Οικουμενισμός και μυστήρια (Μέρος α΄)


Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου



 Εἶναι φανερὸ ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια δὲν ἀντιμετωπίζουμε μόνο τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ποὺ κατατρώει τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ κατὰ τοῦ ὁποίου ἀγωνιζόμαστε ὅσο μποροῦμε, ἀλλὰ ἐμφανίζονται καὶ μεταξὺ τῶν ἀγωνιζομένων θεωρίες καὶ τάσεις ποὺ δὲν εἶναι σύμφωνες μὲ τὴν ἁγιοπατερική μας παράδοση.
Μία τέτοια καινοφανὴς θεωρία, ποὺ δὲν συναντᾶται στὴν διδασκαλία καὶ πρακτικὴ τῶν Ἁγίων μας, εἶναι ἡ θεωρία περὶ ἀκύρων Μυστηρίων. Αὐτὴ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχουν στὴν Ἐκκλησία μὴ κεκριμένοι καὶ κεκριμένοι αἱρετικοὶ καὶ ὡς ἐκ τούτου οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς αἱρετικοὶ δὲν χρειάζονται συνοδικὴ ἐξέταση καὶ καταδίκη καὶ ὡς ἐκ τούτου τὰ Μυστήριά τους εἶναι ἄκυρα.
Μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ διασπείρουν αὐτὴ τὴν κακόδοξη θεωρία καὶ διασποῦν τὸν ἀγώνα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔγιναν προσπάθειες νὰ τοὺς προσεγγίσουμε καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ καταλάβουν τὴν ζημιὰ ποὺ κάνουν στὸν ἀγώνα, ἀλλὰ εἰς μάτην. Ὅμως τελευταῖα ἐμφανίστηκε καὶ μιὰ παραλλαγὴ αὐτῆς τῆς θεωρίας, ἀπὸ τὸν σεβαστὸ Ἱερομόναχο καὶ ἀγωνιστῆ π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ δέχεται τὰ μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ὡς ἔγκυρα, καὶ μάλιστα στέλνει τὰ πνευματικά του παιδιὰ στοὺς Οἰκουμενιστὲς νὰ πάρουν τὰ μυστήρια ποὺ αὐτὸς δὲν τελεῖ, ὅμως, μὲ ὁμιλία του ποὺ πραγματοποίησε τὸν περασμένο Νοέμβριο, ἀποκάλυψε κάτι ποὺ μᾶς διέφευγε. Διεσάφησε κάτι ποὺ δὲν εἴχαμε ἀντιληφθεῖ· ὅτι δηλαδὴ κάτω ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμὸ «κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα μυστήρια» κρύβεται ἡ πεποίθησή του ὅτι τὰ μυστήρια ὅλων τῶν ἱερωμένων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη τὰ θεωρεῖ οὐσιαστικὰ ἄκυρα, ἀλλὰ γιὰ τοὺς λόγους του, βαπτίζει αὐτὸς ἀπὸ μόνος του, τὰ ἄκυρα μυστήρια ὡς …ἔγκυρα!!! Κανονικὰ ἔγκυρα μυστήρια (κατὰ τὸν π. Εὐθύμιο) ἔχει αὐτὸς καὶ ἴσως (δὲν τὸ ἔχει διευκρινήσει) ΜΟΝΟ 7-8 περίπου ἱερεῖς στὴν Ἑλλάδα, κι ἄλλοι τόσοι σὲ ὅλο τὸν κόσμο ἀπὸ τὶς δεκάδες χιλιάδες Ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς ποὺ ὑπάρχουν!!!
Ἐπικοινωνήσαμε μὲ τὸν π. Εὐθύμιο καὶ προσπαθήσαμε μὲ ἕναν ἄλλον ἀδελφό, νὰ τοῦ ἐπισημάνουμε τὴν προβληματικὴ θεωρία του, ἀλλάξαμε καὶ ἐπιστολὲς μεταξύ μας, ἀλλὰ δυστυχῶς συνεχίζει νὰ ἐμμένει στὶς θέσεις του, ἐπηρεάζοντας πλήθος πιστῶν, ποὺ ἀλλάζουν γνώμη στὸ θέμα τῶν Μυστηρίων καὶ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴ θέση τῶν Ἁγίων, χρησιμοποιώντας τὸν π. Εὐθύμιο ὡς πηγή. Ἐπειδὴ τὸ θέμα εἶναι σοβαρὸ καὶ ἔχει σχέση μὲ τὰ τῆς Πίστεως, ἀναγκάστηκα νὰ συντάξω καὶ νὰ παρουσιάσω δημόσια τὴν παροῦσα μελέτη, γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὴν ἀλήθεια ποὺ κακοποιεῖται.
Πιστὸς δὲ στὴν θέση ποὺ πήραμε ὡς ἀποτειχισμένοι ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι κάθε ἕνας ποὺ θέλει νὰ ὑπερασπίζει τὴν ἀλήθεια, δὲν δύναται νὰ μένει προσκολλημένος σὲ πρόσωπα καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν καὶ εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας νὰ τὴν ἀποκρύβει ἢ νὰ τὴν συγκαλύπτει, προέβην σὲ μία κριτικὴ ἐξέταση τῶν θέσεων τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ περὶ Μυστηρίων (μὲ κριτήριο τὶς θέσεις τῶν Ἁγίων) μὲ βάση τὰ βιβλία του γιὰ τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη κι ἐκεῖ διαπίστωσα, ὅτι πράγματι εἶναι ἐκκλησιαστικὰ ἀμάρτυρη ἡ διδασκαλία του περὶ κατ’ οἰκονομία ἐγκύρων Μυστηρίων, ἐπαμφοτερίζουσα καὶ τελικὰ καταλήγει στὰ ἄκυρα Μυστήρια. Καὶ ἀπὸ τὴν κριτικὴ μελέτη ποὺ ἔκανα, εἶδα ὅτι ἀκριβῶς αὐτό συνέβαινε.
Ἡ δημοσίευση αὐτῆς τῆς κριτικῆς ἐξέτασης γίνεται, ἀφοῦ –ὅπως προστάζει ἡ Ἐκκλησία– ὁ διάλογος μαζί του καὶ μὲ μάρτυρες δὲν ἀπέφερε κανένα ἀποτέλεσμα. Σεβόμουν ὅμως καὶ σέβομαι τοὺς ἀγῶνες του, ὅπως καὶ ὅλων, ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθὼς καὶ ἐναντίον τοῦ ὁποιουδήποτε σχίσματος. Αὐτὸ ὅμως δὲν μὲ καθιστᾶ αὐτομάτως καὶ ὀπαδὸ τυφλὸ ἄνευ κρίσεως καὶ ἀγάπης πρὸς τὴν Ἀλήθεια, τὴν ὁποία πρωτίστως πρέπει ὅλοι μας νὰ πρεσβεύουμε.
Ὡς ἀφετηρία τῆς ἐξέτασης/προσέγγισης αὐτῆς παραθέτω τὴν πατερικὴ θέση τοῦ ἴδιου τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅπως αὐτὴ ἐκφράστηκε στὸ βιβλίο του «Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΘΕΟΔΩΡΟ ΤΟΝ ΣΤΟΥΔΙΤΗ» (ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα στὸ κείμενο ὡς μπλὲ βιβλίο) σελ. 348:
«Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν οἱ σκέψεις οἱ ὁποῖες θὰ παρουσιασθοῦν νὰ μὴν ἐκληφθοῦν ὡς ἔλεγχος, οὔτε πολὺ περισσότερο ὅτι ἀναφέρονται διὰ νὰ κάνωμε τρόπον τινὰ τὸν δάσκαλο, ἢ νὰ ἀκυρώσωμε ἕναν ἀγῶνα δεκαετιῶν, ἢ νὰ δείξωμε κάποια ἀνταγωνιστικότητα, ἀλλὰ νὰ ἐκληφθοῦν ὡς ἀδελφικοὶ προβληματισμοὶ καὶ συμβολὴ σὲ ἕναν ἀγῶνα τοῦ ὁποίου τὰ κίνητρα καὶ ὁ σκοπὸς εἶναι θεάρεστα. Ἂν πάλι εὑρεθῆ κάτι λανθασμένο σ’ αὐτὰ τὰ ὁποῖα θὰ παρουσιασθοῦν, εἶναι ἀνάγκη νὰ καταλογισθῆ τὸ λάθος στὴν ἰδική μας παρανόησι, δηλαδὴ ὅτι δὲν κατεννοήσαμε ἐπαρκῶς τὸν Ὅσιο καὶ βεβαίως, ἐφ’ ὅσον μᾶς ὑποδειχθῆ μὲ ἀνάλογα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, νὰ ζητήσωμε συγγνώμη διὰ τὴν ἰδική μας παράνοια. Τὸ λάθος ὅμως καὶ τὸ σωστὸ ἐπιβάλλεται νὰ ἐξετασθοῦν μὲ ἐκκλησιαστικὰ καὶ ὄχι προσωπικὰ κριτήρια, διότι συμβαίνει ἀρκετὲς φορὲς νὰ κρίνεται ὡς λάθος ὅ,τι πράττουν οἱ ἄλλοι καὶ σωστὸ ὅ,τι πράττομε ἐμεῖς καὶ ἔτσι, οὔτε δυνάμεθα νὰ ἰδοῦμε τὰ λάθη μας, οὔτε βεβαίως νὰ τὰ διορθώσωμε».
Μὲ τὸ πνεῦμα, λοιπόν, ποὺ διακατέχει αὐτὴ τὴν θέση, ἐπιχειρῶ καὶ ἐγὼ ἀπὸ ὑπακοὴ στὴν Ἀλήθεια, νὰ προσεγγίσω ὅσο εἶναι δυνατόν, αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν σωτήρια γιὰ τὴν ψυχή μας Ἀλήθεια καὶ τὴν ἀποφυγὴ σκανδαλισμοῦ ἢ παρασυρμοῦ τῶν ἀδελφῶν, στὴν προκειμένη τὸ θέμα τῆς ἐγκυρότητος ἢ μὴ τῶν Μυστηρίων τῶν μὴ κεκριμένων Οἰκουμενιστῶν.
Προσπαθώντας νὰ ἀντιληφθοῦμε, ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα τῆς ἐγκυρότητος ἢ μὴ τῶν Μυστηρίων ὅλων τῶν δεκάδων χιλιάδων ἱερωμένων τῆς παγκόσμιας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὑποβλήθηκα στὸν κόπο νὰ ἐξετάσω/συγκρίνω τὶς θέσεις  τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅπως αὐτὲς παρουσιάζονται στὰ δικά του βιβλία γιὰ τὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη.
Οἱ δημόσιες θέσεις τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅπως αὐτὲς ἐκφράστηκαν στὴν τελευταία του ὁμιλία στὶς Σταγιάτες (Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ 10-11-2019) εἶναι ὅτι γιὰ τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη
α) τὰ Μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα,
β) δὲν ὑπάρχουν κεκριμένοι καὶ μὴ κεκριμένοι αἱρετικοί,
γ) οἱ αἱρετικοὶ εἶναι πάντα ἐκτὸς Ἐκκλησίας (κεκριμένοι καὶ μὴ κεκριμένοι),
δ) σήμερα θεωροῦμε (παραμένει ἀναπάντητο τὸ ἐρώτημα ποιοί θεωροῦν) λόγω τῶν καταστάσεων τὰ Μυστήρια κατ’ οἰκονομία ἔγκυρα.
Ἀπὸ τὴ μελέτη λοιπὸν αὐτὴ προσωπικὰ κατέληξα, ὅτι στὸ θέμα τῆς ἐγκυρότητος τῶν Μυστηρίων, λόγῳ καὶ τῶν δυσκολιῶν τοῦ κειμένου τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ἀλλὰ καὶ τῆς χρησιμοποιήσεως γιὰ τὴν ἴδια ἔννοια πολλῶν ἐκφράσεων-λέξεων:
α) ἔχει παρερμηνευθεῖ ἡ σκέψη τοῦ Ἁγίου ὡς πρὸς τὴν περὶ Μυστηρίων θέση του
β) οἱ αἱρετικοὶ ὄντως χωρίζονται ἀπὸ τὸν Ἅγιο σὲ μὴ κεκριμένους καὶ κεκριμένους
γ) οἱ μὴ κεκριμένοι αἱρετικοὶ βρίσκονται θεσμικὰ καὶ ὡς τὴν καταδίκη/ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ πανάγιο σῶμα Της τους ἐντὸς ἐκκλησίας ὡς ζιζάνια καὶ σεσηπότα μέλη.  [Πολλοὶ Πατέρες χρησιμοποιοῦν καὶ ἐκφράσεις, ὅπως ὅτι αὐτοὶ βρίσκονται «ἐκτὸς Ἐκκλησίας», αὐτοὶ «δὲν εἶναι Ἐκκλησία», ἀλλὰ μὲ τὴν ἔννοια πὼς βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας «ἐν δυνάμει», ὅτι δὲν ἐκφράζουν τὴν Ἀλήθεια Της καὶ ἔχουν προσωπικὰ χάσει τὴν Θ. Χάρη, εἶναι προσωπικὰ ἔρημοι Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ ὅμως δὲν καθιστᾶ καὶ τὰ Μυστήρια ποὺ τελοῦν ἄκυρα, ἀφοῦ στὴ συνέχεια βλέπουμε νὰ ἐπιζητοῦν σύγκληση Συνόδου, ὥστε, ἡ Σύνοδος ποὺ τοὺς ἐπέλεξε καὶ τοὺς χειροτόνησει, αὐτὴ νὰ τοὺς ἀφαιρέσει καὶ τὴν τελεστικὴ τῶν Μυστηρίων Θ. Χάρη. Ἴσως ἐδῶ ἔγκειται ἡ λεπτὴ διαφορὰ ποὺ διαφεύγει τῆς προσοχῆς τῶν ὑποστηριζόντων τὰ ἄκυρα Μυστήρια].
δ) Ἄρα τελικά, ἡ Ὀρθόδοξη σύνοδος εἶναι τελικὰ αὐτὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσει γιὰ τὰ σημαντικὰ αὐτὰ θέματα καὶ ἕως τότε ἀρκεῖ ἡ ἀποτείχιση τῶν αἱρετικῶν, ἡ ὁποία συμβάλει καταλυτικὰ (μαζὶ μὲ τὰ κείμενα ἐλέγχου τῆς αἱρέσεως) γιὰ τὴν συνειδητοποίηση ἀπὸ τοὺς καλοπροαίρετους πιστοὺς τῆς ἐπικινδυνότητος τῆς αἱρέσως, τὴν προφύλαξη δηλ. τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀπ’ αὐτοὺς ἐξαρτᾶται καὶ ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ ἔχει καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους σωτηριολογικὲς συνέπειες.
Τὸ νὰ ποῦμε ὅτι τὰ Μυστήρια τῶν μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν εἶναι ἄκυρα καὶ ἀνενέργητα, ὁδηγεῖ σὲ κατάλυση τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἐπικράτησαν οἱ αἱρετικοὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ μάλιστα γιὰ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα καὶ τὸ ποίμνιο βρισκόταν, καὶ ἰδιαιτέρως σήμερα βρίσκεται, σὲ πλήρη σύγχυση. Ἐπὶ δεκαετίες δέ, ἑκατοντάδες χιλιάδες πιστοὶ κοινωνοῦσαν, παντρεύονταν, βαπτίζονταν καὶ ἐδέχοντο χειροτονίες ἀπὸ αἱρετίζοντες κληρικούς.
Τὰ Μυστήρια τῶν μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρα,  διότι δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ Ὀρθόδοξη Σύνοδο. Ὅποιος, ὅμως, ἐνῶ γνωρίζει τὴν αἵρεση, ἔχει ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, μολύνεται ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς ἰδέες («φθείρουσι ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί»), ἀρνεῖται δὲ τὴν ὁμολογία, ἀφοῦ ὁ μνημονεύων αἱρετίζοντα, ταυτιζόμενος μαζί του καί –κατὰ τοὺς Πατέρες– ὅ,τι ὁμολογεῖ καὶ ὁ αἱρετίζων Ἐπίσκοπος, αὐτὸ χρεώνεται κι αὐτὸς ὡς πίστη και ὁμολογία του, ἀφοῦ δηλώνει στὴν πιὸ ἐπίσημη ὥρα, τῆς Θ. Λειτουργίας, ὅτι ἔχει  ὡς κεφαλή του Ἐπίσκοπο «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας», ἐνῶ ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Οἰκουμενιστὴς καὶ ἔχει ἀποδεχθεῖ αἱρετικὲς ἀποφάσεις (Κολυμπάριο Σύνοδο, Οὐκρανικό σχίσμα κ.λπ.).
Ἂν τελικὰ δὲν ἀποτειχιστεῖ ἢ τουλάχιστον δὲν παραδεχθεῖ τὸ ὀρθὸν τῆς ἀποτειχίσεως καὶ τὴν δική του ἀδυναμία νὰ τὴν πράξει (ὅπως π.χ. οἱ μοναχοὶ ἐπὶ Βέκκου ποὺ στὴν προειδοποίηση τῆς Παναγίας δὲν ἄντεχαν τὸ μαρτύριο καὶ ἔφυγαν), ἀλλὰ φρονεῖ, ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι ὀρθόδοξοι, τότε γι’ αὐτὸν τὰ Μυστήρια εἶναι εἰς κατάκριμα του καὶ θὰ συναριθμηθεῖ μαζί τους, διότι δὲν ἐξετάσθηκαν καὶ δικάστηκαν μόνο οἱ αἱρετικοί-σχισματικοί, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ κοινωνοῦσαν μαζί τους παραδεχόμενοι καὶ μὴ ἐλέγχοντες τὴν κακοδοξία τους. Μόνο ὅταν μία Ὀρθόδοξη Σύνοδος ἐξετάσει, δικάσει καὶ καταδικάσει τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικούς, τότε ἐκπίπτουν «ἐνεργείᾳ» τοῦ σώματος τῆς ἐκκλησίας καὶ τὰ Μυστήρια τους εἶναι ἄκυρα καὶ ἀνενέργητα. Αὐτὰ ἀποδεικνύονται κατωτέρω.
Ὡς πρώτη ἀπόδειξη τῶν παραπάνω (θὰ ἐπακολουθήσουν πάμπολλες) παραθέτω τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὅπως τὴν ἐξέφρασε περιληπτικὰ καὶ ὑπέροχα ὁ ἱερομάρτυρας Κύριλος, Μητροπολίτης πρώην Καζὰν καὶ Σβιάσκ (+1937) σὲ ἐπιστολές του (καὶ μὲ αὐτὴ καὶ μὲ ὅλες τὶς παρακάτω πηγὲς θὰ ἀποδειχθεῖ στὴν μελέτη, ὅτι ὁ π. Εὐθύμιος παρερμηνεύοντας τὸν ὅσ. Θεόδωρο ἐκφράζει τὰ ἀκριβῶς ἀντίθετα μὲ τὸν Ἅγιο Μάρτυρα). Ὁ ἱερομάρτυρας τονίζει τὴν ἀνάγκη ἀποτείχισης ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡς εὐαγγελικὴ ἐντολή, παράλληλα ὅμως ξεκαθαρίζει ὅτι τὰ Μυστήρια τῶν μη κεκριμένων αἱρετικῶν εἶναι ἔγκυρα ἕως τὴν καθαίρεσή τους. Ὡς ἔγκυρα ἀποβαίνουν φωτισμὸς γιὰ τοὺς μὴ γνωρίζοντας τὴν αἵρεση καὶ ἀξίως κοινωνοῦντας καὶ κατάκριμα γιὰ τοὺς γνωρίζοντας καὶ ἀναξίως κοινωνοῦντας:
«Τό ἄν ὑπάρχῃ ἤ ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτήν τήν προσπάθεια τοῦ Σεργίου ἐμεῖς δέν θά τολμήσουμε νά τό κρίνουμε μέχρις ὅτου μία νόμιμη Σύνοδος μέ τήν ἀπόφασίν της ἐκφράσει τήν κρίσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γι’ αὐτόν. Ὡστόσο, ὅπως συμβαίνει καί μέ κάθε τι παρόμοιον μέ τήν Ἀνανέωσιν, δέν δυνάμεθα ν’ ἀναγνωρίσουμε τήν διοίκησιν τῆς ἐκκλησίας πού ἔχει ἀνανεωθῆ ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου ὡς τήν Ὀρθόδοξον διοίκησιν πού προῆλθεν ἀπό τήν μάχην τῆς διαδοχῆς τῆς Αὐτοῦ Ἁγιότητος, τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Κατά συνέπειαν, παραμένοντας εἰς κανονικήν ἑνότητα μέ τόν Μητροπολίτην Πέτρον, Πατριαρχικόν Τοποτηρητήν, ἐφόσον ἐπί τοῦ παρόντος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπικοινωνήσουμε μαζί του, ἀναγνωρίζουμε τήν ὀργάνωσιν τῆς διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας ὡς τό μόνον νόμιμον πρᾶγμα ἐπί τῇ βάσει τοῦ Διατάγματος τοῦ Τσάρου τῆς 7/20 Νοεμβρίου 1920. Πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, μέ ἀδελφικήν ἑνότητα καί ἀλληλοϋποστήριξιν, θά κρατήσουν τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, στήν παραδοσιακήν Ὀρθοδοξίαν τῆς ἐν ἰσχύι Πατριαρχικῆς Διαθήκης, καί θά τήν ὁδηγήσουν εἰς νόμιμον Σύνοδον. Ἔχω τήν ἐντύπωσιν ὅτι τόσον ἐσεῖς ὅσον καί ὁ ἀνταποκριτής σας, δέν διακρίνετε τίς ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου καί τῶν ὀπαδῶν του πού γίνονται κατά τήν πρέπουσαν τάξιν μέ τήν δύναμιν τῶν δικαιωμάτων τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία λαμβάνεται διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ἀπό ἐκεῖνες τίς ἄλλες ἐνέργειες πού γίνονται καθ’ ὑπέρβασιν τῶν δικαιωμάτων τῶν μυστηρίων καί μέ ἀνθρωπίνην πονηρίαν, ὡς μέσα προστασίας καί ὑποστηρίξεως τῶν αὐτο-εφευρεθέντων δικαιωμάτων τους στήν Ἐκκλησία. Σέ τέτοιες ἐνέργειες ἔχουν προβεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Ζαχαρίας καί ὁ ἱερεύς Παταπώβ γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖς. Αὐτές εἶναι μυστηριακές πράξεις στήν ἐξωτερικήν μόνον μορφήν των, ἐνῷ στήν οὐσίαν εἶναι πράξεις ὑφαρπαγῆς τῆς μυστηριακῆς δραστηριότητος, ὁπότε εἶναι βλάσφημες, χωρίς χάριν, μή ἐκκλησιαστικές. Τά Μυστήρια, ὅμως, τά ὁποῖα τελοῦνται ἀπό τούς Σεργιανιστάς πού εἶναι ὀρθῶς χειροτονημένοι καί στούς ὁποίους δέν ἀπαγορεύεται νά ὑπηρετοῦν ὡς ἱερεῖς, εἶναι ἀναμφιβόλως σωστικά Μυστήρια γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τά λαμβάνουν μέ πίστιν, μέ ἁπλότητα, χωρίς διαβουλεύσεις καί ἀμφιβολίες γιά τήν ἀποτελεσματικότητά των, καί οἱ ὁποῖοι οὔτε κἄν ὑποπτεύονται τίποτε τό ἐσφαλμένον στήν Σεργιανιστικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτοχρόνως, ὅμως, τά ἐν λόγῳ Μυστήρια εἶναι πρός κρίσιν καί καταδίκην αὐτῶν πού τά τελοῦν, καθώς καί αὐτῶν πού συμμετέχουν σ’ αὐτά, παρά τό γεγονός ὅτι γνωρίζουν πολύ καλῶς ὅτι στόν Σεργιανισμόν ὑπάρχει ἀναλήθεια, καί παρά ταῦτα δέν ἀντιτίθενται εἰς αὐτόν, γεγονός πού φανερώνει μίαν κακουργηματικήν ἀδιαφορίαν γιά τήν διακωμώδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτόν τόν λόγον, εἶναι οὐσιαστικόν γιά ἕνα Ὀρθόδοξον Ἐπίσκοπον ἤ ἱερέα ν’ ἀπέχῃ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τούς Σεργιανιστάς στήν προσευχήν. Τό αὐτό εἶναι ἐξ ἴσου οὐσιαστικόν καί γιά τούς λαϊκούς πού ἔχουν συνειδητήν συμπεριφοράν εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς». (Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς πρὸς ἄδηλο Ἱεράρχη, Φεβρουάριος 1934).
«Ἡ ἀκυρότητα τῶν Μυστηρίων τῶν μὴ καταδικασθέντων αἱρετικῶν, δὲν εὐοδοῦται οὔτε ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, οὔτε ἐκ τῆς ἐκλησιολογίας· ἀπὸ τὸ ἂν ἔχει, δηλαδή, κάποιος ὀρθὴ ἢ μὴ ὀρθὴ πίστη ἢ τὸ ἂν αὐτὴ ἡ πίστη ἔχει διατυπωθεῖ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Διότι, ἐφ’ ὅσον δὲν γνωρίζουμε τὰ κρυφὰ τῶν ἀνθρώπων, κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἀντιλαμβανόμαστε ἢ θὰ ὑποψιαζόμαστε ὅτι κάποιος ἱερωμένος ἔχει «παράξενες» ἰδέες, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀμφιβάλουμε γιὰ τὰ Μυστήρια ποὺ μᾶς μεταδίδει. Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ μολύνει, ἐφ’ ὅσον ἔχει ἔγκυρη ἱερωσύνη ὁ αἱρετίζων, εἶναι ἡ αἵρεση ποὺ μεταδίδει, καὶ ὄχι τὰ Μυστήρια. Ἐφ’ ὅσον Σύνοδος Ἐπισκόπων δὲν τοὺς ἀφαίρεσε τὴν ἐντολὴ νὰ τελοῦν Μυστήρια, μποροῦν νὰ τὰ τελοῦν. Οἱ πιστοί (ἕως τὴν καθαίρεση τῶν κηρυττόντων κακόδοξα) ἔχουν ἀπὸ τὸν Κύριο, τοὺς Ἀποστόλους, τὶς Συνόδους λάβει διδασκαλία καὶ Ἐντολὲς ποὺ τοὺς ἀσφαλίζουν· νὰ μὴν κοινωνοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· νὰ ἀποτειχίζονται ἀπ’ αὐτούς· κι αὐτὸ ἀρκεῖ καὶ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν μολυσμό.
Μέγας Βασίλειος
«Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται» (Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστ. σξβ΄).
Οἱ αἱρετικοί, βέβαια, εἴτε φανερά, εἴτε κρυφά, εἶναι αἱρετικοί συνειδητοί, ἔχουν ἐπιφέρει στὸν ἑαυτό τους τὸ «ἀνάθεμα», ὅσο παραμένουν ἀμετανόητοι. Εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως, ποὺ φανερώνουν τὴν ἀπιστία τους, δὲν ἀνέχεται ἡ χριστιανικὴ ψυχὴ νὰ παραλαμβάνει ἀπὸ τὰ χέρια τους τὰ Μυστήρια καὶ νὰ κοινωνεῖ, νὰ γίνεται συνένοχος τῆς κακοδοξίας τους. Καὶ ἐπὶ πλέον, ὅσοι γνωρίζουν τὴν ἀθεΐα-αἵρεσή τους, μεταλαμβάνοντας ἀπ’ αὐτούς, εἶναι –κατὰ περίπτωση– ἀμφίβολο ἂν παίρνουν Θ. Χάρη καὶ φωτισμό, ἤ, ἀποβαίνουν γι’ αὐτούς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ἔγκυρα, κρίμα καὶ κατάκριμα, ἐφ’ ὅσον γνωρίζουν.
Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων: 
«Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀκούσατε, οἱ λαϊκοί, ὥς φησιν ὁ Θεός· «Κρινῶ κριὸν πρὸς κριὸν καὶ πρόβατον πρὸς πρόβατον», καὶ πρὸς τοὺς ποιμένας λέγει· Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὑτῶν καὶ τῆς εἰς τὰ πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ' ἔστιν ἐπίσκοπον πρὸς ἐπίσκοπον κρινῶ καὶ λαϊκὸν πρὸς λαϊκὸν καὶ ἄρχοντα πρὸς ἄρχοντα. Λογικὰ γὰρ τὰ πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. ∆ιὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων» (Διαταγ. Ἀποστ. 2,19).
Μετὰ τὴν τιμωρία-καθαίρεσή του, ΤΟΤΕ παύει νὰ ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τελεῖ Μυστήρια ὁ ἐπίσκοπος αὐτός. Ἕως τότε εἶναι Ἐπίσκοπος –καὶ λόγῳ τῆς αἱρέσεως ψευδεπίσκοπος– τοῦ ὁποίου τὰ Μυστήρια ἔχουν ἰσχὺ γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγνοοῦν –δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει– τὴν αἵρεσή του. Καὶ βέβαια ὁ Ἐπίσκοπος αὐτὸς ἀποτελεῖ πηγὴ μολύνσεως γιὰ ὅλους, ἐξαιτίας τῶν κακοδοξιῶν του· ὅσοι ὅμως ἔχουν συνειδητοποιήσει τὴν κακοδοξία του, καὶ μὲ τὴν θέλησή τους κοινωνοῦν μαζί του, δὲν παίρνουν μόνο μολυσμό, ἀλλὰ καὶ ἁμαρτάνουν, γιατὶ ἀνέχονται τὸν αἱρετικὸ ποὺ κακοποιεῖ καὶ ἀλλοιώνει τὴν παραδεδομένη Πίστη, γιατὶ δὲν ὁμολογοῦν Ὀρθόδοξα, γιατὶ κοινωνοῦν μαζί του καὶ ἀπ’ αὐτόν, παρότι κακοδοξεῖ. Καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία τους αὐτὴ ὁ Θεὸς θὰ τοὺς τιμωρήσει τὴν ἐσχάτη τιμωρία· θὰ τοὺς ἀποκλείσει ἀπὸ τὴν Βασιλεία Του:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. ι΄ 32-33).
Ἕνας ποὺ δὲν γνωρίζει ὅτι εἶναι αἱρετικὸς κάποιος ἱερωμένος (ποὺ δὲν ἔχει καθαιρεθεῖ) καὶ ἔχει κοινωνία μαζί του ἐν ἀγνοίᾳ του, μολύνεται; Καὶ βέβαια, μολύνεται, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὴν Θ. Κοινωνία, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς κακόδοξες ἰδέες καὶ πρακτικές· ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ γίνεται ἐν ἀγνοίᾳ του ὁ Θεὸς θὰ τὸν προστατεύσει, θὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια, ἂν ἔχει καλὴ προαίρεση.
Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει, ὅμως, εἶναι πασιφανές (κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων) ὅτι καὶ μολύνεται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ψευδοποιμένα, καὶ προδίδει τὴν πίστη, γιατὶ «συμφιλιάζει» μὲ αἱρετικό, γιατὶ σιωπᾶ καὶ δὲν ἀντιστέκεται, δὲν ὁμολογεῖ καὶ ἔτσι -ἀμέσως ἢ ἐμμέσως- ταυτίζεται μὲ τὸν αἱρετικὸ καί, τέλος, “μολύνεται” ἀπὸ τὰ Μυστήρια, ὄχι γιατὶ αὐτὰ εἶναι μολυσμένα, ἀλλὰ γιατὶ παίρνει φωτιὰ καὶ «κόλαση», ἐφ’ ὅσον ἐν γνώσει του κοινωνεῖ καὶ συντελεῖ στὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον δὲν ἀντιστέκεται ὀρθόδοξα (διὰ τῆς ἀπομακρύνσεως) κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ (ποὺ εἶναι οἱ αἱρετικοί) κι ὅσους τοὺς ἀποδέχονται, ἔστω σιωπηρά. Θὰ κυριολεκτούσαμε, λοιπόν, ἂν λέγαμε ὅτι δὲν μολύνεται ἁπλῶς, ἀλλὰ κολάζεται. Γιὰ τοῦτο ὁ Θεὸς φωνάζει ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Π. Διαθήκης (σσ. ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεταπατερικοὺς «αντι-Οἰκουμενιστές», φωνάζει εἰς μάτην!): «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν», «χαίρειν αὐτοῖς μὴ λέγητε» κ.λπ.
Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός:
«Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιϊσταμαι τούτου (τοῦ Πατριάρχου) καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί ἁγίοις Πατράσι΄ καί ὥσπερ τούτου χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία καί τοῖς ἁγίοις» (P.G. 160, 536). (Πηγή: Ἐδῶ).
Θὰ ἀρχίσω τὴν κριτικὴ ἐξέταση μὲ τὸ βιβλιαράκι «Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΙΣΤΩΝ» 2011, μὲ ὑπογραφὴ Παναγιώτη Σημάτη, Ξανθά-Νάκου Χριστίνα, Κων/νου Γεωργίτση, τὸ ὁποῖο εἶχε τὴν εὐλογία τοῦ π. Εὐθυμίου καὶ τὸ ὁποῖο καὶ ἐκδόθηκε καὶ εἶναι ἀναρτημένο ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια στὸ ἱστολόγιο «Πατερικὴ Παράδοση» γιὰ νὰ τὸ διαβάζουν ὅλοι. Στὴν σελ. 54 διαβάζουμε:
«Ἕως ὅτου, λοιπόν, μία σύνοδος ἀποφανθεῖ καὶ καταδικάσει ἐπίσημα τοὺς αἱρετικούς, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ τὰ Μυστήρια τους ἔγκυρα, διότι διαφορετικὰ σὲ κάθε πραγματικὴ ἢ νομιζόμενη καὶ κατὰ φαντασίαν αἱρετικὴ ἀπόκλιση ὁ κάθε πιστὸς θὰ ἀμφέβαλε γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων. Ἡ ἐγκυρότητα, λοιπόν, τῶν Μυστηρίων, εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τῶν πιστῶν, ἀντίδραση ἐννοούμενη πάντα, μέσα στὰ πλαίσια τῶν Ἱερῶν Κανόνων».
Ἐδῶ εἶναι ξεκάθαρη ἡ θέση ποὺ ἐμφανίζεται ὡς ἡ σωστὴ θέση τῶν ἀποτειχισμένων, θέση ποὺ ἐπαναλαμβάνω ὡς πνευματικὸς διάβασε καὶ εὐλόγησε, ὁ π. Εὐθύμιος τὸ 2011! Τὰ Μυστήρια εἶναι ἔγκυρα καὶ δὲν ἐξαρτοῦνται ἀπὸ τὸ ἂν ἀποτειχίστηκαν πιστοὶ καὶ ἀπὸ πότε αὐτοὶ τὰ θεωροῦν ἄκυρα. Ξεκίνησα ἀπὸ τὴν παράθεση αὐτή, γιατὶ λέγεται, ὅτι «αὐτὰ τὰ ἔλεγε πάντα ὁ π. Εὐθύμιος», πρᾶγμα πού, ὅπως ἀποδεικνύεται, δὲν ἀληθεύει καὶ ἐδῶ καὶ σὲ ἄλλα κείμενα ποὺ θὰ παρουσιάσω στὴ συνέχεια. Μάλιστα ὁ π. Εὐθύμιος σὲ κείμενό του ἕναν χρόνο πρὶν δήλωσε ὀρθότατα δημοσίως σὲ κείμενό του/ἀπάντηση σὲ μοναχό:
«Λέγοντας, ὅμως, ὅτι ἐγώ ἀμφιβάλλω γιά τά Μυστήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, μεταφέρεις τό θέμα ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες στόν π. Εὐθύμιο, καί ἔτσι βγάζεις ἀθῶες περιστερές τά σχίσματα, γιατί στό κάτω κάτω, ποιός εἶναι ὁ π. Εὐθύμιος πού ἀμφιβάλλει γιά τά Μυστήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί τί ἰσχύ ἔχει ἡ γνώμη του μέσα στήν Ἐκκλησία;» (Πηγή: Ἐδῶ). 
Πιστεύω ὅτι συμφωνοῦμε ὅλοι, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ λέμε στὸν κόσμο ἄλλα τὸ 2011, ἄλλα τὸ 2018 καὶ ἄλλα τὸ 2019, οὔτε ἄλλα στὰ δημοσιευμένα κείμενά μας, ἄλλα στὰ βιβλία καὶ ἄλλα στὶς ὁμιλίες, διότι ἔτσι προκαλεῖται σύγχυση καὶ διάσπαση στὸ ποίμνιο, μὲ τὸ ἀποτέλεσμα σήμερα νὰ ἔχουμε πιστούς, ποὺ λένε «ἐγὼ εἶμαι ὑπὲρ τῶν ἀκύρων Μυστηρίων, τὸ λέει ὁ π. Ευθύμιος στὸ βιβλίο του» «ἐγὼ εἶμαι ὑπὲρ τῶν κατ’ οἰκονομίαν ἐγκύρων Μυστηρίων, τὸ λέει ὁ π. Εὐθύμιος». Ὁ π. Εὐθύμιος στὸ παραπάνω κείμενο δὲν θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἄξιο, καὶ ὀρθὰ δὲν ἀνακηρύσσει ἑαυτόν ὡς ἐκκλησία, ὥστε νὰ ἀποφανθεῖ περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν ὀλίγων σχισματικῶν Γ.Ο.Χ., πόσο μᾶλλον τῶν πολυπληθέστερων Οἰκουμενιστῶν! Αὐτὸ τὸ πράττει ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τότε γεννιέται τὸ αὐτονόητο ἐρώτημα: πῶς γίνεται τώρα νὰ ἰσχυρίζεται κάτι ἀντίθετο;
Βέβαια ἡ ἀλλαγὴ θέσεων εἶναι ἐπιτρεπτὴ καὶ ἀναγκαία, ἐφ’ ὅσον διαπιστωθεῖ λάθος καὶ τότε, ἀφοῦ ἀνακοινωθεῖ καὶ ζητηθεῖ συγγνώμη ἀπὸ τοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ὀφθαλμοφανῶς ἀκούσια, ἐλπίζουμε, κι ὄχι σκόπιμη αὐτὴ παραπλάνηση, καὶ ἀφοῦ κατοχυρωθεῖ ἡ νέα «ἀλήθεια» μὲ προσεκτικὴ πλέον ἁγιοπατερικὴ τοποθέτηση –γιὰ νὰ μὴν «λέμε καὶ ξελέμε»– καὶ μετὰ ἀπὸ μεγάλη καὶ σοβαρὴ βάσανο τῆς νέας θέσεως, γίνεται ἡ ἀνακοίνωσή της. Ὅμως, ὅπως φαίνεται (πάντα σύμφωνα μὲ τὴν σύγκριση τῶν κειμένων τῶν βιβλίων τοῦ π. Εὐθυμίου μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, ὅπως ἔχει ὁ ἴδιος ζητήσει) ἡ θέση του (περὶ ἀκύρων Μυστηρίων-κατ’ οἰκονομίαν ἐγκύρων) ἀναιρεῖται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενά του, ως συγγραφέως, ὅπως θὰ φανεῖ ἀπὸ τὴν παρακάτω ἐξέταση τῶν βιβλίων. Καὶ βέβαια αὐτὴ ἡ αὐτο-ἀναίρεση λίγο θὰ μᾶς ἐνδιέφερε, ἂν δὲν ἔθιγε τὴν ἁγιοπατερική μας Παράδοση.
Ξεκινῶ ἀπὸ τὸ βιβλίο «ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ ΒΙΟΣ - ΣΥΝΤΟΜΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», στὸ ὁποῖο, ἐνῶ ἀναφέρεται τὸ συμπέρασμα/ἑρμηνεία τοῦ π. Εὐθυμίου, ὅτι κατὰ τὸν Ἅγιο τὰ Μυστήρια εἶναι ἄκυρα, παράλληλα παρουσιάζονται καὶ ἐκφράζονται καὶ τὰ ἑξῆς ἀντίθετα:
Σελ. 68 ἕως 85: ἐδῶ παρουσιάζεται ὁ ἅγ. Ταράσιος νὰ μὴν εὐλογεῖ καὶ νὰ μὴν τελεῖ τὴν μοιχοζευξία τοῦ αὐτοκράτορα Κων/νου, ἀλλὰ γιὰ λόγους οἰκονομίας νὰ μὴν καθαιρεῖ καὶ νὰ ἀνέχεται τὸν μοιχοζεύκτη Ἰωσήφ. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ ἅγ. Θεόδωρος ἀποτειχίστηκε καὶ ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ἅγιο καὶ ἀπὸ τὴν σύνοδο ποὺ ἀναγνώρισε τὸν γάμο. Σύμφωνα μὲ τὴν ἀτυχῆ (ὅπως ἀποδεικνύεται) τοποθέτηση τοῦ π. Εὐθυμίου, ποὺ ἀποτελεῖ ἀδιαπραγμάτευτη «δογματικὴ ἀρχή», ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀποτειχίζονται πιστοί, τότε τὰ Μυστήρια καθίστανται ἄκυρα.
Ἐρώτηση: Ἦταν –ἀφοῦ ἀποτειχίστηκε ἀπὸ αὐτὸν ὁ ἅγ. Θεόδωρος–  τὰ Μυστήρια τοῦ ἅγ. Ταρασίου ἄκυρα; Καὶ ἂν ναί, γιατί ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἀληθέστατα παραθέτει ὁ ἴδιος ὁ π. Εὐθύμιος, γράφει ὅτι κατὰ τὴν αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, τὴν ὁποία μάλιστα ὀνομάζει θεοφιλέστατη:
«καλῶς ἔπραξαν καὶ θεάρεστα καὶ οἱ δύο. Ὁ μὲν Θεόδωρος ἐπειδὴ ἀντιστάθηκε ὑπερασπιζόμενος τὰ εὐαγγελικὰ δόγματα… ὁ δὲ πατριάρχης ἐπειδὴ οἰκονόμησε τὰ πράγματα πρὸς τὸ συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας… ὅλα αὐτὰ τὰ βεβαίωνε ὁ θεοφόρος Ταράσιος, ὅπως τὸ ἔγραψε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀθλητὴς τοῦ Σωτῆρος Θεόδωρος».
Ἄρα γιὰ τὸν βιογράφο –μὲ τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ ἁγ. Θεοδώρου– ὁ ἅγ. Ταράσιος καλῶς ἔπραξε καὶ τὰ Μυστήρια του ἦταν σαφέστατα ἔγκυρα, παρὰ τὴν ἀποτείχιση τοῦ ἁγ. Θεοδώρου καὶ παρὰ τὰ ὅσα δημόσια ἐκφράζει ὁ π. Εὐθύμιος. Μάλιστα στὸ βιβλίο γιὰ τὴν ἀποτείχιση κατὰ τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη (θὰ ἀναφερθεῖ καὶ παρακάτω), ἐνῶ παραθέτει τὰ λόγια «…ὅλα αὐτὰ τὰ βεβαίωνε ὁ θεοφόρος Ταράσιος» μὲ ἔντονο μαῦρο χρῶμα, γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀναγνώριση τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἀπὸ τὸν ἅγ. Ταράσιο, τὰ λόγια «ὅπως τὸ ἔγραψε αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀθλητὴς τοῦ Σωτῆρος Θεόδωρος» ποὺ δείχνουν τὴν ἐξίσου ἀναγνώριση στὴν στάση τοῦ ἁγ. Ταρασίου ἐκ μέρους τοῦ ἁγ. Θεοδώρου, δὲν τονίζονται, ἀφοῦ, ἂν τονίζονταν, θὰ κατεδείκνυαν ὅτι δὲν ἀποτελεῖ ἀλήθεια, ἡ ἄποψη, ὅτι ὅλοι οἱ Ἅγιοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης σκέφτονταν καὶ ἔπρατταν –τουλάχιστον γιὰ κάποιον καιρό– σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Θεόδωρο καὶ ὅτι, ὅταν κάποιος ἀποτειχίζεται, αὐτὸ δὲν συνεπάγεται τὴν αὐτόματη ἀκυρότητα τῶν Μυστηρίων τῶν μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν.
Ἐδῶ ἀρχίζει νὰ διαφαίνεται μία παρερμηνεία τοῦ Ἁγίου στὴν διδασκαλία του περὶ Μυστηρίων. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ὁ ἅγ. Θεόδωρος, οὐκ ὀλίγες φορές, μιλοῦν (κι ἐμεῖς ἕως τώρα ἀκολουθώντας τους) περὶ μολυσμοῦ κι ὄχι γιὰ ἀκυρότητα Μυστηρίων. Κι ἐμεῖς γιὰ νὰ μὴν μολυνθοῦμε καὶ νὰ συμπράξουμε ὥστε ἡ Ἐκκλησία νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἀποτειχιστήκαμε. Καὶ ὅπως γράφθηκε στὸ προαναφερθὲν βιβλιαράκι «Ἡ ἐγκυρότητα, λοιπόν, τῶν Μυστηρίων, εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν ἀντίδραση τῶν πιστῶν». Τί χρειάζεται λοιπόν, ἡ μεταξύ μας διάσταση, ἡ ἀναφορὰ καὶ ἡ ὑποστήριξη ὅτι τὰ Μυστήρια εἶναι ἄκυρα ἢ κατ΄ οἰκονομίαν ἔγκυρα; Ὑπ’ ὄψιν δὲ ὅτι, δὲν ἔχει παρουσιασθεῖ ΟΥΤΕ ΕΝΑ χωρίο τοῦ Ὁσίου, ποὺ νὰ χαρακτηρίζει τὰ Μυστήρια ἄκυρα, παρὰ μόνο συμπεράσματα τοῦ π. Εὐθυμίου ἀπὸ ἐξήγηση ἄλλων λέξεων-ἐκφράσεων, ποὺ κατὰ τὴν γνώμη του –αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις–  ἀποτελοῦν ὁλοφάνερη ἀπόδειξη ὅτι ὁ Ὅσιος δίδασκε περὶ ἀκύρων Μυστηρίων!
 Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ καὶ τὸ σχόλιο τοῦ βιογράφου δὲν ἀναφέρθηκαν στὴν προαναφερθεῖσα ὁμιλία (10.11.2019), ἐνῶ χάριν τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς ἀντικειμενικότητας, ἔστω καὶ ὡς σημεῖο ποὺ προκαλεῖ ἀμφιβολίες, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφερθεῖ. Εἶναι, λοιπόν, ἀβάσιμη ἢ καὶ λανθασμένη ἡ τοποθέτηση, ὅτι ὅλοι οἱ σύγχρονοι μὲ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Ἅγιοι, εἶχαν στὰ θέματα περὶ αἱρέσεως τὴν ἴδια θέση μὲ τὸν ἅγ. Θεόδωρο.
Τὸ ἴδιο ἐπιχείρημα ἐπαναλαμβάνεται στὴν περίπτωση τοῦ ἁγ. Νικηφόρου. Ἐκεῖ, ἀναφέρεται –στὴν σελ. 186– ὅτι ὁ ἅγ. Νικηφόρος τιμοῦσε τὸν ἅγ. Θεόδωρο καὶ ἡ τιμή του αὐτὴ δὲν ἐλαττώθηκε
«οὔτε καὶ σὲ αὐτὸν τὸν χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο εἶχαν ἔλθει σὲ διάστασι καὶ δὲν εἶχαν μεταξύ τους ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία».
Ἄρα τὸν καιρὸ ποὺ ὁ ἅγ. Θεόδωρος, καὶ τόσοι ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὸν ἅγ. Νικηφόρο, ὁ δεύτερος δὲν εἶχε Μυστήρια; Εἶναι φανερὸ ὅτι Μυστήρια εἶχαν· ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία δὲν εἶχαν.
Καὶ ποῦ ἀποδεικνύεται πάλι ἡ θέση, ὅτι οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι τοῦ ὁσ. Θεόδωρου εἶχαν τὴν ἴδια γνώμη μὲ αὐτὸν τάχα περὶ τῶν ἀκύρων Μυστηρίων (θὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν εἶχε τὴν γνώμη αὐτή), ἀφοῦ οἱ δύο προηγούμενοι Ταράσιος καὶ Νικηφόρος (καὶ ὅσοι ὑπάκουαν σὲ αὐτοὺς ἀναγνωρίζοντας τὴν ἐν βίῳ ἁγιότητά τους) κοινωνοῦσαν ἔστω καὶ κατ’ οἰκονομία γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα μὲ αὐτούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος ἀποτειχίστηκε;
Στὴν σελ. 145 ἀναφέρεται ἡ θέση τοῦ ὁσ. Θεοδώρου:
«Χαλεπὴ κακοδοξία ἐδογματίσθη ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ. Αὕτη ἡ Μοιχειανικὴ αἵρεσις…».
Ἂν κατὰ τὸν π. Εὐθύμιο ἀλλὰ καὶ κατὰ ὅσους ὑποστηρίζουν τὴν ἀκυρότητα τῶν Μυστηρίων, οἱ ψευδοεπίσκοποι δὲν ἔχουν Μυστήρια, γιατί δὲν ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία, τότε πῶς λέει ὁ Ἅγιος ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ; Ἐδογματίσθη χαλεπὴ κακοδοξία καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ταράσιο, ποὺ ἀνέχθηκε τὴν πράξη τοῦ Ἰωσήφ; Ἦταν ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὁ ἅγ. Ταράσιος, ὅταν –ὅπως εἴδαμε– ὁ ὅσ. Θεόδωρος παραδέχθηκε ὅτι καὶ ὁ ἅγ. Ταράσιος καλῶς ἔπραξε (βλ. παραπάνω); Τὸ ἴδιο μὲ τὸν Ὅσιο –ἀλλὰ σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὁμιλία στὶς Σταγιᾶτες τῆς 10.11– ἀναφέρει ὁ π. Εὐθύμιος στὴν σελ. 218:
«Οἰκουμενισμὸς δρᾶ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀλλοιώνει τὸ πνεῦμα καὶ τὸν χαρακτήρα της».
Καὶ δὲν ἐννοεῖται ὅτι δρᾶ, ὅπως ἡ Οὐνία, ὁ Παπισμὸς καὶ οἱ ἄλλες αἱρέσεις ἀπὸ ἔξω, ἀλλὰ ἀφήνεται νὰ ἐννοηθεῖ, ὅτι οἱ Οἰκουμενιστὲς δροῦν ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Πῶς δρᾶ μέσα στὴν Ἐκκλησία ὅταν οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Ἄρα ἐδῶ πρόκειται γιὰ τοὺς μὴ κεκριμμένους ἀπὸ σύνοδο αἱρετικοὺς ψευδοποιμένες (ἀνθρώπους ποὺ ὡς πρὸς τὴν πίστη εἶναι φυσικὰ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ θεσμικὰ ἀνήκουν ἀκόμα ὡς σεσηπότα μέλη –αὐτὸ θὰ ἀποδειχθεῖ παρακάτω– σὲ Αὐτὴν καὶ κατέχουν θέσεις μέσα σὲ αὐτήν) καὶ ὄχι τοὺς κεκριμμένους ἐκτὸς Ἐκκλησίας αἱρετικούς, διάκριση τὴν ὁποία, παρότι ὑπάρχει διάχυτη στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία. Δυστυχῶς ὁ π. Εὐθύμιος δὲν τὴν δέχεται, ἢ τὴν ἐκφράζει τόσο συγκεχυμένα, ὥστε νὰ προκαλεῖ σύγχυση στὸ ποίμνιο καὶ λάθος συμπεράσματα.
Στὴν σελ. 160 λέει ὁ βιογράφος τοῦ Ὁσίου παρουσιάζοντας τὴν σθεναρὴ θέση τῶν πατέρων ἐνάντια στὸν εἰκονομάχο αὐτοκράτορα:
«ἀλυσιτελὲς γὰρ ἡμῖν, φασίν, τοῖς ἤδη κατεγνωσμένοις καὶ αὖθις προσομιλεῖν».
Ἐδῶ φαίνεται ξεκάθαρα ἡ λύση στὰ ἐρωτήματά μας: οἱ Ἅγιοι ποὺ ἀντιμίλησαν στὸν αὐτοκράτορα, εἶχαν αὐστηρότερη στάση ἀπὸ ἄλλες φορές, γιατί μιλοῦσαν σὲ ἤδη κεκριμμένους (τοῖς ἤδη κατεγνωσμένοις ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ) αἱρετικούς. Ὁ π. Εὐθύμιος εἶπε ὅμως στὴν ὁμιλία του, ὅτι δὲν ὑπάρχουν κεκριμμένοι καὶ μὴ κεκριμμένοι ἀλλὰ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἔχουν Μυστήρια καὶ θέση στὴν Ἐκκλησία. Τότε γιατί τοὺς ὀνομάζουν ἔτσι οἱ ἅγιοι καὶ γιατί τονίζουν τὸ γεγονὸς αὐτὸ στὸν αὐτοκράτορα;
Στὴν σελ. 259 γράφει ὁ π. Εὐθύμιος:
«Οἱ ὑπόλοιποι ὅμως ἐπίσκοποι, ἂν ἦταν ὀρθόδοξοι, θὰ ἔπρεπε ἀμέσως νὰ διακόψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπικοινωνία μαζί του, περιμένοντας τὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο νὰ τὸν καθαιρέση. Διότι αὐτὸ λέγει ἡ παράδοσίς μας καὶ αὐτὸ ἔκανε ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες καὶ ὁμολογητές».
Ἐδῶ φαίνεται ἡ συμφωνία τοῦ π. Εὐθυμίου, μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ταυτόχρονα ἡ διαφωνία του μὲ τὴν ἴδια του τὴν ὁμιλία καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου περὶ Μυστηρίων. Ἐδῶ καθαρότατα λέγεται, ὅτι ὁ ἀποτειχισμένος πράττει τὸ καθῆκον του ὡς ὀρθόδοξος ἀποφεύγοντας τὴν μόλυνση καὶ περιμένοντας, –πιστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση– τὸ δικαστήριο, τὴν σύνοδο νὰ καθαιρέσει τὸν ἔνοχο. Μέχρι τότε ὅμως ὁ ἔνοχος παραμένει στὴν θέση του ὡς ψευδοποιμένας (ἀφοῦ οἱ ἀνθρώπινες διαδικασίες ἀποδόσεως δικαίου σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της εἶναι χρονοβόρες).
Καὶ φυσικὰ στὸ παραπάνω ἰδιαίτερα εὔστοχο σχόλιο τοῦ βιβλίου, δὲν ἀναφέρεται τίποτα περὶ μὴ ἀναγνωρίσεως τῶν Μυστηρίων ποὺ τελεῖ ὁ ψευδοποιμένας αὐτός, ἀφοῦ ἂν καὶ ψευδοποιμένας θεωρεῖται ἀκόμα μέλος, σαπρὸ μέν, ἀλλὰ μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὅπως πολὺ σωστὰ τονίζεται ἀλλοῦ (θὰ τὸ δοῦμε πολλάκις παρακάτω) δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κάνουμε παράλληλες χειροτονίες, ὅταν ἐπικρατοῦν οἱ αἱρετικοί μέχρι τὴν καταδίκη τους. Γιατί τότε θὰ ὑπάρχουν 2 Ἐκκλησίες σὲ ἕνα μέρος. Ἂν ὅμως τὰ Μυστήρια εἶναι ἄκυρα καὶ οἱ αἱρετικοὶ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας, τότε γιατί δὲν ἐπιτρέπεται καὶ γιατί νὰ περιμένουμε τὴν σύνοδο; Ἄρα τὰ Μυστήρια κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ὅπως λέγεται ἐδῶ, εἶναι ἔγκυρα, ἀφοῦ ἡ ἱερωσύνη εἶναι μυστήριο, οἱ ψευδοποιμένες μέχρι τὴν καταδίκη τους ἀποτελοῦν σαπρὰ μέλη, ζιζάνια καὶ πήλινα σκεύη κατὰ τὸν Παῦλο, καὶ μόνο ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸ δικαίωμα τοῦ δεσμεῖν καὶ λύειν, δηλ. νὰ τοὺς ἀποκόψει συνοδικὰ ἀπὸ τὸ πανάγιο σῶμα Της. Καὶ βέβαια δὲν καθίσταται βεβορβορωμένη, ἀκριβῶς γιατί ἀποκρούει διὰ τῶν ἀγώνων τῶν ὀρθοφρονούντων κάθε καινοτομία. Διαφορετικὰ ἡ Ἐκκλησία ἔπαψε πολλάκις νὰ εἶναι ἁγία, καὶ εἰδικὰ στὶς μέρες μας, ποὺ κι ὅλοι μας εἴμασταν ἐντεταγμένοι ὀργανικὰ τόσες δεκαετίες στὸ Παγκ. Συμβ. τῶν Ἐκκλησιῶν/αἱρέσεων (Π.Σ.Ε.), συγκοινωνούσαμε μὲ τοὺς αἱρετικούς του Σάμπεζυ, τοῦ Μπάλαμαντ κλπ. εἰδικότερα δὲ ἀπὸ πλευρᾶς προσώπων, δεκάδες μασῶνοι ἢ σιμωνιακοὶ ἔγιναν ἐπίσκοποι!
Ἡ περίπτωση τῆς Σιμωνίας ἀποτελεῖ ἕνα σοβαρὸ ἐπιχείρημα κατὰ τῆς θέσης τῶν ἀκύρων Μυστηρίων, γι’ αὐτὸ καὶ πιστεύω ὅτι χρειάζεται ἕνα ξεχωριστὸ κεφάλαιο ἀνάλυσής της. Διότι ἂν δὲν ὑπάρχουν κεκριμένοι καὶ μὴ κεκριμένοι αἱρετικοί, ὅπως νεοδιδάσκει ὁ π. Εὐθύμιος καὶ ὁ κύκλος του (ἀλλὰ καὶ οἱ ζηλωτὲς περὶ τὸν μοναχὸ Μακάριο) καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς ὡς αἱρετικοὶ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχουν ἄκυρα Μυστήρια χωρὶς νὰ χρειάζεται συνοδικὴ καταδίκη, τότε τὸ ἴδιο θὰ ἔπρεπε νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς Σιμωνιακούς, ποὺ ἀποτελοῦν, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω τρομερὴ αἵρεση καὶ ὕβρις κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θα διαπιστώσουμε ὅμως, ὅτι καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, μέχρι τὴν συνοδικὴ κρίση καὶ καταδίκη τους, ἀποτελοῦν σαπρὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Σιμωνία ἀποτελεῖ σοβαρότατο διαχρονικὸ πρόβλημα μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ ἄρχισε ἅμα τὴν ἵδρυσή Της καὶ μέχρι σήμερα παραμένει ἄλυτο, καθὼς τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς οἱ Σιμωνιακοὶ παραμένουν γνωστοὶ ἄγνωστοι καὶ δυστυχῶς ἀτιμώρητοι (Τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν εἶναι ἀπὸ τὴν ἐργασία τῆς Μαρίας Καμπούρη «Η Σιμωνία κατά τους Ιερούς Κανόνες» Θεσσαλονίκη, 2011).
Ἡ ἀρχὴ τῆς αἵρεσης αὐτῆς καταδεικνύεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων 8, 18-23:
«ἰδὼν δὲ ὁ Σίμων ὅτι διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων δίδοται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα Ἅγιον. Πέτρος δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· τὸ ἀργύριόν σου σὺν σοὶ εἴη εἰς ἀπώλειαν, ὅτι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ ἐνόμισας διὰ χρημάτων κτᾶσθαι. οὐκ ἔστι σοι μερὶς οὐδὲ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γὰρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. μετανόησον οὖν ἀπὸ τῆς κακίας σου ταύτης, καὶ δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου· εἰς γὰρ χολὴν πικρίας καὶ σύνδεσμον ἀδικίας ὁρῶ σε ὄντα».
Ὁ Πέτρος λοιπόν, ἀπάντησε στὸν Σίμωνα, ὅτι «Δὲν ὑπάρχει εἰς σε μερίδιον οὔτε κλῆρος εἰς τὰς δωρεὰς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τὰς ὁποίας γίνεται λόγος». Τὰ λόγια τοῦ Πέτρου εἶναι ἀμείλικτα. Καὶ ὅμως κανεὶς μέχρι σήμερα (θὰ ἀποδειχθεῖ παρακάτω), ἀκόμα καὶ οἱ σημερινοὶ ὑποστηρικτὲς τῶν ἀκύρων καὶ ὁ π. Εὐθύμιος, δὲν ἀμφισβήτησε οὔτε τὴν ἱερωσύνη, οὔτε τὰ Μυστήρια τῶν Σιμωνιακῶν, ἀντιθέτως ἡ Σύνοδος ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔλυνε τὸ θέμα. Τὸ ὅτι ἡ Σιμωνία ἀποτελεῖ αἵρεση ἀποδεικνύεται ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πέτρου καὶ μὲ τὰ παρακάτω:
Ὁ Θεοδώρητος Κύρου τὴν ὀνομάζει «Χριστεμπορία» (PG 82, 889Α).
Ἑρευνώντας τὰ μέτρα τοῦ «βυζαντινοῦ» κράτους κατὰ τῆς Σιμωνίας, διαβάζουμε ὅτι ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλειος ἔλαβε μέτρα κατὰ τῆς Σιμωνίας «πρὸς περιστολὴν τῆς κατὰ τὴν ἐποχήν του ὡς αἱρέσεως θεωρουμένης» (Παναγόπουλου, Ἰ. «Ἡ σιμωνία κατὰ τὸ δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς καὶ Δυτικῆς Ἐκκλησίας», Ἀθήναι, 1946, σελ. 102).
Στὴν ἐποχὴ τῆς Μακεδονικῆς Δυναστείας ἴσχυε τὸ ἴδιο: «οὐ μόνον αἵρεσις ἀλλὰ ἀνεξίτηλος κηλίς» (αὐτόθι, σελ. 104).
Ὡς αἵρεση τὴν ἀναγνώρισαν ὁ ὁσ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης στὴν ἐπιστολὴ ΛΘ΄, Ἀρσενίῳ τέκνῳ (PG 99, 1044B) καὶ ὁ ἅγ. Ταράσιος, ἐπιστολὴ Γ΄πρὸς Πάπα Ἁδριανό (PG 98, 1441B), ἡ ὁποία μάλιστα λόγῳ τῆς σημασίας της συμπεριλήφθηκε στὰ κανονικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα ὁ ἅγ. Ταράσιος γράφει σχετικὰ μὲ τὴν ἱερωσύνη τῶν Σιμωνιακῶν «ὁ ἐπὶ χρήμασι χειροτονηθεὶς ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος ἢ διάκονος ἀλλότριος ἐστὶ τῆς ἱερωσύνης… οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (PG 98, 1444C). Παραδόξως ὁ π. Εὐθύμιος ἐνῶ γνωρίζει ὡς εἰδικὸς στὸν ἅγ. Θεόδωρο τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, δὲν δέχεται ὅτι ἡ Σιμωνία εἶναι αἵρεση, καὶ ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ ἰσχύουν καὶ γι’ αὐτή, αὐτὰ ποὺ ὁ π. Εὐθύμιος τώρα διδάσκει. Ἀντιθέτως τὴν διαχωρίζει ὡς ἄσχετη μὲ τὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν Μυστηρίων, μᾶλλον γιατὶ τότε δὲν θὰ ἔστεκε ἡ θέση του.
Ἡ Σιμωνία ὡς αἵρεση «κινδυνοδεστέρα πάσης ἄλλης» ἀναγνωρίστηκε καὶ ἀπὸ τὸν Ἰωσήφ Βρυέννιο (Πηδάλιον, σελ. 239) καὶ ἀπὸ τὸν Γεννάδιο Σχολάριο, ὁ ὁποῖος τὴν ὀνομάζει «μέγιστο τῶν ἁμαρτημάτων καὶ ἀσέβημα πάνδεινον» τοὺς δὲ Σιμωνιακοὺς «τὴν δυσσέβεια Ἰούδα νοσοῦντας» (Κατὰ τῆς Σιμωνιακῆς αἱρέσεως ἢ ἀπιστίας, PG 160, 731D).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὀνομάζει τοὺς Σιμωνιακοὺς «μέγιστοι πάντων αἱρετικῶν» (Πηδάλιον, σελ. 31) καὶ τὴν Σιμωνία «θεοστυγὴ αἵρεσιν» (Πηδάλιον, σελ. 238). Παρόλα αὐτὰ ὅμως γράφει ὅτι καὶ διὰ τῶν Σιμωνιακῶν ἐνεργεῖ ὁ Θεός πρὸς ὄφελος τοῦ λαοῦ.
Ὁ ἅγ. Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης τὴν ὀνομάζει «φρικτὸν Ἱερωσύνη» καὶ τοὺς Σιμωνιακούς «ἀβλεπούντων πρὸς τὴν ἀλήθειαν» (PG 78, 280Β) καὶ καταδικάζει ἀκόμα καὶ τὴν χρησιμοποίηση τῶν πόρων τῆς Σιμωνίας γιὰ καλὰ ἔργα, ὅπως π.χ. τὸ κτίσμο τῶν Ἐκκλησιῶν ὡς «λίθους ἄχρηστους» (PG 78, 257C).
Πλῆθος Ἱ. Κανόνων γράφτηκαν ἐναντίον της ποὺ ἐπιβάλουν τὴν καθαίρεση καὶ τὸν ἀφορισμό στὸν ἑκάστοτε Σιμωνιακό (π.χ. ΟΒ΄ καὶ ΟΓ΄ Ἀποστολικοί, ΙΣΤ΄ Καρθαγένης, Ι΄ Πρωτοδευτέρας,κ.ἂ).
Βλέπουμε λοιπόν, ὅτι καὶ τὸ λεξιλόγιο τῶν Ἁγίων ἐνάντια στὴν Σιμωνία εἶναι σχεδὸν πανομοιότυπο μὲ αὐτὸ ἐνάντια στὴν κάθε αἵρεση καὶ οἱ τιμωρίες τῶν Ἱ. Κανόνων λειτουργοῦν τὸ ἴδιο. Ὅμως, ὅπως καὶ στὴν αἵρεση, κανεὶς δὲν ἀμφισβήτησε τὰ Μυστήρια τοῦ ἑκάστοτε Σιμωνιακοῦ μέχρι τὴν συνοδική του καταδίκη. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν φυσικὰ ἰσχύει ὅ,τι ἰσχύει καὶ γιὰ τοὺς κεκριμένους αἱρετικούς. Ἀκόμα καὶ ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἐκάλεσε τὴν Σύνοδο στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ καθαιρέσει τοὺς σιμωνιακοὺς ἐπισκόπους (βλ. Παλλάδιο Ἐλενουπόλεως, PG 47, 48) καὶ στὸν «Περὶ Ἱερωσύνης» λόγο του ὀνόμασε τοὺς Σιμωνιακοὺς «μὴ κληθέντες ὑπὸ τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ» (PG 48, 1070) δὲν ἀμφισβήτησε τὰ μέχρι τὴν καταδίκη τους τετελεσμένα Μυστήρια. Γιατὶ ὅλοι γνωρίζουν, ὅτι δυστυχῶς ὑπῆρξαν πολλοὶ καὶ ὑπάρχουν ἀκόμα περισσότεροι Σιμωνιακοί. Ἡ περίοδος μεταξὺ 895 καὶ 1073 χαρακτηρίστηκε «ὁ χρυσοῦς αἰὼν τῆς Σιμωνίας» καὶ ἀπὸ τὸν 15ο αἰ. καὶ σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας τὸ φαινόμενο ἔλαβε νέες διαστάσεις (βλ. καὶ τὸ σχόλιο τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου, Πηδάλιον, σελ. 238). Μεταξὺ τῆς περιόδου 1623 καὶ 1700 50 Πατριάρχες διορίσθηκαν ἀπὸ τὸν Σουλτάνο ἐπὶ πληρωμῇ (Παναγόπουλος σελ. 73). Γνωστὸ ἐπίσης εἶναι τὸ σκάνδαλο Σιμωνίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ 1876 μὲ ἐμπλοκὴ μάλιστα τῆς τότε κυβέρνησης. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς δὲν καταδικάστηκαν καὶ ἂν ἀμφισβητοῦντο τὰ Μυστήρια τους, τότε κανεὶς δὲν θὰ ἦταν μὲ σιγουριὰ οὔτε βαπτισμένος, οὔτε παντρεμένος κλπ. ἀφοῦ Σιμωνιακοὶ ὑπῆρχαν καὶ ὑπάρχουν. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν ἔχασε, οὔτε σήμερα χάνει τὸν ἀμόλυντο χαρακτῆρα Της. Εἶναι κι αὐτοὶ οἱ ψευδοποιμένες, οἱ κρυφοὶ λύκοι, οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου, τὰ ζιζάνια στὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ὑπάρχουν μέχρι τὴν τελικὴ Κρίση.
Πρέπει νὰ μᾶς ἀπαντήσουν λοιπόν, τόσο ὁ π. Εὐθύμιος, ὁ κ. Ρῖζος, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ σκληροπυρηνικοὶ ὑποστηρικτὲς περὶ ἀκύρων, πῶς οἱ Σιμωνιακοὶ, ποὺ καταδικάστηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν Χάριν, ποὺ κατὰ τοὺς Ἁγίους, ὅπως οἱ Οἰκουμενιστές, εἶναι ἐχθροὶ τῆς Ἀλήθειας, ὑβριστὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κάκιστοι αἱρετικοί, Ἰοῦδες, ἀλλότριοι, ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, καθαιρετέοι, ἀφοριστέοι κλπ. ἔχουν μέχρι τὴν καταδίκη τους Μυστήρια, ἐνῶ οἱ Οἰκουμενιστὲς δὲν ἔχουν. Τὸ δὲ τυχὸν ἐπιχείρημα, ὅτι εἶναι κρυφοί, δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύσει, διότι γιὰ πολλοὺς ἐπισκόπους στὴν ἱστορία μάθαμε, ὅτι ἦταν Σιμωνιακοὶ (βλ. καὶ τὴν σχετικὴ ἐργασία), ἀλλὰ τὰ Μυστήρια τους δὲν τέθηκαν ὑπὸ κρίση, γιὰ δὲ κάποιους σημερινούς ἰσχύει τὸ «ὁ κόσμος τὸ ἔχει τούμπανο κι ἐμεῖς κρυφὸ καμάρι».
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ δοῦμε τὶ λέει ὄχι μόνο περὶ τῶν Μυστηρίων τῶν Σιμωνιακῶν, ἀλλὰ καὶ γενικὰ περὶ Μυστηρίων, τῆς –ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν π. Εὐθύμιο– ὑπάρξεως κεκριμένων καὶ μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν καὶ τῆς ἀνάγκης Συνόδου σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὁ Νεόφυτος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς διασημότερους λόγιους τοῦ 18ου αἰ. στὸ σύγγραμά του «Περὶ τοῦ δυνάμει καὶ ἐνεργείᾳ τῶν Ἱερῶν Κανόνων» σὲ ἐπιμέλεια καὶ ἀπόδοση τοῦ μοναχοῦ Δαμιανοῦ:
«1. Σχόλιο: Μολονότι, οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὁρίζουν ὅτι, ἐὰν κάποιος διαπράξει, τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ ἀδίκημα, νὰ καθαιρεῖται, κανεὶς ἀμέσως καὶ ἀσφαλῶς πρὸ δίκης ἔχει καθαιρεθεῖ (ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ καὶ μόνο)… μὲ τοῦτο ἀναιροῦνται ὅσοι, ἀγνοοῦντες λέγουν ὅτι οἱ κληρικοὶ ποὺ χειροτονήθηκαν μὲ χρήματα, ἔχουν καθαιρεθεῖ μαζὶ μὲ τὸν χειροτονήσαντα αὐτούς· διότι λέγει ὅτι «ὁ ἐπὶ χρήμασι χειροτονῶν σὺν τῷ χειροτονουμένῳ, καθαιρείσθω»· ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ χορὸς τῶν σημερινῶν ἱερέων ἔτσι εἶναι· ἐφόσον κανένας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν ἔχει χειροτονηθεῖ μὲ χρήματα προσφάτως ἢ ἀπὸ καιρό· ἑπομένως ὅλος ὁ χορὸς συμβαίνει νὰ εἶναι αὐτόματα καθηρημένος! Ἐπὶ τούτου λοιπὸν τοῦ δόγματος, μερικοὶ χριστιανοὶ προσκολληθέντες ἰσχυρῶς, ἐφορμοῦν μὲ τόση δολιότητα κατὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ὥστε οὔτε εὐλογία θέλουν νὰ λαμβάνουν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς
Πρὸς αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς χριστιανοὺς πρέπει νὰ λεχθεῖ ὅτι δὲν συλλογίζονται ὀρθῶς… τὰ ἱερὰ διατάγματα διατηροῦν μὲν τὸ κῦρος τους ἀναλλοίωτο, ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐνεργοῦν ἀπὸ μόνα τους αὐτομάτως… Παρομοίως καὶ οἱ διὰ χρημάτων ἐγκατεστημένοι κληρικοί, ἕως ἂν δὲν δικασθοῦν κατὰ τοὺς Κανόνες ἀπὸ τοὺς ἐκδίκους ἱεράρχες καὶ νὰ καθαιρεθοῦν, δὲν ὑστεροῦν στὸ νὰ εἶναι ἱερεῖς, ἀπὸ τὴν ἐκ τῶν νόμων ποινὴ καὶ μόνο, ἔστω καὶ ἐὰν δὲν εἶναι ἕως τότε ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴν ἐνοχή τους… σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Χρυσόστομο ἡ καταδίκη τῶν ὑπευθύνων ἔχει διπλὸ χαρακτῆρα· ἡ μέν, διὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ ἐκφέροντος τὴν κρίση, ἡ δέ, διὰ τὴν κατὰ φύση καὶ ἐμπειρία δοκιμὴ τοῦ πράγματος, ποὺ θὰ γίνει σὲ μέλλοντα χρόνο… Τοιουτοτρόπως λοιπὸν καὶ οἱ ὑπεύθυνοι ἱερεῖς, ποὺ δὲν ἔχουν καθαιρεθεῖ κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, λέγω πρὶν νὰ γίνει ἡ δίκη, ἕως τότε κατ’ οὐσίαν εἶναι ἀκαθαίρετοι καὶ στὴν πραγματικότητα διατελοῦν ἐν ὑποδικίᾳ μόνο, διὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Κανόνος. Ἐπειδὴ πῶς ἀπειλεῖ ὁ Μ. Βασίλειος στὴν ἐπιστολὴ του, τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας του, ποὺ χειροτόνησαν διὰ χρημάτων, ὅτι ἐὰν ἀνακαλυφθοῦν νὰ κάνουν τοῦτο καὶ δεύτερη φορά, δὲν θὰ λυπηθεῖ πλέον αὐτούς;…
Ὅσα λοιπὸν μπορεῖ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἱεροκατηγόρου, αὐτὰ εἶναι· ἐμεῖς ὡστόσο, πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε κατὰ τὸ δυνατόν, πρῶτα μέν, πρὸς τοὺς λόγους ἐκείνους ποὺ νομίζονται ὡς ἀντιτασσόμενοι πρὸς τὴν ἀλήθειαὭστε ἡ καθαιρετικὴ φωνὴ τῶν ἱερῶν κανόνων χωρὶς συνεργοῦ, ἀπὸ μόνη της, ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ καθαιρέσει, ἐκεῖνον τὸν ὑπόδικο, ἕνεκα τῆς ἐν δυνάμει ἰσχύος αὐτῆς πρὸς καθαίρεσηθὰ πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ καταδίκη, τὴν ὁποία κατὰ τὴν γνώμη τους θὰ ἐπιφέρουν οἱ ἁρμόδιοι τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἐκδίκαση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων (δηλ. ἡ σύνοδος τῶν ζώντων ἐπισκόπων) καὶ τότε στὴ συνέχεια θὰ δύναται νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ὁ παρακούσας αὐτῆς τῆς συνόδου «ὡς ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης»… δὲν συνηγορεῖ καθόλου πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖνο ποὺ προβάλλουν ἐκ τῆς Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου, λέγω τό: «ἤτω ἀνάθεμα»· ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχει λεχθεῖ ἐν εἴδει ἐντάλματος, ἀλλὰ ὡς κατάρα γιὰ νὰ πανικοβάλλει καὶ νὰ τρομάξει, κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομοοἱ διὰ χρημάτων χειροτονοῦντες καὶ χειροτονούμενοι, εἶναι πιὸ ἄθεοι μὲν ἀπὸ τὸν Μακεδόνιο καὶ τοὺς ἀκολουθοῦντες αὐτὸν Πνευματομάχους, ἀσεβέστεροι δὲ τοῦ Σίμωνος μάγου καὶ χειρότεροι τοῦ προδότου Ἰούδα… ἀλλ’ ὅμως, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, διὰ τῶν ἀναξίως ἱερουργούντων, ἔστω καὶ ἐὰν ὑπάρχει πάρα πολὺ διαβεβλημένος ὁ βίος αὐτῶν, ὁ Θεὸς καθὼς καὶ διὰ τῶν καθαρῶν ἐνεργεῖ πάντα τὰ κατ’ αὐτόν. Ἐκ τῶν ἀναξίων λοιπὸν οἱ ἄκριτοι, δὲν εἶναι καθαιρεμένοι αὐτομάτως ἀπὸ τοὺς κανόνες· γιατὶ δὲν θὰ ἐνεργοῦσε ὁ Θεὸς τὰ κατ’ αὐτὸν πάντα δι’ αὐτῶν, ὅπως καὶ διὰ τῶν καθαρῶν· ἐπειδὴ λέγει «πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ» ἔστω καὶ ἐὰν αὐτοὶ εἶναι ἀνάξιοι… Ἐκ ποίου λοιπὸν βαθμοῦ λέγω, καὶ ἀπὸ ποίας ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἢ ἐπισκοπικῆς ἐνέργειας καὶ δυνάμεως θὰ ἀφορισθεῖ πάλι ἀπὸ τὴν σύνοδο τῶν (ζώντων) ἐπισκόπων, τῶν μετέπειτα ἀπὸ τὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο ἐκδικαζόντων, ὁ ἀφωρισμένος ἐκ τούτων μία καὶ μοναδικὴ φορὰ ἀπὸ τὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο (ποὺ ἐξέδωσε τὸν κανόνα); Ἐφ’ ὅσον ὄχι ὁ ἐκτός, ἀλλὰ ὁ ἐντὸς ὑπάρχων τοῦ βαθμοῦ, αὐτὸς ἀφορίζεται… πιστεύουμε ὅτι δὲν ἀπέμεινε καμμία προσφυγὴ στοὺς ἱεροκατηγόρους, οὔτε γενικὰ πρόφαση στὸ νὰ φρονοῦν, ὅτι καὶ πρὸ τῆς ἰδιαιτέρως γινομένης ἐκκλησιαστικῆς δίκης, οἱ διὰ χρημάτων πρὸς τὰ τῆς ἱερωσύνης αὐθαδιάζοντες, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ δίνουν ἢ καὶ νὰ λαμβάνουν, ἔχουν καθαιρεθεῖ» (Ὁλόκληρο τὸ κείμενο https://eugenikos.blogspot.com/2020/06/blog-post_911.html).
Ὲδῶ βλέπουμε τὸν Νεόφυτο νὰ ξεκαθαρίζει μὲ ἐκκλησιαστικὸ καὶ πατερικὸ τρόπο τὰ πράγματα καὶ νὰ κάνει σαφές ὅτι:
α) Οἱ Σιμωνιακοὶ εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία χείριστοι αἱρετικοί, ἀλλὰ τὰ Μυστήρια τους μέχρι τὴν καθαίρεσή τους, ἂν φυσικὰ ὑπῆρξε καθαίρεση, δὲν ἀμφισβητήθηκαν, ὅπως γράφτηκε καὶ παραπάνω. Μάλιστα διαβάζουμε ἔκπληκτοι ὅτι στὴν ἐποχὴ τοῦ Νεοφύτου ὑπῆρχαν τόσοι πολλοὶ Σιμωνιακοί, ὥστε ἂν ἀμφισβούσαμε τα Μυστήρια τους, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε τίποτα. Σήμερα εἶναι διαφορετικά;
β) Υπάρχει σαφὴς διάκριση μεταξὺ κεκριμένων καὶ μὴ κεκριμένων αἱρετικῶν καὶ πρὸ τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῶν δευτέρων τὰ Μυστήρια ποὺ τελοῦν εἶναι ἔγκυρα.
γ) Ὕψιστο ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν καταδίκη αἱρετικῶν, Σιμωνιακῶν κλπ. εἶναι ἡ ἐπισκοπικὴ σύνοδος. Κανένας στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα ἀπὸ μόνος του νὰ ἀκυρώνει τὰ Μυστήρια τῶν ὑποδίκων κληρικῶν.
δ) Ὁ Νεόφυτος ὀνομάζει τοὺς ὑποστηρικτὲς τῆς πλάνης τῶν ἀκύρων Μυστηρίων «ἱεροκατηγόρους», «δόλιους», «βλάσφημους» καὶ «ἀντιτασσομένους» στὴν Ἀλήθεια (ὁ νοῶν νοείτω γιὰ κάποιους ποὺ κατηγοροῦν τόσο εὔκολα), δηλαδὴ βαρύτατες κατηγορίες.
ε) Ἄρα τὸ τοῦ Χρυσοστόμου «Ὁ Θεὸς οὐ πάντας χειροτονεῖ, ἀλλὰ διὰ πάντων ἐνεργεῖ, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν» ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀνάξιους ἁμαρτωλοὺς κληρικούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μὴ κεκριμένους αἱρετικούς, ὅπως ἀποδείχθηκε στὴν περίπτωση τῆς Σιμωνίας.
Παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστη νὰ μὴν ξεχάσει τὰ παραπάνω ἐπιχειρήματα σὲ ὅλη τὴν ἀνάγνωση τῆς μελέτης, καθώς, μόνο αὐτὰ νὰ ὑπῆρχαν, ἀναιροῦν τὶς θέσεις τοῦ π. Εὐθυμίου.
Συνεχίζω μὲ τὴν παράθεση πατερικῶν πηγῶν.
Παραθέτω τὸ παράδειγμα τοῦ αἱρετικοῦ Διοσκόρου καὶ τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ περιορίζομαι στὰ πρακτικὰ τῆς Α΄ Πράξης καὶ στὴν μετὰ τὴν καταδίκη του κατάσταση.
Πρακτικά. Α΄ Πράξη: Στοὺς Ἐπισκοπικοὺς καταλόγους διαβάζουμε: «Ἀρχὴ τῆς συνόδου Χαλκηδόνος… Ἀνατολίου, ὁσιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Νέας Ρώμης (ποὺ εἶχε χειροτονηθεῖ ἀπὸ Διόσκορο), Διοσκόρου τοῦ θεοφιλεστάτου ἀρχιεπισκόπου τῆς μεγαλοπόλεως Ἀλεξανδρείας, …Μαξίμου Ἀντιοχείας… Οἱ λαμπρότατοι ἄρχοντες καὶ περιφανέστατοι συγκλητικοὶ εἶπον· Ποία γὰρ εἰδικὴ μέμψις ἐπάγεται Διοσκόρῳ τῷ εὐλαβεστάτῳ ἐπισκόπω;». Καὶ ἀφοῦ ἐκάθισε στὴ κατάλληλη θέση, τὸν λόγον ἔλαβε «Εὐσέβιος ὁ εὐλαβέστατος ἐπίσκοπος τῆς Δορυλαέων πόλεως» καὶ μεταξὺ ἄλλων εἶπεν: «…ὁ χρηστὸς Διόσκορος παρ’ οὐδὲν θέμενος τὸν τοῦ δικαίου λόγον καὶ τὸν τοῦ Θεοῦ φόβον, ὁμόδοξος ὢν καὶ ὁμόφρων Εὐτυχοῦς τοῦ ματαιόφρονος καὶ αἱρετικοῦ… τὴν κακοδοξίαν Εὐτυχοῦς …ἐβεβαίωσεν. (…)δεόμεθα καὶ προσπίπτομεν τῷ ἡμετέρῳ κράτει θεσπίσαι τὸν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον Διόσκορον (σσ. παρόλη την βαρεία κατηγορία ἡ πρὸς ἀρχιερέα προσφώνηση παραμένει) ἀπολογήσασθαι τοῖς παρ’ ἡμῶν αὐτῷ ἐπαγομενοις…, δι’ ὧν δυνάμεθα ἀποδεῖξαι αὐτὸν καὶ ἀλλότριον ὄντα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ αἵρεσιν ἀσεβείας πεπληρωμένην κρατύναντα καὶ ἀδίκως ἡμᾶς καθελόντα».
Συμπεριλαμβάνεται στὸν κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων ὁ Διόσκορος, ποὺ καὶ αἱρεσιάρχης ὑπῆρξε καὶ συνοδικὰ εἶχε ἀναγνωρίσει τὴν αἵρεση 2 χρόνια πρίν. Ἡ σύνοδος λοιπόν τὸν ἔχει ὡς ἐπίσκοπο στὸν κατάλογο μὲ ἔγκυρη ἀρχιερωσύνη.
Καὶ γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθοῦμε, ὅτι σταχυολογοῦμε καὶ ἀπομονώνουμε ἐκφράσεις, τὸ ἴδιο μὲ τὴν σύνοδο θὰ πράξει αἰῶνες ἀργότερα καὶ ὁ ἱερὸς Καλόθετος ὀνομάζοντας τὸν αἱρετίζοντα ἀλλὰ ἀκόμα μὴ καταδικασμένο Καλέκα «τὴν σὴν θειότητα» καὶ «ἐκέλευσεν ἡ ἱερότης σου». «Οἱ ὀνομασίες «θειότητα» καὶ «ἱερότης» καταδεικνύουν περίτρανα, ὅτι ὁ Καλόθετος ἀκόμα θεωρεῖ τὸν Καλέκα μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ γενναῖος αὐτὸς ἀγωνιστὴς τῆς Πίστεως νὰ ἀποκαλεῖ ἔτσι κάποιον ποὺ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Οὔτε θὰ παρακαλοῦσε ἕναν ποὺ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ δὲν ἔχει Μυστήρια νὰ πραγματοποιήσει Σύνοδο» (Ἐδῶ).
Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὰ παραπάνω ὅμως: Στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου μετὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Διοσκόρου μία Ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Λαό, ἡ ὁποία διευκρινίζει τὸ θέμα τῆς καθαιρέσεως ἀναφέρει:
«Πρόθεμα κατὰ Διοσκόρου
Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ χάριτι Θεοῦ κατὰ θέσπισμα τῶν εὐσεβεστάτων καὶ θεοφιλεστάτων… Ἦλθεν εἰς τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην σύνοδον ὡς μετὰ τὴν ἐκ τῶν θείων κανόνων τῆς ἱερωσύνης ἀφαίρεσιν Διόσκορος ὁ γενόμενος τῆς Ἀλεξανδρείας μεγαλοπόλεως ἐπίσκοπος ἐπιχειρήσας διαθρυλεῖν αὖθις ἀπολαβεῖν τὴν ἱερωσύνην, ἥν πρότερον ἔχων».
Διαβάζουμε ἐδῶ, ὅτι οἱ Πατέρες ἔλαβαν τὴν πληροφορία, ὅτι ὁ Διόσκορος θέλει νὰ ἀποκτήσει τὴν ἱερωσύνη, τὴν ὁποίαν εἶχε προηγουμένως καὶ τὴν ὁποίαν ἀπώλεσε μὲ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου,
«οὐκ εἰς θεραπείαν τοῦ δεδωκότος Χριστοῦ, ἀλλ’ εἰς ἀδικίαν καὶ λύμην τῶν θείων κανόνων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως ταύτη ἀπεχρήσατο. ἵνα τοίνυν ἅπαντες οἱ τῆς εὐαγοῦς πίστεως τρόφιμοι ἀναμφίβολον ἔχητε τὴν ἔνδικον ἐπ’ αὐτῷ παρὰ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆς συνόδου τῆς καθαιρέσεως ψῆφον, τόδε τὸ γράμμα ἐδικαιώσαμεν προτεθῆναι διασημαίνοντες ὡς ὁ παρὰ τοῦ δεσπότου Θεοῦ καὶ παρὰ τοσαύτης πληθύος ἐπισκόπων δι’ ὧν ἀσύγγνωστα δέδρακεν, τῆς κατὰ τὴν ἱερωσύνην χάριτος ἀφαιρεθεῖς…».
Εἶναι ξεκάθαρη ἡ ἐπισήμανση τῆς Συνόδου, ὅτι γιὰ τὶς ἀσυγχώρητες πράξεις καὶ τῖς αἱρετικὲς διδασκαλίες του τοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ χάρις τῆς ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν Δεσπότη Θεὸ καὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Ἐπισκόπων. Αὐτοί, λοιπόν, ὡς μέλη τῆς Συνόδου, ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ἀποφασίζουν γιὰ τὸ πότε κάποιος χάνει τὴν Χάριν καὶ ἀπὸ πότε τὰ Μυστήρια ποὺ τελεῖ εἶναι ἄκυρα, καὶ ὄχι μεμονωμένα πρόσωπα, εἴτε εἶναι ρασοφόροι εἴτε λαϊκοί. Πότε τοῦ ἀφαιρέθηκε τελικὰ ἡ ἱερωσύνη; Συνοδικά, διὰ τῆς καθαιρέσεως τὴν 13η Ὀκτωβρίου τοῦ 451.
Ἡ παραπάνω συνοδικὴ δήλωση δὲν ἀποτελεῖ ἐπιβεβαίωση, ὅπως ὑποστηρίζουν σήμερα οἱ τῶν ἀκύρων, τῆς ἤδη ἀπωλεσθείσης ἱερωσύνης, ὅταν κήρυξε τὴν αἵρεση ὁ Διόσκορος ἢ ὅταν συνοδικὰ τὴν ἀναγνώρισε τὸν Αὔγουστο τοῦ 449, γιατί, ὅπως διαβάσαμε παραπάνω, στὸν κατάλογο τῶν Ἐπισκόπων τῆς Συνόδου ἀναφέρεται ἀκόμα καὶ παρὰ τὶς ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ πάπα Ρώμης ὡς θεοφιλέστατος ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας. Ἀποτελεῖ ἀμετάκλητη καὶ μετὰ ἀπὸ ἐξέταση συνοδικὰ ἀποφασισμένη ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπὸ τὸν Δεσπότη Θεὸ καὶ «τὴν πληθὺν τῶν ἐπισκόπων» σὲ συγκεκριμένη πράξη μέσα στὴν Σύνοδο. «Οὐδεμίαν τὸ σύνολον ἔχει ἀποκαταστάσεως ἐλπίδα ὡς μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀποβολῆς παυσαμένων καὶ τῶν σκανδάλων. Πεπλήρωται ἡ β΄ πράξις τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων» (T.L.G., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomevolumepart 2,1,2, page 42, line 20, σέλ. 230). Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ προαναφερθέντες Πατέρες ἀπάντησαν ἔτσι στὸν αὐτοκράτορα.
Ἡ καθαίρεση ἀπὸ τὴν Σύνοδο σημαίνει ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης, τὴν ὁποία μέχρι τότε κατεῖχε, γιατί δὲν μπορεῖς νὰ ἀφαιρέσεις κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει καὶ ἀπὸ τότε ἀκυρότητα τῶν Μυστηρίων, γιατί δὲν μπορεῖς νὰ ἀκυρώσεις κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει. Ὁ Διόσκορος μετὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς ἱερωσύνης δὲν ἀποτελεῖ πιὰ ψευδοποιμένα, ἀλλὰ λαϊκό. Αὐτὸ φαίνεται σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν Πρακτικῶν, ὅταν κάποιοι Ἀρχιμανδρίτες παρουσιάστηκαν στὴν Σύνοδο γιὰ νὰ παρακαλέσουν ὑπὲρ τοῦ Διοσκόρου καὶ εἶπαν μεταξὺ ἄλλων: «…δεόμεθα τῆς ἁγιωσύνης ἡμῶν πάντα ἀκολούθως προβῆναι καὶ παρεῖναι κατὰ τὸ συνέδριον τοῦτο τὸν ἁγιώτατον ἀρχιεπίσκοπον Διόσκορον…». Τότε τοὺς διέκοψαν ὀργισμένοι τώρα οἱ Ἐπίσκοποί της Συνόδου: «…οἱ εὐλαβέστατοι ἐπίσκοποι ἐβόησαν· Ἀνάθεμα Διοσκόρῳ. Διόσκορον ὁ Χριστὸς καθεῖλεν. Τούτους ἔξω βάλε. ἄρον ὕβριν τῆς συνόδου… Τῶν δεήσεων τούτων οὐκ ἔστι τῆς συνόδου ἀκοῦσαι. Τὸν καθαιρεθέντα παρὰ πάσης ὁμοῦ τῆς συνόδου ἐπίσκοπον ἐτόλμησαν ὀνομᾶσαι, οἱ κανόνες διὰ τί πατοῦνται;» (T.L.G., Concilia Oecumenica (ACO): Concilium universale Chalcedonense anno 451: Tomevolumepart 2,1,2, page 117, line 9, σελ. 300).
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ π. Εὐθύμιος στὴν ἀπάντησή του στὸν Πειραιῶς Σεραφεὶμ τὸ 2013 ἔγραφε σχετικὰ μὲ τὸν Νεστόριο καὶ ὅμοια μὲ τὰ περὶ τὸν Διόσκορο:
«Ἐδῶ, διὰ πρώτη φορὰ τὸν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες «ἀσεβέστατον», ἐνῶ πρὶν καθαιρεθῆ, ἂν καὶ ἦτο αἱρετικὸς τὸν ὠνόμαζον «εὐλαβέστατον». Τὴν προσφώνησι αὐτὴ «εὐλαβέστατον» τὴν ἀνέφερον οἱ Πατέρες διὰ τὸν Νεστόριον πάρα πολλὲς φορὲς στὶς συζητήσεις πρὸ τῆς καθαιρέσεώς του, προφανῶς ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχε τιμωρηθῆ. Οἱ τοπικὲς Σύνοδοι οὔτε κατεδίκασαν τὸν Νεστόριο, οὔτε τὸν ἀναθεμάτισαν, διότι δὲν εἶχαν τέτοιο δικαίωμα. Ἁπλῶς κατεδίκασαν καὶ ἀνεθεμάτισαν τὶς αἱρετικές του διδασκαλίες. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀναθεματισμοὺς τοῦ ἁγ. Κυρίλλου οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στὸ τέλος τῆς τρίτης ἐπιστολῆς του. Δι’ αὐτὸ κάθε ἀναθεματισμὸς ἀρχίζει μὲ τὸ «εἴ τις οὐχ ὁμολογεῖ» ἢ «εἴ τις τολμᾶ λέγειν» ἢ «εἴ τίς φησιν» κλπ. Οὐδαμοῦ δηλαδὴ στοὺς ἀναθεματισμοὺς ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου».
Κι ἐδῶ λυπούμαστε γιὰ τὴν ἐξέλιξη. Ὁ π. Εὐθύμιος φαίνεται δὲν εἶχε ξεκαθαρίσει μέσα του τὰ περὶ ἀκύρων Μυστηρίων στὸν ἅγ. Θεόδωρο καὶ γι’ αὐτὸ στὰ κείμενά του ὑπῆρχαν αὐτὲς οἱ ἀντικρουόμενες θέσεις ποὺ τὶς ἐξισορροποῦσε μιλώντας περὶ «κατ’ οἰκονομία ἐγκύρων» Μυστηρίων. Ἐσχάτως ὅμως καὶ παραδόξως ἐπέλεξε ὡς «πατερική» ἀλήθεια τὴ θέση κάποιων ἁγιορειτῶν καὶ κάποιων λαϊκῶν, ποὺ κόπτονται ἀναπόδεικτα περὶ ἀκύρων.

Πρὶν ἀρχίσω μὲ τὸ δεύτερο βιβλίο θὰ ἤθελα νὰ παραθέσω κάτι στὸ ἐπιχείρημα τῆς ὁμιλίας τῆς 10.11.2019:
«Γιατί εἶναι λάθος; (σσ. ἐρωτᾶ ὁ π. Εὐθύμιος, ἡ θέση ὅτι οἱ μὴ κεκριμένοι αἱρετικοὶ εἶναι ὡς σαπρὰ μέλη ἀκόμα ἐντὸς Ἐκκλησίας καὶ τὰ Μυστήριά τους ἔγκυρα); Γιατὶ πρῶτα-πρῶτα ἔρχεται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν Ἁγια Γραφή. Ὅ,τι ἔρχεται σὲ ἀντίθεσι μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι λάθος. Ὄχι γιατὶ τὸ εἶπαν λάθος οἱ Πατέρες, ἀλλὰ γιατὶ ἐμεῖς ἑρμηνεύουμε λάθος τοὺς Πατέρες».
Ἡ θέση πὼς ὅ,τι ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ εἶναι λάθος, ἀναμφίβολα εἶναι σωστή. Τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ θέση περὶ ἀκύρων Μυστηρίων, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Ἁγία Γραφή· καὶ δυστυχῶς ὁ π. Εὐθύμιος παίρνει ὡς δεδομένο αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ ἀποδείξει· καὶ σὲ κανένα σημεῖο τῆς ὁμιλίας του δὲν τὸ ἀποδεικνύει. Πρόκειται πέρα γιὰ πέρα γιὰ  δική του ἑρμηνεία ποὺ κανεὶς σύγχρονος Ἅγιος ἢ θεολόγος δὲν ἔχει διατυπώσει ἢ ἔχει ἀφήσει νὰ διαφανεῖ, ἀσφαλῶς δὲ καὶ κανένας Ἅγιος τῶν περασμένων ἐποχῶν.
Θὰ ἀναφέρω δύο τρία ἁγιογραφικὰ χωρία καὶ τὶς ἑρμηνεῖες τους, ποὺ δείχνουν ὅτι στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχουν καὶ χωρία ποὺ πρέπει νὰ συνεκτιμηθοῦν μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχει ὑπόψιν του  ὁ π. Εὐθύμιος, ὥστε νὰ γίνει κατανοητὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὴν συνολική του διάσταση. Τότε, νομίζω, παίρνουν ἄλλες διαστάσεις οἱ ἀποδείξεις στὶς ὁποῖες στηρίζεται ἡ παραπάνω θέση, καὶ ἐν πάσῃ περιπτώσει φανερώνουν ὅτι δὲν ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἐκφράσεις ποὺ ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι καὶ οἱ μὴ καταδικασμένοι αἱρετικοὶ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ σαπρά-σάπια. Ἐπίσης θὰ ἀκολουθήσουν πατερικὲς πηγές ποὺ ἀποδεικνύουν, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀκούγεται, ὅτι πολλοί (καὶ ὁ π. Εὐθύμιος) θεωροῦν λάθος τὴν θέση, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἀγρὸς τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὰ ζιζάνια καὶ ὅτι λένε, ὅτι ὁ ἀγρὸς εἶναι μόνο ὁ κόσμος, εἶναι μία λανθασμένη καὶ ἀντιπατερικὴ θέση (σύγκρινε καὶ Εὐθυμίου Ζυγαβινοῦ, Ἑρμηνεία στοὺς ἑκατὸν πεντήκοντα ψαλμοὺς τοῦ προφητάνακτος καὶ θεοπάτορος Δαβίδ, σελ. 336-337).
Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὑπάρχει ἡ παραβολὴ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ὡς δίχτυ ποὺ μάζεψε λογῆς λογῆς ψάρια, καλὰ καὶ ἄχρηστα (Ματθ. 13, 49-52)· καὶ ὡς ἀγρὸ μὲ σίτο, ἀλλὰ καὶ μὲ ζιζάνια (Ματθ. 13:24). Οἱ δύο παραβολὲς μοιάζουν μεταξύ τους. Παραθέτω τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου στὴν παραβολὴ τῶν ζιζανίων:
«Στὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς μίλησε γιὰ ζιζάνια, ἐδῶ ὅμως τὸ κάνει. Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ ζιζάνια; -Εἶναι οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι ἀρχικὰ μὲν δέχτηκαν τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, στὴ συνέχεια ὅμως ἔγιναν διαφθορεὶς καὶ ὄργανα τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἐκπληκτικὸ τὸ πῶς ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξηγεῖ γιὰ τὸν χρόνο δράσης τῶν αἱρετικῶν: «καθ’ ὃν χρόνον ἐκοιμῶντο οἱ ἄνθρωποι». Ἡ πλάνη ἀκολουθεῖ τὴν ἀλήθεια. Μετὰ τοὺς προφῆτες ἦρθαν οἱ ψευδοπροφῆτες, μετὰ τοὺς ἀποστόλους οἱ ψευδαπόστολοι, καὶ μετὰ τὸν Χριστὸ ὁ ἀντίχριστος. Ποιά ὅμως ἡ διαφορὰ τοῦ σπόρου ποὺ ἔπεσε στὴν ὁδὸ μὲ τὰ ζιζάνια; Ὅτι ὁ μὲν πρῶτος ἀμέσως ἁρπάχτηκε, ἐνῶ στὴν προκειμένη περίπτωση ρίζωσε (σσ. ἐντὸς Ἐκκλησίας) καὶ γιὰ νὰ ἐκριζωθεῖ χρειάζονται μηχανορραφίες. Ἄρα ὁ Χριστὸς μᾶς τὰ λέει ὅλα αὐτὰ γιὰ μὴν ἐφησυχάζουμε ποτέ, ἀλλὰ πάντοτε νὰ ἐπαγρυπνοῦμε. Προσέξτε τώρα τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐπιμέλεια τῶν γεωργῶν (σσ. τῶν ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας): Ἀφοῦ εἶδαν τὰ ζιζάνια θέλησαν ἀμέσως νὰ τὰ ἐκριζώσουν. Ἀλλά πρῶτα ρώτησαν τὸν Κύριο: -«θέλεις»; Δεν ἔκαναν τοῦ κεφαλιοῦ τους. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε. Γιατί; Διότι ὁ Χριστὸς δὲν θέλει τοὺς πολέμους καὶ τὶς αἱματοχυσίες. Ἄλλωστε μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μπορεῖ νὰ φονεύονταν καὶ πολλοὶ ὀρθόδοξοι, ἢ μπορεῖ κάποιοι -ποὺ ὡς τότε νὰ ἀποτελοῦσαν μερίδα ζιζανίων- νὰ μετατρέπονταν τελικὰ σὲ σίτο».
Σημαντικὸ εἶναι τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα (Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον 46, 2· PG 58, 477): «Ἂν τοίνυν προλαβόντες αὐτοὺς ἐκριζώσητε, λυμαίνεσθε τῷ μέλλοντι γίνεσθαι σίτῳ, οὓς ἐγχωρεῖ μεταβαλέσθαι καὶ γενέσθαι βελτίους ἀναιροῦντες. Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικούς, καὶ ἐπιστομίζειν, καὶ ἐκκόπτειν αὐτῶν τὴν παρρησίαν, καὶ τὰς συνόδους καὶ τὰς σπονδὰς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καὶ κατασφάττειν».
Πάνω σὲ αὐτὰ γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Καψάνης:
«Πράγματι, αἱ αἱρέσεις ἀποτελοῦν ζιζάνια ποὺ ἐνσπείρει ὁ πονηρὸς εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς Ἐκκλησιας διὰ νὰ ματαιώση τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Εἰς τὸν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρέσεων σημαντικὴ ὑπῆρξεν ἡ συμβολὴ τοῦ μοναχισμοῦ».
Τὰ ἴδια λέει καὶ ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐξηγώντας τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ ἀληθινὸς» καὶ τὴν παραβολὴ τῆς ἀμπέλου (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία ἢ Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον P.G. 74). Παρακάτω καὶ εἰδικώτερα στὸ γ΄ μέρος τῆς μελέτης θὰ δοῦμε νὰ διδάσκει τὸ ἴδιο καὶ ὁ Μ. Βασίλειος. Ἡ δὲ Ἐγκύκλιος Ἀπάντηση τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου τοῦ 1895 πρὸς τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ΄ ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Βαθέως θλίβεται καὶ ὀδύνη συνέχεται μεγάλη πάσα εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος ψυχὴ εἰλικρινῶς ζηλοῦσα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, βλέπουσα ὅτι ὁ μισόκαλος καὶ ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος φθόνῳ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ὠθούμενος οὐ διαλείπει ἑκάστοτε ποικίλα ἐνσπείρων ζιζάνια εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου, τοῦ συνιᾶσαι τὸν σίτον. Ἔνθεν τοι καὶ ἀνέκαθεν ἀνεφύησαν αἱρετικὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ζιζάνια, ἅπερ πολλαχῶς ἐλυμήναντο καὶ λυμαίνονται τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ ἅπερ ὡς σπέρματα πονηρὰ καὶ μέλη σεσηπότα δικαίως ἀποκόπτονται ἀπὸ τοῦ ὑγιοῦς σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ὁ δὲ Ἡσαΐας 5, 4 «τί ποιήσω ἔτι τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῶ; διότι ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας». (Τί ὑπολείπεται νὰ κάμω ἀκόμη διὰ τὴν ἄμπελόν μου αὐτὴν καὶ τί ἕως τώρα δὲν ἔκαμα δι’ αὐτήν; Ἔκαμα τὰ πάντα, διὰ νὰ καρποφορήσει αὐτὴ σταφυλάς. κείνη δὲ ἔκαμεν ἀγκάθια)! Αὐτὴ ἡ ρήση κατὰ τοὺς Πατέρες δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ξεφεύγουν τῆς Πίστεως. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ τόνισε πολλάκις στὰ κηρύγματά του ὁ μακαριστὸς π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος.
Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος προειδοποιεῖ: 
«Ὅπου δὲ ὁ ποιμήν ἐστιν, ἐκεῖ ὡς πρόβατα ἀκολουθεῖτε· πολλοὶ γὰρ λύκοι κωδίοις ἠμφιεσμένοι ἡδονῇ κακῇ αἰχμαλωτίζουσι τοὺς θεοδρόμους· ἀλλ’ ἐν τῇ ἑνότητι ὑμῶν οὐχ ἕξουσι τόπον. Ἀπέχεσθε οὖν τῶν κακῶν βοτανῶν, ἅστινας Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ γεωργεῖ, ἀλλ’ ὁ ἀνθρωποκτόνος θήρ, διὰ τὸ μὴ εἶναι αὐτοὺς φυτείαν πατρός, ἀλλὰ σπέρμα τοῦ πονηροῦ» (Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Φιλιππησίους, TLG, Epistle 6, chapter 2, section 1, line 1).
Τὰ ζιζάνια δηλ. «αἱ κακαὶ βοτάναι» εἶναι σπορὰ τοῦ πονηροῦ. Μέχρι τὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ παραμένουν μέλη, μέλη ὅμως ἀπὸ τὰ ὁποῖα, οἱ καλοὶ Χριστιανοί, ὁ σίτος, πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται γιὰ νὰ μὴν φθαροῦν («φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί», Α΄Κορ. 15, 33), να μην μολυνθοῦν, νὰ μὴ πνιγοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους.
Εἶναι σημαντικὸ νὰ προσέξουμε ὅτι τὸ ἴδιο φαίνεται καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Κυρίου στὶς Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας στὴν Ἀποκάλυψη. Ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ τοὺς ἐπισκόπους τῶν Ἐκκλησιῶν, παρόλο ποὺ αὐτοὶ δὲν πράττουν ὅλα σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς Του (ἐκτὸς αὐτοῦ τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Φιλαδελφείας) καὶ ἐπιτρέπουν στὶς τάξεις τους τὴν αὔξηση ζιζανίων/αἱρετικῶν κυρίως Νικολαϊτῶν καὶ ψευδοπροφητῶν (ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπίσκοπος τῆς Λαοδικείας ἔχει ξεφύγει διόλου ἀπὸ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία) «ἀγγέλους», καὶ τοὺς δίνει παρόλα αὐτὰ καιρὸν μετανοίας, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ διορθωθοῦν καὶ θὰ ξεριζώσουν ἀπὸ τὸν ἀγρὸ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν. Ἄρα ἦταν ἀκόμα γιὰ τὸν Κύριο(!!!) ἐντὸς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος τοὺς ἔδωσε χρόνο παραμονής τους στὸ σῶμα του, ἀλλὰ στὸ τέλος τοὺς μετακίνησε τὶς λυχνίες καὶ χάθηκαν (σύγκρινε καὶ τὴν σχετικὴ ὁμιλία τοῦ π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως).
Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν ἱερὸ Δοσίθεο Ἱεροσολύμων (Δωδεκάβιβλος), «τὴν αἵρεσιν τὴν ἀναφύουσαν, ἐὰν ἐξαπλωθῆ, κρίνει καὶ κατακρίνει ἡ Οἰκουμενικὴ σύνοδος», ἡ ὁποία εἶναι «κρείττων τῶν Τοπικῶν Συνόδων» καὶ τὸ «ἔσχατον κριτήριον τῆς καθόλου Ἐκκλησίας» (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο δ΄, κεφ. ι΄, § γ΄, σελ. 456-457 καὶ βιβλίο γ΄, κεφ. ιε΄, § ιθ΄, σελ. 171). Ὁ Ἅγιος λέει ξεκάθαρα, ὅτι Σύνοδοι ἐξέθεταν τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία καὶ καλοῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς σὲ μετάνοια. Σὲ περίπτωσι ἐμμονῆς τῶν αἱρετικῶν στὰ φρονήματά τους οἱ Πατέρες τοὺς καταδίκαζαν καὶ τοὺς ἀπέκοπταν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νὰ μείνη, «καθαρά του Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία, μηδὲν ζιζάνιον ἐαυτὴ παραμεμιγμένον ἔχουσα».
Στὸν τόμο Χαρᾶς (1705, σελ. 42) τοῦ ἰδίου διαβάζουμε ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου τοῦ 879/880 ἐπὶ Μ. Φωτίου: «Πρῶτον νουθετῆσαι αὐτοὺς ἔχομεν καὶ παρακαλέσαι, καὶ εἰ μὴ βουληθῶσιν ὑπακοῦσι ἡμῶν, τότε ἐκκόψαι αὐτοὺς ἔχομεν ὡς σεσηπότα μέλη, ἵνα μὴ καὶ τὸ ὑγιὲς σῶμα δι’ αὐτῶν ἀπόλλυται».
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ἐπίσης ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τά Πρακτικά τῆς δ΄ Συνεδρίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νά θέτουν, δηλαδή, τόν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπί τήν λυχνίαν» γιά νά λάμπη σέ ὅλους πού βρίσκονται στήν οἰκία καί νά μήν τόν κρύπτουν «ὑπό τόν μόδιον». Μέ αὐτόν τόν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τόν Κύριο, νά βαδίζουν ἀπροσκόπτως τόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες:
«πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι, καί το σεσηπός μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι καί τό πτύον κατέχοντες, τήν ἅλωνα καθαίρουσι καί τόν σῖτον, ἤτοι τόν τρόφιμον λόγον, τόν στηρίζοντα καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τό δέ ἄχυρον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ῥίψαντες κατακαίουσι πυρί ἀσβέστῳ».
Πῶς λοιπόν, κατὰ τὸν π. Εὐθύμιο, δὲν ὑπάρχουν ζιζάνια καὶ σεσηπότα μέλη στὴν Ἐκκλησία, δηλ. μὴ κεκριμένοι  αἱρετικοί, ποὺ πρέπει νὰ ἀποκοποῦν; Ἔπαψε ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἀμόλυντη μὲ τὴν ὕπαρξή τους; Ἀμφισβήτησαν μήπως οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ τὸ ἀμόλυντο χαρακτῆρα Της, ἀποδεχόμενοι τὴν ὕπαρξή τους; Μὰ φυσικά, ὄχι!
Παραθέτω καὶ ἕναν λίβελλο ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Πατριάρχη Μηνᾶ. Σ’ αὐτὸν οἱ μοναχοὶ εὐχαριστοῦν τὸν Πατριάρχη (ὅπως καὶ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό) γιατὶ προχώρησαν στὴν ἐξέταση τῆς περιπτώσεως τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου Ἀνθίμου καὶ ἀφοῦ «ἠπείθησε» τὸν καταδίκασαν. Εὐχαριστοῦμε, γράφουν καὶ τὸν Θεό, διότι διὰ τῆς Συνόδου εὐδόκησε «ἵνα καθαρίσῃ τὴν αὐτοῦ ἐκκλησίαν καὶ παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ὡς ἀεί, ἔνδοξον μὴ ἔχουσαν σπῖλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων αἱρετικῶν ζιζανίων» (Τ.L.G., Concilia Oecumenica (ACO): Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536: Tome 3, page 38, line 31).
Ἄρα ἡ Σύνοδος καθαρίζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σαπρὰ μέλη, τοὺς αἱρετικούς, χωρὶς Αὐτὴ νὰ χάσει ποτὲ τὸν ἀμόλυντο χαρακτῆρα Της, ἐπειδὴ μέλη Της ἀπείθησαν καὶ ἀποστάτησαν.
Γράφει ὁ 13ος Κανόνας τῆς ΑΒ΄: «Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ὁ πάμπονηρος καταβαλών, καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προρρίζους, ἐφ’ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τό Χριστοῦ Σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν» (Πηδάλιον, ιγ΄ ΑΒ΄, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/νίκη 2003, σ. 357).
Μᾶς λέει ὁ Κανόνας ὅτι μία μέθοδος τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ σπορὰ ζιζανίων στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ σκοπὸ τὴ ματαίωση τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν. Ὅταν ὅμως τὰ ζιζάνια ἀποκοποῦν μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὶς συνόδους, τότε ὁ διάβολος καταφεύγει σὲ ἄλλες μεθόδους.
Τὰ παραπάνω, ὅτι δηλ. ἡ σύνοδος μόνο ἔχει τὸ δικαίωμα ἀποκοπῆς τῶν ζιζανίων, κλημάτων, σεσηπότων μελῶν, καὶ ὅτι μέχρι τὴν ἀποκοπή τους θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀνακεφαλαιώνει ὁ ἅγ. Νεκτάριος τονίζοντας παράλληλα τὸ καθῆκον τῶν ποιμένων. Ἕνα καθῆκον ποὺ σήμερα κατήντησε ἀντικείμενο διαλέξεων, φιλολογίας, δελτίων τύπου ἄνευ οὐσίας:
«Ὁ ποιμήν, χρεωστεῖ νά φυλάττῃ τά ἴδια πρόβατα ἀπό τά στόματα τῶν λύκων· ὅταν ἀπομακρυνθῶσι τῆς μάνδρας, νά τρέχῃ ὀπίσω αὐτῶν ἐπιπόνως, διά νά τά ἐπιστρέψῃ· ἄν χαθῇ κανένα, νά εἰσέλθῃ στά δάση καί τούς δρυμούς, νά ἀναβῇ τά ὄρη καί τούς βουνούς, νά πατήσῃ τάς ἀκάνθας καί τούς τριβόλους, ὥστε νά τό εὕρῃ· ἀφ’ οὗ τό εὕρη, περιχαρής καί φαιδρός νά τό βάλῃ ἐπί τῶν ὤμων αὐτοῦ, καί νά τό φέρῃ εἰς την ποίμνην ὁμοῦ μέ τά ἄλλα. Χρεωστεῖ τό ποίμνιον ὅλον νά τό διεξάγῃ εἰς νομάς σωτηρίους, καί νά τό κρατῇ μακράν ἀπό τάς δηλητηριώδεις βοτάνας (σσ. ζιζάνια) τῆς αἱρέσεως, μακράν ἀπό τά θολερά ὕδατα τῆς κακοδοξίας. Τοιουτοτρόπως δέ τό διεξάγει· παρορμῶν τά πρόβατα ἤ ἀνακαλούμενος, προτρέπων ἤ ἀποτρέπων, κινῶν ἤ διαναπαύων, ἀπειλῶν ἤ θέλγων, μέ τόν πνευματικόν τῆς σωτηρίου διδασκαλίας αὐλόν, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν πρέπει νά λείπῃ ἀπό τό στόμα του. Εἶναι λοιπόν φανερόν ὅτι δυσχερεστέρα καί ἐπιπονωτέρα γίνεται ἡ τοιαύτη ποιμαντορία, ἐκεῖ ὅπου πλεονάζουσιν ἤ τά νερά τά νοσερά και δυσώδη, ἤ αἱ βοτάναι αἱ φαρμακεραί καί νοσώδεις, ἤ αἱ φάραγγες αἱ κρημνώδεις καί δασεῖαι καί ἄγριαι, ἤ οἱ λύκοι καί τά ἄλλα θηρία τά αἱμοβόρα καί σπαρακτικά… ὅταν οὐδ’ ἐκεῖνα δέν ὠφελοῦσιν, οὐδέ ταῦτα δέν ἐνεργοῦν, ὑπόλοιπον μένει ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ σκληροτραχήλου, καί ἡ ἀπόγνωσις· και τελευταῖον ἡ ἀπ’ αὐτοῦ ἀποτροπή καί ἀποχώρησις ὡς ἀπό μιαροῦ καί βεβήλου καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τοῦ Ἐκκλησίας σώματος, ὡς μέλους ἤδη νενεκρωμένου καί σεσηπότος, διά νά μή φθάσῃ νά μεταδώσῃ τῆς λύμης καί τῆς παραφθορᾶς, καί εἰς τά λοιπά μέλη τά ὑγιαίνοντα» (ἀπὸ Βλασία Δ. Κασκανιώτη, Εκκλησία, σχίσμα και αίρεση κατά τον άγιο Νεκτάριο, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2015. ).
Καὶ ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὴν Δ΄ Κατήχησή του γράφει μεταξὺ ἄλλων:
«Μιμεῖται τὴν ἀρετὴν ἡ κακία, καὶ τὸ ζιζάνιον βιάζεται σῖτος νομισθῆναι· σχήματι μὲν πρὸς τὸν σῖτον ἐξομοιούμενον, ἐκ δὲ τῆς γεύσεως ὑπὸ τῶν διακριτικῶν ἐξελεγχόμενον. Καὶ ὁ ∆ιάβολος μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτὸς, οὐχ ἵνα ἐπανέλθῃ ὅπου καὶ ἦν· [ὥσπερ γὰρ ἄκμων, ἀνήλατον τὴν καρδίαν κτησάμενος, ἀμετανόητον λοιπὸν ἔχει τὴν προαίρεσιν] ἀλλ' ἵνα τοὺς ἰσάγγελον βίον πολιτευομένους, ἀβλεψίας σκότει, καὶ ἀπιστίας λοιμώδει περιβάλλῃ καταστάσει. Πολλοὶ λύκοι περιάγουσιν ἐν ἐνδύμασι προβάτων, προβάτων μὲν ἐνδύματα κεκτημένοι, οὐ μὴν καὶ ὄνυχας καὶ ὀδόντας· ἀλλὰ τὴν ἥμερον περικείμενοι δορὰν καὶ τῷ σχήματι τοὺς ἀκάκους ἀπατῶντες, τὴν φθοροποιὸν τῆς ἀσεβείας ἐκ τῶν ὀδόντων προσχέουσιν ἰόν. Χρεία τοίνυν θείας ἡμῖν χάριτος, καὶ νηφαλίου διανοίας καὶ βλεπόντων ὀφθαλμῶν· ἵνα μήτε τὸ ζιζάνιον ὡς σῖτον φαγόντες, ἐξ ἀγνοίας βλαβῶμεν· μήτε τὸν λύκον πρόβατον ὑπολαβόντες, θηρευθῶμεν· μήτε ἄγγελον ἀγαθὸν, τὸν ὀλεθροποιὸν ∆ιάβολον ὑποπτεύσαντες, καταποθῶμεν. Περιέρχεται γὰρ ὡς λέων ὠρυόμενος, ζητῶν τίνα καταπίῃ, κατὰ τὴν γραφήν. ∆ιὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία νουθετεῖ, διὰ τοῦτο τὰ παρόντα διδασκαλεῖα, διὰ τοῦτο τὰ ἀναγνώσματα γίνονται... καὶ μίαν αἵρεσιν πεπληρωμένην βλασφημιῶν καὶ πάσης παρανομίας συστησάμενος, λυμαίνεται τὴν ἐκκλησίαν».
Ὅλα τὰ παραπάνω ἁγιογραφικὰ παραδείγματα καὶ οἱ ἁγιοπατερικὲς ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων μιλοῦν γιὰ αἱρετικοὺς/αἱρετίζοντες ὡς ζιζάνια καὶ ὡς σεσηπότα μέλη ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως κι ἂν ἐκληφθεῖ αὐτό. Ὁπότε, ἐν ἀντιθέσει μὲ αὐτὸ ποὺ ὑποστήριξε ὁ π. Εὐθύμιος στὴν ὁμιλία του, ὑπάρχουν ἁγιογραφικὰ χωρία ποὺ ἐννοοῦν τοὺς αἱρετικοὺς μέχρι τὴν καταδίκη τους ὡς σεσηπότα μὲν μέλη, ἀλλὰ παρόλα αὐτά, μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς ἐκ τούτου, ὅποιοι ὑποστηρίζουν αὐτὴ τὴν θέση, δὲν ἀντιτίθενται στὴν Ἁγία Γραφή. Καὶ αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν αὐθαίρετα προσωπικά μου συμπεράσματα, ἀλλὰ ἑρμηνεῖες Ἁγίων καὶ φωτισμένων γερόντων καὶ θεολόγων.
Τελειώνω μὲ μία ἀκόμα συμπλήρωση. Μὲ αὐτὴν πιστεύω ὅτι θὰ φανεῖ ξεκάθαρα, ὅτι μέχρι τὴν σύγκλιση μίας Συνόδου ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὶς τάξεις της ζιζάνια/αἱρετικούς. Ὁ ἀμόλυντος καὶ πάναγνος χαρακτῆρας Της φαίνεται στὸ γεγονός, ὅτι δὲν ἀποδέχεται καὶ καταδικάζει τὶς ψευδοδιδασκαλίες τους καὶ τελικὰ συνοδικὰ τοὺς ξεριζώνει ἀπὸ τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, τοὺς θέτει ἐκτός Της. Τὶς παραθέτω χωρὶς σχόλια, γιατὶ μιλοῦν ἀπὸ μόνες τους.
Ζυγαβηνὸς γράφει:
«Ὥσπερ οὖν τὰ ζιζάνια ἐοίκασι μὲν τῷ σίτῳ κατὰ τὴν καλάμην, ἀπεοίκασι δὲ κατὰ τὸν καρπόν. Εἰσὶ δὲ βλαβερὰ τῷ σίτῳ. Οὕτω καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐοίκασι μὲν τοῖς ὀρθοδόξοις, κατὰ τὸ σχῆμα, ἀπεοίκασι δὲ κατὰ τὴν ἀρετήν, ἥτις ἐστὶ καρπός. Ἀρετὴ δὲ καὶ καρπός, προ πάντων, ἡ τῶν δογμάτων ἀλήθεια. Καὶ καθάπερ τὰ ζιζάνια μέχρι μὲν τῆς καρποφορίας λανθάνοντα συναύξονται, τότε δὲ διαγιγνώσκονται, οὕτω ἄρα χρὴ οἱ αἱρετικοὶ μέχρι μὲν τοῦ διδάσκειν, λάνθάνοντες συνδιάγουσι. Ὅτε δὲ πολλὴν λάβωσι παρρησίαν, τότε τὸν ἰὸν ἐκχέουσι καὶ διαγνώσκονται. Διὸ καὶ προλαβὼν εἶπε, ὅτι ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Καὶ ἑτέρως δὲ, ὅτε μὲν ἔσπειρεν ὁ Χριστός οὐκ ἐφάνησαν αἱρετικοί,  ὅτε δὲ ηὐξήθησαν οἱ ὀρθόδοξοι τότε ἀνεφάνησαν» (Εὐθυμίου Ζηγαβηνοῦ, Σχόλια στὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, τόμος πρώτος, μέρος πρῶτον, κεφ. 13, 26).
Καὶ πάλιν ὁ Χρυσόστομος μᾶς δείχνει τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ ζιζανίων καὶ περὶ ἀνάγκης συνόδου ποὺ θὰ κρίνει καὶ θὰ καθαρίσει τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, τὴν Ἐκκλησία, ὄχι τὸν κόσμο γενικά («Λόγος περὶ ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ ἀθέων αἱρετικῶν…»):
«Ἀλλ΄ ἐπεί τό προκείμενον ἐπανέλθωμεν· περί γάρ συντελείας ὁ λόγος, καί περί ψευδοπροφητῶν, καί ψευδοδιδασκάλων, καί περί ἀθέων αἱρετικῶν, χειμάῤῥων δίκην ἐπικλυσάντων πανταχοῦ, καί πλανώντων πολλούς. Καί πόθεν τοῦτο συμβέβηκεν; Δῆλον ὅτι ἐκ τῆς ἀγνωσίας και ἀπειρίας τῶν προϊσταμένων· ὅπου γάρ ἀπειρία ποιμένων, ἐκεῖ προβάτων ἀπώλεια. Τί οὖν εἴπω πρῶτον ...
Πλήν πρός τό παρόν ἀναγκαῖόν ἐστι παραστῆσαι ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν τούτους ὡς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, καί λύκους τῆς αὐτοῦ ποίμνης, πανταχοῦ ἐλαυνομένους, καί ἐκβαλλομένους τῶν Χριστοῦ προβάτων. Διό καί λύκοι δικαίως ἐκλήθησαν ὑπό τῶν προφητῶν, καί αὐτοῦ τοῦ Δεσπότου, καί τῶν μακαρίων ἀποστόλων· καί οὐ μόνον λύκοι, ἀλλά καί λοιμοί, καί ἀσεβεῖς, καί ἀντίδικοι, καί ἐχθροί, καί ἐπίβουλοι, καί βλάσφημοι, καί ὑποκριταί, καί κλέπται, καί λησταί, καί βδελυκτοί, καί ψευδοπροφῆται, καί ψευδοδιδάσκαλοι, καί ὁδηγοί τυφλοί, καί πλανῆται, καί πονηροί, καί ἀντίχριστοι, καί σκάνδαλα, καί υἱοί τοῦ πονηροῦ, και ζιζάνια, καί ἄθεοι… Ἰούδας Ἰακώβου εἶπεν· Παρεισέδυσάν τινες ἄνθρωποι οἱ ἔκπαλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τό κρῖμα, ἀσεβεῖς, τήν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν, καί τόν μόνον Δεσπότην καί Κύριον· Ἰησοῦν Χριστόν ἀρνούμενοι. Καί πάλιν λέγει· Ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἔσονται ἐμπαῖκται, κατά τάς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. Οὗτοί εἰσι οἱ ἀφόβως ἑαυτούς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι, παντί ἀνέμῳ περιφερόμεναι, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς αἰῶνας τετήρηται. Ταῦτα καί πλείονα τούτων παραινεῖ ἡμᾶς Ἰούδας ὁ καλός.
Δεῦρο λοιπόν, Παῦλε, τό σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, εἰπέ ἡμῖν καί αὐτός κατά τήν χάριν τήν δοθεῖσάν σοι παρά τοῦ Θεοῦ, εἰπέ ἡμῖν περί τοῦ ἐνεστῶτος πονηροῦ αἰῶνος· φανέρωσον τοῦ κρυφίους λύκους θριάμβευσον καί στηλίτευσον τούς κλέπτας τῆς ἁγίας ποίμνης τοῦ Θεοῦ. Παῦλος εἶπεν· Οἶδα ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου.
Ὁρᾷς πανταχοῦ τούς θεολόγους συμφωνοῦντας τῷ Διδασκάλῳ περί τῶν ἀθέων αἱρετικῶν, κύνας αὐτούς καί λύκους προσαγορεύοντας; καθώς καί ἀλλαχοῦ φησιν ὁ Παῦλος· Βλέπετε τούς κύνας, βλέπετε τούς κακούς ἐργάτας, βλέπετε τήν κατατομήν... Μή παραδέχεσθε αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν· καί πάλιν, Διδαχαῖς ποικίλαις καί ξέναις μή παραφέρεσθε...
Καί μή θαυμάσῃς, ἐάν οἱ ποιμένες λύκοι γίνωνται. Πρός γάρ ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους διαλεγόμενος Παῦλος ὁ ἀπόστολος ἔλεγεν, ὅτι Ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα. Ὥστε μηδείς πλανάτω ὑμᾶς, ἔχων ἔξωθεν σχῆμα ἀγγελικόν, καί ἔσωθεν διαβολικόν. Διά τοῦτο ὁ Ἰησοῦς ἔλεγεν· Βλέπετε, μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. Κἀγώ δέ πάλιν τά ὅμοια ἐρῶ· βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ, μήτε ἀπό τῶν ἔσωθεν, μήτε ἀπό τῶν ἔξωθεν, μή ἐπίσκοπος, μή πρεσβύτερος, μή διάκονος, μή ἀναγνώστης, ἤ τις ἐάν ᾖ λαλῶν διεστραμμένα· Οἵτινες ἔρχονται πρός ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες· οἵτινες ἔχουσιν μόρφωσιν εὐσεβείας, τήν δέ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι. Ὑμεῖς δέ, ἀγαπητοί, μή πλανηθῆτε, ἀλλ’ ὡς παρελάβετε τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε· καί ὁ Θεός τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν.
Τίς ἕξει ἀπολογίαν ἀμελείας ἀκούων τὰς τοσαύτας παραγγελίας; Καὶ ἀλλαχοῦ πάλιν· Μὴ παραδέχεσθε αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν· καὶ Αἱρετικοὶ ἄνθρωποι προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι… Ἀκούσατε πάλιν οἱ τὰς ἀγάπας (σσ. τὶς τράπεζες τῆς Κυριακῆς μέσα δηλ. στὴν Ἐκκλησία) μετ΄ αὐτῶν ποιοῦντες· πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς ὀργῆς τῆς ἐπερχομένης ἐφ΄ ὑμᾶς, οἱ τούτοις συμμιαινόμενοι ἐν βρώσει, ἐν πόμασι; πῶς τολμᾶτε προσελθεῖν τοῖς θείοις μυστηρίοις καὶ φρικτοῖς τοῦ Χριστοῦ; Καὶ ὁ προφήτης Δαυΐδ (λέγει)· Οὐκ ἔστιν ἐν στόματι αὐτῶν ἀλήθεια… Ἡσαΐας δὲ ὁ προφήτης, μᾶλλον δὲ ὁ Κύριος διὰ τοῦ προφήτου λέγει· ...Οὐκ ἔστι χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι, λέγει Κύριος...
Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς …ἔκλινεν οὐρανοὺς, καὶ κατέβη, καὶ πάντα ᾠκονόμησε πρὸς σωτηρίαν τοῦ γένους ἡμῶν, καὶ πάντα ὑπέδειξε ποιῶν καὶ διδάσκων. Εἶτα θέλων διδάξαι, ἵνα οἱ μέλλοντες προΐστασθαι τῶν Ἐκκλησιῶν, οὕτως ἐκδιώκωσι τοὺς αἱρετικούς, ἐποίησεν φραγέλλιον ἐκ σχοινίων, καὶ εἰσελθὼν πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἀπώσατο, καὶ ἐξεδίωξε...
Ἀκούσατε οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμῖν γὰρ ὑπέδειξε τὸ καλόν, ἵνα ἐξακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ, προσέχοντες πανταχόθεν ἀκριβῶς καὶ τοὺς λύκους ἐκδιώκοντες καὶ τὴν ποίμνην φυλάττοντες. Μετὰ δὲ τούτους ...καὶ αἱ κατὰ καιροὺς γενόμεναι ἅγιαι σύνοδοι τούτους ἀμετανοήτως ἔχοντας ἐκριζώσαντες, τῇ ἀπωλείᾳ παρέδωκαν κατὰ τὸ γεγραμμένον, ὅτι ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος...».
Καὶ μὲ τὸν Χρυσόστομο συμφωνεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ ὡς πρὸς τὰ ζιζάνια/αἱρέσεις καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνάγκην συνόδου ποὺ θὰ ἀποπέμψει αὐτούς:
«Tό γάρ μή ἔχειν σπίλον ἤ ῥυτίδα, ἵνα καί πάλιν εἴπωμεν, οὕτω νοείτω, τό μή προσιεμένην τά τε ἀσεβῆ δόγματα καί τά ἀκανόνιστα ἐγχειρήματα. Οὐ μήν ἀλλά καί τά ἐν τοῖς αὐτουργοῦσι τά ἀπηγορευμένα συμφρονήματα, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Βασίλειος· πρός ἅ Παῦλος ὁ μέγας, οὐδέ συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις παραχωρεῖ. ἐπεί ἀπό τῶν ἀποστόλων καί κατόπιν, πολλαχῶς πολλαί αἱρέσεις προσεῤῥάγησαν αὐτῇ καί ῥυπάσματα ἄθεσμα καί ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καί τό νῦν· ἀλλά μήν αὐτή τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καί ἀμώμητος διαμεμένηκεν, καί διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καί ἀποπεμπομένων πάντων ἀπ' αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἤ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καί παραλίου πέτρας τά προσρήσσοντα κύματα» (Φατ. 28, 79, 123 -P.G.99,1001/04).
Ὁ ὅσ. Θεόδωρος λοιπόν, ἐπιβεβαιώνει, ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ὑπεξαιροῦνται καὶ ἀποπέμπονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὄχι φυσικὰ ἀπὸ μόνοι τους, ἀλλὰ συνοδικῶς. Ἐπίσης εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Ὅσιος στηρίζεται στὸν Μ. Βασίλειο.
«Ἡ δὲ λεγομένη αἶρα, καὶ ὅσα λοιπὰ νόθα σπέρματα τοῖς τροφίμοις ἀναμέμεικται, ἅπερ ζιζάνια προσαγορεύειν συνῆθες τῇ Γραφῇ, οὐκ ἐκ τῆς τοῦ σίτου μεταβολῆς γίνεται, ἀλλ’ ἐξ οἰκείας ἀρχῆς ὑπέστη, ἴδιον ἔχον γένος. Ἅπερ τὴν εἰκόνα πληροῖ τῶν παραχαρασσόντων τὰ τοῦ Κυρίου διδάγματα, καὶ μὴ γνησίως μαθητευομένων τῷ λόγῳ. ἀλλ’ ἐκ τῆς τοῦ πονηροῦ διδασκαλίας διεφθαρμένων, καταμιγνύντων δὲ ἑαυτοὺς τῷ ὑγιαίνονται σώματι τῆς Ἐκκλησίας, ἵνα ἐκ τοῦ ἀφανοῦς τὰς παρ’ ἑαυτῶν βλάβας τοῖς ἀκεραιοτέροις ἐμβάλωσιν» (PG 29, 114).
(Συνεχίζεται ἐδῶ)