα, δανειζόμενος παραστάσεις της καθημερινότητας, δίνει
την πιο συγκλονιστική περιγραφή για το ποιες είναι αυτές οι δύο υπαρξιακές
καταστάσεις.
Για τον Ιωάννη Δαμασκηνό η ψυχή
είναι το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα
και παρέχει σε αυτό ζωή, αύξηση, αίσθηση και γέννηση.[2]
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση. Κοινά
χαρακτηριστικά της ψυχής και του σώματος είναι οι αρετές, οι οποίες αφορούν
κυρίως την ψυχή, γιατί η ψυχή χρησιμοποιεί ως όργανο το σώμα.[3]
Όσο ο άνθρωπος έχει και το σώμα
του, υπάρχει οικονομία και κυβέρνηση, γιατί ό,τι και να πράξει έχει τη
δυνατότητα με τη μετάνοια να το διορθώσει. Μετά το θάνατο όμως, δηλαδή το
χωρισμό της ψυχής και του σώματος, η ψυχή δεν «αλλάζει πλέον».[4] Η
ψυχή τρέπεται μόνο όταν είναι μαζί με το σώμα. Όπως οι δαίμονες μετά την
έκπτωση δεν μετανοούν και οι άγγελοι δεν αμαρτάνουν, γιατί και οι δύο απέκτησαν
το άτρεπτο, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος μετά το θάνατο έχει το άτρεπτο.[5] Αυτό
που ποθεί ο άνθρωπος τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, δηλαδή ή τον αγαθό
Θεό ή την αμαρτία, είναι αυτό που θα τον συνοδεύει πάντα, γιατί από εκεί και
πέρα η ψυχή δεν αλλάζει.[6] Οι
άνθρωποι που ποθούν το Θεό, μετά το θάνατο τους συνεχίσουν να τον ποθούν, αφού
η ζωή είναι ενιαία, και ευφραίνονται[7]˙
αντίθετα οι αμαρτωλοί, δηλαδή αυτοί που σκέπτονται συνεχώς την κακία και την
αμαρτία, μετά το θάνατο ποθώντας την αμαρτία κολάζονται χωρίς καμία παρηγοριά,
γιατί δεν έχουν το υλικό της αμαρτίας. Έχασαν τὰς ὕλας τῆς ἁμαρτίας, όπως το ονομάζει ο
Δαμασκηνός, αφού δεν έχουν πλέον το σώμα και δεν μπορούν αμαρτήσουν, όμως η
ψυχή τους συνεχίζει να επιθυμεί μόνο την αμαρτία.[8] Ἐπιθυμοῦντες
οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται.[9]
Γι’
αυτό το λόγο ο Δαμασκηνός λέγει πως η κόλαση δεν είναι τίποτα άλλο παρά ἡ
τοῦ ποθουμένου στέρησις.[10] Ο
παράδεισος και η κόλαση είναι θέμα καθαρά βουλητικό. Κατά την αναλογία του
πόθου, όσοι ποθούν το Θεό ευφραίνονται και όσοι ποθούν την αμαρτία κολάζονται.[11]
Επομένως η κόλαση, στα κείμενα
του Ιωάννη Δαμασκηνού [εικ.], δεν είναι μία αιώνια τιμωρία, αλλά ως στέρησις τοῦ ποθουμένου είναι
μία αστοχία της επιθυμίας του ανθρώπου. Ο διάβολος και οι κολασμένοι επιθυμούν
ανύπαρκτα πράγματα, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει κακία και αμαρτία. Η
επιθυμία όμως εξακολουθεί να υπάρχει και να κατατρώγει τον άνθρωπο. Μόλις χαθεί
το σώμα από την ανθρώπινη ύπαρξη, ο άνθρωπος δεν τρώει, δεν παντρεύεται, δεν
ντύνεται, δεν πλουτίζει, δεν δείχνει φθόνο, ούτε τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Μετά το θάνατο υπάρχει η
πλήρης πραγματικότητα, ο αγαθός Θεός, τον οποίο οι κολασμένοι δεν τον θέλουν.
Όσοι όμως επιθυμούν το Θεό, το ὄν καὶ ἀεὶ ὄν, πέτυχαν τον σκοπό τους και
νιώθουν ευφροσύνη, γιατί μετά το θάνατο επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Επιθυμούσαν και
επιθυμούν κάτι πραγματικό και παντοτινό, που τώρα το καταλαβαίνουν πλήρως, όπως
και οι κολασμένοι πλήρως, τώρα, καταλαβαίνουν το λάθος τους:
«Εἰ δὲ λέγεται, ὅτι συνέφερεν αὐτῷ μὴ γενέσθαι ἥπερ γενέσθαι καὶ κολασθήναι ἀτελευτήτως, φαμὲν ὅτι ἡ κόλασις ἐκείνη οὐδὲ ἕτερον έστιν εἰ μὴ πῦρ ἐπιθυμίας τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ πῦρ ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας. Οὐ γὰρ ἐπιθυμοῦσι Θεοῦ οἱ ἐν τῇ κακίᾳ τὸ ἄτρεπτον ἐσχηκότες, ἀλλὰ τῆς κακίας, ἐκεῖ δὲ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας οὐκ ἔσται. Οὐδὲ γὰρ ἐσθίομεν οὺδὲ πίνομεν οὺδὲ ενδυόμεθα οὐδὲ γαμοῦμεν οὐδὲ πλουτοῦμεν οὐδὲ φθόνος ἰσχύει οὐδὲ τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Ἐπιθυμοῦντες οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται. Οἱ δὲ τοῦ ἀγαθοῦ, τουτέστι μόνου τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμοῦντες, τοῦ ὄντος καὶ ἀεὶ ὄντος, καὶ τυγχάνοντες εὐφραίνονται κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν, καθ’ ἥν τυγχάνουσιν τοῦ ἐπιθυμουμένου».[12]
Ο παράδεισος και η κόλαση,
όπως περιγράφονται κυρίως στο έργο του Δαμασκηνού Κατά Μανιχαίων διάλογος, δείχνουν
πως η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το θάνατο,
όμως τώρα είναι κομματιασμένη. Από τον άνθρωπο λείπει πλέον το σώμα, και
επομένως ο ίδιος και οι επιθυμίες του πολύ πιο δύσκολα τρέπονται. Παρότι
πάντοτε είναι τρεπτός, και μόνο ο Τριαδικός Θεός είναι άτρεπτος, η τρεπτότητα
του μετά το θάνατο γίνεται δύσκαμπτη. Αν δεν επιθυμεί το Θεό όταν έχει την
πλήρη ύπαρξη του (σώμα και ψυχή), δεν υπάρχει πιθανότητα να τον επιθυμήσει όταν
η ύπαρξη του θα κομματιαστεί με το θάνατο και θα μείνει μόνο με την ψυχή. Ο
Θεός και μετά το θάνατο είναι δίπλα του και τον περιμένει, αλλά ο άνθρωπος δεν
τον θέλει γιατί η τρεπτότητα του νου (και της υπόλοιπης υπάρξεως του που
συνδέεται άμεσα με το νου, όπως η θέληση) γίνεται δύσκαμπτη και δυσκίνητη.
Γι’
αυτό και ο Δαμασκηνός τονίζει στο Κατά
Μανιχαίων διάλογος πως ο Θεός
πάντοτε δέχεται την μετάνοια (δηλαδή την αλλαγή του νου) του ανθρώπου, ακόμα
και μετά το θάνατο του, καθώς δεν μπορεί ποτέ να αρνηθεί το πλάσμα του, αλλά μετά
το θάνατο η ψυχή δεν θέλει να μετανοήσει : «οὐχὶ
τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς
γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν – ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται».[13]
Η εύρεση του παραδείσου είναι
ζήτημα ζωής και θανάτου. Δύο χιλιάδες χρόνια η εκκλησία βήμα βήμα μέσα σε
κακοήθειες, βάναυσες καταστάσεις και αντιξοότητες γίνεται το αλάτι του κόσμου
χαρίζοντας τον αγιασμό στην ανθρώπινη φύση. Η καλύτερη απόδειξη είναι η μόνιμη
παρουσία της στον πολιτισμό. Τα πάντα έπεσαν από τότε που υπάρχει η εκκλησία: Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία, βυζαντινή αυτοκρατορία, γεωγραφικά όρια, σύνορα, λαοί που
κυριάρχησαν και εξαφανίστηκαν εντελώς, ένα πράγμα μόνο έμεινε: η Εκκλησία και ο
λατρευτικός της πλούτος. Πλούτος που χαρίζει στον άνθρωπο τον αγιασμό και την
αφθαρτοποίηση˙ δηλαδή τον παράδεισο.
Πηγή ἐδῶ.
|