Ο αγαθούτσικος μοναχός


 
     Ο Όσιος Παΐσιος ο Μέγας είχε ένα μαθητή αγαθούτσικο και απονήρευτο. Καθώς όμως πήγαινε μια μέρα στην πόλη, για να πουλήσει εργόχειρα, απάντησε στο δρόμο έναν Εβραίο, που πήγαινε και αυτός στο ίδιο μέρος. Πονηρός ο Εβραίος, κατάλαβε τον Μοναχό που ήταν κουτούτσικος, και με τη βρωμερή του γλωσσά, έχυσε το δηλητήριο, που είχε στην καρδιά του.

– Μοναχέ, του λέγει, γιατί πιστεύετε στον Εσταυρωμένo, απλώς και ως έτυχε; Άλλος είναι αυτός ο Μεσσίας που περιμένομε και όχι αυτός, στον οποίον πιστεύετε σεις οι Χριστιανοί.
Ο δε Μοναχός από την απλότητα και την αγαθοσύνη του, πλανήθηκε με τα λόγια αυτά του Εβραίου και του λέγει:
– Ίσως να είναι έτσι, που λέγεις εσύ.
 Όταν επέστρεφε στην έρημο και τον είδε ο Παΐσιος, δεν τον δέχθηκε καθόλου. Ούτε να τον πλησιάσει δεχόταν, ούτε να του μιλήσει.
Ο μαθητής απορούσε, που τον αποστρεφόταν ο Γέροντας του και λυπόταν πολύ. Έπεσε στα πόδια κλαίγοντας και του είπε:
– Γιατί, Πάτερ μου, με αποστρέφεσαι τον άθλιο και δεν θέλεις να με δεις; Βλέπω, δη με συχαίνεσαι, σαν κάθαρμα, πράγμα που δεν μου τα έκανες άλλοτε. Τι έκαμα ο άθλιος για να ξεπέσω τόσο;
– Ποιος, του είπε ο Παΐσιος, είσαι συ, άνθρωπε, γιατί δεν σε γνωρίζω;
– Τι ασυνήθιστα πράγμα, απαντά ο μαθητής, είδες, πάτερ μου, σε μένα, που δεν με γνωρίζεις; Δεν είμαι εγώ ο δείνα μαθητής σου;
– Εκείνος, είπε ο Γέροντας, ο μαθητής μου ήταν Χριστιανός και είχε βάπτισμα, ενώ εσύ δεν είσαι τέτοιος. Δεν είσαι πια Χριστιανός. Πες μου, τι σου συνέβη, και τι έπαθες στο δρόμο;
Κλαίγοντας εκείνος του λέγει:
– Δεν έπαθα τίποτε, Πάτερ μου.
– Και ο Παΐσιος με πικρία του λέγει.
– Πήγαινε παιδί μου, μακρυά από μένα, γιατί δεν υποφέρω να ακούω ομιλία ανθρώπου, που αρνήθηκε τον Χριστό. Γιατί, αν ήσουν εσύ ο μαθητής μου εκείνος, θα σε έβλεπα, όπως ήσουν πρώτα.
Τότε ο δυστυχισμένος εκείνος Μοναχός αναστέναξε, και χύνοντας δάκρυα, που κινούσαν την ευσπλαχνία του Γέροντα, του φώναζε, ότι είναι ο ίδιος μαθητής και όχι άλλος, ότι δεν γνωρίζει την αμαρτία του ποια είναι. Δεν έκαμε κανένα κακό. Τότε ο μέγας Παΐσιος του λέγει:
– Με ποιόν συνομίλησες στο δρόμο που πήγαινες;
– Με ένα, του λέγει, Εβραίο μίλησα και με άλλον κανένα.
– Τι σου είπε ο Εβραίος και τι του απάντησες;
– Δεν μου είπε τίποτε άλλο, παρά ότι ο Χριστός δεν είναι αυτός, που προσκυνάτε σεις οι Χριστιανοί. Άλλος είναι. Εκείνος που πρόκειται να έλθει. Και εγώ του είπα, ίσως να είναιέτσι, όπως το λες.
Ο δε Παΐσιος κατασυγχυσμένος του λέγει:
– Άθλιε, ποιο άλλο είναι χειρότερο και αισχρότερο από αυτό, που είπες; Με αυτό, και τον Χριστόν αρνήθηκες, και το άγιο Βάπτισμα ξεντύθηκες, ταλαίπωρε. Λοιπόν, πήγαινε, κλάψε τον εαυτόν σου, όπως θέλεις.
Καμιά σχέση δεν έχεις πλέον με μένα. Το όνομά σου γράφηκε μαζί με κείνους, που αρνήθηκαν τον Χριστόν, και μαζί με αυτούς θα κολασθείς.
Ο δύστυχος μαθητής, όταν άκουσε αυτά κλαίγοντας πικρά φώναζε:
– Λυπήσου με Πάτερ, τον άθλιο. Δεν ξέρω τι να γίνω. Από ανοησία μου αμάρτησα και έγινα βορά των δαιμόνων. Όμως σε σένα, μετά τον Θεόν καταφεύγω. Μη με εγκαταλείψεις τον άθλιο. Λυπήσου με, Πάτερ.
Έτσι παρακαλώντας με δάκρυα περισσότερα, παρά λόγια, κίνησε την συμπάθεια του Γέροντα, ο οποίος του λέγει:
– Έχε υπομονή, τέκνον. θα παρακαλέσω τους οικτιρμούς και το έλεος του φιλάνθρωπου Θεού για σένα.
Και άρχισε να παρακαλεί τον Θεόν και να ζητεί από Αυτόν να συγχωρήσει τον μαθητή του. Ο Θεός δεν βράδυνε, αλλά συγχώρησε την αμαρτία του μαθητού του. Τον αξίωσε δε να έχει πάλι την χάριν του Αγίου βαπτίσματος. Διότι ο θείος Παΐσιος είδε σαν περιστέρι το Πνεύμα το Άγιον να μπαίνει από το στόμα του μαθητού το δε πονηρό πνεύμα να βγαίνει σαν καπνός και να διαλύεται στον αέρα. Έτσι πληροφορήθηκε ο Άγιος ότι εισακούστηκε η προσευχή του, και στράφηκε και είπε στον μαθητή του:
– Δόξασε τον Θεόν, τέκνον μου, και ευχαρίστησε Τον μαζί μου, διότι το ακάθαρτον πνεύμα βγήκε από σένα, αντί δε εκείνου μπήκε σε σένα το Πνεύμα το Άγιον. Λοιπόν, πρόσεχε καλά, να μη πέσεις πάλι στην παγίδα της απροσεξίας και της αμέλειας, ούτε να προδώσεις την ψυχή σου, με κανένα άλλο αμάρτημα, οπότε θα καίγεται στη φωτιά της Κολάσεως.
Τοιουτοτρόπως διορθώθηκε ο Μοναχός.
Πηγή: Ἐδῶ.