Ἄλλη
μία ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία
γιὰ
τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου
καὶ
τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων
τῶν
μὴ καταδικασμένων αἱρετικῶν
Μέρος Β΄ (Το Α΄ εδώ)
Μὲ τὸν
κορονοϊὸ ξεχάστηκαν οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστές, ξεχάστηκε ἡ
συζήτηση γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση
ἀπ’ αὐτούς,
παρ’ ὅλο πού, ὄχι
μόνο συνεχίζουν τὴ δουλειά
τους, ἀλλὰ οἱ προσβληθέντες πανδήμως ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸ Ἐπίσκοποι, εὐνουχισμένοι
Ὁμολογιακά,
ἔκλεισαν
καὶ τὶς ἐκκλησίες
καὶ
προχωροῦν σὲ περαιτέρω κακόδοξες πρακτικὲς ἐνέργειες!
Τοῦ Παναγιώτη Σημάτη
Εἶναι γνωστὲς οἱ περὶ «Ἡσυχίας καὶ Φωτός», περὶ
«Κτιστῶν καὶ Ἀκτίστων ἐνεργειῶν» τοῦ Θεοῦ συζητήσεις μεταξὺ Βαρλαὰμ καὶ ἁγίου Γρηγορίου
Παλαμᾶ. Οἱ συζητήσεις ποὺ ἄρχισαν περὶ τὸ 1337 εἶχαν διακοπεῖ γιὰ κάποιο
χρονικὸ διάστημα μὲ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Βαρλαὰμ στὴν Δύση. Ὅταν ἦλθε καὶ πάλι ὁ
Βαρλαὰμ στὴν Θεσσαλονίκη, «ἡ ἔριδα ἀναζωογονήθηκε
περὶ τὰ μέσα τοῦ 1340, ὅποτε οἱ ἀντίπαλοι ἤρχισαν νὰ ὀργανώνουν τὰ μέτωπά των·
ὁ Βαρλαὰμ τῆς ἐπιθέσεως, ὁ Παλαμᾶς τῆς
ἀμύνης, ὁ Ἀκίνδυνος τοῦ συμβιβασμοῦ» (Χρήστου Π., Εἰσαγωγικὰ εἰς «Γρηγορίου
Παλαμᾶ, Ἔργα 3, Πατερικαὶ Ἐκδόσεις “Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς”, σελ. 5).
Ὁ Βαρλαὰμ μετέβη εἰς Κων/πόλη τὸν «Ὀκτώβριον τοῦ 1340» καὶ ἐκεῖ συγκέντρωσε «περὶ αὐτοῦ πολλοὺς φίλους» καὶ παρουσίασε τὸ νέο «σύγγραμμά του εἰς τὴν σύνοδον καὶ κατήγγειλεν ἐνώπιον
αὐτῆς τοὺς ἡσυχαστὲς ὡς πλάνους καί… κακοδόξους.
Κατὰ τὸν ἴδιο περίπου χρόνον μετέβη ὁ
Παλαμᾶς εἰς Ἅγιον Ὄρος, ἐν ἀναζητήσει ὑποστηρίξεως ἐκ μέρους τῶν ἡσυχαζόντων,
συγκεντρώσας δὲ ἐκεῖ διακεκριμένους μοναχούς, ἐπέτυχε τὴν ἔγκρισιν τοῦ
περιφήμου “Ἁγιορειτικοῦ Τόμου” τὸν ὁποῖον ὁ
ἴδιος εἶχε συγγράψει. Τὸν “Τόμον”
ὑπέγραψαν «εἴκοσι ἔγκριτοι
ἡσυχαστὲς ἐνθουσιωδῶς», μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ «πρῶτος» του Ἁγίου Ὄρους
ἱερομόναχος Ἰσαάκ, καὶ τὸν «ἐπεκύρωσεν ὁ Ἐπίσκοπος
Ἱερισσοῦ Ἰάκωβος», ὁ ὁποῖος καὶ δήλωσε ὅτι «δὲν
θὰ ἔχη κοινωνίαν μὲ οἱονδήποτε μὴ συμφωνοῦντα πρὸς τὸν “Τόμον”» καὶ ἄρα, ὅποιος φρονεῖ τὶς πλάνες τοῦ Βαρλαάμ, ἀλλὰ
καὶ οἱ ὁμόφρονες αὐτοῦ, ἦσαν γιὰ τοὺς Ἁγιορεῖτες ἀκοινώνητοι (ὅπ. παρ., σελ.
482). Πρόκειται ἐδῶ γιὰ διακοπὴ μνημοσύνου τῶν αἱρετιζόντων πρὶν αὐτοὶ
ἐξετασθοῦν ἀπὸ σύνοδο καὶ πρὶν βέβαια καταδικασθοῦν.
Ὁ «Τόμος»
τελειώνει ὡς ἑξῆς:
«Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν, ταῦτα παρὰ τῶν ἡμετέρων Πατέρων
παρελάβομεν…, καὶ ἀποδεξάμενοι ὡς ταῖς τῶν ἁγίων ἀκριβῶς ἐχόμενα παραδόσεσι,
πρὸς πληροφορίαν τῶν ἐντυγχανόντων ὑπεγράψαμεν…
Ὁ ταπεινὸς ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καὶ Ἁγίου Ὄρους Ἰάκωβος, ταῖς ἁγιοριτικαῖς
καὶ πατερικαῖς ἐντεθραμμένος παραδόσεσι καὶ μαρτυρῶν ὅτι διὰ τῶν ἐνταῦθα ὑπογραψάντων
λογάδων ἅπαν τὸ Ἅγιον Ὄρος συμφωνοῦντες ὑπέγραψαν, καὶ αὐτὸς συμφωνῶν καὶ
ἐπισφραγίζων ὑπέγραψα, καὶ τοῦτο μετὰ πάντων προσγράφων, ὅτι τὸν μὴ συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθὼς καὶ ἡμεῖς καὶ οἱ
μικρῷ πρὸ ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τὴν
αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα», (δηλαδή), «ἐμεῖς δὲν θὰ δεχώμεθα εἰς κοινωνίαν τὸν μὴ συμφωνοῦντα
μὲ τοὺς ἁγίους» (ὅπ.
παρ., σελ. 510-515).
Εἶναι φανερὸ ἐδῶ ὅτι ὁ ἐπικυρώσας τὸν «Ἁγιορειτικὸν Τόμον» Ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ
δηλώνει τὴν μὴ
κοινωνία μὲ ὅσους ἀποδέχονται τὶς κακοδοξίες Βαρλαάμ, δηλαδὴ τὴν
διακοπὴ
μνημοσύνου τους.
Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλο ἔργο τοῦ Ἁγίου διαβάζουμε: «Καὶ μὴν Ἁγιορειτικὸς κοινός ἐστι τόμος τρανῶς ἄγαν ἀποφαινόμενος, μηδένα ποτὲ παραδέξασθαι πρὸς κοινωνίαν, ὅστις μὴ τῷ Παλαμᾷ κατ' εὐσέβειαν ὁμόφρων ἐστί». Μετάφρ.: Καὶ ὅμως ὑπάρχει κοινὸς Ἁγιορειτικὸς τόμος ἀποφαινόμενος τρανῶς ὅτι δὲν θὰ παραδέχοντο οἱ Ἁγιορεῖται κανένα εἰς κοινωνίαν, ἐὰν δὲν ἦτο ὁμόφρων μὲ τὸν Παλαμᾶν εἰς τὴν εὐσέβειαν (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Γρ. Παλαμᾶ Ἔργα 3, σελ. 622-223).
Βλέπουμε δηλαδὴ κι ἐδῶ -ἄλλη μία φορά- ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες δηλώνουν ὅτι θὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων καὶ τῶν πρὸ αὐτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ποὺ διέκοπταν τὴν κοινωνία, ὅσων δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Πάντως κάνει ἐντύπωση ὅτι, γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν στάση τους, δὲν ἀναφέρονται οὔτε ἀπαριθμοῦν συγκεκριμένους Κανόνες, οὔτε ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένο Ἅγιο, οὔτε σὲ συγκεκριμένες ἀποφάσεις Συνόδων, ἀλλ’ ἁπλῶς ἀναφέρονται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Βααρλαμίτες δὲν συμφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους, ὅπως βέβαια αὐτὸ ἀπέδειξε στὸν «Ἁγιορειτικὸ Τόμο» ποὺ συνέγραψε ἕνας Ἱερομόναχος, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς.
Ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλο ἔργο τοῦ Ἁγίου διαβάζουμε: «Καὶ μὴν Ἁγιορειτικὸς κοινός ἐστι τόμος τρανῶς ἄγαν ἀποφαινόμενος, μηδένα ποτὲ παραδέξασθαι πρὸς κοινωνίαν, ὅστις μὴ τῷ Παλαμᾷ κατ' εὐσέβειαν ὁμόφρων ἐστί». Μετάφρ.: Καὶ ὅμως ὑπάρχει κοινὸς Ἁγιορειτικὸς τόμος ἀποφαινόμενος τρανῶς ὅτι δὲν θὰ παραδέχοντο οἱ Ἁγιορεῖται κανένα εἰς κοινωνίαν, ἐὰν δὲν ἦτο ὁμόφρων μὲ τὸν Παλαμᾶν εἰς τὴν εὐσέβειαν (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀναίρεσις Γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Γρ. Παλαμᾶ Ἔργα 3, σελ. 622-223).
Βλέπουμε δηλαδὴ κι ἐδῶ -ἄλλη μία φορά- ὅτι οἱ Ἁγιορεῖτες δηλώνουν ὅτι θὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων καὶ τῶν πρὸ αὐτῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ποὺ διέκοπταν τὴν κοινωνία, ὅσων δὲν συμφωνοῦσαν μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Πάντως κάνει ἐντύπωση ὅτι, γιὰ νὰ κατοχυρώσουν τὴν στάση τους, δὲν ἀναφέρονται οὔτε ἀπαριθμοῦν συγκεκριμένους Κανόνες, οὔτε ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένο Ἅγιο, οὔτε σὲ συγκεκριμένες ἀποφάσεις Συνόδων, ἀλλ’ ἁπλῶς ἀναφέρονται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Βααρλαμίτες δὲν συμφωνοῦν μὲ τοὺς Ἁγίους, ὅπως βέβαια αὐτὸ ἀπέδειξε στὸν «Ἁγιορειτικὸ Τόμο» ποὺ συνέγραψε ἕνας Ἱερομόναχος, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς.
Αὐτὴ ἡ διαπίστωση ἀποτελεῖ μία ἀδιάσειστη ἀπάντηση σὲ
ὅσους ψάχνουν νὰ βροῦν κάθε δικαιολογία γιὰ νὰ μὴν πράξουν τὸ χρέος τῆς ἀποτείχισης,
ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν ἑαυτό τους. Βαπτίζουν τοὺς Κανόνες ποὺ ὁμιλοῦν γιὰ ἀποτείχιση ὡς δυνητικοὺς καὶ κρύβουν τὸ κεφάλι
στὴν ἄμμο –ὅταν τοὺς ὑποδεικνύεται ἡ διδασκαλία τῆς Αγίας Γραφῆς καὶ τῶν
Πατέρων γιὰ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς– γιὰ νὰ μὴν προβοῦν στὴν διακοπὴ μνημόνευσης
ποὺ κοστίζει, ἐνῶ θὰ ἀρκοῦσε μόνο ὡς αἰτία ἡ φανερὴ ἀσυμφωνία τοῦ κάθε αἱρετίζοντος λυκοποιμένος μὲ τὴν
διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς του, τώρα, ὁ Ἀκίνδυνος, ποὺ διατηροῦσε
φιλικὲς σχέσεις καὶ μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο, «φρονῶν ὅτι ἀρκετὰ δεινὰ εἶχαν προκαλέσει εἰς τὴν
Ἐκκλησίαν καὶ τὴν πολιτείαν προηγούμεναι δογματικαὶ ἔριδες καὶ φοβούμενος, “μὴ
στάσις καὶ ρῆγμα τὴν Ἐκκλησίαν λάβη”, ἀνεζήτει τρόπον συμβιβασμοῦ. Καίτοι δὲν
συνεφώνει μετὰ τοῦ Παλαμᾶ εἰς τὸ θέμα τῆς διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας ἐν τῷ
Θεῷ, καὶ ἑπομένως ἐπ’ αὐτοῦ συνεφώνει
μετὰ τοῦ Βαρλαάμ, ἐπέκρινε περισσότερον τὴν στάσιν τοῦ δευτέρου ἔναντι τῶν
ἡσυχαστῶν. Διὰ τοῦτο ἀνέπτυξεν ἔντονον δραστηριότητα, ζητῶν ἀπὸ τὸν Βαρλαὰμ διὰ
σειρᾶς ἐπιστολῶν μετριοπάθειαν, διακηρύσσων μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων καὶ τῶν
συγκλητικῶν ὅτι διὰ τὴν ἐπίλυσιν τῶν δογματικῶν ζητημάτων δὲν εἶναι ἁρμόδιος
οὗτος ἀλλ’ ἡ σύνοδος, καὶ ὁμιλῶν ἐπαινετικῶς ὑπὲρ τοῦ Παλαμᾶ. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο
ὅτι παρέσυρε πολλοὺς ὑπὲρ αὐτοῦ, μεταξὺ δὲ αὐτῶν καὶ τὸν πατριάρχην Ἰωάννην
Καλέκαν, ὅστις ἤδη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ταύτης ἐτέθη ὑπὸ τὴν θεολογικὴν κηδεμονίαν
του, παρὰ τίνας στιγμιαίας ταλαντεύσεις» (ὅπ. παρ., σελ. 6-7).
Καὶ τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν μία σημαντικὴ γιὰ τὴν ἐποχή
μας διαπίστωση: Ὁ Ἀκίνδυνος, ποὺ μέχρι τότε, παρότι μέσα του ὡρίμαζε ἡ κακοδοξία
τοῦ Βαρλαάμ (γνωρίζουμε ὅμως ὅτι θὰ μετατρεπόταν ἐντὸς ὀλίγου χρόνου σὲ αἱρετικὸ
καὶ ἐχθρὸ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου) εἶχε ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνη
λοιπὸν τὴν στιγμή, γιὰ νὰ μὴν διαιρεθεῖ ἡ Ἐκκλησία, συμφώνησε μὲ αὐτὸν ποὺ
διαφωνοῦσε, τὸν ἅγιο Γρηγόριο. Ἐμεῖς, λοιπόν, σήμερα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν καταβάλουμε
προσπάθεια «νὰ τὰ βροῦμε» μεταξύ μας στὰ δευτερότερα, τὴν στιγμὴ πού –ἐν
ἀντιθέσει μὲ τὸν Ἀκίνδυνο καὶ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ– συμφωνοῦμε στὰ
κυριότερα, τὰ δογματικά; Πῶς εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀρνούμενοι τόσα
καλέσματα γιὰ ἑνότητα, ἀρνούμενοι νὰ κάνουμε μιὰ προσπάθεια γιὰ τὴν ἐπαινούμενη
ἀπὸ τὸν Κύριο ὁμόνοια καὶ ἑνότητα;
Μάλιστα τότε, ὁ Ἀκίνδυνος ἐξέφρασε μία ἄποψη ποὺ πολὺ
θὰ βοηθοῦσε σήμερα: γιὰ τὴ λύση τῶν ὅποιων διαφορῶν, ἁρμόδιο ὄργανο εἶναι μία
σύνοδος καὶ ὄχι ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς. Γιατί λοιπόν, δὲν συγκαλεῖται μία
σύναξη/σύνοδος τῶν ἀποτειχισμένων στὴν ὁποία θὰ παρευρίσκονται καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι
οἱ εὐσεβεῖς καὶ καλοδιάθετοι πιστοί, πού, βλέποντας τὴν παθογένεια τῆς διαίρεσης
και τὶς μεταξύ μας ἀντιφάσεις ,παραμένουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ ὅσους
συμπορεύονται μαζί τους;
Ὁ Βαρλαὰμ ἐν τῶν μεταξύ, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς
ἐξελίξεις, ἄρχισε πάλι τὸν ἀγῶνα κατὰ τῶν μοναχῶν, κατηγορώντας τὸν ἅγιο
Γρηγόριο στὸν πατριάρχη Καλέκα. «Περισσότερον
ἠγανακτησμένος τώρα ὁ Βαρλαὰμ μετέβη ἐκ νέου εἰς τὴν πρωτεύουσαν, ἀναφερόμενος
εἰς ἀπειθαρχίαν τῶν μοναχῶν διὰ τῆς συγκλήσεως παρασυνόδων, ἔθιξεν εὐαίσθητον
χορδὴν τοῦ πατριάρχου. “Ὁ Παλαμᾶς παρασυναγωγὰς ἐν τῷ Ὄρει τῷ Ἁγίω ποιεῖ κἂν τῇ
Θεσσαλονίκῃ παρὰ τοὺς θείους καὶ ἱεροὺς κανόνας”. Ὁ Ἰωάννης Καλέκας δὲν ἔβλεπεν
ἄλλην διέξοδον, εἰ μὴ τὴν πρόσκλησιν τῶν μοναχῶν εἰς ἀπολογίαν… Διὰ γράμματος
…παρεκάλεσε τὸν μητροπολίτην Θεσσαλονίκης νὰ διατάξη τὸν Παλαμᾶν καὶ τοὺς περὶ
αὐτὸν νὰ προσέλθουν εἰς τὴν πρωτεύουσαν ὡς κατηγορούμενοι» (ὅπ. παρ., σελ.
7).
Ὁ Ἅγιος ἔφτασε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ Μάϊο τοῦ 1341.
Ἐκεῖ πραγματοποιήθηκαν «ὑπὸ τὴν προστασίαν πιθανῶς
τοῦ αὐτοκράτορος ἐν στενῷ κύκλῳ προσυνοδικαὶ συσκέψεις ἐπισκόπων ἐπηρεαζομένων
ὑπὸ τοῦ Ἀκινδύνου, καθ’ ἃς προκαθωρίσθη ἡ ἀπόφασις τῆς συνόδου… Τότε, ὡς
φαίνεται, ὁ Βαρλαὰμ ἀντιληφθεὶς τὴν εἰς βάρος του τροπὴν τῶν πραγμάτων ἤθελε νὰ
ἀποφύγη τὴν σύνοδον, ἀλλ’ ἦτο πλέον ἀργά· “φευγοδικῶν ἔπειτα μετεκαλεῖτο”.
Ἡ σύνοδος συνεδρίασεν ἐπὶ μίαν μόνον
ἡμέραν, τὴν 10 Ἰουνίου 1341, ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Ἀνδριανοῦ Γ΄ καὶ συμμετοχὴν
τοῦ πατριάρχου, ἐπισκόπων, ἀρχιμανδριτῶν, ἡγουμένων… “καὶ τῆς πόλεως”» (ὅπ. παρ., σελ. 9-10).
Εἰς τὴν Σύνοδον ἐξετάστηκαν οἱ κατὰ τῶν
ἡσυχαστῶν-μοναχῶν κατηγορίες (φυσικὰ καὶ κατὰ τοῦ Παλαμᾶ) «περὶ διθεΐας λόγω
τῆς διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας καὶ περὶ Μασσαλιανισμοῦ» (ὅπ. παρ., σελ.
10-11).
Οἱ πειστικὲς καὶ ἁγιοπατερικὲς τοποθετήσεις τῶν
μοναχῶν καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἔφεραν σὲ δύσκολη θέση τὸν Βαρλαάμ. Ἡ Σύνοδος
ἀποδέχθηκε ὡς Ὀρθόδοξον τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου. Ὁ Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος ἄκουσε
τὴν συμβουλὴ τοῦ Ἰωάννη Κατακουζηνοῦ, ὁμολόγησε τὸ λάθος του καὶ ζήτησε
συγγνώμη ἀπὸ τὸν Ἅγιο καὶ τοὺς ἡσυχαστές. Τότε «οἱ
μοναχοὶ εὐχαρίστως παρέσχον συγγνώμην». Δὲν παρέλειψαν ὅμως νὰ
διακηρύξουν, παράλληλα μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς συγγνώμης τοῦ “μετανοημένου” Βαρλαάμ,
«τὸ δικαιολογημένο τῆς ἀντιπαραθέσεως μετ’ αὐτοῦ
καὶ βέβαια τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας μετ’ αὐτῶν: “ἐν οἷς Θεός ἐστι τὸ
κινδυνευόμενον, ὀξεῖς καὶ ἀδησωπήτους, καὶ μήτε πρὸς τὴν ἀδοξίαν δυσχεραίνειν,
μήτε στὸν παρὰ τὸν ἀνθρώπων ἔπαινον μαλακίζεσθαι” (νὰ ἀποχαυνώνονται)» («Οἱ ἀγῶνες τῶν
μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἔκδ. Ι. Μ. Ἁγ. Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 263).
«Ἡ σύνοδος ἔληξε αὐθημερὸν» καὶ ὁ
Πατριάρχης «ἐγνωστοποίησε δι’ ἐγκυκλίου τὰς ἀποφάσεις αὐτῆς, συνισταμένας
εἰς καταδίκην τῶν ὑπὸ τοῦ Βαρλαὰμ κατὰ τῶν ἡσυχαστῶν λεχθέντων καὶ γραφέντων» (Χρήστου Π., ὅπ. παρ.,
σελ. 11).
Ἔτσι τώρα ἔχουμε καταδικασμένη ἀπὸ Σύνοδο τὴν
κακοδοξία τοῦ Βαρλαάμ, καὶ εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσουμε, ἂν οἱ τότε Ὀρθόδοξοι, θεωροῦσαν στὴν πράξη ἄκυρα τὰ μυστήρια τῶν
αἱρετιζόντων, ἢ ἐξέθεσαν θεολογικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ ἀκυρότητα μυστηρίων, ὅσων
στὴ συνέχεια ὑπερασπίζοντο τὶς θέσεις τοῦ Βαρλαάμ. Ἂν θεωροῦσαν, δηλαδὴ ὅτι
τελοῦσαν ἄκυρα μυστήρια οἱ ἀκολουθοῦντες αἱρετικὲς πλάνες τῆς καταδικασμένης
ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικῆς κακοδοξίας τοῦ Βαρλαάμ.
Ἐν τῷ μεταξύ, στὶς 15 Ἰουνίου 1341 ἐπεσυνέβη ὁ θάνατος
τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου. Ὁ Βαρλαάμ, ἐπειδὴ πλέον κατενόησε ὅτι ἡ πλάστιγγα
εἶχε γύρει ὑπὲρ τοῦ Παλαμᾶ, ἔφυγε γιὰ τὴν Ἰταλία (ὅπ., παρ., σελ. 12).
«Τότε ἀκριβῶς εἰσῆλθεν εἰς τὴν
παλαίστραν ὁ Ἀκίνδυνος, ὄχι ὡς διαιτητὴς πλέον, ἀλλ’ ὡς ἀντίπαλός» του ἁγίου Γρηγορίου, «τὴν
τοῦ Βαρλαὰμ δολερῶς ὑπιῶν (ἀναλαμβάνοντας) αἵρεσιν καὶ πλάνην» (Ἁγίου
Φιλοθέου Κων/πόλεως). Πίστευε ὅτι τὸ γεγονὸς πὼς «εἶχε
τόσο πολὺ βοηθήσει τὸν Παλαμᾶν ἔναντι τοῦ Βαρλαὰμ» ἦτο ὑπέρ του, καὶ
κατὰ τὸν Φιλόθεο Κων/πόλεως τοῦτο χρησιμοποίησε «ἵν’ ἔχοι τι καὶ προκάλυμμα καὶ
προσωπεῖον ἡ πλάνη» (ὅπ. παρ., σελ. 13).
Τὴ νέα σύγκρουση, λοιπόν, Ἀκινδύνου τώρα καὶ
ἡσυχαστῶν, ἐκλήθη νὰ ἐξετάσει ἡ Σύνοδος τοῦ Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1341. Κατ’ αὐτήν, καὶ ἐνῶ ἀποχώρησε ὁ πατριάρχης
Καλέκας, «ὁ πανίσχυρος μέγας Δομέστικος Ἰωάννης
Κατακουζηνὸς συντάχθηκε μὲ τὴν γνώμην τῶν μοναχῶν» («Οἱ ἀγῶνες τῶν
μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας»…, σελ. 264). Κατεδικάσθη ὁ Ἀκίνδυνος «ὑπὸ τῶν ἐναπομεινάντων εἰς τὴν Σύνοδον ἐπισκόπων καὶ
συγκλητικῶν» καὶ ἀφοῦ ἀναγκάστηκε «νὰ
ὑποβάλη λίβελλον ἀποδοχῆς τῆς περὶ θείου φωτὸς ἀποφάσεως τῆς προηγουμένης
συνόδου» ἡ καταδίκη του δὲν «ἴσχυσεν
ἐπωνύμως» (Χρήστου Π., ὅπ. παρ., σελ. 15).
Πάντως ἡ Σύνοδος ἐξέδωσε Συνοδικὸ τόμο. «Ὁ Καλέκας ἐδέχθη τὴν ἔκδοσιν μετὰ πολλὰς πιέσεις καὶ
πάντως ὑπὸ ὅρους. Ὁ Τόμος πράγματι συνδυάζει τὰς ἀπόψεις Παλαμᾶ καὶ Καλέκα καὶ
«ἐν αὐτῷ περιγράφεται ἡ καταδίκη τοῦ Βαρλαὰμ
ἐπωνύμως πλέον» καὶ «ὁρίζεται ὅτι εἰς
τὴν αὐτὴν καταδίκην ὑποπίπτουν καὶ ὅσοι συμφωνοῦν μετ’ αὐτοῦ». Ὁ Ἀκίνδυνος δὲν
καταδικάζεται ἐπωνύμως «ἀφοῦ εἶχεν ὑποβάλει λίβελλον» (ὅπ. παρ., σελ.
16-17).
Ὁ Ἀκίνδυνος ὅμως «συνέχισε
καὶ μετὰ τὴν σύνοδο τοῦ Αὐγούστου καὶ τὴν ἔκδοσιν τοῦ Τόμου νὰ ὁμιλῆ κατὰ τοῦ
Παλαμᾶ, ὁ δὲ Παλαμᾶς συνέχισε νὰ γράφη ἀπολογούμενος καὶ ἐπιτιθέμενος» (ὅπ. παρ., σελ.
23). Πάντως ὁ Ἀκίνδυνος «μετὰ τὴν ταπείνωσίν
του εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Αὐγούστου ἦτο εὔλογον νὰ ὁμιλῆ κατὰ τοῦ Παλαμᾶ, καὶ δὴ
ἀφοῦ τὸ φθινόπωρον τοῦ 1341 ἔλαβεν ἀνοχὴν παρὰ τοῦ Καλέκα νὰ συνεχίζη τὸ ἔργον
τοῦτο τοῦ διασυρμοῦ» τοῦ Παλαμᾶ (ὅπ. παρ., σελ. 27).
«Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1342 ὁ πατριάρχης
ἐδέχθη εἰς κοινωνίαν τὸν Ἀκίνδυνον, “συνάπτει ἑαυτὸν Ἀκινδύνῳ”» καὶ «ἔκτοτε πολεμεῖ καὶ διὰ συγγραμμάτων» τὸν Παλαμᾶ, εἶχε δὲ
πρὸς τοῦτο καὶ «χρηματικὴν ἄνεσιν» (ὅπ. παρ., 28-29).
Ἐδῶ νὰ παρατηρήσουμε ὅτι, Ἀκίνδυνος καὶ πατριάρχης
Καλέκας, εἶναι πλέον αἱρετικοί, ἀφοῦ ἀκολουθοῦσαν πλευρὲς τῆς αἱρέσεως τοῦ
Βαρλαὰμ ποὺ εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Ὁ Ἀκίνδυνος μάλιστα ἦταν κι αὐτὸς καταδικασμένος
ἀπὸ Σύνοδο –ἂν καὶ δὲν περιελήφθη τὸ ὄνομά τους στοὺς καταδικασθέντας, ἀφοῦ -ὅπως
εἴδαμε- ἀποκήρυξε διὰ λιβέλλου τὴν αἵρεση.
Μάλιστα στὴν ὑποστήριξη/διάδοση τῆς αἱρέσεως ὁ Καλέκας
χρησιμοποιοῦσε τὴν πολιτική, ἀλλὰ καὶ ἐχρηματίζετο, διαπράττων τὸ ἁμάρτημα τῆς σιμωνίας ποὺ οἱ Πατέρες θεωροῦν πράξη
αἱρέσεως! «Ὁ Παλαμᾶς βεβαιώνει ὅτι οἱ Ἀκινδυνισταὶ
ἔδιδον ἄφθονα χρήματα εἰς τὸν Καλέκαν» (ὅπ. παρ., σελ. 28). Καὶ· «Προκαλεῖ ἐντύπωσιν, πῶς μὲ τὴν ἰσχυρὰν πολιτικὴν δύναμιν
καὶ τὸν διορισμὸν πολλῶν φίλων εἰς ἐπισκοπικὰς ἕδρας δὲν ἠδυνήθη ὁ Καλέκας νὰ
ὀργανώση καλῶς τὴν ἀκινδυνικὴν παράταξιν. Συνῆντα πολλαχοῦ ἀντίδρασιν ἢ
διστακτικότητα καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ συγκροτήση λύσιν τοῦ ζητήματος» (ὅπ. παρ., σελ.
30).
Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ ἅγιος Γρηγόριος συνέχιζε τὸν
συγγραφικὸν ἀγῶνα του κατὰ τῶν αἱρετιζόντων, ἐνῶ ὁ πατρ. Καλέκας ἐπέτρεψε «σιωπηρῶς εἰς τὸν Ἀκίνδυνον, καίτοι κατάκριτον, καὶ εἰς
ἄλλους “Βαρλααμίτας” νὰ θορυβοῦν» (ὅπ. παρ., σελ. 34).
Ἐδῶ νὰ παρεμβάλλουμε λίγα λόγια του λόγιου μοναχοῦ καὶ
μαθητὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ ἱεροῦ Ἰωσὴφ Καλόθετου. Πρόκειται γιὰ τὸν
κατὰ Ἀκινδύνου ἀντιθετικὸ Λόγο του πρὸς τὸν πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα. Μὲ τὸν λόγο αὐτὸ ἀποσκοποῦσε «νὰ πείση τὸν πατριάρχη νὰ διακόψη τὴν συνεργασίαν του
μετὰ τοῦ αἱρετικοῦ Ἀκινδύνου, καὶ νὰ παύση τοῦ λοιποῦ διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν
ὑποστηρίξεως νὰ ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὀρθόδοξον παράδοσιν… Κατ’ ἀρχὴν
φαίνεται ὅτι αἱ σχέσεις μεταξὺ ἡσυχαστῶν καὶ πατριάρχου δὲν ἔχουν διακοπῆ
ὁριστικῶς ἢ διαταραχθῆ ἀνεπανορθώτως, διὰ τοῦτο δὲ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἐλπίζει ὅτι διὰ
τοῦ παρόντος Λόγου του θὰ δυνηθῆ νὰ πείση τὸν πατριάρχην νὰ ἀπομακρύνη τὸν
Ἀκίνδυνον» (Εἰς Τσάμη Δ., Ἰωσὴφ Καλοθετοῦ Συγγράμματα, Ἔκδ. Κέντρον Βυζαντινῶν
Ἐρευνῶν, σελ. 56-57). Ἀπὸ πλευρᾶς χρόνου βρισκόμαστε στὸ 1342-1243. Ἄρα
ἔχει καταδικαστεῖ ὁ Βαρλαὰμ (Ἰούνιος 1341) καὶ ὁ Ἀκίνδυνος (Αὔγουστος 1341), ἂν
καὶ ὄχι ὀνομαστικῶς.
Ὅπως προελέχθη ὁ Καλέκας κάλυπτε τὸν αἱρετικὸ Ἀκίνδυνο
καὶ ἀφοῦ δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πεισθεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ἀκίνδυνος ἀπὸ ὅσα τοῦ
ἀντέταξε ἡ πλευρὰ τῶν ἡσυχαστῶν, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Καλόθετος, καὶ συνέχιζε νὰ
ἐμμένει στὶς κακόδοξες θέσεις του, ἀπευθύνεται ὁ ἱερὸς Ιωσήφ στὸν Καλέκα καὶ
μεταξὺ ἄλλων τοῦ γράφει:
«Πάντων οὖν ἀπογνόντες, οἷς ὁ θεῖος λόγος ὑφηγεῖτε, τέλος ἐπὶ τὴν Ἐκκλησίαν
ἐβλέψαμεν, καὶ εἰ μὲν κακείνης παρακούσει τοῦ λοιποῦ, οὐδὲ εἰς ἡμῖν πρὸς αὐτὸν
λόγος, ἀλλ’ ἐν μοίρᾳ ἐθνικῶν καὶ τελωνῶν λογισθήσεται. Εἰ γὰρ ἐπὶ τοῖς τυχοῦσι
τῶν ἀδελφῶν σφάλμασι ταύτ’ ἐντολὴν ἔσχομεν, πόσον δοκεῖς περὶ εὐσεβείας; Προσήλθομεν
τῇ σῇ θειότητι καὶ τοῖς ἐν τέλει. Σύνοδον ᾐτήσαμεν γενέσθαι ἐπὶ τοῖς λεγομένοις
αὐτῷ». Καὶ τοῦ θυμίζει ὅτι ὁ «Τόμος» τῆς προηγουμένης Συνόδου κατεδίκασε τὶς κακοδοξίες τους. (Ἰωσὴφ Καλόθετου,
Συγγράμματα, Ἔκδ. Κέντρον Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, σελ. 242).
Καὶ συνεχίζει: «Εἰ γοῦν ὑπὲρ ἀργοῦ λόγου λόγον πᾶς τις ἀποτίσει
καὶ ὁ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακὰ ἢ μωρῶ εἰπῶν… τοσαῦτα εὐθύνεται, ποῦ οὐκ ἂν ἔλθη
τιμωρίας ὁ τὸ θεὸν ὑβρίζων; Ὑβρίζει δὲ τίς ἢ τίνες; Οἱ ἀνενέργητον τὸν Θεὸν
εἶναι λέγοντες ἢ κτιστοῦ» (ὅπ. παρ., σελ. 243).
«Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῶν διωγμῶν ὁ
ἱερὸς Γρηγόριος δὲ δειλίασε καὶ δὲν ἔπαυσε νὰ συγγράφη κατὰ τῆς αἱρέσεως… Ὁ
Καλέκας προσκαλοῦσε διαρκῶς τὸν ἱερὸ Παλαμᾶ σὲ ἀπολογία γιὰ τὰ συγγράμματά του»
(«Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς
Ὀρθοδοξίας»…, σελ. 266).
Τὸν Μάρτιον τοῦ 1342 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
βρέθηκε στὴν Κων/πόλη καὶ παρουσιάστηκε στὴν βασίλισσα. Ὅμως ἐκεῖ «εὑρέθη ἐνώπιον καταστάσεως προφανῶς σκηνοθετημένης·
διότι μετὰ σύντομον συνομιλίαν εἰσῆλθεν εἰς τὴν αἴθουσαν ὁ πατριάρχης καὶ οἱ συγκλητικοί,
οἱ ὁποῖοι ὑπαγόρευσαν εἰς τὸν Παλαμᾶν λόγους ὑποταγῆς τοὺς ὁποίους ἔπρεπε νὰ
εἴπη πρὸς τὴν (βασίλισσαν) Ἄνναν, ἀλλ’ αὐτὸς προετίμησε νὰ ἀπευθύνη τοὺς
ἰδικούς του. Ἡ προσπάθεια τοῦ Καλέκα νὰ προσεταιρισθῆ τοῦτον ἀπέτυχεν, ἔμενε δὲ
τώρα τὸ ἔργον νὰ μειωθῆ τὸ κύρος αὐτοῦ. Φαίνεται οἱ συγκεντρωθέντες εἰς τὰ
ἀνάκτορα κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην μετὰ τὴν ἀναχώρησιν τοῦ Παλαμᾶ κατεδίκασαν διὰ
πρώτην φορὰν τὰ συγγράμματα αὐτοῦ ὡς προκαλοῦντα δογματικὰς ἀντεγκλήσεις.
Ἔκτοτε ἐπανέλαβον τὴν καταδίκην εἰς σειρὰν ὅλην συνόδων, τὰς ὁποίας ὁ Παλαμᾶς
ὀνομάζει “προσχήματα συνόδων”, διότι πράγματι δὲν ἐπραγματοποιοῦντο κατὰ τὰ
εἰωθότα εἰς ναὸν κατόπιν προσκλήσεως καὶ ἀνοικτῶν τῶν θυρῶν, ἀλλὰ κρυφίως» (ὅπ. πρ., σελ.
35-36).
Πρὸς τὸ τέλος Μαρτίου τοῦ 1342 ὁ ἅγιος Γρηγόριος
πληροφορήθηκε «ὅτι εἰς τὰ ἀνάκτορα εἶχε συγκροτηθῆ
σύνοδος, εἰς τὴν ὁποίαν μετεῖχον ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας, ἐπίσκοποι φίλοι
αὐτοῦ…, ὁ Ἀκίνδυνος καὶ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ὡπλισμένοι μὲ ρόπαλα καὶ ἕτοιμοι νὰ
βιαιοπραγήσουν κατ’ αὐτοῦ καὶ νὰ διασύρουν αὐτόν, ἀφοῦ καταδικασθῆ· ἀλλ’ οὗτος
πεισθεὶς ὑπὸ τῶν φίλων του δὲν μετέβη… Ἔμεινεν ἐντὸς τῆς πόλεως… μίαν ἑβδομάδα,
ἀλλάσσων τόπους διαμονῆς πλησίον φίλων του» (ὅπ. παρ., σελ. 36).
Οἱ διωγμοὶ καὶ οἱ δοκιμασίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μᾶς
φέρουν στὸ νοῦ τὸν ἄλλον πρόμαχον τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν Μ. Ἀθανάσιο, ποὺ κι αὐτὸς
ἐκρύπτετο, ὅταν ἐκινδύνευε, ἄλλοτε συμμετεῖχε στὴν Σύνοδο ποὺ συνίστατο ἀπὸ
Ὀρθοδόξους καὶ μὴ καταδιασμένους
αἱρετικούς, κι ἄλλοτε δὲν προσήρχετο, ὅταν –ὅπως ἐδῶ ὁ ἅγιος
Γρηγόριος– ἐπληροφορεῖτο τὰ σχέδια περὶ κακοποιήσεως ἢ θανατώσεώς του.
Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ πάντως «τὰ
συγγράμματα τοῦ Παλαμᾶ κατεδικάσθησαν ἐν συνόδῳ». Ὁ Ἅγιος ἀναγκάστηκε νὰ
καταφύγει στὴν Ἡράκλειαν «ἀγνοούμενος ὑπὸ πάντων…
Μετὰ τέσσαρας μήνας, ἴσως κατὰ τὰ τέλη Σεπτεμβρίου 1342, ἐκλήθη εἰς τὰ
ἀνάκτορα… πρὸς νέαν ἐκδίκασιν κατ’ αὐτοῦ… Μολονότι δὲ ἡ σύγκλητος εὗρεν αὐτὸν
ἀθῶον πάσης κατηγορίας, ὁ Καλέκας αὐτοβούλως ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς μονήν, ὅπου
ἐτοποθέτησε καὶ φρουράν, τὴν ὁποίαν κατόπιν παρακλήσεως ἀπεμάκρυνε βραδύτερον ὁ
Ἀλέξιος Ἀπόκαυκος… Αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν χρόνον “ὁ πατριάρχης καὶ πολιτάρχης
κοινωνεῖ καὶ συνάπτει ἑαυτὸν τῷ Ἀκινδύνῳ τε καὶ τοῖς ἄλλοις”» (ὅπ. παρ., σελ.
37-38).
Δέχθηκε λοιπὸν σὲ κοινωνία ὁ Καλέκας «καὶ εἰσάγει στὴν Ἐκκλησία ἀντὶ “τοῦ μαθητοῦ τὸν προδότη,
ἀντὶ τοῦ σοφοῦ Ἀποστόλου τὸν ψευδαπόστολο, ἀντὶ τοῦ Χριστοῦ τὸν Ἀντίχριστο, τὸν
ἀποστάτη καὶ πολέμιο τῆς ἀληθείας Ἀκίνδυνο”. Ὑπεράσπιζε δὲ διὰ λόγου καὶ ἔργων
τὸν αἱρετικό, ἐνῶ κατηγοροῦσε καὶ καταδίωκε τὸν Ἅγιο» (Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ
Παλαμᾶ, Ἐπιστολὴ πρός… γέροντας, 6, Ε.Π.Ε., τόμ. 4, σελ. 478, εἰς «Οἱ ἀγῶνες
τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας»…, σελ. 267).
«Πρὸς τὰ τέλη Δεκεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους ὁ
Καλέκας μετέφερεν αὐτὸν εἰς ἄλλην
μονήν…, ὅπου ἐκρατήθη ἐπὶ δύο μήνας… Λόγῳ τοῦ περιορισμοῦ καὶ λόγῳ τοῦ
διαφαινομένου μεγαλυτέρου κινδύνου οὗτος κατὰ τὰ τέλη τοῦ 1343 κατέφυγεν εἰς
τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ὁμοῦ μετ’ ἄλλων 16 μοναχῶν ἐπικαλούμενος
σύγκλησιν συνόδου»
(Χρήστου Π., ὅπ. παρ., σελ. 38).
Κι ἐδῶ οὐδεὶς λόγος γιὰ ἀκυρότητα μυστηρίων τῶν ὑπὸ τὸν Καλέκα αἱρετικῶν. Ἀντίθετα ὁ Ἅγιος θεωρεῖ
κανονικὴ τὴν Σύνοδο στὴν ὁποία συμμετέχουν μὴ καταδικασθέντες αἱρετικοὶ καὶ ζητᾶ τὴν ὑπ’ αὐτῶν (σήμερα θὰ λέγαμε ὑπὸ τοῦ Βαρθολομαίου)
σύγκληση Συνόδου.
Ἀλλὰ αὐτὸ συμπεραίνεται καὶ ἀπὸ ὅσα γράφει ὁ Ἰωσὴφ Καλόθετος:
«6. Ἀλλ’ οὕτως ἔχων ἀσεβείας ὁ πρὸ μικροῦ της Ἐκκλησίας ἐκκήρυκτος (ἐννοεῖ τὸν Ἀκίνδυνον) ἐγγράφως γενόμενος, εἰ μὴ μεταμελὸν
σχοίη φρονήματος, ἐφ’ οἷς κατὰ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων ἐτραχηλίασεν, ὁ δ’ ὥσπερ
οὐδενὸς καινοῦ γεγονότος καὶ τὰ τῆς ἐπιτιμήσεως ἐκφαυλίσας καὶ τὸν καιρὸν
σύμμαχον ἑαυτῷ εὐρῶν, ἀνὰ πᾶσαν ἀγοράν, κατὰ πᾶν τέμενος… ἀνερυθριάστως ἐπισπείρει τὰ θολερὰ νάματα τῆς αὐτοῦ κακοδοξίας καὶ τοὺς
ἀνασκήτους τῶν θείων λογίων ράστα ἐξανδραποδίζει καὶ ὑφ’ ἑαυτὸν ποιεῖται. Ἐπιτίμησις δὲ καὶ σωφρόνησις παρ’ οὐδενὸς
τῶν πάντων οὔτε παρὰ τῶν ἐγκεχειρισμένων τὸ
τοῦ Χριστοῦ ποίμνιον (ἐννοεῖ ἐδῶ κυρίως τον πατρ. Καλέκα). Καὶ οὐ μόνον
τοῦτο, καίπερ ὂν δεινόν, ἀλλὰ καὶ πρεσβειῶν ἀξιοῦται
καὶ
τιμῶν καὶ γερῶν (ὑπὸ
τοῦ πατρ. Καλέκα) ὅ,τι μεγίστων πρὸς τοὺς οἴακας τῆς ἐκκλησίας ἰθύνοντος… Πότερον τοῖς ὑπὸ τοῦ
Ἀκινδύνου δογματιζομένοις καὶ πρεσβευομένοις, ἅπερ καὶ ὁ τῆς ἐκκλησίας προστάτης (ἐννοεῖ
τον πατρ. Καλέκα) πρότερον μὲν ἀπεκήρυττε, νῦν δὲ στέργει…» (Τσάμη Δ., ὅπ. παρ.,
σελ. 372-373). Καὶ ὁ Ἀκίνδυνος «οὐχὶ μίαν καὶ δύο ἢ τρεῖς τῶν αἱρέσεων, ἀλλὰ
πλείστας ὅσας ἐγήνεγκεν», ἀλλὰ παρὰ τοῦτο «ὁ τῆς ἐκκλησίας δ’ ἐγκεχειρισμένος τοὺς οἴακας (ἐννοεῖ
τὸν πατριάρχη Καλεκα, ὁ ὁποῖος τότε διηύθυνε «τὸ μέγα σκάφος τῆς Ἐκκλησίας») ἐζωοποίησεν
καὶ εἰς φῶς προήγαγεν» (ὅπ. παρ., σελ. 375).
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ ἑπομένου ἔτους (1343) «ὁ Παλαμᾶς ἐνεκλείσθη εἰς τὴν φυλακὴν τῶν ἀνακτόρων… μετὰ
πλήθους κρατουμένων. Ἐπεδόθη ἐκεῖ εἰς τὴν συγγραφὴν ἔχων ὡς γραμματέα καὶ
βοηθὸν τὸν μαθητὴν τοῦ Δωρόθεον, καὶ συνέγραψε τότε περισσότερα ἀπὸ ὅσα καθ’
οἱονδήποτε ἄλλην περίοδον τοῦ βίου του. Κατώρθωσε μάλιστα νὰ διαδίδη δι’
ἐμπίστων προσώπων τὰ γραπτά του, ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀντιδρᾶ εἰς τὴν
δραστηριότητα τοῦ Καλέκα καὶ τοῦ Ἀκινδύνου» (Χρήστου Π., ὅπ. παρ., σελ. 39).
«Ὀλίγον μετὰ ταῦτα ἡ κατάστασις
ἐπεδεινώθη μεγάλως». Τὴν 4 Νοεμβρίου 1344 καθηρέθη ὁ μητροπολίτης
Μονεμβασίας Ἰσίδωρος «δι’ ἀντικανονικὰς ἐνεργείας
καὶ φιλίαν πρὸς τὸν Παλαμᾶν». Μαζὶ μὲ τὴν συνοδικὴν πράξιν τῆς
καθαιρέσεως αὐτῆς «σώζεται καὶ μικρὸν κείμενον
ἀφορισμοῦ τοῦ Παλαμᾶ», ἀλλ’ ὅπως ἀποδεικνύεται ὁ ἀφορισμὸς αὐτὸς εἶναι «κατόρθωμα» τοῦ πατριάρχη Καλέκα, ὁ ὁποῖος τὸν
δημιούργησε, τὸν ὑπέγραψε καὶ «ἔδωσεν αὐτὸν πρὸς
ὑπογραφὴν παρὰ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων», ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀρνήθηκαν
νὰ τὸν ὑπογράψουν (ὅπ. παρ., σελ. 42). Ὅμως, «τὸν
ἀναθεματισμὸ ὑπέγραψαν πολλοὶ ἐπίσκοποι, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ ἐν Κων/πόλει
εὑρισκόμενοι Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας καὶ Γεράσιμος Ἱεροσολύμων. Ταυτόχρονα ὁ
Καλέκας μὲ διάφορα συγγράμματά του διεκήρυττε τὴν ἀποκήρυξι καὶ τὴν ἀποπομπὴ
τοῦ “ἀπειθοῦς καὶ ἀνυποτάκτου Παλαμᾶ” καὶ τῶν ὁμοφρόνων του, συνιστοῦσε στὸ ποίμνιό
του νὰ ἀπέχη ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ὑπεράσπιζε τὸν Ἀκίνδυνο... Ὁ Ἅγιος ἀναίρεσε καὶ τὰ
συγγράμματα τοῦ πατριάρχου» Καλέκα καὶ τὸν ἐλέγχει ὡς «λαμπρότατο
ψεύστη καὶ συκοφάντη προφανέστατο». Ἐπίσης γράφει γι’ αὐτὸν ἐρωτώντας: «Αὐτὸς
ποὺ γράφει τόσα πολλὰ ἐναντίον τῶν μοναχῶν καὶ ἐπέτρεψε σὲ ὁποιονδήποτε
ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνακινῆ ὅλη τὴν παρ’ ἐκείνου (Καλέκα) κατηγορία, δὲν ὑποβάλλει πολλαπλασίως τὸν ἑαυτό του σ’ αὐτὲς τὶς
ἀποκηρύξεις, ἀποχωρίζοντας πολλαπλῶς τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ καὶ ὁλόκληρο τὸ σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων;», ἔστω κι ἂν «Ἐκκλησία ἑαυτοὺς ὀνομάζωσι;» («Οἱ ἀγῶνες τῶν
μοναχῶν…»…, ὅπ. παρ., σελ. 268).
Καὶ καταλήγει: «Ἐφόσον ὁ
Καλέκας εἶναι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ τόσες φορὲς ἀποκομμένος ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ πλήρωμα τῶν
Ὀρθοδόξων, εἶναι κατὰ συνέπεια ἀδύνατο νὰ ἀνήκει στοὺς εὐσεβεῖς, ὅποιος δὲν ἔχει ἀποχωρισθῆ ἀπ’ αὐτόν. Ἀντιθέτως,
ὅποιος γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν Καλέκα, τότε ἀνήκει
πράγματι στὸν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν
εὐσεβῆ πίστι» («Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμου Καλέκα, 29, Ε.Π.Ε. τόμ. 3, σελ. 692,
εἰς «Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν…», ὅπ. παρ., σελ.
268). Αὐτὴ ἡ θέση τοῦ ἱεροῦ Καλόθετου, εἶναι ἢ δὲν εἶναι ἀπάντηση
κόλαφος γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἀρνητὲς τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, καὶ
στὸ ἐρώτημα, ποιός εἶναι ὁ πραγματικὸς εὐσεβής; Τελικὰ μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ ἀλήθεια, ἢ ἐπειδὴ συνεπάγεται κάποια κακοπάθεια τὴν ἀποσκορακίζουμε;
Εἶναι ἐπίσης ὁλοφάνερη στὸ παραπάνω κείμενο τοῦ
Καλόθετου, ἡ ἐπανάληψη τῆς πάγιας διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, μὲ τὴν αἵρεση
κανεὶς χωρίζεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δυνάμει, ἀλλ’ ὅμως, αὐτὸς ὁ
Ἐπίσκοπος (ὁ Καλέκας ἐδῶ, ὁ Βαρθολομαῖος καὶ ἡ φατρία του σήμερα) ποὺ δὲν ἔχει
ἀκόμα καθαιρεθεῖ, ὡς ἔχων ἀκόμα τὴν ἀποστολικὴ διαδοχή, θεωρεῖται, ἂν καὶ
ψευδεπίσκοπος, «πρόεδρος» (κατὰ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα) τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, καὶ γι’
αὐτὸ πρέπει
ὁ πιστὸς νὰ διακόψει τὴν κοινωνία μαζί του. Ὅποιος δὲν τὸ κάνει
αὐτό, «ὅποιος δὲν ἔχει ἀποχωρισθῆ ἀπ’ αὐτόν, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀνήκει στοὺς εὐσεβεῖς»,
κατὰ τὸν ἱερὸ Ἰωσήφ.
«Ὁ Καλέκας
παντοδύναμος πλέον, ἠθέλησε νὰ ἐπεκτείνη τὴν ἐπιρροήν του διὰ τῆς ἐκλογῆς φίλων
του εἰς ἐπισκοπικὰς θέσεις, τῶν ὁποίων διασημότερος ἦτο ὁ Ἰάκωβος Κουκουνάρης,
τοποθετηθεὶς εἰς Μονεμβασίαν. Διέπραξεν ὅμως τὸ λάθος νὰ νομίση ὅτι ἦτο
κατάλληλος ὁ καιρὸς νὰ προχωρήση εἰς τὸ ἔσχατον βῆμα, τὸ τῆς χειροτονίας τοῦ Ἀκινδύνου εἰς ἐπίσκοπον,
ὥστε νὰ ἔχη οὗτος ἀνάλογον κύρος πρὸς ἀντιμετώπισιν τῶν ἡσυχαστῶν. Ἐκ τῆς
ἐκδηλώσεως τῆς προθέσεως ταύτης ἀνεστατώθη ἡ αὐλή, διότι ὁ Ἀκίνδυνος ὑπὸ τοῦ πλείστου τῆς κοινῆς γνώμης ἐθεωρεῖτο ὡς φρονῶν τὰ
τοῦ Βαρλαάμ, ὅστις εἶχε καταδικασθῆ διὰ συνόδου, προεδρευομένης μάλιστα ὑπὸ τοῦ
Ἀνδρονίκου, ἦτο δὲ καὶ ὁ ἴδιος κατάκριτος. Μόλις δὲ ὁ Ἀκίνδυνος ἐχειροτονήθη εἰς διάκονον τὸν Δεκέμβριον τοῦ 1344,
“βουλὴ καὶ ψῆφος συγκλήτου δικαιοτάτη, συναινούντων καὶ τῶν ἐν ἀρχιερεύσιν
ἐκκρίτων” ἠκύρωσε τὴν χειροτονίαν,
ἡ δὲ βασίλισσα ἔλαβε σκληρὰ μέτρα’ “πληγῶν καὶ δεσμῶν καὶ καθειργμῶν δικαιοῖ”
αὐτόν. Διεδόθη δὲ τότε ὅτι ἐξεθρονίσθη ὁ Καλέκας, πιθανῶς ἐκ παρερμηνείας τῶν
γραφέντων ὑπὸ τοῦ Παλαμᾶ περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶναι “τῆς Ἐκκλησίας ὄντως ἔκπτωτος καὶ
ἀλλότριος”» (Χρήστου
Π., ὅπ. παρ., σελ. 42-43).
Καὶ ἐδῶ φαίνεται ὅτι πράγματι α) ὁ αἱρετίζων χάνει τὴν
χάρη τὸ Θεοῦ, ἀποκόπτει ἀπὸ μόνος του τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ὅποτε
διαπράττουν ἀσέβεια ὅσοι κοινωνοῦν ἐν
γνώσει μαζί του, καὶ β) παρότι ἀπὸ μόνος του αὐτοκαταδικάζεται καὶ μὲ τὶς
κακοδοξίες του δὲν ἀνήκει δυνάμει στὴν Ἐκκλησία, δημιουργεῖ ἄλλη Ἐκκλησία (καὶ
πρέπει ἐδῶ νὰ λεχθεῖ καὶ πάλι ὅτι ἁμαρτάνουν ὅσοι κοινωνοῦν ἐν γνώσει μαζί του) ὅμως τὰ μυστήρια
ποὺ ἐπιτελεῖ ἕως τῆς καταδίκης του εἶναι ἔγκυρα, γιατί δὲν βλέπουμε οὔτε ὁ
ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, οὔτε οἱ μαθητές του νὰ ὁμιλοῦν γιὰ ἄκυρα μυστήρια,
ἀντίθετα ἀπὸ τὶς ἐνέργειές τους φαίνεται ὅτι θεωροῦν μὲν ψευδοποιμένες τὸν
Καλέκα καὶ τοὺς ὁμοίους του, δυνάμει ἐκτὸς Ἐκκλησίας (σαπρὸ μέλος δηλαδή), ποὺ
χρειάζεται ὅμως τὴν ἐνέργεια τῆς Συνόδου γιὰ νὰ ἀποκοπεῖ ὁριστικά, ὄχι ὅμως καὶ
ὡς ἔχων ἄκυρα μυστήρια. Δηλαδὴ οἱ αἱρετικοὶ ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρὸς τὴν πίστη,
διατηροῦν ὅμως τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἕως καθαιρέσεώς τους ἀπὸ Σύνοδο.
Τοῦτο νομίζω φαίνεται νὰ περιγράφεται καὶ ἀπὸ τὸν
μαθητὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τὸν ἱερὸ Καλόθετο ὡς ἑξῆς:
«Ὅταν ὁ πατριάρχης Καλέκας ‘‘ἀπέκοψε’’ τὸν θεῖο Γρηγόριο καὶ τοὺς ὁμόφρονές
του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία(1344), ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ ἔγραφε: ‘‘Ποιά εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ
ὁποία ἰσχυρίζεται (ὁ Καλέκας) ὅτι μᾶς ἔχει ἀποδιώξει; Ἡ τῶν Ἀποστόλων; (Ὄχι,
βέβαια, ἀφοῦ) ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε ὑποστηρικτές της καὶ συμφωνοῦμε σὲ ὅλα μαζί
της… Ἑπομένως δὲν λέγει ὅτι μᾶς ἔχει ἀποβάλει ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία -διότι πῶς
ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει αὐτό;- ἀλλὰ ἡ
καινοφανὴς Ἐκκλησία καὶ τὰ παράδοξα δόγματα ποὺ αὐτὸς συνέστησε… Οἱ
“φάγοντες τράπεζαν Ἰεζάβελ”
περιφρόνησαν λόγους, νόμους, Προφῆτες, Ἀποστόλους καὶ τόσους ἄλλους’’.
»Πῶς καὶ εἶσαι ἐσὺ Ἐκκλησία εὐσεβῶν; Ἀπὸ τὸν λόγο; Ἀπὸ τὸν τρόπο; Ἀπὸ τὶς
πράξεις; Ἀπὸ τὰ ὑγιῆ δόγματα; Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινες ἐργαστήριο κάθε ψεύδους, κάθε
συκοφαντίας, ὁποιουδήποτε φαύλου πράγματος, κάθε ἐπαναστατικοῦ φρονήματος, κάθε
ἀδικίας, πλεονεξίας, ἱεροσυλίας, ἁρπαγῆς καὶ καπηλείας, ἔπειτα ‘‘χειροτονεῖς’’
–ὢ τοῦ θράσους!- καὶ τὸν ἑαυτό σου Ἐκκλησία. Δὲν γνωρίζεις φαίνεται, ὅτι καὶ οἱ
Νεστόριος καὶ Μακεδόνιος πιθανῶς νὰ ἰσχυρίστηκαν αὐτὸ ποὺ καὶ ἐσὺ τώρα
ἰσχυρίζεσαι, διότι καὶ αὐτοὶ εἶχαν τὸν ἴδιο θρόνο μὲ σένα». [Ἄρα ὁ ἱ.
Ἰωσήφ, ταυτίζει τὶς περιπτώσεις. Ὁ Νεστόριος καὶ ὁ Καλέκας ἀνήκουν στὴν ἴδια
κατηγορία. Πρὶν καθαιρεθοῦν, ἐφ’ ὅσον ἦσαν αἱρετικοί, ἦσαν σαπρὰ μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, ψευδεπίσκοποι, γιατὶ ἡ πίστη τους δὲν ταυτιζόταν μὲ ἐκείνη τῆς
Ἐκκλησίας· ἡ Ἐκκλησία κάθε φορὰ ποὺ παρουσιάζονται στὶς τάξεις της αἱρετικοί,
διασώζεται διὰ τῶν Ὀρθοδόξων μελών της, τὰ ὁποῖα κάποια στιγμὴ ἀποκόπτουν τὰ
σαπρὰ μέλη. Ὁ Νεστόριος, ὅπως καὶ ὁ Διόσκορος κ. ἄ., ἀποκαλοῦνται μὲ τὴν
προσφώνηση «θεοφιλέστατος», «ἀδελφὸς ἐπίσκοπος», ἂν καὶ αἱρετικοί, πρὶν
καθαιρεθοῦν ἀπὸ Σύνοδο. Μετὰ τὴν καθαίρεσή τους ὅμως, ἀποκαλοῦνται μὲ τὸ ὄνομά
τους].
Καὶ συνεχίζει ἱ. Ἰωσήφ:
«Γιατί εἶσαι Ἐκκλησία; Ἀπὸ τὸ ὅτι δωροδοκεῖς; Ἀπὸ τὸ ὅτι ἐξαγοράζεις τὶς
δίκες; Ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν κάνεις διάκριση μεταξὺ τῶν ἀνιέρων καὶ τῶν ἁγίων; Ἀπὸ τὸ
ὅτι ἐπιτρέπεις τὴν εἴσοδο τοῦ ἱεροῦ σὲ ὅλους τους μολυσμένους καὶ βεβήλους; Ἀπὸ
τὸ ὅτι καταπείθεις τοὺς ἀνθρώπους νὰ χορταίνουν ἀπὸ συγγενικὸ αἷμα; Ἀπὸ τὸ ὅτι
πωλεῖς τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἀπὸ
τὸ ὅτι γέμισες
τὴν Ἐκκλησία μὲ
ὅλες τὶς αἱρέσεις –προχωρῶ δὲ καὶ
σ΄ αὐτὴ τὴν κορωνίδα τῶν κακῶν– ἢ ἀπὸ τὸ ὅτι πωλεῖς (διὰ τῆς Σιμωνίας) τὴν
εὐσέβεια τὴν δική σου καὶ τῶν ἐπισκόπων σου καὶ ὅσων σὲ ἀκολουθοῦν, γιὰ τοὺς
ὁποίους καὶ καυχᾶσαι ὅτι ἀποτελοῦν καὶ Ἐκκλησία;». Ἐδῶ φαίνεται
ὅτι γιὰ τὴν ἀπώλεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ
γιὰ τὸν χαρακτηρισμό τους ὡς ψευδεπισκόπους δὲν καταλογίζεται, ἐν
ἀντιθέσει μὲ τὴν γνώμη κάποιων σημερινῶν ποιμένων, ὡς αἰτία μόνον ἡ αἵρεσις ἀλλὰ
καὶ ἡ Σιμωνία, ἡ συμμετοχὴ σὲ ἐγκληματικὲς πράξεις, ἡ ψευδορκία κλπ.
«Τέτοιου εἴδους μὲν εἶναι ἡ κατὰ τὴν γνώμη σου Ἐκκλησία, τὴν ὁποία
συνέστησες πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, ἀφοῦ ἀποστάτησες ἀπὸ τὴν δική μας. Ἡ δική μας
ὅμως Ἐκκλησία εἶναι ἀπὸ παλαιὰ ἁγνή, καθαρή, εἰρηνική, ἀποχωρισμένη ἀπὸ
ὁποιοδήποτε φαῦλο καὶ πονηρὸ πράγμα, ἐλεύθερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε κακία, καθαρὴ ἀπὸ
κάθε ἀκαθαρσία καὶ κηλίδα. Σέβεται ἐπίσης τὰ ὑγιῆ, καθαρὰ καὶ ἀποδεδειγμένως
εἰλικρινῆ δόγματα τῶν θεοφόρων
ἀνδρῶν. Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι ὁ Κύριός μας, μέλη δὲ καὶ μέρη αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας τὸ
σύνολο καὶ σύνταγμα τῶν εὐσεβῶν.
Ἄλλοτε πάλι χαρακτηρίζει
τὴν ψευδεκκλησία τοῦ
Καλέκα “ὡς σφαλερὰν καὶ πόρρω Θεοῦ βάλλουσαν”. Κατὰ συνέπεια ὁ πατριάρχης “δεῖ ὑποταγῆναι τῇ ἡμετέρᾳ ἐκκλησίᾳ,
ἧς πρὸ ὀλίγου ἀφηνίασεν ἀποσκιρτήσας”. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ ἱερὸς Ἰωσὴφ συνιστοῦσε: “ἀποκοπτέον ἡμᾶς τῆς ἐκείνου κοινωνίας”» («Οἱ
ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας»…, σελ. 274-275 καὶ Εἰς Τσάμη Δ., σελ.294-295).
Καὶ ἀλλοῦ: «Αὐτὸς (ὁ Καλέκας) ποὺ ἔπειτα γράφει τόσα πολλὰ
ἐναντίον τῶν μοναχῶν καὶ ἐπέτρεψε σὲ ὁποιονδήποτε ἐπιθυμεῖ νὰ ἀνακινεῖ ὅλη τὴν
παρ΄ ἐκείνου κατηγορία, δὲν ὑποβάλλει πολλαπλασίως τὸν ἑαυτό του σὲ αὐτὲς τὶς ἀποκηρύξεις,
ἀποχωρίζοντας τὸν
ἑαυτό του ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
τοῦ
Χριστοῦ καὶ ὁλόκληρο τὸ
σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων;» (Ἀναίρεσις ἐξηγήσεως τόμ. Καλέκα, 13,
Ε.Π.Ε., τόμ. 3, σελ. 670).
Ὅμως μετ’ ὀλίγον τὰ πολιτικὰ πράγματα ἄλλαξαν καὶ τὸ
1346 ὁ Καλέκας ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὴν βασίλισσα Ἄννα ἐκ τῶν ἀνακτόρων «ὅπου ἦτο ἀπὸ ἐτῶν ἐγκατεστημένος». Ἡ Ἄννα τέλος «συνεκάλεσεν σύνοδον», ἡ ὁποία στὶς 2 Φεβρουαρίου
1347 κατεδίκασε τὸν Καλέκα «εἰς ἔκπτωσιν» (Χρήστου Π., ὅπ. παρ.,
σελ. 46-47). Ἡ Σύνοδος,
λοιπόν, ἀφοῦ «ἀκύρωσε τὶς πράξεις τῶν κλειστῶν
ψευτοσυνόδων τοῦ Καλέκα, τὸν ὁποῖον καὶ καθαίρεσε ὡς
αἱρετικό, διεκήρυξε τὴν ἐμμονή της στὸν Συνοδικὸ Τόμο τοῦ 1341 καὶ ἀθώωσε τὸν
ἅγιο Γρηγόριο» («Οἱ ἀγῶνες τῶν μοναχῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας»…, ὅπ. παρ., σελ.
268).