Μετὰ τὰ δύο πρῶτα μέρη τὰ
σχετικὰ μὲ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἀκύρων-ἐγκύρων μυστηρίων (ἐδῶ
κι ἐδῶ), σήμερα τὸ τρίτο μέρος. Τὸν
κόπο μου αὐτὸ ἀφιερώνω μὲ ἀγάπη σ’ αὐτοὺς
τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ὑποπέσει στὴν πλάνη τοῦ νὰ ἰσχυρίζονται ἰδιόγνωμα, μὲ ἀφοριστικὴ
λογική, ἑρμηνευτικὲς ἀκροβασίες καὶ σύγχυση τῶν ἐννοιῶν περὶ τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς
ἐκκλησιολογίας, ὅτι τὰ μυστήρια τῶν
μὴ καταδικασμένων αἱρετικῶν κι ὅσων κοινωνοῦν μαζί τους εἶναι ἄκυρα, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν ἔχουν
παρουσιάσει ΟΥΤΕ ΕΝΑ ἁγιοπατερικὸ
ΚΕΙΜΕΝΟ ποὺ νὰ ὀνομάζει ἄκυρα
τὰ μυστήρια τῶν μὴ καταδικασμένων
αἱρετικῶν. Τῶν καταδικασμένων φυσικὰ καὶ εἶναι ἄκυρα, αὐτὸ κανένας Ὀρθόδοξος δὲν
τὸ ἀρνεῖται.
Καὶ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου,
τὴ στιγμὴ ποὺ ὑπάρχουν ἑκατοντάδες ἴσως κείμενα (καὶ ἐμεῖς ἔχουμε παρουσιάσει
δεκάδες) ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση, στὰ ὁποῖα εἶναι φανερότατο καὶ
ξεκάθαρο ὅτι οἱ Σύνοδοι, τοὺς ἐν καιρῷ αἱρέσεως αἱρετίζοντας, τοὺς ἀντιμετωπίζουν
ὡς ἔχοντας μυστήρια καὶ γι’ αὐτό, εἴτε τοὺς ἀθωώνουν μετανοοῦντας, εἴτε τοὺς
καταδικάζουν παραμένοντας στὴν κακοδοξία τους. Οἱ ὀπαδοὶ τῶν ἀκύρων μυστηρίων ὅμως,
δυστυχῶς, ἔχουν παρασυρθεῖ –ἀπὸ ὑπερβάλοντα ζῆλο καὶ παρὰ τὴν καλή τους διάθεση– ἀπὸ τὴν λανθασμένη ἑρμηνεία ποὺ δίνουν εἴτε σὲ
χωρία καὶ λέξεις τῆς Ἁγίας γραφῆς ἢ χωρία τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Πιστεύω ὅτι
διαβάζοντας τὸ ἄρθρο αὐτὸ μὲ καλὴ διάθεση, θὰ διαπιστώσουν ἰδίοις
ὄμμασι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (καὶ ὁ μαθητής του Ἰωσὴφ Καλόθετος), σὲ κανένα σημεῖο, οὔτε χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη ἄκυρα γιὰ τὰ μυστήρια τοῦ Καλέκα, οὔτε κἂν σὲ κάποιο σημεῖο τὰ
ἀμφισβητεῖ. Εἶναι βέβαια φανερὸ ὅτι ἔχει διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τὸν Καλέκα· εἶναι
φανερὸ ὅτι θεωρεῖ ὅτι ὁ Καλέκας πλέον δὲν ἐκφράζει τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ
δὲν ἀνήκει σ’ αὐτή, ἀλλὰ εἶναι
ψευδεπίσκοπος, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὁ «πρόεδρος»-Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁ ΙΕ΄
Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου μᾶς προτρέπει νὰ ἀποτειχιστοῦμε· καὶ βέβαια ἀποτειχίζεται
κανεὶς ἀπὸ κάποιον ποὺ ἔχει ἔγκυρα μυστήρια· εἶναι φανερὸ ἄρα, ὅτι ὁ Καλέκας εἶναι
καθαιρετέος καὶ ἄξιος τοῦ ἀναθέματος τῶν συνόδων, ἀφοῦ συμμάχησε μὲ δύο
καταδικασμένους αἱρετικούς, τὸν Βαρλαὰμ καὶ τὸν Ἀκίνδυνο καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ
καταδικαστεῖ ἀπὸ σύνοδο.
Θὰ ἐπαναλάβω: Ὁ Ἅγιος ὅμως, οὔτε μιλᾶ γιὰ ἄκυρα μυστήρια, οὔτε ἐννοεῖ
στὰ κείμενά του κάτι τέτοιο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἴδια κείμενα. Οἱ Ἅγιοι ὅταν ἐπρόκειτο
γιὰ τὴν Ἐκκλησία
καὶ τὴν σωτηρία
τοῦ ποιμνίου δὲν
μιλοῦσαν μὲ ὑπονοούμενα, οὔτε μιλοῦσαν συνεσκιασμένα. Ἂν τὰ μυστήρια τῶν μὴ καταδικασμένων αἱρετικῶν –ὅπως τοῦ Ζηζιούλα καὶ
τοῦ Βαρθολομαίου– ἦταν ἄκυρα, θὰ το ἔλεγαν
ξεκάθαρα, ὄχι μιά, ἀλλὰ δεκάδες φορές, γιὰ νὰ προφυλάξουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸν θανάσιμο
κίνδυνο, ἀντὶ θείων μυστηρίων, νὰ βαπτίζονται μὲ σκέτο νερό, ἢ νὰ κοινωνοῦν
σκέτο ψωμὶ καὶ κρασί. Καὶ ἦταν ἑκατομύρια οἱ πιστοί (ἱερωμένοι καὶ λαϊκοί) ποὺ
κοινωνοῦσαν ἐπὶ χρόνια μὲ ἀκατάκριτους αἱρετικούς.
Ἱστορικὸ διάγραμμα:
[Γιὰ τὴν καλύτερη παρακολούθηση τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἐνεργειῶν τῶν ἐμπλεκομένων
προσώπων ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἔχει σημασία νὰ προταθεῖ
ἕνα μικρὸ ἱστορικὸ διάγραμμα, γιὰ νὰ ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν μας ποιά κείμενά τους
γράφτηκαν πρὶν τὶς συνοδικές καταδικαστικές
ἀποφάσεις καὶ ποιά μετά, καὶ
νὰ βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας γιὰ τὴν στάση ποὺ κρατοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι πρὸς
τοὺς αἱρετικοὺς αὐτὲς τὶς διακεκριμένες χρονικὲς περιόδους].
1337 Ὁ Βαρλαάμ
καταγγέλλει τοὺς Ἡσυχαστὲς στὴ Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ
πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα.
1340-1341 Συντάσεται ὁ «Ἁγιορειτικὸς Τόμος» ὑπὸ τοῦ ἁγίου Γρ. Παλαμᾶ,
1341 (10 Ἰούνιος 1341) Σύνοδος
Κων/πόλεως. Οἱ θέσεις τοῦ Βαρλαὰμ
καταδικάζονται, ὁ Βαρλαὰμ ζήτησε συγγνώμη καὶ συγχωρήθηκε. Ἐν συνεχείᾳ κατέφυγε
στὴ Δύση καὶ ὑπαναχώρησε.
1341 (15 Ἰούνιος) Ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος ἀνακίνησε καὶ πάλι τὸ ζήτημα.
1341 (Αὔγουστος) Οἱ
μοναχοὶ ζήτησαν σύγκληση Συνόδου, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴν Κων/πολη.
Σὲ αὐτὴ καταδικάστηκε ἡ
διδασκαλία Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνου καὶ ἐξεδόθη «Συνοδικὸς Τόμος».
Νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι σ’ αὐτὸν ἀναφέρονται καὶ
τὰ ἑξῆς: «Ἀλλὰ καὶ εἴ τις ἕτερός
τι τῶν ὑπ’ ἐκείνου (Βαρλαάμ) βλασφήμως καὶ κακοδόξως κατὰ τῶν μοναχῶν, μᾶλλον δὲ
τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, λαληθέντων ἢ συγγραφέντων φανείη πάλιν τῶν μοναχῶν κατηγορῶν
ἢ ὅλως τούτων ἐν τοῖς τοιούτοις καθαπτόμενος τῇ αὐτῇ καταδίκῃ παρὰ τῆς ἡμῶν
μετριότητος καθυποβαλλόμενος, ἀποκήρυκτος ἔσται καὶ αὐτὸς καὶ ἀποτετμημένος τῆς
ἁγίας τοῦ Χριστοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου τῶν
χριστιανῶν συστήματος» (Δοσιθέου
Ἱεροσολύμων, Τόμος Ἀγάπης, κεφ. νβ΄, νγ΄, σελ. 50).
1341-1342 Ὁ Καλέκας στρέφεται/συμμαχεῖ
πρὸς τὸν καταδικασμένο ἀπὸ Σύνοδο Ἀκίνδυνο (1341) καὶ διώκει τὸν ἅγιο
Γρηγόριο. Τὸ 1342 μάλιστα τὸν καταδικάζει Συνοδικά.
Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1342 ὁ Καλέκας «κοινωνεῖ καὶ
συνάπτει ἑαυτὸν Ἀκινδύνῳ τε καὶ τοῖς ἄλλοις». «Δέχθηκε λοιπὸν δὲ κοινωνία καὶ εἰσάγει
στὴν Ἐκκλησία ἀντὶ “τοῦ μαθητοῦ τὸν προδότη…, τὸν ψευδαπόστολο…, τὸν ἀποστάτη”»
(Ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἐπιστολὴ πρὸς …γέροντας, Εἰς Ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἁγ. Γρηγορίου, Οἱ ἀγῶνες
τῶν μοναχῶν…, σελ. 267).
1342 Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,
σύγγραμμα, «Ὅτι Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνός εἰσιν οἱ διχοτομοῦντες…».
1341-1342 Ἰωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 6ος.
1344 (4 Νοεμβρίου) Ὁ Καλέκας (μὲ Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας καὶ Γεράσιμο Ἱεροσολύμων)
ἀναθεματίζουν τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.
1344 (τέλη) Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ σύγγραμμα, «Ἀναίρεσις
Γράμματος Καλέκα.
1344 Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ σύγγραμμα, “Ἀναίρεσιν
Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας”.
1344 (Δεκέμβριος) Χειροτονία Ἀκινδύνου ὑπὸ Καλέκα.
1344 Ἰωσήφ Καλοθέτου, Λόγος 1ος, Πρὸς
μ. Σάββα.
1344 (τέλη)
– 1345 (ἀρχές),
Ἰωσήφ Καλοθέτου, Ἐπιστολὴ 1η πρὸς μοναχὸν Σάββα.
1346 Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ
σύγγραμμα, «Ἀναίρεσις Ἐξηγήσεως Τόμου Καλέκα.
1347 (Φεβρουάριος) Σύνοδος Κων/πόλεως. Καθηρέθη ὁ Καλέκας, ἀκυρώθηκαν οἱ συνοδικὲς πράξεις Καλέκα, ἀθωώθηκε
ὁ Ἅγιος Γρηγόριος.
Παρουσιάζονται πρῶτα οἱ θέσεις τοῦ ἱ.
Ιωσήφ Καλόθετου, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε διὰ πολλῶν συγγραφῶν τὸν δάσκαλό του ἅγιο
Γρηγόριο, γιατὶ μὲ αὐτὰ μᾶς βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα τὰ γεγονότα.
Λόγος 1ος
Ιωσήφ Καλοθέτου κατὰ Ἀκινδύνου (1342)
Ἀρχικὰ στὸν Λόγο αὐτὸ ὁ ἱ. Ἰωσὴφ καταθέτει
τὴν λύπην του, διότι ἀναγκάζεται νὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον τοῦ παλαιοῦ φίλου του Ἀκινδύνου,
χρησιμοποιῶν τὸ ρῆμα «σπαράττομαι ἐπὶ τῷ χωρισμῷ τοῦ ἀδελφοῦ».
Ταυτόχρονα ὅμως δηλώνει καὶ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ τοῦ χωρισμοῦ,
ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη –λέγει– ἀπὸ τὴν διαβολὴ καὶ τὸν πόλεμο ποὺ ξεκίνησε ἐναντίον
μας καὶ ἐναντίον τῶν Ἁγίων ὁ Ἀκίνδυνος μὲ τὰ κείμενά του (Τσάμης Δ., Καλοθέτου Ἰωσὴφ Συγγράμματα, σελ. 45).
Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ἤδη οἱ Ἁγιορεῖτες καὶ ἅγ. Γρηγόριος ἔχουν δηλώσει ὅτι
δὲν θὰ ἔχουν οὐδεμία κοινωνία μὲ τοὺς Βαρλααμίτες στὸν «Ἁγιορετικὸ Τόμο»:
«Ὁ ταπεινὸς ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου
Ὄρους Ἰάκωβος, …μαρτυρῶν ὅτι διὰ τῶν ἐνταῦθα ὑπογραψάντων λογάδων ἅπαν τὸ Ἅγιον Ὄρος συμφωνοῦντες
ὑπέγραψαν, …ὅτι τὸν μὴ συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθὼς καὶ
ἡμεῖς καὶ οἱ μικρῷ πρὸ ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τὴν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα», (δηλαδή), «ἐμεῖς δὲν θὰ δεχώμεθα εἰς
κοινωνίαν τὸν μὴ συμφωνοῦντα μὲ τοὺς ἁγίους» (ὅπ. παρ., σελ. 510-515. –Δείτε το ἐδώ).
Ὁ ἱ. Ἰωσὴφ λέγει ὅτι ὁ «Ἀκίνδυνος εἶναι
διάδοχος καὶ μιμητὴς τοῦ Βαρλαάμ» (ὅπ. παρ., σελ. 43). Παρὰ τὸ
γεγονὸς λοιπόν, ὅτι ὁ Ἀκίνδυνος αἱρετίζει φανερά, ὁ Καλόθετος μὲ τὸν Λόγο του αὐτὸ
διευκρινίζει ὅτι «δὲν ἀποσκοπεῖ τόσον εἰς τὴν θεολογικὴν ἐξουθένωσιν τοῦ Ἀκινδύνου,
ὅσον εἰς τὴν ἐνδεχομένην μεταστροφή του ἐκ τῆς πλάνης… Προκειμένου νὰ ἐπιτύχη
τοῦτο ὁ ἱ. Ἰωσὴφ δὲν φείδεται κόπων καὶ ὑπομονῆς» (ὅπ. παρ., σελ. 42). «Μεθ’ ἡμῶν γενοῦ –γράφει– …πρὸ κατάβρωμα καὶ ἅρπαγμα
γενέσθαι τῷ διαβόλῳ. Ποθοῦμεν γὰρ ἀπολαβεῖν ἀδελφόν… Οὐδὲ γὰρ σπεύδομεν τὸ ἡμέτερον μέλος ἀπορφανίσαι τοῦ λοιποῦ τῆς ἐκκλησίας σώματος,
μήποτε τοῦτο πάθοιμεν» (ὅπ.
παρ., σελ. 96). Δηλαδή, δὲν
σπεύδουμε νὰ ἀποκόψουμε ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τὸ δικό μας
μέλος (ἔστω κι ἂν ἀκολουθεῖ καταδικασμένες πρὸ ἔτους αἱρετικὲς θέσεις τοῦ
Βαρλαάμ), ποτὲ νὰ μὴν τὸ πάθουμε αὐτό. Ὁ Ἀκίνδυνος, λοιπόν, ὁ διαφωνήσας πρὸς τὸν
Τόμον τοῦ 1341, δηλαδὴ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου, καὶ ἀκολουθῶν τὸν
καταδικασθέντα Βαρλαάμ, θεωρεῖται ἀκόμα
μέλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κινδυνεύει νὰ καταποθεῖ ὑπὸ τοῦ διαβόλου. Ἐνῶ, ὅπως
θὰ δοῦμε, στὸν 3ο Λόγο τοῦ ἱ. Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ καταδικάστηκε
ἀπὸ Σύνοδο ὁ Ἀκινδυνος, δὲν θεωρεῖται μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἀκίνδυνος –γράφει ὁ Ἰωσήφ– συνεχίζει
μὲ «κακόνιαν
καὶ σκαιότητα» τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ
διατυπώνει τὴν εὐχὴ «νὰ μετανοήσει ὁ Ἀκίνδυνος, διὰ νὰ μὴν ὑποστῆ τὴν ἀναμένουσαν
τοὺς αἱρετικοὺς τιμωρίαν» (ὅπ.
παρ., σελ. 44).
Λόγος 2ος,
Καλοθέτου (1342, μετὰ τὴν ἄνοιξη-φθινόπωρο)
Ὁμιλῶν στὸν 2ο Λόγο του ὁ Ἰωσὴφ ὁ Καλόθετος περὶ τοῦ Ἀκινδύνου
γράφει: «Τί
βουλόμενος καὶ τί πραγματευόμενος, ἢ ἵνα πάντως ἡμᾶς διὰ τούτου ἐκφοβήση καὶ
πείση σιωπὴν ἑλέσθαι, κἀντεῦθεν κατὰ πολλὴν ἐρημίαν τοῦ κωλύσοντος ἐπισπείρῃ τὰ
ἑαυτοῦ ζιζάνια, ὁ τῶν ζιζανίων
σπορεύς» (ὅπ. παρ., σελ. 127).
Ἐδῶ ὁ Ἀκίνδυνος «δὲν θεωρεῖται πλέον ὡς ὁ
πλανηθεὶς φίλος…, ἀλλὰ χαρακτηρίζεται ὡς ὁ διάδοχος τοῦ Βαρλαάμ… Περιτρέχουν τὴν
Κων/πόλιν (ἡ ὁμάδα τοῦ Ἀκινδύνου) καὶ τὰς
μονάς, διαδίδουν τὰς κακοδόξους διδασκαλίας των καὶ παρασύρουν ὄχι μόνον τοὺς ἁπλοϊκοὺς
καὶ ἀδαεῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς συνετοὺς διὰ τῶν τεχνασμάτων των» (ὅπ.
παρ., σελ. 45).
Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Καλόθετος ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἁγιοπατερικὸ τρόπο τοῦ ἀγῶνα
κατὰ τῶν αἱρέσεων (τῶν ζιζανίων δηλ. ποὺ ἔσπειρε ὁ πατέρας τοῦ ψεύδους ὁ
διάβολος· τὰ ζιζάνια ποὺ ὑπάρχουν στὴν
Ἐκκλησία, χωρὶς Αὐτὴ νὰ χάνει τὸν ἀμόλυντο
χαρακτῆρα Της). Πρόκειται γιὰ λόγος ποὺ πέφτει ὡς καταπέλτης στὰ αὐτιὰ τῶν
συγχρόνων ποιμένων –γιατί ὄχι καὶ τῶν λαϊκῶν πιστῶν– ὅσων δηλαδὴ ἔχουν
συμβιβαστεῖ μὲ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
«Εἰς τοὺς ὑπὲρ τῆς
ἀληθείας ἀγώνας, τονίζει εἰς τὸν πρόλογον ὁ Καλόθετος, δὲν δικαιολογεῖται
ἡ ἀπροθυμία, ἰδίως ὅταν ἡ
κακοδοξία ἀνεμποδίστως δηλητηριάζει τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων» (ὅπ. παρ., σελ. 47).
Δὲν ἔχει θέση ἡ ἀγαπολογία καὶ ἡ συγγνώμη πρὸς τοὺς αἱρετίζοντας, δὲν δικαιολογεῖται ἡ ἀδιαφορία,
ἐφ΄ ὅσον παραμένουν πεισματικὰ στὴν αἵρεση. Ἡ γραμμὴ τῶν Ἁγίων, ποὺ ἐκφράζει ὁ ἱ.
Καλόθετος, εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτούς,
ἡ ἀποτείχιση. «Πῶς δ’ ἄν τις καὶ σπείσαιτό τις αὐτῷ, ἐχθρῶς πρὸς Θεὸν ἔχοντι;».
Διότι, λέγει, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει κανεὶς κοινωνία-εἰρήνη μὲ αὐτόν (ἐννοεῖ
τὸν μὴ καταδικασμένο αἱρετικὸ Ἀκίνδυνο), νὰ συνθηκολογήσει μαζί του, ὁ ὁποῖος μὲ
τὶς κακόδοξες διδασκαλίες-ἐνέργειες, ἐχθρεύεται τὸν Θεόν; Δὲν μπορεῖ
κανεὶς νὰ ἔχει κοινωνία-φιλία μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ βασιλιᾶ «συμφιλιάζειν τοῖς τοῦ βασιλέως ἐχθροῖς». Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μᾶς συμβουλεύει νὰ συγχωροῦμε αὐτοὺς
ποὺ ἁμάρτησαν, ἀλλὰ ἀφοῦ μετανοήσουν. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ συγχωρεῖ τὸν αἱρετίζοντα
καὶ ἔχει κοινωνία μαζί του, καθ’ ὃν χρόνον αὐτὸς δὲν ἀπαρνήθηκε τὶς κακοδοξίες
του, κάνει τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο συγχωρήσεως καὶ ἁμαρτάνει διπλά. Καὶ διότι
συγχωρεῖ κάποιον ποὺ δεν ἐπανῆλθε στὴν
ὀρθὴ πίστη ἐν μετανοίᾳ, ὅπως ἐντέλλεται ὁ Θεός, καὶ διότι μὲ αὐτὴ τὴν ἐνέργεια καθιστᾶ
τὸν ἑαυτὸ τοῦ φιλανθρωπότερο ἀπὸ τὸν
Θεό! «Ὁ Ἀκίνδυνος, ὡς “ἀμεταμέλητος”, δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ τύχη συγγνώμης, διότι ὁ “συγγνώμην νέμων τῷ ἀμεταμελήτῳ
φθάνει ἑαυτὸν συγγνώμης ἐκβάλλων”. Διὰ τοῦτο,
τονίζει ὁ Ἰωσήφ, ἀπαγορεύεται πᾶσα σχέσις μετὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας
καὶ ἐπιβάλλεται ὁ κατ’ αὐτῶν ἀδιάκοπος πόλεμος», ποὺ εἶναι, τί ἄλλο, ἡ ἀκοινωνησία
(ὅπ. παρ., σελ. 45).
Τὸ κείμενο τοῦ ἱ.
Ἰωσὴφ Καλόθετου:
«Πῶς δ’ ἄν τις
καὶ σπείσαιτό τις αὐτῷ, ἐχθρῶς πρὸς Θεὸν
ἔχοντι; Πῶς δ’ οὖκ ἁμάρτοι τις ἀσύγνωστα συγνωμονῶν
τῷ ἀμεταμελήτῳ; Καὶ γοῦν συμβουλεύει τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιον ἀφιέναι μὲν τοῖς ἡμαρτηκόσι τὰ ἁμαρτήματα, μεταμελομένοις δέ, ἐφ’ οἷς οὐκ εὖ πεποιήκασι· μὴ μεταμελομένοις δὲ
οὐ χρεὼν ἡμᾶς τοῦτο ποιεῖν. Ὁ γὰρ συγγνώμην νέμων τῷ ἀμεταμελήτῳ φθάνει ἑαυτῷ
συγγνώμης ἐκβάλλων. Ἀλλὰ καὶ ὁ
προχείρως τούτῳ γε ταύτην νέμων χωρὶς τῆς ἐκείνου ἐπανόδου καὶ ἐπιστροφῆς καὶ
πρὶν τῆς εἰς τὸ θεῖον παροινίας (=ὕβρεως) ἀποσχέσθαι διπλῶς ἐξαμαρτάνει, τῷ τε ἀφιέναι
τῷ μὴ ἀφιέντι τὴν ὕβριν καὶ τὴν εἰς Θεὸν παρανοίαν καὶ ἔτι ἀμεταμέλως ἔχοντι, τῷ
τε φιλανθρωπότερον ἑαυτὸν τοῦ θείου καθιστᾶν.
Καὶ γοῦν ἐντελλόμεθα
παραιτεῖσθαι τοὺς παραίτησιν αἰτοῦντας, ἥκιστα δὲ τοὺς μὴ αἰτοῦντας.
Καὶ τοίνυν καὶ τοῦτον ἐπανελθόντα πρὸς ἑαυτὸν ἐπανόδου μνησθέντα καὶ παραίτησιν
αἰτήσαντα, ῥαδίως ἂν ταύτης καὶ τύχοι. Ἀρρωστοῦντα
δ’ οὕτω καὶ κακῶς ἔχοντα, οὐκ ἄν τις
αὐτὸν ἀξιώσειε συγγνώμης. Ἀλλ’ ὁ μὴ τούτῳ ἔκσπονδος γινόμενος, μᾶλλον δ’ ὁ μὴ κατ’ αὐτοῦ ἀεὶ χωρῶν καὶ πρὸς τὸν
μετ’ αὐτοῦ πόλεμον ἀεὶ μὴ
ἀποδυόμενος, μέχρις ἂν οὕτως ἐχθρῶς
ἔχη πρὸς Θεόν…, οὐκ οἶδα πῶς ἂν αὐτοῦ τὸ μέρος μὴ “μετὰ
τῶν ὑποκριτῶν” καὶ ἀπίστων τεθείη. Ἀπηγόρευται καὶ γὰρ πρὸς τῶν ἱερῶν λογίων συμφιλιάζειν
τοῖς τοῦ βασιλέως ἐχθροῖς. Δίδωσι καὶ
γάρ, ὁστισοῦν ἂν εἴη, λαβὰς καθ’ ἑαυτοῦ καὶ ἀμφίβολος
περὶ τὸ σέβας κρίνεται καὶ τοῖς πᾶσι
δι’ ὑποψίας καθίσταται. Καὶ γοῦν πολεμίων ἐπιόντων τῇ πατρίδι ἡμῶν, εἴ τινα ἑωρῶμεν
μὴ εὐψύχως πρὸς τουτουσὶ ἀντεπεξιόντα καὶ τοὺς ἄλλους παραθήγοντα τῶν ἐμπειροπολέμων,
τάχ’ ἂν προδοσίαν αὐτῷ ἐνεκαλέσαμεν· πόσης δοκεῖς ὀλιγωρίας καὶ
μικροψυχίας Θεὸν ὑβριζόμενον περιορᾶν καὶ μακροθυμίας ἐντεῦθεν καρποῦσθαι ὄνομα;»
(ὅπ. παρ.,
σελ. 138-139).
Λόγος 3ος
(Κατὰ ἀκινδύνου), Φθινόπωρο 1342
Ὅταν γράφει τὸν 3ο Λόγο ὁ Καλόθετος, «φαίνεται ὅτι ὁ Ἀκίνδυνος ἔχει αὐξήσει τὴν ἐπιρροήν του καὶ ὅτι διὰ τοῦ
πατριάρχου (Καλέκα) ἐλέγχει τὴν κατάστασιν…,
ἐπιδιώκει (δέ) τὴν ἀκύρωσιν τοῦ συνοδικοῦ
τόμου τοῦ 1341, τοῦ καταδικάσαντος τὸν Βαρλαάμ, ἐμμέσως καὶ τὸν ἴδιον» τὸν
Ἀκίνδυνο (ὅπ. παρ., σελ. 49). Ὁ Ἅγιος ὑπενθυμίζει, ὅτι εἶναι
σὲ ἰσχὺ ὁ Τόμος τοῦ 1341, ἀλλὰ καὶ τὰ σχετικὰ ἐπιτίμια. «Ὁ πατριάρχης, ὡς γνωστόν, ἐπέτρεψε εἰς τὸν Ἀκίνδυνον νὰ συγγράφη κατὰ
τοῦ Παλαμᾶ» καὶ «ἡ ἄκρως ἐχθρικὴ στάσις ἐναντίον
τοῦ Παλαμᾶ ἐκδηλοῦται κυρίως ἀπὸ τοῦ τέλους Μαΐου τοῦ 1342…, ὅτε συνεκρότησαν
σύνοδον, διὰ νὰ τὸν καταδικάσουν». Ξεκινώντας τὸν Λόγο του αὐτὸ ὁ Ἰωσὴφ δηλώνει
ὅτι ἤθελε νὰ σιωπήσει, ἀλλὰ δὲν θὰ σιωπήσει, τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Ἀκίνδυνος
συνεχίζει νὰ ἐπιτίθεται στὴν ἀλήθεια τῆς Πίστεως, καὶ «πονηρῷ δαίμονι καταπειθὴς γενόμενος
κινδυνεύει, φεῦ, τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀνάθημα πεποιηκέναι» τῷ διαβόλῳ. Ὁπότε, συνεχίζει, «τίς γὰρ ἀκούων
Θεὸν ὑβριζόμενον οὐκ ἂν ἕλοιτο ὑπεραποθανεῖν αὐτοῦ καὶ τὰ ἔσχατα παθεῖν…;».
Ὄχι δὲν εἶναι δυνατὸν ἡμᾶς «σιωπᾶν καὶ προδιδόναι Θεὸν τῷ λόγῳ τῆς σιωπῆς» (ὅπ. παρ., σελ. 50). Ἔτσι ἔκαναν καὶ κάνουν οἱ ἀληθεῖς
Χριστιανοί, οἱ δὲ ψευτοχριστιανοὶ καὶ ψευδοποιμένες σιωποῦν, ἀρνούμενοι νὰ
θυσιάσουν τὴν «καριέρα» τους καὶ νὰ ὑποστοῦν ὅ,τιδήποτε γιὰ τὸ Χριστό.
Γράφει, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἀκίνδυνος ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλοι ἔχουν ἀποδεχθεῖ τὶς
κακοδοξίες του, μοναχοί, λαϊκοί, ἐπίσκοποι, ἀξιωματοῦχοι τοῦ κράτους. Ὁ Ἰωσήφ ὅμως
δὲν τὸ δέχεται ὡς ἀληθινὸ αὐτό, πού ἂν συνέβαινε, θὰ σήμαινε ὅτι –σ’ αὐτὴν τὴν
περίπτωση– ὅλοι θὰ ἦσαν ὑπὸ τὸ ἐπιτίμιο τῆς Συνόδου τοῦ 1341, ὅπως ὑπὸ τὸ ἐπιτίμιο
εἶναι ὁ Ἀκίνδυνος καὶ ὁ «πατέρας» του Βαρλαάμ, ὡς δεχόμενοι κακοδοξίες. Καὶ δὲν
τὸ δέχεται διότι -λέγει- γιατὶ ξέρει καλὰ ὅτι, ὅπως συνήθεια τῶν προγόνων τοῦ Ἀκινδύνου
αἱρετικῶν εἶναι νὰ διαστρέφουν τὴν πίστη, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο συνήθειά τους εἶναι
καὶ τὸ νὰ ψεύδονται: «…ὡς ὁμοῦ
πάντας μοναστὰς καὶ μιγάδας καὶ λαοὺς καὶ τοὺς ἐν ἀξιώματι συνειλῆφθαι τοῖς
σαυτοῦ βρόχοις καὶ τοὺς διαπρέποντας ἐν καθέδραις ἐπισκόπων συμφρονεῖν καὶ συναινεῖν
τοῖς σοῖς λόγοις, ὅπερ ἀπεύχομαι. Ἦ γὰρ ἂν ἐπλήσθη σύμπασα κακοδοξίας ἡ γῆ καὶ
πάντες ἀπωρφανίσθησαν τοῦ τῆς ἀληθείας φέγγους καὶ περιεπεπτώκεσαν τῷ σαυτοῦ ἐπιτιμίῳ,
ᾧ καὶ αὐτὸς ἐγγράφως καὶ ὁ σὸς ἐκ Καλαβρίας πατὴρ περιπεπτώκατε, εἰ μὴ μετάμελον σχοίητε τοῦ φρονήματος.
Ἀλλ’ ὥσπερ ἔθιμον καὶ πρὸς τρόπους σοὶ καὶ τοῖς σοῖς προγόνοις τὸ κακουργεῖν, Ἀρείοις,
Εὐνομίοις, Ἀετίοις, οὕτω δὴ καὶ τὸ ψεύδεσθαι»
(ὅπ. παρ., σελ. 143). Βλέπουμε κι ἐδῶ α) ὅτι ὄχι
ὅλοι, ὅπως ἰσχυριζόταν παραπλανητικὰ καὶ ψευδῶς ὁ Ἀκίνδυνος, ἀλλὰ ἱκανὸς ἀριθμὸς
ἐπισκόπων, μοναχῶν, ἀξιωματούχων καὶ λαϊκῶν, εἶχαν προσχωρήσει στὴν πλάνη
Βαρλαάμ. Ὅσοι ὅμως, λέγει, κοινωνοῦσαν μαζί τους, ἦσαν κι αὐτοὶ ἀκοινώνητοι καὶ
ὑποκείμενοι στὸ ἴδιο ἐπιτίμιο ποὺ ὑπέκειτο ὁ Ἀκίνδυνος! β) Ὅμως, ἔτσι κι ἀλλιῶς,
ὑπῆρχαν Ἐπίσκοποι ποὺ ὑπεστήριζαν τὸν Ἀκίνδυνο, καὶ αὐτοὶ δὲν βλέπουμε νὰ θεωροῦνται
ὡς μὴ ἔχοντες ἔγκυρα μυστήρια (ὁ Καλόθετος δὲν τὸ ἀναφέρει οὔτε τὸ ὑπονοεῖ
πουθενά), ἀφοῦ ξέρουμε ὅτι συγκροτοῦσαν Συνόδους μαζὶ μὲ τὸν Καλέκα.
Τελειώνει τὸ Λόγο του δὲ ὡς ἑξῆς: «Δοίη δὲ καὶ σοὶ ἐπανιέναι πρὸς ἑαυτὸν
καὶ γνῶναι σαυτὸν καὶ μέλος αὖθις γενέσθαι τῆς ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν, ὧν ἀπωρφανίσθης.
Ἔχοντι γὰρ ὡς ἔχεις νῦν, οὐκ ἔστι σοι μερὶς μετὰ τῶν τοιούτων. Τίς γὰρ κοινωνία
ὀρθοδόξῳ καὶ μὴ τοιούτῳ; “Τίς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ;”» (ὅπ.
παρ., σελ. 157). Δηλαδή: Εὔχομαι ἐπίσης καὶ σὲ σένα (Ἀκίνδυνε) νὰ ἐπιστρέψῃς
στὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ τὸν γνωρίσης, καὶ νὰ γίνης καὶ πάλι μέλος τῆς Ἐκκλησίας
καὶ τῶν πιστῶν, τοὺς ὁποίους στερήθηκες. Ἐπειδή, ἂν συνεχίσῃς νὰ βρίσκεσαι στὴν
ἴδια κατάστασι, δὲν θὰ ἔχῃς καμιὰ ἐπικοινωνία μαζί τους. Διότι ποιά πνευματικὴ
κοινωνία μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ μεταξὺ ἑνὸς Ὀρθοδόξου καὶ ἑνὸς κακοδόξου; “Τίς δὲ
συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ;”».
Λόγος 6ος
Ιωσήφ Καλοθέτου κατὰ Ἀκινδύνου (1342-1343)
Κατὰ τὸν καθηγητὴ θεολογίας Τσάμη Δ., μέχρι περίπου τὸν Μάρτιο τοῦ 1342
«φαίνεται ὅτι αἱ σχέσεις μεταξὺ ἡσυχαστῶν καὶ
πατριάρχου (Καλέκα) δὲν ἔχουν διακοπῆ ὁριστικῶς
ἢ διαταραχθῆ ἀνεπανορθώτως, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ὁ Ἰωσὴφ Καλόθετος ἐλπίζει ὅτι θὰ
δυνηθῆ νὰ πείση τὸν πατριάρχην νὰ ἀπομακρύνη τὸν Ἀκίνδυνον… Ἡ ρευστὴ αὕτη
κατάστασις ἀρχίζει νὰ ἀποσαφηνίζεται ἰδίᾳ μετὰ τὴν ἄφιξιν τῶν ἐκπροσώπων τοῦ Ἁγίου
Ὄρους τὸν Μάρτιον τοῦ 1342, καὶ παγιοῦται τὸν χειμῶνα τοῦ 1242-1343…».
Ὁ πατριάρχης Καλέκας ἤδη εἶχε δείξει τὶς διαθέσεις του, ἀφοῦ, παρότι ὁ
Τόμος τῆς Συνόδου τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1341 κατεδίκαζε τὸν Βαρλαὰμ καὶ ὅσους συμφωνοῦσαν
μαζί του καὶ δικαίωνε τὸν Παλαμᾶ, ὁ Καλέκας «ἐπέτρεψεν
στὸν Ἀκίνδυνο νὰ ἐλέγχη τὸν Παλαμᾶν διὰ προφορικῆς διδασκαλίας τὸν χειμῶνα τοῦ
1341-1342», «τὸ δὲ φθινόπωρο τοῦ 1342 «ἐδόθη
ὑπό τοῦ πατριάρχου καὶ ἄδεια εἰς τὸν Ἀκίνδυνον πρὸς συγγραφὴν ἔργων
καταπολεμούντων τὸν Γρηγόριον Παλαμᾶν». Ἄρα ὁ 6ος Λόγος τοῦ Καλόθετου «φαίνεται ὅτι συνεγράφη μεταξὺ τοῦ φθινοπώρου τοῦ 1342
καὶ τοῦ χειμῶνος τοῦ 1342-1343 (ὅπ. παρ., σελ. 57).
Στὸν λόγο αὐτὸ εἶναι φανερότατο ὅτι ὁ Ιωσήφ Καλόθετος ἀπευθύνεται στὸν
Καλέκα ὡς πρὸς τὸν κανονικὸ πατριάρχη, τὸν ἀποκαλεῖ «ἱερότατο» καὶ «θειότατο», καὶ
προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀπομακρύνει τὸν Ἀκίνδυνο. Οὐδεμία νύξη ἢ ἔνδειξη ὅτι
ὁ ἱ. Ιωσήφ θεωρεῖ ὅτι ὁ Πατριάρχης στερεῖται ἀρχιερωσύνης, ὅτι ἔχει ἄκυρα
μυστήρια, παρότι κοινωνεῖ καὶ διευκολύνει τὸν Ἀκίνδυνο νὰ πολεμᾶ τὸν
δάσκαλό του, τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ,
πρᾶξις ποὺ ἀντιτίθεται στὸν Τόμον τῆς προηγουμένης Συνόδου. Σύ, τοῦ λέγει
φροντίζεις τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας νὰ μὴν ναυαγήσει καὶ νὰ φτάσει γερὸ στὸ
λιμάνι, «ὢ
τοῦ παντὸς ἡγεμών» (ὅπ. παρ., σελ. 235). Στὴ συνέχεια μάλιστα τοῦ
πλέκει ἐγκώμιο γιὰ τὴν στάση του, κατὰ τὴν καταδίκη τοῦ Βαρλαάμ.
Ὑπενθυμίζει στὸν πατριάρχη Καλέκα, ὅτι τότε παρακαλέσαμε «τὴν σὴν θειότητα» νὰ πραγματοποιήσει
Σύνοδο. Καὶ συνεκλήθη Σύνοδος (10 Ἰουνιου 1341), καὶ εἴμαστε παρόντες καὶ ἐμεῖς
καὶ ὁ Βαρλαάμ, καὶ «ἐκέλευσεν ἡ ἱερότης
σου τῶν τότ’ ἐκεῖ παρισταμένων τινὶ ἀναγνῶναι εἰς ἐπήκοον πάντων τὸν ποιηθέντα
λόγον αὐτῷ κατὰ τοῦ θείου φωτός» (ὅπ. παρ., σελ. 239). Οἱ ὀνομασίες «θειότητα»
καὶ «ἱερότης» καταδεικνύουν περίτρανα, ὅτι ὁ Καλόθετος ἀκόμα θεωρεῖ τὸν Καλέκα
μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ γενναῖος αὐτὸς ἀγωνιστὴς τῆς Πίστεως νὰ ἀποκαλεῖ
ἔτσι κάποιον ποὺ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Οὔτε θὰ παρακαλοῦσε ἕναν ποὺ εἶναι ἐκτὸς
Ἐκκλησίας καὶ δὲν ἔχει Μυστήρια νὰ πραγματοποιήσει Σύνοδο.
Στὴν συνέχεια διηγεῖται, πῶς ὁ Ἀκίνδυνος ἀρχίζει νὰ διαφοροποιεῖται
διδάσκων τὰ τοῦ Βαρλαάμ, πῶς ἔγινε συνάντηση τῶν Ἁγιορειτῶν μὲ τὸν Ἀκίνδυνο, πῶς
μετὰ ἀπὸ μαραθώνιες συζητήσεις, ὁμιλίες, λογομαχίες, «ἔρεις, ἀπορίας, λύσεις, ἐνστάσεις…,
τέλος πεισθεὶς σύμφωνος ἡμῖν τε καὶ τοῖς ὑφ’ ἡμῶν γενομένοις γίνεται» ὁ Ἀκίνδυνος. Χαρήκαμε -λέγει- γι’ αὐτὴν τὴν ἐξέλιξη καθ’ ὑπερβολήν, ἀλλὰ
πέσαμε ἔξω, ἀφοῦ ὁ Ἀκίνδυνος ὑπαναχώρησε. «Ἐλάνθανεν δ’ ἄρα τὰ διαβούλι’ αὐτοῦ
ἡμᾶς καὶ ἡ παρατροπὴ τοῦ καθεστῶτος λογισμοῦ»! Ἔτσι δήλωσε ὅτι ἐπανέρχεται
στὶς ἴδιες κακοδοξίες: «Τὰ χθές μοι κυρωθέντα ἐγγράφως ἄκυρα νῦν ἔχω καὶ ἀπόστοργα
τῆς ἐμῆς διανοίας καὶ γνώμης» (ὅπ. παρ., σελ. 241).
Ἀπογοητευθήκαμε. «Πάντων οὖν ἀπογνόντες, οἷς ὁ θεῖος λόγος ὑφηγεῖται, τέλος ἐπὶ
τὴν Ἐκκλησίαν ἐβλέψαμεν, καὶ εἰ μὲν κἀκείνης
παρακούσει τοῦ λοιποῦ, οὐδὲ εἷς ἡμῖν
πρὸς αὐτὸν λόγος, ἀλλ’ ἐν μοίρᾳ ἐθνικῶν καὶ τελωνῶν λογισθήσεται, ὃ δὴ καὶ πέπονθεν ὑφ’ ἡμῶν παρακούσας τῆς
Ἐκκλησίας. Εἰ γὰρ ἐπὶ τοῖς τυχοῦσι τῶν ἀδελφῶν σφάλμασι τοῦτ’ ἐντολὴν ἔσχομεν,
πόσον δοκεῖς περὶ εὐσεβείας; Προσήλθομεν τῇ σῇ θειότητι καὶ τοῖς ἐν τέλει» (ὅπ. παρ., σελ. 242).
Στὴν συνέχεια λέγει ὅτι ζήτησαν νὰ γίνει Σύνοδος καὶ τὸ αἴτημά τους ἔγινε
δεκτό.
«Σύνοδον ᾐτήσαμεν
γενέσθαι ἐπὶ τοῖς λεγομένοις αὐτῷ». Πραγματοποιήθηκε ἡ Σύνοδος τοῦ Ἀκινδύνου «ἡττημένου παρ’
αὐτῆς καὶ ᾐσχημένου. Ἐντεῦθεν ἀνείθη καὶ παρεωράθη ἡμῖν, ὥσπερ τι βόσκημα ἀνειμένον
εἰς πόαν καὶ ἄχρηστον τοῦ λοιποῦ τῷ δεσπότι αὐτοῦ… Καὶ Τόμος ἐν τούτοις
προβαίνει συνοδικός, τὰ γεγενημένα καὶ λαληθέντα ἐπ’ αὐτῆς ὑγιῶς ἐπισφραγίζων,
τὰ δ’ ἄλλως ἔχοντα ἀποκηρύττων καὶ ἀραῖς καὶ ἀναθέμασιν ὑποβάλλων, τόν
τε Βαρλαάμ, εἰ μὴ μετάμελον σχοίη φρονήματος καὶ τὸν τὰ ἐκείνου φρονοῦντα» (ὅπ. παρ., σελ. 242).
Ἔγινε ἡ Σύνοδος, καὶ καταδικάστηκαν οἱ κακοδοξίες Βαρλαάμ, ἀποκηρύχτηκε
ὁ ἴδιος ὁ Ἀκίνδυνος, ἐὰν δὲν μετανοοῦσε.
Ἐπιστολὴ 1η
Καλοθέτου πρὸς μοναχὸν Σάββα (τέλη 1344-ἀρχὲς 1345)
Στὴν Ἐπιστολὴ αὐτή, μεταξὺ ἄλλων ὁ ἱ. Ἰωσήφ,
γράφει: «Εἰ δ’ ἐκεῖνοι μέν (δηλ. ὁ Ἄρειος, ὁ Νεστόριος) ἐξώσθησαν ἂν καταλεγέντες τῇ πονηρᾷ φατρίᾳ, πῶς δ’
οὐχ οὕτω καὶ οὗτος (ὁ
Καλέκας) ἅρπαγμα γενόμενος τοῖς
κακοδόξοις καὶ πάντα τρόπον ἐκείνοις συνηγορῶν καὶ προμαχῶν; Καὶ εἰ μὲν ἀποκοπτέον ἐκείνους τῆς τῶν εὐσεβῶν
κοινωνίας, τί μὴ καὶ τοῦτον κατ’ ἐκείνους ἔχοντα; Εἰ δὲ τυραννίδι χρῆται καὶ ἀπειλῇ,
ἀποκοπτέον ἡμᾶς αὐτοὺς τῆς ἐκείνου κοινωνίας. Εἰ δέ τις προτείνει τὸ οὐδαμῶς χρῆναι “πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως”
τοῦτο ποιῆσαι, ἀκουέτω καὶ τὸ “ὁ
κοινωνῶν ἀκοινωνήτω” καὶ ὅτι τὸν συνοδικῶς καὶ ἐγγράφως ἀποκηρυχθέντα τῆς ἐκκλησίας ὡς κακόδοξον τοῦτον συναγαγῶν
τῇ ἐκκλησίᾳ ἔτι κακῶς καὶ ἀθέως διακείμενον σύμφρονα αὐτῷ τὰ πάντα ποιεῖται. Καὶ
ἃ μὲν ὁ πρὸ βραχέος ἐκκήρυκτος στέργει, ταῦτα καὶ ὁ τούτου πρόμαχος, ὁ τῆς ἐκκλησίας
τὸ μέγα σκάφος ἰθύνων, μᾶλλον δὲ κατεάξας, ὅσον ἐπ’ αὐτῷ· ἃ δ’ ἐκεῖνος ὁ παραπλὴξ
ἀποσκορακίζει, ταῦτα καὶ οὗτος» (ὅπ. παρ., σελ. 374-375).
Κι ἂν τότε ἔτσι ἔγινε (σημειώνει) καὶ
«ἐξώσθησαν» τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι ἀνῆκαν στὴν «πονηρὰ φατρία» τῶν αἱρετικῶν, τοῦτο
δὲν πρέπει νὰ γίνει καὶ σήμερα, καὶ νὰ ἀπομακρυνθεῖ τῆς Ἐκκλησίας ὁ αἱρετικὸς
Καλέκας, ὁ ὁποῖος ταυτίστηκε μὲ τοὺς Βαρλααμίτες; Ἐφ’ ὅσον δὲ χρησιμοποιεῖ
τυραννία καὶ ἀπειλές, ἂς τὸν ἀποκόψουμε τῆς κοινωνίας μας. Κι ἂν κάποιος μᾶς ἀντείπει (συνεχίζει ὁ ἱερὸς Ἰωσήφ) καὶ μᾶς θυμίσει ὅτι, ὄχι,
δὲν πρέπει νὰ ἀποτειχιστοῦμε πρὶν ἀποφασίσει τοῦτο κάποια Σύνοδος (δηλ. «πρὸ
συνοδικῆς διαγνώμης»), τότε ἂς ἀκούσει αὐτὸ ποὺ γράφει ὁ Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας,
ὅτι «ὁ κοινωνῶν μὲ ἀκοινώνητο, νὰ εἶναι κι αὐτὸς ἀκοινωνήτος, καὶ ὅτι τὸν Ἀκίνδυνο,
ποὺ μὲ Συνοδικὴ ἀπόφαση ἐγγράφως ἀποκόπηκε τῆς Ἐκκλησίας ὡς κακόδοξος, αὐτὸν ὁ
Καλέκας ἐπανέφερε στὴν Ἐκκλησία, καθ’ ὃν χρόνον ὁ Ἀκίνδυνος παραμένει αἱρετικὸς
καὶ ἄθεος, καὶ ἔχει τὸ αὐτὸ φρόνημα μὲ τὸν αἱρετικό. Καὶ ἐκεῖνες τὶς κακοδοξίες
ποὺ δέχεται ὁ πρὸ ὀλίγου καθαιρεθείς, αὐτὰ δέχεται καὶ ὁ προστάτης του Καλέκας,
ὁ διευθύνων τὸ μέγα σκάφος τῆς Ἐκκλησίας, ἢ καλύτερα αὐτὸς ποὺ τὸ βούλιαξε, ὅσον
ἐξηρτᾶτο ἀπὸ αὐτόν». (Νὰ καταχωρήσουμε ἐδῶ καὶ ὅσα σημειώνει ὁ Δημ. Τσάμης -ὅπ.
παρ. σελ. 374- ὅτι ὁ Κανόνας ποὺ περιέχει τὸ “ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτω”, εἶναι ὁ 2ος
Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ποὺ λέγει καὶ τὰ ἑξῆς: «μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν
τοῖς ἀκοινωνήτοις… ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον»[1].
Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Δημ. Τσάμης
παραθέτει καὶ τὸν 33ο Κανόνα τῆς ἐν
Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι», ὅπως ἐπίσης
καὶ τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 45 καὶ 46[2], οἱ ὁποῖοι δὲν ἰσχύουν μόνο γιὰ
σχισματικούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ αἱρετικούς. Ἐπίσης μᾶς ὑπενθυμίζει τοὺς σχετικοὺς κανόνες τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου[3], (ὅπ. παρ., σελ. 375) στὴν ὁποία
θεσμοθετεῖται καὶ δηλώνεται ὅτι, ὄχι μόνον ἐκεῖνος ποὺ ἔχει προστεθεῖ στὴν
παράταξη τῶν αἱρετικῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνος ποὺ στὸ μέλλον θὰ προστεθεῖ στὴν παράταξή του φρονῶν τὰ ἴδια («ἐφρόνησεν,
ἢ φρονήσει»), ποὺ δηλαδὴ θὰ ἀποδεχτεῖ τὶς κακοδοξίες ποὺ κατεδίκασε ἡ Σύνοδος, αὐτὸς
ἀπὸ τώρα κανονίζουμε, ὅτι χωρὶς σύγκληση ἄλλης Συνοδου, εἶναι ἐκβεβλημένος τῆς Ἐκκλησίας!
(«πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ
ἀνενέργητος ὑπάρχων»).
Καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς Ἐπιστολῆς
σημειώνει ὁ Ἰωσήφ Καλόθετος:
«Τούτων οὕτως ἐχόντων,
τὶς νοῦν ἔχων καὶ σωφρονῶν οὐκ ἂν αἰτήσειε πηγὰς δακρύων, ἵνα κλαύσῃ νυκτὸς καὶ
ἡμέρας τὸ σύντριμμα τῆς ἐκκλησίας; Νῦν γὰρ οὐ σωμάτων σφαγαί, ἀλλὰ ψυχῶν αὐτῶν,
οὐ διὰ τὸ ἐλλιπὲς μόνον τῶν ἐντολῶν καὶ τὸ κατεξανίστασθαι ἀλλήλων τὰ μέλη, ἀλλὰ
καὶ διὰ τὴν καινοτομίαν τῆς πίστεως, ἣν ὁ παράφρων πάλαι μὲν ὠδίνας, νῦν δ’ ἐπιφόρου
ἐπειλημμένος καιροῦ ἀπέτεκεν, οὐχὶ μίαν καὶ δύο ἢ τρεῖς τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ
πλείστας ὅσας, ἅσπερ αὐτὸς μὲν ἐξήνεγκεν, ὁ τῆς ἐκκλησίας δ’ ἐγκεχειρισμένος
τοὺς οἴακας ἐζωοποίησε καὶ εἰς φῶς προήγαγεν»! (ὅπ. παρ., σελ. 375).
Ἐπειδή, λοιπόν, ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα
-γράφει- πρέπει νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει πηγὲς δακρύων γιὰ νὰ
κλαύσουμε τὸ «σύντριμμα τῆς Ἐκκλησίας», διότι καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀνθρωπίνως
συντρίβεται, ὅταν ἐκκοσμικεύεται καὶ ὅταν εἰσχωροῦν σὲ αὐτὴ ζιζάνια αἱρετικά, ἕως
ὅτου ἀποκοποῦν. Ὄχι μόνον τὰ μέλη της ἐναντιώνονται
ἀλλήλοις, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὑπάρχει καινοτομία τῆς Πίστεως, κι ὄχι μόνον μία-δυὸ αἱρέσεις,
ἀλλὰ πολλές. Καὶ εἰς τὸ σύντριμμα αὐτὸ ὑπεύθυνοι εἶναι κατὰ κύριον λόγον οἱ Ἐπίσκοποι,
ὅπως ἐδῶ ὁ Καλέκας, ποὺ εἶχε στὰ χέρια ὡς ὁ κανονικὸς Πατριάρχης τὸ τιμόνι τῆς Ἐκκλησίας
καὶ σήμερα ὁ Βαρθολομαῖος καὶ ὅλοι οἱ ὅμοιοί του.
Λόγος 8ος
Ιωσήφ Καλοθέτου κατὰ Ἀκινδύνου (Φθινόπωρος 1346-χειμώνα 1347)
Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ 8ος Λόγος τοῦ Ἰω. Καλέκα ἐγράφη
πιθανότατα τὸ φθινόπωρο τοῦ 1346, αὐτὸ σημαίνει ὅτι τότε ὁ Καλέκας εἶχε
φανερώσει ξεκάθαρα τὶς κακόδοξες θέσεις
του, καὶ εἶχε βοηθήσει στὴν ἐπέκτασή τους Συνοδικά. Παρ’ ὅα αὐτὰ πουθενὰ δὲν ἀναφέρει ὁ Καλόθετος (ὅπως ἐξ ἄλλου
καὶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς) ὅτι ὁ Καλέκας δὲν ἔχει μυστήρια. Τὸν δέχονται ὡς
νόμιμο Πατριάρχη, ὡς ἔχοντα δηλαδὴ ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ ὡς ψευδεπίσκοπο καὶ
αἱρετίζοντα, ἀφοῦ ἔχει ναυαγήσει ὡς πρὸς τὴν πίστη. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καταγγέλουν
τὴν διδασκαλία του ὡς κακόδοξη· δὲν ταυτίζεται μὲ αὐτὴ τῆς Μίας, Ἁγίας Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας. Καὶ ὅμως, ὁ Καλέκας «ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἡγεμών, εἰς κακοδόξους ἐντάσσει (τοὺς
περὶ τὸν Παλαμᾶν) καὶ τῆς Ἐκκλησίας παντάπασιν ἀπορφανίζει» (ὅπ.
παρ., σελ. 287).
Δὲν εἶναι δυνατόν, λοιπόν, κάποιος ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη
τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει δημιουργήσει δική του πίστη (ἄρα νέα ἐκκλησία), νὰ ἀποβάλλει
ἐμᾶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἐμᾶς ποὺ ἀκολουθοῦμε αὐτὴν τὴν πατροπαράδοτη πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους, ἐκεῖνος ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία
κι ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἀσεβεῖ καὶ καταφρονεῖ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους. Αὐτὸς ἔχει
δημιουργήσει μιὰ νέα Ἐκκλησία μὲ νέα δόγματα.
«Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας
ὁ Κύριος ἡμῶν, μέλη δὲ καὶ μέρη τῆς τοιαύτης Ἐκκλησίας τὸ σύστημα καὶ σύνταγμα
τῶν εὐσεβῶν, οἳ καὶ ἀναλόγως ἔχουσι καθάρσεως πρὸς τὴν ἑαυτῶν κεφαλήν, οὐχ ὁ δεῖνα
οὕτως ἀνάγνως ἔχων καὶ μεμιασμένως» λόγῳ τῆς αἱρέσεως (ὅπ.
παρ., σελ. 96). Ἄρα ὁ Καλέκας εἶναι
σαπρὸ μέλος, καὶ ζιζάνιο,
καὶ κλήμα ποὺ δὲν ἔμεινε ἐν τῇ ἀμπέλῳ, καὶ γι’ αὐτὸ ἡ
κατάληξή του θὰ εἶναι νὰ ἀποβληθεῖ καὶ νὰ καεῖ: «ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ
ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται». Τοῦτο
σημαίνει νὰ ἀποκοπεῖ/καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο.
Γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος ὑπομνηματίζων τὰ περὶ τῆς ἀμπέλου: Ἐκεῖνοι ποὺ
παραμένουν συνδεδεμένοι μὲ τὴν ἄμπελον (τὸν Χριστό) «περιέσται καλῶς τὸ
δύνασθαί τε καὶ ἐπιτηδείως ἔχειν πρὸς τὴν τῆς ἀρετῆς ἀποκύησιν καὶ καρποφορίας
πνευματικῆς…, τοῖς γεμὴν ἀποσπωμένοις
ὥσπερ, ἤτοι διακεκομμένοις, τῆς εἰς αὐτὸν σχέσεως διὰ τοῦ… τραπῆναι… πρὸς ἃ μὴ δεῖν
καὶ εἰς ἀπῳδὸν τῷ Θεῷ πολιτείαν, οὐδεμία δύναμις ἐποφθήσεται τῆς εἰς ἀρετὴν ἐπιτηδειότητος…»
«“Ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσεσθε,
καὶ γενήσεται ὑμῖν”. Ρίζαν ἔσεσθαί φησιν εὐμενείας αὐτοῖς τῆς ἀνωτάτω, τὸ
προσκολλᾶσθαι φιλεῖν ἀδιατμήτως αὐτῷ, καὶ φυλάττειν ἐν νῷ, καθάπερ τινὰ
παρακαταθήκην θείαν τε καὶ πνευματικήν, τὴν ἀκραιφνεστάτην τῶν εὐαγγελικῶν
παιδευμάτων, καὶ τῶν ἐπὶ τῇ πίστει
δογμάτων τὴν ἀληθῆ τε ὄντως παίδευσιν, καὶ εἰλικρινέσιν ἐννοίαις
κατωχυρωμένην» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας,
Ὑπόμνημα εἰς Ἰωάννην: Volume 2, page 560, line 4, καὶ Volume
2, page 562, line 6).
Καὶ ὁ Κελεστῖνος Ρώμης (ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς ποὺ μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ὁ
αἱρετικὸς ἐκκόπτεται ὑπὸ Συνόδου) γράφει: «Ἐκίνησέ ποτε ἱερόσυλον
ζήτησιν ὁ Σαμοσατεὺς Παῦλος, ὅτι τῆς ἁγίας κατὰ Ἀντιοχείαν ἐκκλησίας προΐστατο·
ἀλλὰ τοῦτον ἀπὸ τοῦ θρόνου, ἐν ᾧ μιαρῶς
προυκαθέζετο, καθῄρηκεν ἑνωθεῖσα τῶν
καθολικῶν ἱερέων ἀπόφασις. ἀεὶ γὰρ ἐκκόπτεσθαι ὀφείλουσιν οἱ τοιοῦτοι, οἵτινες τὴν ψυχὴν
τοῦ Χριστιανικοῦ λαοῦ διαταράττοντες καὶ πρὸς γνώμην τὴν ἰδίαν τὰ εὐαγγέλια
διαστρέφοντες τῷ Θεῷ καρποφορεῖν οὐ δύνανται» (Κελεστῖνος Ἐπίσκοπος
τοῖς πρεσβυτέροις… ἐν Κων/πόλει…, Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, T.L.G., Concilium
universale Ephesenum anno 431 : Tomëvolumëpart 1,1,1, page 85, line 20).
Αὐτὴ ἡ θέση ἀποτελεῖ τὴν συμφωνία τῶν Πατέρων καὶ τὴν βλέπουμε καὶ στὶς
περιπτώσεις ἄλλων ψευδεπισκόπων Πατριαρχῶν. Εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἀναφερθοῦν μερικὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ
Ἱστορία, ποὺ ἀποδεικνύουν περίτρανα ὅτι, οἱ αἱρετικοὶ ποὺ δὲν ἔχουν
καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, θεωροῦνται ὡς ἔχοντες τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης καὶ
ἔγκυρα μυστήρια. Διὰ τοῦτο ἡ Σύνοδος ποὺ τοὺς ἐξετάζει, τοὺς ὑποδέχεται ὡς ἐν
ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπους, τοὺς δικάζει καὶ ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς συγχωρεῖ, ἂν
ἀποκηρύξουν τὴν αἵρεση, ἄλλους τοὺς ἀφαιρεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης, ἐφ’ ὅσον
ἐπιμένουν στὴν κακοδιδασκαλία τους, ὁπότε ἀπὸ τότε δὲν ἔχουν ἔγκυρη ἱερωσύνη.
Γιὰ νὰ μὴν διακοπεῖ ἡ συνέχεια ὅμως, τὰ παραθέτουμε στὴν ἀρχὴ τῶν ὑποσημειώσεων (*).
Ἂς ἐπανέλθουμε στὸν 8ο Λόγο τοῦ ἱ. Ἰωσήφ:
Εἶσαι, λέει ὁ Καλόθετος στὸν Ἀκίνδυνο,
ἀκριβῶς ὅ,τι ἦταν ὁ Νεστόριος καὶ ὁ Μακεδόνιος· «ἔσχον γὰρ καὶ αὐτοὶ τὴν αὐτὴν αὐτῷ καθέδραν». Στὰ χαρτιὰ καὶ στοὺς τύπους ἦσαν Ποιμένας, ἀλλὰ
ψευδοποιμένες. Ἔτσι κι ἐσύ· διατηρεῖς ἀκόμα (ὡς μὴ καθηρημένος) τὴν ἀποστολικὴ
διαδοχή, καὶ ὄχι καὶ τὴν ἀποστολικὴ πίστη. Δὲν τὸν θεωρεῖ, ὅμως, μὲ ἄκυρα
μυστήρια, ὅπως δὲν εἶχαν ἄκυρα μυστήρια ἀλλὰ διατηροῦσαν τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης
οἱ Πατριάρχες Νεστόριος, Μακεδόνιος, Διόσκορος, Ἄνθιμος κ.ἄ., πρὶν καθαιρεθοῦν ἀπὸ
Σύνοδο, καὶ σήμερα ὁ ὁμότροπος αὐτῶν Βαρθολομαῖος.
Καὶ ἐρωτᾶ ὁ ἱ. Ἰωσήφ: «Οὐχὶ τὰ αὐτὰ ἐκείνῳ πάντα φρονεῖ καὶ ὁ Γλαυκοφάνης (=Ἀκίνδυνος)
καὶ ἡ μετριότης τοῦ πατριάρχου; Οὐκ ἐγκαλοῦσι καὶ οὗτοι ἡμῖν τὴν διθεΐαν καὶ τὸ
ὑφειμένον καὶ ὑπερκείμενον; Πάντως γε. Διὰ τοῦτο καὶ πρὸς αὐτοὺς πόλεμος ὅσαι ὧραι
καὶ ἀδιάλλακτος. Ἀποκήρυκτοι ἐκεῖνοι;
Ἐξ ἀνάγκης καὶ ἡ μετριότης τοῦ πατριάρχου»
(Καλέκα). Καὶ παρακάτω: «ἀποκήρυκτους καὶ ἀποσυναγώγους ἡμᾶς πεποίηκε τῆς ἐκκλησίας
(ὁ Καλέκας) ὥσπερ πάλαι τὸ τοῦ Ἀνάνου καὶ Καϊάφα συνέδριον τοὺς ἱεροὺς ἀποστόλους»
(ὅπ.
παρ., σελ. 297).
Καὶ στὸ Λόγο αὐτὸ λέγει ὁ ἱ. Ἰωσήφ ὅτι ὁ Καλέκας «δὲν ἐνετράπη (τὸν αὐτοκράτορα
Ἀνδρόνικο καὶ τοὺς περὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ), ἀλλὰ συνετάχθη μετὰ τῶν ἀποκοπέντων ἐκ τῆς Ἐκκλησίας
προτιμήσας τοὺς κακοδόξους (Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνο)
τῶν Ὀρθοδόξων… Ἡ διδασκαλία τοῦ Παλαμᾶ ἐδικαιώθη συνοδικῶς… Ἐντεῦθεν ὁ
πατριάρχης δὲν ἀπέκοψε τοὺς περὶ τὸν Παλαμᾶ ἐκ τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἀποστόλων, ἀλλ’
ἐκ τῆς ἰδικῆς του, ἔνθα ἐπικρατεῖ ἡ δωροδοκία, ἡ ἀπουσία διαστολῆς τῶν βεβήλων ἀπὸ
τῶν ἁγίων, ἡ φονικὴ διάθεσις, ἡ σιμωνία, ἡ αἵρεσις κ.τ.τ. Ἐξ ἄλλου ὁ πατριάρχης ἐνέχεται εἰς τὸ ἐπιτίμιον
καὶ τὸν ἀφορισμόν, διότι παρὰ τὴν ρητὴν διδασκαλία τοῦ Τόμου τοῦ 1341 ἐδέχθη εἰς
κοινωνίαν καὶ ἀμετανοήτους Βαρλααρμίτας ὡς εἶναι ὁ Ἀκίνδυνος. Εἶναι λοιπὸν ὁ πατριάρχης
ἀποκήρυκτος καὶ συναριθμεῖται μετὰ
τοῦ Σίμωνος καὶ τοῦ προδότου Ἰούδα» (ὅπ. παρ.,
σελ. 73).
Δὲν θεωρεῖ τὸν Καλέκα ὡς μὴ ἔχοντα μυστήρια, ὅπως δὲ εἴδαμε, τὰ πρῶτα
χρόνια μάλιστα εἶχε καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι μπορεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀλλάξει.
Στὴ συνέχεια τοῦ ἰδίου
Λόγου ὁ ἱ. Ιωσήφ γράφει γιὰ τὸν Καλέκα: «Λέγει γοῦν ὁ χρηστὸς ποιμὴν οὗτος, ὅτι
ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποίηκεν ἑαυτῆς ἡ Ἐκκλησία, ὡς μὴ θελήσαντας δοῦναι ὁμολογίαν ἔγγραφον.
Ποίαν ἐκκλησίαν φάσκει ἀποβλήτους ἡμᾶς πεποιηκέναι;Τὴν τῶν ἀποστόλων;…» (ὅπ. παρ., σελ. 294).
Ἂς ἔρθουμε τώρα
στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.
Ὑπάρχουν βέβαια (ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παρουσιάσαμε, ἐδῶ κι ἐδῶ) κι ἄλλα
ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἕνα μὲ τίτλο «Ὅτι
Βαρλαὰμ καὶ Ἀκίνδυνός εἰσιν οἱ διχοτομοῦντες κακῶς ὄντως καὶ ἀθέως εἰς δύο ἀνίσους
θεότητας τὴν μίαν» ἐγράφη τὸ 1342. Κι ἐδῶ βλέπουμε παρόμοιες θέσεις· ὅπως
ὅτι στὴν Ἐκκλησία
ἀνήκουν ἐκεῖνοι ποὺ παραμένουν στὴν Ἀλήθεια, ποὺ διακόπτουν τὴν
κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετίζοντες
ποιμένες κι ὅσους κοινωνοῦν μὲ αἱρετίζοντες, ὅτι ὁ αἱρετικός, ἂν δὲν
μετανοήσει, παραδίδεται στὸ ἀνάθεμα κ.λπ.
Γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:
«Ἀκολουθοῦντες
τὰς πνευματοκινήτους ἀποφάσεις τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τὰς συγχρόνους μας συνοδικὰς
ἀποφάσεις, ἀποκρούομεν καὶ ὑποβάλλομεν
εἰς ἀνάθεμα, ὅπως καὶ προηγουμένως οὕτω καὶ τώρα, ἐὰν δὲν μεταμεληθοῦν,
τοὺς κατὰ
τὴν ἄποψιν τοῦ Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου δεχομένους δύο θεότητας τοῦ Θεοῦ, κτιστὴν
καὶ ἄκτιστον» (Χρήστου Π., Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἔργα 3, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 451). Πότε ὑποβάλλει εἰς ἀνάθεμα τὸν
μὴ καταδικασθέντα αἱρετικό; Ἐὰν δὲν μεταμεληθεῖ. Καὶ γιατὶ τὸν ὑποβάλει εἰς ἀνάθεμα;
Γιατὶ ὁ Ἅγιος ἀκολουθεῖ «τοὺς Πατέρες καὶ τὰς συγχρόνους συνοδικὰς ἀποφάσεις»
ποὺ δὲν ἀκολουθεῖ ὁ Ἀκίνδυνος, ἀσεβῶν πρὸς αὐτάς. Καθίσταται σαφὲς ἐδῶ, ὅτι χρειάζεται
νέα Σύνοδος γιὰ νὰ καταδικάσει τοὺς μὴ κεκριμένους αἱρετικούς καὶ νὰ τοὺς ἀφαιρέσει
τὴν δυνατότητα νὰ τελοῦν Μυστήρια. Κάθε νέα αἵρεση χρειάζεται νέα σύνοδο, ἡ ὁποία
ἀσφαλῶς, ἐὰν στηρίζεται στὴ συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων, γίνεται ἀποδεκτὴ ὡς ἔγκυρος
ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας.
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ τὴν ὁμοιότητα, ποὺ κι ἀλλοῦ ἔχει ἐπισημανθεῖ, μεταξὺ
τῶν αἱρετιζόντων Πατριάρχου Κων/πόλεως Καλέκα καὶ τῆς φατρίας του, μετὰ τοῦ αἱρετίζοντος
Πατριάρχη Κων/πόλεως Βαρθολομαίου καὶ τῆς φατρίας του. Καὶ οἱ δύο δὲν εἶχαν
καταδικασθεῖ, καθ’ ὃν χρόνον α) ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ Ἁγιορεῖτες μὲ ἐπικεφαλὴς τὸν
Παλαμᾶ πολεμοῦσαν τὶς κακοδοξίες τοῦ Καλέκα καὶ εἶχαν ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ αὐτόν,
καὶ β) σήμερα, ὅσοι Ὀρθόδοξοι, πολεμοῦν τὶς κακοδοξίες Βαρθολομαίου κι ἔχουν ἀποτειχιστεῖ
ἀπ’ αὐτόν.
Λίγο πιὸ κάτω ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος: «Ποία εἶναι
ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δὲν παρεδέχθη τότε
τὸν ἐλέγχοντα ἡμᾶς, καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἀνήκει
καὶ ὁ πολὺς οὗτος εἰς συμπάθειαν; Βεβαίως ἄλλη
ἀπὸ τὴν συναθροισθεῖσαν μαζὶ μὲ τὸν μακαριότατο ἐκεῖνο βασιλέα ὄχι δὲ μόνον ἄλλη,
ἀλλὰ καὶ τελείως ἀντίθετος καὶ τὰ ἀντίθετα
φρονοῦσα καὶ ἀποφαινομένη ὁλοσχερῶς. Αὕτη λοιπὸν εἶναι σαφῶς ἡ τοῦ Ἀκινδύνου, τῆς
ὁποίας μόνης εἶναι τώρα πατριάρχης ὁ γράφων ταῦτα…» (ὅπ.
παρ., σελ. 665).
Ἐδῶ ταυτόσημο παράδειγμα ἀποτελοῦν ἡ ληστρικὴ Σύνοδος τῆς Ἐφέσου τοῦ
449 καὶ τοῦ 741 τῆς Ἱέρειας. Τὸ περιεχόμενο τῆς πίστεώς τους δὲν συμφωνοῦσε μὲ
τὴν Πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ἀφοῦ δογμάτισε ἀντίθετα στὴν Ὀρθόδοξη
Πίστη), ἀλλὰ μὲ τὴν πίστη μιᾶς ἄλλης Ἐκκλησίας, ἐκείνης τοῦ Διοσκόρου καὶ τοῦ
Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου. Κι αὐτὲς οἱ κακόδοξες ἀποφάσεις, ποὺ ἐσπάρησαν ὡς
ζιζάνια στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καὶ θέλησαν νὰ ἀπορροφήσουν τὴ Μία Ἐκκλησία, καταδικάστηκαν
ἀπὸ τὴν Δ΄ καὶ Ζ΄ Οἰκουμενικὲς Συνόδους.
Ἀλλὰ καὶ ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς ποὺ ἔχει ἰδιαιτέρως ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ἔχει παρουσιάσει διάφορες θέσεις, ὅπως ἡ παρακάτω:
«Ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιά ἐμᾶς σήμερα, οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι, εἶναι ἀναμφισβήτητα αἱρετικοί, γιατί γνωρίζουμε τήν τελεσίδικη καταδίκη τους μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά τούς Χριστιανούς ὅμως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦσαν οἱ κανονικοί καί νόμιμοι Ἐπίσκοποι! Ἡ διδασκαλία τους μάλιστα εἶχε ἐπικυρωθῆ ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπων οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, τή Σύνοδο τῆς Ἱέρειας. Οἱ ἴδιοι οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι (καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦσαν), μποροῦσαν νά ἔχουν ἔτσι, ἥσυχη τή συνείδησί τους μὲ τήν δικαιολογία ὅτι ἀκολουθοῦν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία ὑπερτεροῦσε, φυσικά, κάθε ἄλλης τοπικῆς Συνόδου πού τυχόν εἶχε γίνει σὲ ἄλλο τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα οἱ Ὀρθόδοξοι (καί μέσα σ’ αὐτούς ὁ ἅγιος Στέφανος), δέν λογάριασαν, οὔτε ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἁπλούστατα γιατὶ ἡ ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν συμφωνοῦσε (ὅπως εἴπαμε) μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν προγενεστέρων Ἁγίων» (ἐδῶ).
Ἀλλὰ καὶ ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς ποὺ ἔχει ἰδιαιτέρως ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ἔχει παρουσιάσει διάφορες θέσεις, ὅπως ἡ παρακάτω:
«Ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιά ἐμᾶς σήμερα, οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι, εἶναι ἀναμφισβήτητα αἱρετικοί, γιατί γνωρίζουμε τήν τελεσίδικη καταδίκη τους μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά τούς Χριστιανούς ὅμως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦσαν οἱ κανονικοί καί νόμιμοι Ἐπίσκοποι! Ἡ διδασκαλία τους μάλιστα εἶχε ἐπικυρωθῆ ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπων οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, τή Σύνοδο τῆς Ἱέρειας. Οἱ ἴδιοι οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι (καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦσαν), μποροῦσαν νά ἔχουν ἔτσι, ἥσυχη τή συνείδησί τους μὲ τήν δικαιολογία ὅτι ἀκολουθοῦν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία ὑπερτεροῦσε, φυσικά, κάθε ἄλλης τοπικῆς Συνόδου πού τυχόν εἶχε γίνει σὲ ἄλλο τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα οἱ Ὀρθόδοξοι (καί μέσα σ’ αὐτούς ὁ ἅγιος Στέφανος), δέν λογάριασαν, οὔτε ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἁπλούστατα γιατὶ ἡ ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν συμφωνοῦσε (ὅπως εἴπαμε) μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν προγενεστέρων Ἁγίων» (ἐδῶ).
Συνέχιζει ὁ Ἅγιος: «Ἡ δὲ Ἐκκλησία ἡ ἔχουσα τώρα προεστῶτα τοῦτον τὸν ἀναιδῶς συκοφαντοῦντα τὸν τόμον καὶ γράφοντα
τοὺς ἀντιτόμους τούτους…, ὁλοκληρώνει ἀκόμα ἀναιδέστερον τὰς μακρὰς αὐτὰς
συκοφαντίας κατὰ τοῦ τόμου», ἐννοεῖται τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας (ὅπ. παρ.,
σελ. 665). Ἀσφαλῶς ὁ Ἅγιος ἐδῶ, δὲν ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς
Κων/πόλεως τῆς ὁποίας προΐστατο ὁ Καλέκας, ὅλοι δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι λαϊκοί, οἱ ἱερεῖς,
οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι μάλιστα σὲ λίγο τὸν καθήρεσαν ἦταν …ἐκτὸς Ἐκκλησίας! Ἁπλῶς
διαπιστώνει τὰ αἱρετικὰ ζιζάνια τοῦ Καλέκα. Τὸν ἀναγνωρίζει ὅμως ὡς προεστῶτα,
γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε καταδικασθεῖ.
«Ἐπειδὴ δὲ
λέγει ὅτι ἡμεῖς ἤλθομεν τότε ὡς κατάκριτοι καὶ ὑπόδικοι εἰς ὁλόκληρον τὴν
σύνοδον, ἐτύχομεν δὲ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς κατὰ τὰ λεγόμενά του προμηθείας, ἆραγε
δεικνύει καὶ μὲ αὐτὸ ὅτι ἡ ὑπ’ αὐτὸν Ἐκκλησία εἶναι ἄλλη ἀπὸ ὅλην ἐκείνην τὴν
σύνοδον; Ἐὰν δὲ εἶναι ἄλλη, ἂς εἴπη πῶς εἴμεθα κατάκριτοι καὶ ὑπόδικοι εἰς ὅλην
τὴν σύνοδον πρὶν ἐμφανισθῶμεν; ἀσφαλῶς διότι κατηγόρησεν ὁ Βαρλαάμ.
Τόσον λοιπὸν ἐκρίθη
ἀπαράδεκτος ἀπὸ αὐτὸν ὁ Βαρλαὰμ πρὸς κατηγορίαν, ὥστε νὰ ἐγκρίνη τὰ ἐναντίον ἡμῶν
λεγόμενα ἀπὸ ἐκεῖνα, ὅπως μαρτυρεῖ τώρα ὁ ἴδιος καθ’ ἑαυτοῦ· διότι ἐλησμόνησεν ἐδῶ τοὺς ἱεροὺς κανόνας ὁ τόσον προσεκτικῶς τηρῶν
τούτους, ὥστε νὰ εἶναι ἑτοιμότατος καὶ δεινότατος νὰ καταχρασθῆ καὶ παραχρασθῆ
αὐτοὺς εἰς ὅλα. Ἐλησμόνησε λοιπὸν τοὺς νόμους καὶ θείους κανόνας οἱ ὁποῖοι
παραγγέλλουν “νὰ μὴ θεωρεῖται ἀπολύτως κανεὶς ἔνοχος ἀπὸ
μόνην τὴν κατηγορίαν, εἴτε μικρὸν εἴτε μέγα εἴτε μέγιστον συμβαίνει νὰ εἶναι τὸ
ἔγκλημα”» (ὅπ. παρ., σελ. 667).
Εἶναι λοιπόν σαφὲς γιατὶ θεωρεῖ τὸν Καλέκα ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ψευδεπίσκοπον ἀπὸ τὸν ὁποῖον οἱ εὐσεβεῖς
πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἀπομακρυνθοῦν· διότι ἀντιτάσσεται στὶς ὀρθόδοξες συνοδικὲς
ἀποφάσεις καὶ διότι παρέβη τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Καὶ φυσικά, ἂν δὲν τὸν θεωροῦσε
ὡς Πατριάρχη θὰ ἔλεγε, ὄχι ὅτι πράττει διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι ἐπιτάσσουν οἱ ἱ.
Κανόνες, ἀλλὰ ὅτι δὲν ἔχει δικαίωμα ὡς λαϊκὸς νὰ προΐσταται τῆς Συνόδου καὶ νὰ
βγάζει Συνοδικές ἀποφάσεις. Δὲν μιλᾶ ὅμως γιὰ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων του, τῆς ἐξουσίας τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν ποὺ
ἐκ Θεοῦ εἶχε, ἕως ὅτου ἐξετασθεῖ καὶ κατακριθεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ἕως ὅτου ἡ Σύνοδος
τοῦ ἀφαιρέσει τὴν ἐξουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε.
Ἐδῶ, ὀφείλεται ἡ παρεξήγηση ποὺ κάνουν ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ μὴ κατακριθέντες αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν ἔγκυρα μυστήρια. Αὐτοί, ναὶ μὲν
ἔχουν χάσει τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν Θ. Χάρη, εἶναι δυνάμει ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἂν
δὲν μετανοήσουν (ὅπως πρὶν λίγο μᾶς εἶπε ὁ Ἅγιος), ἀλλά, ἕως τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία
-ποὺ τοὺς ἔδωσε τὴν χειροτονία- τοὺς τὴν ἀφαιρέσει, μποροῦν νὰ τελοῦν ἔγκυρα
μυστήρια γιὰ τὰ ἑκατομμύρια τοῦ λαοῦ ποὺ δὲν ἔχει κατανοήσει τὴν πλάνη τους, ἢ
βρίσκεται σὲ σύγχυση, ἢ διστάζει νὰ τὰ βάλει μὲ ἱερωμένους, ἀφοῦ ἔχει διδαχθεῖ/ἐθιστεῖ
νὰ κάνει ὑπακοὴ σ’ αὐτούς. Οἱ γνωρίζοντες ὅμως, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ποὺ ἀποκαλύπτουν
τὶς πλάνες τους καὶ τὶς ἀνατρέπουν, εἶναι ἀδικαιολόγητοι, ἐὰν κοινωνοῦν μαζί
τους.
Παρακάτω ἀπευθύνει τὸν λόγον στὸν Καλέκα ὁ Ἅγιος καὶ τὸν ἐρωτᾶ: «Ἀλλὰ δὲν ἀντιλαμβάνεσαι,
ἄνθρωπε, ὅτι λέγων ταῦτα ἀποκόπτεις σεαυτὸν καὶ τὴν ἱερὰν ἐκείνην ὁμήγυριν ἀπὸ
τὴν μερίδα τῶν εὐσεβῶν, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ σὲ ἐννοῶ;» (ὅπ.
παρ., σελ. 673). Κι ἐδῶ ὑπονοεῖται ὅτι ἡ ἀποκοπή του ἐκ τῆς Ἐκκλησίας
γίνεται δυνάμει τῆς κακοδοξίας του, ἐνῶ
ἡ τελικὴ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία γίνεται μὲ τὴν ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης ἀπὸ τὴν
ἁρμοδία πρὸς τοῦτο Σύνοδο.
Ἀλλὰ ὁ Καλέκας –συνεχίζει ὁ Ἅγιος– μὲ ὅσα κάνει «προσπαθεῖ νὰ ἐπιφέρη
κάποιαν θεραπείαν, ἀλλὰ προσελκύει ἀκόμη περισσότερον κατὰ τῆς κεφαλῆς του τὰς
φοβερὰς ἐκείνας ἀρὰς καὶ ἀποκόπτει φανερῶς ἑαυτὸν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ,
παρέχων ἀκόμη ἐπιφανέστερον ἔδαφος, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκίνδυνον
καὶ τοὺς ἰδικούς της κατ’ αὐτῆς» (ὅπ. παρ., σελ. 677).
Φαίνεται λοιπόν, ὅτι τὸ «θέτει κάποιος ἑαυτὸν ἐκτὸς Ἐκκλησίας» στὴ γλῶσσα
τῶν Πατέρων, δὲν σημαίνει ὅτι αὐτομάτως δὲν ἔχει μυστήρια (ἐδῶ ὁ Καλέκας
γνωρίζουμε ὅτι καθαιρέθηκε μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια), ἀλλὰ ὅτι μεταφέρεται στὸ χῶρο
τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν ἀθέων, χάνει προσωπικὰ τὴν Θ. Χάρη· ἐκτὸς Ἐκκλησίας
τίθεται, ὅταν, ἀφοῦ διαπιστώσει ἡ Ἐκκλησία καὶ ἐξετάσει τὶς κακοδοξίες του, τὸν
ἀποκόψει.
Ἐκ τούτου δύναται νὰ συμπεράνει κανεὶς τὴν μεγάλη σωτηριολογικὴ διάσταση καὶ σημασία τῆς μὴ κοινωνίας, τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως
δηλαδὴ τῶν αἱρετικῶν (καὶ τῆς ἀποτειχίσεως), ἀφοῦ οἱ διακόψαντες τὴν κοινωνία μὲ τὸν
αἱρετίζοντα, ὅπως ἐδῶ ἔχει κάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ Ἁγιορεῖτες,
διασώζουν τὴν
ἀλήθεια τῆς Πίστεως.
Συνεχίζων ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέγει ὅτι ὁ Καλέκας νοθεύει καὶ
παρερμηνεύει τὸν Τόμον/διδασκαλία τῆς Ὀρθόξου Συνόδου (ὁ ὁποῖος συνετάγη κατὰ τοῦ
Βαρλαάμ) καὶ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ «Βαρλαὰμ δὲν εἶναι εἰς ὅλα βλάσφημος· λέγει δὲ τοῦτο σαφῶς,
ὅτι ὑπάρχουν μερικὰ ἀπὸ ὅσα ἔλεγεν ἐκεῖνος κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ
προέβαλλε, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλεγε δυσσεβῶς καὶ βλασφήμως (ἐν. ὁ Βαρλαάμ), ὡς ἐὰν
κατ’ αὐτὸν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἦτο, φεῦ, ἀξιόμεμπτος δι’ εὐσέβειαν καὶ παρεῖχεν
ἀφορμὴν καὶ εἰς ἐκεῖνον τότε, καὶ εἰς αὐτούς, καὶ εἰς αὐτόν, καὶ εἰς ὅλους τώρα
νὰ πηδοῦν μέσα εἰς αὐτὴν ἀφόβως. Μὲ αὐτὸ δὲ μαρτυρεῖ ἀκουσίως καὶ ἀποδεικνύει ὅτι
πράγματι ἡμεῖς καὶ οἱ ὁμόφρονες μὲ ἡμᾶς
εἴμεθα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας αὐτὸς ἀπεστάτησε τώρα μετὰ τοῦ Ἀκινδύνου καὶ κατὰ τῆς ὁποίας παρέσχεν εἰς
τοὺς Βαρλααμίτας ἔδαφος καὶ βοήθειαν ὅσην βλέπετε» (ὅπ.
παρ., σελ. 681).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος κάνει βέβαια ἀγῶνα γιὰ νὰ καταδείξει στὸ ποίμνιο, ποὺ
ἀκολουθοῦσε τὸν Καλέκα ὡς τὸν νόμιμο καὶ κανονικὸ Πατριάρχη, ὅτι δὲν ἔχει τὴν ἀλήθεια
καὶ αὐτὰ ποὺ διδάσκει εἶναι κακόδοξα, ἔστω κι ἂν εἶναι κανονικὸς Πατριάρχης. Δὲν
εἶναι λοιπὸν παράλογος ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν διδασκόντων περὶ ἀκύρων μυστηρίων ὅταν, ὅλους αὐτοὺς ποὺ προβληματίζονται καὶ
βρίσκονται σὲ σύγχυση, τοὺς τοποθετοῦν ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ
ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν λαμβάνουν μυστήρια ἀκολουθοῦντες κάποιο διάστημα τὸν
Καλέκα (καὶ Βαρθολομαῖο); Ἐπίσης,
δὲν εἶναι παράλογοι κι ἐκεῖνοι ποὺ σήμερα κατηγοροῦν ὅσους ἀγωνίζονται νὰ
καταδείξουν στὸ ἀδιάφορο ποίμνιο τὴν ἀλλοίωση τῆς πίστεως ἀπὸ τὴν παναίρεση;
Καὶ τώρα ἐπιχειρεῖ ὁ Καλέκας –γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς– νὰ ἐξαπατήσει
τὴν βασίλισσα. Ἐκείνη ὅμως ἀντιλαμβάνεται «ὅτι οὗτος εἶναι πολέμιος τῆς κατὰ τὴν
πίστιν ἀληθείας (καί) δίδει τὰς δέουσας παραινέσεις, τὸν παρακαλεῖ [σ.σ. ὡς
τὸν νόμιμο Πατριάρχη] νὰ ἐπιστρέψη, ἐπιχειρεῖ νὰ τὸν μεταπείση… Αὐτὸς αὐθαδιάζει ἀκόμη
περισσότερον καὶ αὐξάνει τὴν μανίαν του κατὰ τῆς ἀληθείας», ὅπως
συμβαίνει μὲ ὅλους τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀσφαλῶς μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές (ὅπ.
παρ., σελ. 673).
Ὁ Καλέκας –περατώνει τὴν ἀναίρεση ὁ ἅγιος Γρηγόριος– παραχαράττει,
διαστρέφει, ἀνατρέπει, παρερμηνεύει τὸν Τόμον
τῆς Ἐκκλησίας… «Ἑπομένως ἐνέχεται πολλαπλασίως
καὶ πολυειδῶς καὶ εἰς τοὺς εἰς αὐτὸν τεθειμένους ἐνδίκως ἀφορισμοὺς καὶ ἀναθεματισμούς, καὶ εἰς τὰ φρικώδεις ἐκείνας ἀποκηρύξεις…
Ἀφοῦ λοιπὸν οὗτος εἶναι οὕτω καὶ τοσάκις ἀποκεκομμένος
ἀπὸ ὁλόκληρον τὸ πλήρωμα τῶν ὀρθοδόξων, εἶναι ἀδύνατον νὰ εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν εὐσεβῶν ὁ μὴ ἀποχωρισμένος
ἀπὸ αὐτόν, ἐνῶ ὅποιος διὰ τοὺς λόγους τούτους εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ
αὐτὸν ἀνήκει πράγματι εὶς τὸν κατάλογον
τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸν κατὰ τὴν εὐσεβῆ πίστιν» (ὅπ. παρ., σελ. 693).
Εἶναι κι ἐδῶ φανερὸ ὅτι ὁ Ἅγιος τὸν δυνάμει ἐκτὸς Ἐκκλησίας διὰ τὴν κακόδοξον διδασκαλίαν του Καλέκα, ἀλλὰ ὡς μὴ
καθαιρεμένο καὶ ἔχοντα τὴν ἀποστολικὴν διαδοχὴν ἀκόμη, διδάσκει ὅ,τι καὶ
ὁ ΙΕ΄ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου: τὴν ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτόν, τὴν διακοπὴ κοινωνίας. Καὶ μάλιστα λέγει ὅτι
ΜΟΝΟΝ ὅποιος ἀποχωρίζεται ἀπ’ αὐτόν, ἀνήκει στὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ
τὸν Θεόν. Γιὰ τοὺς σημερινοὺς εὐσεβοφανεῖς ἢ μὴ κατανοούντας τὴν εὐσέβεια,
πρέπει πάλι νὰ τονιστεῖ ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου: εἶναι ἀδύνατον νὰ εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν εὐσεβῶν ὁ μὴ ἀποχωρισμένος
ἀπὸ αὐτὸν.
Περνᾶμε τώρα σὲ ἄλλο σύγγραμμα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ «Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα» ποὺ ἐγγράφη
στὰ τέλη τοῦ 1344, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Καλέκας εἶχε ταυτισθεῖ μετὰ τοῦ αἱρετικοῦ Ἀκινδύνου καὶ γενικότερα μετὰ τῆς καταδικασμένης αἱρέσεως τοῦ
Βαρλαάμ. Γράφει ὁ Παν. Χρήστου: «Ὁ πρῶτος
τόμος (τοῦ Καλέκα) εἶναι ἐγκύκλιος ἐπιστολή, δι’ ἧς ὁ πατριάρχης ἀποκηρύσσει καὶ
ἀποκόπτει τὸν Παλαμᾶν καὶ τοὺς ὁμόφρονας αὐτοῦ, συμφώνως πρὸς τὴν ἀπόφασιν τῆς “ἐκκλησίας”.
Ὁ Ἀρσένιος Τύρου βεβαιοῖ ὅτι ὁ λόγος οὗτος εἶναι προϊὸν συνόδου· “συναγαγὼν
τοίνυν ο πατριάρχης τὴν ὑπ’ αὐτὸν θείαν καὶ ἱερὰν σύνοδον θριαμβεύει τε τὰ
τούτου (=Παλαμᾶ) ληρήματα καὶ ἀφορισμῷ τελείῳ παραπέμπει ἀναθέματι σὺν πᾶσι τοῖς
αὐτοῦ γε ὁμόφροσι”» (Χρήστου Π., Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 3, «Ἀναίρεσις
γράμματος Καλέκα», Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρ. ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 487). «Ὁ Παλαμᾶς (βέβαια) τονίζει ὅτι ὁ Καλέκας λέγων ὅτι τὴν
καταδίκην ἐνήργησεν ἡ “Ἐκκλησία” ἐννοεῖ ἑαυτὸν μόνον» (ὅπ. παρ., σελ. 488). Εἴτε ἔτσι, εἴτε ἀλλιῶς, ὁ
Καλέκας εἶναι ὁ νόμιμος Πατριάρχης, ποὺ συγκροτεῖ συνόδους μὲ τοὺς ὑπολοίπους Ἐπισκόπους,
οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ἦσαν ὀρθοδοξότατοι, ἀφοῦ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τελικὰ
δικαίωσαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ κατεδίκασαν τὸν Καλέκα!
Στὴν «Ἀναίρεσι Γράμματος Καλέκα» ὁ ἅγιος Γρηγόριος γράφει ὅτι: στὸ
προοίμιο τοῦ ἔργου του ὁ πατριάρχης Καλέκας, «λέγει ὅτι “ἐπιδιώκει νὰ χαράξη τὰ
πρὸς αὐτούς (τοὺς ὑπηκόους) γράμματα ὡς ἔχων ἀναλάβει τὴν
φροντίδα τῶν ψυχῶν καὶ ὀφείλων νὰ ἐπιμεληθῆ τῆς σωτηρίας αὐτῶν”. Τοῦτο
(ὅμως, συνεχίζει ὁ Ἅγιος) εἶναι ψεῦδος
δυσύλληπτον καὶ ἀνάμικτον μὲ ἀπάτην… Τὸ ὅτι μὲν αὐτὰ τὰ γράμματα ἔχουν χαραχθῆ
πρὸς προετοιμασίαν τῆς σωτηρίας εἶναι ψεῦδος, ὅπως θὰ δειχθῆ ἀμέσως, τὸ ὅτι δὲ
αὐτὸς ἔχει ἀναδεχθῆ αὐτὴν τὴν φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν εἶναι
βεβαίως ἀληθές» (ὅπ. παρ., σελ. 533).
Ἐδῶ βλέπουμε δηλ. τὸν Ἅγιο νὰ ἀποκαλύπτει
τα χονδρὰ ψεύδη καὶ τὴν ψευδοδιδασκαλία τοῦ Καλέκα, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀμφισβητεῖ τὸ ἱερατικό
του ἀξίωμα, τὸ ὁποῖο φυσικὰ ἰσχύει μέχρι τὴν καταδίκη του ἀπὸ σύνοδο, τὴν ὁποίαν
ἐπίμονα ζητοῦσε ὁ Ἅγιος.
Λίγο πιὸ κάτω ἀποδέχεται καὶ ἀποκαλεῖ τὸν Καλέκα Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ὅμως
δρᾶ ὡς ψευδεπίσκοπος καὶ φιλοαιρετικός, ἀφοῦ συμμάχησε μὲ τοὺς Βαρλααμίτες καὶ
τὸν Ἀκίνδυνο ἐναντίον τοῦ Παλαμᾶ: «Τίνες οὖν ὧν νῦν ὁ πατριάρχης “τὴν φροντίδα ποιεῖται τοῦ μὴ συλλαγωγεῖσθαι παρὰ
τῶν ὁμοφρονούντων τῷ Παλαμᾷ”» (ὅπ. παρ., σελ. 538). Καί· Οἱ ἐκ Θεσσαλονικέων ἀσκητὲς
«ὑπεσημάναντο
καὶ τῷ πατριάρχῃ τούτῳ» (ὅπ. παρ., σελ. 538). Καὶ παρακάτω: «Ἴσασιν οἱ
κλαπέντες ἀπάτῃ (οἱ ἐξαπατηθέντες) καὶ δολίοις ἔναγχος συναγηγερμένοι
πρὸς τὸν πατριάρχην μηνύμασι
μεθ’ οἵας αἰσχύνης ἐκ τῶν βασιλείων ἀνέλυσαν οἴκαδε» (ὅπ.
παρ., σελ. 542).
«Ὅταν δὲ ἐκεῖνος
(ὁ Καλέκας) ἔφερε βιαίως μέσα εἰς τὸ βῆμα τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἔξω
τῆς εὐσεβείας εὑρισκόμενον Ἀκίνδυνον καὶ παρὰ πάντα κανόνα συγκατέλεξε τὸν βέβηλον εἰς τοὺς ἱεροὺς διακόνους, εὐθὺς
δὲ ἠγέρθη θόρυβος ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐσεβοῦντας» (ὅπ. παρ., σελ. 541).
Κι ἐδῶ βλέπουμε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν
κατηγορεῖ τὸν Καλέκα, διότι πραγματοποίησε μιὰ τάχα ἄκυρη χειροτονία (ὡς μὴ ἔχων τάχα ἔγκυρα μυστήρια, ὅπως ἰσχυρίζονται
οἱ τῶν ἀκύρων μυστηρίων γιὰ τοὺς μὴ καταδικασθέντας αἱρετικούς), ἀλλὰ ὅτι ὁ
Πατριάρχης ἀγνόησε τοὺς ἱ. Κανόνες ποὺ ἀπαγορεύουν τὴν χειροτονία ἑνὸς
κακοδόξου, ὅπως ἦταν ὁ Ἀκίνδυνος, καὶ εἰσήγαγε στὴν Ἐκκλησία δίπλα στοὺς Ὀρθόδοξους
διακόνους, ἕναν αἱρετικό. Οὐδεμία νύξη ὅτι ὁ Καλέκας δὲν εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ
χειροτονεῖ, ὅτι δηλαδὴ εἶχε ἄκυρα μυστήρια!
«Ἀφοῦ ἔγινε ἐξέτασις
καὶ ἀπόφασις, καὶ μάλιστα ἐνώπιον τοιαύτης συνόδου (ἐννοεῖ τὴν σύνοδον ἐναντίον
τοῦ Βαρλαάμ), ἀφοῦ ἐξεδώθησαν συνοδικὰ ἔγγραφα οἱ δὲ κατακριθέντες ὑπεβλήθησαν εἰς ἀφορισμὸν καὶ ἀνάθεμα ἐγγράφως, ἔπειτα ἔρχεται κάποιος, ὁ ὁποῖος τοὺς μὲν ἀποκηρυχθέντας τούτους καθιστᾶ κοινωνοὺς καὶ συλλειτουργούς του,
τοὺς δὲ δικαιωθέντας ἐκεῖ καταδικάζει καὶ ἀποκρούσει, ἆραγε δὲν εἶναι οὗτος
φανερὸς κληρονόμος τῶν καταδικασθέντων
εἰς ἐκείνην τὴν δίκην καὶ ὄντως ἔκπτωτος καὶ ἀλλότριος τῆς Ἐκκλησίας;» (ὅπ.
παρ., σελ. 547).
Στὴν παράγραφο αὐτὴ μᾶς δείχνει μὲ τί ἐβαρύνοντο αὐτοὶ οἱ αἱρετικοί, τοὺς
ὁποίους ἔκανε κοινωνοὺς καὶ συλλειτουργοὺς ὁ Καλέκας. Κι ὅμως οὐδεμία ἀναφορὰ ὅτι
ἔχει ἄκυρα μυστήρια, μόνο τὸν δέχεται ὡς ψευδεπίσκοπο, ὁ ὁποῖος μὲ τὶς πράξεις
του καθίσταται «ἔκπτωτος καὶ ἀλλότριος τῆς Ἐκκλησίας» καὶ
φυσικά, δὲν θὰ μπορεῖ νὰ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια, ἀφοῦ ὅμως καταδικαστεῖ ἀπὸ
Σύνοδο.
«Τὸ μὲν
προοίμιον λοιπὸν τοῦ τόμου κατέλυσε σαφῶς δι’ ἀντιθέτου προοιμίου εἰς τοὺς
Βαρλααμίτας προσκείμενος τώρα πατριάρχης»
(ὅπ. παρ.,
σελ. 565). «Ὅμως ὁ Βαρλαὰμ κατεψηφίσθη
ἀποδειχθεὶς ἐνώπιον αὐτῆς (τῆς
Συνόδου) κακόδοξος καὶ ὅτι πρῶτος
μὲν ὁ Βαρλαὰμ εἰς τὴν σύνοδον ταύτην, δεύτερος δὲ ὁ Ἀκίνδυνος εἰς τὴν δευτέραν
σύνοδον, κατεκρίθησαν ὡς κακοδόξως διδάσκοντες» (ὅπ. παρ., σελ. 567).
Ὁ Καλέκας, «ὁ λέγων λοιπὸν ὅτι δὲν ἀπεδείχθη ἀθῶος ὁ Παλαμᾶς κατὰ τὴν
σύνοδον ταύτην καὶ ὅτι δὲν ἐξητάσθη ἡ ὑπὸ τοῦ Βαρλαὰμ γενομένη κατηγορία, εἶναι
φανερὸν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀμφίβολος
περὶ τὴν πίστιν, πέραν τοῦ ὅτι εἶναι μέγας ψεύστης
καὶ πασιφανὴς συκοφάντης» (ὅπ.
παρ., σελ. 571).
Ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ σύνοδος ποὺ κατεδίκασε τὸν Βαρλαὰμ
ἀποφάσισε: «Ὅποιος ἄλλος φανῆ νὰ κατηγορῆ πάλιν τοὺς μοναχοὺς μὲ κάτι ἀπὸ τὰ ὑπ’ ἐκείνου
βλασφήμως καὶ κακοδόξως λαληθέντα ἢ συγγραφέντα κατὰ τῶν μοναχῶν, μᾶλλον δὲ
κατ’ αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἢ γενικῶς καθάπτεται τούτων εἰς τοιαῦτα θέματα, θὰ εἶναι ἀποκήρυκτος καὶ αὐτὸς καὶ ἀποκεκομμένος τῆς ἁγίας Καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας» (ὅπ. παρ., σελ. 575).
Καὶ πιὸ κάτω: Ἡ ἀπόφαση τῆς συνόδου «περιέχει ἀποκηρύξεις διὰ ταῦτα ὑπὸ
τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀποκοπὴν
ἀπὸ τὸ χριστιανικὸν πλήρωμα τόσον τῶν κατηγορησάντων, ἐὰν δὲν μεταμεληθοῦν, ὅσον καὶ τῶν μελλόντων νὰ κατηγορήσουν τὸν
Παλαμᾶν καὶ τοὺς μετ’ αὐτοῦ μοναχούς» (ὅπ. παρ.,
σελ. 575).
«…Ὁ τόσον ἀδιαντρόπως γράφων καὶ διαδίδων εἰς ὅλους ἀδιστάκτως τόσον πολλὰ
ψεύδη, θὰ ἔλεγεν εὐκόλως καὶ τοῦτο, ὅτι μόνος αὐτὸς ἦτο ἡ σύνοδος, ἐπειδὴ καὶ
πολλάκις λέγει ὅτι ἐκκλησία εἶναι μόνον
αὐτός, καὶ ὅ,τι θεωρήση αὐτὸς ὀρθὸν καὶ εἴπη λέγει ὅτι θεωρεῖ ὀρθὸν καὶ ἀποφαίνεται
ὅλη ἡ Ἐκκλησία…
Οὕτως ἄλλωστε ἐπιμένει
νὰ καλῆ καὶ ἡμᾶς ἀνυποτάκτους καὶ ἀλλοτρίους τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀρνουμένους νὰ
συσσεβῶμεν ὅπως αὐτὸς ἀπαιτεῖ, καὶ νὰ παρερμηνεύη τὸν τόμον, τὸν ἐκδοθέντα ὑπὲρ
ἡμῶν καὶ πρὸς δικαίωσιν ἡμῶν συνταχθέντα… Ὁ τοιοῦτος λοιπόν, πῶς δὲν θὰ εἴπη εὐκόλως
ὅτι μόνον αὐτὸς ἦτο ἡ μεγίστη ἐκείνη σύνοδος, ὥστε νὰ εἶναι ἀνεξέλεγκτος, ὅ,τιδήποτε
καὶ ἂν πλάσση καὶ συγγράψη ἐναντίον ἡμῶν, ὡς δῆθεν ἀπὸ ἐκείνη; Ἀλλὰ τουλάχιστον
οἱ συνεδριάσαντες καὶ παραστάντες δὲν
θὰ συγχωρήσουν, οὔτε συγχωροῦν μάλιστα, ἀλλὰ δεικνύουν καὶ μὲ ἔργον καὶ μὲ
λόγον τὴν ἀντιπαράταξιν πρὸς αὐτόν» (ὅπ. παρ., σελ. 591). Καὶ ἐδῶ εἶναι σημαντικὸ νὰ τονίσουμε κάποιες ἐκφράσεις
τοῦ Ἁγίου: ὁ Ἅγιος λέγει ὅτι, «ἀλλὰ
τουλάχιστον οἱ συνεδριάσαντες καὶ παραστάντες δὲν θὰ συγχωρήσουν, οὔτε συγχωροῦν».
Δηλ. ἐννοεῖ τὰ μέλη τῆς συνόδου καὶ ὄχι κάποιον μεμονωμένο. Μάλιστα γράφει στὸν ἐνεστῶτα καὶ
στὸν μέλλοντα «δὲν θὰ συγχωρήσουν, οὔτε συγχωροῦν», δείχνοντας ἔτσι τὴν ἀνάγκη
σύναξης συνόδου γιὰ τὴν καταδίκη τοῦ Καλέκα καὶ τῶν ὁμοίων του. Καὶ ἐπίσης δηλοῖ
μὲ αὐτά, ὅτι ὁ Καλέκας ἦτο ἀποδεκτὸς ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ὀρθόδοξους συνοδικοὺς ὡς Ἐπίσκοπος
μὲ ἔγκυρα μυστήρια καὶ Πρόεδρος τῆς Συνόδου. Δὲν θυμίζουν, ὅμως, αὐτὰ κάποιον
σύγχρονο Καλέκα μὲ τὸ ὄνομα Βαρθολομαῖος, ποὺ διοικεῖ ὡς «πρῶτος» τὴν Ἐκκλησία
καὶ στὸν ὁποῖον (καὶ ὅσους ὑπηρετεῖ) οἱ πάντες ὑπακούουν καὶ ἐπιβάλλει τὶς κακοδοξίες
του;
«Ὅτι δὲ καὶ οὗτος
τώρα, ὁ πατριάρχης (Καλέκας),
παρουσιάζει τὸν Ἀκίνδυνον, ἐκτραπεὶς ἀπὸ τὰ συνοδικῶς ἀναγνωσθέντα καὶ διὰ
νόμου κυρωθέντα, ἐναργὲς τεκμήριον εἶναι ὅτι ἐπιτίθεται καθ’ ἡμῶν πάλιν μετὰ τοῦ
Ἀκινδύνου» (ὅπ.
παρ., σελ. 593).
«Ὁποία ἀναιδὴς
καὶ ἀπροσχημάτιστος ψευδολογία! (τοῦ Καλέκα). Εἶναι ὄντως “σύνοδος ἀθετούντων”
κατὰ τὸν Ἱερεμίαν καὶ “ἀλήθειαν δὲν θὰ ἐκφέρουν”, προσθέτοντες “δόλον ἐπὶ δόλου”.
“Διότι ἡ γλῶσσα των ἔχει μάθει νὰ λαλῆ ψεῦδος”» (ὅπ. παρ., σελ. 597).
Καὶ παρακάτω ἐρωτᾶ: «Καὶ ποῖος, μᾶλλον δὲ ποῖοι εἶναι οἱ μεγάλοι αἴτιοι θορύβων
καὶ στάσεων εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τοῦτο ἀπόβλητοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἂν ὀνομάζουν ἑαυτοὺς Ἐκκλησίαν;»
(ὅπ. παρ., σελ. 599). [ἀπόβλητος=ὁ ἀποβολῆς ἄξιος].
Ἡ γλώσσα κάποτε δὲν ἦταν μόνο μέσον ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ ὁ κύριος ἐκφραστὴς
τῆς ἀληθείας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος λέγει λοιπόν, «ἀπόβλητος» ὁ Καλέκας [ἀπόβλητος=ὁ
ἀποβολῆς ἄξιος] καὶ ὄχι «ἀποβληθείς»
[ἀποβληθείς=αὐτὸς ποὺ ἔχει ἤδη ἀποβληθεῖ] δηλώνοντας ἔτσι τὴν ἀναγκαιότητας συγκλήσεως
συνόδου γιὰ τὴν ἀποβολὴ τοῦ Καλέκα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἂν δὲν μετανοήσει. Μέχρι
τότε παραμένει σὲ Αὐτὴν ὡς σαπρὸ μέλος, ψευδοποιμένας, ποὺ δὲν ἐκφράζει τὴν ἀλήθειά
Της καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον οἱ ἀληθινοὶ πιστοὶ πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται.
«Ἀλλ’ ὁ
συκοφάντης (Καλέκας) μᾶς λέγει ταῦτα
προσθήκην καὶ ὀνομάζει διδασκαλίαν τὴν ἀπολογίαν καὶ ἐπιτίθεται μὲ ἄλλον τρόπον
ἐναντίον μας ὡς δῆθεν ἐπιτιθεμένους εἰς ἀρχιερατικὸν
ἔργον, μὴ γνωρίζων, ὡς φαίνεται, οὔτε κἂν τί εἶναι ἀρχιερατικὸν ἔργον, ἀλλὰ
νομίζων ὅτι εἶναι ἀποκλειστικότης τῶν ἀρχιερέων νὰ προσφέρουν ὁπωσδήποτε ρήματα
ἀληθείας καὶ νὰ λαλοῦν ὁπουδήποτε πρὸς οἰκοδομὴν ψυχῆς» (ὅπ.
παρ., σελ. 601).
Εἶναι σαφέστατα τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου: ὁ Καλέκας εἶναι ἀρχιερέας ποὺ
νομίζει ὅτι τελεῖ ὀρθόδοξο ἀρχιερατικὸ ἔργο καὶ ὅτι ἐκφράζει τὴν ἀλήθεια,
πράγμα ποὺ δὲν ἰσχύει, διότι ἀντὶ νὰ τὴν ἐκφράζει τὴν διαστρεβλώνει. Ἡ ἀρχιερωσύνη
του ὅμως παραμένει μέχρι τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση. Παρεπιμπτόντως ἡ ἔκφραση τοῦ Ἁγίου
«νομίζων ὅτι
εἶναι ἀποκλειστικότης τῶν ἀρχιερέων νὰ προσφέρουν ὁπωσδήποτε ρήματα ἀληθείας καὶ
νὰ λαλοῦν ὁπουδήποτε πρὸς οἰκοδομὴν ψυχῆς», ἀποτελεῖ κόλαφο γιὰ τοὺς
σημερινοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ τοὺς πλανηθέντες ὑπ’ αὐτῶν ὅτι εἶναι ἀποκλειστικότητα
τῶν ἀρχιερέων νὰ ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια. Δὲν ὑπάρχει ἐπισκοποκρατία στὴν ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρική.
Μὲ ὅσα λοιπὸν ἔκανε ὁ Καλέκας «ἔλαβε σύμφυτον τὴν τιμωρίαν… ἰδιαιτέρως ἐξ αἰτίας
τῆς παρακινδυνευμένης προσφάτου χειροτονίας τοῦ Ἀκινδύνου, τὴν ὁποίαν οἱ ἀναποσπάστως
προσηλωμένοι εἰς τοὺς ἱεροὺς νόμους ἀρχιερεῖς ἠκύρωσαν ὡς παράνομον»! (ὅπ.
παρ., σελ. 603). «Οἱ ἀναποσπάστως προσηλωμένοι εἰς τοὺς ἱεροὺς νόμους ἀρχιερεῖς
ἠκύρωσαν ὡς παράνομον»! Ὄχι ἕνας ἱερέας ἀπὸ μόνος του, ὄχι μία ὁμάδα
λαϊκῶν, ἀλλὰ ἡ σύνοδος ἀκύρωσε καί, προσθέτουμε ἐμεῖς, ἀκυρώνει ὡς παράνομο
κάθε ψευδοδιδασκαλία καὶ ψευδοχειροτονία (βλ. Οὐκρανικό). Οἱ πιστοὶ ἕως τότε δὲν
κοινωνοῦν μὲ τοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ ψευδοχειροτονημένους, καθὼς καὶ μὲ τοὺς
αὐτοὺς κοινωνούντας, κρατώντας ἔτσι τὴν ἀλήθεια στὴν Ἐκκλησία ἀνόθευτη. Ἡ Ἐκκλησία,
λοιπόν, δὲν λερώνεται καὶ δὲν μολύνεται κάθε φορὰ ποὺ ἐμφανίζεται ἕνας αἱρετικός,
γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐκφράζουν καὶ ἀκολουθοῦν ἀπαρέγκλητα
τὴν ἀλήθεια, αὐτοὺς ποὺ διὰ τῆς τηρήσεως τῶν Ἐντολῶν εὑρίσκονται ἑνωμένοι μὲ τὴν
Ἀλήθεια καὶ τὴν
ἀμόλυντο κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησία Ἰησοῦ Χριστό· οἱ ἄλλοι εἶναι σεσηπότα μέλη πρὸς
ἀποκοπήν!
Ἂς παρατηρήσουμε ὅμως τὴ φράση: «οἱ ἀναποσπάστως προσηλωμένοι εἰς τοὺς ἱεροὺς νόμους
ἀρχιερεῖς ἠκύρωσαν». Ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν
διὰ τῆς ἐπεμβάσεως τῆς πολιτείας καὶ διὰ μέσου τῶν Ἀρχιερέων (ποὺ δὲν
ταυτίζονταν μὲ τὸν Ἀκίνδυνο καὶ Καλέκα) ἀκύρωση τῆς πράξεως τοῦ Καλέκα. Ὁπότε
βλέπουμε καὶ πάλι ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ποὺ κοινωνοῦσαν μὲ τὸν Καλέκα, ἦταν ὀρθόδοξοι,
καὶ στὰ πλαίσια τῶν δυσκολιῶν γιὰ τὴν καθαίρεσή του ἢ καὶ τῆς προσωρινῆς οἰκονομίας
-μήπως τὸν βοηθήσουν νὰ διορθωθεῖ- τὸν ἀνέχονταν, ἂν καὶ αἱρετίζοντα. Κι ἀπὸ ἐδῶ
πάλι φαίνεται ὅτι ὁ Καλέκας δὲν μολύνει τὴν Ἁγία Ἐκκλησία μὲ τὴν αἵρεσή του, ἀφοῦ
ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν ὀρθόδοξα καὶ πολεμοῦν τὶς κακοδοξίες του, μὲ πρῶτον
τὸν ἅγιο Γρηγόριο καὶ τοὺς μαθητές του ἔπειτα, ὅπως ὁ ἱ. Ιωφὴφ Καλόθετος, καὶ οἱ
ὁποῖοι ἀγωνίζονται νὰ καθαρίσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ ζιζάνια τῆς αἱρέσεως.
Ἀλλὰ καὶ ὑπάρχει κι ἄλλο ἕνα
κείμενο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ “Ἀναίρεσιν Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας”, μὲ
τὸ ὁποῖο ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται στὸν πατριάρχη Ἰγνάτιο ἀλλὰ καὶ στὸν Καλέκα. Ἐγράφη
τὸ 1344. Ὁ Ἰγνάτιος «ἐνέκρινεν ὅλας τὰς ἐνεργείας
τοῦ πατριάρχου Ἰωάννη Καλέκα ἔναντι τοῦ Παλαμᾶ καὶ τῶν ἡσυχαστῶν». Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος δηλώνει ὅτι τὸ γράμμα τοῦ Ἰγνατίου «ψεῦδός
ἐστιν αὐτόχρημα καὶ τῷ συνοδικῷ καὶ Ἁγιορετικῷ τόμῳ διὰ πάντων ἀντίθετον, διὸ
καὶ κατὰ τῶν εὐσεβῶν ἐστι πάντων»· δηλαδὴ ὁ πατριάρχης Ἰγνάτιος ἀκολουθεῖ
κι αὐτὸς τὴν αἵρεση Βαρλαάμ, ἀφοῦ ἀντιτίθεται στὸν Ἅγιο καὶ τὸν Ἁγιορειτικὸ Τόμο (Χρήστου Π., Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἔργα 3,
«Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας», σελ. 490-491, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις
“Γρ. ὁ Παλαμᾶς”). Σὲ αὐτὸ τὸ σύγγραμμά του ὁ Ἅγιος γράφει καὶ τὰ ἑξῆς:
Στὴν ἀρχή, ἀναφερόμενος στὸν Καλέκα, πληροφορεῖ ὅτι ἐκείνους ποὺ
Σύνοδος «καθυπέβαλε
εἰς ἔγγραφον ἀφορισμὸν καὶ
φρικωδέστατον ἀνάθεμα», αὐτοὺς
«κάποιος
(ὁ Καλέκας) δέχεται ὡς κοινωνοὺς τοὺς ὑποστάντας ἐκεῖ ταῦτα διὰ
δίκης, τοὺς ἀξιώνει χειροτονίας καὶ
τοὺς καθιστᾶ προεστῶτας Ἐκκλησιῶν» ἀντίθετα «τοὺς
δικαιωθέντας δημοσία καὶ ἐπαινεθέντας ὡς συνηγόρους τῆς εὐσεβείας καταδικάζει
καὶ ἀποβάλλει», εἶναι φανερὸ ὅτι «αὐτὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ὑπόλογος ἀλλὰ φανερὸς
κληρονόμος τῆς καταδίκης τῶν καταδικασθέντων ἐκείνων, καὶ ἂν ἐκεῖνοι εἶναι
δυσσεβεῖς, καὶ αὐτὸς δὲν εἶναι εὐσεβής.
»Πράξαντες λοιπὸν
τοῦτο, μᾶλλον δὲ παθόντες, οἱ καυχώμενοι ὅτι εἶναι ἀρχιποίμενες τῆς ἱερᾶς Ἐκκλησίας, ἆραγε δὲν προτείνουν εἰς τοὺς ὀπαδούς
των ποτὸν ὀλεθριώτερον παντὸς δηλητηρίου;… Ποῖος
κλῆρος, ποία μερίς, ποία γνησιότης πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει
διὰ τὸν συνήγορον τοῦ ψεύδους, πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν
ἡ “ὁποία εἶναι στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς
ἀληθείας” κατὰ τὸν Παῦλον, ἡ ὁποία κατὰ τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ μένει διηνεκῶς ἀσφαλὴς
καὶ ἀκράδαντος, ἐστηριγμένη παγίως
εἰς ὅσα στηρίζεται ἡ ἀλήθεια· καὶ οἱ μὴ ὄντες τῆς ἀληθείας δὲν εἶναι οὔτε τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ,
τοσοῦτον δὲ μᾶλλον ὅσον ἂν καταψεύδωνται ἐναντίον ἑαυτῶν, καλοῦντες ἑαυτοὺς καὶ
ἀλλήλους ποιμένας καὶ ἀρχιποίμενας ἱερούς.
Πράγματι ἡμεῖς δὲν ἐδιδάχθημεν ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς χαρακτηρίζεται ἀπὸ πρόσωπα ἀλλὰ
διὰ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀκριβείας τῆς πίστεως» (ὅπ. παρ., σελ. 607-609).
Ἐδῶ ὁ Ἅγιος, στὸ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ κείμενο, μᾶς λέγει ὅτι δὲν μπορεῖ
νὰ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ὁ συνήγορος τοῦ ψεύδους, αὐτὸς ποὺ δηλητηριάζει τοὺς
πιστούς, γιατὶ δὲν εἶναι κάτοχος καὶ πάροχος τῆς ἀληθείας. Καὶ ἡ Ἐκκλησία
στηρίζεται στὴν Ἀλήθεια. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, καὶ τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια, καὶ προΐσταται τῆς
Συνόδου, καὶ δικάζει, καὶ καθαιρεῖ (κάνοντας χρήση τῆς ἱερατικῆς του ἐξουσίας
ποὺ ἔλαβε διὰ τῆς χειροτονίας τοῦ «δεσμεῖν καὶ λύειν»), νομίζει πὼς εἶναι
Ποιμένας, ἀλλὰ δὲν εἶναι· ἀντίθετα εἶναι ψευδοποιμένας.
«Πρόεδρος» μὲν τῆς Συνόδου (σύμφωνα μὲ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα), ἀπὸ τὸν ὁποῖον, ἀκριβῶς
ἐπειδὴ δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας, πρέπει οἱ πιστοὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι ἑνωμένοι διὰ τῶν μυστηρίων μὲ αὐτόν, νὰ
ἀπομακρύνονται ἀπὸ αὐτόν, γιατί, καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας, ἀφοῦ «τίς μερὶς πιστῷ ἀπίστῳ;».
Θὰ ἐρωτήσει κανείς: φάσκουν καὶ ἀντιφάσκουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας; Μία
δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία ὁ Καλέκας καὶ μία εἶναι ὁ τῆς Ἐκκλησίας πρόεδρος; Ἡ ἀπάντηση
εἶναι: ὄχι, δὲν ἀντιφάσκουν. Ὁ Ἅγιος τονίζει ὅτι ὁ Πατριάρχης ποὺ δὲν ἐκφράζει
τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι πραγματικὸ μέλος Της. Εἶναι σαπρό, ἄρρωστο ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸ ἀνέχεται
γιὰ κάποιον καιρό, ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι, μήπως καὶ αὐτὸς μετανοήσει (ἄλλωστε
κάμποσοι Ἅγιοι ήταν πρῶτα αἱρετίζοντες ἢ αἱρετικοὶ ποὺ μεταμελήθηκαν), ἀλλὰ μετὰ
τὸ ἀποκόπτουν. Τονίζει τὸν ρόλο τοῦ Πατριάρχου ὡς προέδρου τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ
τὸν ὁδηγήσει στὴν μετάνοια, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀναδείξει τί θὰ ἔπρεπε νὰ κάνει καὶ
δὲν τὸ κάνει, ὅπως καὶ ποιά στάση πρέπει νὰ ἔχει τὸ ποίμνιο.
«Ἀλλὰ λέγει ὅτι
καὶ ἀπέρχεται σὺν Θεῷ, αὐτὸς ὁ ὁποῖος πρὶν ἐκκινήση ἐδάνεισε τὴν χεῖρα του εἰς τοὺς ἀθέους καὶ μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπον ἐνέγραψεν ἑαυτὸν εἰς τὸν κατάλογον τῶν ὁμοίων, εἰσενεγκὼν τοῦτο ἀντὶ πάντων εἰς τὸν δεχθέντα τὸν ἄθεον
καὶ πολύθεον ὅμιλον τῶν Βαρλααμιτῶν ὡς κοινωνοὺς
καὶ συλλειτουργούς» (ὅπ. παρ.,
σελ. 609). Καὶ ἐδῶ φαίνεται ὅτι μὲ τὶς κακόδοξες ἐνέργειές του ἔχει ἀπὸ
μόνος του «ἐγγράψει τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν κατάλογον τῶν ὁμοίων του», καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει ἁρμοδίως ἡ Ἐκκλησία ὡς
κακοποιμένα νὰ τὸν ἐκκόψει.
«…ὁ Παλαμᾶς
κατεδικάσθη εἰς περιορισμὸν διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν ἤθελε νὰ συμφωνήση μὲ τὰ
κακονίας τοῦ πείσαντος αὐτὸν νὰ γράφη τοιαῦτα πατριάρχου, συκοφαντηθεὶς ἀπὸ αὐτὸν πρὸς τοὺς κυβερνῶντας» (ὅπ. παρ., σελ. 613).
«Διότι ἀπὸ ποῦ ἀρύεται
ἐκεῖνος ὁ πατριάρχης τὸ δικαίωμα νὰ
συντάσση τόμους περὶ δογμάτων, καὶ μάλιστα εἰς τὴν Κων/πολιν; Τοῦτο εἶναι ἐντελῶς
παράνομον χωρὶς σύνοδον». Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν κατηγορεῖ
τὸν Πατριάρχη γιὰ ἄκυρα μυστήρια καὶ πράξεις, δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ἀρχιερωσύνη
του (τὸν ὀνομάζει Πατριάρχη), ἀλλ’ καταγγέλλει τὴν παρανομία του ὡς Πατριάρχου νὰ ἐνεργεῖ γιὰ κάτι χωρὶς αὐτὸ νὰ ἐγκρίνεται
ἀπὸ Σύνοδο. «Ἐὰν δὲ παρευρίσκετο εἰς σύνοδον ἀπὸ κοινοῦ συγκροτημένην, δὲν θὰ
παρέλειπε νὰ μὴ τὸ εἴπη αὐτός· ἄλλωστε τότε καὶ ὁ τόμος οὗτος θὰ ἦτο κοινὸς τῶν
δύο τούτων πατριαρχῶν. …ἀμφότεροι οἱ
πατριάρχαι εἶναι πρωταγωνισταὶ τοῦ
ψεύδους» (ὅπ. παρ., σελ. 625).
Ὅταν ὁ Πατριάρχης ζητᾶ ἀπὸ τὸν Παλαμᾶ νὰ παρουσιασθεῖ διὰ νὰ ἐξετάσει τὰ
συγγράμματά του (μὲ σκοπὸ νὰ τὸν καταδικάσει) ὁ Παλαμᾶς, δὲν ἀρνήθηκε νὰ
παρουσιαστεῖ στὴ Σύνοδο τῆς ὁποίας προΐστατο ὁ Πατριάρχης Καλέκας, δὲν τοῦ ἀπάντησε
ὅτι, δὲν σὲ ἀναγνωρίζω, ἀλλὰ ἀπολογήθηκε ἐνώπιόν του ὡς πρὸς Πατριάρχην, λέγων ὅτι
«ἐκ τῶν
δογμάτων ἡμῶν τὰ ὁποῖα ἐγνώρισες ἀναγνώσας τὰ συγγράμματά μας, ἐπὶ παρουσίᾳ
πολλῶν… οὔτε ἀφαιροῦμεν οὔτε προσθέτομεν, ἀλλὰ καὶ καθυποβάλλομεν εἰς ἀνάθεμα τὸν
προσθέτοντα ἢ ἀφαιροῦντα» (ὅπ. παρ., σελ. 629).
Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1344 ὁ πατριάρχης Κων/πόλεως Καλέκας, μὲ τὴ συμμετοχὴ
τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας Ἰγνατίου καὶ Ἱεροσολύμων Γερασίμου, ποὺ «ἔλαβαν μέρος εἰς
τὴν σύνοδον… ἀφώρησε τὸν Παλαμᾶν, προσυπέγραψαν δὲ τὰς συνοδικὰς ἀποφάσεις» καὶ
οἱ δύο Πατριάρχες (Τσάμη Δ., ὅπ. παρ., σελ. 71).
Τὸ ἐρώτημα εἶναι πρὸς τοὺς δεχομένους τὰ ἄκυρα μυστήρια: Αὐτοὶ οἱ τρεῖς
Πατριάρχες ἦσαν ἄνευ μυστηρίων καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἀπέρριψαν τὸν
Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1341 καὶ καθαίρεσαν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, ἀκολουθοῦσαν
δηλαδὴ τὴν Βαρλααμίτικη αἵρεση; Καὶ ἡ Ἐκκλησία
ὡς ἔχουσα στοὺς κόλπους της –καὶ μάλιστα στὴν ἡγεσία της– τρεῖς (3)
πατριάρχες αἱρετίζοντες, ἦταν μεμιασμένη
καὶ βρώμικη;
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀσπάζεται τὴν θέση τῶν «ἀκύρων μυστηρίων» ὅσων δὲν ἔχουν
καθαιρεθεῖ. Γι’ αὐτό, λόγῳ καὶ τῶν πολιτικῶν συγκυριῶν, ἀνέχτηκε τὸν αἱρετίζοντα
Πατριάρχη Καλέκα ἐπὶ χρόνια, χωρὶς νὰ βεβορβορωθεῖ ἐκ τούτου, ὅπως θέλουν οἱ τῶν
ἀκύρων μυστηρίων· κοινωνοῦσαν οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι μαζί του, συγκαλοῦσαν
συνόδους καὶ ὅταν ἦρθαν οἱ κατάλληλες συνθῆκες, τὸ 1347, προχώρησαν οἱ
συλλειτουργοί του, στὴν καθαίρεση τοῦ Καλέκα. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ
μετὰ ἦταν ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ χωρὶς μυστήρια. Ὁ Ἀντιοχείας, μάλιστα, Ἰγνάτιος «τελικῶς ἤλλαξε
στάσιν ἔναντι τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἀνεγνώρισε τὸν Τόμον τοῦ 1351» (Τσάμη
Δ., ὅπ. παρ., σελ. 71).
Κι ἕνα ἐρώτημα ἐδῶ· αὐτὸ τὸ γεγονὸς πῶς δικαιολογεῖται ἀπὸ τοὺς
σημερινοὺς μαχητὲς κατὰ τῶν μυστηρίων; Ὅτι μὲ τὴν μετάνοια τὰ μυστήρια ἐπανῆλθαν,
ἔγιναν πάλι ἔγκυρα; Πότε διδάχθηκε μία τέτοια διδασκαλία στὴν Ἐκκλησία;
Ἀδελφοί, πρόσχωμεν. Ἂς μὴν ἀκολουθοῦμε ἀνεξέταστα ὅσα οἱ καλοθελητὲς μᾶς
σερβίρουν. Διότι οἱ Ἅγιοι μὲ τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις τους μᾶς διδάσκουν τὴν
στάση ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε. Ἂν δὲν τὸ κάνουμε, ἐμεῖς θὰ δώσουμε λόγο στὸν
Κύριο, κι ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς συμβουλεύουν τὰ ἀντίθετα. Θὰ δώσουν κι αὐτοὶ
λόγο, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους.
Παναγιώτης Σημάτης
Ὑποσημειώσεις:
(*) α) Ὁ ἅγ. Νικόδημος, ἀναφερόμενος στὴ φράση τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου
«Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ
αὐτὸς ἐνεργεῖ», γράφει:
«Εἰδὲ καὶ εἰπῇ τις
ὅτι κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον (ὁμιλ. β΄.
τῆς β΄. πρὸς Τιμόθεον, καὶ ια΄. Τῆς πρὸς
Θεσσαλ. α΄. καὶ τῆς η΄. πρὸς Κορινθ. α΄.) ἡ
χάρις μὴ πάντας χειροτονοῦσα, διὰ πάντων ὅμως καὶ αὐτῶν τῶν ἀναξίων ἐνεργεῖ:
ἀποκρινόμεθα, ὅτι καὶ διὰ πάντων ἐνεργεῖ τῶν ἀκαθαιρέτων, ἀλλ’ ὄχι
καὶ τῶν καθῃρημένων καὶ τῶν
ἀποχειροτονηθέντων» (Πηδάλιον, σελ. 28, ὑποσ. 2).
Συνεχίζοντας ὁ Ἅγιος κάνει μιὰ
ἐπισήμανση σημαντική. «Ὁ μὲν γὰρ δικαίως καθαιρεθείς, καὶ
ἐσωτερικῶς ἀπὸ λόγου του διὰ τὴν ἀναξιότητά του, καὶ ἐξωτερικῶς ἀπὸ τὴν Σύνοδον, ἔχασε τὴν ἐνέργειαν τῆς ἱερωσύνης»
(ὅπ. παρ., σελ. 29). Καὶ ἀλλοῦ: «Πάντες οἱ
παρὰ Κανόνας, καὶ ἀναξίως χειροτονηθέντες, πρὸ
τοῦ νὰ καθαιρεθοῦν ὑπὸ Συνόδου, ἀληθῶς ἱερεῖς εἰσιν. Ἐπειδὴ καθὼς λέγει
ὁ θεῖος Χρυσόστομος. “Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς
ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν”… Καὶ πάλιν· “Ἡ τοῦ
Θεοῦ χάρις ἐστὶν ἡ καὶ εἰς ἀνάξιον ἐνεργοῦσα, οὐ δι’ ἡμᾶς, ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς”. Καὶ
πάλιν “Οὐκ ἐμοῦ καταφρονεῖς, ἀλλὰ τῆς ἱερωσύνης. Ἂν ἴδῃς ταύτης γυμνόν, τότε
καταφρόνει… Ἕως δ’ ἂν ἐπὶ τοῦ θρόνου τούτου καθήμεθα, ἕως ἂν τὴν προεδρίαν
ἔχομεν, ἔχομεν τὴν ἀξίαν καὶ τὴν ἰσχύν, εἰ καὶ ἀνάξιοι ἐσμέν”» (Πηδάλιον, σελ. 136).
β) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος,
μετὰ τὴν καθαίρεη τοῦ Ἀρείου, ἔστελνε ἐπιστολὲς καὶ προέτρεπε τοὺς ἄλλους
Ἐπισκόπους «μὴ εἰς κοινωνίαν δέχεσθαι» τοὺς ἀκολουθοῦντες τὸν
Ἄρειον (P.G.
146, 37Β). Οἱ Ἐπίσκοποι ὅμως, παρ’ ὅ,τι ἦσαν ἐνημερωμένοι γιὰ τὴν καταδίκη
τοῦ Ἀρείου ἀπὸ Σύνοδο, κοινωνοῦσαν μετὰ τῶν φιλοαρειανῶν.
Στὴν Ἐγκύκλια Ἐπιστολή του πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ἐπισκόπους, μάλιστα, πολύ-πολὺ
νωρὶς ὑποδεικνύει καὶ τὸν κυριότερο ὑποστηρικτὴ τοῦ Ἀρείου –τὸν Εὐσέβιο
Καισαρείας– καὶ καυτηριάζει τὴν ἀσέβειά του· ὁ Εὐσέβιος –γράφει–
νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ διευθύνει τὰ τῆς Ἐκκλησίας, προΐσταται
τῶν ἀποστατῶν καὶ παρασύρει τοὺς ἀγνοοῦντας στὴν αἵρεση: «Ἐπειδὴ δὲ Εὐσέβιος,
ὁ νῦν ἐν τῇ Νικομηδείᾳ, νομίσας ἐπ’ αὐτῷ κεῖσθαι τὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι
καταλείψας τὴν Βηρυττὸν καὶ ἐποφθαλμήσας τῇ ἐκκλησίᾳ Νικομηδέων οὐκ ἐκδεδίκηται
κατ’ αὐτοῦ, προΐσταται καὶ τούτων τῶν ἀποστατῶν καὶ γράφειν ἐπεχείρησε
πανταχοῦ συνιστῶν αὐτούς, ὅπως ὑποσύρῃ
τινὰς ἀγνοοῦντας εἰς τὴν αἰσχίστην καὶ χριστομάχον αἵρεσιν, ἀνάγκην ἔσχον,
εἰδὼς τὸ ἐν τῷ νόμῳ γεγραμμένον, μηκέτι μὲν σιωπῆσαι, ἀναγγεῖλαι δὲ πᾶσιν ὑμῖν,
ἵνα γινώσκητε τούς τε ἀποστάτας γενομένους καὶ τὰ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν δύστηνα
ρήματα, καὶ ἐὰν γράφῃ Εὐσέβιος, μὴ πρόσχητε» (P.G. 146, 37D-40A).
Εἶναι φανερὸ λοιπόν,
ὅτι ὁ Εὐσέβιος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν ὑποστήριζαν καθηρημένο αἱρετικό, εἶχαν
ταυτισθεῖ μαζί του κι ὅμως κανεὶς δὲν ὁμιλεῖ γιὰ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων τους· γι’ αὐτὸ καὶ
συμμετεῖχαν σὲ Συνόδους Ὀρθοδόξων ὡς Ὀρθόδοξοι, ἂν καὶ στὰ φρονήματα ἦσαν
αἱρετικοί, μὴ καταδικασμένοι εἰσέτι! Ἦσαν δηλαδὴ ψευδεπίσκοποι,
σὰν αὐτοὺς στοὺς ὁποίους ἀναφέρεται ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου.
Καὶ ὁ μὲν Ἀλεξανδρείας
Ἀλέξανδρος δὲν δεχόταν τὴν κανονικότητα τῶν ἱεροπραξιῶν τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν
συνεργατῶν του (κι αὐτὸ ἦταν φυσικό, ἀφοῦ Σύνοδός του τοὺς εἶχε καθαιρέσει),
πολλοὶ ἄλλοι δέ, ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν πράξεών του, καὶ κοινωνοῦσαν
μὲ τὸν Ἄρειο, ἀποδίδοντας κανονικότητα στὶς ἱεροπραξίες του: Αὐτοὶ «ζητοῦσαν νὰ γίνουν δεκτοὶ σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία (ὁ
Ἄρειος καὶ οἱ ὀπαδοί του) ὡς κανονικοὶ ἱερωμένοι, γιὰ νὰ μὴν ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τὸν
Ἀλέξανδρο ἡ κανονικότητα τῶν ἱεροπραξιῶν τους(!)
μετὰ
τὴν καθαίρεσή τους καὶ τὸν συνοδικὸ ἀναθεματισμό. «…Πρεσβεύεται ὁ Ἄρειος
πρὸς Παυλῖνον τὸν Τύρου ἐπίσκοπον καὶ Εὐσέβιον τὸν Παμφίλου καὶ Πατροφίλου τὸν
Σκυθοπόλεως καὶ ἐξαιτεῖ ἅμα τοῖς ἄμφ’ αὐτὸν ἐπιτραπῆναι ἐκκλησιάζειν τὸν μετ’ αὐτὸν λαὸν ὡς πρότερον τὴν τῶν πρεσβυτέρων τάξιν ἐπέχοντας”» (Σωζομενοῦ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ι, 15. -Εἰς Φειδᾶ, ὅπ.
παρ., σελ. 405).
γ) Ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἀντιμετώπισαν τὴν αἵρεση τοῦ Νεστορίου. Σ’ αὐτὴν
οἱ Πατέρες ἀποφασίζουν τὴν καθαίρεση τοῦ Νεστορίου. Οἱ Πατέρες δὲν τὸν δέχονται
ὡς μὴ ἔχοντα ἱερωσύνη, ἀλλὰ τὸν δέχονται ὡς Ἐπίσκοπο μέν αἱρετίζοντα δέ, δηλαδὴ
ψευδεπίσκοπο, ποὺ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι διακόψει τὸ
μνημόσυνό του, χωρὶς κάπου νὰ ἀναφέρουν ὅτι ὁ Νεστόριος δὲν εἶχε μυστήρια
ἔγκυρα. Καὶ ἀποφασίζουν, ὅπως μᾶς παραδίδει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος:
«Ὁ βλασφημηθεὶς παρ’ αὐτοῦ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ὥρισε διὰ
τῆς παρούσης ἁγίας συνόδου ἀλλότριον εἶναι τὸν αὐτὸν Νεστόριον τοῦ τε ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ παντὸς
συλλόγου ἱερατικοῦ» (P.G. 146, 1172D). Ἡ Σύνοδος λοιπόν, ἀ φ α ι ρ ε ῖ
τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸν Νεστόριο –δὲν τὸ χάνει μόνος του–
ἐπειδὴ ἀσφαλῶς παρέμεινε ἀμετανόητα αἱρετικός.
δ) Παρατηροῦμε
στὰ Πρακτικὰ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅτι ὁ αἱρετικὸς Διόσκορος καὶ Πρόεδρος
τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 (ἀντίστοιχος τοῦ
Βαρθολομαίου τῆς Κολυμπαρίου Συνόδου τῆς Κρήτης) ἀρχικὰ
περιλαμβάνεται στὸ κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων, καὶ μάλιστα ἐκφωνεῖται τὸ ὄνομά του μετὰ
τὸν Ἀνατόλιο Κων/πόλεως καὶ πρὶν ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καὶ
Ἱεροσολύμων καὶ καλεῖται νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ νὰ δικαστεῖ:
«Ἀρχὴ τῆς συνόδου Χαλκηδόνου
Ὑπατείᾳ τοῦ δεσπότου ἡμῶν
Μαρκιανοῦ…, καὶ Ἀνατολίου τοῦ ὁσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλωνύμου πόλεως
Κων/πόλεως Νέας Ρώμης καὶ Διοσκόρου τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας, καὶ τῶν λοιπῶν…».
«Οἱ
ἐνδοξότατοι ἄρχοντες καὶ περιφανέστατοι συγκλητικοὶ εἶπον· Ποία γὰρ εἰδικὴ
μέμψις ἐπάγεται Διοσκόρῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπῳ;». Καὶ προσάγουν τὶς κατηγορίες στὸν ἐν ἐνεργείᾳ
Ἐπίσκοπο Διόσκορο: «…ὁ χρηστὸς Διόσκορος… ὁμόδοξος
ὢν καὶ ὁμόφρων Εὐτυχοῦς
τοῦ ματαιόφρονος καὶ αἱρετικοῦ…
τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς… δεόμεθα καὶ προσπίπτομεν τῷ ἡμετέρῳ κράτει θεσπίσαι
τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Διόσκορον ἀπολογήσασθαι τοῖς παρ’ ἡμῶν αὐτῷ
ἐπαγομένοις…, δι ὧν δυνάμεθα ἀποδεῖξαι αὐτὸν καὶ ἀλλότριον ὄντα τῆς
ὀρθοδόξου πίστεως καὶ αἵρεσιν ἀσεβείας πεπληρωμένην κρατύναντα καὶ ἀδίκως
ἡμᾶς καθελόντα» (T.LG., Concilia Oecumenica
(ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomëvolumëpart 2,1,1, page
66, line 20).
Καὶ ἀφοῦ γίνεται ἡ ἐξέταση/δίκη,
τότε ἀποφασίζεται ἡ καθαίρεσή του καὶ ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος:
«Ἀνατόλιος ἐπίσκοπος εἶπεν· …σύμψηφος κἀγὼ γίνομαι ἐπὶ τῇ καθαιρέσει Διοσκόρου τοῦ γενομένου
ἐπισκόπου Ἀλεξανδρέων μεγαλοπόλεως ἑαυτὸν πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας
ἀλλότριον ἀποδείξαντος». (T.LG., ὅπ. παρ., page 29, line 21).
Ἀλλὰ
ἐπιχειρεῖται ἡ ἀποκατάσταση τοῦ Διοσκόρου. Καὶ ἡ Σύνοδος ξεκαθαρίζει ὅτι πρὶν
τὴν Σύνοδον εἶχε ἱερωσύνη, ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦσε ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτὸ
καὶ ἡ Σύνοδος τοῦ τὴν ἀφαίρεσε: «Ἦλθεν εἰς τὴν
ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον ὡς μετὰ τὴν ἐκ τῶν θείων κανόνων τῆς ἱερωσύνης
ἀφαίρεσιν Διόσκορος ὁ γενόμενος τῆς Ἀλεξανδρείας μεγαλοπόλεως ἐπίσκοπος
ἐπιχειρήσας διαθρυλεῖν αὖθις ἀπολαβεῖν τὴν ἱερωσύνην,
ἣν πρότερον ἔχων οὐκ εἰς θεραπείαν τοῦ δεδωκότος Χριστοῦ, ἀλλ’ εἰς
ἀδικίαν καὶ λύμην τῶν θείων κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ταύτῃ
ἀπεχρήσατο. ἵνα τοίνυν ἅπαντες οἱ τῆς εὐαγοῦς πίστεως τρόφιμοι ἀναμφίβολον
ἔχητε τὴν ἔνδικον ἐπ’ αὐτῷ παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς
καθαιρέσεως ψῆφον, τόδε τὸ γράμμα ἐδικαιώσαμεν προτεθῆναι διασημαίνοντες ὡς ὁ
παρὰ τοῦ δεσπότου Θεοῦ καὶ παρὰ τοσαύτης πληθύος ἐπισκόπων δι’ ὧν ἀσύγγνωστα
δέδρακεν, τῆς κατὰ τὴν ἱερωσύνην χάριτος ἀφαιρεθεὶς οὐδεμίαν τὸ σύνολον
ἔχει ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ὡς μετὰ τῆς
αὐτοῦ ἀποβολῆς παυσαμένων καὶ τῶν σκανδάλων. Πεπλήρωται ἡ β΄ πρᾶξις τῶν ἐν
Χαλκηδόνι συνελθόντων ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων» (T.LG., ὅπ. παρ., page 42, line 20, σελ. 230).
ε) Ἔχουμε καὶ τὴν περίπτωση τοῦ μονοφυσίτη
Πατριάρχη Ἄνθιμου (καὶ Ἐπισκόπου Τραπεζοῦντος) Στὴν περίπτωσή του τὸν
καταγγέλλουν οἱ μοναχοί. Καλεῖται ἀπὸ
τὴν Σύνοδο νὰ δικαστεῖ ἀλλὰ δὲν παρουσιάζεται. Οἱ Συνοδικοὶ τὸν δικάζουν
ἐρήμην. Ἀφοῦ, γράφουν, πρῶτα ἐλέγξαμε ἐν
συνόδῳ «τὰ παρ’ αὐτοῦ τολμηθέντα… τοῦτον δικαίως ἀναθέματι αἰωνίῳ καὶ ἡμεῖς
ὑπεβάλομεν, παντὸς πράγματος ὀνόματος ἀξίας ἐνεργείας Χριστιανῷ ἢ ἱερατικῷ
ἁρμοζούσης ἢ ἁρμόσαι δυναμένης ἀλλοτριώσαντες καὶ γυμνὸν τῆς θείας
κοινωνίας κατὰ
τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας καταστήσαντες, ἀνθ’
ὧν βλασφημῆσαι καὶ συκοφαντῆσαι τὴν ἁγίαν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον ἐπεχείρησε». Αὐτὸν
«τὸν προειρημένον Σεβῆρον ἔρημον πάσης τιμῆς καταστήσαντες ἀναθέματι
ὑπεβάλομεν» (Τ.L.G., Concilia Oecumenica (ACO): Synodus
Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536: Tome 3, page 64, line 8).
Σὲ λίβελλό τους οἱ μοναχοὶ
εὐχαριστοῦν τὸν Πατριάρχη γιατὶ προχώρησε στὴν ἐξέταση τῆς περιπτώσεως τοῦ
αἱρετικοῦ πατριάρχου Ἀνθίμου καὶ ἀφοῦ «ἠπείθησε» τὸν καταδίκασε ἡ Σύνοδος.
Εὐχαριστοῦμε, γράφουν καὶ τὸν Θεό, διότι διὰ τῆς Συνόδου εὐδόκησε «ἵνα καθαρίσῃ
τὴν αὐτοῦ ἐκκλησίαν καὶ παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ὡς ἀεί, ἔνδοξον μὴ ἔχουσαν σπῖλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων αἱρετικῶν
ζιζανίων» (Τ.L.G., Concilia
Oecumenica (ACO): Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536: Tome
3, page 38, line 31). Ἄρα ἡ Σύνοδος
καθαρίζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σαπρὰ μέλη, τοὺς αἱρετικούς.
Ἔτσι ἡ σύνοδος τελικὰ τὸν
κατεδίκασε: «τοῦτον δικαίως ἀναθέματι αἰωνίῳ καὶ ἡμεῖς ὑπεβάλομεν,
παντὸς πράγματος ὀνόματος ἀξίας ἐνεργείας Χριστιανῷ ἢ ἱερατικῷ
ἁρμοζούσης ἢ ἁρμόσαι δυναμένης ἀλλοτριώσαντες καὶ γυμνὸν τῆς θείας
κοινωνίας κατὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας καταστήσαντες». κἀντεῦθεν οὐ
τῆς Τραπεζουντίων μόνον ἐπισκοπῆς διαπέπτωκεν
Ἄνθιμος ὁ μνημονευθείς, ἀλλὰ καὶ τῆς ἱερατικῆς
ἀξίας τε καὶ ἐνεργείας τοῦ παντὸς χωρισθεὶς τῆς ἁγιωτάτης ἐκκλησίας σώματος, ἐπεὶ καὶ τῆς
τοῦ καθολικοῦ
ἐστέρηται προσηγορίας, ὥστε πρὸς τὴν
ἀδιόρθωτον ἐκείνου πλάνην τὴν Ὠσηὲ ἐφαρμόζεσθαι προφητείαν ὅτι σὺ ἐπίγνωσιν ἀπώσω, κἀγὼ ἀπώσομαί σε
τοῦ ἱερατεύειν». Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ
Σύνοδος, πρὶν καταδικάσει τὸν Μηνᾶ, τὸν θεωρεῖ ὡς ἐπίσκοπο καὶ οἱ σύνεδροι τὸν
προσφωνοῦν ὅπως ἁρμόζει σὲ ἕναν ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοπο
μὲ ἔγκυρα μυστήρια.
Εἶναι φανερή, λοιπόν, ἡ
πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μὴν πεῖ κανεὶς ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι
ἔκαναν λάθος, δὲν ἀκολούθησαν τὸ Εὐαγγέλιο! Μᾶλλον οἱ πρεσβεύοντες τὰ ἄκυρα
μυστήρια κάπου παρεξηγοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, ἢ στηρίζονται σὲ φράσεις μεμονωμένου
Ἁγίου, τὸν ὁποῖον ἢ παρερμηνεύουν, ἤ, ἐφ’ ὅσον δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν ἁγιοπατερκή
μας Παράδοση δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ γνώμη του νὰ ὑπερισχύει αὐτῆς τῆς Παραδόσεως.
Σημειώσεις:
[1] Ὁ 2ος Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου, ποὺ ἔχει ὡς
ἑξῆς: «Πάντας τοὺς εἰσιόντας εἰς τὴν ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν
ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν ἁγίαν
μετάληψιν τῆς εὐχαριστίας κατά τινα ἀταξίαν, τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς
ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι, καὶ δείξαντες καρποὺς μετανοίας, καὶ παρακαλέσαντες,
τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης· μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις,
μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις,
μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ
δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς
ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν
κανόνα τῆς ἐκκλησίας». Στὸ ἴδιο ἔργο του ὁ Δημ. Τσάμης παραθέτει καὶ τὸν 33ο
Κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «Ὅτι οὐ δεῖ αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς
συνεύχεσθαι». Ἐπίσης οἱ Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων 45 καὶ 46: «Κανὼν ΜΕ´
«Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς συνευξάμενος μόνον,
ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω».
Κανὼν ΜΣΤ´ «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἢ θυσίαν,
καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς
πιστῷ μετὰ ἀπίστου;».
[2] «Κανὼν ΜΕ´ «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, αἱρετικοῖς
συνευξάμενος μόνον, ἀφοριζέσθω· εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς ὡς κληρικοῖς ἐνεργῆσαί
τι, καθαιρείσθω». Κανὼν ΜΣΤ´ «Ἐπίσκοπον, ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους
βάπτισμα ἢ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς
Βελίαρ; ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;»
[3] Κανὼν Α΄ και Δ΄ τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: Α΄. «Ἐπειδὴ ἐχρῆν καὶ
τοὺς ἀπολειφθέντας τῆς ἁγίας συνόδου, καὶ μείναντας κατὰ χώραν, ἢ πόλιν, διά
τινα αἰτίαν, ἢ ἐκκλησιαστικήν, ἢ σωματικήν, μὴ ἀγνοῆσαι τὰ ἐν αὐτῇ τετυπωμένα,
γνωρίζομεν τῇ ὑμετέρᾳ ἁγιότητι καὶ ἀγάπη, ὅτι περ, εἴ τις μητροπολίτης τῆς
ἐπαρχίας, ἀποστατήσας τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου, προσέθετο τῷ τῆς
ἀποστασίας συνεδρίῳ, ἢ μετὰ τοῦτο προστεθείη, ἢ τὰ Κελεστίου ἐφρόνησεν, ἢ φρονήσει,
οὗτος κατὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐδαμῶς δύναται, πάσης
ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος, καὶ
ἀνενέργητος ὑπάρχων. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς τοῖς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόποις, καὶ τοῖς
πέριξ μητροπολίταις, τοῖς τὰ τῆς ὀρθοδοξίας φρονοῦσιν, ὑποκείσεται εἰς τὸ πάντη
καὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπῆς ἐκβληθῆναι». Κανὼν Δ΄ «Εἰ δέ τινες ἀποστατήσαιεν
τῶν κληρικῶν, καὶ τολμήσαιεν ἢ κατ᾿ ἰδίαν, ἢ δημοσίᾳ, τὰ Νεστορίου, ἢ τὰ
Κελεστίου φρονῆσαι, καὶ τούτους εἶναι καθῃρημένους ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου
δεδικαίωται».