Η νηστεία ως εμπειρική βίωση του λειτουργικού χρόνου



 

 Τοῦ Δ. Μαυρόπουλου

Στόν κύκλο τῶν κινητῶν ἑορτῶν, με κορυφή το Πάσχα, καλούμαστε νὰ ψηλαφήσουμε τὴν πραγματικότητα τῆς καινούργιας ζωῆς ποὺ ἐγκαινίασε τὸ Πάθος καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Μετὰ εἶναι ὁ ἑπταδικὸς χρόνος μὲ κυρίαρχη τὴν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, τὴν Κυριακή. Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι ἡ Κυριακή, κάθε Κυριακή, εἶναι ἐπανάληψη ἐπὶ 51 φορὲς μέσα στὸ χρόνο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα. Κάθε Κυριακὴ εἶναι μία Κυριακὴ τοῦ Πάσχα. Ἡ πρώτη θεία Εὐχαριστία
εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία ποὺ τελεῖται στὴν πασχαλιάτικη λειτουργία. Ὅλες οἱ ἄλλες θεῖες Εὐχαριστίες ἐπαναλαμβάνουν αὐτὴ τὴν πρώτη θεία Εὐχαριστία μέσα στὸν χρόνο. Θὰ μποροῦσαν καὶ νὰ μὴν τὴν ἐπαναλάβουν. Τὴν ἐπαναλαμβάνουν ὅμως γιατὶ ὁ ἄνθρωπος, ἡ πεπτωκυία φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει ἀνάγκη ἀπ’ αὐτὴ τὴ συνεχῆ ψηλάφηση τῆς ἔσχατης ἡμέρας τοῦ Κυρίου.


Τὸ ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ μὴν τὴν ἐπαναλάβουν μᾶς τὸ διδάσκει ἡ ἱερή μας ἱστορία, προβάλλοντάς μας κάποιους μεγάλους ἁγίους ἀσκητὲς οἱ ὁποῖοι λειτουργιόνταν κάθε Πάσχα. Γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω καὶ κάποιες, σπάνιες βέβαια, μορφές, ὅπως ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ λειτουργήθηκε δύο μόνο φορὲς στὴ ζωή της: τὴ μιὰ ὅταν μετενόησε καὶ τὴ δεύτερη ὅταν δοξάστηκε, ὅταν κοινώνησε τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου λίγο πρὶν τὴν κοίμησή της.
Σήμερα βέβαια μιλᾶμε γιὰ τὸ τί σημαίνει λειτουργικὸς χρόνος κάπως θεωρητικά. Παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν τὴν παρουσία του στὴν καθημερινή τους ζωή. Ἀναφέρω τὸ παράδειγμα μιᾶς γυναίκας μὲ τὴν ὁποία ἔζησα τὰ παιδικά μου χρόνια. Γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τοὺς ἄντρες σὰν κι αὐτήν, ὁ χρόνος μετριόταν διαφορετικά. Κάθε μέρα εἶχε τὸ ὄνομά της, τὸ ὁποῖο τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ ἕναν Ἅγιο. Ἔτσι μετροῦσαν τὶς ἡμέρες. Σήμερα τὶς ἡμέρες τὶς μετρᾶμε ἀλλιῶς.


Οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς ἐμπειρικῆς βίωσης τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου εἶναι στὴν παράδοσή μας ἡ νηστεία. Παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν τὴ νηστεία. Ἤξεραν πόσο μεγάλη σημασία ἔχει ἡ νηστεία, ἤξεραν καί πόσο μεγάλη σημασία ἔχει ἡ κατάλυση. Ὅσο ἁμαρτία ἦταν νὰ μὴν νηστέψουν σὲ ἡμέρα νηστείας, τόσο ἁμαρτία ἦταν γι’ αὐτοὺς τὸ νὰ νηστέψουν σὲ ἡμέρα πασχαλιάτικη, σὲ ἡμέρα κατάλυσης. Δηλαδὴ ἤξεραν πῶς θὰ οἰκονομοῦσαν τὸν χρόνο τους, ἤξεραν πῶς μέσα στὸν κοσμικὸ χρόνο θὰ ζήσουν ἕναν χρόνο λειτουργικό. Ἐμεῖς προσπαθοῦμε τώρα μὲ θεωρητικὸ τρόπο νὰ κατανοήσουμε τί σημαίνει λειτουργικὸς χρόνος, ἔξω ἀπ’ αὐτὴ τὴ βιωμένη παράδοση.
Καὶ μιὰ ποὺ ἀνέφερα τὴ νηστεία, θὰ πῶ δυὸ λόγια γιὰ τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενό της. Κατὰ τὸν ἑβδομαδιαῖο κύκλο ἔχουμε τὴ νηστεία τῆς Τετάρτης καὶ τῆς Παρασκευῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει θεσπίσει αὐτὴ τὴ νηστεία ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων, σύμφωνα μ’ αὐτὰ ποὺ παρέλαβε ἀπὸ τὴ Συναγωγή, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ παράδοση. Ἐπίσης πολὺ νωρίς, πιθανότατα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ πρώτου αἰώνα, καὶ πάντως μαρτυρημένα ἀπὸ τὸν δεύτερο αἰώνα, ἡ Ἐκκλησία θεσπίζει τὴν προετοιμασία τῶν ἀνθρώπων ποὺ θὰ βαφτιστοῦν. Στὴν πρώιμη χριστιανικὴ παράδοση, ὅπως καὶ στὴν ἰουδαϊκὴ κι ὅπως σὲ ὅλες τὶς παραδόσεις, ἕνα μεγάλο πνευματικὸ γεγονὸς οἱ ἄνθρωποι τὸ περίμεναν μέσα ἀπὸ μιὰ προετοιμασία. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶδαν ὅτι ἡ προετοιμασία αὐτὴ ἔπρεπε νὰ ἀποσκοπεῖ ὄχι μόνο στὴ θεωρητικὴ κατάρτιση, ἀλλὰ στὴν καθολικὴ ἐσωτερικὴ συγκρότηση τῆς ψυχῆς τοῦ κατηχουμένου. Σ’ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἡ νηστεία εἶναι ἕνα μέσον πνευματικῆς προετοιμασίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ προβλέπονταν γιὰ τοὺς κατηχούμενους. Ἔτσι θεσπίστηκαν ἀπὸ πολὺ νωρὶς οἱ λεγόμενες βαπτιστήριες περίοδοι νηστείας, ὅπως εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἡ νηστεία καὶ ἡ ὅλη πνευματικὴ προετοιμασία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶχε νὰ κάνει μὲ τὸ βάπτισμα κατὰ τὸ ἑσπέρας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Προετοιμάζονταν, οἱ μὲν κατηχούμενοι γιὰ νὰ βαπτιστοῦν, οἱ δὲ πιστοὶ γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν τοὺς κατηχουμένους ποὺ θὰ βαπτιστοῦν, καὶ ὅλοι μαζί ὅδευαν γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο γεγονός. Αὐτὲς τὶς νηστεῖες ξέρουμε στὴν Ἐκκλησία μας. Ἀργότερα, ἐπειδὴ οἱ ἀνάγκες αὐξήθηκαν, θεσπίστηκαν καὶ κάποιες ἄλλες νηστεῖες. Ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ὅλοι οἱ κατηχούμενοι νὰ βαπτίζονται τὸ Μεγάλο Σάββατο, ὁρίστηκε μιὰ δεύτερη μεγάλη βαπτιστήρια περίοδος ποὺ κατέληγε στὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων (6 Ἰανουαρίου). Θεσπίστηκε λοιπὸν μία ἀκόμα περίοδος προετοιμασίας, ἡ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ κατ’ οὐσίαν ἀποσκοπεῖ στὴ βάπτιση κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων. Ὁρισμένες ἄλλες νηστεῖες ποὺ εἰσήχθησαν σιγὰ σιγά, ὅπως ἡ Σαρακοστὴ τῆς Παναγίας καὶ ἡ Σαρακοστὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μοναστικῆς ἐπίδρασης.

Ἐρώτηση: Γιατί κατὰ τὴ Σαρακοστὴ τῶν Χριστουγέννων τὶς πρῶτες ἑβδομάδες καταλύουμε ψάρι;
Ἔχω τὴν ἐντύπωση –καὶ μὴν σᾶς σκανδαλίσει αὐτό ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς φορὲς καὶ ὁρισμένοι καθαρὰ πρακτικοὶ λόγοι. Φέρ’ εἰπεῖν τὸν χειμώνα δὲν μπορεῖς νὰ νηστεύεις συνεχῶς τὸ λάδι. Εἶναι ἡ σκληρὴ ἐργασία, εἶναι τὸ κρύο, εἶναι οἱ καιρικὲς συνθῆκες δύσκολες, ὅλα αὐτὰ παίζουν ρόλο στὸν καθορισμὸ τῆς νηστείας. Σᾶς θυμίζω ὅτι ὅταν οἱ Ρῶσοι πῆραν τὶς νηστεῖες ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Πατριαρχείου τὶς τροποποίησαν λίγο καὶ ἔβαλαν π.χ. τυρὶ καὶ ἀβγὰ σὲ μέρες ποὺ ἐμεῖς δὲν τὰ ἔχουμε. Οἱ Ἰουδαῖοι νήστευαν Τετάρτη καὶ Παρασκευή.
Ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στὴ νηστεία αὐτὴ ἄλλο νόημα καὶ ἄλλο περιεχόμενο. Ὁρισμένοι εὐσεβεῖς Ἰουδαῖοι ζηλωτές, τουλάχιστον στοὺς ὕστερους χρόνους, νήστευαν καὶ τὴ Δευτέρα. Τὴ Δευτέρα τὴν τηροῦν καὶ σ’ ἐμᾶς οἱ μοναχοί.

Ἐρώτηση: Δηλαδὴ ἡ συνήθεια τῆς νηστείας εἶναι ἐν γένει ἰουδαϊκὴ παράδοση;
Ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ οἱ παραδόσεις ἔχουν κάποια μορφὴ νηστείας. Πάντως ἡ πρώτη χριστιανικὴ Ἐκκλησία ὀργανώθηκε πάνω σὲ ἰουδαϊκὰ πρότυπα.
Ἐρώτηση: Ὁ Χριστὸς γιατί νήστεψε σαράντα ἡμέρες;
Αὐτὴ ἦταν ἐπίσης μιὰ παράδοση ἰουδαϊκή, τὴν ὁποία βρίσκουμε καὶ στοὺς προφῆτες. Ὅταν ὁ προφήτης καλεῖται νὰ ἀρχίσει ἕνα μεγάλο ἔργο, κάνει μιὰ προετοιμασία νηστείας, συνήθως σαράντα ἡμερῶν, κατὰ μίμηση τῆς περιόδου τῶν σαράντα ἐτῶν τῆς ἐρήμου – τόσο διήρκεσε ἡ ταλαιπωρία τοῦ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο, κατὰ τὴ μετάβασή του ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου στὴν ἐλευθερία τῆς Χαναάν. Τὰ σαράντα αὐτὰ χρόνια γίνονται σαράντα ἡμέρες, καὶ κάθε διδάσκαλος, κάθε ραββίνος, πρὶν ξεκινήσει τὸ ἔργο του πρέπει νὰ περάσει μόνος του τὴν ἄσκηση αὐτὴ τῆς νηστείας καὶ τῆς προσευχῆς. Ὅσο γιὰ τὴ νηστεία, αὐτὴ εἶναι ἕνα μόνο ἀπὸ τὰ μέσα τῆς πνευματικῆς προετοιμασίας. Κανονικὰ ἡ νηστεία δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀποχὴ ἀπὸ
ὁρισμένα φαγητά, εἶναι μιὰ ἄσκηση πολύπλοκη. Κατ’ ἀρχὴν εἶναι ἕνας ἔλεγχος τοῦ λογισμοῦ καὶ τοῦ θελήματος. Ἡ φύση μας μᾶς καλεῖ νὰ θέλουμε μιὰ τροφή, κι ἐμεῖς ἀσκούμεθα ἐπὶ τῆς θελήσεως τῆς φύσεώς μας καὶ δὲν τρῶμε τὴν τροφὴ αὐτή.
Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον οἱ τροφές.
Ἡ βούλησή μας κι ὁ λογισμός μας γεννοῦν ὁρισμένες σκέψεις. Πρέπει αὐτὲς τὶς σκέψεις νὰ τὶς ἐλέγξουμε. Δυστυχῶς σήμερα, μὲ τὴν ἄμβλυνση ποὺ ὑπάρχει, δὲν ἀκολουθεῖται αὐτὸ καὶ περιοριζόμαστε μόνο στὴ νηστεία τοῦ φαγητοῦ. Αὐτὸ δὲν κάνει βέβαια κακό, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ, ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὴ νηστεία ὡς μιὰ πλήρη πνευματικὴ ἄσκηση, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνεται καὶ τὴν ἔχει θεσπίσει ἡ παράδοσή μας.
Παράλληλα, ἡ νηστεία, καὶ ὅταν τηρεῖται καὶ ὅταν
δὲν τηρεῖται, εἶναι μιὰ μνήμη τῆς παρουσίας τοῦ ἱεροῦ στὴ ζωή μας, μιὰ ὑπενθύμιση τῆς ἀναφορᾶς πρὸς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ – ἀρκεῖ νὰ ξέρουμε ὅτι νηστεύουμε κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη ἢ δὲν νηστεύουμε ἀρνούμενοι αὐτὴ τὴν τάξη.

                                                                                                    Πηγή: Ἐδῶ.