Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Κριτικὴ ἐξέταση τῶν θέσεων
τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
περὶ Μυστηρίων καὶ αἱρετικῶν μὲ βάση τὰ βιβλία του γιὰ τὸν ἅγιον Θεόδωρο τὸν Στουδίτη μὲ μοναδικὸ σκοπὸ τὴν εὕρεση τῆς ἀλήθειας
Συνέχεια ἀπὸ ἐδῶ)
Καὶ
ἐκτὸς τοῦ θέματος τῶν Ζιζανίων: Ποῦ ὁ Μ. Βασίλειος μιλᾶ γιὰ ἄκυρα Μυστήρια τῶν
μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν; Ἂς δοῦμε τὰ παρακάτω ἀποσπάσματα, ὅπου φαίνεται ὅτι
θεωρεῖ ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, (ποὺ πρέπει νὰ ἐξουδετερωθοῦν βέβαια ἀπὸ τοὺς
ὀρθοφρονοῦντας πιστούς) καὶ ὡς ζιζάνια τοὺς αἱρετικούς, φαίνεται δὲ νὰ
κάνει κάποιο διαχωρισμὸ μὲ τοὺς ἀγνοούντας ὡς ἀσθενεστέρους πιστούς καὶ τοὺς
συνειδητοὺς Πνευματομάχους (διαχωρισμὸς σημαντικὸς γιὰ τὴν σημερινὴ κατάσταση τῶν
πιστῶν).
Μ. Βασιλείου, ἐπιστ.
113
«Τοιουτοτρόπως ἡ κατάστασις τῆς Ἐκκλησίας
ὁμοιάζει γενικῶς μὲ ἕνα “παλιόρουχο” τὸ ὁποῖο σχίζεται ἄνευ δυσκολίας μὲ τὴν
ἐλαχίστην ἀφορμὴν καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὴν ἀρχικήν του
κατάστασιν. Ὑπὸ τοιαύτας βεβαίως συνθήκας ἀπαιτεῖται μέγας ζῆλος καὶ ζωηρὸν ἐνδιαφέρον,
διὰ νὰ ἀποκομίσουν αἱ Ἐκκλησίαι κάποιαν ὠφέλειαν. Ὠφέλεια δὲ εἶναι νὰ ἑνωθοῦν αὐτὰ
ποὺ μέχρι σήμερον διίσταντο. Ἀλλ’ ἡ ἕνωσις θὰ ἠδύνατο νὰ γίνῃ, μόνον ἐὰν
θελήσωμεν νὰ ἀντιμετωπίσωμεν τοὺς ἀσθενεστέρους μὲ τέτοιον τρόπον, ὥστε
νὰ μὴ βλάπτομεν καθόλου τὰς ψυχάς.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἤνοιξαν πολλὰ στόματα καὶ πολλαὶ γλῶσσαι ἠκονίσθησαν εἰς βλασφημίας ἐναντίον
Του, ἀπαιτῶ, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ σᾶς, νὰ περιορίσετε τοὺς
βλασφήμους εἰς ἕνα μικρὸν ἀριθμὸν καὶ νὰ δέχεσθαι εἰς κοινωνίαν αὐτοὺς ποὺ δὲν
ὀνομάζουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κτίσμα. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ οἱ βλάσφημοι θὰ
ἀπομονωθοῦν καὶ ἢ θὰ ἀναγκαστοῦν ἀπὸ ἐντροπὴν νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν ἀλήθειαν ἤ,
ἂν ἐπιμείνουν εἰς τὴν ἁμαρτίαν, θὰ καταντήσουν λόγῳ τοῦ μικροῦ ἀριθμοῦ ἀνάξιοι
ἐμπιστοσύνης… Ὅσοι ὀνομάζουν (τὸ Ἅγιον Πνεῦμα) κτίσμα δὲν πρέπει νὰ
γίνωνται δεκτοὶ εἰς κοινωνίαν».
Μ. Βασιλείου, ἐπιστ.
114
«Νὰ δέχεσθε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως»
καὶ «εἰς αὐτὴν τὴν ὁμολογία Πίστεως νὰ προσθέτετε ἀκόμη καὶ ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζετε κτίσμα καὶ ὅτι ἀσφαλῶς νὰ μὴ ὑπάρχη ἐπικοινωνία μὲ ὅσους
Τὸ ὀνομάζουν κτίσμα, διὰ νὰ μένῃ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καθαρὰ καὶ νὰ μὴ ἔχῃ ζιζάνια(*) ἀναμεμιγμένα εἰς αὐτήν».
«... Ὁμολογεῖν ὑμᾶς τὴν ἐκ τῶν Πατέρων
ἡμῶν ἐκτεθεῖσαν πίστιν τῶν ἐν Νικαίᾳ ποτὲ συνελθόντων… καὶ μὴ χρῆναι λέγειν
κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μὴ μέντοι μηδὲ τοῖς λέγουσι κοινωνεῖν, ἵνα καθαρὰ
ᾖ τοῦ Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία μηδὲν ζιζάνιον ἑαυτῇ παραμεμιγμένον ἔχουσα».
(*) Ζιζάνια εἶναι
οἱ αἱρετικοί.
Συνεπῶς οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο
«ἀδελφοὶ» μὲ διαφορετικὴν κατανόησιν τοῦ ἑνὸς Εὐαγγελίου, ἀλλὰ «σπορὰ τοῦ
Διαβόλου» (πρβλ. Ματθ. 13, 24-30).
(Σχόλιο
καὶ ἑρμηνεία τοῦ ἀειμνήστου Νικοδήμου Μπιλάλη, τομ. 4ος, σελ. 24-28).
Εἶναι
σαφέστατο ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο ὁμοίαζε στὴν ἐποχή του μὲ ἕνα
παλιόρουχο καὶ εἶχε στὶς τάξεις Της ζιζάνια. Παρέμενε ὅμως παραταῦτα ἀμόλυντη
καὶ καθαρή, ἀφοῦ ὑπῆρχαν οἱ ἀντιδρῶντες καὶ παραμένοντες στὴν Ἀλήθεια.
Πιστεύω,
ὅτι ἀποδείχθηκε ξεκάθαρα, ὅτι καὶ στὴν Ἁγ. Γραφὴ καὶ στὴν ἑρμηνεία Της ἀπὸ τοὺς
Πατέρες ὑπάρχουν χωρία ποὺ ἐξηγοῦν, γιατὶ καὶ πῶς ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει τὴν ὕπαρξη μὴ
κεκριμένων αἱρετικῶν/ζιζανίων/σαπρῶν μελῶν στὸ πανάγιο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέχρι
τὴν συνοδικῶς ἀποκοπή τους ἀπὸ αὐτό.
Θὰ ἀρχίσω
τώρα μὲ τὴν ἐξέταση τοῦ βιβλίου γιὰ τὴν ἀποτείχιση κατὰ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν
Στουδίτη (Ἡ Ἀντιμετώπισις τῆς Αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατά τόν Ὅσιο Θεόδωρο
τόν Στουδίτη, ἡ διακοπὴ τῆς μνημονεύσεως).
Χώρισα
τὴν ἐξέταση καὶ τὶς θέσεις τοῦ βιβλίου σὲ τρεῖς θεματικὲς ἑνότητες:
α) Περὶ
ἀκύρων Μυστηρίων
β) Περὶ
μὴ κεκριμένων καὶ κεκριμένων αἱρετικῶν καὶ περὶ συνόδου
γ) Περὶ
ἐρωτήσεως ἂν οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι μέχρι τῆς καταδίκης τους ἐντὸς ἐκκλησίας καὶ
περὶ ἐκκλησιολογίας.
Πρὶν ἀπὸ
τὴν παρουσιάση τῶν ὑπὸ ἐξέταση σημείων τοῦ βιβλίου στὸ κάθε κεφάλαιο θὰ
παρουσιάζω πρῶτα πατερικὲς θέσεις, ὥστε νὰ γίνεται ἡ ἐξέταση κατανοητή.
α) Περὶ ἀκύρων Μυστηρίων
Παραθέτω
πάλι ἕνα ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τῆς 10.11.2019, ποὺ ἐκφράζει φυσικὰ καὶ αὐτὰ ποὺ
ἐκφράζει καὶ στὸ βιβλίο ὁ π. Εὐθύμιος:
«Βασικὲς θεολογικές-ἐκκλησιολογικὲς
θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, γιὰ τὶς ὁποῖες ἐμεῖς σήμερα ἔχουμε ἀντιρρήσεις.
Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ μεταφέρουμε τὰ πάντα στὴν ἐποχή μας. Ἔχουμε ἀντιρρήσεις ἐμεῖς
σήμερα γιὰ τὶς θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιολογικὲς θέσεις τοῦ Ἁγίου, παρὰ τὸ ὅτι, ὅπως
εἶπα, ἦταν θέσεις ὅλων τῶν ὁμολογητῶν Πατέρων τῆς περιόδου αὐτῆς (στὸ
32:05). Ἔλεγε λοιπὸν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς του, τοὺς μοιχειανοὺς καὶ
τοὺς Εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι στὴν ἐποχή του δὲν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀκόμα.
Ὅταν κοιμήθηκε ὁ ἅγιος Θεόδωρος δὲν εἶχε γίνει ἀναστήλωσι τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ὑπῆρχε
ἀκόμα ἡ αἵρεσι ὅταν κοιμήθηκε, Εἰκονομάχοι Πατριάρχες. Ἔλεγε λοιπὸν ὅτι τὰ Μυστήρια
τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα. Καὶ τὸ ἔλεγε σὲ πολλὲς ἐπιστολές, καὶ τὰ χαρακτήριζε
εὔστοχα μὲ πολλοὺς χαρακτηρισμούς, καὶ τὰ ἔλεγε καὶ δαιμονικά».
Πρέπει
νὰ ἐπισημανθεῖ ἐδῶ, ὅτι διακρίνω, ὅτι ἡ θέση τοῦ ὁσίου Θεοδώρου (ἂν ὑποθέσουμε
πῶς δεχόμαστε τὴν ἑρμηνεία τοῦ π. Εὐθυμίου) δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ θέση τοῦ π. Εὐθυμίου.
Ἂν δηλ. δεχθοῦμε τὴν θέση, ὅτι κατὰ τὸν Ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη τὰ Μυστήρια εἶναι
ἄκυρα, ὁ π. Ευθύμιος διδάσκει ὅτι –λόγῳ τῶν περιστάσεων τῶν καιρῶν– εἶναι κατ’
Οἰκονομία ἔγκυρα. Αὐτὴ τὴν Οἰκονομία οὔτε ὁ Ὅσιος τὴν
δίδαξε, οὔτε στήριγμα ὡς θέση ἔχει. Διότι παραμένει ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα: ἂν ὄντως τὰ Μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι
ἄκυρα, διότι εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ περιέχει αἱρετικοὺς
ὡς ἀμόλυντη, τότε, α) οἰκονομία μποροῦμε νὰ κάνουμε, ἀλλὰ οὐδέποτε νὰ ἀλλάξουμε
τὴν ἐκκλησιολογία, β) ἂν τὰ θεωρήσουμε
κατ’ οἰκονομία ἔγκυρα, δὲν ξαναθέτουμε τοὺς αἱρετικοὺς ἐντὸς Αὐτῆς καὶ τὴν
καθιστοῦμε μολυσμένη; Καί ἂν τὸ πράττουμε αὐτό, ποιά παραδείγματα ἔχουμε
στὴν ἐκκλησιαστική μας Παράδοση, μὲ ποιά ἐξουσιοδότηση τὸ πράττουμε: ὅπως λέγει
ὁ ἅγ. Ἰουστίνος Πόποβιτς ὅτι πρέπει νὰ γίνεται, δηλ. «διὰ τῆς ὁρατῆς ἐνεργείας
τῆς θεανθρώπινης ἐξουσίας τῆς Ἐκκλησίας (σσ. αἱ Σύνοδοι) εἴτε διὰ τῆς ἀοράτου
Κρίσεως τοῦ Θεοῦ»; Οὔτε Σύνοδος ἔγινε, οὔτε πιστεύω εἴμαστε μέσα στὴν ἀόρατη
κρίση τοῦ Θεοῦ.
Ἐπεκτείνω τὴν παραπάνω ἐρώτηση μὲ δύο ἀκόμα πηγές. Ὁ
ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν
ἑρμηνεία τοῦ Ἀποστόλου τὴν Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα λέγει: «διότι δύο τρόποι ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχουν· ὁ ἕνας, ὅταν
ψυχράνουμε τὴν ἀγάπη, καὶ ὁ δεύτερος, ὅταν τολμήσουμε πράγματα ποὺ εἶναι ἀνάξια
νὰ γίνονται σὲ ἐκεῖνο τὸ σῶμα· διότι καὶ μὲ τοὺς δύο αὐτοὺς τρόπους χωρίζουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὸ σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας». Ἄρα γιὰ τὸν Ἅγιο, ὄχι μόνο οἱ αἱρετικοί, ἀλλὰ καὶ
οἱ κάθε εἴδους ἁμαρτωλοὶ καὶ μὴ ἀγαπῶντες τὸν Χριστὸ καὶ ἐν Χριστῷ δὲν
ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δὲ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος τοὺς ὀνομάζει
προδρόμους ἢ ἐκφραστὲς τῆς ἀποστασίας. Αὐτοὶ ἔχουν Μυστήρια; Οἱ ἱερεῖς καὶ
ἀρχιερεῖς ποὺ ἔλαβαν τὴν ἱερωσύνη μὲ σιμωνία, οἱ ὁμοφυλόφιλοι λειτουργοί, οἱ
χριστέμποροι, οἱ κερδοσκόποι, οἱ πόρνοι κλπ. ποὺ ὅπως οἱ αἱρετικοὶ κατὰ τὸν
Ἅγιο Χρυσόστομο, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, δὲν ἀποτελοῦν ἀληθινὰ μέλη
τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν Μυστήρια; Ἂν ὄχι, τότε εἴμαστε καταδικασμένοι
ὅλοι, διότι αὐτοὶ ὑπῆρχαν καὶ δυστυχῶς ἀκόμα ὑπάρχουν. Ἂν ναί, ἄρα τὸ νὰ μὴν
ἀποτελῶ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ καταπατῶ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν σημαίνει ὅτι
παύω νὰ ἔχω Μυστήρια μέχρι νὰ καταδικαστῶ.
Τὰ παραπάνω ἀποδεικνύει καὶ ὁ ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, τὸν ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει κανεὶς ὡς
πρὸς τὴν θεολογία του, ὅταν ἔγραψε στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Σερβίας τὴ δεκαετία τοῦ
1970 ὅτι, δὲν μποροῦμε νὰ λέμε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ἀνήκοντες εἰς τὸ
Π.Σ.Ε.; Γράφει: «Ὡς Ὀρθόδοξοι, εἴμεθα “μέλη
Χριστού”. “Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ, ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο!”»! Πουθενὰ
στὰ βιβλία του δὲν ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνα χωρίο, στὸ ὁποῖο ὁ Ἅγιος καὶ μέγας
θεολόγος Ἰουστῖνος, ποὺ γνώριζε καὶ αὐτὸς καλὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη
(καὶ παρόλο ποὺ λέει ὅτι ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. δὲν εἴμαστε μέλη Χριστοῦ), νὰ
ἀνακηρύττει τὰ Μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ὡς ἄκυρα. Ἂν δὲ ὁ Ἅγιος ἔχει ἄδικο
καὶ τὰ Μυστήρια εἶναι ἄκυρα, τότε πρέπει νὰ εἶναι ἄκυρα ἀπὸ τὸ 1970, ποὺ
γράφτηκαν αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἀκόμα πιὸ πρίν, καὶ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε οὔτε καν
Χριστιανοί, ἀλλὰ ἀβάπτιστοι, ἀχειροτόνητοι, ἀνύπαντροι κλπ. Ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης ποὺ αἱρέτιζε καὶ ἦταν
καὶ μασόνος, εἶχε ἄκυρα Μυστήρια; Ἂν ναί, γιατί αὐτὸ δὲν γράφτηκε ξεκάθαρα στὸ σχετικὸ
βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου· καὶ ἂν ὄχι, γιατί νὰ ὑπάρξει τώρα ἀλλαγὴ θέσεως; Ἂν
ἰσχυριστεῖ κανεὶς ὅτι, τότε δὲν εἶχαν ἀποτειχιστεῖ πιστοί, τότε παύει
ἐκκλησιολογικὰ νὰ ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ συνεπῶς νὰ
ἐνεργεῖ δαιμονικά; Γίνεται ἔτσι κατανοητὸ ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος ἐπικαλεῖται τὴν
ἐκκλησιολογία κατὰ τὸ δοκοῦν, καὶ τὴν ξεχνάει, ὅταν αὐτὴ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ
συμπεράσματά του, ποὺ μόνο αὐτὸς βγάζει ἀπὸ τὴν μελέτη τοῦ ὁσίου Θεοδώρου. Δὲν τὸν
προβλημάτισε δυστυχῶς καθόλου, ὅτι κανεὶς ἄλλος ἀπὸ τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς
θεολόγους μελετητές τοῦ Ὁσίου δὲν κατέληξε στὰ δικά του συμπεράσματα περὶ Μυστηρίων,
ἀκυρότητας ἢ κατ’οἰκονομίαν ἐγκυρότητας των. Αὐτὸ θὰ φανεῖ καὶ παρακάτω.
Ὁ ἅγ. Ἀναστάσιος
ὁ Σιναΐτης στὴν 20η ἀπόκρισή του γράφει σχετικὰ μὲ τὴν ἐνέργεια
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ σὲ αἱρετικούς:
«Τὰ
διάφορα σημεῖα καὶ θαύματα καὶ οἱ προφητεῖες πολλὲς φορὲς γίνονται καὶ ἀπὸ
ἀνάξιους, σύμφωνα μὲ κάποια ἀνάγκη ἢ οἰκονομία, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Βαρλαὰμ καὶ
τὴν ἐγγαστρίμυθο. Καὶ ἀλλοῦ, οἱ ἀπόστολοι, ὅταν βρῆκαν κάποιον ἄπιστο, «ὁ
ὁποῖος ἔδιωχνε δαιμόνια μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ», καὶ τὸν ἐμπόδισαν καὶ τὸ
ἀνάφεραν στὸν Χριστό, ὁ Χριστὸς τοὺς εἶπε «Μὴ τὸν ἐμποδίζετε, γιατί ὅποιος δὲν
εἶναι ἐναντίον σας, εἶναι μὲ τὸ μέρος σας». Ἑπομένως, ὅταν δῆς νὰ γίνεται ἕνα θαῦμα καὶ ἀπὸ αἱρετικοὺς
καὶ ἀπὸ ἄπιστους, νὰ μὴν ἀπορήσεις οὔτε νὰ μετακινηθεῖς ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Γιατί πολλὲς φορὲς ἐκείνη ποὺ κάνει τὸ θαῦμα εἶναι ἡ πίστη αὐτοῦ ποὺ
προσέρχεται, καὶ ὄχι ἡ ἀξία ἐκείνου ποὺ τὸ κάνει. Ἄλλωστε ὁ Ἰωάννης, ὁ
μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους ὅσους γεννήθηκαν ἀπὸ γυναῖκες, δὲν φαίνεται νὰ ἔχει κάνει
θαῦμα, ἐνῶ ὁ Ἰούδας ὁπωσδήποτε ἔκανε, ἀφοῦ ἦταν καὶ αὐτὸς ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους
ποὺ στάλθηκαν νὰ ἀναστήσουν νεκροὺς καὶ νὰ θεραπεύσουν λεπρούς».
Καὶ ὁ Μ.
Ἀθανάσιος συμφωνεῖ. Ρώτησαν κάποτε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο "πῶς καὶ τινὲς
αἱρετικοὶ ποιοῦσι πολλάκις σημεῖα;" Καὶ ὁ Μέγας πατὴρ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς:
«Τοῦτο ἡμᾶς
οὐκ ὀφείλει ξενίζειν. Ἠκούσαμεν γὰρ τοῦ Κυρίου λέγοντος, ὅτι πολλοὶ ἐν ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρα ἐροῦσι: "Κύριε, οὐκ ἐν τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ
δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;" καὶ ἐρεῖ αὐτοῖς: "Ἀμὴν λέγω ὑμῖν,
οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς, ἀποχωρεῖτε ἀπ' ἐμοῦ, ἐργᾶται τῆς ἀνομίας". Πολλάκις
γὰρ οὐχ ἡ πολιτεία τοῦ θαυματουργοῦντος ἐστὶν ἡ τὴν ἴασιν ἐργαζομένη, ἀλλ' ἡ
πρὸς αὐτὸν πίστις τοῦ προσερχομένου ἀνθρώπου. Γέγραπται γὰρ "Ἡ πίστις
σου σέσωκε σέ". Πλὴν δεῖ καὶ τοῦτο γινώσκειν, ὅτι πολλάκις τινὲς
κακόπιστοι καμάτους πολλοὺς δι' ἀσκήσεως τῷ Θεῷ προσήγαγον, καὶ τὴν ἀντιμισθίαν
αὐτῶν ἔλαβον ἐν τῷ νῦν αἰῶνι ἐκ Θεοῦ, τὸ τῶν ἰαμάτων καὶ προρρήσεων χάρισμα,
ἵνα ἐν τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι ἀκούσωσιν "Ἀπελάβετε τὰ ἀγαθὰ ὑμῶν καὶ τοὺς
καμάτους ὑμῶν, νῦν δὲ λοιπὸν οὐδὲν ὑμῖν κεχρεώστηται» (P.G. 28, 665).
Ἐπιτελεῖ στὰ παραπάνω τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δαιμονικὲς
ἐνέργειες κατὰ τοὺς Ἁγίους; Φυσικὰ ὄχι.
Εἰδικότερα
ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς Θ. Κοινωνίας (τὰ ἄλλα Μυστήρια θὰ ἀναφερθοῦν
παράλληλα μὲ τὴν ἐξέταση τῶν θέσεων) φαίνεται, ὅτι ἡ ὁρολογία τοῦ Ἁγίου, ὅπως
παρουσιάζεται στὰ βιβλία τοῦ π. Εὐθυμίου, συμφωνεῖ
μὲ τὴν διπλὴ ἰδιότητα τῆς ἔγκυρης Θ. Κοινωνίας, ποὺ φωτίζει τοὺς ἀξίως
κοινωνοῦντες καὶ καταδικάζει τοὺς ἀναξίως κι ὄχι μὲ τὴν θέση τῶν ἀκύρων Μυστηρίων,
τὰ ὁποῖα (ὡς ἄκυρα) οὔτε καταδικάζουν, οὔτε φωτίζουν:
«ὥστε ὃς ἂν ἐσθίη τὸν ἄρτον
τοῦτον ἢ πίνη τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ αἵματος
τοῦ Κυρίου. δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ
τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων
καὶ πίνων ἀναξίως κρίμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ
Κυρίου» (ἀπ. Παῦλος, Α΄ Κορινθίους ια΄, 28-29).
Παραδόξως
τὸ ἴδιο μὲ μένα ἐπιχείρημα χρησιμοποίησε ὁ π. Εὐθύμιος σὲ παλαιότερη ὁμιλία του
τὴν ὁποία τώρα φαίνεται νὰ ἔχει σιωπηλῶς ἀποκηρύξει:
«Τό ἴδιο ὑπαινίσσσεται καί ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ὅταν ὁμιλεῖ γιά τήν κακή προαίρεσι μέ τήν ὁποία προσερχόμεθα στό
μυστήριο: «δοκιμαζέτω ἄνθρωπος ἑαυτόν καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ
τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γάρ ἐσθίων καί πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί
πίνει μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου» (Α΄
Κοριν. 11,28-29)». http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/09/blog-post_18.html#more
Καὶ
«Πάντοτε λοιπόν, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά
μολυσμό τῶν Ἁγίων, ἐννοοῦμε τήν ἰδική μας βέβηλο συμμετοχή καί ἔνοχο
προαίρεσι καί ὄχι, αὐτά καθ’ ἑαυτά τά ἅγια, ὅτι βεβηλώνονται ἤ μολύνονται
μέ βασική ἔννοια σάν μόλυνσι ὅτι αὐτή μεταδίδεται σέ ὅλους τούς συμμετέχοντας, ἔστω
καί ἄν διαφωνοῦν ἤ ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα». http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/09/blog-post_18.html#more
Πότε καὶ
γιατί ἄλλαξε γνώμη ὁ π. Εὐθύμιος;
Στὴν ἀκολουθία
τῆς Θείας Μεταλήψεως παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ «τῶν ἀχράντων,
Δέσποτα, καὶ φρικτῶν Μυστηρίων σου μετασχεῖν τῷ ἀθλίῳ, μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο… ἐὰν γὰρ τολμήσω σοι προσελθεῖν σὺν τοῖς ἀξίοις,
ὁ χιτών με ἐλέγχει, ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ Δείπνου, καὶ κατάκρισιν προξενήσω τῇ πολυαμαρτήτῳ μου ψυχῇ… καὶ μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν
ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων σου, μηδὲ ἀσθενὴς γενοίμην ψυχή τε καὶ σώματι, ἐκ
τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν… μὴ εἰς
κόλασιν, μὴ εἰς προσθήκην ἁμαρτιῶν… Καὶ ἀξίωσόν με, μέχρι τελευταίας μου ἀναπνοῆς,
ἀκατακρίτως ὑποδέχεσθαι τῶν ἀχράντων
Μυστηρίων τὸν ἁγιασμόν».
Γράφει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ὁ πιὸ εὔκολος
τρόπος γιὰ νὰ κυριεύσει ὁ διάβολος τὸν Χριστιανό, εἶναι ἡ ἀνάξια συμμετοχή του
στὴν Θεία Κοινωνία. Ὄχι βέβαια, ὅτι αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς δαιμονίζεται (ὑποστατικῶς),
ἀλλὰ γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν διάβολο. Ὑπερήφανος, ἀπείθαρχος, φθονερός, ἀναίσθητος,
ἀδιάφορος γιὰ τὴν σωτηρία του. Ὁ Ἰούδας πῆρε μέρος στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο ἀνάξια καὶ
φεύγοντας ἀπὸ ἐκεῖ παρέδωσε τὸν Κύριο, γιὰ νὰ μάθεις, ὅτι ὁ διάβολος πάντοτε
κατεξοχὴν εἰσέρχεται σὲ ἐκείνους ποὺ συμμετέχουν ἀνάξια στὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ
καθιστοῦν ἔτσι τοὺς ἑαυτούς τους, ἄξιους μεγαλύτερης τιμωρίας. Δὲν σᾶς τὰ
λέω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς φοβίσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω περισσότερο ἀσφαλεῖς. Γιατί ὅπως
ἀκριβῶς ἡ σωματικὴ τροφή, ὅταν εἰσέλθει σὲ στομάχι ποὺ ἔχει βλαβερὰ ὑγρά, ἐπιδεινώνει
τὴν ἀσθένεια, ἔτσι καὶ ἡ πνευματικὴ τροφὴ ὅταν κανεὶς συμμετέχει ἀνάξια σ' αὐτήν,
ἐπισύρει μεγαλύτερη καταδίκη ἐναντίον του. Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ τρώει καὶ
πίνει μὲ τρόπο ἀνάξιο τὴν Θεία Κοινωνία, τρώει καὶ πίνει τὴν καταδίκη του ἑαυτοῦ
τοῦ» (Ἑλένη Παπαδοπούλου, «Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά
τη διδασκαλία του ιερού Χρυσοστόμου, λειτουργική και θεολογική προσέγγιση»,
2015).
«Ὅποιος Κοινωνεῖ τὸ Σῶμα καὶ τὸ
Αἷμα τοῦ Κυρίου ἀνάξια, μὲ ψυχὴ ἀκάθαρτη... ὄχι μόνο δὲν παίρνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα,
ἀλλὰ γίνεται προδότης, ὅπως ὁ Ἰούδας καὶ Σταυρώνει τὸν Χριστὸ γιὰ ἄλλη μία φορά...» (Ἅγιος Ἰννοκέντιος Μόσχας).
Καὶ ὁ ἅγ.
Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅταν ἡ Θεία Κοινωνία εἰσέρχεται σὲ μία ψυχὴ γεμάτη πονηρίες τότε πιὸ
πολὺ αὐτοκαταστρέφεται καὶ κολάζεται, ὄχι ποὺ τὰ Τίμια Δῶρα τὰ κάνουν αὐτὰ ἀπὸ
τὴν φύση τους, ἀλλὰ τὸ παθαίνει ἡ ἀρρώστια καὶ πονηρία τῆς ψυχῆς ποὺ τὰ
δέχθηκε. Ὅποιος κοινωνεῖ ἀναξίως, χωρὶς εἰλικρινῆ μετάνοια καὶ ἀκράδαντη
πίστη, γίνεται ἕρμαιο τοῦ σατανᾶ».
Καὶ ὁ ἅγ.
Θεοφύλακτος Ἀχρίδος (Ἅπαντα 192, 27): «Σώματος τοῦ Χριστοῦ διαφέρει τῆς μετοχῆς αὐτοῦ…
ὁ ἀναξίως ὑπολαμβάνων πόσων κακῶν
πρόξενος γίγνεται».
Διαβάζουμε:
«Ἡ ἀναξιότητα
ὡς πρὸς τὴ μετοχὴ στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, καθιστᾶ τὸ μυστήριο
σφαγὴ καὶ ὄχι θυσία καὶ τοὺς προσερχομένους καταδικάζει, ἀντὶ νὰ ἁγιάσει,
ὅπως τὸν ἀχάριστο δοῦλο τῆς παραβολῆς, ὅπως αὐτοὺς ποὺ δὲ δέχτηκαν τὸν
Θεάνθρωπο μὲ πίστη, ὅταν αὐτὸς καταδέχτηκε νὰ ἐνανθρωπήσει, καὶ ὅπως αὐτοὺς
ποὺ Τὸν σταύρωσαν καὶ Τὸν κέντησαν καὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα Του, ὄχι γιὰ νὰ
μεταλάβουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ ἀπορρίψουν. Εἶναι συχνὴ ἡ παραβολὴ τῶν ἀναξίως
προσιώντων στὰ Τίμια Δῶρα, μὲ τοὺς σταυρωτές του Χριστοῦ καὶ μὲ τὸν Ἰούδα. Ὅταν
κοινωνοῦμε, χωρὶς νὰ τὸ ἀξίζουμε, «ὁμοίως ἀπολλύμεθα τοῖς χριστοκτόνοις»
(Εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην
ΜΖ΄, PG 59, 268. Βλ. καὶ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Εἰς τὸ ἀποστολικὸν ρητὸν «Δεῖ δὲ καὶ αἱρέσεις
εἶναι ἐν ὑμῖν, ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται», PG 51, 249). Γιὰ νὰ μὴ φανεῖ σὲ πολλοὺς ὑπερβολὴ ἡ παρομοίωση καὶ ἀνυπόφορη
ἀπειλὴ ἡ ὁμοιότητα στὴν τιμωρία, ὁ μέγας ρήτορας τῆς Ἐκκλησίας ἐξηγεῖ
χρησιμοποιώντας ὡς παράδειγμα τὴ βασιλικὴ πορφύρα, τὴν ὁποία εἴτε τὴ
μολύνει, εἴτε τὴ σχίσει κάποιος, θεωρεῖται ὕβρις κατὰ τοῦ βασιλιᾶ, ποὺ τὴ φορεῖ·
κατ’ ἀντιστοιχία, καὶ αὐτοὶ ποὺ «μολύνουν» τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Δεσπότου
Χριστοῦ, δεχόμενοι αὐτὸ μέσα στὴ μολυσμένη ψυχή τους, διαπράττουν ὕβρι, ὅμοια μὲ
ἔκεινους ποὺ «διέρρηξαν» καὶ ἐφόνευσαν τὸν Κύριο ἐπάνω στὸ σταυρό» («Το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά τη
διδασκαλία του ιερού Χρυσοστόμου»).
Γιὰ ὅλους
τους Πατέρες ἀνάξιος δὲν εἶναι μόνο ὁ ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ καὶ ὁ αἱρετικός. Ἄρα ἡ Θεία
Κοινωνία τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὅσο παραμένουν θεσμικὰ στὴν Ἐκκλησία εἶναι ἔγκυρη, ἀλλὰ
ἐπιφέρει μολυσμόν, κολασμόν σὲ αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦν ἀπὸ αὐτοὺς γνωρίζοντας ὅτι
εἶναι αἱρετικοί (τὸ εἴδαμε στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγ. Μητροπολίτου Κυρίλλου τοῦ
Καζάν, τὸ λένε κατὰ κόρον οἱ Πατέρες, θὰ φανεῖ καὶ παρακάτω στὰ κείμενα) καὶ
γι’ αὐτὸ πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ τὴν ἀποφεύγουν.
Ἐδῶ θὰ ἐκφράσω
καὶ ἄλλη μία σκέψη ποὺ χρειάζεται προσεκτικὴ μελέτη. Ὁ ἅγ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς
χρησιμοποιεῖ ξεκάθαρα τοὺς χαρακτηρισμοὺς τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου –γιὰ τὴν κοινωνία
τῶν αἱρετικῶν– ἀναφερόμενος στοὺς κεκριμένους
αἱρετικοὺς παπικοὺς καὶ προτεστάντες καὶ ὄχι γιὰ τοὺς οἰκουμενιστές. Μήπως
λοιπόν, δὲν ἐξετάσθηκε λεπτομερῶς σὲ ποιόν χρόνο γράφτηκαν οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἁγ.
Θεοδώρου σχετικὰ μὲ τὴν Θεία Κοινωνία τῶν αἱρετικῶν; Μήπως ὁ Ἅγιος ἀναφέρεται,
–ἂν ἡ δική μας ἑρμηνεία εἶναι λάθος– στους μετὰ
τὴν Ζ΄ Οἰκουμενική καταδικασμένους αἱρετικοὺς εἰκονομάχους, ὁπότε πραγματικὰ
τὰ μυστήριά τους εἶναι ἄκυρα, ἀφοῦ μετὰ
τὴν συνοδική τους καταδίκη δὲν ἀποτελοῦν πιὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας; (Ἂν καὶ τὸ πρόβλημα περιπλέκεται, ἀφοῦ μιὰ ἄλλη σύνοδος, ἡ Σύνοδος τοῦ
815 –γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους κακόδοξη– ἀποφάσισε διαφορετικά, προκαλώντας σύγχυση
στοὺς πιστούς).
Τὰ
παραπάνω ἀποδεικνύονται στὸ βιβλίο ἂν καὶ γίνεται φανερὴ ἡ παρανόηση κάποιων ὅρων.
Στὴν
σελ. 24 διαβάζουμε: «Διὰ τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν ὁ Ὅσιος δίδασκε, ὅτι ὄχι μόνον δὲν
μεταδίδουν καμμία χάρι, ἀλλὰ ἀπεναντίας προξενοῦν σκοτισμὸ καὶ κόλασι… καὶ μόνη
ἡ μνημόνευσις τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, καθιστᾶ
μολυσμένο τὸ μυστήριο καὶ ἀνίσχυρο νὰ μεταδώση βοήθεια στοὺς μετέχοντας ἔστω
καὶ ἂν ὁ λειτουργῶν ἱερεὺς ἔχει ὀρθόδοξο
φρόνημα». Ἐδῶ
γίνεται φανερὸ ὅτι δὲν πρόκειται περὶ ἀκύρου μυστηρίου, ἀλλὰ περὶ μυστηρίου μὲ
τὸ ὁποῖο ὁ πιστὸς μολύνεται λόγω τῆς αἱρέσεως. Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς Κοινωνίας ἀπὸ
αἱρετικοὺς «μολυσμένο τὸ μυστήριο καὶ ἀνίσχυρο
νὰ μεταδώση βοήθεια» εἶναι
πανομοιότυπες μὲ αὐτὲς ποὺ περιγράφει ἡ προσευχὴ τῆς Θ. Μεταλήψεως καὶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης
τῆς Κροστάνδης «αὐτοκαταστρέφεται καὶ κολάζεται», ὁ ὁποῖος ὅμως ξεκαθαρίζει «ὄχι ποὺ τὰ Τίμια Δῶρα τὰ κάνουν αὐτὰ ἀπὸ
τὴν φύση τους». Ἄρα καὶ τὸ Μυστήριο δὲν εἶναι ἄκυρο, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔκφραση
«μολυσμένο τὸ μυστήριο» δὲν εἶναι σωστή, ὅπως καὶ ξεκαθαρίζει ὁ ἅγ.
Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης σὲ συμφωνία μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες.
Στὴν σελ. 73 γράφει ὁ π. Εὐθύμιος: «Στὸν χρόνο,
ὅμως, κατὰ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ γίνει ἡ διακοπὴ μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ
Ἐπισκόπου, ἐπιβάλλεται ἴσως, σὲ κάποιες περιπτώσεις, νὰ γίνη κατ’ ἀρχὰς μία
οἰκονομία». Αὐτὴ εἶναι μία σωστὴ θέση, ἀλλὰ μόνο γιὰ ὅσους
δέχονται τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν μὴ καταδικασμένων ἀπὸ σύνοδο
οἰκουμενιστῶν, ἀφοῦ ὅλοι οἱ Ἅγιοι ἔκαναν οἰκονομίες, ἄλλος περισσότερο, ἄλλος
λιγότερο χρόνο, χωρὶς φυσικὰ νὰ ἀμφισβητήσουν τὰ Μυστήρια. Γιὰ κάποιον ὅμως ποὺ
θεωρεῖ τὰ μυστήρια ἄκυρα, ἡ θέση αὐτὴ εἶναι προβληματική, περιέχει μία ἀντίφαση
καὶ στὴν οὐσία αὐτοαναιρεῖται, διότι ἐξαρτᾶ τὴν ἐγκυρότητα καὶ ἀκυρότητα τῶν Μυστηρίων,
ποὺ κατὰ τὸν π. Εὐθύμιο προκύπτουν ἀπὸ τὸ ἂν κάποιος ἀποτειχίζεται ἢ ὄχι, ἀπὸ
τὴν βούληση τοῦ καθενὸς νὰ οἰκονομήσει ἢ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἀκρίβεια καὶ
δημιουργεῖ καὶ ἔριδες στὶς τάξεις τῶν ἐνισταμένων πιστῶν, ἀφοῦ καὶ οἱ μὲν καὶ
οἱ δὲ ὑποστηρίζουν ὅτι πράττουν ἁγιοπατερικά. Καὶ φυσικὰ τὸ ἐρώτημα ποὺ
γεννᾶται εἶναι, ἂν τὰ Μυστήρια καὶ στὴν περίοδο τῆς οἰκονομίας εἶναι ἄκυρα,
ἀφοῦ ἄλλοι ἀκολουθοῦν τὴν ἀκρίβεια καὶ ἄλλοι τὴν οἰκονομία! Καὶ ποιός
προσδιορίζει τὰ χρονικὰ ὅρια ἐγκυρότητας; Καὶ πόσοι πρέπει νὰ εἶναι οἱ
ἀποτειχισμένοι γιὰ νὰ μὴ θεωροῦνται ἔγκυρα. Μερικὲς ἑκατοντάδες, ποὺ εἶναι
σήμερα, ἢ μερικὲς χιλιάδες, μὲ Ἐπισκόπους, Ἀρχιμανδρίτες, Ἡγουμένους, μοναχοὺς
καὶ χιλιάδες λαό, ὅπως ἦταν τότε; Καὶ ἂν π.χ., ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης
ἀποτειχιζόταν στὴν Θεσσαλονίκη τὸν Φεβρουάριο μὲ ἕνα μεγάλο ὄγκο πιστῶν, καὶ
μετὰ ἀπὸ ἕνα μήνα (τὸν Μάρτιο) ἀποτειχιζόταν γιὰ τοὺς λόγους του ὁ π. Εὐθύμιος
στὸ Βόλο, καὶ τὸν Ἀπρίλιο ἀποτειχιζόταν γιὰ τοὺς λόγους του ὁ π. Μάξιμος στὴν
Πτολεμαΐδα, καὶ τὸν Μάϊο ἀποτειχιζόταν ὁ τάδε ἱερέας στὴν Γερμανία, ὅσοι
κοινωνοῦσαν μετὰ τὸν Φεβρουάριο, κοινωνοῦσαν ἔγκυρα ἢ ἄκυρα Μυστήρια; Καὶ πῶς
ἀποτειχίστηκαν ἂν μέχρι τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς ἀποτειχίσεως τους ἔπαιρναν καὶ
τελοῦσαν ἄκυρα Μυστήρια, ἄνευ Χάριτος; Μπορεῖ τὰ παραπάνω νὰ ἀφοροῦν μία
ὑπόθεση, δείχνουν ὅμως, πιστεύω τὴν οὐσία τῆς λανθασμένης θέσης τῶν
ὑποστηρικτῶν τῶν ἀκύρων Μυστηρίων, ἀλλὰ καὶ τῶν κατ’ οἰκονομία ἐγκύρων.
Διότι στὴν σελ. 79 διαβάζουμε: «Ὅπως, λοιπόν, εἶναι φυσικό, μόλις γίνει ἡ ἀποστασιοποίησις τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἐπέλθη ὁ διαχωρισμὸς καὶ ἡ
ἀποτείχισις, θεωροῦνται οἱ ἐμμένοντες στὴν αἱρετικὴ διδασκαλία ὡς αἱρετικοὶ καὶ
συνεπῶς, ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν διαχρονικὴ Ἐκκλησία. Πρὶν γίνει ὁ διαχωρισμὸς αὐτὸς δὲν
θεωροῦνται ἐκτὸς Ἐκκλησίας οἱ ἔχοντες αἱρετικὰ φρονήματα, (δηλ. εἶναι ἔγκυρα κατ’
οἰκονομίαν τὰ ὑπ’ αὐτῶν τελούμενα Μυστήρια), ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχει ἀντίδρασις
ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων… ἐκ τοῦ ἀντιθέτου δὲν θεωροῦνται ἐκτὸς αἱρέσεως οἱ
ἀντιδρῶντες κατ΄ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἐφ’ ὅσον ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μετὰ τῶν
αἱρετικῶν Ἐπισκόπων».
Ἔχω πληροφορηθεῖ ὅτι παλαιότερα ὁ π. Εὐθύμιος ἔλεγε,
ὅτι πρέπει νὰ γίνει Σύναξη τῶν ἀποτειχισμένων, ἡ ὁποία θὰ ἀποφασίσει αὐτὰ τὰ
πράγματα καὶ δὲν ἀρκοῦν μερικοὶ μόνο ἀποτειχισμένοι νὰ πάρουν τέτοιες μεγάλες
ἀποφάσεις. Ἔχει γίνει σήμερα τέτοια Σύναξη; Πάρθηκαν τέτοιες ἀποφάσεις; Ἐφ’
ὅσον ὅλοι γνωρίζουμε πῶς δὲν ἔγινε, πῶς δικαιολογεῖται ἡ διδασκαλία «κατ’
οἰκονομίαν ἔγκυρα» (ὡς ἡ μόνη μάλιστα ἁγιοπατερική, καὶ ἡ ἐξουθένωση ὅποιων δὲν
τὴν δέχονται, γιατὶ αὐτοὶ τάχα ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἁγία Γραφή καὶ εἶναι
«δολοφόνοι της ἀλήθειας»!) καὶ ἡ πρακτικὴ ἐφαρμογή της ἀπὸ ἕνα μόνο ἱερωμένο;
Γεννιοῦνται ὅμως καὶ τὰ ἀκόλουθα εὔλογα ἐρωτήματα: Ἂν
εἶναι ἔτσι, τότε θὰ πρέπει ὁ ἅγ. Ταράσιος καὶ ὁ ἅγ. Νικηφόρος, ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ
ἀποτειχίστηκε ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ὅσιος, νὰ ἔχουν ἄκυρα Μυστήρια, ἀφοῦ αὐτοὶ κατ’
οἰκονομία συνέχισαν νὰ κοινωνοῦν μὲ τὴν αἵρεση. Τὴν ἀπάντηση στὸ παραπάνω
ἐρώτημα τὴν διαβάζουμε στὴν σελ. 167, ἡ ὁποία ὅμως φαίνεται, ὅτι λησμονήθηκε
στὴν ὁμιλία τῆς 10.11.2019: «Δηλαδὴ ὑπάρχει ἕνας φαινομενικὸς χωρισμός,
ἀλλὰ μία βαθύτερη ἕνωσις, ὅσον ἀφορᾶ τὴν προαίρεσι, τὸν σκοπὸ καὶ τὴν ἀγάπη
διὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν». Ἄρα ἡ προαίρεση
καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία παίζει τεράστιο ρόλο καὶ ἀκολούθως δὲν μπορεῖ
κάποιος μὲ τέτοια αἰσθήματα νὰ ἔχει ἄκυρα Μυστήρια, ἐπειδὴ δὲν ἀποτειχίστηκε.
Τὰ παραπάνω ἀποδεικνύονται καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ὁσίου
πρὸς τὸν Πάπα Ρώμης, τὶς ὁποῖες τόσο ἀναλυτικὰ παρουσιάζει τὸ βιβλίο. Παραθέτω
ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ γνωστὸ γιὰ τὸν Ὅσιο βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Τσίγκου, ποὺ ἀκόμα
καὶ ἂν δὲν εἶναι σὲ πολλὰ σημεῖα παραδεκτό, ἔχει σημαντικὲς ἀναφορές:
«Στὶς ἐπιστολὲς
τοῦ ἁγίου Θεοδώρου πρὸς τοὺς Πάπες τῆς Ρώμης Λέοντα καὶ Πασχάλιο, ὁ συντάκτης
του ἐμφανίζεται νὰ ἐκλιπαρεῖ ἐπίμονα γιὰ τὴ σύγκλιση Οἰκουμ. Συνόδου,
προκειμένου νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ ζητήματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσαν, δηλ. ἡ μοιχειανικὴ
ἔριδα καὶ ἡ Εἰκονομαχία. Αὐτὸ μὲ ἄλλα λόγια σημαίνει πώς, μὲ τὴ βαθύτατη
ἐκκλησιολογικὴ συναίσθηση ποὺ τὸν διέκρινε, ἔβλεπε ὅτι τὰ μεγάλα καὶ σοβαρὰ
ζητήματα δὲ λύνονται μὲ τοπικὲς καὶ “περιορισμένης” συνθέσεως συνόδους. Γι’
αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ἐπιζητοῦσε τὴν καθολικὴ καταδίκη τῶν αἱρέσεων ἀπὸ
ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία» (σελ. 326-327).
Ἐδῶ λοιπὸν ἐγείρονται πάλι κάποια ἐρωτήματα ὡς πρὸς τὸ
θέμα ποὺ ἐξετάζουμε:
Πῶς καθίστανται ἄκυρα τὰ Μυστήρια τῶν μοιχειανῶν καὶ
Εἰκονομάχων, ἅπαξ καὶ μιὰ μερίδα πιστῶν ἀποτειχιστεῖ, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν τοὺς
ἔχουν καταδικάσει οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες διὰ Συνόδου;
Τὸ γράφει ὁ Ὅσιος πρὸς τὸν Πάπα καὶ τοὺς ἄλλους
Πατριάρχες; Στὶς ἐπιστολές του ὁ Ὅσιος παρακαλεῖ γιὰ τὴν σύγκλιση Συνόδου
καὶ ὄχι γιὰ καταδίκη τῶν Μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν. Ὑπάρχει κείμενο κάποιας
ἀπὸ τὶς ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες ποὺ νὰ λέει ὅτι τὰ Μυστήρια τῆς Κων/πόλεως
εἶναι ἄκυρα; Ἢ ἀρκέστηκαν οἱ ἄλλες τοπικὲς Ἐκκλησίες στὴν διακοπὴ κοινωνίας;
Καὶ ποιές; Ὅλες ἢ μερικές;
Ὅσες καὶ ὅσο διάστημα κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς
τῆς Κων/πόλεως, εἶχαν ἄκυρα Μυστήρια; Ὑπάρχουν πηγὲς ἀπὸ ἄλλα Πατριαρχεῖα ποὺ
νὰ τὸ ἀποδεικνύουν; Ὅσοι πιστοὶ Λατῖνοι (καὶ τῶν ἄλλων Πατριαρχείων) ποὺ τυχὸν
ἐκείνη τὴ στιγμὴ εὑρίσκοντο στὴν Κων/πολη, καὶ δὲν εἶχαν λάβει ὁδηγίες ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία τους νὰ μὴν κοινωνοῦν ἀπὸ ὅσους κοινωνοῦσαν μὲ τοὺς μοιχειανούς, εἶχαν
ἔγκυρα ἢ ἄκυρα Μυστήρια;
Ἡ ἑρμηνεία περὶ ἀκύρων Μυστηρίων ποὺ ἐκφράζεται στὴν
σελ. 79 μὲ μᾶλλον ἀπόλυτο τρόπο, στερεῖται ἁγιοπατερικῆς ἀποδείξεως, ἀφοῦ στὶς
πηγὲς ποὺ παρουσιάζονται στὸ βιβλίο ὁ Ὅσιος δὲν ἀναφέρει τίποτα περὶ ἀκυρότητας
Μυστηρίων, ἀλλὰ περὶ μολυσμοῦ, περὶ ἀνάγκης ἀποτειχίσεως, περὶ τοῦ ποιός εἶναι
αἱρετικὸς καὶ περὶ τῆς στάσεώς του τὸν καιρὸ τῆς Οἰκονομίας («ὅτι ἐμνημονεύαμε τότε ποὺ δὲν εἶχε γίνει
ἀκόμη Σύνοδος, οὔτε εἶχε συνοδικῶς ἐκφωνηθῆ τὸ αἱρετικὸ δόγμα» «νὰ μὴν ἀναφέρετε κάποιον ἀπὸ αὐτούς, οἱ
ὁποῖοι συμμετεῖχαν στὴν Σύνοδο ἢ εἶναι ὁμόφρονες μὲ τὶς ἀποφάσεις της»,
σελ. 77· καὶ «Εἶναι δίκαιο νὰ τοὺς
ὀνομάσουμε παραβάτας καὶ καταπατητὰς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων
καὶ ἀνίερους», σελ. 80).
Ἐπίσης στερεῖται ἐκκλησιαστικῆς ἀποδείξεως, ἀφοῦ δὲν ἀναφέρεται
καμία πηγὴ ἀπὸ ἕνα ἄλλο Πατριαρχεῖο ἢ Ἅγιο ἄλλης Ἐκκλησίας, ἀκόμα καὶ συνασκητὴ
τοῦ Ὁσίου, ποὺ νὰ ἀποδεικνύει, ὅτι ἄλλοι Ἅγιοι ἢ στὸ σύνολό τους τὰ ἄλλα
Πατριαρχεῖα πρέσβευαν περὶ ἀκύρων Μυστηρίων καὶ βέβαια ὅτι ἀκολούθησαν τὸν Ὅσιο
στὴν διδασκαλία του περὶ ἀκύρων Μυστηρίων (ἂν ὑποθέσουμε ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος ἔχει
δίκιο), εἴτε ὅτι τὴν ἀπέκρουσαν, οὔτε ὅτι κἂν συζητήθηκε τὸ θέμα. Καὶ ἂν
ὑποθέσουμε, ὅτι ἡ ἑρμηνεία του ἀφήνεται στὰ λόγια τοῦ Ὁσίου νὰ ἐννοηθεῖ, παρόλα
αὐτὰ δὲν δικαιολογεῖται μία τόσο λεπτομερής/μονομερὴς ἑρμηνεία γιὰ ἕνα τόσο
σοβαρό, σοβαρότατο θέμα νὰ ἐκφράζεται ἄνευ ξεκάθαρων ἀποδείξεων, τὴν στιγμή
μάλιστα ποὺ κανεὶς ἕως τώρα δὲν τὴν ἐννόησε/ἑρμήνευσε ἔτσι.
Στὴν σελ. 87-88 διαβάζουμε: «Ἡ θέσις τοῦ Ὁσίου ἐπίσης, ὅσον ἀφορᾶ στὰ Μυστήρια
τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐποχῆς του, εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα καὶ ἀποτελεῖ ἴσως τὸ
κεντρικὸ σημεῖο τῆς παρούσης μελέτης. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἐθεωροῦσε
ἄκυρα τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀνύπαρκτα. Ἐπίσης ὅτι δὲν μετέδιδον
οὐδεμία χάρι ἢ βοήθεια στοὺς μετέχοντας, ἀλλὰ μᾶλλον κατάκρισι, σκοτισμὸ
καὶ κόλασι… ὅταν μνημονεύεται ὁ αἱρετικὸς ἐπίσκοπος αὐτομάτως νὰ χάνεται
ἡ ἐγκυρότης τοῦ Μυστηρίου».
Ἐδῶ πρέπει νὰ ρωτήσουμε ποὺ μιλάει ὁ Ὅσιος γιὰ
ἀκυρότητα Μυστηρίων; Ἡ φράση «ἐθεωροῦσε
ἄκυρα τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀνύπαρκτα», (καὶ βέβαια δὲν
ἀσχολούμεθα ἐδῶ μὲ τὰ Μυστήρια τῶν κεκριμένων αἱρετικῶν, ποὺ αὐτὰ εἴναι
ἀνύπαρκτα, ἀλλὰ τῶν μὴ κεκριμένων), δὲν εἶναι τοῦ Ὁσίου, ἀλλὰ συμπέρασμα τοῦ π.
Εὐθυμίου. Διότι ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ συμπέρασμα τοῦ συγγραφέως, ὅτι μιλάει γιὰ
ἄκυρα καὶ ἀνέργητα Μυστήρια, ὁ Ὅσιος μιλάει γιὰ ἔγκυρα καὶ ἄρα ἐνεργὰ ποὺ
κολάζουν, ἀφοῦ (ὅπως καταδείχτηκε μέχρι τώρα), τὰ ἄκυρα Μυστήρια δὲν κολάζουν!
Δεῖτε ὅμως τὴν σωστὴ ἑρμηνεία ποὺ ἔδινε ὁ ἴδιος ὁ π.
Εὐθύμιος πρὶν ἀπὸ κάποια χρόνια καὶ πρὶν καταλήξει σ’ αὐτὴ ποὺ διδάσκει σήμερα ἐπ’
ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία βέβαια συμφωνῶ ἀπόλυτα:
«Ἐδῶ ὁ ὅσιος δέν
ὁμιλεῖ περί μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου ἤ περί τῆς ἐγκυρότητός του, ἀλλά
προφανῶς, στέκεται στήν προαίρεσι τοῦ προσερχομένου, ὁ ὁποῖος, ἄν καί
ἐγνώριζε τόν αἱρετικό καί τόν προφανῶς διαβεβλημένο κατά τόν βίο, προσῆλθε καί
μετέλαβε ἀπό αὐτόν. Διότι τό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας δέν μᾶς οἰκειώνει μέ
τόν διάβολο, ὅταν εἶναι ἄκυρο, δηλαδή ὅταν δέν εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ,
ἀλλά μᾶς οἰκειώνει μέ τόν διάβολο ἡ αἵρεσις διά τήν ὁποία ἀποκόπτεται κάποιος
ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί εἶναι ἡ αἰτία πού καθίσταται ἄκυρο καί τό μυστήριο.
Ὅταν λοιπόν εἶναι ἔγκυρο τό μυστήριο, μᾶς οἰκειώνει μέ τόν διάβολο ἡ κακή
προαίρεσις μέ τήν ὁποία προσερχόμεθα καί, εἰδικά, ἡ γνῶσις τῆς αἱρέσεως τήν
ὁποία ἀναγνωρίζομε λειτουργικά καί μέ τήν ὁποία ἐνσωματούμεθα μυστηρικά».
http://www.paterikiparadosi.blogspot.gr/2014/09/blog-post_18.html#more
Καὶ
«Ἐδῶ
πάλι ὁ ὅσιος ὁμιλεῖ γιά αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν καταδικαστῆ ἀλλά
ἐκινοῦντο εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό πέρα τῶν ἄλλων φαίνεται ἀπό τό
ὅτι τόν αἱρετικό τόν παραλληλίζει μέ τόν προφανῶς διαβεβλημένο κατά τόν βίο, ὁ
ὁποῖος καί αὐτός ἐκινεῖτο χωρίς νά ἔχει καθαιρεθῆ στόν χῶρο τῆς
Ἐκκλησίας».
Δηλ. ἐδῶ ὁ π. Εὐθύμιος ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ἑρμηνεία
τῶν δύο βιβλίων του καὶ τῆς τελευταίας ὁμιλίας του μιλάει καὶ γιὰ τὴν ὕπαρξη μὴ
κεκριμένων αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ ἔγκυρα Μυστήρια.
Θὰ ἀντιπαραθέσω τώρα τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν
διδασκαλία τῶν ἄλλων Ἁγίων ποὺ προαναφέρθηκαν καὶ μιλοῦν γιὰ τὴν ἰδιότητα τῶν
ἐγκύρων Μυστηρίων ὅταν κάποιος κοινωνεῖ ἀναξίως (τὸ ἀναξίως τὸ τονίζει καὶ ὁ
Ἅγιος στὴν ἴδια πηγή: «καίπερ εἰδὼς ἐκτοπουργεῖν, ὅμως ἐν γνώσει
ἡμάρτανεν»):
Ἅγ. Θεόδωρος:
«οὕτω δὴ καὶ ὁ αἱρετικὸς ἄρτος κοινωνοὺς
τοὺς αὐτοῦ μετέχοντας… ἓν σῶμα ἀντίθετον Χριστοῦ παρίστησι… καὶ ὁ
ἄρτος κοινωνία τοῦ ἀντικειμένου ἐστίν… μὴ φοβηθεὶς τὸν
ἀποκτένοντα θεὸν καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα διὰ τῆς ἐν γεέννῃ ἐμβολῆς… τὸ
γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ… ἀλλοτριοῖ Θεοῦ καὶ προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ
(σελ. 358)».
Ἄλλοι Ἅγιοι: «ὁμοίως ἀπολλύμεθα τοῖς
χριστοκτόνοις»,
«ὅτι αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς δαιμονίζεται (ὑποστατικῶς), ἀλλὰ γίνεται ὅμοιος μὲ
τὸν διάβολο» «καὶ κατάκρισιν προξενήσω… καὶ μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο… μηδὲ ἀσθενὴς
γενοίμην ψυχή τε καὶ σώματι, ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν…μὴ εἰς κόλασιν, μὴ εἰς προσθήκην ἁμαρτιῶν». Δὲν εἶναι
ἡ συμφωνία τῶν Ἁγίων καταφανέστατη; Καὶ μποροῦμε νὰ ὑποστηρίξουμε, ὅτι προκαλεῖ
«κόλαση» ἡ Θ. Κοινωνία σὲ ἕναν ψεύτη κι ὄχι σὲ ἕναν αἱρετικό, ἀρνητὴ τοῦ Θεοῦ;
Τὰ
παραπάνω γίνονται ἀκόμα σαφέστερα ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου (ὑποσημ. 37) ποὺ ἀναφέρεται
στὴν σελ. 90. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος λέει ξεκάθαρα:
«Ἡ παρὰ τῶν αἱρετικῶν
κοινωνία οὐ κοινὸς ἄρτος ἀλλὰ φάρμακον (δηλητήριον), οὐ σῶμα
βλάπτον ἀλλὰ ψυχὴν μελαῖνον καὶ σκοτίζον».
Ὅλοι
μας γνωρίζουμε ὅτι τὸ ἄκυρο μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας σημαίνει ἁπλὸ ψωμὶ καὶ
κρασί. Ὁ Ἅγιος ὅμως τονίζει «οὐ κοινὸς ἄρτος» καὶ ἀπαριθμεῖ τὰ
στοιχεῖα τοῦ κατακρίματος τῶν ἀναξίων κοινωνούντων καὶ λειτουργούντων,
τονίζοντας μάλιστα καὶ στὶς δύο πηγὲς τὴν ἔννοια τοῦ μολυσμοῦ «οὐ κοινὸς ἄρτος».
Καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ παραθέτω, παραδόξως (παραδόξως γιατὶ ἄλλα παρουσιάζονται ὡς
κύρια θέση του) τὰ ἀναγνωρίζει καὶ ὁ π. Εὐθύμιος στὴν σελ. 93: «Ὁ Ὅσιος… ἀναφέρει
ἡ ὀρθόδοξος μετάληψις διαφέρει ἀπὸ τὴν αἱρετική. Καὶ ἡ μὲν ὀρθόδοξος φωτίζει
τὸν μετέχοντα, ἐνῶ ἡ αἱρετικὴ τὸν σκοτίζει, ἡ μία τὸν ζωοποιεῖ, ἐνῶ ἡ αἱρετικὴ
τὸν θανατώνει» καὶ στὴν σελ. 92 «τὸ μυστήριο ἔχει μολυνθεῖ μὲ μόνη τὴν μνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου»,
ὅπου μιλάει γιὰ μόλυνση δυστυχῶς ὅμως τοῦ μυστηρίου, διότι, ἂν εἶναι
ἄκυρο, μόλυνση δὲν ὑπάρχει, ἂν εἶναι ἔγκυρο, τότε ἡ ἔκφραση εἶναι ἀσεβής.
Στὴν
σελ. 227 διαβάζουμε:
«Δηλαδὴ τὸ πνεῦμα του εἶναι
ὅτι μόνον στὴν πίστι δὲν γίνεται συμβιβασμὸς καὶ ὑποχώρησις, ἐνῶ ὅλα τὰ ἄλλα,
δηλαδὴ ἡ ἀπουσία Συνόδου, Μυστηρίων, μονῶν κλπ. δύνανται νὰ οἰκονομηθοῦν
καταλλήλως» ἀπὸ τοὺς
διωκόμενους ὁμολογητὲς Πατέρες».
Καὶ
πάλι ἐδῶ, διαβάζοντας κάποιος τὸ πρωτότυπο κείμενο τοῦ Ὁσίου ποὺ ἔχει ὡς ὑποσημείωση,
διαπιστώνεται, ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν μιλάει γιὰ ἀκυρότητα Μυστηρίων, ἀλλὰ γιὰ τὸ πότε
ἐπιτρέπεται κάποιος νὰ κοινωνήσει, ἀφοῦ πρῶτα μετανοήσει, ἐπειδὴ κοινωνοῦσε μὲ
τοὺς αἱρετικούς. Ἐπίσης γεννιέται τὸ εὔλογο, πιστεύω ἐρώτημα, πῶς μπορεῖ νὰ οἰκονομηθεῖ
κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει; Ἂν τὰ Μυστήρια εἶναι ἄκυρα, πῶς ἐπιτυγχάνεται αὐτὴ ἡ ἐπαναφορὰ
τῆς ἐγκυρότητας κατ’ οἰκονομία; Ἀλλὰ κι ἂν τοῦτο εἶναι δυνατό, μπορεῖ ἕνας Ἱερομόναχος
ἀπὸ μόνος του νὰ τὸ πράξει, ὅπως τὸ πράττει ὁ π. Εὐθύμιος ἐδῶ καὶ χρόνια;
Στην
σελ. 261-262 ὁ π. Εὐθύμιος ἐπανέρχεται στὸν μολυσμό:
«Ἡ διδασκαλία ἄλλωστε τοῦ Ὁσίου ἦτο ὅτι ὅλοι μολύνονται
ἀπὸ τὴν αἵρεσι, καὶ οἱ ἔχοντες δηλαδὴ φρόνημα ὑγιὲς ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας
καὶ μνημονεύσεως… Διότι μολυνόμεθα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς
αἱρετικούς».
Καὶ στὴν
σελ. 357 πάλι στὴν ἀκυρότητα τῶν Μυστηρίων:
«Ἐδῶ ὁ Ὅσιος διδάσκει ὅτι
μετὰ τὴν ἀποτείχισι τῶν ὁμολογητῶν Ὀρθοδόξων τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι
ἄκυρα».
Ἐδῶ,
συγγνώμη, ἂν ἐπαναλαμβάνομαι, ἀλλὰ πρέπει νὰ τονίσω, ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν ἀναφέρει
πουθενὰ στὶς πηγὲς ποὺ παρουσιάζει ὁ π. Εὐθύμιος μία τέτοια θέση, οὔτε
κυριολεκτικά, οὔτε ἑρμηνευτικά. Ἡ θέση του εἶναι ἡ σύμφωνη μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους
«μὴ κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις» (ὑποσημ. 206) καὶ ἡ σύμφωνη μὲ τὸν 15ο
Κανόνα περὶ ψευδοποιμένων «οὐχ οἶον τε οὓς χειροτονεῖ τῇ
ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργοὺς τοῦ θεοῦ» (σσ. οὐχ… τῇ ἀληθείᾳ=ψευδεῖς). Δεν
ὑπάρχει καμία ἀναφορὰ γιὰ ἀκυρότητα Μυστηρίων.
Ὡς ἀπόδειξη
τῶν παραπάνω παρουσιάζω τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Μ.
Βασιλείου 265 (ZΞE'-CCLXV) ΠΡΟΣ ΕΥΛΟΓΙΟΝ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΝ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟΚΡΑΤΙΩΝΑ,
ΕΠIΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΕΞΩΡIΣΜΕΝΟΥΣ ἀπὸ κεφ. 2:
2. Πάρα πολὺ μᾶς ἐνίσχυσε τὴν ἐπιθυμίαν
τῆς ἐπικοινωνίας μαζί σας ἡ πληροφορία περὶ τοῦ ζήλου σας ὡς πρὸς τὴν ὀρθότητα
τῆς εὐσεβοῦς πίστεως… Τουναντίον, ἀφ' ἑνὸς ἀνεγνωρίσατε ὅσους καινοτομοῦν ἀντίθετα
πρὸς τὰς ἀποστολικὰς διδασκαλίας καὶ ἀφ' ἑτέρου δὲν ἠνέχθητε νὰ συγκρατήσετε
(καὶ ἀναχαιτίσετε ἁπλῶς) μὲ σιωπὴν τὴν βλάβην ἡ ὁποια γίνεται ἀπὸ αὐτούς. Διότι
ὄντως συνηντήσαμεν μεταξὺ ὅλων ὅσοι εἶναι προσηλωμένοι εἰς τὴν εἰρήνην του
Κυρίου πολλὴν λύπην διὰ τοὺς παντοειδεῖς νεωτερισμοὺς τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας,
ὁ ὁποῖος ἐλύπησε (καί) ἡμᾶς τόσον περισσότερον, ὅσον ἀρχικῶς ἐφαίνετο ὅτι ἀνήκει
εἰς ἡμᾶς (τοὺς ὀρθοδόξους). Καὶ πράγματι, τὸ νὰ πάθῃ κανεὶς κάτι ἀπὸ ἕνα
φανερὸν ἐχθρόν, ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι ὑπερβολικῶς ὀδυνηρόν, εἶναι κάπως ὑποφερτὸν
εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος καταπονεῖται, καθὼς (ἄλλωστε) ἔχει γραφῇ: «Διότι, ἐὰν ἤθελε
μὲ ὑβρίσει ὁ ἐχθρός μου, θὰ τὸ ὑπέφερον». Τὸ νὰ ὑποστῇς ὅμως κάποιαν βλάβην ἀπὸ
ἕνα ὁμόφρονα καὶ ἰδικόν σου, τοῦτο εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόφορον καὶ δὲν ἐπιδέχεται
καμμίαν παρηγορίαν.
Πράγματι, ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον ἠλπίσαμεν
ὅτι θὰ ἔχωμεν συνυπερασπιστὴν τῆς ἀληθείας, αὐτὸν εὑρήκαμεν τώρα εἰς πολλὰ σημεῖα
νὰ ἐμποδίζῃ ὅσους σῴζονται (ἐν Χριστῷ), καθ' ὅτι τοὺς ἀναστατώνει τὸν νοῦν
καὶ τοὺς ἀποσπᾷ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον διδασκαλίαν.
Διότι καὶ ποῖον ἔργον δραστήριον καὶ παράτολμον δὲν διεπράχθη ἀπὸ αὐτόν; Ἐξ ἄλλου καὶ ποῖος λόγος νεωτεριστικὸς καὶ παρακεκινδυνευμένος δὲν ἐπενοήθη ἀπὸ αὐτόν (πέρα τῆς παραδεδομένης διδασκαλίας); Δὲν διῃρέθη ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της, ἀφοῦ μάλιστα ἐστάλησαν ἀπὸ αὐτὸν ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἐκκλησίας αἱ ὁποῖαι διοικοῦνται ἀπὸ ὀρθοδόξους, διὰ νὰ τὰς σχίσουν καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὴν ἵδρυσιν ἰδικῆς των παρασυναγωγῆς; Δὲν περιγελᾶται τὸ «μέγα της εὐσέβειας μυστήριον», ἀφ΄ ὅσον οἱ ἐπίσκοποι κατήντησαν πλάνητες χωρὶς λαὸν καὶ κλῆρον καὶ περιφέρουν ἁπλῶς τὸ ὄνομα (τοῦ ἐπισκόπου), χωρὶς καὶ νὰ κατορθώνουν τίποτε διὰ τὴν πρόοδον τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας; Δὲν εἶναι οἱ περὶ τοῦ Θεοῦ λόγοι του πλήρεις ἀσεβῶν διδασκαλιῶν, ἐφ' ὅσον μὲ τὰ συγγράμματά του ἤδη ἀνενεώθη ἡ παλαιὰ ἀσεβὴς αἵρεσις τοῦ ματαιόφρονος Σαβελλίου; Διότι, ἐὰν ὅσα περιφέρουν οἱ Σεβαστηνοὶ δὲν ἔχουν πλασθῆ ἀπὸ ἐχθρούς, ἀλλ' εἶναι ἀληθινὰ συγγράμματα τοῦ ἰδίου, (τότε ὁ Ἀπολινάριος ἐν σχέσει πρὸς τὸν Σαβέλλιον) δὲν ἀφῆκε καμμίαν ὑπερβολὴν ἀσέβειας (ἀδιάπρακτον), ἀφοῦ λέγει τὸ ἴδιον πρόσωπον Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ τἀνάπαλιν Υἱὸν καὶ Πατέρα καὶ ἄλλα (τοιαῦτα) σκοτεινὰ καὶ ἀσεβῆ λόγια, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς οὔτε κἂν εἰς τὰ ὦτα μας δὲν ἠνέχθημεν νὰ δεχθῶμεν, διότι ἐπιθυμοῦμεν (καὶ προσευχόμεθα) νὰ μὴ ἔχωμεν καμμίαν συμμετοχὴν πρὸς ὅσους ἐξεστόμισαν ἐκεῖνα τὰ λόγια.
Διότι καὶ ποῖον ἔργον δραστήριον καὶ παράτολμον δὲν διεπράχθη ἀπὸ αὐτόν; Ἐξ ἄλλου καὶ ποῖος λόγος νεωτεριστικὸς καὶ παρακεκινδυνευμένος δὲν ἐπενοήθη ἀπὸ αὐτόν (πέρα τῆς παραδεδομένης διδασκαλίας); Δὲν διῃρέθη ὅλη ἡ Ἐκκλησία ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της, ἀφοῦ μάλιστα ἐστάλησαν ἀπὸ αὐτὸν ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἐκκλησίας αἱ ὁποῖαι διοικοῦνται ἀπὸ ὀρθοδόξους, διὰ νὰ τὰς σχίσουν καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὴν ἵδρυσιν ἰδικῆς των παρασυναγωγῆς; Δὲν περιγελᾶται τὸ «μέγα της εὐσέβειας μυστήριον», ἀφ΄ ὅσον οἱ ἐπίσκοποι κατήντησαν πλάνητες χωρὶς λαὸν καὶ κλῆρον καὶ περιφέρουν ἁπλῶς τὸ ὄνομα (τοῦ ἐπισκόπου), χωρὶς καὶ νὰ κατορθώνουν τίποτε διὰ τὴν πρόοδον τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας; Δὲν εἶναι οἱ περὶ τοῦ Θεοῦ λόγοι του πλήρεις ἀσεβῶν διδασκαλιῶν, ἐφ' ὅσον μὲ τὰ συγγράμματά του ἤδη ἀνενεώθη ἡ παλαιὰ ἀσεβὴς αἵρεσις τοῦ ματαιόφρονος Σαβελλίου; Διότι, ἐὰν ὅσα περιφέρουν οἱ Σεβαστηνοὶ δὲν ἔχουν πλασθῆ ἀπὸ ἐχθρούς, ἀλλ' εἶναι ἀληθινὰ συγγράμματα τοῦ ἰδίου, (τότε ὁ Ἀπολινάριος ἐν σχέσει πρὸς τὸν Σαβέλλιον) δὲν ἀφῆκε καμμίαν ὑπερβολὴν ἀσέβειας (ἀδιάπρακτον), ἀφοῦ λέγει τὸ ἴδιον πρόσωπον Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ τἀνάπαλιν Υἱὸν καὶ Πατέρα καὶ ἄλλα (τοιαῦτα) σκοτεινὰ καὶ ἀσεβῆ λόγια, τὰ ὁποῖα ἡμεῖς οὔτε κἂν εἰς τὰ ὦτα μας δὲν ἠνέχθημεν νὰ δεχθῶμεν, διότι ἐπιθυμοῦμεν (καὶ προσευχόμεθα) νὰ μὴ ἔχωμεν καμμίαν συμμετοχὴν πρὸς ὅσους ἐξεστόμισαν ἐκεῖνα τὰ λόγια.
(Ἔπειτα) δὲν εἶναι συγκεχυμένον εἰς αὐτὸν
τὸ δόγμα τῆς Ἐνανθρωπήσεως; Δὲν θεωρεῖται ἀμφίβολος ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἡ σωτήριος
Οἰκονομία τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐξ αἰτίας τῶν θολερῶν καὶ σκοτεινῶν του προβλημάτων
περὶ τῆς Σαρκώσεως (τοῦ Λόγου); Ὅλα ὅμως αὐτὰ νὰ τὰ συγκεντρώσῃ κανεὶς καὶ νὰ τὰ
ὑποβάλῃ εἰς ἔλεγχον χρειάζεται μακρὸν χρόνον καὶ λόγον. Ἐξ ἄλλου τὸ θέμα τῶν ἐπαγγελιῶν,
ποῖος τὸ ἐσκότισε καὶ τὸ ἐξηφάνισε τόσον, ὅσον ἡ ἰδική του μυθολογία; Διότι αὐτὸς
τουλάχιστον τὴν μακαρίαν ἐλπίδα, ἡ ὁποια ἐπιφυλάσσεται εἰς ὅσους ἔζησαν
συμφώνως πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἐτόλμησε νὰ ἐξήγησῃ τόσον εὐτελῶς καὶ
χαμηλῶς, ὥστε νὰ μετατραπῇ (τὸ θέμα αὐτό) εἰς (ἀνόητους) λόγους γραιῶν καὶ
μύθους ἰουδαϊκούς. (Οὕτω) κηρύττει ἐξ ἀρχῆς ἀνανέωσιν τοῦ ναοῦ καὶ πιστὴν
τήρησιν τῆς νομικῆς λατρείας καὶ πάλιν ἀρχιερέα συμβολικόν, ἔπειτα ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν
Ἀρχιερέα, καὶ θυσίαν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν, ἔπειτα ἀπὸ “τὸν Ἄμνον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος
ἐσήκωσε τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου”, καὶ εἰδικὰ βαπτίσματα, ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἓν
Βάπτισμα, καί... γενικῶς, ἐφ' ὅσον ἤδη “ὁ νόμος τῶν ἐντολῶν ἐν εἴδει διαταγῶν
(καὶ ἀφορισμῶν) ἔχει καταργηθῆ”, εἶναι φανερὸν ὅτι ὡσαύτως ἡ διδασκαλία τοῦ
Χριστοῦ ἐν εἴδει νομικῶν διαταγῶν θὰ ἀκυρωθῇ.
Ἕνεκα τούτων ἀφ' ἑνὸς ἐκάλυψεν αἰσχύνη
καὶ ἐντροπὴ τὰ πρόσωπά μας καὶ ἀφ' ἑτέρου βαρεῖα λύπη ἐγέμισε πλήρως τὰς
καρδίας μας.
Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλοῦμεν, καθὼς εἶσθε ἐπιστήμονες ἰατροὶ καὶ ἔχετε μάθει μὲ τὴν
πραότητα νὰ σωφρονίζετε ὅσους ἔχουν ἀντίθετα φρονήματα, νὰ προσπαθήσετε νὰ ἐπαναφέρετε
αὐτὸν (τὸν Ἀπολινάριον) εἰς τὴν εὐταξίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὸν πείσετε νὰ
περιφρονήσῃ (καὶ ἐγκαταλείψῃ) τὴν πολυλογίαν τῶν συγγραμμάτων [διότι ὄντως ἐπεβεβαίωσε
τὸν λόγον τῆς Παροιμίας, ὅτι δηλαδὴ “δὲν εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν πολυλογίαν νὰ ἀποφύγη
κανεὶς τὴν ἁμαρτίαν”]. Ἄλλα καὶ νὰ τοῦ ἀναπτύξετε μὲ ἀκρίβειαν τὰ δόγματα τῆς ὀρθοδοξίας,
ὥστε καὶ ἐκείνου ἡ διόρθωσις νὰ γίνη φανερὰ καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς νὰ γίνη γνωστὴ
ἡ μεταμέλειά του.
3. Ἐξ ἄλλου εἶναι κατάλληλος εὐκαιρία
νὰ ὑπενθυμίσω εἰς τὴν εὐλάβειάν σας καὶ περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Μαρκέλλου, ὥστε νὰ
μὴ ἀποφασίσετε δι' αὐτοὺς τίποτε ἀπερισκέπτως μήτε εὐκόλως. Τουναντίον, ἐπειδὴ ἐξ
αἰτίας τῶν ἀσεβῶν διδασκαλιῶν (του) ἐξῆλθεν οὗτος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, οἱ
ὀπαδοὶ του εἶναι ἀνάγκη πρῶτον νὰ ἀναθεματίσουν τὴν αἵρεσιν αὐτὴν καὶ τότε νὰ
γίνουν δεκτοὶ εἰς κοινωνίαν. (Καὶ τοῦτο) διὰ νὰ γίνουν δεκτοὶ ἀπὸ ὅλους
τους ἀδελφοὺς ὅσοι ἑνώνονται μαζί μας μὲ τὴν ἰδικήν σας μεσολάβησιν, ἐπειδὴ
τώρα τουλάχιστον κατέλαβεν ὄχι μετρία λύπη τοὺς περισσοτέρους, ὅταν ἤκουσαν ὅτι,
ὅταν ἦλθον (οἱ Μαρκελλιανοὶ οὗτοι) εἰς τὴν τιμιότητά σας, ἀμέσως τοὺς ἐδέχθητε
καὶ τοὺς προσεφέρατε τὴν ἐκκλησιαστικὴν κοινωνίαν. (Νικοδήμου
Μπιλάλη, Ἅπαντα τῶν Ἁγ. Πατέρων, Μ. Βασιλείου Ἅπαντα, Ἔκδ. «Ὠφελίμου Βιβλίου»,
τόμ. 7ος, σελ. 130-139).
Ἐδῶ
βλέπουμε τὸν Μ. Βασίλειο νὰ θεωρεῖ τὸν Ἀπολλινάριο -παρόλο ποὺ εἶχε διακόψει τὴν
ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του καὶ τὸν ὀνόμαζε ψευδεπίσκοπο- ὄχι ἐχθρό, ἀλλὰ ἀκόμα
ὀρθόδοξο μέλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ χρειάζεται θεραπεία, τὴν ὁποία ἀνέθεσε στοὺς
δύο ἐπισκόπους/γιατροὺς τῆς Αἰγύπτου. Τὰ Μυστήρια τοῦ Ἀπολλιναρίου δὲν ἀμφισβητοῦνται
ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο κατὰ καμία ἔννοια, ἐφόσον δὲν εἶχε ἀκόμα καταδικασθεῖ ἀπὸ
σύνοδο. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἐνῶ ὁ Μ. Βασίλειος εἶχε ἀποτειχισθεῖ. Γιὰ τὸν Μάρκελλο Ἀγκύρας
ὅμως, ὁ ὁποῖος εἶχε καταδικασθεῖ καὶ καθαιρεθεῖ στὴν σύνοδο τῆς Κων/πολης
(335/336) ὁ Μ. Βασίλειος ἐκφράζεται διαφορετικά, τὸν θεωρεῖ ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ
τοὺς ὁπαδούς του κοινωνούς, μόνο ἂν ἀναθεματίσουν τὴν διδασκαλία τοῦ Μαρκέλλου.
Δηλαδὴ
γίνεται φανερό, ὅτι ἡ ἀποτείχιση ἀπὸ ψευδοποιμένα δὲν σημαίνει καὶ τὴν ἀκύρωση
τῶν Μυστηρίων ποὺ αὐτὸς τελεῖ, μέχρι φυσικὰ νὰ ἀσχοληθεῖ σύνοδος μὲ τὴν
περίπτωσή του. Δὲν ἔχει δίκιο, λοιπόν, ὁ π. Εὐθύμιος καὶ ὅσοι πρεσβεύουν τὰ ἴδια
ἢ σχεδὸν τὰ ἴδια, ὅταν διδάσκουν τὸ ἀντίθετο.
Πιστεύω
ὅτι μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναφορές, πρέπει νὰ τονισθεῖ, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ
ξαναγίνει μία συζήτηση μὲ ὅλους τοὺς ἀποτειχισμένους ἱερεῖς καὶ μὲ βάση τὴν
πατερικὴ διδασκαλία καὶ ἰδιαίτερα τὴν συμφωνία τῶν Πατέρων καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἱστορία σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὴν ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων τῶν μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν
καὶ φυσικὰ τὴν καταδίκη τους. Γιὰ τοὺς ἤδη κεκριμένους δὲν χρειάζεται συζήτηση,
ὅτι δὲν ἔχουν Μυστήρια οὔτε ἀποτελοῦν κἂν ἐκκλησία.
β) Περὶ μὴ κεκριμένων καὶ κεκριμένων αἱρετικῶν καὶ περὶ συνόδου
Πρὶν ἀρχίσουμε
μὲ τὸν σχολιασμὸ πρέπει νὰ παρατεθεῖ μία σημαντικότατη πηγή. Ὁ Δωρόθεος Βουλησμᾶς βαθὺς γνώστης τῶν Ἱ.
Κανόνων, τὸν ὁποῖο συμβουλευόταν ὁ ἅγ. Νικόδημος στὴν γραφὴ τοῦ Πηδαλίου γράφει
στὴν ἀλληλογραφία του μὲ τὸν ἅγ.
Νικόδημο («Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν», ἐκδ. ΜΥΓΔΟΝΙΑ, Θεσσαλονίκη
2009, σελ. 184):
«Τό δέ τήν τετάρτην
σύνοδον δέξασθαι χειροτονίαν αἱρετικῶν, καθ' ὅ ἐπιφέρει ὁ ἑρμηνεύς τοῦ
Διοσκόρου παράδειγμα, χειροτονήσαντος Ἀνατόλιον τόν Κωνσταντινουπόλεως
πατριάρχην, οὐκ ἄραρεν· οὐ γάρ πεφωραμένος ἦν αἱρετικός ὁ Διόσκορος, οὐδέ
καθῃρημένος συνοδικῶς, ὅτε ἐχειροτόνησεν Ἀνατόλιον· τούτῳ οὐκ ἄρα ἄραγε
τῷ λόγῳ, χειροτονίας δέξασθαι τήν ἑβδόμην παρ' αἱρετικῶν οἰκονομικῶς τε και
περιστατικῶς· οὔτε γάρ ἡ τετάρτη οὔτε ἡ εβδόμη παρά πεφωραμένων καί συνοδικῶς
καθῃρημένων αἱρετικῶν χειροτονίαν ἐδέξατο, ἀλλά παρ' ἀφωράτων και ἀνεξελέγκτων·
δι' ὅ διορθωτέον τήν ἀπάτην τῷ τοῦ πεφωραμένου και ἀφωράτου ὅρῳ καί γνώμονι.
[...] Οὐ γάρ κατά τάς ἐξεληλεγμένας τε καί πεφωραμένας διορθοῦν αὐτάς ἔχει ὁ
τήν πνευματικήν εἰληφώς προστασίαν».
Καὶ
συνεχίζει (σελ. 188):
«Τίς γάρ ἔπειτα συμφωνία ἀποστόλων τε
καί πατέρων κανόσι καί τῷ σῷ μίτῳ; Οἱ μέν γάρ χειροτονίαν οὐ δέχονται καί
βάπτισμα καί θυσίαν καί τά λοιπά παρ' ἐληλεγμένων αἱρετικῶν, ἀλλά καί τούς
προσφυγόντας ἐξ' αὐτῶν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τούς μέν κατά τόν τῆς ἀκριβείας
λόγον ἀναβαπτίζεσθαι καί ἀναχειροτονεῖσθαι διακελεύονται, ὡς ἐν τῷ ιθ΄ αὐτῶν
κανόνι οἱ ἐν τῇ Νικαίᾳ πρώτη συνόδῳ πατέρες ὁρίζονται, τούς δέ κατά τόν τῆς
οίκονομίας λόγον ἐξ αἱρέσεως, ἐάν τις αἰτία πονηρά οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς
δέχονται, δόντας λιβέλλους κατά τούς ἐν τῇ α΄πράξει τῆς ἐν Νικαίᾳ τό β΄ ἀνατολικούς
τε καί ἰλλυρικούς ἐπισκόπους. Οὐ μέντοι γ΄ ὡς παρ' ἐληλεγμένων
χειροτονηθέντας αἱρετικῶν οὐδ' ὡς γεννηθέντας αἱρετικούς καί προκόψαντας, ἀλλ' ὡς
ὀρθοδόξους παρ' ὀρθοδόξων ἤ παρ' ἀνεξελέγκτων αἱρετικῶν χειροτονηθέντας, εἶτα τῇ
τῶν αἱρέσεων πλάνη καθυπαχθέντας».
Ἑπομένως
«…πρό τοῦ καθαιρεθῆναι Διόσκορον ἀναφαίρετος
ἦν αὐτῷ ἡ ἱερωσύνη, κἄν κακῶς τε καί παρανόμως ταύτην αὐτός ἐκέχρητο». Ὁ
Βουλησμᾶς δέχεται ὅτι ὁ Διόσκορος χειροτόνησε πράγματι τὸν Ἀνατόλιο Κων/πόλεως
(449-458) καὶ τὸν Μάξιμο Ἀντιοχείας (450-456)- στὴν πραγματικότητα ὁ δεύτερος
χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνατόλιο-, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν ἦταν τότε, ὅταν τελοῦσε τὰ Μυστήρια,
«ἐλεληγμένος καί ἐκκήρυκτος καί
κατακεκριμμένος συνοδικῶς» («ἐλεληγμένος»= εἶχε παύσει νὰ
ἰσχύει (σσ. ὡς ἐπίσκοπος), «ἐκκήρυκτος»= ἀποβεβλημένος (σσ. ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία).
Μάλιστα
ὁ Βουλησμᾶς βλέποντας ὅτι ὁ ἅγ. Νικόδημος δὲν ἀποδέχθηκε θερμῶς τὶς συμβουλές
του, τοῦ ἔγραψε ἐπιστολὴ στὶς 4 Ἰουλίου 1792 (χφ Παντελεήμονος 513, σελ.
429-435) στὴν ὁποία μὲ αὐστηρὴ γλώσσα μεταξὺ ἄλλων τοῦ λέει τὰ ἑξῆς:
«Εἰ δὲ καὶ Θωμᾶς καὶ Ἰωάννης
καὶ Κωνσταντῖνος ἐδέχθησαν ὑπὸ Σεργίου καὶ Πύρροιυ καὶ Παύλου καὶ Πέτρου τῶν
καθηγητῶν τῆς αἱρέσεως τῶν μονοθελητῶν χειροτονηθέντες, ἀλλ’ ἐδέχθησαν
πρὶν ὑπὸ τῆς ἕκτης ἀναθεματισθῆναι συνόδου τοὺς καθηγητὰς τούτους».
Καὶ ὁ
συγγραφεὺς τοῦ προαναφερθέντος βιβλίου «Κανονικόν» σημειώνει: «Ὅλα ὅσα εἴπαμε γεννοῦν τὴν ὑποψία ὅτι ὁ ἅγιος
Νικόδημος ἐνδεχομένα διόρθωσε ἢ βελτίωσε τὴν ἀρχικὴ διατύπωση τοῦ
σχολίου στὸν 68ο ἀποστολικὸ κανόνα πρὸς τὴν πλευρὰ τῶν θέσεων τοῦ
Βουλησμᾶ» (σελ. 192).
Καὶ τὸ ἀπίστευτο:
«Ὁ Βουλησμᾶς εἶχε ἀδιαμφισβήτητα
διαφορετικὴ θέση ἀπὸ αὐτὴ τῶν δύο ἁγιορειτῶν. Στὸν ἀντίλογό του δὲν φαίνεται
ἐκφραστὴς μόνο τῆς ἀκριβείας, καὶ γι’ αὐτὸ ἀντέκρουσε τὶς ἀπόψεις περὶ τῆς κατ’
οἰκονομίαν ἀποδοχῆς τῶν χειροτονιῶν τῶν αἱρετικῶν…Οἱ θέσεις του ἐκφράζουσες
αὐτὴ τὴν ἀρχή, διατυπώνονται μὲ ρητορικὰ ἐρωτήματα: ”Πῶς τὰς τῶν ἐλεληγμένων
αἱρετικῶν χειροτονίας αἱ σύνοδοι δεχόμεναι, τοῖς τῶν ἀποστόλων συμβιβασθῶσι
κανόσιν οὐ τὴν τῶν αἱρετικῶν ἀποδεχομένοις χειροτονίαν;”» (σελ. 203).
Δηλ. ὁ
Βουλησμᾶς ἐκφράζει τὴν ἀκρίβεια τῆς Ἐκκλησίας
διακρίνοντας μεταξὺ κεκριμένων καὶ μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν καὶ ἀποδίδοντας τὶς ἀποστολικὲς ἀπαγορεύσεις
μόνο στοὺς κεκριμένους -«ἐλεληγμένων»-
αἱρετικούς.
Στὴν ὁμιλία
του τῆς 10.11.2019 ὅμως καὶ ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ παραπάνω ὁ π. Εὐθύμιος εἶπε, ὅτι
δὲν ὑπάρχει στὴν διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου διαφορὰ μεταξὺ μὴ κεκριμένων καὶ
κεκριμένων αἱρετικῶν καὶ ὅτι δὲν χρειάζεται σύνοδος γιὰ νὰ κηρυχθοῦν τὰ Μυστήρια
τῶν αἱρετικῶν ἄκυρα.
Ὅμως
βλέπουμε ἡ θέση αὐτὴ εἶναι λανθασμένη, δὲν ἀποδεικνύεται νὰ ἰσχύει στὴν ἐκκλησιαστική
μας Παράδοση. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μᾶς στενοχωρεῖ εἶναι ὅτι παλαιότερα αὐτὴ τὴν σωστὴ ἐκκλησιαστικὴ
θέση εἶχε καὶ ὁ π. Εὐθύμιος, πρὶν κάποιοι τὸν ἐπηρεάσουν, ὥστε νὰ τὴν ἀντικαταστήσει
μὲ τὴν λανθασμένη περὶ ἀκύρων μυστηρίων. Νά, λοιπόν, τί παραδόξως παραδέχεται ὁ
ἴδιος ὁ π. Εὐθύμιος σὲ κείμενο του τὸ 2018 καὶ ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν ὁμιλία του:
«Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις ἀπαιτεῖ, ὅταν κάποιοι Ἐπίσκοποι
πέσουν σέ πλάνη καί αἵρεσι, νά γίνεται Σύνοδος ἀπό τίς ὑπόλοιπες τοπικές Ἐκκλησίες,
νά καταδικάζωνται οἱ αἱρετικοί καί νά χειροτονοῦνται κανονικῶς Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι
στίς θέσεις τῶν αἱρετικῶν... πρέπει πρωτίστως καί πρωταρχικῶς νά ἀναφέρω ὅτι,
εἶναι ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἐπιστροφή ἀπό τήν αἵρεσι καί
μάλιστα, ὅταν κάποιος γεννηθῆ καί μεγαλώσει εἰς αὐτήν, καί ἀκόμη ὅταν ἡ αἵρεσις
δέν ἔχει καταδικαστεῖ δι’ Ὀρθοδόξου Συνόδου μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα (ἀντικατάστασις
δηλαδή ἤ μεταμέλεια τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων), καί ἄλλο πρᾶγμα,
τελείως διαφορετικό, ἡ ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄρνησι καί προδοσία... Ἄν
λοιπόν ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς αἱρετικούς ἐπιστρέφοντας στήν Ὀρθοδοξία ἄνευ ἐπιτιμίου,
πολύ περισσότερο, νομίζω, θά δέχεται αὐτούς ἐπιστρέφοντας, ὅταν ἡ αἵρεσις
διαδίδεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί δέν ἔχει ἀκόμη καταδικαστεῖ τελεσίδικα καί
μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα»
https://paterikiparadosi.blogspot.com/2018/01/blog-post_427.html?m=0.
Βλέπουμε
ἐδῶ, ὅτι στὸ παραπάνω δημοσιευμένο κείμενό του, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ π. Ευθύμιος
νουθετεῖ ἕναν μοναχό, γίνεται ὄχι μόνο ἀποδεκτὸ ὅτι ὑπάρχουν μὴ καταδικασμένοι
αἱρετικοί, ὄχι μόνο ὅτι μέχρι τὴν καταδίκη τους κατέχουν κανονικῶς τὴν θέση τους,
ἀλλὰ καὶ ὅτι βρίσκονται ἐντὸς Ἐκκλησίας. Ἐμφανίζεται δηλ. ἐδῶ μία ἀσυνέπεια
κειμένων καὶ λόγων ποὺ προκαλεῖ σύγχυση καὶ ὁδηγεῖ σὲ λάθος συμπεράσματα.
Καὶ στὸ
ἐν λόγῳ βιβλίο του ὅμως δὲν ἐμφανίζεται μία συνέπεια μεταξὺ κειμένου καὶ ἑρμηνείας
σχετικὰ μὲ τὴν θέση αὐτή.
Ἂς ἐξετάσουμε,
λοιπόν, αὐτὰ ποὺ παραθέτει τὸ βιβλίο.
Ἐνῶ
λοιπόν, ὅπως εἴδαμε, ὁ π. Εὐθύμιος εἶπε,
ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν διδασκαλία τοῦ ὁσ. Θεοδώρου διαφορὰ μεταξὺ μὴ κεκριμένων
καὶ κεκριμένων αἱρετικῶν καὶ ὅτι δὲν χρειάζεται σύνοδος γιὰ νὰ κηρυχθοῦν τὰ Μυστήρια
τῶν αἱρετικῶν ἄκυρα ἐδῶ παραδόξως πάλι ἐναντιώνεται στὸν ἑαυτό του (ὅπως ἔπραξε
καὶ στὸ κείμενο του τοῦ 2018) καὶ στὴν σελ. 61 γράφει:
«Ἡ ἀναλαμπὴ τῆς Ὀρθοδοξίας
σημαίνει τὴν ἀποκατάστασι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ
συνοδικὴ καταδίκη τῆς αἱρέσεως».
Ἐδῶ
γίνεται σαφές, ὅτι μέχρι τὴν ἀναλαμπὴ τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ αἱρετικοὶ εἶναι μὴ
κεκριμένοι καὶ ἐντὸς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ ἕνα σῶμα δὲν
γίνεται νὰ διωχθεῖ καὶ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ πρώην του κατάσταση. Ἡ σύνοδος πρέπει
νὰ ἀποκόψει τὸ σαπρὸ μέλος ποὺ μέχρι τὴν κρίση ἀπὸ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας
παραμένει ὡς μέλος, σαπρὸν μὲν ἀλλὰ μέλος, ἐντός Της. Ἄρα λοιπόν, οἱ αἱρετικοὶ
εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ψευδεπίσκοποι, ἀλλὰ πρόεδροι τῆς ἱερατικῆς
συνάξεως-τοπικῆς Ἐκκλησίας (ὅπως λέγει ὁ ΙΕ΄ Κανόνας) καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ
περισσότερο ἐπικίνδυνοι, ὡς μὴ διακρινόμενοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξων φρονημάτων ἱερωμένους,
καὶ οὔτε ἐκκλησιαστικὰ διὰ τῶν διαμαρτυρομένων ἢ διὰ τῶν ἀποτειχισμένων ἔχει
καταδικαστεῖ ἡ αἵρεση καὶ οἱ αἱρετικοί, οὔτε συνοδικά, ἀφοῦ δὲν ἔχει συγκληθεῖ
πρὸς τοῦτο σύνοδος.
Στὴν
σελ. 85 γράφει: «Στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία οἱ ὁμάδες τῶν αἱρετικῶν ζοῦν ξεχωριστὰ
ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους, ἔχουν διαφορετικοὺς ναοὺς καὶ διαφορετικὸ ἱερατεῖο, τὰ
πράγματα εἶναι πιὸ ἁπλά, καὶ εὔκολα μπορεῖ νὰ ἀποφευχθῆ κάθε ἐκκλησιαστικὴ
ἐπικοινωνία μὲ αὐτούς. (σσ.
Καὶ γι’ αὐτοὺς ἀκριβῶς μιλᾶ στὸ «Πηδάλιο» ὁ ἅγιος Νικόδημος: Γιὰ
καταδικασμένους αἱρετικούς, ἢ γιὰ αἱρετικοὺς ποὺ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
καὶ ἀποτελοῦν δική τους ὁμάδα, ὅπως δὲν συμβαίνει μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, μετὰ τῶν
ὁποίων συμφύρονται οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ μὲ τὴ δική του εὐλογία, τοῦ π. Εὐθυμίου, ἀφοῦ
ἐκεῖ τοὺς ἐπιτρέπει νὰ παντρευτοῦν, κάτι ποὺ δὲν γινόταν, π.χ. μὲ τοὺς Δονατιστὲς
τοῦ «Πηδαλίου»). Τὸ μόνο
πρόβλημα στὴν περίπτωσι αὐτὴ εἶναι, ὅταν οἱ ὀρθόδοξοι ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες,
ἐγκαταλείποντας τὴν ἀλήθεια, προσφύγουν δουλικῶς στοὺς αἱρετικούς, χάριν ἰδιοτελῶν
συμφερόντων, ὅπως γίνεται στὶς ἡμέρες μας μὲ τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ».
Ἐδῶ βλέπουμε
ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος κάνει ὀρθότατα μία διαφοροποίηση μεταξὺ κεκριμένων αἱρετικῶν,
π.χ. τοὺς παπικούς, καὶ μὴ κεκριμένων ἐντὸς Ἐκκλησίας αἱρετικῶν, τοὺς Οἰκουμενιστές.
Καὶ σωστὰ ἐπισημαίνει, ὅτι γιὰ τὸν πιστὸ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ διακρίνει τοὺς
δεύτερους σὲ σχέση μὲ τοὺς πρώτους ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀκόμα, μέχρι τὴν καταδίκη
τους λειτουργοῦν ὡς «ὀρθόδοξοι ἐκκλησιαστικοὶ
ἡγέτες». Γιατί, λοιπόν, ἐξέφρασε στὴν ὁμιλία του μία ἀντίθετη θέση μὲ
αὐτὰ ποὺ ἔγραψε ὡς συμπέρασμα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου; Μήπως τὸ ξέχασε; Πάντως
γεγονὸς εἶναι, ὅτι δὲν ἔλεγε πάντα τὰ ἴδια, ὅπως ἰσχυρίζονται κάποιοι.
Μὴν
ξεχνᾶμε ἐπίσης, ὅτι τὴν ἴδια μὲ τὰ παραπάνω γνώμη ἐξέφρασε πρὶν ἀπὸ τὸν ἅγ.
Θεόδωρο καὶ ὁ Μ. Βασίλειος. Στὴν πρὸς «Δυτικοῖς» ἐπιστολή του ὁ Μ. Βασίλειος, γράφει:
«Λοιπόν, τὸ μὲν θρασὺ καὶ
ἀναίσχυντον τμῆμα τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν, ἀφοῦ φανερῶς ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας, παραμένει εἰς τὴν πλάνην του, ἀλλ’ ὀλίγον μᾶς βλάπτει,
διότι ἡ ἀσέβειά των εἶναι φανερὰ εἰς ὅλους. Ὅσοι ὅμως εἶναι ἐνδεδυμένοι μὲ
δέρμα προβάτου καὶ ἐμφανίζουν ἐξωτερικόν (βίον) ἥμερον καὶ πρᾶον, ἐνῶ ἐσωτερικῶς
κατασπαράσσουν ἀνηλεῶς τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, μάλιστα διότι ἔχουν ἀρχικῶς
προέλθει ἀπὸ ἡμᾶς, εὐκόλως προξενοῦν βλάβην εἰς τοὺς ἁπλουστέρους, αὐτοί
(κυρίως) εἶναι ἐπικίνδυνοι καὶ δύσκολοι εἰς τὸ νὰ προφυλαχθῇ κανεὶς ἀπὸ αὐτούς:
(Οἱ δὲ τὴν δορὰν τοῦ προβάτου περιβεβλημένοι καὶ τὴν ἐπιφάνειαν ἥμερον προβαλλόμενοι
καὶ πραεῖαν, ἔνδοθεν δὲ σπαράσσοντες ἀφειδῶς τὰ Χριστοῦ ποίμνια καὶ διὰ τὸ ἐξ ἡμῶν
ὡρμῆσθαι εὐκόλως ἐμβάλλοντες βλάβην τοῖς ἁπλουστέροις, οὗτοί εἰσιν οἱ χαλεποὶ
καὶ δυσφύλακτοι). Αὐτοί (ἀκριβῶς), ζητοῦμεν ἀπὸ τὴν τελειότητά σας, νὰ
γνωστοποιηθοῦν δημοσίως εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, ὥστε ἤ, ἂν ὀρθοποδήσουν
(εἰς τὴν ἀλήθειαν), νὰ ἀνήκουν εἰλικρινῶς μαζί μας (σσ. ἀπόδειξη
ὅτι ἀκόμα ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία), ἤ, ἐὰν παραμείνουν διεστραμμένοι, νὰ
διατηροῦν μεταξύ των μόνον τὴν βλάβην, χωρὶς νὰ δύνανται ἐξ αἰτίας τῆς ἀπροφυλάκτου
ἐπικοινωνίας (μαζί των) νὰ μεταδίδουν τὴν ἀσθένειάν των εἰς ὅσους τοὺς
πλησιάζουν». Εἶναι ὅμως ἀνάγκη νὰ μνημονεύσωμεν αὐτοὺς ὀνομαστικῶς, ὥστε καὶ σεῖς
οἱ ἴδιοι νὰ γνωρίσετε ποῖοι κάμνουν ταραχὰς μεταξύ μας, ἀλλὰ καὶ νὰ κάμετε τοῦτο
φανερὸν εἰς τὰς Ἐκκλησίας σας. Διότι ὁ ἰδικός μας βεβαίως λόγος φαίνεται εἰς τοὺς
πολλοὺς ὕποπτος, ὅτι δῆθεν ἕνεκα μερικῶν προσωπικῶν διαφορῶν προτιμῶμεν νὰ
δεικνύωμεν ἀπέναντί των στάσιν μικρόψυχον (καὶ φιλόνικον)». (Μ.
Βασιλείου, Τοῖς Δυτικοῖς, ἐπιστ. σξγ΄, Ἐκδ. «Ὠφελίμου Βιβλίου», (μτφρ. Μπιλάλη
Νικόδημου, ὅπ. παρ., κεφ. 2, σελ. 124-125).
Καὶ σὲ ἄλλη
ἐπιστολὴ γράφει ὁ Μ. Βασίλειος μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα:
«Τὰ μὲν οὖν παρὰ τῶν Ἀρειανῶν
ἔκπαλαι κατὰ τῆς Ἐκκλησίας σκευωρούμενα, εἰ καὶ πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ κατὰ πᾶσαν
διαβεβοημένα τὴν οἰκουμένην, ἀλλ' οὖν φορητὰ ἡμῖν ἐστι διὰ τὸ παρὰ φανερῶν ἐχθρῶν
καὶ πολεμίων τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας γίνεσθαι· οὓς ὅταν μὴ ποιήσωσι τὰ συνήθη,
θαυμάζομεν, οὐχ ὅταν μέγα τι καὶ νεανικὸν κατὰ τῆς εὐσεβείας τολμήσωσι. Λυπεῖ δὲ
ἡμᾶς καὶ ταράσσει τὰ παρὰ τῶν ὁμοψύχων καὶ ὁμοδόξων γινόμενα» (Μ.
Βασιλείου, Πρὸς Πέτρον Ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας, ἐπιστ. σξϚ΄, κεφ. 1, στιχ.
12-20, σελ. 136).
Ἡ
μετάφραση (μ. Μπιλάλη Νικοδήμου):
«Ὅσα λοιπὸν ἀφ’ ἑνὸς
δολιεύονται οἱ Ἀρειανοὶ ἀνέκαθεν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, μολονότι εἶναι πολλὰ
καὶ μεγάλα καὶ διατυμπανισμένα εἰς ὅλην τὴν Οἰκουμένην, παρὰ ταῦτα μᾶς εἶναι ὑποφερτά,
λόγῳ τοῦ ὅτι γίνονται ἀπὸ φανεροὺς ἐχθροὺς καὶ πολεμίους τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας.
Μάλιστα τοὺς θαυμάζομεν, ὅταν δὲν κάνουν ὅ,τι συνηθίζουν καὶ ὄχι ὅταν τολμήσουν
κάτι σοβαρὸν καὶ θρασὺ ἐναντίον τῆς εὐσεβοῦς πίστεως. Ἀφ’ ἑτέρου ὅμως μᾶς λυποῦν
καὶ μᾶς ταράσσουν ὅσα γίνονται ἀπὸ τοὺς ὁμοψύχους καὶ ὁμοδόξους (σσ.
πάλι ἡ ἀπόδειξη ὅτι ἀκόμα ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία)». (Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Ἡ Πατερικὴ στάση
στοὺς Θεολογικοὺς Διαλόγους", Σημάτη Παναγιώτη).
Συνεχίζω
μὲ τὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου. Τὰ ἴδια ἀναφέρονται καὶ στὶς σελ. 114-115:
«Καιρὸς αἱρέσεως ἐννοεῖται
κάθε περίοδος χρονικὴ κατὰ τὴν ὁποία ἀναφύρεται μία αἵρεσις, μέχρις ὅτου
καταδικασθῆ τελεσιδίκως ἀπὸ ὀρθόδοξο σύνοδο… ἡ αἵρεσις μέχρι σήμερα ὄχι
μόνο δὲν κατεδικάσθη, ἀλλὰ διαρκῶς ὡς λοιμικὴ νόσος ἐπεκτείνεται
καὶ τείνει διὰ τῶν Ἐπισκόπων καὶ μέσῳ τοῦ ἱερατείου νὰ ἐπικρατήση καὶ στὸν
λαό».
Τὸ ἴδιο
ἐπιχείρημα παρουσιάζεται καὶ στὴν σελ. 132. Πάλι ἐδῶ φαίνεται ἡ ὀρθότατη ἐπισήμανση,
ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μὴ κεκριμένη καὶ μὴ καταδικασμένη αἵρεση μὲ ἱερεῖς ἐντὸς
Ἐκκλησίας ποὺ μολύνουν τὸ ποίμνιο. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο καὶ ἐμεῖς ἀποτειχιστήκαμε,
ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ διαφυλάξουμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τὴν Ἀλήθεια ἀνόθευτη.
Γεννιέται ὅμως τὸ ἐρώτημα: Γιατί ὁ π. Εὐθύμιος ἀλλάζει τὸ νόημα τῶν λόγων αὐτῶν
καὶ -σὲ ἄλλα σημεῖα- μιλάει γιὰ μὴ διάκριση αἱρετικῶν καὶ γιὰ μὴ ὕπαρξή τους ἐντὸς
τῆς Ἐκκλησίας; Διότι ἂν ἦταν ἔτσι, τότε θὰ ἀνῆκαν στὴν πρώτη κατηγορία αἱρετικῶν,
ὅπως οἱ παπικοί. Δὲν πρόκειται ἐδῶ περὶ τεραστίας ἀνακολουθίας; Δὲν προκαλεῖται
ἔτσι σύγχυση στὸ ποίμνιο;
Στὴν σελ.
138 ἐπαναλαμβάνεται ὅτι ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου (βιβλίο σελ. 160)
παρουσιάζοντας τὴν σθεναρὴ θέση τῶν πατέρων ἐνάντια στὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα:
«ἀλυσιτελὲς γὰρ ἡμῖν,
φασίν, τοῖς ἤδη κατεγνωσμένοις καὶ αὖθις προσομιλεῖν».
Ἐπαναλαμβάνω:
Ἐδῶ φαίνεται ξεκάθαρα ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας: οἱ Ἅγιοι ποὺ ἀντιμίλησαν στὸν αὐτοκράτορα,
εἶχαν αὐστηρότερη στάση ἀπὸ ἄλλες φορές, γιατί μιλοῦσαν σὲ ἤδη
κεκριμμένους (τοῖς ἤδη κατεγνωσμένοις» δηλ. αὐτοὺς
ποὺ ἔχουν ἤδη καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενική). Ὁ π. Εὐθύμιος ὅμως, θὰ ἐπαναλάβω,
εἶπε στὴν ὁμιλία του, ὅτι δὲν ὑπάρχουν κεκριμμένοι καὶ μὴ κεκριμμένοι ἀλλὰ ὅτι ἡ
διάκριση αὐτὴ εἶναι διάκριση τῶν καιρῶν μας καὶ ἐννοεῖται ὄχι πατερική. Ἄρα αὐτὸ
καταλογίζεται ὡς κακοδοξία, ὅσων ὑποστηρίζουν μὲ βάση τὴν ἀποδοχὴ ὑπάρξεως μὴ
κεκριμένων αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία τὴν ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων στηριζόμενοι
στα πατερικά κείμενα.
Ἐπίσης
εἶπε:
«Ἔλεγε λοιπὸν γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς τῆς
ἐποχῆς του, τοὺς μοιχειανοὺς καὶ τοὺς Εἰκονομάχους, οἱ ὁποῖοι στὴν ἐποχή του δὲν
εἶχαν καταδικαστεῖ ἀκόμα. Ὅταν κοιμήθηκε ὁ ἅγιος Θεόδωρος δὲν εἶχε γίνει ἀναστήλωσι
τῶν Ἁγίων Εἰκόνων».
Κατὰ τὰ
παραπάνω λόγια τῶν Ἁγίων ἡ θέση του αὐτὴ δὲν στέκει, γιατὶ ναὶ μὲν ἡ ἀναστήλωση
τῶν εἰκόνων ἦταν ἡ τελικὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε δεκαετίες ἀργότερα, ἀλλὰ καὶ
ὁ μοιχοζεύκτης εἶχε ἀπὸ τὸν ἅγιο Ταράσιο καθαιρεθεῖ καὶ ὑπῆρχε ἡ καταδίκη τῆς
Ζ΄ Οἰκουμενικῆς γιὰ τοὺς Εἰκονομάχους.
Στὴν
σελ. 169 γράφει:
«Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία παρέμεινε
χωρὶς σχίσμα καὶ ἐλάττωμα καὶ θὰ παραμείνει ἔτσι μέχρι τέλους, διότι ἀποπέμπονται
καὶ ἀπομακρύνονται ἀπὸ αὐτὴν ὅλοι ὅσοι φρονοῦν ἢ πράττουν διεστραμμένα».
Ἄρα, ὅπως
καὶ γιὰ μᾶς, ἔτσι ἐδῶ(!) καὶ γιὰ τὸν π. Εὐθύμιο ἡ σύνοδος εἶναι αὐτὴ ἡ ἔκφραση
τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀποπέμπει/ἀποκόπτει καὶ ἀπομακρύνει τὰ σαπρὰ μέλη Της γιὰ νὰ
καοῦν στὴν πυρὰ (ἐννοεῖται ἡ πυρὰ ποὺ ἀνέφερε ὁ Κύριος) καὶ νὰ παραμείνει ἔτσι ἡ
Ἐκκλησία ἀμόλυντη. Πῶς τότε ὑπερασπίζει σήμερα τὰ ἀντίθετα; Πῶς ὀνομάζει
«δολοφόνους τῆς ἀλήθεια» ὅσους δέχονται ὅσα σωστὰ ἐδέχετο πρὶν λίγα χρόνια καὶ
αὐτός; Ποιοί τὸν ἐπεισαν ἢ γιατὶ ἄλλαξε γνώμη; Μήπως ἀνακάλυψε κάποιο ἄλλο ξεκάθαρο
κείμενο τοῦ Ὁσίου; Ἂν ναί, θὰ πρέπει νὰ μᾶς τὸ παρουσιάσει.
Τὸ ὅτι
οἱ αἱρετικοὶ μέχρι τὴν καταδίκη τους εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας δηλώνεται ἀκόμα
πιὸ ξεκάθαρα στὴν σελ. 178. Παραθέτω τὸ κείμενο ἄνευ σχολίου, διότι εἶναι ἀπὸ
μόνο του ἄκρως ἀποδεικτικό:
«Πρέπει νὰ ἐπισημανθῆ ὅτι δὲν μιλοῦμε
διὰ τὴν ἑνότητα μὲ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι καταδικασμένοι καὶ ἀποκομμένοι
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία… ἀλλὰ διὰ τοὺς αἱρετικοὺς οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται μέσα στὴν Ἐκκλησία
εἴτε ὡς Ἐπίσκοποι… εἴτε ὡς κληρικοὶ ἢ λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἀκολουθοῦν καὶ τοὺς
ἀναγνωρίζουν… Αὐτὲς οἱ αἱρέσεις οἱ ὁποῖες δημιουργοῦνται μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας,
εἶναι ἴσως οἱ χειρότερες, διότι ἀλλοιώνουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ τὴν Παράδοσι
ἔσωθεν καὶ διότι δύσκολα πολεμοῦνται».
Τὰ ἴδια
ἀναφέρονται καὶ στὶς σελ. 210, 211, 212, 213, 217 («ἕως ὅτου… θὰ κριθοῦν ἀπὸ ὀρθόδοξο Σύνοδο», 221), («Ὅταν πάλι ἐπικρατεῖ ἡ αἵρεσις, καὶ δὲν ἔχει
καταδικασθῆ ἐπισήμως καὶ τελεσιδίκως ἀπὸ ὀρθόδοξο σύνοδο… μέσα στὴν Ἐκκλησία»,
222), («ἕως τῆς παρουσίας ὀρθοδόξου
Συνόδου», 236), («οἱ
συνάξεις τῶν πατέρων δὲν εἶναι ἡ κανονικὴ ὀρθόδοξος σύνοδος διότι οἱ αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι
εὑρίσκοντο στοὺς θρόνους των» 272), («ἀλλὰ συνοδικῶς, μὲ νόμιμο καὶ ἐκκλησιαστικὸ τρόπο», 344,
347, 352), («νὰ συγκληθῆ Σύνοδος, ἡ
ὁποία θὰ καταδικάση δημοσίως καὶ ἐκκλησιαστικῶς τὴν αἵρεσι» 353, 354).
Πάνω σὲ
αὐτὰ ἂς δοῦμε τὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος γράφει: «Πρέπει
νὰ ἠξεύρωμεν, ὅτι τὰ ἐπιτίμια ὁποῦ διορίζουν οἱ Κανόνες, ἤγουν τὸ "καθαιρείσθω",
τὸ "ἀφοριζέσθω", καὶ τὸ "ἀνάθεμα ἔστω", αὐτά, κατὰ τὴν
γραμματικὴν τέχνην, εἶναι γʹ. προσώπου προστακτικοῦ, μὴ παρόντος. Εἰς τὸ
ὁποῖον διὰ νὰ μεταδοθῇ ἡ προσταγὴ αὕτη, ἐξ ἀνάγκης χρειάζεται νὰ εἶναι βʹ. πρόσωπον
παρόν. Τὸ ἐξηγῶ καλλιώτερα. Οἱ Κανόνες προστάζουσι τὴν Σύνοδον τῶν ζώντων ᾿Επισκόπων,
νὰ καθαίρουν τοὺς ἱερεῖς, ἢ νὰ ἀφορίζουν, ἢ νὰ ἀναθεματίζουν τοὺς λαϊκούς, ὁποῦ
παραβαίνουν τοὺς Κανόνας. Ὅμως ἄν ἡ Σύνοδος δὲν ἐνεργήσῃ ἐμπράκτως τὴν καθαίρεσιν
τῶν ῾Ιερέων, ἢ τὸν ἀφορισμόν, ἢ τὸν ἀναθεματισμὸν τῶν λαϊκῶν, οἱ ἱερεῖς αὐτοί,
καὶ οἱ λαϊκοί, οὔτε καθῃρημένοι εἶναι ἐνεργείᾳ, οὔτε ἀφωρισμένοι ἢ ἀναθεματισμένοι.
Ὑπόδικοι ὅμως, ἐδῶ μὲν εἰς τὴν καθαίρεσιν καὶ ἀφορισμὸν ἢ ἀναθεματισμόν,
ἐκεῖ δὲ εἰς τὴν θείαν δίκην... Ὅθεν σφάλλουσι μεγάλως ἐκεῖνοι οἱ ἀνόητοι, ὁποῦ
λέγουσιν, ὅτι εἰς τοὺς παρόντας καιροὺς ὅλοι οἱ παρὰ Κανόνας χειροτονηθέντες ἱερωμένοι,
εἶναι ἐνεργείᾳ καθῃρημένοι. Ἱεροκατήγορος γλῶσσα εἶναι ἐκείνη ὁποῦ ἀνοήτως τὰ
τοιαῦτα λόγια φλυαρεῖ, μὴ νοοῦσα, ὅτι, ἡ προσταγὴ τῶν Κανόνων, χωρὶς τὴν ἔμπρακτον
ἐνέργειαν τοῦ βʹ. προσώπου, ἤτοι τῆς Συνόδου, εἶναι ἀτέλεστος, ἀμέσως καὶ πρὸ
κρίσεως μὴ ἐνεργοῦσα καθ᾿ ἑαυτήν. Αὐτοὶ οἰ ἴδιοι θεῖοι Ἀπόστολοι φανερὰ ἐξηγοῦσι
τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὸν ΜϚʹ Κανόνα τους, ἐπειδὴ δὲν λέγουσι πῶς ἤδη εὐθὺς ἐνεργείᾳ
εὑρίσκεται καθῃρημένος, ὅποιος Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος δεχθῇ τὸ τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα,
ἀλλὰ "καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν", ἤγουν νὰ παρασταθῇ εἰς κρίσιν,
καὶ ἂν ἀποδειχθῇ πῶς τοῦτο ἔκαμε, τότε ἂς γυμνωθῇ μὲ τὴν ἰδικήν σας ἀπόφασιν ἀπὸ
τὴν Ἱερωσύνην, τοῦτο προστάσσομεν» (Ὑποσημείωση
1 στὸν Γ΄ Ἀποστολικὸ Κανόνα).
Καὶ γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι αὐτὰ ἰσχύουν
μόνο γιὰ τὰ ἄλλα ἁμαρτήματα, παραθέτω τὴ γνώμη Ἁγίου, ποὺ τὰ ἐφαρμόζει στοὺς αἱρετικούς.
Γράφει ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος ὁ Πάριος (καὶ
ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ καὶ τοὺς προαναφερθέντας καὶ σχετικοὺς μὲ τὸ θέμα λόγους τοῦ
Βουλησμᾶ, ἀλλὰ καὶ τὰ σχετικὰ περὶ Σιμωνίας):
«Μὴ
γὰρ ἐνεργείᾳ καθηρημένοι, οἱ καθαιρέσεως ἔνοχοι, ἐνεργοῦσαν ἔχουσιν, ἴσα
τοῖς ἀθώοις, τὴν τῆς Ἱερωσύνης δύναμιν. Κατὰ γὰρ τὸ Χρυσοστομικὸν ἀξίωμα, οὐ
πάντας μὲν χειροτονεῖ ὁ Θεὸς, διὰ πάντων δὲ ἐνεργεῖ. Δείκνυται δὲ τοῦτ᾿ αὐτὸ
καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων. Καὶ γὰρ ἃ δεσμούσι, δεδεμένα μένουσι, καὶ ἃ λύουσι,
λελυμένα φαίνονται. Καὶ ἅπερ ἁγιάζουσιν ὕδατα, ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἄσηπτα ὁρῶντα
μένοντα. Ἃ δὴ καὶ τῆς ἀληθείας τῆς ἡμετέρας πίστεως, πρὸς τὰς ἑτεροδόξους θρησκείας, ἀπόδειξις ἀναντίῤῥητος
γίνεται» (Ἐπιτομὴ
τῶν θείων τῆς Πίστεως Δογμάτων, Λειψία, 1806, σελ. 378).
Σὲ
συμφωνία, λοιπόν, μὲ τὸν ἅγ. Νικόδημο ὁ ἅγ. Ἀθανάσιος μᾶς λέγει ὅτι οἱ ἔνοχοι
καθαιρέσεως δὲν εἶναι κυριολεκτικὰ καθηρημένοι καὶ ἔχουν ἐνεργοῦσα ἀκόμα τὴν
δύναμη τῆς Ἱερωσύνης μέχρι στὴν συνοδικὴ ἀπόφαση γιὰ τὴν καθαίρεσή τους, τὸ ἴδιο
μὲ τοὺς ἀθώους, παρόλο ποὺ δὲν εἶναι ἀθώοι.
γ) Περὶ ἐρωτήσεως, ἂν οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι μέχρι τῆς καταδίκης
τους ἐντὸς ἐκκλησίας καὶ περὶ ἐκκλησιολογίας.
Ἡ τρίτη
παράγραφος τῆς κριτικῆς αὐτῆς ἐξετάσεως ἔχει νὰ κάνει ἄμεσα μὲ τὶς δύο
προηγούμενες. Διότι ἐὰν οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν ἔχουν Μυστήρια, τότε
δὲν βρίσκονται ἐντὸς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἐκτὸς Αὐτῆς Μυστήρια δὲν ὑπάρχουν
καὶ δὲν παίζει τότε κανέναν ρόλο ἂν εἶναι συνοδικὰ κεκριμένοι ἢ μὴ
κεκριμένοι. Ἐὰν ὅμως ἔχουν Μυστήρια, τότε βρίσκονται ὡς σεσηπότα
μέλη μέχρι τὴν συνοδική τους κρίση καὶ καταδίκη ἐντὸς Ἐκκλησίας (πράγμα
πού, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἔχει γράψει καὶ ὁ π. Εὐθύμιος, οὐκ ὀλίγες
φορές), χωρὶς φυσικὰ Αὐτὴ νὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ἀλάθητη καὶ ἀμόλυντη, ἀφοῦ ἡ ὕπαρξη
ὀρθοδόξων πιστῶν ποὺ δὲν ἀποδέχονται τὶς κακοδοξίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ἀποτείχιση
τῶν πιστῶν ἀπὸ τὴν αἵρεση, διατηρεῖ τὴν Ἀλήθεια καὶ ἀπομονώνει τὰ μολύνοντα μέλη,
μέχρι τὴν ἴαση ἢ τὴν ἀποκοπή τους.
Ἡ ἀποτείχιση,
λοιπόν, διατηρεῖ τὴν ἀλήθεια. Δὲν καθιστᾶ τὰ Μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἄκυρα οὔτε
τοὺς ἐκβάλλει ἐν εἴδει συνόδου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Τοὺς ἀπομονώνει, τοὺς ἀποτειχίζει
ὥστε νὰ μὴν μολύνουν τοὺς πιστοὺς μέχρι νὰ δικαστοῦν ἀπὸ Σύνοδο καὶ ἂν δὲν
μετανοήσουν νὰ καταδικαστοῦν.
Θὰ ἀρχίσω
πάλι μὲ κάποια παραδείγματα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καὶ διδασκαλία.
Ὁ
πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ εἶχε
ὑπογράψει ἀπὸ ἁπλότητα ἕνα κείμενο μὲ αἱρετικὲς θέσεις. Τότε «Οι μοναχοί της χώρας μη
ανεχόμενοι της εκκλησιαστικής κοινωνίας με αυτόν διέκοψαν την εκκλησιαστική
κοινωνία με αυτόν (αποτειχίστηκαν) μαζί με τμήμα λαού» (ΑΠΑΝΤΗΣΗ-ΣΧΟΛΙΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΥ
ΕΟΡΔΑΙΑΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΑΥΞΩΝΙΔΗ... ΓΡΑΦΕΙ Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΙΖΟΣ). Γεννιοῦνται
λοιπόν, τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα μὲ αὐτονόητες ἀπαντήσεις: Εἶχε ὁ ἅγ. Γρηγόριος, ἐπειδὴ
καὶ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀποτειχίστηκαν ἀπὸ αὐτὸν μοναχοὶ καὶ λαϊκοί, ἄκυρα Μυστήρια;
Εἶχε πάψει ὁ ἅγ. Γρηγόριος λόγῳ τῆς ὑπογραφῆς τοῦ κειμένου καὶ τῆς ἀποτειχίσεως
τῶν μοναχῶν καὶ λαϊκῶν νὰ εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας; Ὅποιος δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ
τὸν Ἅγιο, ἦταν κι αὐτὸς ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Θὰ ἀπαντήσουμε τὸ αὐτονόητο· φυσικὰ ὄχι!
Εἶναι
χαρακτηριστικό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τά Πρακτικά τῆς δ΄ Συνεδρίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Ἐκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νά
θέτουν, δηλαδή, τόν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπί τήν λυχνίαν» γιά νά λάμπη σέ ὅλους
πού βρίσκονται στήν οἰκία καί νά μήν τόν κρύπτουν «ὑπό τόν μόδιον». Μέ αὐτόν τόν
τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τόν Κύριο, νά βαδίζουν ἀπροσκόπτως τόν
δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες
«πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι,
καί τό σεσηπός μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι καί τό πτύον κατέχοντες,
τήν ἅλωνα καθαίρουσι καί τόν σῖτον, ἤτοι τόν τρόφιμον λόγον, τόν στηρίζοντα
καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τό δέ ἄχυρον
τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ῥίψαντες κατακαίουσι πυρί ἀσβέστῳ».
Καὶ στὴν
ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας διαβάζουμε:
«τῇ σφενδόνῃ τῇ τοῦ Πνεύματος,
ἐκσφενδονήσαντες, τοῦ τῆς Ἐκκλησίας πληρώματος πεσόντας ὡς πρὸς θάνατον,
καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας», «τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος ὡς σεσηπότα μέλη ἀπὸ τῆς
ὁλομελείας τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέτεμον», «τὸν δὲ δυσεβῆ καὶ κακόδοξος Ἄρειον καὶ
τοὺς ὁμόφρονας αὐτοῦ ἀναθεμάτισαν, καὶ ὡς μέλη σεσηπότα ἀπέκοψαν τοῦ ὅλου
σώματος τῶν πιστῶν» (ἀπὸ τὸ Ὡρολόγιον σελ. 399).
Στὴν ἀκολουθία
τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου ψέλνουμε:
«Γεωπονήσας τῇ γλώσσῃ Θεηγόρε, καρδίας
ταῖς αὔλαξι σπόρον τὸν ἔνθεον, Θεολογίας ἐπλούτισας, τῆς ἀνωτάτω, τῆς Ἐκκλησίας
ἅπαν τὸ πλήρωμα, ἐντεῦθεν ζιζάνια πυρὶ τοῦ Πνεύματος, τὰ τῶν αἱρέσεων ἔφλεξας,
φιλοσοφίας, τῆς θεϊκῆς τρεφόμενος ἔρωτι, πάτερ πατέρων, καὶ ποιμὴν ποιμένων καὶ
δόξα πιστῶν, ἱερέων φωστήρ, οἰκουμένης τὸ κλέος, παμμακάριστε Γρηγόριε».
Ἐδῶ
βλέπουμε ὅτι ὁ ὑμνογράφος μιλάει τόσο γιὰ ζιζάνια δηλ. αἱρέσεις, ὅσο καὶ γιὰ τὸ
ὅτι τὰ ζιζάνια αὐτὰ ἀνῆκαν στὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας («ἐντεῦθεν») καὶ τὰ ὁποῖα
κατέκαυσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ φυσικὰ ὡς πρόεδρος τῆς
Β΄ Οἰκουμενικῆς.
Μὲ τὰ
παραπάνω γίνεται σαφές, ὅτι ἐντὸς Ἐκκλησίας παρουσιάστηκαν κατὰ καιροὺς ἀπὸ τὸν
πολέμιο Της τὸν διάβολο, ἄνθρωποι αἱρετικοὶ ποὺ θέλησαν νὰ ἀλλοιώσουν ἢ νὰ ἀκυρώσουν
τὸν θεανθρώπινο χαρακτῆρα Της. Ἡ Ἐκκλησία τοὺς ἀνέχτηκε ἀνάλογα μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ γιὰ κάποιο καιρό, μὲ σκοπὸ τὴν ἴασή τους καὶ τὴν σωτηρία τους, ἀλλὰ καὶ πρὸς
δοκιμὴν τοῦ ποιμνίου Της καὶ πρὸς ἀνάδειξη τῶν Ἁγίων Της. Ὅταν ὅμως ὁ καιρὸς αὐτὸς
ἔφτασε στὰ ὅρια ποὺ ἀποφάσισε ὁ Θεὸς («ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ὑμῖν»), τότε
μὲ συνοδικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀπόφαση τὰ μέλη αὐτὰ ἀποκόπηκαν/ἐκσφενδονήσθηκαν ἀπὸ
τὸ πανάγιο σῶμα Της, νεκρώθησαν καὶ μόνο μὲ ἀληθινὴ μετάνοια δύνανται νὰ
ξαναγίνουν δεκτά.
Ὁ
πατριάρχης Κων/πόλεως ἅγ. Νικηφόρος ἔγραψε στὸν Πάπα Ρώμης Λέοντα Γ΄
πληροφορώντας τον γιὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὰ ἑξῆς:
«ἀπεβάλομεν [σσ. ἡ Σύνοδος]
τῆς Ἐκκλησίας τοὺς παροράσει Θεοῦ ἱερατικῶν θρόνων ἄρξαντας» (PG
τ. 100, στλ. 193C /Σ.Μ.Π.Σ. τ. Β´, σελ. 914α).
Ἄρα μέχρι τὴν ἀποβολή
τους ἀπὸ τὴν Σύνοδο οἱ εἰκονομάχοι ἦταν σεσηπότα μέλη τῆς Ἐκκλησίας «παροράσει Θεοῦ ἱερατικῶν θρόνων ἄρξαντες».
Ἂς ξαναδοῦμε τὰ
παραπάνω παίρνοντας παράδειγμα πάλι τὸν ἅγ. Νεκτάριο καὶ πάλι τὸν ἅγ. Νικόδημο
τὸν Ἁγιορείτη.
Γράφει ὁ ἅγ. Νεκτάριος:
«Ὁ ποιμήν, χρεωστεῖ νά φυλάττῃ τά ἴδια
πρόβατα ἀπό τά στόματα τῶν λύκων· ὅταν ἀπομακρυνθῶσι τῆς μάνδρας, νά τρέχῃ ὀπίσω
αὐτῶν ἐπιπόνως, διά νά τά ἐπιστρέψῃ· ἄν χαθῇ κανένα, νά εἰσέλθῃ στά δάση καί
τούς δρυμούς, νά ἀναβῇ τά ὄρη καί τούς βουνούς, νά πατήσῃ τάς ἀκάνθας καί τούς
τριβόλους, ὥστε νά τό εὕρῃ· ἀφ’ οὗ τό εὕρη, περιχαρής καί φαιδρός νά τό βάλῃ ἐπί
τῶν ὤμων αὐτοῦ, καί νά τό φέρῃ εἰς την ποίμνην ὁμοῦ μέ τά ἄλλα. Χρεωστεῖ τό
ποίμνιον ὅλον νά τό διεξάγῃ εἰς νομάς σωτηρίους, καί νά τό κρατῇ μακράν ἀπό τάς
δηλητηριώδεις βοτάνας τῆς αἱρέσεως, μακράν ἀπό τά θολερά ὕδατα τῆς κακοδοξίας.
Τοιουτοτρόπως δέ τό διεξάγει· παρορμῶν τά πρόβατα ἤ ἀνακαλούμενος, προτρέπων
ἤ ἀποτρέπων, κινῶν ἤ διαναπαύων, ἀπειλῶν ἤ θέλγων, μέ τόν πνευματικόν τῆς
σωτηρίου διδασκαλίας αὐλόν, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν πρέπει νά λείπῃ ἀπό τό στόμα του.
Εἶναι λοιπόν φανερόν ὅτι δυσχερεστέρα καί ἐπιπονωτέρα γίνεται ἡ τοιαύτη
ποιμαντορία, ἐκεῖ ὅπου πλεονάζουσιν ἤ τά νερά τά νοσερά και δυσώδη, ἤ αἱ
βοτάναι αἱ φαρμακεραί καί νοσώδεις, ἤ αἱ φάραγγες αἱ κρημνώδεις καί δασεῖαι καί
ἄγριαι, ἤ οἱ λύκοι καί τά ἄλλα θηρία τά αἱμοβόρα καί σπαρακτικά»
(«Σχεδίασμα περὶ τῆς ἀνεξιθρησκείας» σελ. 22). Οἱ τελευταῖες ὑπογραμμισμένες
ἐκφράσεις τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται σὲ αἱρετίζοντες καὶ πλανεμένους ἐντὸς (ἀκόμα) Ἐκκλησίας,
γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἔργο τοῦ ὀρθοδόξου ποιμένος εἶναι δυσχερέστατο.
Ἡ παραπάνω
διδασκαλία τοῦ ἁγ. Νεκταρίου εἶναι ἁπολύτως σύμφωνη μὲ τὴν διαχρονικὴ
διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ὅπως θὰ φανεῖ ἀπὸ τὸ παρακάτω κείμενο περὶ Νεστορίου καὶ
τὴν ἀντιμετώπισή του ἀπὸ τὸν ἅγ. Κύριλλο
καὶ ἅγ. Κελεστῖνο:
«Ὁ Νεστόριος ἔχει ἤδη
κηρύξει ἐπ’ ἐκκλησίᾳ τὴν αἵρεσή του καὶ ἐπιμένει σ’ αὐτή, ἔχει καταγγελθεῖ ἀπὸ
λαϊκούς, μοναχοὺς καὶ ἄλλους ἱερωμένους, ἔχουν ἤδη παρέμβει μὲ γράμματά τους
Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοὶ καταδικάζουν τὴν αἵρεση. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι ὁ
Ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος, ὁ ὁποῖος τοῦ γράφει ἐπιστολή. Σ’ αὐτὴν τὸν ἀποκαλεῖ
κατ’ ἀρχὰς ἀδελφό, ἀφοῦ ὁ Νεστόριος κατέχει κανονικὰ τὸν θρόνο τῆς Κων/πόλεως
ὡς Ἐπίσκοπος ποὺ βέβαια ἔχει Μυστήρια καὶ ἐπισκοπικὴ ἐξουσία.
Ταυτόχρονα ὅμως στὴν ἐπιστολή του αὐτὴ τοῦ μιλᾶ αὐστηρότατα καὶ παρουσιάζει μὲ
μελανὰ χρώματα τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα τῆς κακοδοξίας του, καὶ περιγράφει σ’
αὐτὴν τὸν τύπο τοῦ ψευδεπισκόπου.
Τὸ πρώτο ποὺ
ἐπισημαίνει εἶναι ὅτι, ἐνῶ τὸ καθῆκον τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος εἶναι νὰ παρέχει
καθαρὴ εὐαγγελικὴ πνευματικὴ τροφὴ στοὺς πιστούς, αὐτὸς τοὺς
παρέχει ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ! Προχωρώντας γράφει ὅτι, ἐνῶ ὁ καλὸς ποιμένας
ἐπιμελεῖται τῶν προβάτων, αὐτὸς ὡς ψευδοποιμένας ὄχι μόνον δὲν
φροντίζει τὰ πρόβατα, ὄχι μόνο τὰ ἐγκαταλείπει στὴν ἁρπακτικὴ διάθεση τῶν
αἱρετικῶν λύκων, ἀλλ’ ὅτι ὁ ἴδιος κατέστη λύκος γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τοῦ
ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς καὶ τὰ κατασπαράσσει.
Καὶ ρωτᾶ: ποῦ
νὰ καταφύγουν πλέον οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ προφυλαχτοῦν ἀπὸ τὶς κακόδοξες ἰδέες καὶ
νὰ σωθοῦν, ὅταν προσβάλλονται ἀπ’ αὐτὲς καὶ θανατώνονται μέσα στὰ
«ἐκκλησιαστικὰ» περιβάλλοντα, στὶς ἐνορίες τους; Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἐδῶ
ὁμιλεῖ γιὰ κανονικοὺς λειτουργοὺς μὲ αἱρετικὲς ἰδέες. Καὶ ποῦ νὰ βροῦν
ἀσφάλεια, ὅταν ἀντὶ γιὰ προστάτες καὶ βοηθοὺς ποιμένες, ἔχουν μέσα στὸ σπίτι
τους ἁρπακτικὸ λύκο τὸν Πατριάρχη καὶ φυσικὰ τοὺς ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ἱερεῖς
ποὺ τὸν ὑπακούουν; Καὶ ἐνῶ ὁ Κύριος μιλᾶ καὶ γιὰ ἄλλα πρόβατα ποὺ δὲν
εὑρίσκοντο τότε στὴν στάνη, ἀλλὰ ἐπρόκειτο κι ἐκεῖνα νὰ προσχωρήσουν στὴν Ἐκκλησία
γιὰ νὰ σωθοῦν, ἐσύ (Νεστόριε) ὄχι ἄλλα δὲν φροντίζεις, ἀλλὰ κι αὐτὰ ποὺ εἶχες,
ἀπὸ ἐσένα τὸν ἴδιο χάνονται-κατασπαράσσονται ἢ καταδιώκονται;
Εἶναι φοβερό,
συνεχίζει, ὅτι σ’ ἐσένα ἐφαρμόζονται τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ ἀπ. Παύλου, ὁ
ὁποῖος εἶπε ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν τάξη τῶν Ποιμένων, ποὺ ἀνήκουν καὶ ἐνεργοῦν ὡς
κανονικοὶ ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας (καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι περισσότερο ἐπικίνδυνοι ἀπὸ
τοὺς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς), θὰ προέλθουν «λύκοι βαρεῖς» ποὺ δὲν θὰ
φροντίζουν τοὺς πιστούς, δὲν θὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸ ποίμνιο, ἀντίθετα θὰ τοὺς
διδάσκουν πράγματα ἀντιευαγγελικά, κακόδοξα καὶ διεστραμμένα, μὲ σκοπὸ νὰ
τοὺς κάνουν ὀπαδούς τους καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὴν ἀπώλεια.
Αὐτὰ θὰ
θέλαμε νὰ τὰ λὲς ἐσύ (Νεστόριε, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος), νὰ τὰ λὲς γιὰ τοὺς
ἄλλους, ὥστε νὰ τοὺς προφυλάξεις ἀπὸ τοὺς λύκους κι ὄχι νὰ λέγονται ἀπὸ ἄλλους
γιὰ σένα. Ποιός δὲν ὑποφέρει καὶ δὲν πονᾶ βλέποντας τὴν περίπτωσή σου· ἀντὶ
δηλ. ἕνας Ἐπίσκοπος νὰ διδάσκει τοὺς ἄλλους, νὰ διδάσκεται αὐτὸς ὅτι ὀφείλει νὰ
εἶναι Χριστιανός! Δῶσε λοιπόν μεγάλη προσοχή, συνειδητοποίησε ποιά (χριστομάχο)
αἵρεση καὶ μὲ ποιόν τρόπο τὴν ὑπηρετεῖς: Προκαλεῖς, διαβάλλεις, κατηγορεῖς τοὺς
Ὀρθοδόξους. Ταιριάζουν αὐτὰ μὲ κάποιον ποὺ κατέχει τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης; Ἢ
νομίζεις ὅτι ἐμεῖς θὰ σὲ λυπηθοῦμε, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐσὺ δὲν ὑπολογίζεις τὴν
σωτηρία τῆς ψυχῆς σου; Ὅτι θὰ σὲ λυπηθοῦμε, ἐσένα ποὺ θέλεις κι ὅσους τώρα
ζοῦν, κι ὅσους θὰ ζήσουν νὰ τοὺς ἀφαιρέσεις τὴ σωτηρία μὲ τὴν διάδοση τῆς
κακοδοξίας σου;
Ἐδῶ εἶναι
ἀπαραίτητο νὰ σημειώσουμε ὅτι πράγματι ὁ Νεστόριος ἀκολούθησε
διδασκαλίες ποὺ πρέσβευε ὁ Ἀπολινάριος καὶ ἡ αἵρεση τοῦ Ἀπολιναρισμοῦ ἦταν
καταδικασμένη: ἀπὸ τοπικὲς Συνόδους τὸ 377, 378, 379 στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν
Ἀντιόχεια καὶ βέβαια ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 381…
Τὸ ὅτι
ἡ καταδίκη μιᾶς αἱρέσεως δὲν σημαίνει ὅτι ὁ αἱρετικὸς παύει νὰ ἔχει τὴν
ἱερατική του ἰδιότητα, φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι «στὴν τοπικὴ σύνοδο τῆς Ρώμης
(430) καταδικάστηκε ἡ διδασκαλία τοῦ Νεστορίου, ζητήθηκε ἡ ἀποκήρυξή της μὲ τὴν
ἀπειλὴ καθαιρέσεως» (Φειδᾶ Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 607). Πόσο μᾶλλον ὅταν ἕνας
αἱρετικός, εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, ἕως τῆς ἐκφορᾶς μιᾶς κακόδοξης θέσης,
ἔστω καταδικασμένης ἀπὸ παλαιότερη σύνοδο…
Σὲ μιὰ
ἄλλη ἐπιστολὴ τώρα, πάλι τοῦ Κελεστίνου πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰωάννη,
βλέπουμε ὅτι τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο ἀποκαλεῖ ἱερέα, γιατὶ δὲν εἶχε ἀκόμα
καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο. Εἶναι μικρότερη λέγει, ἡ στενοχώρια γιὰ τοὺς ἐκτὸς
Ἐκκλησίας αἱρετικούς, παρότι ὅταν οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐντὸς τῆς
Ἐκκλησίας. Ὅταν ἡ αἵρεση ὑπάρχει μέσα στὴν «ἱερὰ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία» καὶ
διδάσκεται ἀπὸ ἐν ἐνεργείᾳ ἱερωμένο ἡ θλίψη εἶναι μεγαλυτέρα. Εἶναι μάλιστα
«διπλάσιος ὁ θρῆνος», γράφει συγκεκριμένα, ὅταν αὐτὴ ἡ κακόδοξη διδασκαλία
διδάσκεται στὴν Κων/πολη, «ἐν τῇ μεγίστῃ πόλει», διὰ τὸν λόγον ὅτι ἐκεῖ
«συντρέχει» πλῆθος ἀνθρώπων (ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς αὐτοκρατορίας). Καὶ
ἐπανέρχεται ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Κελεστῖνος ἐπιμένοντας στὴν ἐπισήμανση ὅτι εἶναι
πολὺ χειρότερη ἡ περίπτωση, ὅταν ὁ αἱρετικὸς εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, τελεῖ
τὸ ἁγιαστικὸ καὶ διδακτικὸ ἔργο ποιμένος, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι ψευδοποιμένας.
Τότε τὰ πράγματα εἶναι χειρότερα καὶ ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, γιατὶ ὑπάρχει
σύγχυση στοὺς πιστούς, ἀφοῦ ἕνας αἱρετικὸς «ἐν αὐτῇ τῇ ἀγέλῃ τόπον
ποιμένος ἔχει» καὶ «ἐντὸς αὐτοῦ τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ (αἱρετικά) δορατα
ἀκοντίζηται τῆς ἀσεβοῦς θρησκείας (τουτέστιν τῆς αἱρέσεως). Γι’ αὐτὸ
«συντετάρακται ἡμῶν τὰ σπλάχνα», γιατὶ ὁ αἱρετικὸς ἐπίσκοπος Νεστόριος «ὅστις
δοκεῖ κατέχειν τὴν Ἐκκλησίαν Κων/πόλεως», χύνει τὸ δηλητήριο τῆς αἱρέσεως στὶς
ψυχὲς τῶν πιστῶν.
Ἐπειδὴ
λοιπόν, ἐφ’ ὅσον συνεχίζει ὁ Νεστόριος νὰ βλασφημεῖ κατὰ τῆς ἁγίας Παρθένου
(διδάσκοντας τὸ λαὸ ὅτι εἶναι Χριστοτόκος/ἀνθρωποτόκος κι ὄχι Θεοτόκος) δὲν
εἶναι ἀσφαλὲς γιὰ τὴν πίστη καὶ τὸ λαὸ νὰ συνεχίσουμε τὴν ἀνταλλαγὴ ἐπιστολῶν
μὲ τὸν Νεστόριο (ἔχοντας ἔτσι ἐπικοινωνία μαζί του), γιατὶ αὐτὴ ἡ συνεχιζόμενη
συζήτηση μὲ ἕνα βλάσφημο καὶ ἡ ἐπανάληψη κατὰ τὴν συζήτηση (κατ’ ἀνάγκη γιὰ νὰ
ἀναιρεθοῦν) τῶν βλασφημιῶν του, αὐτὸ εἶναι –λέγει ὁ Κελεστῖνος –ΕΓΚΛΗΜΑ! Γι’
αὐτὸ διακόπτομε τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Νεστόριο καὶ ὅσους τὸν
ἀκολουθοῦν. Καὶ δὲν θὰ κοινωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Νεστόριο,
ἕως ὅτου καταδικάσει ἐγγράφως τὴν αἵρεση ποὺ διδάσκει γυμνῇ τῇ κεφαλῇ επ’
Ἐκκλησίας. Ὅσους δὲ Ὀρθοδόξους ὁ Νεστόριος ἔχει καταστήσει ἀκοινωνήτους ἢ ἔχει
καθαιρέσει, μὲ αὐτοὺς ἐμεῖς θὰ συνεχίζουμε νὰ ἔχουμε κοινωνία… Ἐγὼ (σσ. ὁ ἅγ.
Κύριλλος) λοιπόν, συνεχίζει, τοῦ ἔστειλα καὶ ἕνα πρῶτο, καὶ δεύτερο γράμμα καὶ
«ὡς ἀδελφὸν παρεκάλεσα» τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, νὰ σταματήσει νὰ ἀκολουθεῖ τὶς
κακόδοξες ἰδέες του καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἀποστολικὴ πίστη ποὺ μᾶς ἔχει
παραδοθεῖ. Ἀλλὰ δὲν βοήθησε καθόλου αὐτὴ ἡ καλοδιάθετη ἐνέργειά μου. Ἀντίθετα
αὐτὸς συνέχισε νὰ ὑποστηρίζει καὶ διαδίδει τὴν κακοδοξία του. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ
ὁ Ρώμης Κελεστῖνος ἔγραψε πρὸς τὸν Νεστόριο ἐπιστολές, σὲ πληροφορῶ γιὰ ὅλα
αὐτά, θέλοντας νὰ σὲ ἐξεγείρω «εἰς εὐσεβῆ ζῆλον», ὥστε ὅλοι μαζί (οἱ
Πατριάρχες) νὰ συντονιστοῦμε στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς κακοδοξίας του… Πιὸ κάτω σημειώνει
μὲ ἔμφαση τὸ κακὸ ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοί, καὶ ὅπως θὰ δοῦμε σὲ ὅλα τὰ κείμενα αὐτῆς
τῆς συλλογῆς γιὰ τὴν περίοδο τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ΠΟΥΘΕΝΑ δὲν ὑπάρχει ἀναφορὰ
περὶ ἀκύρων Μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν. Παντοῦ καὶ πάντα ἐπαναλαμβάνεςται ΜΟΝΟ ἡ βλάβη
καὶ ὁ μολυσμὸς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ποὺ λαμβάνουν ὅσοι κοινωνοῦν
μαζί τους. Γράφει ὁ ἅγιος: «Οἱ μὲν γὰρ τῶν αἱρέσεων εὑρεταὶ τοὺς τῆς ἀπωλείας σφίσιν
τε αὐτοῖς καὶ μὴν καὶ ἑτέροις ὀρύττοντες βόθρους ματαιότητος εἰς τοῦτο κατώλισθον
ἐννοιῶν…» (ὅπ. παρ., σελ. 11).
Μετὰ τὴν πρώτη αὐτὴ ἐπιστολὴ
τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ἀκολουθεῖ ἄλλη ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Νεστόριο. Καὶ πῶς ἀποκαλεῖ
τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, ποὺ διδάσκει αἵρεση καταδικασμένη τουλάχιστον ἀπὸ τρεῖς
Συνόδους καὶ τὴν Β΄ Οἰκουμενική; «Συλλειτουργό»! Εἶχε, λοιπόν, ἢ δὲν εἶχε Μυστήρια
ὁ Νεστόριος, ἂν καὶ κήρυττε κατεγνωσμένη αἵρεση; Γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος: «Τῷ
εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν»
(ὅπ. παρ., σελ. 21). Καὶ συνεχίζει: «Πῶς ἔνι σιωπῆσαι πίστεως ἀδικουμένης καὶ
τοσούτων διεστραμμένων; ἢ οὐ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, οὐκ ἀπολογησόμεθα
δὲ τῆς ἀκαίρου σιωπῆς ἕνεκα, καίτοι τετταγμένοι παρ’ αὐτοῦ πρὸς τὸ λέγειν ἃ
δεῖ;… ἢ τάχα που νομίζει ἡ σὴ θεοσέβεια ὅτι μικρὸς ταῖς ἐκκλησίαις ἀνεφύη
θόρυβος ἐκ τῶν τοιούτων ὁμιλιῶν; πάντες ἐσμὲν ἐν ἀγῶσι καὶ πόνοις τοὺς ἕτερα
φρονεῖν οὐκ οἶδα ὅπως ἀναπεπεισμένους μεθιστάντες εἰς τὸ ἀληθές». Καὶ γιατί,
συνεχίζεις, δὲν ἐπανορθώνεις τὴν διδασκαλία σου «ἵνα παύσῃ σκάνδαλον
οἰκουμενικόν;». Ὀνόμασε Θεοτόκον «τὴν ἁγίαν παρθένον, ἵνα θεραπεύσαντες τοὺς
λελυπημένους καὶ ὀρθὴν παρὰ πᾶσιν δόξαν ἔχοντες ἐν εἰρήνῃ καὶ ὁμοψυχίᾳ τῶν λαῶν
τὰς συνάξεις ἐπιτελῶμεν» (ὅπ. παρ., σελ. 22).
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ὅλη
φροντίδα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου εἶναι νὰ παύσει νὰ διδάσκει κακόδοξα ὁ Νεστόριος.
Πουθένα λόγος γιὰ ἄκυρα Μυστήρια. Μόνο περὶ διακοπῆς κοινωνίας ὁμιλεῖ. Ὅσο καιρὸ
ὁ Νεστόριος κακοδιδασκαλεῖ ὡς ἐπίσκοπος «συλλειτουργός» τοῦ Νεστορίου, δὲν
ὑπάρχει ὁμοψυχία καὶ εἰρήνη, ἀφοῦ ὁ πιστὸς λαὸς δὲν κοινωνεῖ μαζί του.
Ἀλλὰ καὶ στὴν δευτέρα
ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Κύριλλος, καὶ πάλι ἀποκαλεῖ τὸν Νεστόριο συλλειτουργό»
του. «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ
χαίρειν» (ὅπ. παρ., σελ. 23). Στὴν συνέχεια τὸν ἀποκαλεῖ «ἀδελφὸ ἐν Χριστῷ» καὶ
τοῦ λέγει ὅτι θὰ τοῦ θυμίσει τῆς εὐαγγελικῆς «διδασκαλίας τὸν λόγον καὶ τὸ ἐπὶ
τῇ πίστεως φρόνημα μετὰ πάσης ἀσφαλείας ποιεῖσθαι πρὸς τοὺς λαοὺς ἐννοεῖν τε
ὅτι τὸ σκανδαλίσαι καὶ μόνον ἕνα τῶν μικρῶν τῶν πιστευόντων εἰς Χριστὸν
ἀφόρητον ἔχει τὴν ἀγανάκτησιν. Εἰ δὲ δὴ πληθὺς εἴη τοσαύτῃ τῶν λελυπημένων, πῶς
οὐχ ἁπάσης εὐτεχνίας ἐν χρείᾳ καθεστήκαμεν πρὸς γε τὸ δεῖν ἐμφρόνως περιελεῖν
τὰ σκάνδαλα καὶ τὸν ὑγιᾶ τῆς πίστεως κατευρῦναι λόγον τοῖς ζητοῦσι τὸ ἀληθές;»
(ὅπ. παρ., σελ. 24).
Παρὰ ταῦτα στὸ τέλος τῆς β΄
ἐπιστολῆς του ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀπευθύνει χαιρετισμὸ διὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νεστορίου,
(τοῦ αἱρετικοῦ καὶ διδάσκοντος καταδικασμένη αἵρεση!) στὴν ὑπ’ αὐτὸν Ἐκκλησία
τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «Πρόσειπε τὴν παρὰ σοὶ ἀδελφότητα. σὲ ἡ σὺν ἡμῖν ἐν
Χριστῷ προσαγορεύει» (ὅπ. παρ., σελ. 26).
Στὴν τρίτη τώρα ἐπιστολὴ
τοῦ ἁγίου Κυρίλλου πρὸς Νεστόριο (ὅπ. παρ., σελ. 27), ἀφοῦ τοῦ ἀπευθύνει καὶ
πάλι τὸν ἴδιο χαιρετισμό, «Τῷ εὐλαβεστάτῳ καὶ θεοσεβεστάτῳ συλλειτουργῷ
Νεστορίῳ Κύριλλος ἐν Κυρίῳ χαίρειν», παρότι εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Νεστόριος
ἐπιμένει στὴν αἵρεση, θυμίζει στὸν Νεστόριο ὅτι αὐτοί του οἱ κακόδοξοι
ἰσχυρισμοί, «ἢ πλανωμένης ἐστίν, ἀδελφέ, καθ’ Ἕλληνας διανοίας ἢ τὰ τοῦ
φρενοβλαβοῦς Ἀπολιναρίου καὶ Ἀρείου καὶ τῶν ἄλλων νοσούσης αἱρέσεως,
μᾶλλον δέ τι κἀκείνων βαρύτερον» (ὅπ. παρ., σελ. 29). Τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι αὐτὰ
ποὺ διδάσκει εἶναι καταδικασμένα ὑπὸ Συνόδων, τοῦ λέγει δὲ κατάμουτρα ὅτι εἶναι
πλανεμένος ψευδεπίσκοπος: «γίνωσκε δὲ πεπλανημένον σαυτὸν ὑπὸ τῶν ἐνταῦθα παρὰ
τῆς ἁγίας συνόδου καθῃρημένων, ὡς τὰ Μανιχαίων φρονούντων». Καὶ παρὰ ταῦτα,
παρὰ τὸ ὅτι τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ἀκολουθεῖ πλάνη καταδικασμένη ὑπὸ συνόδου, πάλι
καταλήγει ὅτι τὸν θεωρεῖ ἀδελφὸ καὶ ἐπίσκοπο τῆς Κων/πόλεως: «πᾶσαν τὴν σὺν σοὶ
ἐν Χριστῷ ἀδελφότητα ἐγώ τε καὶ οἱ σὺν ἐμοὶ πλεῖστα προσαγορεύομεν. ἐρρωμένος
ὑπερευχόμενος ἡμῶν διατελοίης, δέσποτα τιμιώτατε καὶ θεοσεβέστατε»! (ὅπ. παρ.,
σελ. 30).
Σὲ ἄλλη ἐπιστολή, ἡ ὁποία
συντάσσεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὴν Σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὴν Ἀλεξάνδρεια,
στὴν ὁποία καὶ πάλι ἀποκαλεῖται «συλλειτουργός» τους ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος,
διαβάζουμε:
Δὲν μποροῦμε νὰ σιωπήσουμε
τὴν στιγμὴ ποὺ ἐσὺ βλασφημεῖς μὲ τὴν διδασκαλία σου τὸν Κύριο. «Καὶ εἰ
μὲν (μὲ τὶς βλασφημίες σου) ἑαυτὸν ἠδίκεις μόνον τὰ τοιαῦτα φρονῶν καὶ
διδάσκων, ἥττων ἂν ἡ φροντίς· ἐπειδὴ δὲ πᾶσαν ἐσκανδάλισας ἐκκλησίαν καὶ
ζύμην αἱρέσεως ἀήθους καὶ ξένης ἐμβέβληκας τοῖς λαοῖς …ποῖος ἔτι ταῖς παρ’
ἡμῶν σιωπαῖς ἀρκέσει λόγος… [σ.σ.:
Οὐδεμία κι ἐδῶ ἀναφορὰ σὲ βλάβη ἀπὸ ἄκυρα Μυστήρια. Τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ζύμη
αἱρέσεως, ὁ μολυσμός δηλαδή]. Πίστεως
γὰρ ἀδικουμένης, ἐρρέτω μὲν ὡς ἕωλος καὶ ἐπισφαλὴς ἡ πρὸς γονέας αἰδώς, …καὶ
τοῦ ζῆν ἀμείνων ἔστω λοιπὸν τοῖς εὐσεβέσι ὁ θάνατος, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως
τύχωσιν κατὰ τὸ γεγραμμένον» (ὅπ. παρ., σελ. 31).
Καὶ ἐδῶ πλέον, τοῦ
ὑπενθυμίζουν ὅτι θὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον
μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Σὲ συμβουλεύουμε, τοῦ λέγουν,
«ἀποσχέσθαι τῶν οὕτω σκαιῶν καὶ ἐξεστραμμένων δογμάτων ἃ καὶ φρονεῖς καὶ
διδάσκεις… καὶ εἰ μὴ τοῦτο δράσειεν ἡ σὴ εὐλάβεια κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν
προθεσμίαν… γίνωσκε σαυτὸν οὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ ἡμῶν οὐδὲ τόπον ἢ λόγον ἐν
τοῖς ἱερεῦσιν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπισκόποις. Οὐ γὰρ ἐνδέχεται περιιδεῖν ἡμᾶς
ἐκκλησίας οὕτω τεθορυβημένας καὶ σκανδαλισθέντας λαοὺς καὶ πίστιν ὀρθὴν
ἀθετουμένην καὶ διασπώμενα παρὰ σοῦ τὰ ποίμνια τοῦ σῴζειν ὀφείλοντος… Ἅπασι δὲ
τοῖς παρὰ τῆς σῆς εὐλαβείας κεχωρισμένοις διὰ τὴν πίστιν ἢ καθαιρεθεῖσι λαϊκοῖς
τε καὶ κληρικοῖς κοινωνικοὶ πάντες ἐσμέν. Οὐ γάρ ἐστι δίκαιον τοὺς ὀρθὰ φρονεῖν
ἐγνωκότας σαῖς ἀδικεῖσθαι ψήφοις, ὅτι σοὶ καλῶς ποιοῦντες ἀντειρήκασιν» (ὅπ.
παρ., σελ. 32). Καὶ ἐδῶ ἡ ὑπὸ τὸν ἅγιον Κύριλλον Σύνοδος τοῦ λέγει ὅτι καταφρονεῖ
καὶ παρερμηνεύει τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας, ἂρα ἡ αἵρεσή του εἶναι
καταδικασμένη καὶ ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο: «Οὐκ ἀρκέσει δὲ τῇ σῇ εὐλαβείᾳ
τὸ συνομολογῆσαι μόνον τὸ τῆς πίστεως σύμβολον τῆς κατὰ καιροὺς συναχθείσης ἐν
τῇ Νικαέων (νενόηκας γὰρ καὶ ἡρμήνευκας οὐκ ὀρθῶς αὐτό, διεστραμμένως δὲ
μᾶλλον, κἂν ὁμολογῇς τῇ φωνῇ τὴν λέξιν), ἀλλὰ γὰρ ἀκόλουθον ἐγγράφως καὶ
ἐνωμότως ὁμολογῆσαι ὅτι καὶ ἀναθεματίζεις μὲν τὰ σαυτοῦ μιαρὰ καὶ βέβηλα
δόγματα» (ὅπ. παρ., σελ. 32).
Ὁ Πάπας Ρώμης Κελεστῖνος γράφει
πρὸς τὸν ἅγιο Κύριλλο καὶ τὸν συγκρίνει μὲ τὸν «εὐλαβέστατον» Νεστόριον…:
«Ὥσπερ σὺ ποιμὴν ἀγαθός, οὕτως ἐκεῖνος οὐδὲ ὡς κακὸς μισθωτὸς κατηγορεῖσθαι
ἄξιος, ὃς οὐ διὰ τοῦτο διαβάλλεται ὡς τὰ ἑαυτοῦ καταλιπὼν πρόβατα, ἀλλ’ ὅτι
ηὑρέθη αὐτὸς διασπαράττων αὐτά» (ὅπ. παρ., σελ. 74).
Ποιό τὸ κακὸ τοῦ αἱρετικοῦ;
Τὸ ὅτι τελεῖ ἄκυρα Μυστήρια; Οὔτε ὁ ἅγιος Κελεστῖνος μᾶς τὸ διδάσκει… Ἡ ἀπόφασή
μας λοιπὸν εἶναι, «ἢ ἐντὸς δέκα ἡμερῶν ἀριθμουμένων ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς
ὑπομνήσεως ταύτης τὰ κακὰ κηρύγματα ἑαυτοῦ ἐγγράφῳ ὁμολογίᾳ ἀθετήσῃ… ἢ ἐὰν μὴ
τοῦτο ποιήσῃ, εὐθὺς ἡ σὴ ἁγιότης ἐκείνης τῆς Ἐκκλησίας προνοησομένη μάθῃ αὐτὸν
παντὶ τρόπῳ ἀπὸ τοῦ ἡμετέρου σωματίου ἀποκινητέον, ὃς οὔτε τῶν
θεραπευόντων ἴασιν ἠθέλησε καταδέξασθαι καὶ εἰς ἀπώλειαν αὐτοῦ τε καὶ πάντων
τῶν αὐτῷ ἐμπεπιστευμένων καθὼς λοιμώδης ἠπείχθη» (ὅπ. παρ., σελ. 74-75)… Καὶ
αὐτά (ποὺ γράφω σὲ σένα Κύριλλε, τελειώνει τὴν ἐπιστολὴ ὁ Κελεστῖνος) ἔγραψα
καὶ στοὺς ἄλλους Πατριάρχες ὥστε «φανερὰ ᾖ ἡ περὶ αὐτοῦ ἡμῶν, μᾶλλον δὲ ἡ τοῦ
Χριστοῦ ἡμῶν θεία ἀπόφασις», δηλαδὴ ἡ ἀφαίρεση τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἀπὸ
τὸν Νεστόριο διὰ τῆς καθαιρέσεως» (Παναγιώτη Σημάτη) https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_92.html
Στὴν συνάφεια αὐτὴ προσθέτω καὶ κάποια ἀποσπάσματα ἀπὸ
τὸ «Πηδάλιο» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου γιὰ νὰ διασαφηνίσω τόσο τὰ προηγούμενα
κεφάλαια, ὅσο τὸ νέο περὶ Ἐκκλησίας.
Τὸ πρῶτο ἀπόσπασμα εἶναι φυσικὰ γνωστό, ἀλλὰ τὸ
παραθέτω ἐδῶ γιατὶ εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἀναφέρεται σὲ μὴ καταδικασμένους, ἀλλὰ
σὲ κεκριμένους αἱρετικούς, ποὺ δὲν εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἴτε γιατὶ καταδικάστηκαν
ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἴτε οἱ ἴδιοι ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτή, καὶ δημιούργησαν
δική τους ὁμάδα. Παρακαλῶ προσέξτε τὴν ὁρολογία τοῦ Ἁγίου ποὺ βρίσκεται σὲ
ἀπόλυτη συμφωνία μὲ ὅ,τι παρατέθηκε προηγουμένως. Γράφει:
«Οἱ
παρὰ τῶν αἱρετικῶν βαπτισθέντες, ἢ χειροτονηθέντες, δὲν εἶναι δυνατόν,
ταὐτὸν εἰπεῖν, ἀδύνατον εἶναι νὰ ᾖναι οὔτε Χριστιανοί, οὔτε κληρικοί,
ἀκολουθοῦντες λέγω, εἰς τοὺς Κανόνας τούτους, Κανόνα ἐξέθεντο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποβάλλουσι
τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν ὁμοῦ. Ἀποδεικνύοντες τοῦτο, καὶ
ἐκ πολλῶν ἄλλων γραφικῶν ρητῶν, μάλιστα δὲ ἐξ ἐκείνου τοῦ Ἀποστολικοῦ. Εἷς
Κύριος, μία Πίστις, ἓν Βάπτισμα. (Πρὸς Ἐφεσ. δ΄.). Εἰ γάρ φησι, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ
Ἐκκλησία, καὶ ἓν εἶναι τὸ ἀληθὲς Βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ ᾖναι ἀληθὲς βάπτισμα
τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὁποῦ αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα
εἰς τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλ’ ἐξεκόπησαν ἀπὸ
αὐτὴν διὰ τῆς αἱρέσεως; Εἰ δὲ ἀληθὲς εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν
καὶ σχισματικῶν, ἀληθὲς δὲ εἶναι καὶ τὸ τῆς ὀρθοδόξου καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
λοιπὸν δὲν εἶναι ἓν βάπτισμα, καθὼς ὁ Παῦλος βοᾶ, ἀλλὰ δύω, “ὅπερ ἐστὶ
ἀτοπώτατον”. Προσθέτουσι δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἡ γνώμη αὕτη, τὸ νὰ μὴ δέχωνται τὸ
βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, δὲν εἶναι καινούρια καὶ πρόσφατος ἰδική τους, ἀλλὰ
παλαιά, καὶ ἀπὸ τοὺς προγενεστέρους αὐτῶν δεδοκιμασμένη. Ταύτης τῆς συνόδου τὸν
Κανόνα καὶ ἡ ἁγία Οἰκουμενικὴ ϛ΄. Σύνοδος. (Κανόνι β΄.) ἐπεσφράγισε».
Τοῦτο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ Ἁγίου εἰς τὴν
ὑποσημείωση τοῦ ἰδίου Κανόνος. Ἀναφερόμενος ὁ Ἅγιος εἰς τὸν Μ. Βασίλειον
γράφει:
«Προθέμενος
γὰρ εἰς τὸν εἰς τὸν α΄. αὐτοῦ Κανόνα νὰ εἴπῃ ποῖα βαπτίσματα εἶναι δεκτά, καὶ
ποῖα ἄδεκτα, εἰς δύω ταῦτα μοιράζει, λέγοντας· “Ὅτι· τὸ μὲν βάπτισμα τῶν
αἱρετικῶν, ἤτοι τῶν παντελῶς
χωρισμένων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν πίστιν διαφερόντων ἀπὸ
τοὺς ὀρθοδόξους, καὶ ὧν ἡ διαφορὰ ἀποβλέπει παρευθὺς εἰς τὴν εἰς Θεὸν πίστιν,
ἐφάνη εὔλογον εἰς τοὺς ἀρχαίους παντελῶς νὰ ἀθετηθῇ. Τὸ δὲ βάπτισμα τῶν σχισματικῶν,
ἐφάνη μὲν εὔλογον εἰς τὴν περὶ τὸν Κυπριανὸν καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἰδικόν μας σύνοδον,
νὰ ἀθετηθῇ καὶ αὐτό, ὡσὰν ὁποῦ οἱ σχισματικοί, οἱ καθαροὶ λέγω ὀνομαζόμενοι,
καὶ ἐγκρατῖται, καὶ σακκοφόροι καὶ ὑδροπαραστάται καὶ ἄλλοι, ἐχώρισαν
κατὰ τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ χωρισθέντες δὲν
εἶχον τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἰς τοῦ λόγου τους πλέον, ὡσὰν ὁποῦ ἡ
μετάδοσις αὐτῆς διεκόπη· ὅθεν ὡς λαϊκοὶ γενόμενοι, οὔτε χάρισμα εἶχον
πνευματικόν, οὔτε εἶχον ἐξουσίαν νὰ βαπτίζουν, ἢ νὰ χειροτονοῦν, καὶ ἀκολούθως
οἱ παρ’ αὐτῶν βαπτιζόμενοι, ὡς παρὰ λαϊκῶν βαπτιζόμενοι, ἐπρόσταξαν νὰ
βαπτίζωνται μὲ τὸ ἀληθινὸν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας Βάπτισμα· ἀλλ’ ὅμως ἐπειδὴ
καὶ ἐφάνη εὔλογον εἰς μερικοὺς Πατέρας τῆς Ἀσίας νὰ ᾖναι δεκτὸν τὸ Βάπτισμα τῶν
σχισματικῶν διὰ κἄποιαν οἰκονομίαν τῶν πολλῶν, ἂς εἶναι δεκτόν”» (Πηδάλιον, ὑποσ. σελ. 52).
Λίγο παρακάτω καὶ στὴν ἴδια ὑποσημείωση, ἀναφερόμενος
ὁ Ἅγιος στοὺς Λατίνους πάλι ἀναφέρει ὅτι οἱ ἴδιοι «ἐξεκόπησαν» καὶ
ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Μίαν Ἐκκλησία (κάτι ποὺ δὲν ἔχουν κάνει ἀκόμα οἱ Οἰκουμενιστές,
ποὺ θεωροῦν –παρὰ τὸ ὅτι αἱρετίζουν– ὅτι ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησία, καὶ ἀφοῦ
βέβαια δὲν τοὺς ἔχει θέσει τὸ δίλημμα οὔτε τοὺς ἔχει καθαιρέσει ἀκόμα κάποια
Σύνοδος). Γράφει ὁ Ἅγιος:
«Λοιπὸν
ὄντας ὁμολογούμενον, πὼς οἱ Λατῖνοι εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί, ἐν πρώτοις
εὐθὺς ἀπὸ τοῦτο εἶναι ἀβάπτιστοι, κατὰ τὸν μέγαν Βασίλειον ἀνωτέρω… Διατὶ
λαϊκοὶ γενόμενοι, μὲ τὸ νὰ ἐξεκόπησαν
ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, δὲν ἔχει πλέον μὲ λόγου τους τὴν χάριν τοῦ ἁγίου
Πνεύματος, διὰ τῆς ὁποίας οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς τελειόνουσι τὰ Μυστήρια… β. οἱ
Λατῖνοι εἶναι ἀβάπτιστοι, διατὶ δὲν φυλάττουσι τὰς τρεῖς καταδύσεις εἰς τὸν
βαπτιζόμενον» (Πηδάλιον, ὑποσ. σελ. 55).
Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ καὶ πάλι ὅτι οἱ Λατῖνοι ἐξεκόπησαν
ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Μία Ἐκκλησία καὶ μὲ τὸ νὰ τὴν καταδικάσουν Συνοδικά.
Δηλαδή, μὲ τὸ νὰ θεωροῦν ὅτι ἔχουν συγκροτήσει δική τους Ἐκκλησία, διαφορετική,
ἄλλη Ἐκκλησία, νὰ ἔχουν τουτέστιν ἀπὸ μόνοι τους ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν Μία Ἐκκλησία.
(Συνεχίζεται ἐδῶ)