Δυστυχῶς, ἡ πλάνη περὶ ἀκύρων μυστηρίων τῶν μὴ καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἐπεκτείνεται καὶ
σὲ χώρους καὶ ἀνθρώπους, ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα ἔχουν προσφέρει πολλὰ στὸν ἀγώνα κατὰ
τῆς Παναρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Χρέος μας εἶναι νὰ παρουσιάζουμε τὴν ἀλήθεια,
ἔστω κι ἂν αὐτὴ στενοχωρεῖ ἀγαπητά μας πρόσωπα, γιατὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνει ἀπὸ πλάνες καὶ παρανοήσεις.
Πρὸς τοῦτο ἀναδημοσιεύουμε
μὲ προσθῆκες τὴν παρακάτω ἐργασία.
Η ΣΤΑΣΗ ΜΑΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ
ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
• Τὸ ἔγκυρο ἢ ἄκυρο τῶν μυστηρίων τῶν μὴ
καταδικασμένων αἱρετικῶν
• Ὁ μολυσμός
• Ἡ Ἀποτείχιση τῶν πιστῶν
• Ἡ Οἰκονομία
Τοῦ Σημάτη Παναγιώτη
Α΄ μέρος
Σκέψεις για έγκυρα-άκυρα μυστήρια
Τὴν συγκέντρωση αὐτῶν τῶν στοιχείων
τὴν ξεκίνησα, ὅταν κάποιοι ἀδελφοὶ στὸ χῶρο τῆς
ἀποτείχισης, ἔχοντες ἐπικοινωνία καὶ ἐπηρεαζόμενοι ἀπὸ ἄρθρα ἁγιορείτη μοναχοῦ
(π. Μακαρίου), δίδασκαν ὅτι ὅλοι οἱ Οἰκουμενιστές –κι ὅσοι κοινωνοῦν μαζί τους–
ἔχουν ἄκυρα μυστήρια.
Ἔφτασαν
μάλιστα στὸ σημεῖο, νὰ ἀσχολοῦνται πρωτίστως μὲ τὸ θέμα αὐτό –τῶν μυστηρίων– ὑποβαθμίζοντας τὴν κύρια προσπάθεια ποὺ εἶναι ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς
αἱρέσεως καὶ ἡ ἐνημέρωση τῶν πιστῶν γιὰ νὰ καταλάβουν ποιός κίνδυνος ἔγκειται
σ’ αὐτὴν καὶ νὰ ἀποτειχισθοῦν. Ἔτσι ἀποφάσισα νὰ συγκεντρώσω κάποια στοιχεῖα,
γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι, αὐτὴ ἡ διδασκαλία τους, ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πράξη
τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως στοὺς καιροὺς
αἱρέσεως.
Ὅμως οἱ
πιέσεις ἀπὸ τὴν ὁμάδα –ποὺ ὑποστήριζε τὴν διδασκαλία αὐτή– ἀτόνησαν, καὶ ἐπειδὴ
ὑπῆρχαν καὶ κάποιοι λόγοι ὑγείας, σταμάτησα τὴ συγκέντρωση αὐτῶν τῶν στοιχείων,
ἀφοῦ ἡ πρώτη
φροντίδα εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στοὺς Οἰκουμενιστὲς
κι ὅσους μὲ τὸ ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τοὺς βοηθοῦν νὰ ἐπεκτείνουν τὴν
αἵρεση·δηλαδὴ ἡ ἀποφυγὴ
τοῦ
μολυσμοῦ ἐξ αὐτῶν καὶ ἡ παραμονή μας στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων.
Ἀλλὰ οἱ
ἀδελφοί, γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ ἐπαναφέρουν τὸ θέμα καὶ μάλιστα μὲ ὀξύτητα. Μαζὶ μὲ τὀσα ἄλλα λοιπόν, προστίθεται καὶ αὐτὸ τὸ θέμα πρὸς ἀποπροσανατολισμὸ τοῦ ἀγώνα κατὰ τῆς Παναιρέσεως, χαροποιώντας ἔτσι
τοὺς Οἰκουμενιστές.
Οὕτως
ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἀποφάσισα νὰ παρουσιάσω τὴν μικρὴ αὐτὴ ἐργασία ἔστω ἡμιτελῆ, μὲ ὅσα στοιχεῖα ἔχω
συγκεντρώσει ἕως τώρα, γιατὶ πιστεύω ὅτι βοηθᾶ νὰ κατανοήσουμε τὴν στάση τῶν Χριστιανῶν στὶς ἀντίστοιχες ἱστορικὲς
στιγμές, ποὺ μιὰ αἵρεση ἐμφανιζόταν καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐπικρατήσει, καὶ νὰ
βγάλουμε τὰ συμπεράσματά μας.
Ἔχω τὴν
ἐλπίδα ὅτι θὰ τὴν λάβουν ὑπ’ ὄψιν κάποιοι ἀπὸ τοὺς καλοπροαίρετους ἀδελφούς,
καὶ μέσα ἀπὸ τὸ διάλογο (ποὺ θὰ
προσφέρει στοιχεῖα ποὺ ἡ ἄλλη πλευρὰ δὲν ἔχει ἢ δὲν ἔχει κατανοήσει), θὰ
καταλήξουμε σὲ σωστὲς καὶ σύμφωνες μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων θέσεις. Ἐφ’
ὅσον ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ ὀρθόδοξος θέση γιὰ τὸ θέμα, θὰ πρέπει νὰ
ὑποδείξουν-παρουσιάσουν τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ δικαιολογοῦν τὶς θέσεις τους,
ποὺ θὰ εἶναι κατοχυρωμένες ἁγιοπατερικά, κι ὄχι μὲ ὀρθολογισμοὺς καὶ
συμπεράσματα τοῦ μυαλοῦ τους, οὔτε μὲ κάποιες κατ’ ἐξαίρεσιν περιπτώσεις, οὔτε
προσκομίζοντας Ἱ. Κανόνες ποὺ ὁμιλοῦν γενικὰ γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ ἐκείνους τοὺς
Ἱ. Κανόνες ποὺ μιλοῦν συγκεκριμένα γιὰ τοὺς μὴ κεκριμένους
ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικούς, γιὰ τὴν συμφωνία
τῶν Ἁγίων Πατέρων στὸ θέμα, μάλιστα ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Τὰ στοιχεῖα
ποὺ παρατίθενται καὶ κυρίως τὰ συμπεράσματα ποὺ ἐξάγονται, εἶναι αὐτονόητο ὅτι δὲν
παρουσιάζονται ὡς ἡ θεολογικὴ ἢ τελικὴ θέση στὸ θέμα, ἀλλ’ ἀφορμὴ γιὰ ἄμεση καὶ εἰς βάθος μελέτη
τοῦ προβλήματος ἀπὸ Πατέρες καὶ θεολόγους ποὺ ἔχουν ἀσχοληθεῖ εἰδικὰ μὲ αὐτό,
ὥστε νὰ δοθοῦν ἔγκυρες ἀπαντήσεις στοὺς πιστοὺς καὶ νὰ πάψει κι αὐτὸ τὸ θέμα νὰ
ἀποτελεῖ σημεῖο ἀντιπαραθέσεων καὶ διαιρέσεων.
Καὶ μακάρι καὶ σ’ αὐτὸ καὶ στὰ ἄλλα
σημεῖα τριβῆς μεταξὺ τῶν πιστῶν, νὰ ἀκολουθηθεῖ ἡ ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία, ὥστε
νὰ ὑπάρξει ἑνότητα στὸν ἀγώνα κατὰ τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γιατὶ οἱ
ἐκτοξευόμενες, τελευταῖα, αἰτιάσεις ἐναντίον μας, ὡς ἀνθρώπων ποὺ διασποῦν τὸν ἀγώνα, εἶναι εἴτε
ἀστεῖες εἴτε ἔμπαθεῖς, ἀφοῦ οἱ κατηγοροῦντες, τὴν ἑνότητα τοῦ ἀγῶνος τὴν
βλέπουν ὡς ἑνότητα ἐξωτερική, ὡς μιὰ «συμφωνία κυρίων», κι ὄχι ἑνότητα
ἐσωτερική, ἑνότητα μὲ τὴν διαχρονικὴ
Ἐκκλησία καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ἀρχίζω τὴν προσέγγιση τοῦ θέματος μὲ
μιὰ εὔλογη ἀπορία, ποὺ μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ σὲ κάθε πιστὸ καὶ πού, νομίζω,
εἶναι θεμελιακῆς σημασίας γιὰ τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος:
Ἂς πάρουμε
τὴν ὑπαρκτὴ ὑπόθεση, ποὺ ἕνας ἐπίσκοπος εἶναι ἀδιάφορος, ἢ «ἄθεος», ἢ μασῶνος,
(Ἀρειανόφρων ἢ Νεστοριανίζων κ.λπ. θὰ λέγαμε σὲ ἄλλες ἐποχές), ἢ ἀκόμα ἔχει κρυφὲς
αἱρετικὲς πεποιθήσεις καί, ἐνῶ εἶναι αἱρετικός, διαβεβαιώνει ὅτι δὲν εἶναι, γιὰ
νὰ μὴ διωχθεῖ. Τοῦτο δὲν εἶναι σπάνιο στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἀπὸ ἀρχὴ τῆς
ὑπάρξεώς της παρεισέφρησαν στὸ χῶρο της –ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς Ἐπισκόπους–
καὶ ἄνθρωποι ποὺ ἐξυπηρετοῦσαν πολιτικὰ
ἢ ἄλλα ἰδιοτελῆ συμφέροντα, ἢ αὐτοὶ ποὺ ξεκίνησαν ὡς Ὀρθόδοξοι καὶ κατάντησαν
αἱρετικοί. Περὶ παρομοίων περιπτώσεων μίλησε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ οἱ Ἀπόστολοι.
Ἐξετάζουμε,
λοιπόν, τὴν περίπτωση, ποὺ ἕνας τέτοιος «ψευδεπίσκοπος», συνήθως τὶς «ἄθεες» ἢ
κακόδοξες ἰδέες του τὶς ἔχει ἁπλῶς
ἐκφράσει σὲ λίγα ἄτομα ἢ καὶ προσπαθεῖ νὰ μυήσει σ’ αὐτὲς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ
στενοῦ του περιβάλλοντος, ἐπιχειρώντας νὰ τοὺς πείσει ὅτι οἱ θέσεις του (ποὺ εἶναι ἀντικειμενικὰ
κακόδοξες) ἀποτελοῦν γι’ αὐτόν –καὶ
ὅσους τὸν ἐμπιστεύονται– τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τοῦ θέματος. Πιθανὸν νὰ
ἔχουν κυκλοφορήσει καὶ κάποια κείμενα μὲ αὐτὲς του τὶς πεποιθήσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ
ὁ περίγυρος, ἡ πολιτικὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση δὲν εὐνοεῖ τὴν
διδασκαλία-διάδοση τῶν κακοδοξιῶν του, δὲν τὶς διδάσκει δημόσια, δὲν γίνονται
εὐρύτερα γνωστές, ἂν καὶ κάποιο ἐκκλησιαστικὸ πρόσωπο ἀσφαλῶς τοῦ ἔχει
ὑποδείξει τὸ κακόδοξο τῶν ἀπόψεών του.
Σ’ αὐτὴ τὴν
περίπτωση ἐκ τῶν πραγμάτων (καὶ ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχει στοιχειοθετηθεῖ ἐναντίον του
ἡ κατηγορία τοῦ αἱρετικοῦ ἢ δὲν ἐμμένει σὲ παλαιότερες κακοδοξίες του) δρᾶ ὡς
μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ εἶναι ἔγκυρα, παρότι αὐτὸς εἶναι πεπεισμένος ὅτι οἱ αἱρετικὲς δοξασίες του, ἀποτελοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας κι ὄχι αὐτὲς ποὺ ἐκφράζει ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία,
δηλαδὴ παρ’ ὅλο ποὺ πιστεύει ΚΑΚΟΔΟΞΑ.
Ἕνα
ἀντιπροσωπευτικὸ παράδειγμα, νομίζω, ἀποτελεῖ ἡ περίπτωση τοῦ Ὠριγένη καὶ τῶν
μαθητῶν του, π.χ. τοῦ Ἡρακλᾶ, ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος χειροτόνησε 20
ἐπισκόπους καὶ μετέδωσε τὴν διδασκαλία τοῦ Ὠριγένη. Ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
καταδίκασε τὴν διδασκαλία τοῦ Ὠριγένη καὶ ἀναθεμάτισε τὸν ἴδιο, ἀλλὰ αὐτὸ
συνέβη …αἰῶνες μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ὠριγένη!!! Ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ὅμως,
δὲν ἀσχολήθηκεμὲ τὰ μυστήρια τῶν ὀπαδῶν τοῦ Ὠριγένη, οὔτε γιὰ νὰ τὰ ἀκυρώσει,
οὔτε γιὰ νὰ τὰ ἐπικυρώσει, ἂν καὶ οἱ ὀπαδοί τους λειτουργοῦσαν καὶ
πραγματοποιοῦσαν μυστήρια γιὰ 300 χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του. Ἄρα τὰ χιλιάδες
μυστήρια ποὺ τελέστηκαν στὶς περιοχὲς ποὺ ὑπῆρχαν ὠριγενιστὲς γιὰ 300 χρόνια,
ἦταν ἄκυρα; Καὶ βέβαια, δὲν ζητᾶμε σ’ αὐτό, σὰν ἀπάντηση, τὶς σκέψεις καὶ τὰ
συμπεράσματα τῶν ὀπαδῶν τῶν ἀκύρων μυστηρίων, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικά-πατερικὰ
κείμενα ποὺ νὰ ἀποφαίνονται γι’ αὐτὴ τὴν συγκεκριμένη περίπτωση ἢ γιὰ τὶς
ὅμοιες περιπτώσεις.
Σύμφωνα μὲ
τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συγκεκριμένα σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, «οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί·
καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί» καὶ
ἄρα, ὁ ἐπίσκοπος-ἱερέας ποὺ αἱρετίζει, οὐσιαστικὰ δὲν ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία,
παρότι εἶναι λειτουργός της, ἀφοῦ εἶναι ἤδη στὶς πεποιθήσεις του αἱρετικός. Γιὰ
τὸν αἱρετικὸ γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὴν ἑρμηνεία τοῦ πρώτου
Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου:
«Δι’ ὅ καί Γεώργιος ὁ Σχολάριος ἐν τῷ κατά Σιμωνίας, αἱρετικός εἶναι, λέγει, κάθε ἕνας ὁποῦ ἤ κατ’ εὐθείαν, ἤ πλαγίως πλανᾶται περί τι τῶν ἄρθρων τῆς
πίστεως. Καί οἱ πολιτικοί νόμοι φασίν·
Αἱρετικός ἐστι, καί τοῖς τῶν
αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις ὁ μικρόν γοῦν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων.
Καί ὁ Ταράσιος ἐν τῇ α΄. πράξει τῆς ζ΄. Συνόδου λέγει. Τό ἐπί δόγμασιν εἴτε
μικροῖς, εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστι· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ
Θεοῦ ἀθετεῖται. Καί ὁ Φώτιος, γράφων πρός τόν Ρώμης Νικόλαον· καί γάρ ἐστιν
ὄντως τά κοινά πᾶσιν ἅπαντα φυλάττειν ἐπάναγκες, καί πρό γε τῶν ἄλλων τά περί
πίστεως. Ἔνθα καί τό παρεκκλῖναι μικρόν, ἁμαρτεῖν ἐστιν ἁμαρτίαν τήν πρός
θάνατον». Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἐπίσης, στὴν πρὸς Σεραπίωνα ἐπιστολή του ἀναφέρει τὰ
ἑξῆς: «Ἴδωμεν
δέ ὅμως καί πρός τούτοις καί αὐτήν τήν ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν καί διδασκαλίαν καί
πίστιν τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἥν ὁ μέν Κύριος ἔδωκεν, οἱ δέ ἀπόστολοι
ἐκήρυξαν, καί οἱ πατέρες ἐφύλαξαν. Ἐν ταύτῃ γάρ ἡ Ἐκκλησία τεθεμελίωται, καί ὁ
ταύτης ἐκπίπτων οὔτ' ἄν εἴη, οὔτ' ἄν ἔτι λέγοιτο Χριστιανός»
(ΒΕΠΕΣ 33, 116).
Ὅλοι, ὅμως,
αὐτοί, ποὺ κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες χαρακτηρίζονται καὶ εἶναι αἱρετικοί, ἀφοῦ ἀποκλίνουν ἔστω καὶ
λίγο ἢ πολὺ σὲ θέματα Πίστεως, καὶ ἔχουν συνειδητὰ αἱρετικὸ φρόνημα, καὶ τὸ
ἐκφέρουν στὸν κύκλο τους, μπορεῖ γιὰ χρόνια νὰ ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας «σαπρά» [[1]], ὥσπου νὰ γίνουν
ἀντιληπτοί, ἢ νὰ καταγγελθοῦν, ὥστε νὰ κινηθοῦν οἱ μηχανισμοὶ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ
νὰ τοὺς καταδικάσουν καὶ νὰ τοὺς ἀποκόψουν, ὁπότε πλέον, τότε, δὲν ἀποτελοῦν μέλη της. Τότε «ἐκπίπτουν» τῆς Ἐκκλησίας.
Γράφει ὁ Νικοπόλεως Μελέτιος:
«Ἐπίσκοπος (sedens) σφάλλων, εἴτε περὶ τὴν πίστιν εἴτε περὶ τὴν ἐνάρετον
ζωήν, ἐκβάλλεται τῆς ἐπισκοπῆς (sedes) καὶ ἀφορίζεται καὶ ἀναθεματίζεται, ὡς μέλος σεσηπός, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία μένει καθαρὰ καὶ ἀμίαντος» (Ἡ Πέμπτη
Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, σελ. 512). Νὰ σημειώσουμε ὅτι καὶ ὁ αἱρετικὸς Πάπας
Βιγίλιος, πρὶν καθαιρεθεῖ, ὀνομάζεται «εὐλαβέστατος
Βιγίλιος».
Ἂς
ἀναρωτηθοῦμε λοιπόν· ἕνας κρυφὸς Μασῶνος-κληρικός (καὶ γνωρίζουμε πόσο ἀδιαπέραστο σκότος
ὑπάρχει στοὺς χώρους τέτοιων ἀνθρώπων) ἢ αἱρετικὸς ἱερωμένος, ποὺ ἐλάχιστοι
ἔχουν καταλάβει τὴν κακοδοξία του, ποὺ διδάσκει-διαδίδει μὲ τὸν τρόπο του σὲ
ἀνύποπτους καὶ μὴ δυναμένους νὰ ἀντιληφθοῦν τὴν κακοδοξία του πιστούς, αὐτὸς
τελεῖ ἄκυρα ἢ ἔγκυρα μυστήρια; (Ἡ ἴδια ἐρώτηση ἰσχύει, ἂν γνωρίζουν πολλοὶ τὴν
κακοδοξία του, καὶ παρὰ τὶς καταγγελίες, ἡ Σύνοδος ἀδρανεῖ). Αὐτός, λοιπόν, δὲν
ἔχει τὴν ἴδια αἱρετικὴ πίστη καὶ πρίν,
ὅταν κρυφά, μὲ ἐπιμονή, μὲ δολιότητα… διαδίδει τὶς ἑωσφορικὲς κακοδοξίες του σὲ
ἕνα μικρὸ κύκλο μαθητῶν ἢ ὀπαδῶν (καὶ δὲν ἔχει ἀκόμα γίνει ἀντιληπτὸς ἀπὸ
Ποιμένες καὶ Πιστούς), μὲ τὴν αἱρετικὴ πίστη ποὺ ἔχει μετά, ὅταν ἀποκαλύπτονται οἱ
κακοδοξίες του ἐνώπιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ διδάσκονται πλέον «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»;
Καὶ μὲ ποιά θεολογικά-ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια θὰ θεωρήσουμε τὰ μυστήρια του ἔγκυρα μέν,
ὅσο ἀγνοοῦμε τὶς αἱρετικὲς δοξασίες του, ἄκυρα δέ, ὅταν αὐτὲς ἀποκαλυφθοῦν;
Αἱρετικὸ τὸν κάνει ἡ κακοδοξία
ποὺ ἐκφέρει ἢ ἡ
γνώση-ἀποκάλυψη-πληροφόρηση
τῶν πολλῶν γι’ αὐτὴ τὴν κακοδοξία του καὶ ἡ πιθανὴ ἀποτείχιση κάποιων πιστῶν;
Πρὶν ἀποκαλυφθεῖ στὸ εὐρύτερο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ κακοδοξία του καὶ πρὶν
ἀποτειχιστοῦν ἀπ’ αὐτὸν οἱ πιστοί, παρέμενε σ’ αὐτὸν ἡ Θ. Χάρη καὶ ἡ δύναμη τοῦ
νὰ τελεῖ τὰ Θεῖα Μυστήρια, παρότι ὕβριζε διὰ τῆς αἱρέσεως τὸν Θεό; Ἤ, μόλις
ἔγινε εὐρύτερα γνωστὴ ἡ αἱρετικὴ βλασφημία του, τότε ἀπώλεσε ἀμφότερα;
Οἱ
περισσότεροι πιστοὶ ἐξετάζουν τὸ πρόβλημα, γιὰ τὸ ἂν ἡ σφραγίδα τῆς χειροτονίας
τοῦ ἱερέως, ἡ ἐξουσία νὰ τελεῖ τὰ μυστήρια χάνεται σ’ αὐτὰ τὰ δύο στάδια: ἢ α)
ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ κηρύττει τὴν αἵρεση «ἐπ’ Ἐκκλησίας», δηλ. δημόσια, ἢ β) ἀπὸ
τὴν στιγμὴ ποὺ καθαιρεῖται. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ προκύπτει εἶναι: Μήπως θὰ πρέπει
νὰ ἐπεκτείνουμε τὸν προβληματισμό τους καὶ νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἀκόμα καὶ πρὶν κηρύξει τὴν αἵρεση δημόσια, ἀπὸ
τὴν στιγμὴ ποὺ μέσα του ἔχει σχηματιστεῖ καὶ ἀνδρωθεῖ τελεσίδικα ἡ κακοδοξία,
μήπως ἀπὸ τότε χάνεται ἡ ἀνεξίτηλη σφραγίδα τῆς ἱερωσύνης;
Αὐτὴ εἶναι
μιὰ κρίσιμη ἐρώτηση γιὰ ἐκείνους ποὺ θεωροῦν ὅτι διὰ τῆς αἱρέσεως ἑνὸς ἢ
κάποιων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, μολύνεται ΟΛΗ ἡ Ἐκκλησία(!) καὶ καθίσταται ἀπὸ
Ἁγία καὶ Ἀμόλυντος, βεβορβορωμένη!!! Ἀποδίδουν δηλαδὴ στὸ θέμα ἐκκλησιολογικὴ
διάσταση κι ὄχι ποιμαντική. Ὁπότε,
σύμφωνοι μὲ τὸν προβληματισμό τους αὐτό, ἐρωτοῦν: «Εἶναι δυνατὸν κάποιος ποὺ εἶναι
αἱρετικὸς καὶ ἄρα ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ, βλάσφημος καὶ μολυσμένος (καὶ ἀσχέτως ἂν
ἔχει καταδικαστεῖ) νὰ ἔχει τὴν Χάρη/ἐξουσία νὰ τελεῖ τὰ ἁγιαστικὰ μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας;».
Εἶναι φανερὸ
ὅτι μιὰ τέτοια θεώρηση θὰ ἔσπερνε τὴν ἀμφιβολία στὶς ψυχὲς ὅλων τῶν πιστῶν. Ἂν
εἶναι ἔτσι, τότε δὲν θὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι κοινωνοῦμε Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ,
ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐνδεχόμενο
Ἀρχιερεῖς ἢ ἱερεῖς μας νὰ εἶναι ἄπιστοι, αἱρετικοὶ ἐπὶ δεκαετίες καὶ νὰ τελοῦν
γιὰ δεκαετίες μυστήρια! Καὶ στὶς μέρες μας ἔχουμε πολλοὺς τέτοιους αἱρετικοὺς
μασώνους Ἐπισκόπους καὶ σιμωνιακός (ὁ σιμωνιακὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ γίνεται
Ἐπίσκοπος πληρώνοντας χρήματα –κάτι
ποὺ εἶναι συχνό στὴν ἐποχή μας– καὶ
ποὺ κατὰ τοὺς Ἁγίους εἶναι μεγάλος
αἱρετικός). Ἂν δεχθοῦμε λοιπόν, αὐτή τους τὴ θέση, δὲν θὰ εἴμαστε σίγουροι, ἂν
εἴμαστε βαπτισμένοι, ἄν κοινωνοῦμε Αἷμα καὶ Σῶμα Χριστοῦ, ἄν…, εἰδικὰ στὴν
ἐποχή μας, ποὺ ὄχι μόνο γνωρίζουμε πολλά, ἀλλὰ ἀκούσαμε καὶ ἀρχιεπισκοπικὰ χείλη (τοῦ Σεραφεὶμ Τίκα)
νὰ ὁμιλοῦν δημόσια σὲ τηλεοπτικὴ ἐκπομπή, π.χ. περὶ δεκάδων Μασώνων ἱεραρχῶν!
Ἕνα συγκεκριμένο
παράδειγμα γιὰ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἀποτελεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἐθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης, ὁ ὁποῖος
ἀποδείχθηκε –τὰ στοιχεῖα σήμερα εἶναι
ἐπιστημονικὰ ἀποδεδειγμένα καὶ ἀδιαμφισβήτητα– ὅτι ἦταν ὄχι μόνο μασῶνος ἀλλὰ καὶ πρόδρομος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
καὶ Οἰκουμενιστής. Ἀπ’ ὅσους ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα, κανεὶς δὲν ἀμφισβήτησε
τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων καὶ τῶν χειροτονιῶν ποὺ αὐτὸς ὡς ἐπίσκοπος ἔπραξε.
Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν ἐπίσης μασῶνο καὶ Οἰκουμενιστὴ πατριάρχη Κων/πόλεως
Μελέτιο Μεταξάκη δὲν ἔχουν ἀμφισβητηθεῖ οἱ χειροτονίες του· δὲν τόλμησαν νὰ τὸ
κάνουν αὐτὸ οὔτε οἱ Παλαιοημερολογίτες, διότι τότε ἴσως καὶ ἱερεῖς, ἡγούμενοι,
ἐπίσκοποι τοῦ Παλαιοῦ, θὰ ἐθεωροῦντο …ἀχειροτόνητοι!
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο
πρόβλημα ποὺ συναντήσαμε στὶς περιπτώσεις ποὺ ἐξετάσαμε, (ὅταν δηλαδὴ κάποιος
αἱρετικὸς εἶναι κρυφός, καὶ μὲ τὴν παραπάνω ὑπόθεση τὸ θέσαμε στὴν ἀκραία του
μορφή), τὸ ἴδιο ἀνακύπτει καὶ στὴν περίπτωση ὄχι κάποιου κρυφοῦ αἱρετικοῦ, ἀλλ’
ὅταν ἀποκαλύπτεται δημόσια ἡ κακοδοξία κάποιου ἱερωμένου, ὅπως τοῦ Νεστορίου,
Διοσκόρου, Ἀρείου κ.λπ., ποὺ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ἐκήρυσσαν τὴν αἵρεση. Τότε ἡ
Ἐκκλησία ἀρχικὰ τὸν νουθετεῖ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ τοῦ συνιστᾶ νὰ
σταματήσει νὰ κηρύττει αἱρετικὰ πράγματα, καὶ τοῦ δίνει κάποιο χρόνο νὰ
μετανοήσει. Ἐφ’ ὅσον αὐτὸς συνεχίζει νὰ
λειτουργεῖ καὶ νὰ αἱρετίζει, εἶναι φυσικὸ ἡ ὀρθοδοξοῦσα Σύνοδος νὰ
ἀναγκασθεῖ νὰ τὸν καθαιρέσει· ἀλλὰ τί
γίνεται στὸν ἐν τῷ μεταξὺ χρόνο
τῶν λίγων μηνῶν ἢ ἐτῶν; ἡ Ἐκκλησία μεταβλήθηκε ἀπὸ «Ἁγία» καὶ «ἄμωμη» σὲ
βρώμικη καὶ «βεβορβορωμένη»; Τὰ μυστήρια ποὺ τελεῖ εἶναι ἔγκυρα ἢ ἄκυρα;
Ἂς δοῦμε, τί μᾶς λέγει
γιὰ τὸ θέμα ὁ ΙΕ΄ Κανόνας τῆς ΑΒ Συνόδου: «Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν
τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν
αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας
διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ
συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον
κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις
ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν».
Τί βλέπουμε ἐδῶ; Μιλᾶ γιὰ κανονικὸ καὶ νόμιμο Ἐπίσκοπο (=πρόεδρο), στοῦ ὁποίου τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία
ἀνήκουμε, ἔχει μυστήρια, κι αὐτὸς –παρότι αἱρετικός- εἶναι ὁ «πρόεδρος» τῆς
τοπικῆς αὐτῆς ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου, τὴν διευθύνει καὶ τὴν καθοδηγεῖ. Τὸν
ἀναγνωρίζει, λοιπόν, ὡς ἐπίσκοπο μὲ μυστήρια. Πρὶν ἀποτειχιστοῦμε (καὶ γίνουμε
οἱ «διαστέλλοντες»), ἀλλὰ καὶ ὅσοι δὲν ἀποτειχιστοῦν ἀπ’ αὐτόν, ἀνήκουμε ὀργανικὰ σ’ αὐτόν,
εἴμαστε βαπτισμένοι ἀπ’ αὐτόν (ἐμεῖς ἢ τὰ παιδιά μας), κοινωνούσαμε ἀπ’ αὐτόν.
Αὐτὸν τὸν ἐπίσκοπο, τὸν κανονικό, ὁ Κανόνας τὸν ὀνομάζει «πρόεδρο» καὶ ταυτόχρονα τὸν καλεῖ ψευδεπίσκοπο καὶ ψευδοδιδάσκαλο, καὶ γι’
αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ εἶναι κανονικὸς ἐπίσκοπος, προκαλεῖ μεγαλύτερη βλάβη, γιατὶ
οἱ πιστοὶ τὸν ἐμπιστεύονται καὶ ἄρα μολύνονται εὐκολότερα ἀπὸ τὴν διδασκαλία
του. Αὐτὸ φαίνεται ἀντιφατικό, ἀνεξήγητο στὴ λογικὴ κάποιων, ἀλλὰ αὐτὸ λέει ὁ
Ἱ. Κανόνας καὶ ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ ἐξήγησή του, νομίζω, βρίσκεται στὴν
συνειδητοποίηση τῶν παρακάτω.
Ὁ Κανόνας μᾶς λέγει ὅτι ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἐπίσκοπο-πρόεδρο, παρότι εἶναι
κανονικός –ὡς μὴ καταδικασμένος ἀπὸ
Σύνοδο– ὅποιος ἱερέας διακόψει τὴν κοινωνία καὶ ἀποτειχισθεῖ (ἄρα ἀνῆκε σ’
αὐτόν) καὶ κατὰ συνέπεια καὶ ὁ μοναχὸς καὶ ὁ πιστὸς ποὺ θὰ τὸν ἀκολουθήσει, πράττει καλῶς. Γι’ αὐτό, αὐτοὺς ποὺ
ἀποτειχίστηκαν δὲν πρέπει ἡ Ὀρθόδοξη Σύνοδος, ὅταν καὶ ἂν συνέλθει, νὰ τοὺς
τιμωρήσει, ἀλλὰ νὰ τοὺς τιμήσει· καὶ βέβαια νὰ τιμωρήσει διὰ τῆς καθαιρέσεως τὸν αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο τῆς συγκεκριμένης
τοπικῆς συνόδου. Δὲν μᾶς λέει, ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ’ αὐτὸν γιατὶ ἔχει ἄκυρα
μυστήρια (πρᾶγμα ποὺ ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ
θὰ ἔκανε, γιατὶ οὔτε κατὰ διάνοια μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανεὶς ἡ τῇ επιφοιτίσει τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἀποφασίσα Ἁγία καὶ ἔγκυρος Πρωτοδευτέρα Σύνοδος, θὰ ἄφηνε χωρὶς
ἐνημέρωση τοὺς πιστοὺς καὶ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ κοινωνοῦν ἄκυρα μυστήρια!
Ἀλλὰ
καὶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου στὸν 31ο Ἀποστολικὸ Κανόνα μὲ προεκτάσεις καὶ στὸν ΙΕ΄
τῆς ΑΒ Συνόδου, προϋποθέτει ὅτι ὁ αἱρετικὸς ἢ ἄδικος Ἐπίσκοπος ἔχει Κανονικὴ ἱερωσύνη
καὶ μυστήρια. Γράφει: «…Ὅποιος Πρεσβύτερος ἤθελε καταφρονήσῃ τόν ἰδικόν του Ἐπίσκοπον, καί, χωρίς νά γνωρίσῃ αὐτόν πῶς σφάλλει φανερά ἤ
εἰς τήν εὐσέβειαν ἤ εἰς τήν
δικαιοσύνην˙ ταὐτόν εἰπεῖν, χωρίς νά
γνωρίση αὐτόν πῶς εἶναι φανερά ἤ αἱρετικός
ἤ ἄδικος, ἤθελε νά συμμαζώνῃ κατ’ ἰδίαν τούς Χριστιανούς, καί κτίσας ἄλλην ἐκκλησίαν,
ἤθελε λειτουργῇ εἰς αὐτήν ξεχωριστά, χωρίς τήν ἄδειαν καί γνώμην τοῦ Ἐπισκόπου
του, ὁ τοιοῦτος ὡς φίλαρχος, ἄς καθαίρηται˙…
Ὅσοι δέ χωρίζονται ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν τους πρό συνοδικῆς ἐξετάσεως,
διατί αὐτός κηρύττει δημοσίᾳ κᾀμμίαν κακοδοξίαν καί
αἵρεσιν, οἱ τοιοῦτοι, ὄχι μόνον εἰς τά ἀνωτέρω ἐπιτίμια δέν ὑπόκεινται, ἀλλά καί
τήν πρέπουσαν εἰς τούς Ὀρθοδόξους τιμήν ἀξιώνονται, κατά τόν ιε΄ τῆς α΄ καί
β΄».
Τὸ
ἴδιο παρατηροῦμε νὰ συμπεραίνεται ἀπὸ τὸν ΙΕ΄ Κανόνα καὶ ἀπὸ ὅσα ὁ Ἅγιος γι’ αὐτὸν
γράφει ἑρμηνεύοντάς τον:
«Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες
πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία καί διά τοῦτο χωρίζονται
οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως
ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά
καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν
εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό
τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν».
Ἀπὸ
αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο λοιπόν, ποὺ ἔχει ἔγκυρα μυστήρια καὶ εἶναι ἐν ἐνεργείᾳ, ἐπειδὴ
κηρύσσει αἵρεση «κατεγνωσμένη» κατὰ τὸν ἱερὸ Κανόνα, ἢ κατὰ τὸν ἅγιο Νικόδημο
«διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη
συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης». Αὐτονόητο λοιπόν, ὅτι ἡ ἀποτείχιση
δὲν ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ ἡ Σύνοδος ποὺ θὰ
γίνει καὶ θὰ ἐπιληφθεῖ «περὶ τῆς αἱρέσεως
ταύτης»!
Μετὰ τὴν τιμωρία-καθαίρεσή του, ΤΟΤΕ παύει νὰ ἔχει τὴν ἐξουσία νὰ
τελεῖ μυστήρια ὁ ἐπίσκοπος αὐτός. Ἕως τότε εἶναι Ἐπίσκοπος –καὶ λόγῳ τῆς αἱρέσεως ψευδεπίσκοπος– τοῦ ὁποίου τὰ μυστήρια ἔχουν ἰσχὺ γιὰ τοὺς πιστούς. Καὶ βέβαια ὁ Ἐπίσκοπος αὐτὸς ἀποτελεῖ πηγὴ μολύνσεως γιὰ ὅλους, ἐξαιτίας τῶν κακοδοξιῶν του·
ὅσοι ὅμως ἔχουν
συνειδητοποιήσει τὴν κακοδοξία του, καὶ μὲ τὴν θέλησή τους κοινωνοῦν μαζί του, δὲν κινδυνεύουν μόνο
νὰ πάρουν μολυσμό, ἀλλὰ καὶ ἁμαρτάνουν, γιατὶ α) δείχνουν
ἐγωϊσμό (ὅτι τάχα εἶναι δυνατοὶ καὶ δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὴν
αἵρεση), β) ἀνέχονται τὸν αἱρετικὸ ποὺ κακοποιεῖ καὶ ἀλλοιώνει τὴν παραδεδομένη
Πίστη, ἀφοῦ μὲ τὴν κοινωνία δὲν πολεμοῦν ἀποτελεσματικὰ τὴν αἵρεση ἢ ὡς
σιωπῶντες ταυτίζονται μὲ τοὺς αἱρετικούς γ) γιατὶ δίνουν κακὸ παράδειγμα στοὺς
ἄλλους πιστούς δ) γιατὶ δὲν ὁμολογοῦν Ὀρθόδοξα κατὰ τὴν
διδασκαλία τοῦ Κυρίου:
«Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω
κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί
με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν
οὐρανοῖς» (Ματθ. ι΄32-33).
Ἐκτὸς κι ἂν δεχτοῦμε (ὅπως ἡ ὁμάδα Ζήση) ὅτι δὲν ἀποτελεῖ ἔλλειψη ὁμολογίας ἡ συνειδητὴ συμπόρευση καὶ ἡ κοινωνία μὲ
αἱρετικό!
Ἄρα, τὸ πρόβλημα βρίσκεται στὸν κοινωνοῦντα μὲ τὸν αἱρετικό· ὁ αἱρετικὸς
εἶναι ἤδη ψευδεπίσκοπος καὶ ἐστερημένος τῆς Θ. Χάριτος σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο (κι
ἂν δὲν μετανοήσει θὰ καταδικαστεῖ μὲ τὴν ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος νὰ ἱερουργεῖ).
Εἶναι λοιπόν σωστὴ ἡ θέση, ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε νὰ συνέλθει σύνοδος γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸς
διδάσκει κάτι ἀντι-Εὐαγγελικό (αὐτὸ γιὰ τὸν συνειδητὸ Χριστιανὸ εἶναι φανερό,
ἐκτὸς ἂν εἶναι τόσο δυσδιάκριτη ἡ αἵρεση καὶ μὴ καταδικασμένη). Δὲν χρειάζεται ἀπαραιτήτως νὰ
συνέλθει σύνοδος γιὰ νὰ μᾶς πεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι αἱρετικός
(ψευδεπίσκοπος, ὅταν εἶναι φανερὴ ἡ αἵρεση), ἀλλὰ χρειάζεται
Σύνοδος νὰ καταδικάσει
αὐτὸν τὸν αἱρετίζοντα ψευδεπίσκοπο καὶ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει
τὴν ἐξουσία νὰ τελεῖ μυστήρια (τοῦτο δὲν
εἶναι ἔργο τοῦ κάθε πιστοῦ παρὰ μόνο τῆς Συνόδου), ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶναι
ψευδεπίσκοπος καὶ ἐμφανίζεται στὸν λαὸ ὡς ὀρθοδοξῶν· ἐνῶ διδάσκει «ἄλλο
Εὐαγγέλιο», παρότι ἀνήκει ἀκόμα στὴν Ἐκκλησία ὡς σαπρὸ μέλος (ὁ ἴδιος βέβαια
μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι μέλος καὶ ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα νὰ
νομίζει ὅτι εἶναι ὀρθόδοξος, ὅτι δὲν σφάλλει·
ἢ νὰ παραμένει ἐκ σκοπιμότητος σ’ αὐτήν, ἐνῶ εἶναι ψευδεπίσκοπος).
Ἄλλο, λοιπόν, πρᾶγμα τὸ ὅτι εἶναι αἱρετίζων, κι ἄλλο τὰ μυστήρια ποὺ ἀκόμα
τελεῖ. Τὸ ἀνάθεμα λόγῳ τῆς αἱρέσεως τὸ ἔχει (ὅπως ἐξάλλου τὸ ἔχει καθένας ποὺ
δὲν «εὐαγγελίζεται» ὀρθόδοξα) ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, καὶ δὲν θὰ περιμένουμε
κάποια Σύνοδο (ἐφ’ ὅσον εἶναι φανερὴ καὶ καταδικασμένη ἡ κακοδοξία του) γιὰ νὰ
τὸν χαρακτηρίσουμε κακόδοξο: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ
ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»
(Γαλ. α΄ 8).
Στὴν κατηγορία αὐτή, λοιπόν, τοῦ κακόδοξου, ποὺ ὁ ἀπόστολος Παῦλος δίδαξε
πὼς πρέπει νὰ ἀναθεματίζεται, ἀνήκει καὶ ὁ πατρ. Βαρθολομαῖος καὶ ὅλοι οἱ
Οἰκουμενιστές, ἀφοῦ ἀθετοῦν βασικὲς δογματικές-ἐκκλησιολογικὲς θέσεις, ὅπως τὸ εἷς Κύριος καὶ τὸ ἕν βάπτισμα, καὶ ἄρα καὶ τὸ μία Ἐκκλησία. Κι ὁ Ἄρειος, κι ὁ Νεστόριος, κι ὁ Διόσκορος ἦταν ἀναθεματισμένοι, ἀφοῦ
διέστρεφαν τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση, ποὺ εἶχε καθοριστεῖ ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν Ἁγία
Γραφή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ὅμως τὸν μὲν Ἄρειο τὸν κατεδίκασαν 4
τουλάχιστον συνεχόμενοι Σύνοδοι (δύο τῆς Ἀλεξανδρείας, μία τῆς Ἀντιοχείας καὶ
βέβαια ἡ τῆς Νικαίας), γιατὶ παρὰ τὶς καταδίκες, ὑπῆρχε ἀκόμα διχογνωμία στοὺς
Ἐπισκόπους καὶ στὸ λαό –ἀλλὰ καὶ
ἀνάμεσα στοὺς πιστούς– καὶ σύγχυση
περὶ τῆς κακοδοξίας του· ἡ δὲ αἵρεση τοῦ Διοσκόρου ἦταν ἤδη καταδικασμένη
καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ Σύνοδος τὸν προσφωνεῖ μὲ τὸ ἀξίωμά του, τοῦ Ἐπισκόπου, ἕως
τότε ποὺ καταδικάζει καὶ τὸν ἴδιο καὶ τοῦ ἀφαιρεῖ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα.
Ἀλλὰ καὶ τῶν Πνευματομάχων ἡ αἵρεση ἦταν καταδικασμένη ἀπὸ τὴν Α΄
Οἰκουμενική, ἀφοῦ ἦταν ἐξέλιξη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, καὶ ἐπειδὴ ἐφάρμοζαν οἱ
Πνευματομάχοι στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὶς καταδικασμένες διδασκαλίες ποὺ ὁ Ἄρειος
ἐφάρμοζε στὸν Χριστό. Κι ὅμως συνεκλήθη ἡ Β΄ Οἰκουμενικὴ καὶ κατεδίκασε τὴν
αἵρεση, γιὰ νὰ προφυλάξει τὸ λαὸ ἀπὸ τὴν νέα σύγχυση, καὶ νὰ ἀφαιρέσει τὸ ἀξίωμα-λειτούργημα
τῶν αἱρετικῶν, ὁπότε –τότε, ἀπὸ τὴν
στιγμὴ τῆς καθαιρέσεως καὶ μετά– τὰ
μυστήρια ποὺ τελοῦσαν ἦσαν ἄκυρα.
Λοιπόν, κάθε αἱρετικὸς ποὺ διαστρέφει τὰ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΑ ΔΟΓΜΑΤΑ τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι καταδικασμένος, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτοκαταδικάζεται, ἔχει
χάσει τὴν Θ. Χάρη γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἐξουσία νὰ τελεῖ
μυστήρια χάριν τοῦ λαοῦ, ἕως ὅτου αὐτὴν τὴν ἐξουσία τοῦ τὴν πάρει
ἡ Σύνοδος, ἡ ὁποία τοῦ τὴν ἔδωσε,
διὰ τῶν χειρῶν τῶν Ἐπισκόπων ποὺ τὸν χειροτόνησαν. Στοὺς μαθητές Του (καὶ τοῦτο
ἰσχύει καὶ στοὺς ἑπόμενους, στοὺς ὁποίους αὐτοὶ μετέδωσαν τὸ χάρισμα), εἶπε ὁ
Κύριος: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνηση». Καὶ «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς
ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται».
Ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος λέγει:
«Στὴν Π. Διαθήκη ἐδέχετο τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅποιος ἔμελλε νὰ προφητεύσει.
Θυμηθεῖτε τὸν Καϊάφα. Εἶχε τὸν Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (δὲν μποροῦσε νὰ
προφητεύσει ἀλλιώτικα). Τὸ ὑπογραμμίζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «συμφέρει -εἶπε- νὰ ἀποθάνη ἕνας ἄνθρωπος ὑπὲρ τοῦ λαοῦ»! Αὐτὸ εἶναι προφητεία. Καὶ σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ λέγει «τὸ εἶπε προφητικά, ἐπειδὴ ἦτο ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου». Δηλαδὴ εἶχε (σ.σ.:
ἐνεργοῦσε δι’ αὐτοῦ) τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Μόνο ποὺ ὁ ταλαίπωρος ἐκεῖνος ἄνθρωπος δὲν τὸ ἄφηνε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ
ἐκδηλωθεῖ, νὰ ἐνεργοποιηθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ὕπαρξή του, παρὰ μόνο σὲ ὅ,τι
ἐχρειάζετο διὰ τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ. Βλέπετε, λοιπόν, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
ἐνεργεῖ καὶ μέσῳ ἁμαρτωλῶν κάποτε ἀνθρώπων, ἀλλὰ γιὰ χάρη ἑνὸς συνόλου». (Ὁμιλία 13, Εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων).
Σημαντικὲς
οἱ θέσεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Βλέπεις
πόση εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας; Διότι, ἐπειδὴ εἶχεν ἀξιωθεῖ τῆς
ἀρχιερωσύνης ἐν γένει, ἂν καὶ ἦτο ἀνάξιος αὐτῆς, προεφήτευσε, χωρὶς νὰ γνωρίζει
αὐτὰ ποὺ ἔλεγε· ἡ χάρις ἐχρησιμοποίησεν μόνο τὸ στόμα, χωρὶς νὰ ἐγγίσει τὴν
μιαρᾶν καρδίαν» (Χρυσοστόμου, Ὁμιλία 65, Εἰς
τὸ Κατὰ Ἰωάννην).
Καὶ σὲ ἄλλη
ὁμιλία: «Καὶ αὐτὰ τὰ λέγω ὄχι ἐπιδοκιμάζων ἐκείνους
ποὺ ἀσκοῦν ἀνάξια τὴν ἱερωσύνην… Ἐὰν ἔκαμε (ὁ Θεός) τὴν ὄνον νὰ ὁμιλήσει, καὶ
ἐχάρισε μέσῳ τοῦ μάντεως πνευματικὲς εὐλογίες, καὶ ἐνήργησε χάριν τῶν Ἰουδαίων
ποὺ ἐξέκλινον μὲ τὸ ἀνόητον στόμα καὶ τὴν ἀκάθαρτον γλώσσαν τοῦ Βαλαάμ, πολὺ
περισσότερο διὰ σᾶς ποὺ εἶσθε εὐγνώμονες ἀπέναντί του, καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἱερεῖς
εἶναι πάρα πολὺ φαῦλοι, θὰ κάμη ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θέλει καὶ θὰ στείλει τὸ Ἅγιον
Πνεῦμα· διότι οὔτε ὁ καθαρὸς
προσελκύει τὸ Πνεῦμα ἐξ αἰτίας τῆς καθαρότητός του, ἀλλὰ ἡ χάρις
εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐπιτελεῖ
τὸ πᾶν… Ὁ δὲ ἱερεὺς δανείζει τὴν γλώσσαν
του καὶ δίδει τὸ χέρι του· καθόσον δὲν θὰ ἦτο δίκαιον ἐξ αἰτίας τῆς κακίας τοῦ
ἄλλου νὰ παραβλάπτονται ἐκεῖνοι ποὺ προσέρχονται μὲ πίστιν εἰς τὰ σύμβολα τῆς
σωτηρίας μας» (Χρυσοστόμου, Ὁμιλία 86, Εἰς
τὸ Κατὰ Ἰωάννην).
Ἔτσι, ἄλλο ὁ γενικὸς
ἀναθεματισμὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο ἢ μιὰ Σύνοδο κατὰ μιᾶς κακοδοξίας (ποὺ
σημαίνει δήλωση τῆς ἀποστροφῆς μας καὶ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτόν/οὺς ποὺ θὰ
ἐπισημάνουμε ὅτι τὴν ἔχουν καὶ θὰ διακόψουμε τὴν κοινωνίας μαζί του/τους) καὶ ἄλλο ἡ προσωπικὴ καταδίκη ἀπὸ μία Σύνοδο ἑνὸς αἱρετίζοντος, ὡς ἀφαίρεση τῆς
τελετουργικῆς ἐξουσίας καὶ βέβαια δι’ αὐτῆς τῆς ἐπίσημης
ἀποκοπῆς του ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γνωστοποίησής της νὰ γνωρίσει ὁ Λαὸς
τὸν αἱρετικὸ καὶ νὰ μὴν τὸν πλησιάζει. Στὴν πρώτη περίπτωση ἡ Θ. Χάρις ἐνεργεῖ
γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ, στὴ δεύτερη περίπτωση, αὐτὴ ἡ καταδίκη-καθαίρεση ἀπὸ Σύνοδο,
αἴρει τὴν ἄδεια νὰ κατέχουν τὸ δικαίωμα-λειτούργημα καὶ νὰ μεταδίδουν τὴν Θ.
Χάρη στοὺς πιστούς.
Εἶναι σαφὴς ἡ θέση τῶν Πατέρων. Ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, μᾶς λένε, ὅταν καταλάβουμε τὴν κακόδοξη διδασκαλία
τους. Δὲν μᾶς λένε ὅτι ἔχουμε ἁρμοδιότητα νὰ τοὺς ἀφαιρέσουμε ἐμεῖς τὸ δικαίωμα
νὰ ἱερουργοῦν, παρότι μᾶς προτρέπουν νὰ τοὺς ἀναθεματίζουμε, εἴτε εἴμαστε
λαϊκοί, εἴτε κληρικοί, κι ἀκόμα ἔχουμε παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
ἱστορία, ποὺ πιστοὶ ἐμπόδιζαν τοὺς αἱρετίζοντες νὰ λειτουργοῦν. Τὴν καθαίρεση
ὅμως τὴν πραγματοποιεῖ Σύνοδος.
Καὶ δὲν θεωροῦν, βέβαια, οἱ Ἅγιοι ποὺ θέσπισαν τοὺς Ἱ. Κανόνες, ὡς
ἀπομάκρυνση, τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἔχουν
συνοδικὰ καταδικαστεῖ (ὅπως οἱ σήμερα εἶναι οἱ Παπικοί, οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι,
οἱ Κόπτες κ.λπ.), γιατὶ μὲ αὐτοὺς εἶναι αὐτονόητο ὅτι δὲν ἔχουμε κοινωνία, ἀφοῦ
ἀνήκουν σὲ ἄλλη ψευδὴ
«ἐκκλησία». Ἡ ἀπομάκρυνση-ἀποτείχιση γίνεται ἀπὸ τοὺς δικούς μας λειτουργούς,
τοὺς ψευδεπισκόπους καὶ ψευδο-διδασκάλους, ποὺ ὅμως διὰ τῆς αἱρέσεως παύουν νὰ
εἶναι δικοί μας! Ὅταν αὐτοὶ καθαιρεθοῦν, δὲν μιλᾶμε γιὰ ἀποτείχιση. Δὲν λέμε,
π.χ., ἀποτειχιστεῖτε ἀπὸ τοὺς Παπικούς! Αὐτοὶ δὲν εἶναι δικοί μας, ἤδη
ἀποτελοῦν ἄλλη «ἐκκλησία»!
Στὸ ἂν ἔχει
ὁ ἴδιος τὴν Θ. Χάρη, ἂν κολάζεται προσθέτοντας στὴν αἵρεση καὶ τὴν ὑποκρισία, οἱ Πατέρες
διδάσκουν ὅτι ναί, ὁ ἴδιος κολάζεται προσωπικά, ἀφοῦ εἶναι ψευδεπίσκοπος καὶ
ψευδοποιμένας. Ταυτόχρονα ὅμως δέχονται ὅτι ἔχει κανονικὴ ἱερωσύνη, ἰσχύουν τὰ
μυστήρια ποὺ τελεῖ, ὅσο δὲν ἔχει καθαιρεθεῖ, καὶ τοῦτο ἐξ αἰτίας τῆς χειροτονίας ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῶν χειροτονησάντων αὐτὸν
Ἐπισκόπων, καὶ πρὸς ὠφέλεια ἢ κρίση τῶν πιστῶν, κι ἀφοῦ τὰ μυστήρια τὰ τελεῖ ὁ Ἴδιος ὁ Θεός.
Τοῦ π.
Ἀθανασίου Μυτιληναίου:
«Τὰ πρόσωπα πολλάκις δὲν ἀνταποκρίνονται στὸ ἀξίωμα ποὺ κατέχουν, ὡς
πρόσωπα ἀνάξια. Δὲν σημαίνει ὅμως ὅτι καὶ τὰ ἀξιώματα πρέπει νὰ ἀπορρίπτονται.
Ξεπέφτει τὸ πρόσωπο, ὄχι ὅμως καὶ τὸ ἀξίωμα, ὄχι ἡ θέσις. Ἔτσι θὰ λέγαμε, ἄλλο
ἱερεὺς καὶ ἄλλο ἱερωσύνη. Εἶναι δυὸ ξεχωριστὰ πράγματα. Δὲν μποροῦμε νὰ ὑποπτευόμεθα τὴν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς εἶναι ἀνάξιος, κι ἐφ’ ὅσον
ἔχει ὁ ἱερεὺς κανονικὴν ἱερωσύνη. Μὴ ξεχνοῦμε ὅτι καὶ ὁ Ἰούδας ὡς
Ἀπόστολος, παρότι ἦτο ἀνάξιον πρόσωπον, ὅμως ἀγαπητοί μου, ἐπειδὴ κλήθηκε στὸ
ἀποστολικὸν ἀξίωμα, καὶ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Ἰούδα ἔγιναν θαύματα. Ποὺ σημαίνει·
καὶ ἀπὸ τὸν ἀνάξιο ἱερέα μπορεῖς νὰ κοινωνήσεις. Τὸ μυστήριο εἶναι ἔγκυρον.
Ἄλλο τώρα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, τί λόγο θὰ δώσει εἰς τὸν Θεόν, γιὰ τὶς πράξεις του
ἀπέναντι στὸν Θεό. Πρέπει νὰ καταλάβουμε· ἄλλο
ἀνάξιος ἱερεύς, κι ἄλλο μυστήρια. Τὰ μυστήρια εἶναι ἔγκυρα, ἐφ’ ὅσον φυσικά ὁ
ἱερεὺς αὐτὸς ἔχει κανονικὴν καὶ ἀκώλυτη, ἀνεμπόδιστη –ἔστω
φαινομενικά– ἱερωσύνη· δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν τοῦ ἀφήρεσε τὸ δικαίωμα νὰ
ἱερουργεῖ». «Ἂν κάποιος πεῖ –ξέρω τὶς σκέψεις σας– τόσοι καὶ τόσοι
ἄχρηστοι ἄνθρωποι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἰδίως ὡς κληρικοί, ἀναδεικνύονται· ποιός
τοὺς ἐκλέγει αὐτούς; Ἀγαπητοί μου, αὐτοὺς δὲν τοὺς ἀναδεικνύει ὁ Θεός, ἀλλὰ
παραχωρεῖ νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ ἀναδεικνύονται ὡς ποιμένες, διὰ τὴν τιμωρία καὶ
τὴν ταλαιπωρία ἐκείνων ποὺ τοὺς ἀναδεικνύουν… Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ
Θεὸς ἀναδεικνύει; Ἀναδεικνύουν οἱ ἄνθρωποι κι ὄχι ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ κι ἔχουμε
τὴν ταλαιπωρία ποὺ ὑφιστάμεθα» (π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, Ὁμιλία 9 καὶ
10 εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων).
Κι ἐδῶ εἶναι
ταιριαστὸ νὰ παρουσιάσουμε καὶ τὴν ἄλλη, παρόμοια θέση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόμου. Πρόκειται γιὰ περίφημο χωρίο τοῦ Ἁγίου: «Τί
οὖν; φησί· πάντας ὁ Θεὸς χειροτονεῖ, καὶ τοὺς ἀναξίους; Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς ἐνεργεῖ, εἰ καὶ
αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν. εἰ γὰρ δι' ὄνου, καὶ διὰ Βαλαάμ,
διὰ μιαροῦ ἀνθρώπου, τοῦ λαοῦ ἕνεκεν ἐλάλησε, πολλῷ μᾶλλον διὰ τοῦ ἱερέως. Τί
γὰρ οὐ ποιεῖ ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας ἕνεκεν τῆς ἡμετέρας; Τί γὰρ οὐ φθέγγεται; διὰ
τίνος δὲ οὐκ ἐνεργεῖ; Εἰ διὰ τοῦ Ἰούδα
ἐνήργησε, καὶ διὰ τῶν προφητευόντων, οἷς φησιν, Οὐκ οἶδα ὑμᾶς, ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν, καὶ
ἄλλοι δαίμονας ἐξέβαλον· πολλῷ μᾶλλον διὰ τῶν ἱερέων ἐνεργήσει… Εἰ μὲν γὰρ δόγμα ἔχει διεστραμμένον (σ.σ.: εἶναι
φανερὸ ὅτι ὁμιλεῖ γιὰ κανονικὸ ἱερέα ποὺ ὅμως εἶναι αἱρετικός, ὡς «ἔχων
διεστραμμένον δόγμα») κἂν ἄγγελος ᾖ, μὴ
πείθου˙ εἰ δὲ ὀρθὰ διδάσκει, μὴ τῷ βίῳ πρόσεχε, ἀλλὰ τοῖς ρήμασιν...» (Ἰ. Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Β΄
ἐπιστολήν).
Προσέχουμε
λοιπὸν ἐδῶ ὅτι, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐνῶ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν χάρη ποὺ καὶ διὰ τῶν
ἀναξίων χορηγεῖ ὁ Θεός, ἀμέσως παρακάτω, στὴν ἴδια συνάφεια μιλᾶ καὶ γιὰ τὸν
αἱρετικό, ποὺ ἔχει «δόγμα διεστραμμένον», καὶ δὲν μᾶς διδάσκει ὅτι αὐτὸς δὲν ἔχει τὴν ἱερατική χάρη (καὶ πῶς, ἂν
δὲν εἶχε Χάρη θὰ τελοῦσε μυστήρια, ἀφοῦ ἀναφέρεται ὁ ἱ. Χρυσόστομος σὲ ἱερέα
τῆς Ἐκκλησίας;), ἀλλὰ ἀρκεῖται νὰ συμβουλέψει: «μὴ πείθου», μὴν τὸν ἀκούσεις σὲ
αὐτὰ τὰ κακόδοξα, μὴ τὸν ἀκολουθήσεις.
Καὶ σὲ ἄλλη
ὁμιλία ὁ Ἅγιος (8η ὁμιλία Εἰς τὴν Α΄
Κορ.), ἀναφέρει: «“Αὐτὸς ἔδωκε τοὺς ποιμένας
καὶ διδασκάλους…”. Συμβαίνει γὰρ ἄρχοντας μὲν εἶναι φαύλους καὶ μιαρούς…, καὶ
λαϊκοὺς μὲν ἐν εὐλαβείᾳ ζῇν, ἱερέας δὲ ἐν πονηρίᾳ· καὶ οὐκ ἔμελλεν οὐδὲ
βάπτισμα εἶναι, οὔτε σῶμα Χριστοῦ, οὔτε προσφορὰ δι’ ἐκείνων, εἰ πανταχοῦ τὴν
ἀξίαν ἡ χάρις ἐζήτει. Νυνὶ δὲ καὶ δ’ ἀναξίων εἴωθεν ὁ Θεός, καὶ οὐδὲν τοῦ
βαπτίσματος ἡ χάρις παρὰ τοῦ βίου τοῦ ἱερέως παραβλέπεται… Οὐδὲν γὰρ ἄνθρωπος
εἰς τὰ προκείμενα εἰσάγει, ἀλλὰ τὸ πᾶν τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως ἔργον ἐστί,
κἀκεῖνός ἐστιν ἡμᾶς ὁ μυσταγωγῶν» (Joannes
Chrysostomus Scr. Eccl.: In epistulam i ad Corinthios (homiliae 1-44): Vol 61, pg 69, ln 24).
Ὁ Θεὸς λοιπόν, ἐνεργει διὰ πάντων· καὶ διὰ τῶν ἱερέων ποὺ ἔχουν αἱρετικὰ φρονήματα, δὲν ἔχουν δὲ ἀκόμα καθαιρεθεῖ. Αὐτοὺς ὁ πιστός, ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ κάνει, εἶναι νὰ μὴν τοὺς ἀκούει, νὰ ἀπομακρυνθεῖ, νὰ ἀποτειχισθεῖ. Ὁ ἅγιος Νικόδημος λέγει ὅτι καὶ διὰ τῶν Σιμωνιακῶν ἐνεργεῖ ὁ Θεός. (Καὶ ὅμως, γιὰ τοὺς Σιμωνιακοὺς ὁ Ἅγιος παραθέτει γνῶμες Ἁγίων ποὺ τοὺς θέλουν ὄχι μόνον αἱρετικούς, ἀλλὰ χειρότερους αἱρετικούς: «μέγιστοι πάντων αἱρετικῶν» (Πηδάλιον, σελ. 31).
Ἀναφορὰ στὸ παραπάνω κείμενο λόγο τοῦ Ἱ. Χρυσοστόμου κάνει καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Εἰδὲ καὶ εἰπῇ τις ὅτι κατὰ τὸν θεῖον Χρυσόστομον (ὁμιλ. β΄. τῆς β΄. πρὸς Τιμόθεον, καὶ ια΄. Τῆς πρὸς Θεσσαλ. α΄. καὶ τῆς η΄. πρὸς Κορινθ. α΄.) ἡ χάρις μὴ πάντας χειροτονοῦσα, διὰ πάντων ὅμως καὶ αὐτῶν τῶν ἀναξίων ἐνεργεῖ: ἀποκρινόμεθα, ὅτι καὶ διὰ πάντων ἐνεργεῖ τῶν ἀκαθαιρέτων, ἀλλ’ ὄχι καὶ τῶν καθῃρημένων καὶ τῶν ἀποχειροτονηθέντων» (Πηδάλιον, σελ. 28, ὑποσ. 2).
Συνεχίζοντας
ὁ Ἅγιος κάνει μιὰ ἐπισήμανση σημαντική. «Ὁ μὲν γὰρ δικαίως καθαιρεθείς, καὶ
ἐσωτερικῶς ἀπὸ λόγου του διὰ τὴν ἀναξιότητά του, καὶ ἐξωτερικῶς ἀπὸ τὴν Σύνοδον, ἔχασε τὴν ἐνέργειαν τῆς ἱερωσύνης»
(ὅπ. παρ., σελ. 29). Καὶ ἀλλοῦ: «Πάντες οἱ
παρὰ Κανόνας, καὶ ἀναξίως χειροτονηθέντες, πρὸ
τοῦ νὰ καθαιρεθοῦν ὑπὸ Συνόδου, ἀληθῶς ἱερεῖς εἰσιν. Ἐπειδὴ καθὼς λέγει
ὁ θεῖος Χρυσόστομος. “Πάντας μὲν ὁ Θεὸς οὐ χειροτονεῖ, διὰ πάντων δὲ αὐτὸς
ἐνεργεῖ, εἰ καὶ αὐτοὶ εἶεν ἀνάξιοι, διὰ τὸ σωθῆναι τὸν λαόν”… Καὶ πάλιν· “Ἡ τοῦ
Θεοῦ χάρις ἐστὶν ἡ καὶ εἰς ἀνάξιον ἐνεργοῦσα, οὐ δι’ ἡμᾶς, ἀλλὰ δι’ ὑμᾶς”. Καὶ
πάλιν “Οὐκ ἐμοῦ καταφρονεῖς, ἀλλὰ τῆς ἱερωσύνης. Ἂν ἴδῃς ταύτης γυμνόν, τότε
καταφρόνει… Ἕως δ’ ἂν ἐπὶ τοῦ θρόνου τούτου καθήμεθα, ἕως ἂν τὴν προεδρίαν
ἔχομεν, ἔχομεν τὴν ἀξίαν καὶ τὴν ἰσχύν, εἰ καὶ ἀνάξιοι ἐσμέν”» (Πηδάλιον, σελ. 136).
Σὲ ἄλλο σημεῖο
δέ, ἐκφράζει τὴν ἀπορίαν του γιὰ ἕνα
παρόμοιο ζήτημα, δείχνοντας ἔτσι ὅτι, τὰ κρίσιμα πνευματικὰ θέματα, οἱ Ἅγιοι τὰ
ἀντιμετωπίζουν μὲ φόβο, θεῖο σεβασμὸ στὸ μυστήριο καὶ ταπείνωση, καὶ δὲν
παίρνουν ζηλωτικὲς καὶ ἀπόλυτες ἀποφάσεις: «Ὁ
Κωνσταντινουπόλεως ὥρισεν ὅσοι ἐχειροτονήθηκαν ἀπὸ καθῃρημένους Ἀρχιερεῖς, εἰ μὲν ἤξευραν τὴν αὐτῶν καθαίρεσιν, νὰ
ᾖναι καθῃρημένοι καὶ αὐτοὶ καὶ νὰ μὴ δευτεροχειροτονῶνται· εἰ δὲ καὶ δὲν
ἤξεραν, νὰ δευτεροχειροτονῶνται ἀπὸ ἀκαθαιρέτους. Καὶ ὁ Θεόδωρος Στουδίτης
λέγει, πὼς ὁ καθῃρημένος ἱερεὺς
δὲν κάμνει ἔργον ἱερατικόν, ἀλλὰ κοσμικὸς εἶναι καθὼς τὸ πρότερον, καὶ χάριν
ἁγίου Πνεύματος δὲν ἔχει, διὰ τὶ ἐπάρθη ἀπὸ αὐτόν»,
δηλ. ἀπὸ τὴν Σύνοδον ποὺ τὸν καθαίρεσε (ὅπ. παρ. σελ. 29). «Τούτων οὕτω λεγομένων, ἐμοὶ γοῦν ἀμφίβολα τὰ ρηθέντα
λογίζεται, καὶ τί νὰ εἴπω ἀποφαντικῶς, δὲν ἠξεύρω, ἐπειδὴ οὔτε ὁ παρὼν Ἀποστολικός, οὔτε ὁ δ΄. τῆς ἐν
Ἀντιοχείας, λέγουν τι περὶ τούτων. Πότερον αἱ παρὰ τῶν δικαίως καθῃρημένων ἱεροπραξίαι τολμηθεῖσαι, ὡς
μὴ οὖσαι λογίζονται, καθώς, καὶ αἱ παρὰ τῶν αἱρετικῶν, κατὰ τὸν μστ΄
Ἀποστολικόν, ἢ ὡς οὖσαι» (Πηδάλιον, σελ.
29).
Βλέπουμε
λοιπόν, ὅτι ὁ προβληματισμὸς τοῦ Ἁγίου στρέφεται στοὺς καθαιρεμένους. Διότι, ἂν
καὶ οἱ ἀκαθαίρετοι δὲν εἶχαν μυστήρια, καὶ ἄρα, ΟΛΟΙ ἐκεῖνοι ὅσους βάπτισαν,
χειροτόνησαν, πάντρεψαν, ἐξομολόγησαν, κοινώνησαν κ.λπ., δὲν εἶχαν πάρει τὴ Θ.
Χάρη, ἡ Ἐκκλησία θὰ ἔμενε ΑΠΡΑΓΗ; Δὲν θὰ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν σωτηρία τῶν μελῶν
της; Δὲν θὰ διέταζε νὰ ἐπαναληφθοῦν τὰ ἄκυρα μυστήρια; Γιατὶ δὲν βρήκαμε νὰ
ὑπάρχει σὲ καμία περίπτωση πράξη Συνόδου, ποὺ νὰ ἀποκαθιστᾶ τὰ μυστήρια ποὺ
τελέστηκαν ἀπὸ μὴ καταδικασμένους ἀπὸ Σύνοδο αἱρετικούς. Γιατί, σύμφωνα μὲ ὅσα
μᾶς λέγει πιὸ πάνω ὁ ἅγιος Νικόδημος, ὅσοι ἔχουν λάβει μυστήριο ἀπὸ
καθαιρεμένο, τὸ μυστήριο εἶναι ἄκυρο καὶ πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ.
Παράδειγμα.
Τὸ διάστημα ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Ἱέρειας τοῦ 754, διὰ τῆς ὁποίας ἐπιβλήθηκε ἡ
Εἰκονομαχία καὶ καθαιρέθηκαν Ὀρθόδοξοι, ἕως τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (787)
ἦταν διάρκεια 33 χρόνων. Στὶς δεκαετίες αὐτὲς τελέστηκαν ἑκατομμύρια Μυστήρια.
Ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερωμένοι ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Ἱέρειας τοῦ
754, εἶχαν ἔγκυρα ἢ ἄκυρα μυστήρια; Καὶ ὅσοι ἔκτοτε τοὺς μνημόνευαν, κι ὅσοι
πιστοὶ βαπτίστηκαν, παντρεύτηκαν, κοινωνοῦσαν ἀπὸ τὰ χέρια τους, ἐλάμβαναν
μυστήρια ἢ ἕνα τίποτα; Γιατί, ὡς γνωστόν, ἡ Σύνοδος τῆς Ἱέρειας κατεδίκασε καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ποὺ εἶχε
ἀνατρέψει καὶ καταδικάσει τὴν
κακόδοξη διδασκαλία τῶν Εἰκονομάχων!
Καὶ ἡ Ζ΄ Σύνοδος τοῦ 787 ἐνδιαφέρθηκε μόνο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση κάποιων
ἱερωμένων, καὶ προβληματίστηκε μόνο πῶς θὰ κάνει αὐτοὺς δεκτοὺς στὴν Ἐκκλησία
καὶ ἀδιαφόρησε γιὰ τοὺς λαϊκούς, ἀφήνοντας τὶς ἑκατοντάδες χιλιάδες τῶν πιστῶν
ἀκάλυπτους μυστηριακά;
Γιὰ τὸ ὅτι
οἱ πιστοὶ τοῦ 8ου αἰώνα θεωροῦσαν τὴν Σύνοδο αὐτὴ Ὀρθόδοξη, καὶ ἄρα
τὰ μυστήρια ἔγκυρα, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ κάνουν ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία, εἶναι
αὐτονόητο. Ἔτσι τὰ θεωροῦσαν οἱ πολλοί, ἐπηρεαζόμενοι (ὅπως σήμερα) ἀπὸ τοὺς
ποιμένες τους. Γράφει ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς:
«Ὑπ’ ὄψιν ὅτι γιά ἐμᾶς σήμερα, οἱ εἰκονομάχοι
Ἐπίσκοποι, εἶναι ἀναμφισβήτητα αἱρετικοί, γιατί γνωρίζουμε τήν τελεσίδικη καταδίκη
τους μετὰ τὴν ἐπικράτησι τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιά τούς Χριστιανούς ὅμως ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, ἦσαν
οἱ κανονικοί καί νόμιμοι Ἐπίσκοποι! Ἡ διδασκαλία τους μάλιστα εἶχε ἐπικυρωθῆ ἀπό Σύνοδο Ἐπισκόπων οἰκουμενικῆς ἐμβέλειας, τή Σύνοδο τῆς
Ἱέρειας. Οἱ ἴδιοι οἱ εἰκονομάχοι Ἐπίσκοποι (καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦσαν),
μποροῦσαν νά ἔχουν ἔτσι, ἥσυχη τή συνείδησί τους μὲ τήν δικαιολογία ὅτι
ἀκολουθοῦν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἡ ὁποία ὑπερτεροῦσε, φυσικά,
κάθε ἄλλης τοπικῆς Συνόδου πού τυχόν εἶχε γίνει σὲ ἄλλο τμῆμα τῆς
αὐτοκρατορίας. Ἀντίθετα οἱ Ὀρθόδοξοι (καί μέσα σ’ αὐτούς ὁ ἅγιος Στέφανος), δέν λογάριασαν, οὔτε ἔλαβαν ὑπ’ ὄψιν τους τήν
ἀπόφασι τῆς Συνόδου τῆς Ἱέρειας, ἁπλούστατα γιατὶ ἡ ἀπόφασι τῆς Συνόδου δέν
συμφωνοῦσε (ὅπως εἴπαμε) μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν προγενεστέρων
Ἁγίων» (ἐδῶ).
Παρακαλοῦμε
λοιπόν, ὅποιος ἔχει γνώσει καλύτερη τῶν τότε γενομένων νὰ μᾶς πληροφορήσει:
Ἔχουμε οἱαδήποτε νύξη ἢ μαρτυρία ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅτι τὰ μυστήρια
ποὺ ἔγιναν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν ἄκυρα; Ἀσχολήθηκε σὲ Πράξη της ἡ Ζ΄
Οἰκουμενικὴ γιὰ τὴν ἐγκυροποίηση τῶν
μυστηρίων ποὺ τελέστηκαν ἀπὸ τὸ 754 ἕως τὸ 787; Τὸ μόνο ποὺ ἀπασχόλησε τὴν
Σύνοδο ἦταν ἡ εἰσδοχὴ στὴν Ἐκκλησία, ὅσων ὑπηρέτησαν τὶς Εἰκονομαχικὲς
κακοδοξίες. Ἢ μήπως θὰ ξεπεράσουμε αὐτὸ τὸ θέμα χωρὶς ἔρευνα; Μήπως θὰ μᾶς ποῦν
ὅτι, ὅλοι ὅσοι ἔλαβαν μυστήρια ἐκείνη τὴν ἐποχή, χωρὶς π.χ. νὰ μποῦν στὴν
κολυμβήθρα, ἔλαβαν ἀόρατο αὐτόματο βάπτισμα, χωρὶς νὰ στεφανωθοῦν, ἦσαν
παντρεμένοι, χωρὶς νὰ μεταλαμβάνουν, κοινωνοῦσαν μὲ κάποια ὑποτιθέμενη ἐνέργεια
τῆς Συνόδου; Καὶ μάλιστα χωρὶς περὶ τούτου νὰ γίνεται στὴ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ καμιὰ
ἀναφορά;
Εἴδαμε,
λοιπόν, ὅτι μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Ἁγίους καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος θεωρεῖ πώς, ὅσοι
δὲν ἔχουν καθαιρεθεῖ ἔχουν τὸ Χάρισμα τῆς ἱερωσύνης –ἔστω κι ἂν εἶναι ἀνάξιοι–
γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ. Καὶ βέβαια ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία δὲν κάνει διαχωρισμὸ ὡς
πρὸς τοὺς μεταδίδοντας τὴν Χάρη, μεταξὺ ἀνηθίκων,
Σιμωνιακῶν, αἱρετικῶν καὶ κάθε ἄλλου εἴδους ἁμαρτανώντων.
Ἄλλο οἱ
διαδικασίες ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν Ποιμαντικὴ καὶ Κανονική-δικαιϊκὴ πλευρὰ
τοῦ θέματος.
Διαβάζουμε
στὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
«Ταράσιος ὁ
ἁγιώτατος πατριάρχης, εἶπε· τί λέγετε περὶ Ἀνατολίου; οὐχὶ ἔξαρχος τῆς ἁγίας
τετάρτης συνόδου ἐγεγόνει; καὶ ἰδοὺ ὑπὸ Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς κεχειροτόνητο
παρόντος καὶ Εὐτυχοῦς. καὶ ἡμεῖς γοῦν δεχώμεθα τοὺς ἀπὸ αἱρετικῶν
χειροτονηθέντας, ὡς καὶ Ἀνατόλιος ἐδέχθη. καὶ αὖθις ἀληθῶς φωνὴ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι
οὐκ ἀποθανοῦνται τέκνα ὑπὲρ πατέρων, ἀλλ’ ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ ἁμαρτίᾳ ἀποθανεῖται·
καὶ ὅτι ἐκ
τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία. ἐπειδὴ δέ τινες τυχὸν ἀμφιβάλλουσι περὶ
Ἀνατολίου, ἀναγνωσθήτω τὰ περὶ αὐτοῦ». (Μansi 12, 1042).
Καὶ βέβαια ἡ
χειροτονία τοῦ Ἀνατολίου ἀπὸ τὸν Διόσκορο ἔγινε πρὶν ὁ Διόσκορος καθαιρεθεῖ.
Ἂς δοῦμε καὶ
τί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει στὸ κατὰ Ματθαῖον (7, 22-23): «Πολλοὶ
ἐροῦσίν μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν,
καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς
ἐποιήσαμεν; καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι
Οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν». Πῶς ἐποίησαν οἱ ψευδοπροφῆτες
καὶ ψευδοποιμένες αὐτοὶ «δυνάμεις πολλάς»
ἀφοῦ παράλληλα ἦταν «ἐργάτες τῆς ἀνομίας»; Μὲ τὴν δύναμη ποιοῦ
πνεύματος; Μήπως μὲ τὴν δύναμη κάποιου πονηροῦ πνεύματος; Ἀσφαλῶς ὄχι· ἀλλὰ μὲ
τὴν πανσθενῆ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μιὰ διαφορά,
τώρα, γιὰ τὴν μετὰ τὴν
ἀποκάλυψη τῆς κακοδοξίας τοῦ κάθε αἱρετικοῦ περίοδο, εἶναι ὅτι, αὐτὰ ποὺ ἕως
τότε κρυφὰ δίδασκε καὶ μόλυναν τὶς ἀκοὲς καὶ τὴν καρδιὰ ὅσων τὸν ἄκουαν, καὶ
ἔσπερνε τὴν ἀμφιβολία καὶ ἀπιστία στὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, τώρα λέγονται
φανερά, εἰς ἐπήκοον ὅλων, καὶ ἄρα ἡ
κακοδοξία του, τὸ δηλητήριό του, ἡ μεταδοτικὴ ἀρρώστια του μεταδίδεται καὶ
κοινωνεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ στενὸ περιβάλλον του, ἀλλὰ ἀπὸ ποιμένες καὶ
ποιμαινόμενους σὲ εὐρύτερη κλίμακα, καὶ ἐπίσης γίνεται ἀπόπειρα νὰ ἐμπεδωθεῖ, νὰ καταστεῖ ἡ κακοδοξία
ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή, ἡ διδασκαλία ποὺ μέχρι τότε
μερικῶς ἐπολεμεῖτο, μεταδίδει πλέον τὸν ΜΟΛΥΣΜΟ
τῶν κακοδοξιῶν του σὲ εὐρύτερο φάσμα πιστῶν, καὶ κυρίως αὐτή (ἡ κακοδοξία)
τείνει νὰ ὑποκαταστήσει τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας!
Γι’ αὐτό,
λοιπόν, στὴν ἐμφάνιση κάθε κακοδοξίας παρατηροῦμε σὲ πρῶτο μὲν στάδιο νὰ
ἀντιδροῦν κάποιοι πιστοί (κληρικοὶ ἢ λαϊκοί, ἀδιάφορο),νὰ καταδεικνύουν τὴν
κακοδοξία, καὶ νὰ ἀπομακρύνονται· κι αὐτοί, νὰ εἰδοποιοῦν γιὰ τὴ φωτιὰ ποὺ
ἄναψε καὶ καίει, καὶ γιὰ τὸ φίδι ποὺ κυκλοφορεῖ ἐλεύθερα στὴν Ἐκκλησία καὶ
σκορπᾶ τὸ δηλητήριό του δαγκώνοντας τοὺς πιστούς. Αὐτοὶ παρακινοῦν ταυτόχρονα
τοὺς ἄλλους πιστοὺς (ὄχι μόνο ὡς
διαμαρτυρία, ὅπως κάποιοι ἰσχυρίζονται) νὰ ἀπομακρυνθοῦν, γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν
κι αὐτοὶ ἀπὸ τὶς μολυσματικὲς αἱρετικὲς ἰδέες, νὰ μὴ γίνουν
συνειδητὰ μέτοχοι καὶ συμμέτοχοι στὴν κακοδοξία
μὲ τὴν ἀνοχή τους· στὴν συνέχεια δὲ ἡ ὀρθοφρονοῦσα-ὀρθοδοξοῦσα
Σύνοδος, καταδικάζει τὶς κακόδοξες θέσεις καὶ αἴρει τὴν δοθεῖσα Χάρη, ὁπότε
πλέον τὰ μυστήρια εἶναι ἄκυρα, ἀφοῦ τελοῦνται ἀπὸ τὸν καταδικασμένο πλέον
αἱρετικό, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχει ἀρθεῖ ἡ τελετουργικὴ Χάρη.
Οἱ
αἱρετικοί, βέβαια, εἴτε φανερά, εἴτε κρυφά, εἶναι αἱρετικοί συνειδητοί, ἔχουν ἐπιφέρει στὸν ἑαυτό τους τὸ «ἀνάθεμα», ὅσο παραμένουν ἀμετανόητοι.
Εἶναι ἀποκομμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως, ποὺ φανερώνουν τὴν
ἀπιστία τους, δὲν ἀνέχεται ἡ χριστιανικὴ ψυχὴ νὰ παραλαμβάνει ἀπὸ τὰ χέρια τους
τὰ μυστήρια καὶ νὰ κοινωνεῖ, νὰ γίνεται συνένοχος τῆς κακοδοξίας τους. Καὶ ἐπὶ
πλέον, ὅσοι γνωρίζουν τὴν ἀθεΐα-αἵρεσή τους, μεταλαμβάνοντας ἀπ’
αὐτούς, εἶναι –κατὰ περίπτωση– ἀμφίβολο ἂν παίρνουν Θ. Χάρη καὶ φωτισμό,
ἤ, ἀποβαίνουν γι’ αὐτούς, ἀκριβῶς
ἐπειδὴ εἶναι ἔγκυρα, κρίμα καὶ κατάκριμα,
ἐφ’ ὅσον γνωρίζουν. Εἶναι θέμα δηλαδή, προθέσεως καλῆς-ὁμολογιακῆς
ἢ κακῆς προθέσεως.
Παρότι
λοιπόν, οἱ παρακάτω φράσεις τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως, δὲν ἀναφέρονται
κυρίως στοὺς κοινωνοῦντας ἀπὸ χέρια αἱρετικῶν, καταδεικνύουν ὅμως τὴν
πραγματικότητα ὅτι ἡ Θ. Εὐχαριστία δὲν εἶναι μόνο φῶς ποὺ φωτίζει, ἀλλὰ κόλαση καὶ φωτιὰ ποὺ καίει, ὅσους “καταφρονοῦν” –ἐδῶ συγκεκριμένα, ὅσους ἐν
γνώσει τους προσέρχονται στούς –διὰ τῶν αἱρετικῶν κηρυγμάτων– “καταφρονητὰς”
τῆς πίστεως:
«Μέλλων φαγεῖν, ἄνθρωπε, Σῶμα Δεσπότου, φόβῳ πρόσελθε, μὴ φλεγῇς· πῦρ
τυγχάνει… Μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν
Μυστηρίων σου, μηδὲ ἀσθενὴς γενοίμην ψυχῇ τε καὶ σώματι, ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν
μεταλαμβάνειν… Θεουργὸν Αἷμα φρίξον, ἄνθρωπε, βλέπων· ἄνθραξ γάρ ἐστι τοὺς
ἀναξίους φλέγων… Οὐ γὰρ ὡς καταφρονῶν προσέρχομαί σοι, Χριστὲ ὁ Θεός… ἀξίωσόν
με ἀκατακρίτως μεταλαβεῖν τῶν θείων σου Μυστηρίων, μὴ εἰς κόλασιν… Ἰδού,
βαδίζω πρὸς θείαν κοινωνίαν· Πλαστουργέ, μὴ φλέξῃς με τῇ μετουσίᾳ· πῦρ γὰρ
ὑπάρχεις τοὺς ἀναξίους φλέγον… οὐ μὴ γὰρ τοῖς ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω».
Ἴσως ἔτσι
ἐξηγεῖται καὶ ἡ σχετικὴ φράση τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀφοῦ στὴν
μετάληψη τοῦ πιστοῦ ἀπὸ αἱρετικό ἱερωμένο (ἀναφερόμαστε πάντα σὲ μὴ καθαιρεμένο), ὁ πιστὸς ποὺ
προσέρχεται νὰ κοινωνήσει, ἔχει ζητήσει συγχώρηση ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὰ προσωπικά
του ἁμαρτήματα, ὅσα ἔχει πράξει. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνα σοβαρότατο ἐμπόδιο·
προσέρχεται ἐν γνώσει του, συνειδητά, ὅτι δέχεται τὴν κοινωνία ἀπὸ αἱρετικό·
ἀπὸ κάποιον ποὺ διαστρέφει καὶ πολεμᾶ
τὴν Πίστη· ἀπὸ κάποιον ποὺ εἶναι ἐχθρὸς
τοῦ Χριστοῦ. Πῶς τότε θὰ πεῖ: «Οἶδας τῶν κακῶν τὸ
πλῆθος, οἶδας καὶ τὰ τραύματά μου· καὶ τοὺς μώλωπας ὁρᾷς μου ἀλλὰ καὶ τὴν πίστιν οἶδας», ἀφοῦ
συγκοινωνεῖ μετὰ αἱρετικοῦ ποὺ πραγματοποιεῖ προσβολή-διαστροφὴ τῆς Πίστεως;
Οἱ Πατέρες –καὶ συγκεκριμένα, ὅπως θὰ δοῦμε ἐδῶ ὁ
Μ. Φώτιος– ὅταν μᾶς διδάσκουν καὶ
συμβουλεύουν νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ αἱρετικούς (ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ τὸ αὐτονόητο,
τὴν μὴ κοινωνία μὲ καταδικασμένους αἱρετικούς) εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁμιλοῦν καὶ γιὰ ἀπομάκρυνση καὶ ἀπὸ μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς,
τοὺς ὁποίους μάλιστα –ἀπὸ τὶς
ἀπαντήσεις ποὺ δίδουν καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν ἀναφέρουν ὀνόματα– φαίνεται πὼς δὲν ξέρουν κἂν ποιοί εἶναι αὐτοὶ οἱ αἱρετικοί, ἁπλῶς
ἔχουν ἀκούσει γιὰ τὶς δοξασίες τους ἢ μιλοῦν γενικά. Παρὰ ταῦτα καθοδηγοῦν τοὺς
πιστοὺς νὰ τοὺς διακρίνουν (συγκρίνοντας τοὺς λόγους μὲ τὴν διδασκαλία τῶν
Γραφῶν) καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγουν· δὲν διδάσκουν ὅμως ὅτι τὰ μυστήριά
τους εἶναι ἄκυρα, ὅσο αὐτοὶ φέρονται ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ δὲν
ἔχουν καταδικαστεῖ.
Ἂν λοιπόν, ἡ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων κάποιου,
μὴ καταδικασμένου αἱρετικοῦ, ἦταν ὁ κύριος λόγος τῆς ἀπομακρύνσεως, εἶναι λόγος
σημαντικότατος
καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται ὄχι μία φορά, ἀλλὰ πολλάκις ἀπὸ τοὺς Ἁγίους
Πατέρες, γιατὶ οἱ Πατέρες καὶ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες ποὺ συνέταξαν, στὴν προσπάθειά
τους νὰ προφυλάξουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν αἵρεση, μιλοῦν συγκεκριμένως κι ὄχι ἀορίστως.
Ἡ αἰτία τῆς
συμβουλῆς-διδασκαλίας αὐτῆς τῶν Ἁγίων γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς, εἶναι ἡ διαφορετικὴ πίστη τους, ἡ ὁποία μολύνει, κι ὄχι διότι, τάχα, τὰ
μυστήρια ποὺ αὐτοὶ τελοῦν, εἶναι
ἄκυρα. Διότι ἐν τέλει, ἀπὸ ἄκυρα μυστήρια δὲν βλάπτεται κανείς· τὰ
ἄκυρα μυστήρια, αὐτὰ καθεαυτά, ὡς ἄκυρα, δὲν μολύνουν, μολύνει ὅμως ἡ κοινωνία μὲ αὐτοὺς
ποὺ τὰ τελοῦν, μὲ αἱρετικούς, ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ!
Ἂς δοῦμε
λοιπὸν ὁ Μ. Φώτιο, ποὺ μιλᾶ, ὄχι γιὰ καταδικασμένο, ἀλλὰ γιὰ ἐν ἐνεργείᾳ
ποιμένα, τί λέγει: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν;
Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν,
κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φύγε τήν κοινωνίαν
αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως ἀγκίστρῳ μέν καί δελέατι
ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δέ πονηρά
καί τόν αἱρετικόν ἰόν ὑποκαθήμενον
ἔχουσα πολλούς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καί μηδέν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντί
σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους».
Δὲν κάνει
ἐντύπωση ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν λέγει ὅτι μολύνουν τὰ μυστήρια τοῦ κανονικοῦ μέν, ἀλλ’
αἱρετικοῦ στὸ φρόνημα ποιμένος, ἀλλὰ ἐπιμένει στὸ φρόνημά του, τὴν μετ’ αὐτοῦ
“ὁμιλία” (=ἐπικοινωνία), ἐκεῖνο μολύνει;
Ἀλλὰ καὶ ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός:
«Πάσῃ δυνάμει τοίνυν φυλαξώμεθα μὴ λαμβάνειν
μετάληψιν αἱρετικῶν μήτε διδόναι. «Μὴ δῶτε γὰρ τὰ ἅγια τοῖς κυσίν, ὁ Κύριός
φησι, μηδὲ ρίπτετε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6), ἵνα
μὴ μέτοχοι
τῆς
κακοδοξίας καὶ τῆς αὐτῶν γενώμεθα κατακρίσεως. Εἰ γὰρ πάντως ἕνωσίς
ἐστι πρὸς Χριστὸν καὶ πρὸς ἀλλήλους, πάντως καὶ πᾶσι τοῖς συμμεταλαμβάνουσιν
ἡμῖν κατὰ προαίρεσιν ἑνούμεθα. Ἐκ προαιρέσεως γὰρ ἡ ἕνωσις αὐτὴ γίνεται, οὐ χωρὶς
τῆς ἡμῶν γνώμης. Πάντες γὰρ ἓν σῶμα ἐσμεν, ὅτι ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μεταλαμβάνομεν,
καθώς φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος» (Α' Κορ. 10, 17). (Ἁγ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδ. Ὀρθοδ.
πίστεως 4, 13, PG 94, c. 1149. 1152. 1153).
Γράφει
σχετικὰ ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς:
«1. Κατ’
ἀρχάς ἡ Ἁγία Γραφή ὁμιλεῖ πρωτογενῶς διά τό φρόνημα καί τήν διδασκαλία
κάποιου καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὁμιλεῖ γιά καταδικασμένους αἱρετικούς, οἱ
ὁποῖοι τήν ἐποχή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων δέν ὑπῆρχαν. Διότι, ἄν ὑπῆρχαν
καταδικασμένοι τότε ἀπό Σύνοδο αἱρετικοί, θά ἔπρεπε νά τούς ἀναφέρη καί ἐπίσης,
νὰ ἀναφέρη, ποιά αἵρεσι πρεσβεύουν, εἰδάλλως θά ὡδηγοῦντο οἱ πιστοί σέ σύγχυσι
ἐκλαμβάνοντες ἄλλους ἀντί ἄλλων. Οἱ ἅγ. Ἀπόστολοι λοιπόν ὁμιλοῦν γενικῶς γιά τό
φρόνημα κάποιου τό ὁποῖο, ἄν δέν εἶναι Ὀρθόδοξο, διδάσκουν, οἱ πιστοί νά μήν
ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία με αὐτόν (Γαλ. 1,8-9· Τίτ. 3,10· 2 Ἰωαν. 10).
2. Οἱ Ἅγιοι
πάλι, ἀπαραλλάκτως μέ τήν Ἁγία Γραφή, ἀπαιτοῦν στήν διδασκαλία των ἀπό τούς Ὀρθοδόξους
νά ἐρευνοῦν τό φρόνημα καί τήν πίστι τῶν ποιμένων καί, ἄν αὐτοί δέν εἶναι
Ὀρθόδοξοι, νά ἀπομακρύνωνται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς. Ἄν ἀναφέροντο εἰς τούς
ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς δέν θά τούς ἀποκαλοῦσαν ποιμένες καί Ἐπισκόπους,
ἀλλά αἱρετικούς, καί μάλιστα μέ τό ὄνομα τῆς αἱρέσεως (π.χ. Ἀρειανούς,
Πνευματομάχους, Εἰκονομάχους) κλπ». (Ἐδῶ).
Κι ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μιλώντας μας γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν αἱρετικό, ἔχει
ὑπ’ ὄψιν του τὸν ἐντὸς Ἐκκλησίας αἱρετικὸ ποιμένα, ποὺ μπορεῖ
νὰ παρουσιάζεται μὲ ἀγγελικὴ ζωή, ἀλλὰ πίσω ἀπ’ αὐτὴ νὰ κρύπτονται οἱ
κακοδοξίες του, τὶς ὁποῖες δὲν εἶναι εὔκολο ὅλοι νὰ καταλάβουν («οὔτε δῆλόν
ἐστιν ἅπασιν») καὶ ὁ ὁποῖος αἱρετικός, βέβαια, ὡς «διαστραφεὶς καὶ
αὐτοκατάκριτος» (Τίτ. γ΄10-11) δὲν πρόκειται νὰ σταματήσει νὰ διδάσκει τὶς
κακοδοξίες του: «Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρός ᾖ καὶ μή μόνον πειθώμεθα; Πονηρὸς πῶς λέγεις; Εἰ μὲν περὶ πίστεως φεῦγε καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ
οὐρανοῦ κατιών… Ἀλλὰ μὴ τῷ βίῳ ἀλλὰ τοῖς λόγοις προσέχετε· τῶν μὲν γὰρ ἠθῶν
ἕνεκεν οὐδεὶς βλαβείη. Τί δήποτε; Ὅτι καὶ δῆλα πᾶσίν ἐστι, καὶ οὐδὲ αὐτός, κἂν
μυριάκις ᾖ πονηρός, πονηρὰ διδάξει ποτέ. Πίστεως δὲ ἕνεκεν, οὔτε δῆλόν ἐστιν
ἅπασιν, ὅ τε πονηρὸς οὐ παραιτήσεται διδάσκειν»
(P.G.
34, 231A).
Ἐδῶ εἶναι
φανερὸ καὶ ἀναμφισβήτητο ὅτι οἱ Ἅγιοι ἐπισημαίνουν ὅτι ὑπάρχουν ἐν
ἐνεργείᾳ-κανονικοὶ ψευδοποιμένες-αἱρετικοὶ ποιμένες, οἱ ὁποῖοι φυσικὰ τελοῦν
ἔγκυρα μυστήρια, καὶ ὅτι ἡ βλάβη ἀπὸ τὴν ὁποία θέλουν νὰ μᾶς προφυλάξουν,
προέρχεται ὄχι ἀπὸ τὴν «κοινωνία» τῶν μυστηρίων, ἀλλὰ πρόκειται γιὰ ἰδεολογικὴ
μόλυνση καὶ βλάβη ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἰό, ποὺ «φθείρει» τὰ «ἤθη χρηστά», δηλ.
τὴν πίστη. Ἐξ ἄλλου στὴν Π. Διαθήκη, ὅταν ὁ Θεὸς ἐντέλλεται «ἐξέλθετε ἐκ μέσου
αὐτῶν», δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ μὴν κοινωνοῦν ἀπὸ κάποια μυστήρια, ἀλλὰ γιὰ νὰ
ἀποφύγουν τὴν κοινωνία μὲ τὴν εἰδωλολατρικὴ “ἰδεολογία” καὶ τὶς εἰδωλολατρικὲς
παραδόσεις.
Τὸ πρᾶγμα
φαίνεται παράδοξο σὲ κάποιους καὶ συνεχίζουν νὰ ρωτοῦν: Πῶς εἶναι δυνατόν, ἐφ’
ὅσον οἱ αἱρετίζοντες ψευδοποιμένες (ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι καταδικασμένοι ἀπὸ
Σύνοδο), δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας, καὶ ἄρα «οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί»,τὰ
μυστήρια ποὺ τελοῦν νὰ εἶναι ἔγκυρα;
Βέβαια, ἐδῶ
προκύπτει καὶ ἕνα ἄλλο ἐρώτημα: Ὅσοι καταδικάστηκαν ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικοί,
καὶ δὲν εἶναι αἱρετικοί, ἀλλὰ Ὀρθόδοξοι καὶ Ὁμολογητὲς Ἅγιοι, χάνουν τὴν
δυνατότητα νὰ τελοῦν μυστήρια; Ὄχι, ἀφοῦ ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς κατεδίκασαν ἀσφαλῶς
εἶναι ἄδικοι ἢ αἱρετικοί, καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποδέχεται/πραγματοποιεῖ τὶς κατάρες
καὶ τὶς τιμωρίες τῶν κακῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ γνωρίζουμε ὅτι, γιὰ λόγους
ἐκκλησιαστικῆς τάξεως, οἱ Ἅγιοι ζητοῦσαν τὴν ἐξέταση τοῦ θέματος τῆς
καθαιρέσεώς τους ἀπὸ Σύνοδο, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει σύγχυση καὶ ἀντεγκλήσεις μεταξὺ
τῶν πιστῶν (τέτοια περίπτωση εἶναι π.χ. τοῦ ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, ὅταν
καθαιρέθηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς Δρυός)· καὶ ἐπίσης, γιὰ νὰ μὴν δικαιώνει τὸν
ἑαυτό του ὁ ἴδιος ὁ καταδικασθεὶς ἀπὸ Σύνοδο, γιατὶ τότε δίκαιος καὶ ἄδικος, ὁ
καθένας θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρίζεται τὸ ἴδιο, ὅταν μάλιστα ἡ Σύνοδος ἀργοῦσε νὰ
ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος!
Διαβάζουμε
σχετικά στο ΠΗΔΑΛΙΟ: Ὁ ἱ. Χρυσόστομος «ἐπειδὴ καὶ ἐγκαλεῖτο, διὰ τὶ δὲν
ἐφύλαξε τὸν ἀφορισμὸν ὁποῦ ἐξεφώνησε κατ’ αὐτοῦ ἡ περὶ τὸν Θεόφιλον σύνοδος,
ἀλλὰ ἠθέτησε αὐτόν, πρὸ ἄλλης συνοδικῆς ἐξετάσεως, ἀπελογήθη λέγων, ὅτι, δὲν
ἐπαραστάθη εἰς τὴν κρίσιν ὁλότελα, οὔτε τὰς κατηγορίας ἤκουσε τῶν κατηγόρων
του, οὔτε παντελῶς καιρὸς τοῦ ἐδόθη διὰ νὰ ἀπολογηθῇ… καθὼς καὶ ὁ οδ΄
Ἀποστολικὸς διορίζει» (ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σημ. στὸν ΛΒ΄ Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων,
σελ. 35).
«Ἤδη στὰ 1229 ὁ
πατρ. Κων/λεως Γερμανὸς Β΄ γράφει πρὸς τοὺς Κυπρίους “νὰ μὴ φοβῶνται τοὺς
ἀφορισμοὺς τῶν κοινωνησάντων τοῖς Λατίνοις ἱερέων· διότι οὗτοι ἐπιστρέφουσιν
εἰς τοὺς ἀφορίσαντας καθὸ παραβάτας
τῶν ἱ. κανόνων, οἵτινες ἀφορίζουσι τοὺς κατεπεμβαίνοντας τῶν ἀλλοτρίων
ἐνοριῶν”» (Μιχαηλάρη
Π., Ἀφορισμός, 1997, σελ. 138).
Οἱ κατάρες,
οἱ ἀφορισμοί, ὅταν γίνονται ἀπὸ αἱρετίζοντες, λέγει, καὶ ἀπὸ Ἐπισκόπους ποὺ
παραβαίνουν τὴν Πίστη ἢ τοὺς Κανόνες, εἴτε δηλ. ἡ παράβαση αὐτὴ εἶναι
οὐσιαστική, εἴτε Τυπική, αὐτοὶ οἱ ἀφορισμοὶ δὲν πιάνουν. Κι ὄχι μόνο δὲν
πιάνουν, ἀλλὰ γυρίζουν στὸ κεφάλι αὐτῶν ποὺ τοὺς ἔκαναν.
Αὐτὴ τὴ θέση
τὴν συναντοῦμε συχνά. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου γίνεται
ὑπερβολικὴ χρήση τοῦ ἀφορισμοῦ, στὸ Νομοκάνονα τοῦ Μαλαξοῦ (ποὺ «ἀποτελοῦσε
“ἐγχειρίδιον” ἀπονομῆς δικαίου στὰ χέρια τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν») διαβάζουμε:
«Ὅποιος
ἀφορίσῃ τινὰ τῶν χριστιανῶν, ἀπὸ γνώμην παράλογον, ἢ ἀπὸ θυμὸν πολύν, οὐχὶ
μόνον ὁ ἀφορισμὸς δὲν τὸν πιάνει,
ἀλλὰ πέφτει εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀφορίσαντος. Ὥστε μόνον ἐκεῖνοι οἱ ἀφορισμοὶ
εἶναι στερκτοί, ὅσοι ἐξεφωνήθησαν κατὰ
τοὺς θείους νόμους καὶ κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, οὐχὶ ἐκεῖνοι
οἱ ἀφορισμοί, ὁποῦ γίνονται ἀπὸ ὀξυχολίαν ἱερέως, ἢ ἀρχιερέως…» (Μιχαηλάρη
Π. ὅπ. παρ., σελ. 136-137, 353).
Σὲ Νεαρὰ τοῦ Ἰουστινιανοῦ «δηλώνεται
ρητά: “πᾶσι δὲ τοῖς ἐπισκόποις καὶ πρεσβυτέροις ἀπαγορεύομεν ἀφορίζειν τινὰ τῆς ἁγίας κοινωνίας πρὶν ἡ αἰτία δειχθῇ δι’ ἣν οἱ
ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες τοῦτο γίνεσθαι κελεύουσιν, εἰ δέ τις παρὰ ταῦτα τῆς
ἁγίας κοινωνίας τινὰ χωρίσει, ἐκεῖνος μὲν ὃς ἀδίκως ἀπὸ τῆς κοινωνίας ἐχωρίσθη,
λυομένου τοῦ χωρισμοῦ ὑπὸ τοῦ μείζονος ἱερέως τῆς ἁγίας ἀξιούσθω κοινωνίας· ὁ δὲ ἀδίκως τινὰ τῆς ἁγίας κοινωνίας χωρίσαι τολμήσας πᾶσι τρόποις
ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ὑφ’ ὃν τέτακται, χωρισθήσεται
τῆς κοινωνίας ἐφ’ ὅσον χρόνον ἐκεῖνος συνίδοι ἵνα ὅπερ ἐποίησε, δικαίως
ὑπομείνῃ”» (Μιχαηλάρη Π., ὅπ. παρ., σελ. 131).
Εἶναι ἀκόμα
ἀξιοσημείωτα ὅσα περιλαμβάνονται στὸν «Τόμο τῶν τεσσάρων πατριαρχῶν τῆς
Ἀνατολῆς» τοῦ 1663. Τὸ ἐρώτημα είναι: «εἰ δύναται ἐπίσκοπος ἢ πατριάρχης… ἀφορίζειν
ὅντινα βούλοιντο, δι’ ἰδίας αὐτῶν ὑποθέσεις, καὶ εἶναι τοὺς ἀφορισθέντας τῷ Θεῷ
ὑπαιτίους, καὶ ὁ ἀφορίζων ἀλόγως ὑπαίτιός ἐστι τοῖς κανόσιν». Και η
ἀπάντησή τους εἶναι: «οὐ μόνον τὴν ἀρὰν καὶ τὸν ἀφορισμὸν πρὸς ἐκείνους ἐπιστρέφειν, ἀλλὰ καὶ ἀξίους εἶναι
τιμωρίας, ὡς ὀργίλους καὶ ἀπερισκέπτως χωρίζοντας κατὰ τὴν αὐτῶν θέλησιν τινὰς
τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (Μιχαηλάρη
Π., ὅπ. παρ., σελ. 139).
«Ἐπίσης καὶ ἡ ἐπὶ Πατριάρχου Νικολάου Γ΄
Κυρδινιάτου (1084-1111) Σύνοδος τῆς Κων/πόλεως εἰς σχετικὴν ἐρώτησιν μοναχῶν
ἀπήντησεν ὡς ἑξῆς (ζ΄ ἀπόκρ.): “Ἄλογος ὁ δεσμὸς καὶ διὰ τοῦτο ἀνίσχυρος καὶ ὁ
δεσμευθὺς ἀπολυθήσεται ἀρχιερεῖ προσελθών, καὶ τὰ καθ’ ἑαυτὸν ἀπαγγείλας”» (Μπούμη
Π., Τὰ Ἀναθέματα Ρώμης-Κων/πόλεως…, σελ. 65).
Ὅταν λοιπόν, ὁ ἐπιβάλλων τὸ ἀνάθεμα τὸ κάνει
ἀπὸ κάποια σκοπιμότητα παράτυπα, ἢ εἶναι αἱρετικός, ἢ ἐμφορεῖται ἀπὸ
ἀντορθόδοξα φρονήματα καὶ διδάσκει διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν πατερικὴ θεολογία, τότε
δικαιοῦται ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν ἀφορισμό (πιὸ σωστὰ
θὰ λέγαμε, πώς -ἂν εἶναι συνεπὴς μὲ τὴ πρακτικὴ τῶν Πατέρων- ὑποχρεώνεται) νὰ
μὴ λογαριάσει τὸν ἀφορισμό, ἀφοῦ αὐτὸς συγκρούεται μὲ τὴν πίστη, ὅ,τι κι ἂν
αὐτὸ συνεπάγεται.
Σὲ Σύνοδο
Ἐπισκόπων ποὺ συνεκάλεσε τὸ 869 στὴν Κων/πολη ὁ Αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ
Μακεδών, καὶ τὴν ὁποία οἱ Λατῖνοι ὀνομάζουν 8ην Οἰκουμενικήν, ὁ ἅγιος καὶ
Μ. Φώτιος ἀναθεματίσθη καὶ «οἱ ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντες ἐπίσκοποι» καὶ λαϊκοὶ «ἀφωρίσθησαν» (Φειδᾶ
Βλ., Ἐκκλησιαστ. Ἱστορία, ΙΙ, 1973, σελ. 98). «Κατὰ τὴν ὑπογραφὴν τῶν Πρακτικῶν
ἐχρησιμοποίησαν ἀντὶ μελάνης τὸ αἷμα τοῦ Σωτῆρος, ἤτοι τὴν θ. Εὐχαριστίαν» (Φειδᾶ
Βλ., ὅπ. παρ., σελ. 98.
Γιὰ τὰ ἀναθέματα αὐτὰ ὁ ἅγ. Φώτιος ἔγραψε πρὸς
τὸν Κλαυδιουπόλεως Ἰγνάτιον: «Ἦν ποτε φρικτὸν καὶ φοβερὸν τὸ ἀνάθεμα ὅτε κατὰ τῶν ἐνόχων
τῆς ἀσεβείας ὑπὸ τῶν τῆς εὐσεβείας κηρύκων ἐφέρετο. Ἀφ’ οὗ δὲ ἡ τολμηρὰ καὶ
ἀναίσχυντος τῶν ἀλαστόρων ἀπόνοια, παρὰ πάντα θεσμόν θεῖόν τε καὶ ἀνθρώπινον,
καὶ παρὰ πάντα λόγον ἑλληνικόν τε καὶ βάρβαρον, τὸ οἰκεῖον ἀνάθεμα κατὰ τῶν προμάχων τῆς ὀρθοδοξίας ἀναστρέφειν ἐφρυάξατο
καὶ τὴν βαρβαρικὴν μανίαν ἐκλησιαστικὴν προνομίαν ἐφιλονείκησαν ἀπεργάσασθαι,
αὐτίκα καὶ τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο καὶ ποινῆς ἁπάσης πέρας ἔσχατον εἰς μύθους καὶ παίγνια μεταποίηκε·
μᾶλλον δὲ τοῖς εὐσεβέσι καὶ αἱρετὸν παρεσκεύασται» (Κάλλιστου Βλαστοῦ, Ἐπιστ.
ρξγ΄, σελ. 51).
Ἡ ἀκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν μὴ
καταδικασθέντων αἱρετικῶν, –σύμφωνα μὲ ὅσα ἕως τώρα παραθέσαμε– δὲν εὐοδοῦται
οὔτε ἐκ τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, οὔτε ἐκ τῆς ἐκλησιολογίας· ἀπὸ τὸ ἂν ἔχει,
δηλαδή, κάποιος ὀρθὴ ἢ μὴ ὀρθὴ πίστη ἢ τὸ ἂν αὐτὴ ἡ πίστη ἔχει διατυπωθεῖ
«γυμνῇ τῇ κεφαλῇ». Διότι, ἐφ’ ὅσον δὲν γνωρίζουμε τὰ κρυφὰ τῶν ἀνθρώπων, κάθε
φορὰ ποὺ θὰ ἀντιλαμβανόμαστε ἢ θὰ ὑποψιαζόμαστε ὅτι κάποιος ἱερωμένος ἔχει
«παράξενες» ἰδέες, θὰ ἔπρεπε νὰ
ἀμφιβάλουμε γιὰ τὰ μυστήρια ποὺ μᾶς μεταδίδει. Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ μολύνει,
ἐφ’ ὅσον ἔχει ἔγκυρη ἱερωσύνη ὁ αἱρετίζων, εἶναι ἡ αἵρεση ποὺ μεταδίδει, καὶ
ὄχι τὰ μυστήρια. Ἐφ’ ὅσον Σύνοδος Ἐπισκόπων δὲν τοὺς ἀφαίρεσε τὴν ἐντολὴ νὰ
τελοῦν μυστήρια, μποροῦν νὰ τὰ τελοῦν. Οἱ πιστοί (ἕως τὴν καθαίρεση τῶν
κηρυττόντων κακόδοξα) ἔχουν ἀπὸ τὸν Κύριο, τοὺς Ἀποστόλους, τὶς Συνόδους λάβει διδασκαλία καὶ Ἐντολὲς ποὺ τοὺς ἀσφαλίζουν· νὰ μὴν
κοινωνοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς· νὰ ἀποτειχίζονται ἀπ’ αὐτούς· κι
αὐτὸ ἀρκεῖ καὶ τοὺς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν μολυσμό.
Γράφει ὁ
ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα
στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το
γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία
είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες! Μετά ο
γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο
άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες» (Ἐδῶ).
Ἕνας ποὺ δὲν
γνωρίζει ὅτι εἶναι αἱρετικὸς
κάποιος ἱερωμένος (ποὺ δὲν ἔχει καθαιρεθεῖ) καὶ ἔχει κοινωνία μαζί του ἐν
ἀγνοίᾳ του, μολύνεται; Καὶ βέβαια, μολύνεται
(ἢ εἶναι δυνατὸν νὰ μολυνθεῖ), ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ τὴν Θ. Κοινωνία, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς
κακόδοξες ἰδέες καὶ πρακτικές· ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὸ γίνεται ἐν ἀγνοίᾳ του ὁ Θεὸς θὰ
τὸν προστατεύσει, θὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια, ἂν ἔχει καλὴ προαίρεση.
Αὐτὸς ποὺ γνωρίζει, ὅμως,
εἶναι πασιφανές (κατὰ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων) ὅτι καὶ μολύνεται ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ψευδοποιμένα,
καὶ προδίδει
τὴν πίστη, γιατὶ
«συμφιλιάζει» μὲ αἱρετικό, γιατὶ σιωπᾶ καὶ δὲν ἀντιστέκεται, δὲν ὁμολογεῖ καὶ ἔτσι –ἀμέσως ἢ ἐμμέσως–
ταυτίζεται μὲ τὸν αἱρετικό. Καί, τέλος, “μολύνεται”
ἀπὸ τὰ μυστήρια, ὄχι γιατὶ αὐτὰ εἶναι μολυσμένα, ἀλλὰ γιατὶ παίρνει φωτιὰ καὶ
«κόλαση», ἐφ’ ὅσον ἐν γνώσει του κοινωνεῖ καὶ συντελεῖ στὴν ἐπικράτηση τῆς
αἱρέσεως· ἐφ’ ὅσον δὲν ἀντιστέκεται ὀρθόδοξα (διὰ τῆς ἀπομακρύνσεως) κατὰ τῶν
ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ (ποὺ εἶναι οἱ αἱρετικοί) κι ὅσους –ἔστω σιωπηρά– τοὺς
ἀποδέχονται. Θὰ κυριολεκτούσαμε, λοιπόν, ἂν λέγαμε ὅτι δὲν μολύνεται ἁπλῶς,
ἀλλὰ κολάζεται. Γιὰ τοῦτο ὁ Θεὸς
φωνάζει ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Π. Διαθήκης (ἀλλὰ γιὰ τοὺς μεταπατερικοὺς
«αντι-Οἰκουμενιστές», φωνάζει εἰς μάτην!): «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν», «χαίρειν
αὐτοῖς μὴ λέγητε» κ.λπ.
Ἡ ἀκυρότητα
τῶν μυστηρίων, λοιπόν, δὲν ἐπέρχεται αὐτόματα, ἀλλ’ ἐπαφίεται στὴν Ἐκκλησία νὰ
ἀποφασίσει, ἀφοῦ ὁ αἱρετικὸς τοῖς «τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται νόμοις»!
Ἀλλὰ καὶ ὁ
ΙΕ΄ κανόνας (ὅπως εἴδαμε) δὲν ἀναφέρει τίποτα γιὰ ἄκυρα μυστήρια· μιλάει γιὰ
«τὸν καλούμενο Ἐπίσκοπο» καὶ «ψευδεπίσκοπο», δηλαδὴ τὸν ἐπίσκοπο ποὺ εἶναι
κανονικός, δὲν ἔχει καθαιρεθεῖ, καὶ ἄρα τελεῖ τὰ μυστήρια καὶ ἀνήκει σὲ κάποια
ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση, ἀλλ’ ὅμως ἀπὸ αὐτὸν ὀφείλει νὰ ἀπομακρυνθεῖ, ὅταν
ἀντιληφθεῖ ὁ πιστὸς ὅτι διδάσκει φανερὲς κακοδοξίες, καὶ οἱ κακοδοξίες του
αὐτὲς ἀντίκεινται στὶς Γραφές, ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ Συνόδους καὶ ἀπὸ κάποιο
σύγχρονο Ἅγιο, στὴν περίπτωση ποὺ δὲν ἔχει καταδικαστεῖ μιὰ αἵρεση ἀπὸ
παλαιότερες Συνόδους. Δὲν μᾶς λέγει τίποτα ὁ Κανόνας περὶ ἀκύρων μυστηρίων τοῦ
«καλουμένου ἐπισκόπου»! Πρέπει λοιπόν ἐδῶ νὰ ἐπαναληφθεῖ ἡ θέση ὅτι, ἂν εἶχε ἄκυρα ἢ
μολυσμένα μυστήρια ὁ μὴ καταδικασμένος αἱρετικός, εἶναι τόσο σημαντικό, σωτηριολογικὸ θέμα,
ποὺ ὁ Κανόνας καὶ οἱ Ἅγιοι θὰ τὸ διασάφιζαν ἐπαρκῶς καὶ θὰ τὸ ἐπαναλάμβαναν πάλι καὶ πάλι
(ὅπως κάνουν σὲ πολὺ μικρότερης σημασίας πράγματα), ὥστε νὰ κατανοήσουν τὴ
σημασία τοῦ θέματος οἱ πιστοί.
Ἐδῶ ὀφείλω νὰ σημειώσω μὲ ἔμφαση ὅτι, κι ἂν ἀκόμα ὑπῆρχε μολυσμὸς στὰ μυστήρια ἢ ἦταν ἄκυρα, ὁ πιστὸς ποὺ
ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό (κατὰ τὴν Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τῆς
Ἐκκλησίας, ποὺ ἀποκρυσταλλώνεται στὸν ΙΕ΄ Κανόνα), εἶναι ἀσφαλής, γιατὶ
ἔχει ἀποφύγει διὰ τῆς ἀποτειχίσεως καὶ τὸν μολυσμὸ ἐκ τῆς κακοδοξίας, καὶ τὸν
μολυσμὸ ποὺ τυχὸν μεταδίδεται ἐκ τῶν μυστηρίων ποὺ τελοῦν μὴ καταδικασμένοι
αἱρετικοί. Καὶ αὐτὸ τοῦ φτάνει.
Ἂν δέ, εἶναι ἔγκυρα τὰ μυστήρια, κι αὐτὸ δὲν τὸν ἀφορᾶ, διότι (ὅπως
ἀποδείχτηκε) ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ κοινωνῶν μὲ τοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς
αἱρετικοὺς μολύνεται ἀπὸ τὶς κακόδοξες ἰδέες, καὶ συναναστροφές, καὶ
πρακτικὲς ποὺ ἀποδομοῦν μέσα του τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Πρόβλημα: Καὶ τὰ χωρία ἐκεῖνα τῶν Ἁγίων ποὺ
ὁμιλοῦν γιὰ μολυσμό, ὅσων κοινωνοῦν ἀπὸ αἱρετικοὺς μὴ καταδικασμένους, καὶ ὅτι
ὁ Ἄγγελος φεύγει ἀπὸ τὸν Ναό πῶς θὰ τὰ ἐξηγήσουμε; Καὶ τὸ ὅραμα τοῦ ἁγίου
Ἀντωνίου ποὺ εἶδε ἡμιόνους νὰ περικυκλώνουν τὸ ἅγιο θυσιαστήριο; Δὲν γνωρίζω.
Οἱ σύγχρονοι Πατέρες θὰ μποροῦσαν νὰ μελετήσουν ἢ ἐκ τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας
τους νὰ μᾶς ἐξηγήσουν. Σκέπτομαι ὅμως, μήπως ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις εἶναι εἰκόνες ποὺ θέλουν νὰ τονίσουν τὸ μέγεθος τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς αἱρέσεως;
Τὸν μολυσμὸ τῆς συνειδήσεως, τὸν μολυσμὸ τοῦ νοῦ; Καὶ πάλι ἂς σκεφθοῦμε· ἕνας
ἱερέας φοβερὰ ἀνήθικος καὶ σοδομιστής, ἕνας σιμωνιακὸς καὶ αἱρετικός, ἕως ὅτου
δὲν ἔχει ἡ Ἐκκλησία ἀνακαλύψει τὸν βίο του, μολύνει τὰ μυστήρια ἢ ὄχι, ἀφοῦ ὁ
Θεὸς τελεῖ τὰ μυστήρια διὰ τῆς ἁμαρτωλῆς-αἱρετικῆς χειρός του; Δὲν εἶναι κι
αὐτὸς ἕνας «ἡμίονος ποὺ περικυκλώνει τὸ θυσιαστήριο»; Τί ἀλλάζει στὴν οὐσία,
ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀνακαλύπτει καὶ τὸν καθαιρεῖ; Πάντως, ὅλα
αὐτὰ δὲν συνηγοροῦν ὑπὲρ τῶν ἀκύρων μυστηρίων. Κάλλιστα θὰ μποροῦσε νὰ σκεφθεῖ
κανεὶς ὅτι ἐδῶ ἔχουμε τὴν φανέρωση -εἰκονικά- τῆς ἀπομακρύνσεως τῆς Θ. Χάριτος ἀπὸ
τοὺς αἱρετικούς.
Στὴ
συνέχεια, παρατίθενται δεκάδες παραδείγματα
καὶ κείμενα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, τὰ ὁποῖα νομίζω εἶναι εὔγλωττα
καὶ καταδεικνύουν τὴν στάση τῶν Ὀρθοδόξων ὡς πρὸς τὰ θέματα:
➤ τοῦ
μολυσμοῦ
➤ τῆς Ἀποτειχίσεως τῶν πιστῶν, ὅταν
ἐπικρατοῦσαν οἱ αἱρετικοί
➤ τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων τῶν μὴ
καταδικασμένων αἱρετικῶν
➤ τῆς Οἰκονομία