ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

 
      Γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἀκολουθοῦντας τὴν πλάνη τῶν ἀκύρων μυστηρίων νὰ μετακινηθοῦν ἀπ’ αὐτή, δημοσιεύουμε ἄλλο  ἕνα κείμενο. Εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν λογιώτατο  ἱεροδιάκονο τῶν Κολλυβάδων, ἕναν ἀπό τούς διασημότερους Ἕλληνες λογίους τοῦ 18ου αἰώνα καὶ συνεργάτη τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, τὸν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη.


ΠΕΡΙ  ΤΟΥ  ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ
Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ἱεροδιακόνου
Ἀπόδοση - ἐπιμέλεια Δαμιανὸς Μοναχός

Κανεὶς ἐκ τῶν κατηγορουμένων (κληρικῶν) νὰ μὴ καθαιρεῖται πρὸ δίκης ἢ ἐὰν εἶναι ἀπὼν χωρὶς νὰ προσκληθεῖ τρεῖς φορές· ἀλλὰ νὰ προσκαλεῖται δι’ ἐπιστολῶν ἢ δύο κληρικῶν τοῦ ἰδίου βαθμοῦ πρὸς ἀπολογίαν τῶν ὅσων ἐγκαλεῖται, καταγγελλόμενος στὸ δικαστήριο.


1. Σχόλιο: Μολονότι, οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὁρίζουν ὅτι, ἐὰν κάποιος διαπράξει, τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ ἀδίκημα, νὰ καθαιρεῖται, κανεὶς ἀμέσως καὶ ἀσφαλῶς πρὸ δίκης ἔχει καθαιρεθεῖ (ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ καὶ μόνο). Διότι ἀσφαλῶς τὰ προστακτικὰ τρίτου προσώπου φανερώνουν προσταγὴ ἐπὶ προσώπου ἀπόντος, ὁπότε κατ’ ἀνάγκη χρειάζεται νὰ παραληφθεῖ δεύτερο πρόσωπο, γιὰ νὰ μεταδώσει τὴν προσταγή· ἑπομένως ἡ προσταγὴ εἶναι ἀσύστατος χωρὶς τὸ δεύτερο πρόσωπο. Κατὰ συνέπεια, μὲ τοῦτο ἀναιροῦνται ὅσοι, ἀγνοοῦντες λέγουν ὅτι οἱ κληρικοὶ ποὺ χειροτονήθηκαν μὲ χρήματα, ἔχουν καθαιρεθεῖ μαζὶ μὲ τὸν χειροτονήσαντα αὐτούς· διότι λέγει ὅτι «ὁ ἐπὶ χρήμασι χειροτονῶν σὺν τῷ χειροτονουμένῳ, καθαιρείσθω»· ἀλλὰ ὁλόκληρος ὁ χορὸς τῶν σημερινῶν ἱερέων ἔτσι εἶναι· ἐφόσον κανένας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν ἔχει χειροτονηθεῖ μὲ χρήματα προσφάτως ἢ ἀπὸ καιρό· ἑπομένως ὅλος ὁ χορὸς συμβαίνει νὰ εἶναι αὐτόματα καθηρημένος! Ἐπὶ τούτου λοιπὸν τοῦ δόγματος, μερικοὶ χριστιανοὶ προσκολληθέντες ἰσχυρῶς, ἐφορμοῦν μὲ τόση δολιότητα κατὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης, ὥστε οὔτε εὐλογία θέλουν νὰ λαμβάνουν ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, πολὺ δὲ περισσότερο ἀπέχουν, ἀπὸ τὸ νὰ μετέχουν καὶ τῶν φρικτῶν μυστηρίων.

Πρὸς αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς χριστιανοὺς πρέπει νὰ λεχθεῖ ὅτι δὲν συλλογίζονται ὀρθῶς. Διότι ὁ μείζων ὅρος δὲν εἶναι τὸ ἴδιο κατηγορούμενο(1), στὸ συμπέρασμα καὶ στὴν κυρία (μείζονα) πρόταση· ἐπειδὴ σ’ ἐκείνη μὲν εἶναι προστακτικό, σὲ τοῦτο ὅμως ὁριστικό. Ἑπομένως γιὰ νὰ ὑπάρχει συνακολουθία προτάσεων καὶ συμπεράσματος, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προφέρεται τὸ κατηγορούμενο καὶ στὰ δύο παρομοίως· προστακτικὸ εἶναι τὸ κατηγορούμενο στὴ μείζονα πρόταση, προστακτικὸ θὰ πρέπει νὰ εἶναι καὶ στὸ συμπέρασμα. Καὶ πάλι πρὸς ἐκεῖνον ποὺ λέγει ὅτι τὸ συμπέρασμα εἶναι προστακτικό, πρέπει νὰ λεχθεῖ ὅτι μόνο ὁ ἀποφαντικὸς λόγος (κατάφαση ἢ ἀπόφαση) εἶναι ἐνδεικτικὸς ἀληθείας ἢ ψεύδους· τὰ ἄλλα ὅμως μέρη τοῦ λόγου (κλητικό, προστακτικό, ἐρωτηματικὸ καὶ εὐκτικὸ ἢ ἀρα-τικό), τυγχάνει νὰ εἶναι οὐδέτερα(2)· τὸ καθαιρείσθω δηλαδὴ καὶ ὅλα τὰ προστακτικά, δὲν εἶναι λόγος ἀποφαντικός, ἀλλὰ ἀπαιτεῖ νὰ ἐκτελεσθεῖ κάποια πράξη βοηθητικὴ ὑπὸ κατωτέρου δηλαδὴ ὑφισταμένου προσώπου. Ἀσφαλῶς αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, καὶ γιὰ τὴν σύσταση συλλογιστικοῦ λόγου τὰ ἄλλα δὲν ἀνταποκρίνονται. Ἀλλ’ ὅμως συμπεραίνοντες ἐμφανίζονται νὰ μᾶς λέγουν, ὅτι καὶ τὰ ἱερὰ διατάγματα, ἐφ’ ὅσον εἶναι καὶ αὐτὰ προστακτικά, εἶναι ἀνεπίδεκτα ἀληθείας· καὶ ἔτσι προσπαθώντας νὰ διορθώσουμε τὴν πλάνη τῶν ἱεροκατηγόρων, περιπέσαμε δίχως νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε σὲ ἀντίφαση· ἀγωνιζόμαστε δηλαδὴ ἐναντίον τῶν ἑαυτῶν μας, θεραπεύοντες, κατὰ τὸ λεγόμενο, διὰ τοῦ κακοῦ τὸ κακό. Διότι ἐὰν τὰ προστακτικὰ δὲν εἶναι ἐνδεικτικὰ ἀληθείας, προστακτικὰ ὑπάρχοντα ἐπίσης καὶ τὰ ἱερὰ διατάγματα, εἶναι φανερὸ ὅτι οὔτε καὶ αὐτὰ ἐπιδέχονται τὴν ἀλήθεια· ἑπομένως οὔτε πρέπει νὰ πιστεύουμε στὰ ὑπ’ αὐτῶν ὁριζόμενα· ἐπειδὴ ὅμως δὲν εἶναι ἀληθὴς ὁ λόγος αὐτὸς καὶ οὔτε ψεύδονται οἱ ἱεροὶ νόμοι, καὶ τὰ προστακτικὰ πάντως ἐπιδέχονται τὴν ἀλήθεια· καὶ πρέπει τάχα νὰ πιστεύουμε σὲ ὅσα αὐτοὶ διακηρύσσουν· πιστεύοντες ὅμως ἐμεῖς (ὀρθῶς) θὰ ἐπιστρέψουμε πάλι νὰ ἀνακατασκευάσουμε τὴν ἀναίρεση.
Πράγματι αὐτὰ ἴσως νὰ εἶναι παίγνια ἀστειευομένων κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο· καὶ δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ἀλήθεια. Διότι ὅταν τὰ προστακτικὰ δηλώνουν προσταγὴ ἐπὶ τρίτου προσώπου μὴ παρόντος, κατ’ ἀνάγκη πρέπει νὰ παραλαμβάνεται δεύτερο πρόσωπο γιὰ νὰ μεταδώσει τὴν προσταγή· ἐὰν ὅμως δὲν παραληφθεῖ τὸ δεύτερο πρόσωπο, θὰ εἶναι ἀσύστατη ἡ προσταγὴ ἐπὶ τοῦ τρίτου. Σύμφωνα μὲ αὐτὰ λοιπὸν καὶ γιὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες παραλαμβάνονται, ὡς πρῶτο πρόσωπο, οἱ διορίσαντες τοὺς ἱεροὺς τούτους Κανόνες, ὡς δεύτερο, ἐκεῖνοι πρὸς τοὺς ὁποίους ἀπευθύνεται ὁ λόγος, τοὺς ἀνωτέρους ὡς πρὸς τὸν βίον, δηλαδὴ τοὺς ἱεράρχες ποὺ θὰ ἐκδικάσουν κατὰ τοὺς νόμους, καὶ τρίτο οἱ ὑπεύθυνοι περὶ τῶν ὁποίων προστάζουν οἱ νόμοι. Ἑπομένως τὰ ἱερὰ διατάγματα διατηροῦν μὲν τὸ κῦρος τους ἀναλλοίωτο, ἀλλ’ ὅμως δὲν ἐνεργοῦν ἀπὸ μόνα τους αὐτομάτως, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι πρὸς τρίτα πρόσωπα ἡ προσταγή τους, χρειάζεται καὶ τὸ δεύτερο πρόσωπο νὰ τὴν διαδεχθεῖ, νὰ τὴν μεταδώσει, καὶ τότε βέβαια νὰ ἐνεργήσει τὴν προσταγὴ τοῦ πρώτου προσώπου ἐπὶ τοῦ τρίτου. Ἐὰν ὅμως τὸ δεύτερο πρόσωπο δὲν ἐνεργήσει ἐπὶ τοῦ τρίτου τὴν προσταγὴ τοῦ πρώτου, δὲν ἐνοχοποιεῖται ἐνεργείᾳ ἕνεκα τῆς διαταγῆς τοῦ πρώτου προσώπου, δηλαδὴ τοῦ ὁρισμοῦ τῆς ποινῆς. Παρομοίως καὶ οἱ διὰ χρημάτων ἐγκατεστημένοι κληρικοί, ἕως ἂν δὲν δικασθοῦν κατὰ τοὺς Κανόνες ἀπὸ τοὺς ἐκδίκους ἱεράρχες καὶ νὰ καθαιρεθοῦν, δὲν ὑστεροῦν στὸ νὰ εἶναι ἱερεῖς, ἀπὸ τὴν ἐκ τῶν νόμων ποινὴ καὶ μόνο, ἔστω καὶ ἐὰν δὲν εἶναι ἕως τότε ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴν ἐνοχή τους· ἀφήνω νὰ λέγω, ὅτι τὰ προστακτικὰ ἔχουν τὴν σημασία τους, σὲ μέλλοντα χρόνο καὶ ὄχι ἐνεστῶτα.
Διότι σύμφωνα μὲ τὸν θεῖο Χρυσόστομο ἡ καταδίκη τῶν ὑπευθύνων ἔχει διπλὸ χαρακτῆρα· ἡ μέν, διὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ ἐκφέροντος τὴν κρίση, ἡ δέ, διὰ τὴν κατὰ φύση καὶ ἐμπειρία δοκιμὴ τοῦ πράγματος, ποὺ θὰ γίνει σὲ μέλλοντα χρόνο· ἐπειδὴ καὶ ὁ Ἀδάμ, «ᾗ ἡμέρᾳ φησίν, ἔφαγεν ἀπὸ τοῦ ξύλου ἀπέθανε», ἂν καὶ βέβαια ζοῦσε· πῶς λοιπὸν ἀπέθανε; διὰ τὴν ἀπόφαση λέγει, ὄχι ὅμως καὶ μὲ τὴν κατὰ φύση καὶ ἐμπειρία δοκιμὴ τοῦ πράγματος· (τὸ ὁποῖο καὶ ἑρμηνεύων καταλήγει) διότι λέγει, ὁ καθιστὼν τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο τῆς κολάσεως εἶναι ἔνοχος πρὸς τιμωρίαν, ἂν καὶ δὲν ἔγινε ἡ πράξη ἀκόμη (δὲν τιμωρήθηκε), ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀπόφαση· ἐπίσης ὁ ἴδιος λέγει: «ὄχι φυσικῶς, ἀλλὰ διὰ τῆς ἁμαρτίας ἀπέθανε».
Ἐπειδὴ ἐκ δύο φύσεων ἀποτελούμενος ὁ ἄνθρωπος, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀναλόγως πρὸς κάθε μία τῶν φύσεων τοῦ ἀπονεκρωθέντος, ἐπιφέρει ὁ θάνατος τὴν στέρηση τῆς διπλῆς ζωῆς· ἀφοῦ τοῦ μὲν σώματος θάνατος εἶναι ἡ κατάπαυση τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων καὶ ἡ διάλυση τῶν βιολογικῶν στοιχείων· ἡ ψυχὴ ὅμως λέγει, ποὺ ἁμαρτάνει, αὐτὴ θὰ πεθάνει· ἁμαρτία ὅμως εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ μόνη καὶ ἀληθινὴ ζωή. Λοιπόν, μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἑκατοντάδες ἐτῶν ἀπέθανε ὁ πρωτόπλαστος μετὰ τὴν παρακοή· ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν ἔλεγε ψέμματα ὅταν εἶπε: «ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»· διότι διὰ τὴν ἀπομάκρυνση αὐτοῦ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, ἐκείνη τὴν ἡμέρα κυρώθηκε ἐναντίον του ἡ ἀπόφαση τοῦ θανάτου· κατόπιν τούτων καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐπακολούθησε γιὰ τὸν Ἀδὰμ καὶ ὁ σωματικὸς θάνατος.
Τοιουτοτρόπως λοιπὸν καὶ οἱ ὑπεύθυνοι ἱερεῖς, ποὺ δὲν ἔχουν καθαιρεθεῖ κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, λέγω πρὶν νὰ γίνει ἡ δίκη, ἕως τότε κατ’ οὐσίαν εἶναι ἀκαθαίρετοι καὶ στὴν πραγματικότητα διατελοῦν ἐν ὑποδικίᾳ μόνο, διὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ Κανόνος. Ἐπειδὴ πῶς ἀπειλεῖ ὁ Μ. Βασίλειος στὴν ἐπιστολὴ του, τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας του, ποὺ χειροτόνησαν διὰ χρημάτων, ὅτι ἐὰν ἀνακαλυφθοῦν νὰ κάνουν τοῦτο καὶ δεύτερη φορά, δὲν θὰ λυπηθεῖ πλέον αὐτούς; Πράγματι κατὰ τὴν γνώμη τῶν ἱεροκατηγόρων, οἱ καθαιρεμένοι αὐτομάτως ἐκ τῶν Κανόνων καὶ μόνο, ἀποδεικνύονται ὑπ’ αὐτοῦ (Μ. Βασιλείου) ὅτι διατηροῦν καὶ πάλι ἐνεργὸ τὴν ἱερωσύνη τους, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχουν καθαιρεθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο. Πῶς ἐπίσης τοὺς καθαιρεμένους αὐτομάτως, ἐξ αἰτίας τῶν ιζ ́ καὶ ιη ́ ἀποστολικῶν κανόνων, ὅπως βλασφημοῦν οἱ ἱεροκατήγοροι, καὶ ἡ Πενθέκτη μὲ τὸν γ ́ κανόνα της, ἀπεφάσισε νὰ ἱερουργοῦν, χωρὶς νὰ ὑστεροῦν εἰς τοῦτο ἀπὸ ὅτι καὶ πρωτύτερα; Διότι ἐὰν οἱ ἅπαξ ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ μόνο καθαιρεμένοι, δὲν ἔχουν κανένα δικαίωμα νὰ ἐνεργοῦν τὰ τοῦ κλήρου, οὔτε καὶ νὰ διοικοῦν ὡς ἐπίσκοποι, οἱ ἔνοχοι ὅμως εἰς τοὺς ιζ΄ καὶ ιη΄ ἀποστολικοὺς κανόνες, ἀπὸ τὴν ΣΤ΄ Οἰκουμενικὴ ἀποδεικνύονται ὅτι εἶναι ἐνεργοί, συμπεραίνεται πὼς οἱ ἔνοχοι στοὺς κανόνες, δὲν καθαιροῦνται ἀμέσως (αὐτομάτως) ἀπὸ τοὺς κανόνες καὶ μόνο.
Ἐπίσης κανένας νὰ μὴν χλευάσει ὅτι φέρω γραμματικοὺς κανόνες γιὰ τὴν ἀπόδειξη· διότι καὶ ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ἀκόμη δὲ καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος καὶ ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Ἀθανάσιος καὶ ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, θέλοντες νὰ ἀποδείξουν τὸ ὁμοούσιο τοῦ Θεοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό, εἰς τό: «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι», χρησιμοποίησαν γραμματικὸ κανόνα, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ νὰ λαμβάνουμε ὁμογενῆ πράγματα πρὸς σύγκριση, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀξίωμα ὄχι τόσο γραμματικό, ὅσο τῆς κοινῆς φύσεως τῶν πραγμάτων· καὶ ὅμως εἶχαν στὴ διάθεσή τους τό: «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατήρ μου ἓν ἐσμέν»· ἀλλὰ ἐπειδὴ κατενόησαν ὅτι οἱ μανιώδεις ἀρειανοὶ διέφθειραν κακῶς τὴν ἔννοια περὶ τὸ «ἕν», λέγοντες ὅτι ἔχουν μὲν ταυτότητα δόξης καὶ βουλῆς ἴσως καὶ συμφωνίας, ὄχι ὅμως ὅτι τὸ «ἓν» δηλώνει καὶ ταυτότητα φύσεως, προσέλαβαν γραμματικὸ κανόνα, ποὺ δηλώνει γιὰ τὸ ὑπὸ σύγκριση, καὶ ταυτότητα φύσεως. Ὅτι βέβαια μένουν ἀργοὶ (ἀνενέργητοι) οἱ νόμοι, ὅταν δὲν ἐκδικάζονται (οἱ ὑπεύθυνοι) τὸ δηλώνει καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Διότι λέγει, ὅπως ἀκριβῶς δύναται νὰ βλέπει κανεὶς σὲ μία οἰκία πολλοὺς μὲν ἀσθενεῖς, ὑγιαίνοντες δὲ ὀλίγους, καὶ φάρμακα καὶ  πολλοὺς ἰατρούς, ἔτσι καὶ στὶς πόλεις ὑπάρχουν μὲν πολλοὶ νόμοι, πολλοὶ καὶ οἱ ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ πολλὲς οἱ τιμωρίες· διότι δὲν εἶναι ἀρκετὸ λέγει, τὰ φάρμακα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ νὰ θεραπεύσουν τὸν ἀσθενῆ, ἀλλὰ χρειάζονται καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ἐπιθέσουν αὐτά, οἱ ὁποῖοι εἶναι σὰν τοὺς δικαστὲς καὶ ἀναγκάζουν τοὺς ἀσθενεῖς, θέλοντας καὶ μὴ νὰ ὑποστοῦν τοὺς πόνους τῆς θεραπείας τους· καὶ πάλι λέγει, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαρκέσει, ὁ νόμος ἀπὸ μόνος του νὰ ἐπανορθώσει μία ψυχὴ ποὺ ὑπέστη διαστροφή, ὅπως ἀκριβῶς βέβαια, οὔτε ἡ οὐσία τῶν φαρμάκων αὐτὴ καθ’ ἑαυτή, μπορεῖ ποτὲ νὰ θεραπεύσει μία πληγή· ἀφοῦ ὅτι εἶναι γιὰ τὰ τραύματα τὰ φάρμακα, εἶναι οἱ νόμοι γιὰ τὰ ἁμαρτήματα. Διότι ὁ Θεὸς λέγει, τιμωρεῖ τοὺς ἀχαρίστους δούλους, διὰ τῶν πιστῶν ὑπηρετῶν Σου.
Κάποτε ὁ Φαραὼ ἦταν θεομάχος καὶ βυθισμένος στὴν ἀσέβεια· καὶ δὲν καταφέρθηκε καμμία τιμωρία, μέχρι ποὺ ἐμφανίστηκε ὁ πιστὸς Μωϋσῆς· ἐπλήθυνε ἡ πλάνη τῆς πολυθεΐας μαζὶ μὲ τοὺς ψευδοϊερεῖς καὶ τοὺς ψευδοπροφῆτες· καὶ πουθενὰ πληγὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἕως ὅτου ἐμφανίσθηκε ὁ ζηλωτὴς Ἠλίας· Λέγει λοιπὸν ὅτι, ὄχι μόνο ἡ οὐσία τῶν φαρμάκων ἐπιφέρει τὴν θεραπεία, ἀλλὰ καὶ ἡ τέχνη τοῦ ἐπιθέντος αὐτά· Τούτου ὅμως μὴ ὑπάρχοντος τὰ πάντα διαφθείρονται. Σὸ ἴδιο εἶναι καὶ ὁ ἄρχων· ἔχει ὡς ὄργανά του τὴν φωνή, τὸν θυμό, τοὺς δημίους, τὶς ἐξορίες, τὶς τιμές, τὰ δῶρα, τοὺς ἐπαίνους· ἔχει καὶ τοὺς νόμους ὡς φάρμακα· ἔχει καὶ ἀνθρώπους ὑποδίκους· ὡς θεραπευτήριο ἔχει τὸ δικαστήριο· ἐκπαιδευομένους ἔχει τοὺς στρατιῶτες· ἐὰν λοιπὸν δὲν γνωρίζει τὴν ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς, τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὠφελεῖ· ὁ δικαστὴς εἶναι ἰατρὸς ψυχῶν, ὄχι σωμάτων.
2. Θὰ ἀντιπαραβάλλουν ἴσως ἐκεῖνοι τό: «γενηθήτω φῶς καὶ γενηθήτω στερέωμα καὶ ἔστω διαχωρίζον κ.τ.λ.» καὶ τό: «βλαστησάτω ἡ γ· καὶ ἐξαγαγέτω ὕδατα»· τὴν φωνὴ ἐκείνη λέγω, τὴν ἅπαξ μὲν τότε λεχθεῖσα, διαχρονικῶς ὅμως γινομένη κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο καὶ τό: «ἐὰν δὲ καὶ τς ἐκκλησίας παρακούσῃ ἔστω σοι κ.τ.λ.» καὶ τό: «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον, ἤτω ἀνάθεμα»· καὶ τόσα ἄλλα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ παράληψη τοῦ δευτέρου προσώπου· ὅπως οὔτε εἶναι ἀναγκαία λέγουν ἐπίσης, γιὰ ὅσα ἔχουν ἀναφερθεῖ, δι’ ἀποφατικοῦ λόγου· ἐπειδὴ δὲν θὰ κληρονομήσει αὐτὸς ποὺ ἐξύβρισε τὸν πατέρα του, κατὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ δικαστοῦ, ὅπου ὁ πατραλοίας καὶ χωρὶς νὰ μεσολαβήσει δεύτερο πρόσωπο, θὰ ἀποτίσει τὶς τιμωρίες παραμένων ἀπόκληρος. Ὅτι τυγχάνει βέβαια παρόμοιο εἶδος δίκης πράγματι καὶ ἡ καθαίρεση, τοῦτο εἶναι σαφές· διότι ὑφισταμένη, κατὰ κάποιον τρόπο, ὡς ἔκπτωση τῆς ἱερατικῆς τάξεως καὶ τῆς ἱερουργίας τελεία κατάπαυση, ἔχει αὐτόχρημα τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ἐκ τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος μιὰ φορὰ ἐκδόθηκε καὶ ἔχει ἔκτοτε τὴν κυριαρχία τῆς ἔκβασης τῆς ποινῆς· ἀπὸ αὐτὴ τὴν αἰτία ἑπομένως καὶ γιὰ τὸ καθαιρείσθω, ἄς μένει πάντως ὁ κθ΄ κανόνας τῶν Ἀποστόλων ἀμέτοχος, ὅμως γιὰ τό: «ἀπόβλητος γινέσθω καὶ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς τάξεως», ὁ ια΄κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας συμφώνησε· ἐπίσης ἡ ἐπὶ Γενναδίου ἐκδοθεῖσα ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ μὲ τό: «ἀποκήρυκτος καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος». Τὸ δὲ μικρὸ ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὸ κατὰ τῶν διὰ χρημάτων χειροτονούντων καὶ χειροτονησάντων, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖ ὁ Κων/πόλεως Ταράσιος, στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν πάπα Ρώμης Ἀδριανό, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔδωσαν χρήματα στὸν Ἀντωνῖνο γιὰ νὰ χειροτονηθοῦν, ἀναφέρει ὅτι, ἀποφασίζεται διὰ συνόδου· ἐκ τῶν ὁποίων ἡ ἔκπτωση τοῦ βαθμοῦ, ἀποδεικνύουσα σαφέστερα τὸ στερητικὸν τῆς ποινῆς, φανερώνει τὴν χρησιμότητα αὐτῶν ποὺ θὰ ἐκδικάσουν κατὰ τοὺς νόμους, ὄχι καὶ τελείως ἀναγκαία· διότι τίποτα παραπάνω δὲν θὰ προσθέσουν καὶ οἱ ἐκδικάζοντες κατὰ τοὺς νόμους ἱεράρχες, ὅταν ἔρθουν νὰ πράξουν καὶ νὰ μιλήσουν, μὲ τὸ νὰ καθυποβάλλουν κάποιον σὲ καθαίρεση, ἀπὸ τὸ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ ἴδια συνοδικὰ διατάγματα· ἐπειδὴ ἔχουμε καθαιρεμένον λέγουν, τὸν δεῖνα, ἀκόμη καὶ παρὰ τὸ προστακτικὸ ὕφος τοῦ καθαιρείσθω· ἀλλὰ μᾶλλον πιστεύοντες ὅτι τὸ ἔγκλημα τὸ ἴδιο, ἀπὸ μόνο του ἑλκύει τὴν ποινή, δηλαδὴ τὴν ἔκπτωση τῆς ἱερωσύνης τοῦ παρανομήσαντος, διακηρύσσουν ὅτι εἶναι ἤδη πραγματοποιημένη ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἔκανε τὴν παρανομία· ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ μάθει τοῦτο ἀπὸ τὸ ὑπόδειγμα, κατὰ τὸ ὁποῖο Κων/νος ὁ Λειχούδης καθαίρεσε ἐκεῖνον τὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος ἐπέτρεψε τοὺς υἱούς του νὰ πᾶνε μαζὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη παρέα τῆς περιοχῆς τους, κάτω στὸν τόπο τοῦ χαλκεωπύλου, ὅπου ἔγιναν συνεργοὶ φονικοῦ μὲ ἐκείνους· καὶ ἡ καθαιρετικὴ ἀπόφαση εἶναι διατυπωμένη ὡς ἑξῆς: «Ἐξομολογούμενος αὐτά (ὁ ἱερεύς) ἐξέπεσε ἐκ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου κατὰ τοὺς θείους κανόνες γιὰ τὸ γινόμενο κακούργημα τοῦ φόνου». Ἐξέπεσε λέγει, ὄχι γιὰ τὴν καθαιρετικὴ ἀπόφαση τῆς δίκης, ἐκ τῆς ὁποίας νομίζω μπορεῖ νὰ ἐτύγχανε καὶ συγχωρήσεως, ἐφ’ ὅσον βέβαια ἀπεκάλυψε τὸ ἔγκλημα, ἀλλὰ γιὰ τὸ διαπραχθὲν λέγει κακούργημα τοῦ φόνου. Ἐὰν ὅμως ἐξέπεσε γιὰ ἐκεῖνο τὸ κακούργημα καὶ κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ διέπραξε τοῦτο, ἡ ἔκπτωση αὐτὴ ἀναφέρεται ὡς πρὸς τὸν παρελθόντα χρόνο καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως τῆς παρανομίας, ὄχι στὸν καιρὸ τῆς πράξεως τῆς δίκης.
Ἐπὶ τούτων τέλος μὲ πολὺ εὐκολία θὰ ἀποδείξουν τὴν γνώμη τους, ἐκ τῆς ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς τοῦ Γενναδίου, χρησιμοποιοῦντες αὐτὴν ὡς μαρτυρία δῆθεν ἀναντίρρητη· «ὁ ἐπὶ χρήμασι χειροτονῶν ἢ χειροτονούμενος, ἔστω καὶ ἔστιν ἀποκήρυκτος καὶ πάσης ἱερατικς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος... κἂν ἐλέγχοιτο, κἂν μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν». Ὅπου καθοριστικὸ σημεῖο εἶναι τό: «ἔστω καὶ ἔστιν ἀποκήρυκτος» καὶ ἀκόμη περισσότερο τό: «κἂν ἐλέγχοιτο, κἂν μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν»· διότι ὄχι μόνο ἂς εἶναι λέγει (καθαιρεμένος), ὕστερα ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν στιγμή, ἀφοῦ ἐπρόφθασε καὶ ἐπέσυρε τὴν τιμωρία κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, εἶναι καθαιρεμένος ἀπ’ αὐτὴ τὴν ὥρα, τὴν ὁποία καὶ κατὰ τὴν ὁποία ἤθελε πράξει τὰ ἄξια καθαιρέσεως· τὴν ὁποία τιμωρία εἶναι ἀδύνατο νὰ διαφύγει κανεὶς καὶ ἐὰν ἀκόμη δὲν ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ ἐκδικάζει κατὰ τοὺς νόμους, ἢ νὰ ἀποδείξει αὐτὸν ἔνοχο.
Ὅσα λοιπὸν μπορεῖ νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα τοῦ ἱεροκατηγόρου, αὐτὰ εἶναι· ἐμεῖς ὡστόσο, πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε κατὰ τὸ δυνατόν, πρῶτα μέν, πρὸς τοὺς λόγους ἐκείνους ποὺ νομίζονται ὡς ἀντιτασσόμενοι πρὸς τὴν ἀλήθεια· ἐν συνεχείᾳ πρέπει νὰ ἀποδείξουμε ὅτι ἡ πρόσληψη τοῦ δευτέρου προσώπου γιὰ τὰ προστακτικὰ ἐπὶ τρίτου (προσώπου), εἶναι ἀπαραίτητη καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἴδια συνοδικὰ διατάγματα. Ἀπὸ τὰ προβαλλόμενα λοιπὸν ἐκεῖνα τῆς Γενέσεως, τὸ μὲν «γενηθήτω», «βλαστησάτω» καὶ τὰ ἄλλα, μόνο ὁ τρόπος τῆς ἐκφράσεως εἶναι προστακτικός, ἡ δύναμη ὅμως ὄχι, ἐπειδὴ δὲν φανερώνει προσταγὴ σὲ κάποιο πρόσωπο. Δηλαδὴ πρὸς ἀνύπαρκτα ὄντα ἡ προσταγὴ δὲν ἔχει νόημα, ἀλλὰ ὅταν φανερωθοῦν τὰ ὄντα, παρακινεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἐννοήσουν εὔκολα οἱ διδασκόμενοι, τὴν ροπὴ τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία ἐκφράζεται ἐν εἴδει προστάγματος κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο(3), ἡ ὁποία ροπὴ προάγει τὴν δημιουργία τῶν ὄντων γρηγορώτερα, παρὰ ὁ λόγος τῆς προσταγῆς. Διότι πρὸς ποῖον λέγει τὸ γενηθήτω; Διερωτᾶται ὁ Θεοδώρητος καὶ ἀπαντῶν λέγει ὅτι δὲν προστάζει κάποιον ἄλλο νὰ δημιουργήσει, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἀνακαλεῖ τὰ μὴ ὄντα σὲ ὄντα· τὸ πρόσταγμα ὅμως εἶναι ἡ βούληση, ἢ ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, τὸ ἔργο τῆς οὐσίωσης τῶν ὄντων. Δηλαδὴ ταυτοχρόνως θέλησε καὶ ἔγινε τὸ πρέπον, κατὰ τὸν Νύσσης Γρηγόριο, καὶ συνέτρεξε ἡ τὰ ὄντα δημιουργήσασα δύναμη μαζὶ μὲ τὴν σκέψη καὶ ἔκανε τὴν θέληση ἀμέσως ἔργο· διότι λέγει, εἶπεν ὁ Θεὸς «γενηθήτω καὶ ἐγένετο»· ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἀνήγγειλε διὰ συνομιλίας ὁ Θεὸς Πατήρ, εἴτε πρὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα τὸ ὁποῖο ἐρευνᾶ τὰ πάντα καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ, εἴτε πρὸς τὸ Υἱὸ τὸν ἐν τῷ Πατρὶ ἀχωρίστως ὑπάρχοντα καὶ ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα τὸν Πατέρα καὶ μὴ ἔχοντα ἀνάγκη νὰ μάθει διὰ λόγου τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, ἀλλὰ καὶ πάντα ὅσα εἶναι εἰς τὸν Πατέρα ἔχει καὶ ὁ Υἱὸς ἐν ἑαυτῷ.
Ἐπειδὴ δεχόμενοι αὐτό, θὰ δεχθοῦμε συνάμα στὴν ἀσώματη καὶ ἀδιαίρετη οὐσία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, καὶ διάσταση καὶ σωματικὰ ὄργανα, στὸν ἕνα φωνητικὰ καὶ στὸν ἄλλο ἀκουστικὰ (καὶ δὲν ἀναφέρομαι γιὰ σῶμα καὶ τὰ σύμφυτα πάθη τοῦ σώματος, σύνθεση λέγω καὶ διάλυση), καὶ μέσο μεταδόσεως μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, γιὰ νὰ μεταφέρει τὸν ἦχο τῆς φωνῆς ἀπὸ τὸν λέγοντα πρὸς τὸν ἀκούοντα· καὶ τὸ μέσο πάλι, οὔτε στὸν Πατέρα νὰ ἀντιστοιχεῖ οὔτε στὸν Υἱό, ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε πάντως νὰ εἶναι κάποια ἰδιάζουσα φύση. Τί εἶναι λοιπὸν τὸ μέσο τοῦτο; Κτιστὸ δὲν εἶναι· γιατὶ ἡ κτίση εἶναι νεώτερη τοῦ (προστακτικοῦ) λόγου. Διδαχθήκαμε ὅτι ὁ Μονογενὴς εἶναι γεννητὸς καὶ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο ἀγέννητο πλὴν τοῦ Πατρός. Ἑπομένως εἶναι ἀπαραίτητο νὰ νοήσουμε ὅτι μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτα· ἐκεῖ ὅμως ποὺ δὲν ἐννοεῖται διάσταση, πάντως ὁμολογεῖται ἡ ἑνότητα· καὶ στὸ κατὰ πάντα ἑνωμένο, δὲν μεσολαβεῖ οὔτε φωνὴ οὔτε λόγος.
3. Καὶ ἀληθέστατα ἡ Ἁγία Γραφὴ πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ κατανοηθεῖ μὲ σαφήνεια ἡ δήλωση κάποιου πράγματος, μεταποιεῖ πρὸς τὸ σωματικώτερο τὴν θεωρία τῶν νοητῶν, χωρὶς νὰ προϋποθέτει τὸν Θεὸ δημιουργὸ ἀνυπάρκτων λέξεων, οἱ ὁποῖες ἐφευρέθηκαν μετὰ τὴν δημιουργία, κατ’ ἐπίνοια δική μας, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεωρήσουμε τὴν ὀντότητα τῶν πραγμάτων, νὰ τὴν γνωρίσουμε ἀπὸ τὴν σημασία τῶν λέξεων, καὶ νὰ μὴν νομίσουμε ὅτι ἡ κτίση εἶναι κάτι τὸ ἀδέσποτο καὶ αὐθύπαρκτο καὶ ὅλως διόλου αὐτοκίνητος. Ἐφ’ ὅσον περὶ τοῦ Θεοῦ πάντως δὲν ἁρμόζει φωνή, λόγος καὶ λέξη γιὰ νὰ μιλήσει· ἀλλὰ μὲ (προηγούμενο) τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ παρουσιάζει συμπράττουσα τὴν δημιουργικὴ δύναμη καὶ ἐνέργεια, ἡ ὁποία πραγμάτωσε τὴν ὕπαρξη τῶν δημιουργημάτων, οὔτε ἀργότερα ἐρχομένη, οὔτε δεύτερη κατὰ τὴν τάξη ἀπὸ τὸ θέλημα. Οὔτε βέβαια ὅπως συμβαίνει σὲ μᾶς στοὺς ὁποίους ἐνυπάρχει κάποια δημιουργικὴ δύναμη ἐκ φύσεως, ἡ ὁποία κατὰ μὲν τὸ ἀνενέργητο αὐτῆς λέγεται ὅτι εἶναι δυνάμει δημιουργική, κατὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐνεργείας αὐτῆς ὅμως λέγεται ὅτι εἶναι ἐνεργείᾳ δημιουργική, (δὲν) συμβαίνει ἔτσι καὶ ἐπὶ τῆς μακαρίας ζωῆς, ἀλλὰ κάθε τι ποὺ καθ’ ὑπερβολὴν ὑπάρχει νοούμενο σ’ ἐκείνη, εἶναι συγχρόνως ἐνέργεια καὶ πράξη, τῆς βουλήσεως μεταβαλλομένης ἀμέσως πρὸς τὸν σκοπὸ τῆς προθέσεως. Ἑπομένως πρέπει νὰ θεωροῦμε καὶ τὰ δύο μαζί, ταυτόχρονα, καὶ τὴν κατὰ πρόθεση κίνηση τοῦ Νοῦ καὶ τὴν ἐκτελοῦσα δημιουργικὴ δύναμη.
Ὅπως λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἄκουσε κατὰ τὸν ψαλμωδὸ Δαυίδ, τὴν διακόσμηση τῶν οὐρανῶν νὰ διηγεῖται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ποίηση τῶν χειρῶν Αὐτοῦ, δὲν ζήτησε πληρέστερη περιγραφή· ἐφόσον ὁμιλεῖ πρὸς τὸν ἔχοντα νοῦν ὁ λόγος διὰ τῶν κτισμάτων (μὲ τοὺς λόγους τῶν ὄντων), παραιτούμενος τὴν ἐπεξήγηση διὰ τῶν λόγων· διότι λέγει, δὲν ὑπάρχουν ὁμιλίες ἐξ αὐτῶν, οὔτε οἱ φωνὲς αὐτῶν, παρὰ λόγοι ποὺ δὲν ἀκούγονται. Τοιουτοτρόπως καὶ ὅταν κάποιος ἀκούει τὸν Μωϋσῆ νὰ μαρτυρεῖ τὸν Θεὸ τακτοποιοῦντα καὶ προστάζοντα ὀνομαστικῶς περὶ ἑνὸς ἑκάστου τῶν μερῶν τοῦ κόσμου, ἂς μὴν ἔχει καμμία ὑπόνοια ὅτι ὁ προφήτης ψεύδεται, οὔτε νὰ ὑποτιμήσει μὲ μικρὲς καὶ τετριμμένες σκέψεις τὴν θεωρία τῶν θείων νοημάτων, σὰν νὰ φέρει δι’ αὐτῶν τὸ θεῖον στὰ ἀνθρώπινα μέτρα, καὶ νὰ ὑποβιβάζει κατὰ τὴν δική μας συνήθεια τὰ θεῖα προστάγματα, νομίζοντας ὅτι μὲ τὴν φωνὴ θὰ βρεῖ κάποια διέξοδο. Ἀλλὰ ἂς σκέπτεται ὅτι τὸ μὲν πρόσταγμα δηλώνει τὸ θέλημα, τὰ δὲ ὀνόματα τῶν κτισμάτων, ὅτι διασαφηνίζουν αὐτή τὴν ὀντότητα τῶν δημιουργημάτων. Ὥστε νὰ μάθει δι’ ὅσων ἔχουν λεχθεῖ τὰ ἑξῆς δύο. Καὶ ὅτι θελήσας ὁ Θεὸς τὰ πάντα κατεσκεύασε, καὶ ὅτι ἡ θέληση, ἄνευ φροντίδος καὶ κόπου ἔγινε οὐσία τῶν πάντων.
Διότι ὅπως ἀκριβῶς στοὺς κωφούς, διὰ προσποιήσεων καὶ χειρονομιῶν ὑποδηλώνουμε αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ πραχθεῖ, ὄχι γιατὶ δὲν ἔχουμε δική μας φωνή, ὅταν κάνουμε τοῦτο, ἀλλὰ γιατὶ εἶναι ἐντελῶς ἄχρηστη ἡ διὰ τῶν λόγων ὑπαγόρευση στοὺς μὴ ἀκούοντες, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση κατὰ κάποιον τρόπο κωφεύουσα καὶ χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνεται τίποτα ἐκ τῶν ὑψηλῶν νοημάτων, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» ὁμιλοῦσα διὰ τῶν προφητῶν καὶ μεταχειριζομένη τὶς γλῶσσες αὐτῶν κατὰ τὸ εὔληπτο καὶ οἰκεῖο σὲ μᾶς, μᾶς χειραγωγεῖ διὰ τούτων στὴν κατανόηση τῶν ὑψηλῶν θεωριῶν, κατασκευάζουσα τὴν διδασκαλία, ὄχι κατὰ τὴν δική της μεγαλοφυΐα (γιατὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ χωρέσει τὸ μέγα ἐντὸς τοῦ μικροῦ;) ἀλλὰ συγκαταβαίνουσα πρὸς τὴν μικρότητα τῆς δικῆς μας δυνάμεως καὶ συνομιλοῦσα μὲ τὰ δικά μας λόγια, καθὼς ἔχουμε μάθει καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν Πράξεων· ὅτι ὁ καθένας στὴν δική του διάλεκτο τὴν ὁποία γεννήθηκε, δέχονταν τὴν διδασκαλία καὶ διὰ τῶν γνωρίμων αὐτοῦ φράσεων ἐννοοῦσε τὴν δύναμη τῶν λόγων, καὶ γιὰ τὴν ὁποία αἰτιολογία ἐπίσης, Παῦλος ὁ μιμητὴς τοῦ Κυρίου μεταχειρίζονταν ἀναλόγως τὸν λόγο του, σύμφωνα μὲ τὶς συνήθειες τῶν ἀκροατῶν του, καὶ γίνονταν πρὸς μὲν τοὺς νηπίους γάλα, πρὸς δὲ τοὺς τελείους στερεὰ τροφή. Καὶ ἀκόμη κάποια παρόρμηση τῆς διανοίας, πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζεται φωνή, ἐὰν τοὐλάχιστον αὐτὴ ἡ ροπὴ τῆς διανοίας τοῦ προφήτου Μωϋσέως πρὸς τὸν Θεό, ὀνομάσθηκε σὰν κάποια φωνὴ σιωπηρὰ κατὰ τὴν Γραφή· ἐπειδὴ λέγει, «τί βοᾶς πρός με;» (Ἐξ. 14,15) καὶ ὅμως πράγματι πρὸ τούτου καμμία φωνὴ τοῦ Μωϋσέως δὲν ἀναφέρει ὁ λόγος.
Ὅπως λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς μὴ ὁμιλῶν ἀλλὰ μὲ τὴν κρυφὴ σκέψη ἀπὸ καρδίας φωνάζει, μαρτυρούμενος γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐπακούοντα τοὺς ἀλαλήτους στεναγμούς, ἔτσι ἐπίσης ὁ προφήτης γνωρίσας τὸ θεῖο θέλημα καὶ ὅπως ἦταν δυνατὸ σὲ αὐτὸν νὰ τὸ πεῖ καὶ σὲ μᾶς νὰ τὸ ἀκούσουμε, ἐφανέρωσε αὐτὸ διὰ τῶν γνωρίμων καὶ οἰκείων σὲ μᾶς λόγων, περιγράφων τὴν συνομιλία του μὲ τὸν Θεὸ ἐπὶ τὸ σωματικώτερον, ἡ ὁποία ἔγινε ὄχι μὲ λόγια, ἀλλὰ κηρύχθηκε μεγαλοφώνως δι’ αὐτῶν τῶν ἰδίων ἔργων. Καὶ ὅπως δὲν δύναται νὰ ὀνομάσει κανεὶς κωφό, ἐκεῖνον ποὺ ὁμιλεῖ διὰ χειρονομιῶν μὲ κάποιον κωφὸ καθὼς ἀπὸ τὴν φύση του μπορεῖ νὰ ἐννοήσει, ἔτσι δὲν πρέπει νὰ ὑποθέσουμε περὶ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἔχει ἀνθρώπινο λόγο, ἐπειδὴ κατ’ οἰκονομίαν δανείσθηκε αὐτὸν ὁμιλῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπειδὴ ὅπως ἕνας φιλόστοργος πατέρας, στὰ ἄδηλα κλαυθμυρίσματα τῶν νηπίων, μετασχηματίζεται καὶ αὐτὸς ὡς τραυλίζων, αὐτὸ τὸ μέσο χειρίζεται ὁ Θεὸς πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὸ ὁποῖο αὐτὴ ἐκ καταβολῆς ἔλαβε. Γι’ αὐτὸ καὶ στὶς διάφορες ἐμφανίσεις πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ κατὰ ἄνθρωπον σχηματίζεται καὶ ἀνθρωπίνως ὁμιλεῖ καὶ ὀργὴ καὶ συμπάθεια καὶ μεταμέλεια καὶ τὰ παρόμοια πάθη ἀναλαμβάνει ὁ ἀπαθής, καὶ ἁπλῶς μὲ τὰ δικά μας ἰδιώματα ἔρχεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴν δική μας ἀσθένεια, σὰν νὰ χειραγωγεῖται ἡ νηπιώδης ζωή μας μὲ ὅλα τὰ ἀναλογοῦντα σὲ μᾶς μέσα, πρὸς τοὺς λόγους τῆς θείας προνοίας, μὲ τοὺς ὁποίους προσεγγίζουμε τὴν θεία φύση. Γιατὶ καὶ ἐμεῖς μὲ κάποιο κροτάλισμα τῆς γλώσσας καὶ διάφορα σφυρίγματα συνηθίζουμε νὰ καθοδηγοῦμε τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος μας, μὲ τὸν ὁποῖο φθάνουμε στὴν ἀκοὴ τῶν ἀλόγων, ἐπειδὴ πρὸς μὲν τοὺς ὁμοίους μας μεταχειριζώμαστε τὸν λόγο φυσικῶς, στὰ ἄλογα ὅμως καὶ ὁ κατάλληλος προσποιητὸς καὶ ὁ ἀνάλογος ἄναρθρος ἦχος ἔγινε ἀρκετὸς γιὰ τὴν ἀνάγκη. Ὁπότε οὔτε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιοῦμε μεταξύ μας λόγους καὶ ὀνόματα, ἐὰν δὲν παρεμποδίζονταν ἡ φύση μας ἀπὸ τὴν σάρκινη περιβολή. Γιατὶ στὴν ἄϋλη καὶ νοερὰ φύση, ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ εἶναι λόγος, χωρὶς νὰ ἐξυπηρετεῖται ὑλικῶς μὲ τὴν χρήση τῶν ὑλικῶν ὀργάνων. Καὶ ἐὰν ἀναφέρεται κάποιος λόγος ἀπὸ τὴν νοερὰ φύση, ἐγγεγραμμένος κάπου στὰ ἱερὰ βιβλία, τοῦτο λέγεται γιὰ μᾶς τοὺς ἀκούοντες, ἐπειδὴ ἀδυνατοῦμε νὰ μάθουμε μὲ ἄλλο τρόπο τὸ δηλούμενο ζήτημα, ἐὰν δὲν ἐξαγγέλεται μὲ φωνητικὲς φράσεις καὶ λόγια. Καὶ ἐὰν ὁ Δαυὶδ λέγει διὰ Πνεύματος Ἁγίου, γιὰ ἐκεῖνο ποὺ λέγεται παρὰ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Κύριο, τὸ λέγει ὁ Δαυὶδ ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ μᾶς ἐκθέσει μὲ ἄλλον τρόπο, τὴν περὶ τούτου νοηθεῖσα διδασκαλία του, ἐὰν δὲν ἤθελε νὰ μᾶς ἑρμηνεύσει διὰ φωνητικῶν φράσεων καὶ λόγων τὴν καταβαλλόμενη ἀπὸ Θεοῦ πρὸς αὐτὸν κατανόηση τῶν μυστηρίων.
4. Τὸ μὲν λοιπὸν θεῖον θέλημα καὶ ἡ πρώτη παρόρμηση τῆς νοερᾶς κινήσεως, αὐτὸ τοῦτο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· μεταχειρίζεται ὅμως αὐτὸν ἡ ἁγία Γραφὴ διὰ λεπτομεροῦς περιγραφῆς, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἠθέλησε μόνος (ὁ Θεὸς Πατήρ) νὰ δημιουργήσει τὴν κτίση, ἀλλὰ καὶ μὲ κάποιον συνδημιουργὸ νὰ τὴν φέρει στὴν ὕπαρξη. Γιατὶ μποροῦσε νὰ κατορθώσει τὰ πάντα ὅπως γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας ἀνέφερε ἡ Γραφή· «ἐν ἀρχῆ ἐποίησεν ὁ Θεός, τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γν»· κατόπιν «ἐποίησε τὸ στερέωμα»· τώρα ὅμως εἰσάγει τὸν Θεὸ νὰ προστάζει καὶ νὰ ὁμιλεῖ, ἀποκαλύπτοντα κατὰ κάποιον τρόπο σιωπηρῶς ἐκεῖνον μὲ τὸν ὁποῖον προστάζει καὶ μὲ τὸν ὁποῖον διαλέγεται, ἀναβιβάζουσα ἐμᾶς (ἡ Γραφή) σὰν ἀπὸ κάποια ὁδὸ καὶ μὲ τάξη στὴν ἔννοια τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ. Καὶ ὅμως στὴν πραγματικότητα οὔτε ἔτσι ὑπῆρχε ἀνάγκη τοῦ προφορικοῦ λόγου, στὴν ἀσώματη φύση γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀνακοινώσει αὐτὰ τὰ νοήματα πρὸς τὸν συνδημιουργὸ  τῆς κτίσεως. Δηλαδὴ ποιά ἡ ἀνάγκη τοῦ προφορικοῦ λόγου στοὺς δυναμένους ἐξ αὐτῶν τῶν ἐγκαρδίων νοημάτων τους, ὅπως θὰ ἔλεγε κανείς, νὰ φέρουν σὲ κοινωνία τὶς μεταξύ τους προθέσεις; Ἀλλὰ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ εἶπα, ὥστε νὰ ἀνυψώσει τὸν νοῦ μας στὴν ἔρευνα περὶ τοῦ ὑπονοουμένου θείου Προσώπου· πρὸς τὸν ὁποῖο σκοπὸ σοφὰ καὶ ἐπιδέξια παρελήφθησαν οἱ λόγοι, ἀπὸ τὸ δικό μας σχῆμα τοῦ λόγου· ὅπως καὶ στὸ «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. Α’ 26). Ἐπειδὴ κανεὶς δὲν λέγει ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, νὰ πράξουμε αὐτό, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποιος συνεργὸς διὰ τοῦτο· ἀλλὰ μᾶλλον ἐκτελεῖ μὲ σιωπὴ τὸ ἔργο ποὺ ἔχει ἀναλάβει· διότι πράγματι εἶναι δεινὴ φλυαρία τὸ νὰ κάνει κάποιος τὸν ἄρχοντα καὶ ἐπιστάτην ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, βιάζων τὸν ἑαυτό του ἐντόνως καὶ δεσποτικῶς.
Σχόλιον: Ἀληθῶς τὰ προστακτικὰ τῆς Γενέσεως, ἐνῶ ἀπὸ τὴν μία διασκευάζουν τὴν πρώτη ροπὴ τοῦ θείου θελήματος ἐν εἴδει προστάγματος γιὰ μᾶς τοὺς δίκην κωφῶν καὶ ἀφώνων πρὸς τὰ ὑψηλὰ νοήματα, τοὺς μὴ δυναμένους μὲ ἄλλον τρόπο ἢ νὰ ποῦμε, ἢ νὰ ἀκούσουμε τὰ ὑπέρ τὴν φύση μας, παρὰ μὲ τὸν συνηθισμένο μας τρόπο, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μᾶς ἀναβιβάζουν στὴν ἔννοια τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ, ὄχι ὡς ἐλάσσονος ἢ διαιρουμένου ἐκ τοῦ Πατρὸς ἢ ἔχοντος ἀνάγκη λόγου, ἀλλ’ ὡς συνδημιουργοῦ, ἔχουν μὲν τὸν τρόπο τῆς ἐκφράσεως προστακτικό, τὴν δύναμη ὅμως ὄχι. Ἀλλ’ ὅμως τὸ προστακτικὸ ὕφος ἐπὶ τῶν Κανονικῶν Διαταγμάτων, ἔχει κυρίως καὶ ἀποφασιστικῶς ὡς πρῶτο πρόσωπο προστακτικὴ ἰδιότητα, αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ τὴν προσταγή· δηλαδὴ τὴν πράξη τῆς δίκης τὴν ἀναθέτει στὸ δεύτερο πρόσωπο πρὸς τὸ ὁποῖο καὶ ἀποτείνεται, ἀλλὰ τέτοιοι (ποὺ ἐπέχουν δηλαδὴ θέση δευτέρου προσώπου) εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ταχθεῖ νὰ ἐκδικάζουν κατὰ τοὺς νόμους, καθὼς ἤδη εἴπαμε. Ὁπότε καὶ ἡ φωνὴ ἐκείνη ἡ ἅπαξ ἐκφωνηθεῖσα, «βλαστησάτω ἡ γ...» καὶ «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε...» κ.τ.λ. ἐνδυναμώνει παντοτεινὰ τὴν φύση, τὴν μὲν τῶν ζώων γιὰ νὰ πληθύνονται, τοῦ δὲ φυτικοῦ κόσμου γιὰ νὰ βλαστάνει. Ἡ ὁποία φύση βέβαια, ἔχει ἀνάγκη καὶ συμπράξεως, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν ἔχει λόγον ὑπάρξεως, τὰ μὲν ζῶα λέγω, τῆς μεταξύ τους συναφείας· ἐφ’ ὅσον ἐὰν δὲν συνέρχονταν μεταξύ τους οἱ πρωτόπλαστοι μετὰ τὴν ἐξορία, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ πληθυνθοῦν· ἡ δὲ γῆ τῆς καλλιεργείας. Δηλαδὴ ἐξ ἀρχῆς μὲν ἀνέβρυσαν τὰ πάντα ἀγεωργήτως πρὸς ἔνδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, μὴ ἐχούσης ἀνάγκη κανενὸς ἄλλου συνεργοῦ· γιατὶ ἦταν ἀρκετὸς δι’ αὐτὴν ὁ λόγος ἐκεῖνος, πρὸς τὴ σύσταση τῶν πάντων· ὕστερα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ δὲν γίνεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη καὶ τῆς δικῆς μας συμπράξεως, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Ἐπειδὴ λέγει ἐδίωξε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς, διὰ νὰ ἐργάζεται τὴν γῆ, ἐκ τῆς ὁποίας καὶ ἐπλάσθη· παρομοίως ἔχει λεχθεῖ: θεοί, οἱ ὁποῖοι δὲν κατασκεύασαν τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, ἄς ἀφανισθοῦν· ἐὰν πράγματι δὲν συνεργοῦσαν κατὰ καιροὺς στὸν ἀφανισμὸ αὐτῶν προφῆτες, ἀπόστολοι, βασιλεῖς καὶ μάρτυρες, δὲν θὰ εἶχαν χαθεῖ οἱ ἀχρεῖοι καὶ ἄξιοι ἀφανισμοῦ.
Ὥστε ἡ καθαιρετικὴ φωνὴ τῶν ἱερῶν κανόνων χωρὶς συνεργοῦ, ἀπὸ μόνη της, ἀσφαλῶς δὲν μπορεῖ νὰ καθαιρέσει, ἐκεῖνον τὸν ὑπόδικο, ἕνεκα τῆς ἐν δυνάμει ἰσχύος αὐτῆς πρὸς καθαίρεση. Ὁμοίως ἐπίσης καὶ στό: «ἔστωσαν ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης» παραλαμβάνεται ὡς δεύτερο πρόσωπο, τὸ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς τὸ ὁποῖο ἀπευθύνεται ὁ θεῖος λόγος (διότι λέγει, «ἐὰν καὶ τς Ἐκκλησίας παρακούσῃ») γιὰ νὰ ἀνακοινώσει καὶ ἐφαρμόσει τὸ προστασσόμενο. Ἀφοῦ ὄχι ἁπλῶς, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ καταδίκη, τὴν ὁποία κατὰ τὴν γνώμη τους θὰ ἐπιφέρουν οἱ ἁρμόδιοι τῆς Ἐκκλησίας πρὸς ἐκδίκαση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων (δηλ. ἡ σύνοδος τῶν ζώντων ἐπισκόπων) καὶ τότε στὴ συνέχεια θὰ δύναται νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ὁ παρακούσας αὐτῆς τῆς συνόδου «ὡς ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης». Τοῦτο ἀκριβῶς εἶναι τὸ ζήτημα περὶ τῶν ὑποδίκων πρὸς καθαίρεση τὸ ὁποῖο καὶ ἐμεῖς ἐνστερνιζόμαστε· καὶ μᾶλλον περὶ τούτου εἶναι ὁ ἀγώνας μας. Ἐπίσης δὲν συνηγορεῖ καθόλου πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖνο ποὺ προβάλλουν ἐκ τῆς Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου, λέγω τό: «ἤτω ἀνάθεμα»· ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχει λεχθεῖ ἐν εἴδει ἐντάλματος, ἀλλὰ ὡς κατάρα γιὰ νὰ πανικοβάλλει καὶ νὰ τρομάξει, κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, ἐκείνους πρὸς τοὺς ὁποίους ἔγραφε τὴν ἐπιστολή· καὶ τὸ νὰ καταρᾶται κάποιους προστακτικῶς, δὲν εἶναι ἀσυνήθιστο στὴν Γραφὴ καὶ ἡ χρήση προστακτικῆς ἐγκλίσεως, ὅπως πράγματι στὴν εὐκτική, ἔτσι ἀναμφίβολα προσάπτεται καὶ γιὰ τὸ ἐπαρατικὸ εἶδος τοῦ λόγου. Παρόλα αὐτὰ ἀκόμη καὶ ἐπ’ αὐτῶν τῶν ἀποφατικῶν, πρὸς τὰ ὁποῖα καταφεύγουν, περισσότερο ἀναγκαία εἶναι ἡ πρόσληψη τοῦ δευτέρου προσώπου, διὰ τοῦ ὁποίου ἡ γενικότητα καὶ ἀοριστία τῆς ἀποφάσεως, δύναται νὰ προσαρμοσθεῖ διὰ τῆς προαπαιτουμένης ἐρεύνης καὶ κρίσεως, χωριστὰ γιὰ τὸν ὑπεύθυνο τῆς παραβάσεως. Λοιπὸν ὁ νόμος προστάζει νὰ μὴν κληρονομήσει ὁ ὑβριστὴς τοῦ πατέρα του· ἀλλὰ ποιός εἶναι ὁ ὑβριστής; Πράγματι ἐξύβρισε ἢ δὲν ἐξύβρισε, καὶ κατὰ ποῖον τρόπο; Καὶ ἐὰν ἐξύβρισε ἀπὸ ποιόν θὰ ἀποκηρυχθεῖ αὐτὸς ποὺ ὡς δικαιοῦχος τῆς πατρικῆς περιουσίας ἐπιδιώκει αὐτήν; Γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἀπὸ κανένα ἄλλο δὲν θὰ διευκρινισθοῦν καὶ δὲν θὰ διαπραχθοῦν παρὰ μόνο ἀπὸ τὸν ἐκδικάζοντα κατὰ τοὺς νόμους. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο λοιπὸν καὶ γιὰ ἐκεῖνον ποὺ πρέπει νὰ καθαιρεθεῖ, ἂν καὶ ἐπενόησε (ὁ ἱεροκατήγορος) ὅτι τὰ ἀναφερόμενα στὴν ποινὴ εἰπώθηκαν ἀποφατικῶς (ἐπειδὴ ὁμολόγησε ὅτι καὶ ἡ καθαίρεση εἶναι κάποια ἔκπτωση τῆς τάξεως καὶ ἀποκήρυξη καὶ ὅσα ἄλλα λέγεται ὅτι φανερώνουν στερητικὸ ἰδίωμα), ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἐπιφέρεται, σύμφωνα μὲ αὐτό, στοὺς ὑπεύθυνους ἡ καθαίρεση αὐτομάτως, ἀπὸ μόνο τὸ γενικὸ ἐκεῖνο «καθαιρείσθω»· ἐφ’ ὅσον εἶναι δίκαιο καὶ ἀκόμη πιὸ ἀναγκαῖο καὶ ἐδῶ νὰ προσδιορισθεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ὑπὸ καθαίρεση καὶ νὰ ἐξετασθεῖ ἐὰν δικαίως εἶναι ὑποκείμενος στὴν τιμωρία. Διὰ ποίου ὅμως ἄλλου παρὰ ἀπὸ τοῦ ταχθέντος ἁρμοδίου ὀργάνου γιὰ νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ ὁρίζει τὰ παρόμοια ζητήματα; Καὶ ἂς μὴ λέγει κανεὶς ἐκεῖνο, ὅτι ὁ τῆς δίκης ὀφθαλμός, τὸν ὁποῖο δὲν θὰ διαφύγει κανείς, ὅλα αὐτὰ τὰ φέρει εἰς πέρας· γιατὶ μὴ παρισταμένης ἀκόμη τῆς μελλούσης κρίσεως, κατὰ τὴν ὁποία ἐκεῖνος θὰ εἰσπράξει τὶς τιμωρίες γιὰ τὶς παρανομίες του, ἐτοποθέτησε ἀνθρώπους κατὰ τὸν ἐδῶ πρόσκαιρο βίο, ὥστε νὰ εἶναι κριτὲς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· καὶ δι’ αὐτῶν καθιέρωσε ἐπὶ τῆς γῆς τὸ λογοθέσιο ποὺ λέγει· «ὅσα ἂν δήσητε καὶ λύσητε».
Ἀλλὰ οὔτε ὅταν καθυποβάλλει τὸν ὑπεύθυνο σὲ καθαίρεση ὁ δικαστής, ἐκφέρει φανερὰ ἐκεῖνο ἀκριβῶς ποὺ λέγει τὸ διάταγμα, τὸ καθαιρείσθω· τοὐλάχιστον ὄχι βέβαια, ἀλλὰ πρὸς μὲν τὸν ὑπεύθυνο ἐκφέρει τὸ τοῦ Πέτρου, «οὐκ ἔστι σοι μερίς, οὐδὲ κλρος· ἀνάξιος γὰρ εἶ»· [ἢ γνώριζε πῶς καθαιρεῖται παρὰ τῆς ἁγίας Συνόδου, ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Δ’ πρὸς τὸ τέλος τῆς τρίτης πράξεως. Γιατὶ δὲν εἶναι ἡ διαταγὴ τῆς κλήσεως πρὸς ἀπολογία, μὲ τὴν τρίτη φορὰ(4) ἀσύστατη (Κανονικὰ ἀνίσχυρη) ὅπως καὶ μὲ τὴν δεύτερη. Καὶ νὰ σημειώσεις τό: «παρὰ τῆς Συνόδου»], καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία προσαρμόζεται τὸ τοῦ Παύλου· νὰ γνωρίζετε ὅτι ὁ δεῖνα εἶναι καθαιρεμένος· ἐὰν ἔλθει νὰ μὴ δεχθῆτε αὐτόν· ἐπειδὴ ἐξέπεσε ἐκ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου διὰ τοῦτο καὶ ἐκεῖνο. Τοῦτο ὅμως γίνεται ὄχι ἁπλᾶ, οὔτε ἀβασάνιστα, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐκεῖνες ἐξετάσεις ποὺ προαναφέραμε, παραλαμβανομένων καὶ πολλῶν μαρτύρων καὶ λόγων πολλῶν, τῶν μὲν κατηγορούντων, τῶν δὲ συνηγορούντων πρὸς τὸν δικαζόμενο ὅπως εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἴδιες Κανονικὲς Διατάξεις.
Πράγματι ὁ ις’ κανόνας τῆς ΑΒ’ λεγομένης Συνόδου, διακηρύσσει ὅτι εἶναι ἀνάγκη πρωτύτερα, νὰ καθαιρεῖται ὁ ἐπίσκοπος κατόπιν κανονικῆς ἐξετάσεως καὶ τοιουτοτρόπως νὰ προβιβάζεται ἄλλος στὴν θέση ποὺ κατεῖχε αὐτός· ὁ δὲ δ’ τῆς ἐν ΣαρδικΣυνόδου παρέχει χρόνο γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν καθαίρεσή του· καὶ ἐὰν λέγει ἐπίσκοπος καθαιρεθεῖ ἀπὸ τοὺς ὁμόρους ἐπισκόπους (καὶ πρόσεχε ὅτι δὲν ἐπιβάλλεται ἀμέσως ὑπὸ τῶν κανόνων καὶ μόνο ἡ ποινὴ τῆς καθαιρέσεως, ἀλλὰ διὰ τῶν ἐπισκόπων) καὶ ἰσχυρίζεται νὰ ἀπολογηθεῖ πάλι, ἐὰν δὲν ὁρίσει ὁ Ρώμης (πρὸς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν δηλαδὴ ἐπὶ τῶν ὁποίων εἶναι προεξάρχων) ἂς μὴν ἀποκαθίσταται ἄλλος ἐπὶ τοῦ θρόνου του. Καὶ ὁ ιβ’ κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ προτρέπει τὸν καθηρημένο νὰ ἀποτανθεῖ σὲ μείζονα σύνοδο (ἐφ’ ὅσον βέβαια ὑποβλήθηκε στὴν καθαίρεση ὑπὸ ἐλάσσονος συνόδου καὶ ὄχι διὰ μόνης τῆς δυνάμεως τῶν διαταγμάτων) καὶ τὸν ἐπιτρέπει νὰ ἀναφέρει ἐπιπροσθέτως, ὅσα δίκαια νομίζει ὅτι ἔχει· καὶ ὁ ι’ κανόνας τῆς Α’ Συνόδου λέγει, οἱ φανερωθέντες ἔνοχοι καθαιροῦνται· ἐπίσης καὶ ὁ κζ’ τῆς ἐν Καρθαγένῃ· ἱερωμένος λέγει, πρῶτα νὰ ἐξετάζεται καὶ ἔπειτα νὰ καθαιρεῖται· καὶ ὁ ξε’ τῆς ἰδίας συνόδου· κληρικὸς λέγει, ἔνοχος ἐπὶ ὁποιουδήποτε ἐγκλήματος νὰ καταδικάζεται διὰ κρίσεως ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους· καὶ ὁ 90ὸς ἐπίσης τῆς ἰδίας λέγει ἀκόμη πιὸ φανερά, ἀκριβῶς ὅπως στὴν ὑπόθεση ποὺ πραγματευόμαστε τὴν ἑξῆς ἰδιάζουσα περίπτωση· «ἐπειδὴ λέγει, ὁ ἐπίσκοπος Κονοβδελεδέου κατηγορηθεὶς συγκατατέθηκε μὲν στὴν ἀρχὴ νὰ κριθεῖ ἀπὸ τὴν σύνοδο, ἀργότερα ὅμως ἀρνήθηκε, ἂς εἶναι ἀκοινώνητος μέχρι νὰ τελεδικήσει ἡ ὑπόθεση· γιατὶ δὲν πρέπει νὰ καθαιρεθεῖ πρὸ δίκης (τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει πιό σαφὲς ἀπὸ αὐτό;)». Ἀλλὰ ἐὰν δὲν πρέπει νὰ καθαιρεθεῖ πρὸ δίκης, πῶς μπορεῖ παρόλα αὐτὰ (νὰ καθαιρεθεῖ) καὶ πρὶν ἀπὸ τοὺς δικάζοντες, δηλαδὴ χωρὶς αὐτούς;
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Μαυρεντίου στὸν ρδ’ τῆς ἰδίας συνόδου, ζητεῖται νὰ ἐπιλέξει τοὺς δικαστές του ὥστε νὰ ἀποφασίσουν γιὰ ὅσα τοῦ καταλογίζονται· καὶ ὁ ιβ’ ἐπίσης τῆς αὐτῆς συνόδου γιὰ τοὺς περιπεσόντες κληρικοὺς σὲ ἔγκλημα, διορίζει νὰ ἀκούγεται ἡ ἀπολογία τους ἀπὸ καθορισμένο ἀριθμὸ ἐπισκόπων· καὶ ὁ θ ́ τῆς συνόδου τῆς Νεοκαισαρείας ποὺ διορίζει ὅτι, ἐκεῖνος ποὺ ἐλέγχεται φανερὰ ἀπὸ ἄλλους ἀλλὰ ὁ ἴδιος δὲν ὁμολογεῖ τὴν ἁμαρτία του, «νὰ μένει στὴν ἐξουσία του, ἢ νὰ παύει τῆς ἱερωσύνης, ἢ ταύτην νὰ ἐνεργεῖ(5)» δὲν θὰ εἶχε διορίσει τοῦτο, ἐὰν κατανοοῦσε ὅτι αὐτὸς ἦταν αὐτομάτως καθαιρεμένος· καὶ ὁ β’ τῆς Νικαίας λέγει νὰ παύεται ἐκεῖνος ποὺ ἐλέγχεται ἀπὸ δύο ἢ τρεῖς ἐπισκόπους· ὁ δὲ οδ’ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων οὔτε σὲ ἐκεῖνον ποὺ κατηγορεῖται ἀπὸ ἀξιοπίστους ἀνθρώπους, ἔχει τὴν ἀξίωση νὰ ἀποφασίζεται ἀμέσως τὸ ἐπιτίμιο τῆς καθαιρέσεως, ἐὰν ἐλεγχθεῖ χωρὶς νὰ ἀπαντήσει μετὰ τὴν πρόσκληση· ἐὰν ὅμως προσκαλεσθεῖ τρίτη φορὰ καὶ δὲν ἀπαντήσει, ἡ σύνοδος λέγει ἂς ἀποφασίσει ἐναντίον του κατὰ τὴν γνώμη της.
Ἐκ τῶν ὁποίων δηλαδὴ πάντων εἶναι φανερό, ὅτι τὸ καθαιρείσθω εἶναι προστακτικὸ καὶ ἀποβλέπει πρὸς τὸν παρανομήσαντα, ὡς τρίτο πρόσωπο καὶ ἀποτείνεται πρὸς τοὺς δικαστὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων, ὡς πρὸς δεύτερο πρόσωπο· οἱ ὁποῖοι ἐὰν δὲν ἐνεργήσουν σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς δόθηκε καὶ παραμελεῖται ἡ καθαίρεση ὡς πράξη, μένει τὸ ἐπιτίμιο ἐπιεικῶς ἀνενέργητο. Γιατὶ ἐὰν λέγει, «ὅσα ἂν δήσητε ἔσται δεδεμένα» πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι «δεδεμένα» τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἱερωσύνη, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κανεὶς νὰ δέσει (δηλ. νὰ καθαιρέσει) τοὺς ἱερωμένους;
5. Ἀλλὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς καθαιρέσεως τοῦ ἱερέως ἐκείνου ἀπὸ τὸν Λειχούδη, λέγει ἐξέπεσε, διὰ τὸ διαπραχθὲν κακούργημα. Καὶ μάλιστα ἐξέπεσε, ὁμολογοῦμε καὶ ἐμεῖς, κατὰ τὸν λόγο τῆς ἐνοχῆς βέβαια τοῦ ἁμαρτήματος μὲ τὸ ὁποῖο καὶ ἐνοχοποιήθηκε· ἀσφαλῶς ὄχι ὅμως καὶ κατὰ τὴν ποινὴ ἡ ὁποία πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τῆς συνοδικῆς πράξεως ἀκόμη δὲν τοῦ ἔχει καταλογισθεῖ· καὶ πράγματι ἐφ’ ὅσον καὶ ὁ γενάρχης καθὼς ἔχει λεχθεῖ, ἀπὸ τότε ποὺ γεύθηκε τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, ἐξ αὐτοῦ ἔγινε θνητός, ἀλλὰ δὲν ἀπέθανε παρευθύς, παρατεινομένου τοῦ Θεοῦ τὴν ἀπόφαση τοῦ θανάτου μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ἐπειδὴ τί ἀνάγκη ὑπῆρχε νὰ καθαιρέσει πάλι αὐτὸν τὸν ὁποῖο τὸ κακούργημα ποὺ διέπραξε, αὐτομάτως καθὼς λέγουν, πρόφθασε καὶ τὸν καθαίρεσε; Γιὰ νὰ μὴν ὑποβληθεῖ λέγουν, καὶ στὴν ποινὴ τῆς ἀνδροφονίας, καταδικαζόμενος δὶς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀδίκημα, γι’ αὐτὸ ὁ Λειχούδης εἶχε ἐκδώσει ὑπὲρ αὐτοῦ τὴν ἐπιστολὴ πρὸς ἀσφάλειά του, γιὰ νὰ ἀπαλλάξει αὐτὸν ἐκ τῆς ποινῆς ποὺ προβλέπουν οἱ πολιτικοὶ νόμοι· ἀφοῦ εἶναι ἐπαρκὴς λέγει, ἐξιλέωση ἐκ τοῦ φόνου ἡ ἔκπτωση τοῦ βαθμοῦ· ὥστε λοιπὸν γιὰ νὰ μένει ἐλεύθερος, ἀβλαβὴς καὶ ἀνεπιβούλευτος ἐπιτρέψαμε νὰ γραφεῖ καὶ νὰ ὑπογραφεῖ ἡ παροῦσα καθαιρετικὴ ἐπιστολὴ κατὰ μήνα Ἰούλιο τῆς ια’ ἐπινεμήσεως. Καὶ ὅμως ἡ ἐπιστολὴ εἶναι ὄχι μόνο ἀπαλλακτικὴ τῆς πολιτικῆς ποινῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ βαθμοῦ καθαιρετικὴ (ἐφ’ ὅσον λέγει, «τὸ παρὸν καθαιρετικὸν γράμμα») καὶ φανερώνει αὐτὸν ὅτι δι’ αὐτῆς ἔχει καθαιρεθεῖ καὶ ὄχι μόνο ὅτι ἐξαιρεῖται ἐκ τῆς ποινῆς τῶν πολιτικῶν νόμων.
Πάνω ἀπὸ ὅλα ὅμως τὸ ἐπιχείρημα ποὺ θεωροῦσαν γιὰ τοὺς ἀντιφρονοῦντες ὡς ἰσχυρώτατο καταπέλτη, τὸ μικρὸ ἀπόσπασμα λέγω ἐκ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Ταρασίου, κατὰ τὸ μὲν «ἐστί», σχεδὸν καταρρίφθηκε· γιατὶ λέγει, «ἔστι καὶ ἔστω ἀποκήρυκτος»· ἀλλὰ τὸ μὲν «ἔστι» λέγεται, κατὰ τὸν λόγο τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὸ παράπτωμα, καὶ τὸ «ἔστω» κατὰ τὸν λόγο τῆς ποινῆς γιὰ τὴν ἀπόφαση· ἐπειδὴ ἐὰν λέγεται τὸ «ἔστι» καὶ γι’ αὐτὴ (τὴν ἀπόφαση τῆς ποινῆς), ποιά ἡ ἀνάγκη νὰ ἀναφερθεῖ τὸ «ἔστω»; Καὶ γιὰ τὸ «κἂν ἐλέγχοιτο, κἂν μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν», τί πρέπει νὰ εἰπῶ;  Ἢ φαίνεται ὅτι ὁ πατὴρ μεταχειρίσθηκε σ’ αὐτὴ ὑπερβάλλοντα ζῆλο, ἀποβλέπων σὲ ἕνα πρᾶγμα, τὸ νὰ ἀγωνίζεται μὲ κάθε τρόπο ὅπως ἐκθεμελιωθεῖ ἡ σιμωνία ἀπὸ τὴν ρίζα της· γιατὶ λέγει πήγαινε στὶς πλατεῖες· κήρυξε μετὰ παρρησίας ὅπως ἀρθεῖ καὶ χαθεῖ πρὸς ἀφανισμὸ ἡ διὰ χρημάτων χειροτονία. Ἀπό ἐδῶ βέβαια διακηρύσσει ὅτι καὶ οἱ διὰ χρημάτων χειροτονοῦντες καὶ χειροτονούμενοι, εἶναι πιὸ ἄθεοι μὲν ἀπὸ τὸν Μακεδόνιο καὶ τοὺς ἀκολουθοῦντες αὐτὸν Πνευματομάχους, ἀσεβέστεροι δὲ τοῦ Σίμωνος μάγου καὶ χειρότεροι τοῦ προδότου Ἰούδα. Ἀλλὰ καὶ κατὰ δεύτερον λόγο πρέπει νὰ ἀπαντηθεῖ ὅτι τὸ «κἂν μὴ ἐλέγχοιτο» τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Ταρασίου, οὔτε συνοδικὴ ἀπόφαση εἶναι, ὥστε νὰ εἶναι ἀναγκαῖο ἐμεῖς νὰ τὴν ἀκολουθήσουμε, ἐπειδὴ θεωρεῖ ἀποκηρυγμένους ἐκ τῆς τάξεως πρὶν τὸ δικαστήριο καὶ αὐτομάτως καθαιρεμένους, τοὺς συλληφθέντες στὸ κρῖμα τῆς σιμωνίας· καὶ ἐπίσης ἀνατρέπεται καὶ ἀπὸ τὰ συνοδικὰ διατάγματα τὰ ὁποῖα προαναφέραμε. Γιὰ νὰ ἀφήσω λοιπὸν τὰ ἄλλα, τὰ διατάγματα τῆς ἐν Καρθαγένῃ συνόδου θεσπίζουν ὅτι, ἱερωμένος ἀφοῦ ἐξετασθεῖ, ἔπειτα νὰ καθαιρεθεῖ κ.τ.λ., ἀλλὰ στὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Ταρασίου ἔχει γραφεῖ «κἂν μὴ ἐλέγχοιτο»· καὶ τέταρτο ὁ ἴδιος Ταράσιος ἀντιφάσκει πρὸς τὸν ἑαυτό του παρασυρόμενος ὑπὸ τοῦ ζήλου· ἐφ’ ὅσον στὰ προοίμια τῆς ἴδιας τῆς ἐπιστολῆς του λέγει: καὶ ἐὰν κάποιος ἐλεγχθεῖ νὰ ἔχει ἐξαγοράσει τὴν ἱερωσύνη μὲ χρυσό, ἀποφασίζουν αὐτὸς νὰ εἶναι ἀποκηρυγμένος ἀπὸ τὴν ἱερατική τάξη. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι τὸ «εἴ τις ἐλεγχθείη» ἀναιρετικὸ τοῦ «κἂν μὴ ἐλέγχοιτο»; Ἐπιπλέον διὰ μὲν τῶν καθαιρεμένων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἤδη λαϊκοί, ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ ἐπιτελοῦν κανένα ἱερατικὸ λειτούργημα· ἀλλ’ ὅμως, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, διὰ τῶν ἀναξίως ἱερουργούντων, ἔστω καὶ ἐὰν ὑπάρχει πάρα πολὺ διαβεβλημένος ὁ βίος αὐτῶν, ὁ Θεὸς καθὼς καὶ διὰ τῶν καθαρῶν ἐνεργεῖ πάντα τὰ κατ’ αὐτόν. Ἐκ τῶν ἀναξίων λοιπὸν οἱ ἄκριτοι, δὲν εἶναι καθαιρεμένοι αὐτομάτως ἀπὸ τοὺς κανόνες· γιατὶ δὲν θὰ ἐνεργοῦσε ὁ Θεὸς τὰ κατ’ αὐτὸν πάντα δι’ αὐτῶν, ὅπως καὶ διὰ τῶν καθαρῶν· ἐπειδὴ λέγει «πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ» ἔστω καὶ ἐὰν αὐτοὶ εἶναι ἀνάξιοι. Ἴσως νὰ ἀντιπαραβάλλει ὅμως κάποιος καὶ τὸν α’ Κανόνα τῆς Γ’ οἰκουμενικῆς καὶ τὸν ιγ’ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου θεωρῶν αὐτοὺς ὅτι καθαιροῦν τὸν ἔνοχο· καὶ ὅμως λέγει ὁ μὲν α’ τῆς Γ’ Συνόδου: «εἰ τις μητροπολίτης ἀποστατήσας... καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων» (βλ. κείμενο) καὶ ὁ ιγ’ τῆς Ἀντιοχείας: «τὸ ἀφ’ ἑτέρας ἐπαρχίας... ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου».
Πρὸς τὸν ὁποῖο ἐρωτοῦμε ὅτι, ἐὰν ἀληθῶς ὁ α’ κανόνας τῆς Γ’ συνόδου ἐξέβαλε τὸν ἔνοχο αὐτομάτως ἐκ τοῦ βαθμοῦ, πῶς συνδέεται πάλι τὸ ἀμέσως παρακάτω, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ὁ ἱεροκατήγορος ἀπέκρυψε; Γιατὶ αὐτὸ εἰσάγει (τὴν λύση): «ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς τοῖς τς ἐπαρχίας ἐπισκόποις καὶ τοῖς πέριξ μητροπολίταις ὑποκείσεται εἰς τὸ πάντῃ καὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς ἐπισκοπς ἐκβληθναι». Ἐκ ποίου λοιπὸν βαθμοῦ λέγω, καὶ ἀπὸ ποίας ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἢ ἐπισκοπικῆς ἐνέργειας καὶ δυνάμεως θὰ ἀφορισθεῖ πάλι ἀπὸ τὴν σύνοδο τῶν (ζώντων) ἐπισκόπων, τῶν μετέπειτα ἀπὸ τὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο ἐκδικαζόντων, ὁ ἀφωρισμένος ἐκ τούτων μία καὶ μοναδικὴ φορὰ ἀπὸ τὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο (ποὺ ἐξέδωσε τὸν κανόνα); Ἐφ’ ὅσον ὄχι ὁ ἐκτός, ἀλλὰ ὁ ἐντὸς ὑπάρχων τοῦ βαθμοῦ, αὐτὸς ἀφορίζεται. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸς ποὺ πρέπει νὰ ἐκπέσει τοῦ βαθμοῦ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς συνερχομένους ἐπισκόπους τοὺς μετέπειτα ἀπὸ τὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο, καθὼς φαίνεται εἶναι ἐντὸς τοῦ βαθμοῦ καὶ δὲν ἔχει ἀφορισθεῖ τελεσιδίκως (ἐνεργείᾳ) καὶ κατὰ τὴν ποινή, ὅτι κατὰ τὸν λόγο τοῦ δυνάμει καὶ τῆς ἐνοχῆς δὲν εἶναι ἀφωρισμένος καθὼς προελέχθη. Καὶ ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας ἐπίσης τὸν «ἤδη καθῃρημένον» ὑπ’ αὐτῆς, τοῦτον διώρισε διὰ μὲν τὸν ἴδιο κανόνα, νὰ ὑπόκειται στὴν ἁρμόζουσα ποινή, γιὰ δὲ τὸν κβ’, νὰ ἐπιτιμᾶται ὑπὸ τῆς συνόδου, τῶν ἐπισκόπων δηλαδή· τοὺς ὁποίους θεώρησε ὅτι εἶναι καλό, μὲ τὸν κ’ κανόνα αὐτῆς, νὰ συνέρχονται δύο φορὲς κάθε χρόνο σὲ κάθε ἐπαρχία.
Ἐὰν λοιπὸν ἀπὸ τότε καθαίρεσε αὐτόν, πῶς ὁρίζει πάλι ἐδῶ μέν, αὐτὸς νὰ ὑφίσταται τὴν ἁρμόζουσα ποινή, ἐκεῖ δὲ νὰ ἐπιτιμᾶται ὑπὸ τῆς συνόδου; Τῶν ὁποίων τὸ καθένα χωριστὰ συμβαίνει σὲ μέλλοντα χρόνο, καὶ ὄχι στὸν (παρελθόντα) χρόνο κατὰ τὸν ὁποῖο θεσπίσθηκε ἡ ποινή;
6. Καὶ ἀκόμη πράγματι στὰ διορισμένα ὁριστικῶς καὶ ὄχι προστακτικῶς ὑπὸ τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου, πρέπει νὰ λεχθεῖ καὶ ἐκεῖνο, ὅτι ἐὰν κάποιος πῆγε νὰ συνταχθεῖ μὲ τὸ συνέδριο τῶν ἀποστατῶν, ἔχει μὲν ἀφορισθεῖ ὑπ’ αὐτῆς ἤδη καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχει καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ πράξει, ἀλλὰ ὄχι ὅμως καὶ ἐὰν θὰ συνταχθεῖ στὸ μέλλον, ἔχει ἤδη ἀφορισθεῖ ὑπ’ αὐτῆς (διότι ἀναφέρεται καὶ στὰ δύο χωριστά), ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ θὰ συγκληθεῖ στή σύνοδο κατὰ τὴν ἐποχή του καὶ βέβαια γιὰ τὴν ὑπόθεσή του, θὰ ὑποβληθεῖ σὲ ἔκπτωση ὄχι μόνο τοῦ βαθμοῦ του, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία. Ἐὰν ὅμως δὲν διαχωρίσεις ὁπωσδήποτε καὶ χρονικὰ καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα τὴν ἐκβολή, θὰ συνυπάρχουν καὶ οἱ δύο μαζί, καὶ ὁ συνταχθεὶς λέγω καὶ ὁ μέλλων νὰ συνταχθεῖ, καὶ ἀφορισμένοι καὶ μὴ ἀφορισμένοι, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ὡς ἤδη ἀπὸ τώρα ἀνενέργητοι, ἀπὸ τὸ ἄλλο, ὡς ὑποκείμενοι πάλι σὲ ἀφορισμό· τῶν ὁποίων οἱ ἀφορισμοί εἶναι ἀδύνατο νὰ συναληθεύουν ταυτόχρονα καὶ οἱ δύο, ὡς ἀντιφάσκοντες μεταξύ τους, ἀφοῦ δὲν διαχωρίσθηκαν ὅπως ἔχει λεχθεῖ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ πα’ τῆς ΣΤ Οἰκουμενικῆς λέγει, «καὶ ἡμεῖς κυροῦντες τὰ παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν πρὶν εὐσεβῶς νομοθετήσαντα, ἀναθεματίζομεν τοὺς ἔτι μετὰ τὸν παρόντα ὅρον παραδεχομένους τὴν τοιαύτην (αἱρετικὴν) φωνὴν ἑπ’ ἐκκλησίας». Βλέπεις λέγει ὅτι ἀναθεματίζει ἀμέσως;  Ἢ μήπως ὅτι ἰσχύει γιὰ τὴν ἀπόφαση, δὲν ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ποινή; Διότι προσεχῶς ἐπιφέρει: «καὶ εἰ μὲν ἱερατικὸς ἀπογυμνοῦσθαι, τοῦτον τς ἱερᾶς ἀξίας προστάσσομεν». Ἐὰν γι’ αὐτὰ λοιπὸν ἀναθεμάτισε ἀμέσως καὶ καθαίρεσε πρὸ δίκης (τὸν μέλλοντα νὰ παραδεχθεῖ τὴν «τοιαύτην φωνήν»), πῶς πάλι προστάσσει τοὺς μετέπειτα ἀπὸ τὴν ΣΤ Οἰκουμ. σύνοδο, ζώντες ἐπισκόπους νὰ καθαιρέσουν ὁπωσδήποτε τὸν ἤδη καθαιρεμένον, ἐὰν δὲν παραληφθεῖ, ἡ μὲν προσταγὴ (ὡς ἐντολή ἀπὸ τὴν προστακτικὴ ἰδιότητα τῆς ἀποφάσεως τοῦ κανόνα), ἡ δὲ καθαίρεση (ὡς πράξη τῆς δίκης ὑπὸ τῶν ζώντων ἐπισκόπων), ἀπὸ τὴν ποινὴ ποὺ ὁρίζει ὁ κανόνας;
Ἀλλ’ ἡ Ζ ́ Οἰκουμενικὴ σύνοδος λέγει (ὁ ἱεροκατήγορος), τοὺς κανόνες τῶν πρὸ αὐτῆς συνόδων ἐπισφραγίσασα μὲ τὸν α’ κανόνα της, αὐτοὺς τοὺς ὁποίους καθαιροῦν ἐκεῖνοι λέγει, καθαιροῦμε καὶ ἐμεῖς. Ἀλλ’ ὅμως τὸ «καθαιροῦσιν», δὲν εἶναι προστακτικό, ἀλλὰ ὁριστικό, ἑπομένως καὶ τὸ προστακτικὸ ὕφος τῶν κανόνων ἔχει δύναμη ὁριστική.
Καὶ ἀκόμη δύναμη ὁριστικὴ ὅτι ἔχει συμφωνοῦμε καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὅμως καὶ ἐνέργεια, ἀφοῦ δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ καθαιρετικὴ πράξη· διότι εἶναι τὸ ἴδιο σὰν νὰ ἔλεγε: αὐτοὺς τοὺς ὁποίους προστάζουν ἐκεῖνοι νὰ καθαίρονται, τοὺς ἴδιους προστάζουμε καὶ ἐμεῖς νὰ καθαίρονται.
Ἀλλ’ ὁ Θεὸς λέγει, κατὰ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, οὔτε ἔχει ἀνάγκη δικαστοῦ, οὔτε χρειάζεται βοηθοὺς γιὰ νὰ τιμωρήσει, ἕνεκα τῆς παραβάσεως τῶν θείων νόμων αὐτοῦ ὑπὸ τῶν ἱερέων, καταφρονούντων τὴν σωφροσύνη, ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο πλημμέλημα τολμήσουν νὰ πράξουν· ἐὰν ὅμως συμβαίνει τοῦτο, τότε οὔτε καὶ μεσίτης χρειάζεται γιὰ τὴν καθαίρεση τούτων.
Ἢ ὅτι δὲν ἔχει ἀνάγκη μέν, ἀλλὰ θέλει νὰ γίνεις ὑπηρέτης τούτου (καὶ νὰ σοῦ ἀνοίξει θύραν θείου ζήλου) γιὰ νὰ μὴν περιπέσεις (καὶ ἐσύ) στὰ ἴδια παραπτώματα καὶ νὰ γίνεις περισσότερο σώφρων μὲ τὴν ἀγανάκτηση ἐκ τῆς παρανομίας τοῦ συνανθρώπου σου, καὶ γιὰ νὰ φανερώσεις μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸ φιλόθεον τῆς γνώμης σου. Καθόσον ἐὰν ἁμαρτάνει ὁ συνάνθρωπός σου παρέρχεσαι αὐτὸν καὶ δὲν θέλεις νὰ τὸν ἐλέγξεις οὔτε νὰ τὸν λυπηθεῖς, κάνεις τὴν ψυχή σου πιὸ ράθυμη καὶ εὔκολη στὴν πτώση καὶ μάλιστα πολλὲς φορὲς περιπίπτεις στὰ ἴδια ἁμαρτήματα· καὶ ἐκεῖνον ἐπίσης ζημιώνεις ὄχι ὀλίγα, μὲ τὴν παράκαιρη αὐτὴ συγχώρεση καὶ κάνεις πιὸ δύσκολη τὴν ἀπολογία τῶν εὐθυνῶν αὐτοῦ στὴ μέλλουσα κρίση, καὶ τὸν παρασκευάζεις πιὸ ράθυμο πρὸς τὰ παρόντα ἔργα τῆς ἀρετῆς.
Ἑπομένως λοιπὸν θέλων (ὁ Θεός) νὰ γίνεις ὑπηρέτης τούτου, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν θέλει νὰ τιμωρεῖ χωρὶς ἐσένα· διότι ὡς γνωστὸν δὲν ὥρισε ματαίως γιὰ τὴν καθαίρεση ἐπισκόπου μέν, δώδεκα καὶ τὸν δικό του μητροπολίτη, πρεσβυτέρου δέ, ἕξι, καὶ διακόνου τρεῖς ἐπισκόπους, καὶ τῶν ἄλλων κληρικῶν μόνο τὸν ἐπίσκοπό τους, ὁπότε παρερχομένου σου τοῦ πλησίον καὶ μὴ θέλοντός σου νὰ τὸν ἐξετάσεις, οὔτε ἀπὸ τώρα τιμωρεῖ κατὰ τοὺς νόμους του καὶ ἀποταμιεύεις λέγει, στὸν παραβαίνοντα γιὰ τὸ μέλλον πιὸ σκληρὲς τὶς εὐθύνες του· καθότι λέγει, διώρισε ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία «μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17). Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὥρα εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι ὅπως (λέγουν) γιὰ τὴν καθαίρεση, ἔτσι νὰ γίνεται αὐτομάτως καὶ αὐτὴ ἡ χειροτονία, ἀφοῦ τὸ λέγουν οἱ κανόνες, ὅπως γιὰ παράδειγμα, κληρικὸς ὅταν συλλαμβάνεται γιὰ κάτι τὸ ὁποῖο ἔχει ἀπαγορευθεῖ, νὰ καθαιρεῖται, ἔτσι καὶ τό, ἐπίσκοπος μέν, ὑπὸ τριῶν «χειροτονείσθω», οἱ δὲ λοιποὶ κληρικοὶ ὑπὸ ἑνός· ἐφ’ ὅσον καὶ ἐπὶ τῆς καθαιρέσεως καὶ ἐπὶ τῆς χειροτονίας τοποθετεῖται προστακτικὸ ρῆμα· καὶ ἐξ ἀνάγκης ἐκ τῶν δύο ἰσχύει ἢ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ ἢ νὰ γίνεται αὐτομάτως καὶ ἡ χειροτονία ἢ καὶ ἡ καθαίρεση ὄχι ἄμεσα. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ὅπως οἱ χειροτονούμενοι χρειάζονται καὶ τοὺς ἐκλέγοντες καὶ τοὺς χειροτονοῦντες, παρομοίως καὶ οἱ ἀποχειροτονούμενοι καὶ τοὺς ἐξετάζοντες καὶ τοὺς καθαιροῦντες, χωρὶς τῶν ὁποίων δὲν γίνονται πράξη τὰ προσταχθέντα.
Καὶ βέβαια τοιουτοτρόπως ἔχοντες ἀπαντήσει πρὸς αὐτούς, πιστεύουμε ὅτι δὲν ἀπέμεινε καμμία προσφυγὴ στοὺς ἱεροκατηγόρους, οὔτε γενικὰ πρόφαση στὸ νὰ φρονοῦν, ὅτι καὶ πρὸ τῆς ἰδιαιτέρως γινομένης ἐκκλησιαστικῆς δίκης, οἱ διὰ χρημάτων πρὸς τὰ τῆς ἱερωσύνης αὐθαδιάζοντες, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ δίνουν ἢ καὶ νὰ λαμβάνουν, ἔχουν καθαιρεθεῖ.

________________________
1. Ὁρολογία συντακτικς στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους. Ἀντιστοιχεῖ στὸ ρμα (κυρίως) μαζὶ μὲ τὸ ἀντικείμενο. (Μον. Νικ. Βλεμμίδου. Migne Τὸμ. 142, σελ. 897).
2. Δηλαδὴ τὰ οὐδέτερα δὲν εἷναι ἐξαγγελτικὰ ἀληθείας τῶν πραγμάτων ἢ ψεύδους.
3. Ὁμιλία β’ εἰς τὴν Ἑξαήμερον. Ἑρμην. Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου (σελ. 49).
4. Πρόκειται περὶ τοῦ αἱρετικοῦ Εὐτυχοῦς.
5. Ἑρμηνεία στὸν Κανόνα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου (Πηδάλιον, σελ. 398).



Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτου, ἱεροδιακόνου

ΠΕΡΙ  ΤΟΥ  ΔΥΝΑΜΕΙ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ
ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ

Μηδένα τῶν κατηγορουμένων καθαιρεῖσθαι πρὸ δίκης ἢ ἀπόντα ἄνευ τριττῆς προσκλήσεως· ἀλλὰ γράμμασιν ἢ δυοῖν ὁμοταγέσιν εἰς ἀπολογίαν τῶν ἐφ’ οἷς ἐνάγεται, ἐγκαλούμενος, ἐν δικαστηρίῳ προκαλεῖσθαι(1).
____________
1. Σχόλιον:  Τῶν ἄρα ἱερῶν Κανόνων ὁριζόντων, εἴ τις τὸ ἢ τὸ ποιήσει, καθαιρεῖσθαι, οὐδεὶς ἀμέσως εἴτ’ οὖν πρὸ δίκης ἐκεῖθεν καθῄρηται. Τὸ γάρ τοι τρίτον τῶν προστακτικῶν πρόσταξιν ἀπόντος προσώπου δηλοῖ, δευτέρου ἐξ ἀνάγκης παραλαμβανομένου εἰς μετάδοσιν τς προστάξεως· ἀσύστατος γάρ τοι ἡ πρόσταξις ἄνευ δευτέρου(2). Ὅθεν ἐντεῦθεν ἀποπέμπονται οἱ διαπορούμενοι, ὅτι τῶν ἱερᾶσθαι λαχόντων, ὅσοι ἐπὶ χρήμασιν εἰς τοῦτο προεχειρίσθησαν, σὺν τῷ προχειρισαμένῳ καθῄρηνται· ὁ γὰρ ἐπὶ χρήμασι χειροτονῶν σὺν τῷ χειροτονουμένῳ, φησί, καθαιρείσθω(3)· ξύμπας δ’ ὁ τῶν νυνὶ ἱερέων χορὸς τοιοῦτος· οὐ γάρ ἐστιν ὅστις μὴ επὶ χρήμασιν κεχειροτόνηται ἤτοι προσεχῶς, ἢ πόρρω· ξύμπας ἄρα καθῃρημένος αὐτόθεν τυγχάνει! Τοῦ δὴ τοιούτου δόγματος τῶν τινες καθ’ ἡμᾶς ἀπρὶξ ἀντεχόμενοι, οὕτω πιθανῶς τοῦ ἱερατικοῦ κατεπιχειροῦσι μυστηρίου, ὡς μηδὲ εὐλογίαν ἐθέλειν λαμβάνειν παρὰ τῶν ἱερέων, πολλοῦ γε καὶ δεῖ τῶν φρικτῶν μετασχεῖν μυστηρίων.
Πρὸς δὲ τοὺς τοιούτους ρητέον, ὡς οὐκ ὀρθῶς συλλογίζονται· τὸ γὰρ μεῖζον ἄκρον οὐχ ὁμοίως ἦν κατηγορούμενον ἐν τε τῷ συμπεράσματι καὶ τ μείζονι τῶν προτάσεων· ἐπ’ ἐκείνῃ μὲν γὰρ ἦν ἐγκελευστικόν, ὁριστικὸν δ’ ἐν τούτῳ. Δέον δ’ ἄρα, ἵνα συνακολουθεῖν ἔχῃ ταῖς προτάσεσι τὸ συμπέρασμα, ὁμοίως ἐπ’ ἀμφοῖν λέγεσθαι τὸ κατηγορούμενον· ἦν δὲ ἐν τῆ μείζονι ἐγκελευστικόν, ἐγκελευστικὸν ἄρ’ ἔσται κἀν τῷ συμπεράσματι.
Πρὸς δὲ πάλιν τὸν ἐγκελευστικῶς συμπεραίνοντα ρητέον, ὡς μόνον τὸ ἀποφαντικὸν εἶδος τοῦ λόγου, ἀληθείας ἢ ψεύδους ἐστὶν ἐνδεικτικόν· τὰ δὲ παρὰ τοῦτο, οὐδετέρου τυγχάνει δεκτικά· τὸ δὲ καθαιρείσθω, καὶ πάντα τὰ προστακτικά, ἔστι λόγος οὐκ ἀποφαντικός, ὑπουργικήν τινα πρᾶξιν παρὰ χείρονος εἴτ’ οὖν ὑποβεβηκότος τυγχάνει ζητῶν· ταῦτ’ ἄρα κἀν τῷ συλλογιστικῷ λόγῳ τὰ τοιαῦτα οὐ παραλαμβάνεται. Ἀλλὰ γὰρ ἡμῖν ἐπιφύονται συμπεραίνοντες, ὡς ἄρα καὶ τὰ ἱερὰ διατάγματα ἐγκελευστικὰ καὶ αὐτὰ ὄντα, ἀληθείας εἰσὶν ἀνεπίδεκτα· καὶ οὕτω τὴν διαστροφὴν τῶν ἱεροκατηγόρων ἀπευθύνειν πειρώμενοι, ἐλάθομεν εἰς τὸ ἐναντίον περιενεχθέντες· ἑαυτοῖς γὰρ διαμαχόμεθα, ἰώμενοι κακῷ τὸ κακόν, ὃ δὴ λέγεται. Εἰ γὰρ οὐκ ἀληθεύει τὰ προστακτικά, προστακτικὰ δὲ καὶ τὰ ἱερὰ διατάγματα, δηλονότι οὐδ’ αὐτὰ ἀληθεύει· οὐκ ἄρα πιστευτέον αὐτοῖς περὶ ὧν διορίζονται· μὴ ὄντος δὲ ἀληθοῦς τοῦ λόγου τούτου, μηδὲ ψευδομένων τῶν ἱερῶν νόμων, ἀληθεύει πάντως τὰ προστακτικά· καὶ δὴ πιστευτέον αὐτοῖς περὶ ὧν ἀποφαίνονται· πιστεύοντες δέ, πάλιν εἰς τὴν κατασκευὴν τῆς ἀνασκευς ἐνεχθησόμεθα.
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν παιζόντων ἅν εἴη κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον· οὐχ’ οὕτω δ’ ἔχει τ’ ἀληθές. Σῶν γὰρ ἐπὶ τρίτου προστακτικῶν πρόσταξιν ἀπόντος προσώπου δηλούντων, δεύτερον ἐξ ἀνάγκης παραληπτέον εἰς μετάδοσιν τς προστάξεως· δευτέρου δὲ μὴ παραληφθέντος, ἀσύστατος ἅν εἴη ἡ ἐπὶ τρίτου πρόσταξις. Κατὰ ταὐτὰ δὴ κἀπὶ τῶν ἱερῶν νόμων πρώτου μέντοι προσώπου, οἱ τούτους διαταξάμενοι, δευτέρου, πρὸς οὓς ὁ λόγος, οἱ περιόντες τῷ βίῳ δηλονότι καὶ τοὺς νόμους διεκδικοῦντες ἱεράρχαι· τρίτου δέ, οἸς ἐγκελεύονται ὑπαιτίοις οἱ νόμοι. Σὰ τοίνυν ἱερὰ διατάγματα, ἔχουσι μὲν τὸ κῦρος ἀπαρεγχείρητον, οὔ γε μὴν αὐτόθεν τε καὶ ἀμέσως, ἀλλ’ ἐπειδὴ τρίτοις εἰσὶν ἐγκελευόμενα, διὰ τοῦτο χρεία τς τοῦ δευτέρου παραδοχς, ἵνα μεταδῷ, εἴτ’ οὖν ἐνεργήσῃ ἐπὶ τοῦ τρίτου τὸ παρὰ τοῦ πρώτου πρόσταγμα, οὐκ ἐνέχεται τὸ τρίτον τ τοῦ πρώτου ἐγκελεύσει, εἴτ’ οὖν ποινῆ· καὶ οὕτως οἱ ἐπὶ χρήμασι καταστάντες, ἔστ’ ἂν μὴ ὑπὸ τῶν διεκδικούντων τοὺς Κανόνας καθαιρεθῶσιν, οὐχ ἧττόν εἰσιν ἱερεῖς, τς ἐκ τῶν νόμων ποινς, εἰ καὶ μὴ καὶ τς ἐνοχς ὄντες τέως ἀπηλλαγμένοι· ἐῶ λέγειν, ὡς τὰ προστακτικὰ μέλλοντος οὐκ ἐνεστῶτος ἔχει σημασίαν.
Κατὰ γὰρ τὸν θεῖον Χρυσόστομον(4) διττὴ ἡ τῶν ὑπευθύνων καταδίκη, ἡ μέν, τ ψήφῳ τοῦ κρίνοντος, ἡ δέ, τ φύσει καὶ τ πείρᾳ τοῦ πράγματος, ἡ καὶ μέλλουσα· ἐπεὶ καὶ ὁ Ἀδὰμ, ᾗ ἡμέρᾳ φησίν, ἔφαγεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, ἀπέθανε, καίτοι γε ἔζη· πῶς οὖν ἀπέθανε; τ ἀποφάσει φησίν, οὐχὶ δὲ καὶ τ τοῦ πράγματος πείρᾳ καὶ φύσει· (ὃ καὶ κατασκευάζων, ἐπιφέρει) ὁ γὰρ ὑπεύθυνον ἑαυτόν φησι, τ κολάσει ποιήσας, ὑπὸ τὴν τιμωρίαν ἐστί, κἂν μὴ τῷ πράγματι τέως, ἀλλὰ τ ψήφῳ. Ὁ δ’ αὐτός: «οὐ τ φύσει, ἀλλὰ τ ἁμαρτίᾳ φησίν, ἀπέθανε»(5).
Διπλοῦ γὰρ ὄντος τοῦ ἀνθρωπίνου συγκρίματος, καταλλήλως καθ’ ἑκάτερον ἐνεργεῖται ὁ θάνατος φησὶν ὁ Νύσσης Γρηγόριος(6), τς διπλς ζως ἐνεργούσης τῷ νεκρουμένῳ τὴν στέρησιν· σώματος μὲν γάρ ἐστι θάνατος, ἡ τῶν αἰσθητηρίων σβέσις καὶ ἡ πρὸς τὰ συγγεν τῶν στοιχείων διάλυσις· ψυχὴ δέ, φησίν, ἡ ἁμαρτάνουσα, αὐτὴ ἀποθανεῖται· (Ἰεζ. 18,4) ἁμαρτία δέ ἐστιν ἡ τοῦ Θεοῦ ἀλλοτρίωσις· ὅς ἐστιν ἡ ἀληθινή τε καὶ μόνη ζωή. Οὐκοῦν πολλὰς ἑκατοντάδας ἀπεβίω μετὰ τὴν παρακοὴν ὁ πρωτόπλαστος· ἀλλ’ ὁ Θεὸς οὐκ ἐψεύσατο εἰπών: «ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε θανάτῳ ἀποθανεῖσθε (Γεν. 2,17)· διὰ γὰρ τοῦ ἀλλοτριωθναι αὐτὸν τς ὄντως ζως, αὐθημερὸν ἐκυρώθη κατ’ αὐτοῦ ἡ τοῦ θανάτου ἀπόφασις· μετὰ ταῦτα δὲ χρόνοις ὕστερον καὶ ὁ σωματικὸς τῷ Ἀδὰμ ἐπηκολούθησε θάνατος. Οὕτως οὖν καὶ τῶν ὑπευθύνων ἱερέων οἱ μὴ κανονικῶς καθῃρημένοι, πρὸ δίκης λέγω, ἀκαθαίρετοι τέως εἰσὶ τ τοῦ πράγματος φύσει, ὑπὸ μόνην τὴν τς κανονικς ψήφου τιμωρίαν ὄντες· ἐπεὶ πῶς ὁ Μ. Βασίλειος τοῖς ἐπὶ χρήμασι κεχειροτονηκόσιν ὑπ’ αὐτὸν ἐπισκόποις ἐπιστέλλων, ἐπανατείνεται: ἂν καὶ δεύτερον φωραθῶσι τοῦτο ποιοῦντες, μηκέτι αὐτῶν φείσεσθαι; οἱ γὰρ κατὰ τοὺς ἱεροκατηγόρους ἐκ τῶν Κανόνων ἀμέσως καθῃρημένοι, φαίνονται ἐπ’ ἐκείνου τε καὶ ὑπ’ ἐκείνου πάλιν τὸ ἐνεργὸν ἔχοντες, ὡς μὴ ὑπ’ αὐτοῦ καθαιρεθέντες. Πῶς δὲ καὶ τοὺς ἀμέσως, ὡς τῶν ἱεροκατηγόρων λρος, ἐκ τοῦ ιζ ́ καὶ ιη ́ ἀποστ. Κανόνος καθῃρημένους, ἡ Πενθέκτη ἐν τῷ γ΄, ἐνεργοὺς οὐδὲν ἧττον ἢ πρότερον εἶναι διωρίσατο; Εἰ γὰρ οἱ ἅπαξ κανονικῶς καθῃρημένοι, οὐθὲν ὅλως οὐδὲ κατ’ ἐπιτροπὴν ἐπισκόπου ἔχουσι τῶν τοῦ κλήρου ἐνεργεῖν, οἱ δὲ τῷ ιζ ́ καὶ ιη ́ ἀποστ. Κανόνι ἐνεχόμενοι, ἐπὶ τῆς ΣΤ΄ ἐνεργοῦντες φαίνονται· οὐκ ἄρα οἱ τοῖς Κανόσιν ἐνεχόμενοι, ὑπ’ αὐτῶν ἀμέσως καθῄρηνται.
Καί μοι μηδεὶς τὰ τς γραμματικς ἀποδείξεως ἐκμυκτηριζέτω· καὶ γὰρ ὁ ἐν ἁγίοις Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος(7), ἔτι μὴν καὶ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος(8) καὶ ὁ Βασίλειος(9) καὶ ὁ Ἀθανάσιος(11) καὶ ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας(10) τὸ τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱὸν ἀποδεικνύντες ὁμοούσιον, ἐν τῷ: «ὁ Πατήρ μου μείζων μου ἐστι» γραμματικὸν Κανόνα προεχειρίσαντο, τὸν ἀξιοῦντα τὰ συγκριτικὰ πρὸς ὁμοφυὲς λαμβάνεσθαι, τὸ μὴ μᾶλλον γραμματικόν, ἢ κοινὸν τς φύσεως ἀξίωμα· καίτοι εἶχον προχειρίσασθαι τό: «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἓν ἐσμέν»· ἀλλ’ ἐπεὶ ξυνεῖδον κακουργοῦντας περὶ τὸ ἓν τοὺς ἀρειομανίτας, ταυτότητα δόξης καὶ βουλς τυχὸν καὶ συμφωνίας, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ φύσεως τὸ ἓν ὑποδηλοῦν λέγειν ἔχοντας(12), γραμματικοῦ κανόνος ἐπελάβοντο, τοῦ ἐν τῆ συγκρίσει καὶ φύσεως δηλοῦντος ταυτότητα. Ὅτι δὲ μὴ διεκδικούμενοι ἀργοῦσιν οἱ νόμοι, δηλοῖ καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος(13). Καθάπερ γάρ, φησίν, ἐν οἰκίᾳ πολλῶν μὲν καμνόντων, ὀλίγων δὲ ὑγιαινόντων, καὶ φάρμακα καὶ ἰατροὺς πολλοὺς ἐστιν ἰδεῖν, οὕτω κἀν ταῖς πόλεσι πολλοὶ μὲν οἱ νόμοι, πολλοὶ δὲ οἱ ἄρχοντες, πολλαὶ δὲ αἱ τιμωρίαι· οὐ γὰρ ἀρκεῖ φησι, τὰ φάρμακα αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀναστσαι τὸν κάμνοντα, ἀλλὰ δεῖ καὶ τῶν ἐπιτιθέντων αὐτά, οἵπερ εἰσιν οἱ δικάζοντες καὶ ἑκόντας καὶ ἄκοντας ἀναγκάζοντες δέχεσθαι τὴν ἰατρείαν αὐτούς· καὶ πάλιν: οὐκ ἂν ἀρκέσειέ φησι, νόμος καθ’ ἑαυτὸν διορθῶσαι τὴν ἐν τ ψυχ γινομένην διαστροφήν, ὡσπεροῦν οὐδὲ ἡ τῶν φαρμάκων φύσις αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν δύναιτ’ ἂν ἕλκος ἀφανίσαι ποτέ· ὅπερ γὰρ ἐπὶ τῶν τραυμάτων τὰ φάρμακα, τοῦτο ἐπὶ τῶν ἁμαρτημάτων οἱ νόμοι. Διὰ γὰρ πιστῶν οἰκετῶν τοὺς ἀγνώμονας φησὶ δούλους μαστίζει ὁ Θεός.
Ἐθεομάχει ποτὲ Φαραὼ καὶ ἦν ἀσεβείᾳ βεβυθισμένος· καὶ οὐδαμοῦ μάστιξ προσηνέχθη, ἕως ἀνέκυψε Μωϋσς ὁ πιστός· ἐκύμα ἡ πολύθεος πλάνη σὺν τοῖς ψευδέσιν ἱερεῦσι καὶ τοῖς ψευδοπροφήταις· καὶ οὐδαμοῦ παρὰ Θεοῦ πληγή, ἕως ἀνέκυψεν Ἠλίας ὁ ζηλωτής. Οὐ γὰρ ἐν τ φύσει, φησὶ τῶν φαρμάκων ἐστὶν ἡ σωτηρία μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν τ τέχνῃ τοῦ προσάγοντος· Τούτου γὰρ μὴ ὄντος, πάντα διέφθαρται· τοιοῦτος καὶ ὁ ἄρχων ἐστίν· ἔχει ὄργανα τὴν φωνήν, τὸν θυμόν, τοὺς δημίους, τὰς ὑπερορίας, τὰς τιμάς, τὰς δωρεάς, τοὺς ἐπαίνους· ἔχει καὶ φάρμακα τοὺς νόμους· ἔχει καὶ κάμνοντας τοὺς ἀνθρώπους· ἔχει ἐργαστήριον τὸ δικαστήριον· ἔχει μαθητὰς τοὺς στρατιώτας· ἂν οὖν μὴ ἴδῃ τὴν ἐπιστήμην, τὴν ἰατρικήν, οὐδὲν τούτων ὄφελος· ὁ δικαστὴς ἰατρὸς ψυχῶν ἐστιν, οὐχὶ σωμάτων.
2. Ἀντιποίσουσι ἴσως ἐκεῖνοι τό: γενηθήτω φῶς καὶ γενηθήτω στερέωμα καὶ ἔστω διαχωρίζον κ.τ.λ. καί: βλαστησάτω ἡ γ· καί: ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα· τὴν φωνὴν ἐκείνην φημί, τὴν ἅπαξ μὲν τότε ρηθεῖσαν, διὰ παντὸς δὲ χρόνου γινομένην κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον(14) καὶ τό: ἐὰν δὲ καὶ τς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι κ.τ.λ. καί: εἰ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον, ἤτω ἀνάθεμα· καὶ ὅσα ἄλλα, ἐν οἷς οὐκ ἀναγκαία ἡ τοῦ β ́ προσώπου παράληψις· ὡς οὐδ’ ἐν τοῖς ἀποφατικῶς, ὥς φασι, παρενηνεγμένοις· μὴ γὰρ κληρονομείτω ὁ ἐξυβρίσας τὸν πατέρα, τοῦ δικαστοῦ ἀποφηναμένου, ὁ πατραλοίας καὶ δίχα μεσιτεύοντος β ́ τίσει τὰς δίκας, μένων ἀποκήρυκτος. Τοιοῦτο δή τοι καὶ τὴν καθαίρεσιν δίκης εἶδος τυγχάνειν σαφές· τς γὰρ τάξεως ἔκπτωσίς τις οὖσα καὶ τς ἱερατικς ὑπουργίας κατάπαυσις παντελής, αὐτόθεν ἔχει τοῦ νόμου ἅπαξ δοθέντος καὶ ἀεὶ κρατοῦντος τὴν ἔκβασιν· ταύτῃ τοι καὶ τὸ καθαιρείσθω, εἰς τὸ πάντῃ ἀκοινώνητος μενέτω ὁ κθ ́ τῶν Ἀποστόλων, εἰς δὲ τὸ ἀπόβλητος γινέσθω καὶ τς κοινωνίας καὶ τς τάξεως ὁ ια ́ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ μετέλαβεν· ἡ δὲ ἐπὶ Γενναδίου γραφεῖσα ἐγκύκλιος ἐπιστολή, εἰς τὸ ἀποκήρυκτος καὶ πάσης ἱερατικς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος. Τὸ δὲ ἐκ τοῦ βίου τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀποσπασμάτιο, ὃ κατὰ τῶν ἐπὶ χρήμασι χειροτονούντων καὶ χειροτονησάντων ὁ Κων/πόλεως Ταράσιος πρὸς Ἀδριανὸν τὸν Ρώμης προχειρίζεται, τοὺς Ἀντωνίνῳ δεδωκότας χρήματα πρὸς τὸ ἱερωθναι, ἀπὸ ἱερέων ψηφίζεται· ἐξ ὧν τὸ στερητικὸν τς ποινς σαφέστερον ἀναδεικνύμενον, τὴν εἰς αὐτὸ χρείαν τῶν διεκδικησόντων τοὺς νόμους οὐ πάνυ τι ἀναγκαίαν ἐλέγχει· οὐδὲ γὰρ ἄλλο τι (προσθήσουσι) καὶ οἱ τοὺς νόμους διεκδικοῦντες ἱεράρχαι, ἐν τῷ καθυποβάλλειν τ καθαιρέσει τινά, ποιοῦντές εἰσι καὶ λέγοντες, ἢ τὰ αὐτὰ συνοδικὰ προβαλλόμενοι διατάγματα· ἔχομεν γὰρ καθῃρημένον φασί, τὸν δεῖνα, ἢ καὶ προστακτικῶς, καθαιρείσθω· μᾶλλον δὲ τὸ ἔγκλημα τὸ καθ’ ἑαυτὸ τὴν δίκην ἐπισυρόμενον θριαμβεύοντες, τὴν τοῦ τετολμηκότος ἀπὸ τῆς ἱερωσύνης ἔκπτωσιν, ὡς ἤδη γενομένην, ἐξ ὅτου παρηνόμησεν, ἀποφαίνονται· ὡς ἔστι τοῦτο μαθεῖν ἐκ τοῦ τύπου, καθ’ ὃν καθεῖλε Κωνσταντῖνος ὁ Λειχούδης τὸν ἱερέα ἐκεῖνον, οὗ οἱ υἱοὶ κατ’ ἐπιτροπὴν αὐτοῦ συναπελθόντες τῷ λοιπῷ ὁμίλῳ τοῦ χωρίου αὐτῶν, εἰς τὸν τοῦ χαλκεωπύλου κατακαλὼν φόνον συνείργησαν· ἡ γὰρ καθαίρεσις τοιάδε ἔχει: «Ταῦτα ἐξαγορεύσας (ὁ ἱερεύς) τοῦ ἱεροῦ καταλόγου κατὰ τοὺς θείους Κανόνας διὰ τὸ γεγονὸς τοῦ φόνου μύσος ἐξέπεσεν»(15). Ἐξέπεσε φησίν, ἀλλ’ οὐ δι’ ἣν καὶ συγγνώμης ἂν οἷμαι ἔτυχεν, ὅσον ἐπὶ γε τῷ ἐγκλήματι ἐξηγόρευσεν, διὰ δὲ τὸ γεγονός, φησί, τοῦ φόνου μύσος. Εἰ δὲ δι’ ἐκεῖνο, καὶ ἐν ᾧ ἄρα ἐτέλει ἐκεῖνο, ἐξέπεσε, τς κατὰ τὸ παρῳχηκὸς τοῦ χρόνου ἐκπτώσεως, οὐκ ἐπὶ τὸ ἐνεστὼς τς ψήφου, ἐπὶ δὲ τὸ γεγονὸς τοῦ ἀνομήματος ἀναφερομένης. Ἐπὶ τούτοις τελευταῖον ρᾷστα δείξουσι τὸ σφίσι δοκοῦν, ἐκ τς τοῦ Γενναδίου ἐγκυκλίου ἐπιστολς μαρτυρίαν ταύτην προχειρισάμενοι δθεν ἀναντίρρητον· «ὁ ἐπὶ χρήμασι χειροτονῶν, ἢ χειροτονούμενος, ἔστω καὶ ἔστιν ἀποκήρυκτος καὶ πάσης ἱερατικς ἀξίας τε καὶ λειτουργίας ἀλλότριος, καὶ τ κατάρᾳ τοῦ ἀναθέματος ὑποκείμενος ὅ,τε ταύτην κτᾶσθαι διὰ χρημάτων οἰόμενος, καὶ ὁ ταύτην παρέχειν ἐπὶ χρήμασιν ὑπισχνούμενος, εἴτε κληρικός, εἴτε λαϊκὸς εἴη, κἂν ἐλέγχοιτο, κἂν μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν»· Ἔνθα σημειῶδες τὸ «ἔστω καὶ ἔστιν ἀποκήρυκτος»· καὶ ἔτι μᾶλλον τό, «κἂν ἐλέγχοιτο, κἂν μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν»· οὐχ ὅπως γὰρ ἔστω, εἰς τὸ μετὰ ταῦτα, ἀλλὰ καὶ ἤδη, ἐπεὶ ἔφθη τὴν δίκην ἐφ’ ἑαυτοῦ ἐπισπασάμενος, καθῃρημένος ἐστίν, ἐξ αὐτς ὥρας, ἐν ᾗ καὶ καθ’ ἣν τὰ ἄξια καθαιρέσεως πεπράχοι· ἣν διαδρᾶναι οὐχ’ οἸόν τε, κἂν μηδεὶς ᾖ ὁ τοὺς νόμους διεκδικῶν, ἢ αὐτὸν ἐξελέγχων.
Ἃ μὲν οὖν τῷ τοῦ ἱεροκατηγόρου δόγματι συνηγοροῦντα ἂν εἴη, ταῦτά ἐστιν· ἡμῖν δὲ πρῶτον μὲν ἀπαντητέον ἂν εἴη πρὸς τοὺς ἀντιπίπτειν δοκοῦντας ἐκείνους λόγους, εἶθ’ οὕτω καὶ κατὰ τὸ γ ́ τῶν προστακτικῶν τοῦ β ́, παράληψιν ἀναγκαίαν οὖσαν καὶ ἐξ αὐτῶν τῶν συνοδικῶν διαταγμάτων ἀποδεικτέον. Τῶν δὴ προβαλλομένων ἐκεῖνα, τὸ μὲν «γενηθήτω», «βλαστησάτω» καὶ τἆλλα σχμα μόνον ἔχει προστακτικοῦ, δύναμιν δ’ οὔ, ὡς μὴ προσώπου πρόσταξιν δηλοῦντα. Τοῖς γὰρ μὴ οὖσι, μηδὲ τὸ ἐπίταγμα, κἂν ὄντα τεθῆ, συνιέναι δυναμένοις ἐγκελεύεται ὁ Θεός, τὴν ἐν τῷ θελήματι ροπὴν ἐν εἴδει προστάγματος σχηματίζων κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, ὃ θᾶττον, ἢ  λόγος τῶν ὄντων παρακτικὸν ἀναδείκνυται. Τίνι γὰρ λέγει, γενηθήτω; διαπορήσας ὁ Θεοδώρητος, οὐκ ἄλλῳ, φησὶν ἀπαντῶν, κελεύει δημιουργεῖν, ἀλλὰ τὰ μὴ ὄντα ἀνακαλεῖ· τὸ δὲ πρόσταγμα, βούλημα, ἢ κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον, ἔργον καὶ φύσις τῶν γιγνομένων. Ὁμοῦ τε γὰρ ἠθέλησε τὸ δέον γενέσθαι, κατὰ τὸν Νύσσης καὶ συνέδραμεν ἡ ἐξεργαστικὴ τῶν ὄντων δύναμις τῷ νοήματι, ἔργον ποιοῦσα τὸ θέλημα· εἶπε γάρ, φησίν, ὁ Θεός, γενηθήτω καὶ ἐγένετο· οὐ γὰρ δὴ ἢ πρὸς τὸ Πνεῦμα, τὸ τὰ πάντα ἐρευνώμενον καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ, ἢ πρὸς τὸν Υἱὸν ἅν ρηθείη διαλεγόμενος ὁ Πατὴρ τὸν ἀδιαστάτως καὶ ἐν τῷ Πατρὶ ὄντα καὶ ἐν ἑαυτῷ τὸν Πατέρα ἔχοντα, καὶ μὴ λόγῳ χρήζοντα μαθεῖν τὸ τοῦ Πατρὸς θέλημα, ἀλλὰ καὶ πάντα τὰ πατρῷα ἐν ἑαυτῷ ἔχοντα.
Ἐπεί, τούτου δοθέντος, συνδοθήσεται τῆ ἀσωμάτῳ καὶ ἀδιαιρέτῳ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ φύσει καὶ διάστασις καὶ σωματικὰ ὄργανα, τῷ μὲν φωνητικά, τῷ δέ, ἀκουστικά· (σῶμα γὰρ καὶ τὰ συμφυ τοῦ σώματος πάθη, σύνθεσιν λέγω καὶ διάλυσιν παρήσειν μοι τέως δοκῶ) καὶ μέσον μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, διαπορθμεῦον τὸν τς φωνς ἦχον ἀπὸ τοῦ λέγοντος πρὸς τὸν ἀκούοντα· τὸ δ’ αὖ μέσον μήτε τῷ Πατρὶ μήτε τῷ Υἱῷ κατὰ φύσιν συμβαῖνον, ἐν ἰδιαζούση φύσει πάντως ἅν εἴη. Τί οὖν τοῦτο; κτιστὸν οὐκ ἔστι· νεωτέρα γὰρ ἡ κτίσις τοῦ (προστακτικοῦ) λόγου· γεννητὸν τὸν μονογεν ἐδιδάχθημεν· ἀγέννητον πλὴν τοῦ Πατρὸς οὐκ ἔστιν οὐδέν. Οὐκοῦν ἀνάγκη τὸ μηδὲν εἶναι μέσον τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ νοεῖν· ὅπου δὲ διάστασις οὐκ ἐπινοεῖται, τὸ συνημμένον πάντως ὁμολογεῖται· τὸ δὲ διὰ πάντων συνημμένον, φωνῆ καὶ λόγῳ οὐ μεσιτεύεται.
3. Ἥ γε μὴν Γραφὴ πολλάκις πρὸς ἐναργ κατανόησιν τοῦ δηλουμένου πράγματος, σωματικώτερον διασκευάζει τὴν τῶν νοητῶν θεωρίαν, οὐ ρημάτων ἀνυποστάτων ἡμῖν δημιουργὸν τὸν Θεὸν ὑποτιθεῖσα, τῶν μετὰ τὴν δημιουργίαν ἐκ τῆς ἡμετέρας ἐπινοίας ἐξευρημένων, ἀλλὰ πραγμάτων ἐν ὑποστάσει θεωρουμένων, διὰ τς τῶν ρημάτων σημασίας γνωριζομένων, ἵνα μὴ ἀδέσποτόν τινα καὶ αὐτοφυ καὶ τ’ ὅλον αὐτόματον τὴν κτίσιν εἷναι νομίσωμεν. Οὐ γὰρ πάντως ἐπὶ Θεοῦ φωνὴν καὶ ρμα ἡ τοῦ εἰπεῖν λέξις ἐνδείκνυται· ἀλλὰ τῷ (καθηγησαμένῳ) βουλήματι τοῦ Θεοῦ σύνδρομον ἀποφαίνει τὴν τὰ γεγονότα ὑποστήσασαν δημιουργικὴν δύναμίν τε καὶ ἐνέργειαν, οὐκ ἐφυστερίζουσαν, οὐδὲ τ τάξει δευτερεύουσαν τοῦ βουλήματος. Οὐδὲ γάρ, ὥσπερ ἐφ’ ἡμῶν, οἷς πρακτική τις δύναμις ἐκ φύσεώς ἐστι, τὸ μέν, δυνάμει θεωρεῖται, τὸ δέ, κατὰ τὴν τς ἐνεργείας ἐκπλήρωσιν, οὕτω καὶ ἐπὶ τς μακαρίας ζως, ἀλλ’ ὅλον ὅ,τι περ ἔστιν ἐν ἐκείνῃ νοούμενον, ἐνεργὲς καὶ πρᾶξίς ἐστιν, ἀμέσως τοῦ βουλήματος πρὸς τὸ κατὰ πρόθεσιν τέλος μεθισταμένου. Ὥστε ἅμα τὰ δύω καὶ κατὰ ταὐτὸν θεωρεῖσθαι, τήν τε προαιρετικὴν τοῦ νοῦ κίνησιν, καὶ τὴν ἀποτελεσματικὴν τοῦ πράγματος δύναμιν.
Ὡς γοῦν ὁ ἀκούσας ἐν τῷ Δαυὶδ διηγουμένης τὴν τοῦ Θεοῦ δόξαν καὶ τὴν ποίησιν τῶν χειρῶν αὐτοῦ, τς ἐν τῷ οὐρανῷ διακοσμήσεως, διεξοδικὸν οὐκ ἐζήτησε λόγον· λαλεῖ γὰρ τῷ νοῦν  ἔχοντι διὰ τῶν γινομένων ὁ λόγος, τὴν διὰ τῶν ρημάτων δήλωσιν χαίρειν ἐάσας· φησὶ γάρ, οὐκ εἰσὶ λαλιαὶ τούτων, οὐδὲ αἱ φωναὶ αὐτῶν, ἢ οἱ λόγοι οὐχ’ ἀκούονται. Οὕτω καὶ τοῦ Μωυσέως ἀκούων τις ἱστοροῦντος τὸν Θεὸν ὀνομαστὶ περὶ τῶν καθ’ ἕκαστον τοῦ κόσμου μερῶν διατάττοντα καὶ κελεύοντα, μήτε ψεύδεσθαι τὸν προφήτην ὑπονοείτω, μήτε μικροῖς καὶ χαμαιζήλοις νοήμασι κατασμικρυνέτω τὴν τῶν νοητῶν θεωρίαν, οἷον ἐξανθρωπίζων διὰ τῶν τοιούτων τὸ θεῖον, καὶ κατὰ τὴν ἡμετέραν συνήθειαν φων τὰ προστάγματα διεξοδεύειν ὑποτιθέμενος. Ἀλλὰ τὸ μὲν πρόσταγμα δηλούτω τὴν βούλησιν, τὰ δὲ τῶν κτισθέντων ὀνόματα, αὐτὴν διασημαινέτω τὴν τῶν γεγονότων ὑπόστασιν. Ὥστε τὰ δύω διὰ τῶν εἰρημένων μαθεῖν, καὶ ὅτι βουληθεὶς ὁ Θεός, τὰ πάντα κατείργασται, καὶ ὅτι ἀπραγμόνως τε καὶ ἀκόπως τὸ θεῖον βούλημα φύσις ἐγένετο.
Ὥσπερ γὰρ τοῖς κωφοῖς διασχηματιζόμενοι, καὶ χειρονομοῦντες, τὸ πρακτέον ἐπισημαίνομεν, οὐχὶ τῷ μὴ ἔχειν ἰδίαν αὐτοὶ φωνήν, ὅταν τοῦτο ποιῶμεν, ἀλλὰ τῷ παντάπασιν ἄχρηστον εἶναι τοῖς οὐκ ἀκούουσι τὴν διὰ τῶν ρημάτων ὑφήγησιν, οὕτω καὶ τς ἀνθρωπίνης φύσεως κωφευούσης τρόπον τινὰ καὶ οὐδενὸς τῶν ὑψηλῶν ἐπαϊούσης, ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἐν τοῖς προφήταις λαλοῦσα, καὶ κατὰ τὸ ἡμῖν εὐσύνοπτόν τε καὶ σύνηθες τὰς αὐτῶν διασχηματίζουσα γλώσσας, διὰ τούτων ἡμᾶς εἰς τὴν τῶν ὑψηλῶν χειραγωγεῖ κατανόησιν, οὐ κατὰ τὴν ἰδίαν μεγαλοφυΐαν ποιουμένην τὴν διδασκαλίαν –πῶς γὰρ ἂν ἐν τῷ μικρῷ χωρηθείη τὸ μέγα;– ἀλλὰ τῆ βραχύτητι τς ἡμετέρας συγκατιοῦσα δυνάμεως, καὶ ἐκ τῶν ἡμετέρων ἡμῖν διαλεγομένη, καθάπερ καὶ ἐπὶ τς τῶν Πράξεων ἱστορίας ἐμάθομεν· ὅτι ἕκαστος ἐν τῆ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἐν ᾗ ἐγεννήθη, τὴν διδασκαλίαν ἐδέχετο, διὰ τῶν γνωρίμων αὐτῷ ρημάτων τς δυνάμεως ἐπαΐων τῶν λόγων, ᾧ δὴ λόγῳ καὶ Παῦλος ὁ μιμητὴς τοῦ Κυρίου, πρὸς τὰς τῶν ἀκουόντων ἕξεις ἁρμοδίως τὸν λόγον μετεχειρίζετο, τοῖς μὲν νηπίοις γάλα γιγνόμενος, στερεὰ δὲ τοῖς τελείοις τροφή. Καὶ ὁρμὴ δέ τις διανοίας, φωνὴ πολλάκις παρὰ τς Γραφς ὀνομάζεται· εἴγ’ ἡ πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ προφήτου Μωυσέως διάνοια, φωνή τις ὠνομάσθη κατὰ τὸ σιωπώμενον· «τι βοᾶς γάρ, φησίν, πρός με;» (Ἒξ. 14,15) καίτοι γε πρὸ τούτου οὐδὲ μιᾶς ὁ λόγος μέμνηται Μωυσέως πρὸς τὸν Θεὸν φωνς.
Ὡς γοῦν Μωυσς μὴ φθεγγόμενος, ἐν τῷ κρυπτῷ τς καρδίας νοήματι βοᾷ ὑπὸ μάρτυρι τῷ τῶν ἀλαλήτων στεναγμῶν ἐπαΐοντι, οὕτω καὶ τὸ θεῖον βούλημα γνοὺς ὁ προφήτης, ὡς δυνατὸν αὐτῷ τε εἰπεῖν καὶ ἡμῖν ἀκοῦσαι, διὰ γνωρίμων ἡμῖν καὶ συνήθων ἐφανέρωσε λόγων, διάλογον Θεοῦ σωματικώτερον διαγράφων, οὐ ρήματι γινόμενον, ἀλλὰ διὰ τῶν ἔργων αὐτῶν ἐκφωνούμενον. Ὡς γὰρ οὐκ ἔστι κωφὸν ὀνομάσαι, τὸν διὰ σχημάτων τῷ κωφῷ, καθὼς ἐπαΐειν πέφυκεν, ὁμιλοῦντα, οὕτως οὐδὲ ἀνθρώπινον λόγον περὶ τὸν Θεὸν οἰηθναι, ἐπειδὴ πρὸς ἀνθρώπους αὐτῷ κατ’ οἰκονομίαν ἐχρήσατο. Οἷα γάρ τις Πατὴρ φιλόστοργος, τοῖς ἀσήμοις τῶν νηπίων κνυζήμασι συνδιαψελλιζόμενος, τοῦτο νέμει τῆ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ὃ πέφυκε λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο ἐν ταῖς ποικίλαις πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐπιφανείαις καὶ κατὰ ἄνθρωπον σχηματίζεται καὶ ἀνθρωπικῶς φθέγγεται καὶ ὀργὴν καὶ ἔλεον καὶ μεταμέλειαν καὶ τὰ τοιαῦτα ὑποδύεται πάθη ὁ ἀπαθής, καὶ ἁπλῶς διὰ τῶν ἡμετέρων ἰδιωμάτων ἡ τοῦ Θεοῦ πρόνοια τ ἀσθενείᾳ ἡμῶν ἐπιμίγνυται, ὡσὰν διὰ πάντων τῶν καταλλήλων ἡμῖν χειραγωγοῖτο ἡ νηπιώδης ἡμῶν ζωή, διὰ τῶν τς προνοίας λόγων τς θείας φύσεως ἐφάπτεσθαι. Καὶ γὰρ ἡμεῖς κλυωγμῷ καὶ ποππυσμῷ καὶ συρίγματι τὰ ἄλογα διευθύνειν εἰώθαμεν, ἀλλ’ οὐ τοῦτο ἡμῖν ὁ λόγος ἐστίν, ᾧ τς τῶν ἀλόγων ἀκος καθικνούμεθα, ἀλλὰ πρὸς μὲν ἡμᾶς αὐτοὺς τ φύσει κεχρήμεθα, τοῖς δὲ ἀλόγοις ὅ τε κατάλληλος ψόφος καὶ ὁ ποιὸς διὰ τοῦ σχήματος ἦχος πρὸς τὴν χρείαν ἐξήρκεσεν. Ὁπότε οὐδ’ ἡμῖν αὐτοῖς ἐδέησεν ἂν τς τῶν ρημάτων τε καὶ ὀνομάτων πρὸς ἀλλήλους χρήσεως, εἰ μή τ σαρκίνῃ περιβολἡ φύσις ἡμῶν περιείργετο. Ἐπὶ γὰρ τς ἀΰλου καὶ νοερᾶς φύσεως ἡ κατὰ νοῦν ἐνέργεια λόγος ἐστίν, οὐδὲν τ ὑλικ τῶν ὀργάνων ὑπηρεσίᾳ συγχρώμενος. Εἰ δέ που καὶ μνημονεύεται παρὰ τς νοερᾶς φύσεως λόγος τις, ἐν ἱεροῖς βίβλοις ἀνάγραπτος, ἡμῶν ἕνεκεν τῶν ἀκουόντων τοῦτο λέγεται, τῶν ἀδυνατούντων ἄλλως μαθεῖν τὸ δηλούμενον, ὅτι μὴ διὰ φωνῶν καὶ ρημάτων ἐξαγγελλόμενον. Κἂν ὁ Δαυὶδ ἐν Πνεύματι λέγῃ, τῷ Κυρίῳ παρὰ τοῦ Κυρίου τι λέγεσθαι, Δαυὶδ ὁ λέγων ἐστίν, ὁ μὴ δυνάμενος ἑτέρως ἡμῖν τὴν τοῦ νοηθέντος διδασκαλίαν ποιήσασθαι, εἰμὴ διὰ φωνῶν καὶ ρημάτων τὴν ἐγγινομένην αὐτῷ Θεόθεν τῶν μυστηρίων κατανόησιν ἑρμηνεύσειε.
4. Τὸ μὲν οὖν ὅσιον βούλημα καὶ πρώτη ὁρμὴ τοῦ νοεροῦ κινήματος, τοῦτο λόγος ἐστι τοῦ Θεοῦ· σχηματίζει δὲ αὐτὸν διεξοδικῶς ἡ Γραφή, ἵνα δείξῃ, ὅτι οὐχὶ γενέσθαι μόνον ἠβουλήθη τὴν κτίσιν, ἀλλὰ καὶ διά τινος συνεργοῦ παραχθναι ταύτην τὴν γένεσιν. Ἐδύνατο γάρ, ὡς ἐξ ἀρχς εἷπε, περὶ πάντων ἐπεξελθεῖν· «ἐν ἀρχῆ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γν»· εἶτα, «ἐποίησε τὸ στερέωμα»· νῦν δὲ Θεὸν προστάττοντα καὶ διαλεγόμενον εἰσάγουσα, τὸν ᾧ προστάσσει, καὶ ᾧ διαλέγεται, κατὰ τὸ σιωπώμενον ὑποφαίνει, ὁδῷ τινι καὶ τάξει ἡμᾶς εἰς τὴν τοῦ Μονογενοῦς ἔννοιαν προβιβάζουσα. Καίτοι γε τοῦ ἐν φωνῆ λόγου οὐδὲ οὕτως ἦν χρείᾳ τῆ ἀσωμάτῳ φύσει, αὐτῶν τῶν νοηθέντων, μεταδιδόσθαι δυναμένων τῷ συνεργοῦντι. Ὥστε τίς χρεία λόγου τοῖς δυναμένοις ἐξ αὐτῶν, ὡς ἂν εἴποι τις, τῶν ἐγκαρδίων νοημάτων, κοινωνεῖν ἀλλήλοις τῶν βουλευμάτων; Ἀλλ’ ὅπερ ἔφην, ὥστε διαναστναι τὸν νοῦν ἡμῶν πρὸς τὴν ἔρευναν τοῦ προσώπου· πρὸς ὃν οἱ λόγοι, σοφῶς καὶ ἐντέχνως τὸ σχμα τοῦτο τς διαλέκτου παρείληπται· ὡς κἀντῷ, ποιήσωμεν ἄνθρωπον κ.τ.λ.(16). Οὐδεὶς γάρ, μηδενὸς αὐτῷ συνεργοῦντος, λέγει αὐτὸς ἑαυτῷ, ποιήσωμεν τό· σιωπῆ δὲ μᾶλλον τὴν ἐπιβάλλουσαν ἐνέργειαν ἐκτελεῖ· φλυαρία γὰρ τῷ ὄντι δεινή, ἄρχοντά τινα ἑαυτοῦ καὶ ἐπιστάτην καθσθαι, δεσποτικῶς ἑαυτὸν καὶ σφοδρῶς κατασπεύδοντα(17).
Σχόλιον: Τὰ μὲν οὖν τς Γενέσεως προστακτικὰ τμέν, τὴν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ θελήματι πρώτην ροπὴν ἐν εἴδει προστάγματος σχηματίζοντα δι’ ἡμᾶς τοὺς οἱονεὶ κωφοὺς καὶ ἀφώνους πρὸς τὰ ὑψηλά, καὶ ἀδυνατοῦντας ἄλλως ἢ εἰπεῖν, ἢ ἀκοῦσαι τὰ περὶ ἡμᾶς, ἢ ὡς ἡμῖν σύνηθες, τ δέ, καὶ εἰς τὴν τοῦ Μονογενοῦς ἔννοιαν προσβιβάζοντα οὐχ’ ὡς ὑφειμένου ἢ διεστηκότος τοῦ Πατρός, ἢ λόγου χρήζοντος, ἀλλ’ ὡς συνδημιουργοῦ, σχμα μὲν ἔχει προστακτικόν, δύναμιν δ’ οὔ. Ἐπὶ μέντοι τῶν Κανονικῶν Διαταγμάτων τὸ προστακτικόν, προσώπου ὅν ἐγκελευστικὸν κυριώτατα, τὴν καθ’ ἑαυτὸ πρόσταξιν, εἴτ’ οὖν πρᾶξιν, πρὸς ὃ ἀποτείνεται β’, τοιοῦτοι δὲ πάντες οἱ διεκδικεῖν τοὺς νόμους ταχθέντες, ὡς εἴρηται, ἀνατίθησιν. Ὁπότε καὶ ἡ ἅπαξ ρηθεῖσα ἐκείνη φωνή, «βλαστησάτω ἡ γ κ.τ.λ.» καί: «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε»· διὰ παντὸς μὲν ἐνδυναμοῖ τὴν φύσιν τὴν μέν, πρὸς πληθυσμόν, τὴν δέ, πρὸς βλάστησιν. Ἥ γε μὴν φύσις καὶ συνεργείας χρῄζει, ἧς οὐκ ἄνευ, τὰ μὲν ζῶα, λέγω, τῆς ἀλλήλων γνώσεως· εἰ μὴ γὰρ ἔγνωσαν ἀλλήλους οἱ γενάρχαι μετὰ τὴν ἐξορίαν, οὐκ ἂν ἐπληθύνθησαν· ἡ δὲ γ γεωργίας. Ἐξ ἀρχς μὲν γὰρ εἰς ἔνδειξιν τς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως ἀνήροτα ἅπαντα ἀνέδωκεν, οὐδενὸς ἑτέρου συνεργοῦ δεηθεῖσα· ἤρκεσε γὰρ αὐτ αὐτὸ πάντων τὸ ρμα ἐκεῖνο· μετὰ δὲ ταῦτα οὐχ οὕτως, ἀλλὰ τς ἡμετέρας συνεργείας χρῄζει, φησὶν ὁ θεῖος Χρυσόστομος(18). Ἐξαπέστειλε γάρ φησι, τὸν Ἀδὰμ Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τς τρυφς, ἐργάζεσθαι τὴν γν, ἐξ ἧς ἐλήφθη· ὡσαύτως εἴρηται: «θεοί, οἳ οὐκ ἐποίησαν τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γν, ἀπολέσθωσαν» (Ἱερ. 10,11)· εἰ μή γε μὴν εἰς τὴν τούτων ἀπώλειαν συνήργησαν κατὰ καιροὺς προφήται, ἀπόστολοι, βασιλεῖς, μάρτυρες, οὐκ ἅν ἐξώλεις καὶ προώλεις ἀπώλλοντο.
Ὥστε καὶ ἡ καθαιρετικὴ τῶν ἱερῶν Κανόνων φωνὴ δίχα συνεργοῦ καθ’ ἑαυτὴν οὐκ ἂν καθέλοι, ὃν εἰς καθαίρεσιν ἐνδυναμοῖ ὑπεύθυνον. Ὁμοίως δὲ κἀντῷ, ἔστωσαν ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς κ.τ.λ. τὸ τς Ἐκκλησίας πρὸς ὃ ὁ θεῖος, ὡς πρὸς β’ ἀποτείνεται λόγος πρόσωπον (ἐὰν γάρ, φησί, καὶ τῆς Ἐκκλησίας παρακούσῃ) παραλαμβάνεται εἰς μετάδοσιν τῆς προστάξεως. Οὐδὲ γὰρ ἁπλῶς, ἀλλὰ προηγησαμένης τῆς ἐκκλησιαστικς κατακρίσεως, ἣν οἱ τὰ τς ἐκκλησίας πράττοντες, ἐπιφέρειν ἐνομίσθησαν, ἐφεξς ἂν εἴη ἡμῖν ὁ ἐκείνης παρακούσας ὡς ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης. Τοῦτο δὲ καὶ περὶ τῶν καθαιρέσει ὑπευθύνων λεγόμενον ἡμεῖς ἀσπαζόμεθα· μᾶλλον δὲ καὶ περὶ τούτου ὁ ἀγών. Οὐθὲν δὲ συνηγορεῖ αὐτοῖς τὸ ἐκ τς Α’ πρὸς Κορινθίους τοῦ Παύλου προβαλλόμενον, τό: ἤτω, λέγω, ἀνάθεμα· οὐδὲ γὰρ ἐν εἴδει ἐντάλματος εἴρηται, ὡς ἀρὰ δέ, πρὸς κατάπληξίν τε καὶ τρόμον κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον τῶν οἷς ἐπέστελλε· τὸ δὲ προστακτικῶς ἐπαρᾶσθαί τισιν, οὐκ ἄηθες τ γραφικ χρήσει, τς ἐν τῷ σχήματι τῆς προστακτικς ἐγκλίσεως, ὥσπερ δὴ τὸ εὐκτικόν, οὕτω τοι καὶ τὸ ἐπαρατικὸν περιποιουμένης. Οὐ μὴν ἀλλὰ κἀπὶ τῶν ἀποφατικῶν αὐτῶν, πρὸς ἃ καταφεύγουσι, χρειώδης μάλιστα ἡ τοῦ β’ παράληψις, δι’ οὗ ἂν τὸ καθόλου τς ἀποφάσεως καὶ ἀόριστον, διὰ τς προεπιζητουμένης ἐρεύνης καὶ κρίσεως προσαρμοσθείη ὡρισμένως τῷ ὑπευθύνῳ. Μὴ γὰρ κληρονομείτω ὁ ἐξυβρίσας τὸν πατέρα, ὁ νόμος διακελεύεται· ἀλλὰ τίς ἐστιν οὗτος ὁ ἐξυβρίσας; πότερον δέ, τῳόντι ἐξύβρισεν ἢ οὔ; ἐξυβρίσας δέ, διὰ τίνος ἂν τς πατρικς οὐσίας ἀποκηρυχθείη ὁ αὐτς περιεχόμενος; Ταῦτα γὰρ δι’ οὐδενὸς ἀλλ’ ἢ τοῦ διεκδικοῦντος τοὺς νόμους ὁρισθήσεται καὶ διαπραχθήσεται. Οὕτω τοι κἀπὶ τοῦ καθαιρετέου τὰ τς ποινς καίτοι ἀποφατικῶς νοουμένης (ὁμολόγου γάρ, ὅτι ἔκπτωσίς τις ἐστὶ καὶ αὐτὴ τς τάξεως καὶ ἀποκήρυξις, καὶ ὅσα ἄλλα στέρησιν ἐμφαίνοντα, λέγεται) οὐ μὴν παρὰ τοῦτο ἐκ μόνου ἀμέσως τοῦ καθόλου ἐκείνου καθαιρείσθω, ἐπενεχθήσεται τοῖς ὑπευθύνοις· δίκαιον γάρ, μᾶλλον δὲ καὶ ἀναγκαῖον κἀνταῦθα καὶ τὶς ὁ καθαιρεθησόμενος διορισθναι καὶ εἰ τ ποιν δικαίως ὑποπέπτωκεν, ἐξετασθναι. Διὰ τίνος δ’ ἀλλ’ ἢ διὰ τοῦ δικάζειν τεταγμένου ἐξετασθείη τὰ τοιαῦτα καὶ ὁρισθείη; Μὴ γάρ μοι ἐκεῖνο λεγέτω τις, ὡς ὁ τς δίκης ὀφθαλμός, ὃν οὐκ ἔστιν λαθεῖν, ταῦτα περαίνει· μήπω γὰρ ἐφεστηκυίας τς κρίσεως, καθ’ ἣν ἐκεῖνος τῶν τετολμημένων τὰς δίκας εἰσπράξεται, ἀνθρώπους ἔταξε κατὰ τόνδε τὸν βίον εἰς κριτὰς εἶναι ἄλλων ἀνθρώπων· καὶ δι’ αὐτῶν τὸ ἐπὶ γς ἔστησε λογοθέσιον· «ὅσα γὰρ ἅν δήσητε, φησί, καὶ λύσητε».
Ἀλλ’ οὐδὲ ἐν τῷ καθυποβάλλειν καθαιρέσει τὸν ὑπεύθυνον, αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ τοῦ διατάγματος ἀποφθέγεται, τὸ καθαιρείσθω· οὐ γάρ, ἀλλὰ πρὸς μὲν τὸν ὑπεύθυνον τὸ τοῦ Πέτρου, οὐκ ἔστι σοι μερίς, οὐδὲ κλρος· ἀνάξιος γὰρ εἶ· (ἢ γίνωσκε παρὰ τς ἁγίας Συνόδου καθαιρεῖσθαι, κατὰ τὴν Δ’ ἐν τῷ τέλει τς γ’ πράξεως. Οὐδὲ γὰρ κατὰ τὴν τοῦ γ’ καὶ ἡ τοῦ β’ πρόσταξις ἀσύστατος. Καὶ σημείωσαι τό: παρὰ τς Συνόδου), πρὸς δὲ τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ τοῦ Παύλου μεθαρμοζόμενα· γινώσκετε τὸν δεῖνα καθῃρημένον· ἐὰν ἔλθῃ, μὴ δέξησθε αὐτόν· ἐξέπεσε γὰρ τοῦ ἱεροῦ καταλόγου διὰ τὸ καὶ τό. Τοῦτο δὲ οὐχ ἁπλῶς, οὐδ’ ἀβασανίστως, μετὰ δὲ τὰς πολλὰς ἐκείνας ἐξετάσεις γίγνεται, πολλῶν παραλαμβανομένων μαρτύρων καὶ λόγων πολλῶν, τῶν μὲν κατηγορούντων, τῶν δὲ συνηγορούντων τῷ δικαζομένῳ ὡς ἐξ αὐτῶν τῶν Κανονικῶν Διατάξεών ἐστι δλον.
Ὁ γὰρ ις’ τς ΑΒ’ λεγομένης, δεῖ πρότερον ἀποφαίνεται, κανονικῶς μετ’ ἐξετάσεως τὸν ἐπίσκοπον καθαιρεθναι, καὶ οὕτως ἕτερον ἀντ’ αὐτοῦ προβιβασθναι· ὁ δὲ δ’ τς ἐν Σαρδικ καὶ μετὰ τὴν καθαίρεσιν χρόνον εἰς ἀπολογίαν διδούς, καὶ εἰ, φησί, παρὰ τῶν γειτονούντων ἐπισκόπων ἐπίσκοπος καθαιρεθ (καὶ πρόσχες, ὅτι οὐχ ὑπὸ τῶν Κανόνων ἀμέσως, διὰ δὲ τῶν ἐπισκόπων ἐπιβάλλεται τὸ τς καθαιρέσεως κρῖμα) καὶ φάσκῃ πάλιν ἔχειν ἀπολογίαν, εἰ μὴ ὁ Ρώμης ὁρίσῃ (πρὸς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν δηλονότι ὧν καὶ προΐσταται) ἕτερος εἰς τὴν αὐτοῦ καθέδραν μὴ καθιστάσθω. Καὶ ὁ ιβ’ τς ἐν Ἀντιοχείᾳ τὸν καθηρημένον ἐπὶ μείζονα τρέπεσθαι σύνοδον (ὡς ἄρα ὑπ’ ἐλάσσονος συνόδου καὶ μὴ τῆ δυνάμει μόνον τῶν διαταγμάτων καθαιρέσει ὑποπεσόντα) καὶ ἃ νομίζει δίκαια ἔχειν, προσαναφέρειν ἐπιτρέπει· καὶ ὁ ι’ τς Α’, οἱ γνωσθέντες φησί, καθαιροῦνται· καὶ τς ἐν Καρθαγένῃ δὲ ὁ κζ’, ἱερωμένος φησίν, ἐλεγχθείς, εἶτα καθαιρεθείς· καὶ ὁ ξε’, κληρικός φησιν, ἐφ’ οἱῳδήποτε ἐγκλήματι τ τῶν ἐπισκόπων κρίσει καταδικασθείς· καὶ ὁ 90ὸς τς αὐτς ἔτι ἀριδηλότερον, ἅτε δὴ ἐν ὑποθέσει ἰδιαζούσῃ περιστάντος τοῦ πράγματος· «ἐπεί, φησίν, ὁ Κονοβδελεδέου κατηγορηθεὶς κατεύνευσε μὲν τὸ πρῶτον παρὰ τς συνόδου κριθναι, ὕστερον δὲ ἀνένευσεν, ἀκοινώνητος ἔστω, ἕως τὸ πρᾶγμα περατωθῆ· καθαιρεθναι γὰρ πρὸ δίκης (τί τούτου γένοιτ’ ἅν σαφέστερον;) οὐ δεῖ». Εἰ δὲ καὶ πρὸ δίκης οὐ δεῖ, πῶς ἂν ὅλως καὶ πρὸ τῶν δικαζόντων, ἄνευ αὐτῶν δηλαδή;
Ἀλλὰ καὶ τὸν Μαυρεντίου ἐν τῷ ρδ’ τς αὐτς κριτὰς αἰτεῖ καὶ δικαστὰς ἐπιλέκτους ψηφίσασθαι τὰ κατ’ αὐτόν· καὶ ὁ ιβ’ τς αὐτς τοὺς ἐγκλήματι περιπεσόντας κληρικοὺς ἀπὸ ἐπισκόπων ὡρισμένων τῷ ἀριθμῷ ἀκούεσθαι διορίζεται· καὶ ὁ θ’ τς ἐν Νεοκαισαρείᾳ τῷ μήτε αὐτῷ ὁμολογοῦντι ἐλεγχομένῳ φανερῶς ἐπ’ αὐτῷ ἐκείνῳ ποιεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν διορίζεται οὐκ ἅν τοῦτο διορίσασα, εἰ αὐτόθεν αὐτὸν ἐγίνωσκε καθῃρημένον· καὶ ὁ β’ τς ἐν Νικαὶᾳ τὸν ἐλεγχθέντα ὑπὸ δύο ἢ τριῶν· ὁ δὲ τῶν Ἀποστόλων οδ’, οὐδὲ τῷ παρὰ ἀξιοπίστων κατηγορηθέντι εὐθὺς ὁρίζειν ἀξιοῖ τὸ ἐπιτίμιον τς καθαιρέσεως, ἐὰν μὴ μετὰ τὴν κλσιν ἀπαντήσας, ἐλεγχθῆ· εἰ δὲ τρίτον κληθείς, μὴ ἀπαντήσῃ, ἡ σύνοδος ἀποφαινέσθω φησὶ κατ’ αὐτοῦ τὰ δοκοῦντα.
Ἐξ ὧν δὴ πάντων φανερόν, ὅτι τὸ καθαιρείσθω, προστακτικὸν πρὸς τὸν παρανομήσαντα ἀφορῶν, ὡς τρίτον, πρὸς τοὺς τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων διαιτητάς, ὡς πρὸς β’ ἀποτείνεται πρόσωπον· ὧν μὴ κατὰ τὴν δοθεῖσαν αὐτοῖς ἐξουσίαν ἐνεργησάντων, ἐπιεικῶς ἀργεῖ τὸ τς καθαιρέσεως, ἀμελούμενον. Εἰ γάρ, ὅσα ἅν δήσητε φησίν, ἔσται δεδεμένα, πῶς δεδεμένα ἅν εἴη τὰ τς ἱερωσύνης μηδενὸς δήσαντος;
5. Ἀλλ’ ὁ τς τοῦ ἱερέως ἐκείνου καθαιρέσεως παρὰ τῷ Λειχούδῃ τύπος, ἐξέπεσε, φησί, διὰ τὸ γεγονὸς μύσος. Καὶ μὴν ἐξέπεσεν, ὁμολογοῦμεν καὶ αὐτοί, κατά γε τὴν ἐνοχὴν τοῦ ἁμαρτήματος, ᾧπερ ἐνεσχέθη· οὔκουν δὲ καὶ κατὰ τὴν ποινήν, ἣν οὕπω πρὸ τς συνοδικς ψήφου τίσας ἐγένετο· καὶ γάρ τοι καὶ ὁ γενάρχης, ὡς εἴρηται, ἐξ οὗ τοῦ ἀπειρημένου ξύλου ἐγεύσατο, ἐξ ἐκείνου γέγονε θνητός, οὐ παρ’ αὐτὰ δὲ καὶ τέθνηκε, τοῦ Θεοῦ τὴν ψφον ὕστερον μακροῖς χρόνοις ὑπερθεμένου. Ἐπεὶ τί ἔδει καθελεῖν πάλιν, ὃν τὸ γεγονὸς μύσος, αὐτόθεν, ὥς φασι, προκαθεῖλεν; ἵνα μή φασι, καὶ τὴν τῶν ἀνδροφόνων ὑποστῆ δίκην, ἐκδικούμενος δὶς ἐπὶ τῷ αὐτῷ, διὰ τοῦτο ἐδεδώκει ο ὁ Λειχούδης τὸ γράμμα πρὸς ἀσφάλειαν, τῆς ἐκ τῶν πολιτικῶν νόμων ποινς αὐτὸν ἐξαιρούμενος· ἀρκοῦν γάρ, φησίν, ἐξίλασμα τοῦ φόνου, τὴν τοῦ βαθμοῦ ἔκπτωσιν ἔχει· ὡς οὖν ἄνετον μένειν, ἀνέπαφόν τε καὶ ἀνεπηρέαστον, τὸ παρὸν καθαιρετικὸν γράμμα γραφναι καὶ ὑπογραφναι προετρέψαμεν μινὶ Ἰουλίῳ, ἐπινεμήσεως ια’. Καὶ μὴν τὸ γράμμα οὐ μόνον ἀνετικὸν τς πολιτικς ποινς, ἀλλὰ καὶ τοῦ βαθμοῦ καθαιρετικὸν ὄν (τὸ παρὸν γάρ φησι, καθαιρετικὸν γράμμα) δείκνυσιν αὐτὸν καὶ καθαιρούμενον ἐν αὐτῷ καὶ οὐ μόνον τῆς τῶν πολιτικῶν νόμων ποινς ἐξαιρούμενον.
Ἐπὶ πᾶσι δέ, καὶ ὃς ἦν αὐτοῖς τοῖς ἀντιδοξοῦσι καταπέλτης ὁ κράτιστος, τὸ ἐκ τς τοῦ Σαρασίου ἐπιστολς φημι ληφθὲν κομμάτιον, κατὰ μὲν τὸ ἐστί, σχεδὸν κατέρρακται· ἔστι γάρ φησι, καὶ ἔστω ἀποκήρυκτος· ἀλλ’ ἔστι μέν, τῷ λόγῳ τῆς ἐνοχς διὰ τὸ πταῖσμα, ἔστω δέ, τῷ λόγῳ τς ποινς διὰ τὴν ψφον· εἰ γὰρ καὶ ταύτῃ ἔστι, τί δεῖ τοῦ ἔστω; Κατὰ δὲ τό: «κἅν ἐλέγχοιτο, κἅν μὴ ἐλέγχοιτο τοῦτο ποιῶν», τί χρὴ λέγειν; Ἢ ὅτι ὑπερβάλλοντι ἐν αὐτῆ ὁ πατὴρ τῷ ζήλῳ χρησάμενος φαίνεται, ἓν τοῦτο σκοπῶν, τοῦτο πάντα τρόπον ἀγωνιζόμενος, ὅπως ριζόθεν ἐκπρεμνίσεται· πορεύθητι γάρ φησιν, ἐν πλατυσμῷ· κήρυξον μετὰ παρρησίας, ὅπως ἐξαρθῆ καὶ εἰς ἀφανισμὸν οἰχήσεται ἡ διὰ χρημάτων χειροθεσία. Ἔνθεν τοι καὶ τοὺς ἐπὶ χρήμασι χειροτονοῦντάς τε καὶ χειροτονουμένους, ἀθεωτέρους μὲν τοῦ Μακεδονίου καὶ τῶν περὶ αὐτὸν πνευματομάχων, Σίμωνος δὲ τοῦ μάγου δυσσεβεστέρους, καὶ τοῦ προδότου Ἰούδα χείρονας ἀποφαίνεται.
Δεύτερον δὲ ἀπαντητέον, ὅτι τς Ταρασίου ἐπιστολς τό, κἂν μὴ ἐλέγχοιτο, οὔτε συνοδικὴ ψφός ἐστιν, ὡς ἐπάναγκες εἶναι αὐτ ἑπομένους ἡμᾶς, τοὺς τῷ τς σιμωνίας ἁλόντας κρίματι, καὶ πρὸ τς δίκης ἀποκηρύκτους νομίζειν τς τάξεως, καὶ καθῃρημένους αὐτόχρημα· πρὸς δὲ καὶ ὑπὸ τῶν Συνοδικῶν ἀνατρέπεται Διαταγμάτων, ἅπερ προαναθέμεθα. Ἵνα γὰρ τἆλλα ἐάσω, θεσπίζει τὰ τς ἐν Καρθαγένῃ, ὅτι ἱερωμένος ἐλεγχθείς, εἶτα καθαιρεθείς, κ.τ.λ., ἐν δὲ τῆ Ταρασίου ἐπιστολῆ γέγραπται, κἂν μὴ ἐλέγχοιτο· τέταρτον δὲ καὶ αὐτὸς ἑαυτῷ ἀντιπεριπίπτει, ὑπὸ τοῦ ζήλου παραφερόμενος ὁ Ταράσιος· ἐν γὰρ τοῖς προοιμίοις τς αὐτς ἐπιστολς: εἰ δέ τις ἐλεγχθείη, φησί, χρυσίῳ ταύτην ὠνησάμενος, ἀποκήρυκτον διαγορεύουσι τὸν τοιοῦτον τς ἱερατικς τάξεως. Πῶς οὖν οὐκ ἀναιρετικόν ἐστι τό: εἴ τις ἐλεγχθείη τοῦ κἂν μὴ ἐλέγχοιτο; Ἐπὶ τούτοις, διὰ μὲν τῶν καθηρημένων, ὡς λαϊκῶν ἤδη γεγενημένων, ὁ Θεὸς οὐδὲν ἐθέλει ἱερατικὸν ἐπιτελεῖν· ἀλλὰ μὴν διὰ τῶν ἀναξίως ἱερουργούντων, εἰ καὶ σφόδρα διαβεβλημένος ᾖ ὁ βίος αὐτῶν, ὁ Θεός, ὥσπερ καὶ διὰ τῶν καθαρῶν τὰ αὐτοῦ πάντα ἐργάζεταί φησιν ὁ Χρυσόστομος(19).
Τῶν ἄρα ἀναξίων οἱ ἀνεξέλεγκτοι, οὐκ εἰσὶν ἀμέσως ὑπὸ τῶν Κανόνων καθῃρημένοι· οὐ γὰρ ἂν δι’ αὐτῶν, ὡς καὶ διὰ τῶν καθαρῶν ὁ Θεὸς τὰ αὐτοῦ πάντα εἰργάζετο· πάντας μὲν γάρ φησιν, ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι. Ἀντεποίσοι δέ τις τόν τε α’ τς Γ’ καὶ τὸν ιγ’ τς ἐν Ἀντιοχείᾳ καθαιρεῖν ἀμέσως δοκοῦντας τὸν ἔνοχον· φησὶ καὶ γὰρ ὁ μὲν τς Γ’ «εἰ τις μητροπολίτης ἀποστατήσας τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς συνόδου προσέθετο τῷ συνεδρίῳ τῆς ἀποστασίας, ἢ μετὰ τοῦτο προστεθείη, ἢ τὰ Κελεστίου ἐφρόνησεν ἢ φρονήσοι, οὗτος κατὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων διαπράττεσθαί τι οὐ δύναται, πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς συνόδου ἐκβεβλημένος καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχων»· ὁ δὲ τς ἐν Ἀντιοχείᾳ «τὸν ἀφ’ ἑτέρας ἐπαρχίας εἰς ἑτέραν, μηδενὸς καλοῦντος, μεταβαίνοντα καὶ χειροτονοῦντα, ὑπέχειν τὴν προσήκουσαν δίκην, καθῃρημένον ἐντεῦθεν ἤδη ὑπὸ τῆς ἁγίας συνόδου».
Πρὸς ὃ ἐροῦμεν, ὡς εἴπερ τὸν ἐνεχόμενον αὐτόθεν ὁ τς Γ’ κανὼν ἐξέβαλε τοῦ βαθμοῦ, πῶς πάλιν ὑποσυνάπτει ἐχόμενα, ὅπερ ὁ ἱεροκατήγορος ὑπεκράτησεν; εἰσάγει γάρ: «ἀλλὰ καὶ αὐτοῖς τοῖς τς ἑπαρχίας ἐπισκόποις καὶ τοῖς πέριξ μητροπολίταις ὑποκείσεται εἰς τὸ πάντῃ καὶ τοῦ βαθμοῦ τς ἐπισκοπς ἐκβληθναι». Τίνος οὖν βαθμοῦ φημι, πάλιν καὶ κοινωνίας ἐκκλησιαστικς ἢ ἐπισκοπικς ἐνεργείας καὶ δυνάμεως ἐκβληθήσεται τοῖς μετὰ τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ὁ ἅπαξ ὑπ’ αὐτς ἐκβεβλημένος τούτων; οὐδὲ γὰρ ὁ ἐκτός, ὁ δὲ ἐντὸς ὢν τοῦ βαθμοῦ, οὗτος ἐκβάλλεται. Ἀλλὰ μὴν ἐκβλητέος ἐστὶ τοῦ βαθμοῦ καὶ τοῖς μετὰ τὴν Σύνοδον, ἔσω ἄρα ἐστὶ τοῦ βαθμοῦ καὶ οὕπω ἐκβέβληται ἐνεργείᾳ καὶ ποινῆ, ὅτι μὴ δυνάμει καὶ τῷ τς ἐνοχς, ὡς εἴρηται, λόγῳ. Καὶ ἡ ἐν Ἀντιοχείᾳ δὲ τὸν ὑπ’ αὐτς ἤδη καθῃρημένον, τοῦτον ὥρισεν ἐν μὲν τῷ αὐτῷ κανόνι, ὑπέχειν τὴν προσήκουσαν δίκην, ἐν δὲ τῷ κβ’, ἐπιτιμίας τυγχάνειν ὑπὸ τς συνόδου, τῶν ἐπισκόπων δηλαδή· οὓς δεύτερον τοῦ ἔτους συνέρχεσθαι καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐν τῷ κ’ τς αὐτς Κανόνι καλῶς ἔχειν ἔδοξεν.
Εἰ οὖν ἐντεῦθεν αὐτὸν καθεῖλε, πῶς πάλιν ὁρίζει ἔνθα μέν, ὑπέχειν αὐτὸν τὴν προσήκουσαν δίκην, ἔνθα δέ, ἐπιτιμίας ὑπὸ τς συνόδου τυγχάνειν; ὧν ἑκάτερα μέλλοντος τυγχάνουσι, οὐχὶ δὲ τοῦ καθ’ ὃν ὡρίσθη χρόνου;
6. Πρός γε μὴν τὰ κατὰ τὴν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ὁριστικῶς ἀλλ’ οὐ προστακτικῶς διηγορευμένα, κακεῖνό ἐστιν εἰπεῖν, ὡς ἐκβέβληται μὲν ὑπ’ αὐτς ἤδη καὶ ἀνενέργητος ὑπάρχει, καὶ οὐδὲν δύναται, εἴ τις προσετέθη τῷ τς ἀποστασίας συνεδρίῳ, οὐ μὴν δὲ καὶ εἴ τις προστεθείη, ὑπ’ αὐτς ἤδη ἐκβέβληται (ἑκατέρων γὰρ μέμνηται), ἀλλ’ οὗτος τῆ κατ’ αὐτὸν εἴτ’ οὖν ἐπ’ αὐτοῦ συνόδῳ ὑποκείσεται εἰς τὸ ἐκβληθναι οὐ μόνον τοῦ βαθμοῦ, ἀλλὰ καὶ πάσης ἄλλης ἐκκλησιαστικς κοινωνίας. Εἰ γὰρ μὴ διέλοις χρόνῳ τε καὶ προσώποις τὴν ἐκβολήν, ἔσονται ἅμα ἑκάτεροι, ὅ,τε προστεθεὶς λέγω καὶ προστεθησόμενος, καὶ ἐκβεβλημένοι καὶ μή, τὸ μέν, ὡς ἐντεῦθεν ἀνενέργητοι, τὸ δέ, ὡς ὑποκείμενοι πάλιν εἰς τὸ ἐκβληθναι· ὧν ἑκάτερα ὡς ἀντιφάσκοντα συναληθεύειν ἀμήχανον, ὅτι μὴ διαιρεθέντα, ὡς εἴρηται.
Ἀλλὰ καὶ ὁ πα’ τς ΣΤ΄, «καὶ ἡμεῖς κυροῦντές φησι, τὰ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν πρὶν εὐσεβῶς νομοθετήσαντα, ἀναθεματίζομεν τοὺς ἔτι...» κ.τ.λ. Ὁρᾷς φησιν, ὅτι αὐτόθεν ἀναθεματίζει; Ἢ ὅτι τῆ ψήφῳ, οὐ μὴν δὲ καὶ τῆ ποινῆ· ἐπάγει γὰρ ἐχόμενα: «καὶ εἰ μὲν ἱερατικός, ἀπογυμνοῦσθαι τοῦτον τῆς ἱερᾶς ἀξίας προστάσσομεν».
Εἰ τοίνυν αὐτόθεν προκαθελοῦσα ἀνεθεμάτισε, πῶς πάλιν προστάσσει τοῖς μετ’ αὐτὴν ἐπισκόποις καθελεῖν τὸν ἤδη καθῃρημένον; Εἰ μή, τὸ μέν, τῆ ψήφῳ, τὸ δὲ καὶ τῆ ποινῆ εἴη εἰλημένον;
Ἀλλ’ ἡ Ζ’ τοὺς Κανόνας φησί, τῶν πρὸ αὐτς ἐπισφραγίσασα ἐν τῷ α’, οὓς ἐκεῖνοί φησι καθαιροῦσι, καθαιροῦμεν καὶ ἡμεῖς. Ἀλλὰ μὴν τὸ καθαιροῦσιν, οὐ προστακτικόν, ἀλλ’ ὁριστικόν ἐστι, καὶ τὸ τῶν Κανόνων ἄρ’ ἐγκελευστικόν, ὁριστικοῦ ἔχει δύναμιν.
Καὶ μὴν δύναμιν φαμὲν καὶ αὐτοί, οὐχὶ δὲ καὶ ἐνέργειαν, μὴ καὶ εἰς πρᾶξιν ἐλθόν· ταὐτὸν γάρ ἐστιν, ὡς εἰ ἔλεγεν: οὓς ἐκεῖνοι καθαιρεῖσθαι προστάσσουσι, τοὺς αὐτοὺς καὶ ἡμεῖς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν.
Ἀλλ’ ὁ Θεός φησι, κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον, οὔτε ἐκδίκου δεῖται, οὔτε βοηθούντων χρήζει πρὸς τιμωρίαν, ὧν οἱ ἱερεῖς παραβαίνουσι θείων αὐτοῦ νόμων, σωφροσύνης καταφρονοῦντες, ἢ ὁ,τιοῦν ἄλλο τολμῶντες πλημμέλημα· εἰ δὲ τοῦτο, οὐδὲ μεσίτου ἄρα τινὸς πρὸς τὴν τούτων καθαίρεσιν.
Ἢ ὅτι οὐ δεῖται μέν, ἀλλὰ βούλεταί σε, φησίν, ὑπηρέτην τούτου γενέσθαι (ἵνα σοι θύραν ζήλου ἀνοίξῃ) ἵνα μὴ τοῖς αὐτοῖς (καὶ αὐτός) περιπέσῃς, ἐν τῆ καθ’ ἑτέρου ἀγανακτήσει σωφρονέστερος γενόμενος, ἵνα καντεῦθεν τὸ φιλόθεόν σου δείξῃς. Ὅταν γάρ, ἁμαρτόντος ἑτέρου, παραδράμῃς, καὶ μὴ ἐπεξέλθῃς μηδὲ ἀλγήσῃς, ρᾳθυμοτέραν σου τὴν ψυχὴν ποιεῖς καὶ εὐέμπτωτον καὶ μάλιστα πολλάκις τοῖς αὐτοῖς περιπεσεῖν· κἀκεῖνον δὲ οὐ τὰ τυχόντα παραβλάπτεις, τῆ ἀκαίρῳ χάριτι ταύτῃ αὐστηροτέρας αὐτῷ ποιῶν τὰς ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύνας, καὶ πρὸς τὰ παρόντα ρᾳθυμότερον κατασκευάζων.
Οὐκοῦν σε ὑπηρέτην τούτου γενέσθαι βουλόμενος, δλον ὅτι δίχα σοῦ ἐκδικεῖν οὐκ ἐθέλει· οὐ γὰρ δὴ μάτην ὥρισεν ἐπὶ καθαιρέσει ἐπισκόπου μέν, δώδεκα καὶ τὸν ἴδιον αὐτοῦ μητροπολίτην, πρεσβυτέρου δέ, ἕξ, διακόνου δὲ τρεῖς ἐπισκόπους, τῶν δ’ ἄλλων κληρικῶν μόνον τὸν ἴδιον αὐτῶν, ὁπότε οὐδέ, παραδραμόντος σου καὶ μὴ ἐπεξελθόντος, ἐνταῦθα τοὺς αὐτοῦ νόμους ἐκδικεῖ, ἐν τῷ μέλλοντι φησί, τὰς εὐθύνας αὐστηροτέρας τῷ παραβάντι ταμιευόμενος· καθ’ ὅ,τι ἔστησε φησίν, ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ. (Πράξ. 17). Ἐπεὶ ὥρα λέγειν κατὰ τὴν καθαίρεσιν καὶ τὴν χειροτονίαν αὐτὴν ἀμέσως γίγνεσθαι, τῶν Κανόνων λεγόντων, ὥσπερ τὸ κληρικὸς ἐπί τινι τῶν ἀπειρημένων ἁλούς, καθαιρείσθω, οὕτω καὶ τό, ἐπίσκοπος μέν, ὑπὸ τριῶν χειροτονείσθῳ, οἱ δὲ λοιποί, ὑφ’ ἑνός· προστακτικὸν γὰρ ἐπί τε τς καθαιρέσεως κἀπὶ τς χειροτονίας κεῖται· καὶ δυοῖν ἀνάγκη θάτερον, ἢ καὶ τὴν χειροτονίαν ἀμέσως, ἢ καὶ τὴν καθαίρεσιν ἐμμέσως γίγνεσθαι. Ἀλλὰ γὰρ ὥσπερ χειροτονούμενοι, τῶν τε ἐκλεγόντων καὶ τῶν χειροτονούντων, οὕτω καὶ ἀποχειροτονούμενοι τῶν τε ἐλεγχόντων καὶ τῶν καθαιρούντων χρήζουσιν, ὧν οὐκ ἄνευ.
Καὶ δὴ τούτοις οὕτως ἀπηντηκότες, μηδεμίαν οἰόμεθα ὑπολείπεσθαι τοῖς ἱεροκατηγόροις καταφυγήν, μηδὲ πρόφασιν ὅλως εἰς τὸ φρονεῖν, ὅτι καὶ πρὸ τς ἰδικῶς γιγνομένης ἐκκλησιαστικς ψήφου οἱ ἐπὶ χρήμασι τὰ τς ἱερωσύνης, ἤτοι διδόναι ἢ καὶ λαμβάνειν τολμῶντες, καθῄρηνται.
______________
1. Ὁ οδ’ Ἀποστ. ὁ ψθ’, κβ’ Καρθαγένης.
2. Θεοδώρου τοῦ Γαζῆ, ἐν τῇ Γραμματικῇ, ἐγκλίσει προστακτικῇ.
3. Ὁ κθ’ Ἀποστολικός.
4. Κατὰ Εὐνομίου, λόγ. α’.
5. Ἐπιστ. 442, τμημ. α’ καὶ 342 τμημ. γ’.
6. Εἰς τὰ Υῶτα καὶ εἰς τὸ βάπτισμα.
7. Ἐπιστ. 422, τμημ. α’ καὶ 342 τμημ. γ’
8. Εἰς τὰ Φῶτα καὶ εἰς τὸ βάπτισμα.
9. Ἐπιστ. ρμα’ τοῖς Νεοκαισαρεῦσιν ἀπολογία.
10. Λόγ. α’ καὶ β’ κατὰ Ἀρειανῶν.
11. Βιβλ. Ι’ εἰς τὸν Ἰω. κφ. α’
12. Μ. Ἀθανασίου, διάλεξις ἐν τῇ κατὰ Νικαίᾳ Συνόδῳ πρὸς Ἄρειον.
13. Λόγος πρὸς πιστὸν πατέρα. κεφ. 17.
14. Λόγος λβ’ (τόμ. ε’) εἰς τὴν προδοσίαν τοῦ Ἰούδα.
15. J.G.R. Βιβλ. Δ’.
16. Μ. Βασιλείου. Ὁμιλία γ’ εἰς τὴν Ἑξαήμερον.
17. Στὸ ἴδιο, ὁμιλία θ’.
18. Λόγος εἰς τό: ἀσπάσασθε Ἀκύλαν καὶ Πρίσκιλλαν.
19. Ὁμιλ. ια’ εἰσ τὴν Α’ Θεςς. καὶ β’ εἰσ τὴν Β’ Τιμ.


 Πηγή: Ἐδῶ.