Ομολογία ή Μυστήρια:
Απομάκρυνση-Αποτείχιση
από τους Αιρετικούς Οικουμενιστές.
Άγιος Ιερομάρτυς Κύριλλος του Καζάν (+1937)
για τα Μυστήρια των Σεργιανιστών
"Τά Μυστήρια, ὅμως, τά ὁποῖα τελοῦνται ἀπό τούς Σεργιανιστάς πού εἶναι ὀρθῶς χειροτονημένοι καί στούς ὁποίους δέν ἀπαγορεύεται νά ὑπηρετοῦν ὡς ἱερεῖς, εἶναι ἀναμφιβόλως σωστικά Μυστήρια γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τά λαμβάνουν"
"Τό ἄν ὑπάρχῃ ἤ ὄχι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτήν τήν προσπάθεια τοῦ Σεργίου ἐμεῖς δέν θά τολμήσουμε νά τό κρίνουμε μέχρις ὅτου μία νόμιμη Σύνοδος μέ τήν ἀπόφασίν της ἐκφράσει τήν κρίσιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γι’ αὐτόν. Ὡστόσον, ὅπως συμβαίνει καί μέ κάθε τι παρόμοιον μέ τήν Ἀνανέωσιν, δέν δυνάμεθα ν’ ἀναγνωρίσουμε τήν διοίκησιν τῆς ἐκκλησίας πού ἔχει ἀνανεωθῆ ὑπό τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου ὡς τήν Ὀρθόδοξον διοίκησιν πού προῆλθεν ἀπό τήν μάχην τῆς διαδοχῆς τῆς Αὐτοῦ Ἁγιότητος, τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Κατά συνέπειαν, παραμένοντας εἰς κανονικήν ἑνότητα μέ τόν Μητροπολίτην Πέτρον, Πατριαρχικόν Τοποτηρητήν, ἐφόσον ἐπί τοῦ παρόντος δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπικοινωνήσουμε μαζί του, ἀναγνωρίζουμε τήν ὀργάνωσιν τῆς διοικήσεως τῆς ἐκκλησίας ὡς τό μόνον νόμιμον πρᾶγμα ἐπί τῇ βάσει τοῦ Διατάγματος τοῦ Τσάρου τῆς 7/20 Νοεμβρίου 1920. Πιστεύω ἀκραδάντως ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, μέ ἀδελφικήν ἑνότητα καί ἀλληλοϋποστήριξιν, θά κρατήσουν τήν Ρωσσικήν Ἐκκλησίαν, μέ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, στήν παραδοσιακήν Ὀρθοδοξίαν τῆς ἐν ἰσχύι Πατριαρχικῆς Διαθήκης, καί θά τήν ὁδηγήσουν εἰς νόμιμον Σύνοδον. Ἔχω τήν ἐντύπωσιν ὅτι τόσον ἐσεῖς ὅσον καί ὁ ἀνταποκριτής σας δέν διακρίνετε τίς ἐνέργειες τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου καί τῶν ὀπαδῶν του πού γίνονται κατά τήν πρέπουσαν τάξιν μέ τήν δύναμιν τῶν δικαιωμάτων τῆς Χάριτος, ἡ ὁποία λαμβάνεται διά τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ἀπό ἐκεῖνες τίς ἄλλες ἐνέργειες πού γίνονται καθ’ ὑπέρβασιν τῶν δικαιωμάτων τῶν μυστηρίων καί μέ ἀνθρωπίνην πονηρίαν, ὡς μέσα προστασίας καί ὑποστηρίξεως τῶν αὐτο-εφευρεθέντων δικαιωμάτων τους στήν Ἐκκλησία. Σέ τέτοιες ἐνέργειες ἔχουν προβεῖ ὁ Ἐπίσκοπος Ζαχαρίας καί ὁ ἱερεύς Παταπώβ γιά τούς ὁποίους ὁμιλεῖς. Αὐτές εἶναι μυστηριακές πράξεις στήν ἐξωτερικήν μόνον μορφήν των, ἐνῷ στήν οὐσίαν εἶναι πράξεις ὑφαρπαγῆς τῆς μυστηριακῆς δραστηριότητος, ὁπότε εἶναι βλάσφημες, χωρίς χάριν, μή ἐκκλησιαστικές. Τά Μυστήρια, ὅμως, τά ὁποῖα τελοῦνται ἀπό τούς Σεργιανιστάς πού εἶναι ὀρθῶς χειροτονημένοι καί στούς ὁποίους δέν ἀπαγορεύεται νά ὑπηρετοῦν ὡς ἱερεῖς, εἶναι ἀναμφιβόλως σωστικά Μυστήρια γι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι τά λαμβάνουν μέ πίστιν, μέ ἁπλότητα, χωρίς διαβουλεύσεις καί ἀμφιβολίες γιά τήν ἀποτελεσματικότητά των, καί οἱ ὁποῖοι οὔτε κἄν ὑποπτεύονται τίποτε τό ἐσφαλμένον στήν Σεργιανιστικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτοχρόνως, ὅμως, τά ἐν λόγῳ μυστήρια εἶναι πρός κρίσιν καί καταδίκην αὐτῶν πού τά τελοῦν, καθώς καί αὐτῶν πού συμμετέχουν σ’ αὐτά, παρά τό γεγονός ὅτι γνωρίζουν πολύ καλῶς ὅτι στόν Σεργιανισμόν ὑπάρχει ἀναλήθεια, καί παρά ταῦτα δέν ἀντιτίθενται εἰς αὐτόν, γεγονός πού φανερώνει μίαν κακουργηματικήν ἀδιαφορίαν γιά τήν διακωμώδησιν τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτόν τόν λόγον, εἶναι οὐσιαστικόν γιά ἕνα Ὀρθόδοξον Ἐπίσκοπον ἤ ἱερέα ν’ ἀπέχῃ ἀπό τήν κοινωνίαν μέ τούς Σεργιανιστάς στήν προσευχήν. Τό αὐτό εἶναι ἐξ ἴσου οὐσιαστικόν καί γιά τούς λαϊκούς πού ἔχουν συνειδητήν συμπεριφοράν εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς".
(Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς πρὸς ἄδηλο Ἱεράρχη, Φεβρουάριος 1934)
Ἡ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν μὴ καταδικασθέντων αἱρετικῶν, δὲν εὐοδοῦται οὔτε ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, οὔτε ἐκ τῆς ἐκλησιολογίας· ἀπὸ τὸ ἂν ἔχει, δηλαδή, κάποιος ὀρθὴ ἢ μὴ ὀρθὴ πίστη ἢ τὸ ἂν αὐτὴ ἡ πίστη ἔχει διατυπωθεῖ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Διότι, ἐφ’ ὅσον δὲν γνωρίζουμε τὰ κρυφὰ τῶν ἀνθρώπων, κάθε φορὰ ποὺ θὰ ἀντιλαμβανόμαστε ἢ θὰ ὑποψιαζόμαστε ὅτι κάποιος ἱερωμένος ἔχει «παράξενες» ἰδέες, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀμφιβάλουμε γιὰ τὰ μυστήρια ποὺ μᾶς μεταδίδει. Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ μολύνει, ἐφ’ ὅσον ἔχει ἔγκυρη ἱερωσύνη ὁ αἱρετίζων, εἶναι ἡ αἵρεση ποὺ μεταδίδει, καὶ ὄχι τὰ μυστήρια. Ἐφ’ ὅσον Σύνοδος Ἐπισκόπων δὲν τοὺς ἀφαίρεσε τὴν ἐντολὴ νὰ τελοῦν μυστήρια, μποροῦν νὰ τὰ τελοῦν. Οἱ πιστοί (ἕως τὴν καθαίρεση τῶν κηρυττόντων κακόδοξα) ἔχουν ἀπὸ τὸν Κύριο, τοὺς Ἀποστόλους, τὶς Συνόδους λάβει διδασκαλία καὶ Ἐντολὲς ποὺ τοὺς ἀσφαλίζουν· νὰ μὴν κοινωνοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· νὰ ἀποτειχίζονται ἀπ’ αὐτούς· κι αὐτὸ ἀρκεῖ καὶ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν μολυσμό.
Μέγας Βασίλειος:
Ταῦτα οὖν παρακαλοῦμεν διορθώσεώς τε τυχεῖν ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς κοινωνίας ὑμᾶς ἀπέχεσθαι, εἰδότας ὅτι τὸ ἐν τούτοις ἀδιαφορεῖν τὴν ἐπὶ Χριστοῦ παρρησίαν ἡμῶν ἀφαιρεῖται.
(Οὐρβικίῳ μονάζοντι, ἐπιστ. σξβ΄).
Οἱ αἱρετικοί, βέβαια, εἴτε φανερά, εἴτε κρυφά, εἶναι αἱρετικοί συνειδητοί, ἔχουν ἐπιφέρει στὸν ἑαυτό τους τὸ «ἀνάθεμα», ὅσο παραμένουν ἀμετανόητοι. Εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως, ποὺ φανερώνουν τὴν ἀπιστία τους, δὲν ἀνέχεται ἡ χριστιανικὴ ψυχὴ νὰ παραλαμβάνει ἀπὸ τὰ χέρια τους τὰ μυστήρια καὶ νὰ κοινωνεῖ, νὰ γίνεται συνένοχος τῆς κακοδοξίας τους. Καὶ ἐπὶ πλέον, ὅσοι γνωρίζουν τὴν ἀθεΐα-αἵρεσή τους, μεταλαμβάνοντας ἀπ’ αὐτούς, ὄχι μόνο δὲν παίρνουν χάρη καὶ φωτισμό, ἀλλὰ σκότος καὶ κατάρα, ὄχι γιατὶ τὰ μυστήριά τους εἶναι ἄκυρα, ἀλλ’ ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι ἔγκυρα, ἀποβαίνουν γι’ αὐτοὺς φωτιὰ ποὺ τοὺς καίει, ἐφ’ ὅσον γνωρίζουν.
Διαταγὲς τῶν Ἀποστόλων:
«Ἀκούσατε, οἱ ἐπίσκοποι, καὶ ἀκούσατε, οἱ λαϊκοί, ὥς φησιν ὁ Θεός· «Κρινῶ κριὸν πρὸς κριὸν καὶ πρόβατον πρὸς πρόβατον», καὶ πρὸς τοὺς ποιμένας λέγει· Κριθήσεσθε ἕνεκεν τῆς ἀπειρίας αὑτῶν καὶ τῆς εἰς τὰ πρόβατα διαφθορᾶς, τοῦτ' ἔστιν ἐπίσκοπον πρὸς ἐπίσκοπον κρινῶ καὶ λαϊκὸν πρὸς λαϊκὸν καὶ ἄρχοντα πρὸς ἄρχοντα. Λογικὰ γὰρ τὰ πρόβατα καὶ οἱ κριοὶ οὗτοι, ἀλλ' οὐκ ἄλογα, ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. ∆ιὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων» (Διαταγ. Ἀποστ. 2,19).
Μετὰ τὴν τιμωρία-καθαίρεσή του, ΤΟΤΕ παύει νὰ ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ τελεῖ μυστήρια ὁ ἐπίσκοπος αὐτός. Ἕως τότε εἶναι Ἐπίσκοπος –καὶ λόγῳ τῆς αἱρέσεως ψευδεπίσκοπος– τοῦ ὁποίου τὰ μυστήρια ἔχουν ἰσχὺ γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγνοοῦν –δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει– τὴν αἵρεσή του. Καὶ βέβαια ὁ Ἐπίσκοπος αὐτὸς ἀποτελεῖ πηγὴ μολύνσεως γιὰ ὅλους, ἐξαιτίας τῶν κακοδοξιῶν του· ὅσοι ὅμως ἔχουν συνειδητοποιήσει τὴν κακοδοξία του, καὶ μὲ τὴν θέλησή τους κοινωνοῦν μαζί του, δὲν παίρνουν μόνο μολυσμό, ἀλλὰ καὶ ἁμαρτάνουν, γιατὶ ἀνέχονται τὸν αἱρετικὸ ποὺ κακοποιεῖ καὶ ἀλλοιώνει τὴν παραδεδομένη Πίστη, γιατὶ δὲν ὁμολογοῦν Ὀρθόδοξα, γιατὶ κοινωνοῦν μαζί του καὶ ἀπ’ αὐτόν, παρότι κακοδοξεῖ. Καὶ γιὰ τὴν ἁμαρτία τους αὐτὴ ὁ Θεὸς θὰ τοὺς τιμωρήσει τὴν ἐσχάτη τιμωρία· θὰ τοὺς ἀποκλείσει ἀπὸ τὴν Βασιλεία Του:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»
(Ματθ. ι΄32-33).
Ἕνας ποὺ δὲν γνωρίζει ὅτι εἶναι αἱρετικὸς κάποιος ἱερωμένος (ποὺ δὲν ἔχει καθαιρεθεῖ) καὶ ἔχει κοινωνία μαζί του ἐν ἀγνοίᾳ του, μολύνεται; Καὶ βέβαια, μολύνεται, ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὴν Θ. Κοινωνία, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς κακόδοξες ἰδέες καὶ πρακτικές· ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ γίνεται ἐν ἀγνοίᾳ του ὁ Θεὸς θὰ τὸν προστατεύσει, θὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια, ἂν ἔχει καλὴ προαίρεση.
Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει, ὅμως, εἶναι πασιφανές (κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων) ὅτι καὶ μολύνεται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ψευδοποιμένα, καὶ προδίδει τὴν πίστη, γιατὶ «συμφιλιάζει» μὲ αἱρετικό, γιατὶ σιωπᾶ καὶ δὲν ἀντιστέκεται, δὲν ὁμολογεῖ καὶ ἔτσι -ἀμέσως ἢ ἐμμέσως- ταυτίζεται μὲ τὸν αἱρετικὸ καί, τέλος, “μολύνεται” ἀπὸ τὰ μυστήρια, ὄχι γιατὶ αὐτὰ εἶναι μολυσμένα, ἀλλὰ γιατὶ παίρνει φωτιὰ καὶ «κόλαση», ἐφ’ ὅσον ἐν γνώσει του κοινωνεῖ καὶ συντελεῖ στὴν ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον δὲν ἀντιστέκεται ὀρθόδοξα (διὰ τῆς ἀπομακρύνσεως) κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ (ποὺ εἶναι οἱ αἱρετικοί) κι ὅσους τοὺς ἀποδέχονται, ἔστω σιωπηρά. Θὰ κυριολεκτούσαμε, λοιπόν, ἂν λέγαμε ὅτι δὲν μολύνεται ἁπλῶς, ἀλλὰ κολάζεται. Γιὰ τοῦτο ὁ Θεὸς φωνάζει ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Π. Διαθήκης (ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεταπατερικοὺς «αντι-Οἰκουμενιστές», φωνάζει εἰς μάτην!): «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν», «χαίρειν αὐτοῖς μὴ λέγητε» κ.λπ.
Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός:
«Πέπεισμαι γάρ ἀκριβῶς, ὅτι ὅσον ἀποδιϊσταμαι τούτου (τοῦ Πατριάρχου) καί τῶν τοιούτων, ἐγγίζω τῶ Θεῶ καί πᾶσι τοῖς πιστοῖς καί ἁγίοις Πατράσι΄ καί ὥσπερ τούτου χωρίζομαι, οὕτως ἑνοῦμαι τῆ ἀληθεία καί τοῖς ἁγίοις».
(P.G. 160, 536).
Πηγή: Εδώ.