Ο άγιος Κοσμάς ως Ιεραπόστολος

 

« ἱεραποστολή δέν ἐξαντλεῖται μόνον στό κήρυγμα ἤ σέ κάποια ἄλλη ποιμαντική ἐργασία, ἀλλά εἶναι καί ἡ προσευχή, ἡ προσωπική ἐπικοινωνία μέ κάθε Χριστιανό, καί ἡ μόνη παρουσία ἑνός ἁγίου, ἡ ἀπόκτηση δογματικῆς συνείδησης, καθώς καί ἡ διατύπωση καί διαφύλαξη τῶν δογμάτων, καί τελικά ἡ ἱεραποστολή…».
 
γεώργησας ἀρότρῳ τῆς χάριτος τοῖς πρότερον ἐν ἀγνωσίᾳ Ἅγιε καί ἀπάτης προσκειμένοις»[1]. «Εὐαγγελίῳ γάρ τόν λόγον καί τά ἀγαθά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν[2], σοφῶς ἐκήρυξε. Καί τάς καρδίας θείῳ φόβῳ ἐρρύθμισε»[3].

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς δέν ἦταν διαφωτιστής, ἀλλά κυρίως καί κατ᾽ ἐξοχήν ἁγιορείτης. Ἄν διαβάσει κανείς προσεκτικά τά κείμενά του, τίς λέξεις πού χρησιμοποιεῖ, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται καί τίς πράξεις πού ἔκανε, θά δεῖ ὅτι ἐκινεῖτο ὡς ἕνας Μοναχός τοῦ Ἁγίου Ὄρους, βάδισε στό μονοπάτι τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.Ἦταν ἐκφραστής τοῦ ὀρθοδόξου φωτισμοῦ καί δίδασκε στον λαό για τήν κάθαρση, ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, πού εἶναι ἡ νοερά προσευχή (ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά), καί τήν θέωση. Εἶναι λανθασμένη ἡ ἔκφραση ὅτι ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἦταν ἕνας ἰδεολόγος ἠθικιστής ἱεραπόστολος, ὅπως θέλουν νά τόν χαρακτηρίσουν μερικοί.
 Ξεκίνησε τήν ἱεραποστολή του μέσα ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί ἔλαβε τήν διαβεβαίωση ἀπό τούς Γεροντάδες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου, τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, κατ’ ἀρχάς τόν Σεραφείμ Β΄ καί ἔπειτα τόν Σωφρόνιο. Εἶχε Ἐκκλησιαστική συνείδηση καί ἡ ὑπακοή του ἦταν Χριστομίμητη.
Πέρα ἀπό αὐτό, ὡς ἱεραπόστολος διέθετε μερικά ἄλλα σημαντικά στοιχεῖα. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἕνας μεγάλος θεολόγος τοῦ 20ου αἰῶνος, σέ ἕνα κείμενό του γιά τήν ἱεραποστολή σημειώνει τρία ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα τοῦ γνησίου ἱεραποστόλου.
Πρῶτον, ὁ θεολόγος ἱεραπόστολος σέβεται τήν ἱστορία. Δέν ὡθεῖται στό παρελθόν, γι’ αὐτό ἀποφεύγει τόν φονταμενταλισμό καί οὔτε ὁδηγεῖται ἁπλῶς πρός τό μέλλον μέ μία ἐσχατοτολογική οὐτοπία. Ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε καί εἰσῆλθε στήν ἱστορική πραγματικότητα γιά νά τήν μεταμορφώσει. Ὅπως γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καί διακηρύσσει τήν δογματική ἀλήθεια ὡς γεγονότα τῆς ἱστορίας». Ὁ Χριστός ἔπαθε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε σέ ὁρισμένο χῶρο καί
χρόνο. Σημειώνει ὁ π. Γεώργιος: «ἡ ἀδιαφορία γιά τήν ἱστορία ὁδηγεί πάντα σέ μιά αἱρετική ξηρότητα σέ μία δογματιστική διάθεση». Ἐπίσης, «ὁποιοσδήποτε εἶναι ἀναίσθητος πρός τήν ἱστορία, δύσκολα εἶναι καλός Χριστιανός». Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἔβλεπε αὐτήν τήν ἱστορική πραγματικότητα, τόν στενοχωροῦσε ἡ κατάσταση τῶν Ρωμηῶν καί ἀγωνίστηκε γιά νά τήν μεταμορφώση.
Δεύτερον, κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ ὁ ἱεραπόστολος πρέπει νά ἔχει τήν ἔμπνευση νά εἰσδύει μέσα στήν ψυχή τοῦ λαοῦ καί νά τήν κατανοεῖ. Οἱ ἱεραπόστολοι, πρέπει «νά γνωρίζουν τήν γλώσσα τοῦ λαοῦ, τήν ἱστορία τους καί τόν τρόπο ζωῆς τους, γιατί ὅλα αὐτά ὁδηγοῦν σέ μία κατανόηση τῆς ψυχῆς». Αὐτό ἔκανε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Γνώριζε πολύ καλά τόν λαό καί τήν γλῶσσα του, συμμετεῖχε στόν τρόπο ζωῆς του, συνέπασχε μαζί του, κατενόησε τήν ψυχή του καί μέ τό προφητικό χάρισμα πού εἶχε μιλοῦσε μέσα σέ αὐτήν, βαθειά στήν ὕπαρξή τους. Γι’ αὐτό μέχρι σήμερα ὁ λόγος του, ἡ κάθε κίνησή του βρίσκεται μέσα στήν βαθειά μνήμη τῆς Ρωμηοσύνης.
Τρίτον, ὁ ἱεραπόστολος, κατά τόν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ, ἀναπόφευκτα ἔρχεται «πρόσωπο μέ πρόσωπο» μέ τήν πολιτεῖα-ἐξουσία καί ἔχει τό δίλημμα «νά συνεργασθεῖ μαζί της ἤ τουλάχιστον νά ἐργασθεῖ παράλληλα μέ τούς ἐξαναγκαστικούς καί ὀργανωτικούς θεσμούς τῆς πολιτείας». Καί παρατηρεῖ: «Εἶναι δύσκολο νά πεῖς ποιό εἶναι τό δυσκολώτερο, νά συνεργασθεῖ ἤ νά παλαίψει μαζί της». Ἀσφαλῶς χρειάζεται διάκριση. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀντιμετώπισε τό ἴδιο πρόβλημα, ἀλλά τό ὑπερέβη, οὔτε συνεργάσθηκε, οὔτε συγκρούστηκε μαζί της. Ὅμως τήν ἀποδέχθηκε, τήν ὑπερέβη, χωρίς νά ταυτισθεῖ μαζί της καί δημιούργησε τίς προϋποθέσεις γιά νά τήν ἀποτινάξει. Μέ τόν λόγο του, τήν δράση του, τά θαύματά του, τίς προφητεῖες του, τό μαρτύριό του προκάλεσε τήν προσωπική ἐλευθερία καί δημιούργησε τίς προϋποθέσεις καί τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας»[4].

Ἡσυχία καί ἱεραποστολή[5]
«Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας καί τῆς ἱεραποστολῆς. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξη ἀληθινή ἱεραποστολή, ὅταν δέν ἐμπνέεται ἀπό τήν ἱερά ἡσυχία, μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία τοῦ ὅρου καί, βέβαια, ἡ ἡσυχία ἐκβάλλεται κατά φυσικό τρόπο στό ρεῦμα τῆς ἱεραποστολῆς. Ὅταν ἀποδεσμευθῆ ἡ ἱεραποστολή ἀπό τήν ἱερά ἡσυχία, τότε δημιουργεῖται σοβαρό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα. Ἡ ἱεραποστολή, ὅπως καί ἡ λέξη τό λέγει, εἶναι μία ἱερά ἀποστολή, ὅταν δηλαδή ὁ Θεός ἀποστέλλη μερικούς ἀνθρώπους γιά νά κηρύξουν τό εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας Του, τό εὐαγγέλιο τῆς ἀληθείας, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ ἱεραπόστολος δέν κηρύσσει μόνον, δέν εἶναι, δηλαδή, ἕνας θεωρητικός διδάσκαλος, ἀλλά ὁ πατέρας πού μεταδίδει τήν γνώση τοῦ Θεοῦ, πού αὐτός ἀπέκτησε προηγουμένως, καί γεννᾶ πνευματικά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καί, βέβαια, γνωρίζουμε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας ὅτι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι κυρίως καί πρό παντός ἐμπειρική, ὑπαρξιακή.
Ἡ μετάδοση δέ αὐτῆς τῆς γνώσεως ἔχει ὡς αποτέλεσμα τήν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἡσυχία μέ τήν ὀρθόδοξη σημασία τοῦ ὅρου εἶναι ὁ τρόπος καί ἡ μέθοδος, τήν ὁποία παρέδωκε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους καί ἐκεῖνοι στούς διαδόχους τους, διά τῆς ὁποίας μεθόδου ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν ὑπαρξιακή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ μέθοδος αὐτή συνδέεται μέ τήν βίωση τῶν μακαρισμῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἄν δοῦμε τήν σειρά πού ὁ Χριστός ἐκφώνησε τούς μακαρισμούς, θά διαπιστώσουμε πραγματικά τήν ὀρθόδοξη ἡσυχία, τήν μέθοδο τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου καί, βεβαίως, κατάληξη αὐτῆς τῆς μεθόδου, αὐτῆς τῆς ζωής εἶναι ἡ ἱεραποστολή καί τό μαρτύριο.
Προηγεῖται ἡ πίστη ἐξ ἀκοῆς, τῆς ἐμπιστοσύνης πρός τόν Θεό, ἡ καλή προαίρεση σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, καί μέ τήν βοήθεια τῆς θείας Χάρης ἔρχεται ἡ αὐτογνωσία καί δι’ αυτῆς ὁ θεῖος φόβος, ἡ κατά Χριστόν ταπείνωση, καί ἀκολουθεῖ ἡ μετάνοια, ἡ πραότητα, ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα γιά τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιά τήν τήρηση τῶν εντολῶν τόῦ Χριστοῦ, ἡ βίωση τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας, διά τῆς ὁποίας γεύεται ὁ ἄνθρωπος τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, ἡ μετάδοση στούς ἄλλους τῆς εἰρήνης αὐτῆς πού γεύθηκε ὁ ἴδιος, ὁ διωγμός καί τό μαρτύριο γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ χαρά γιά τήν βίωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπόκτηση τοῦ χαρίσματος τῆς προφητείας[6].
Ἕνα σύγχρονο παράδειγμα εἶναι τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἀσκήθηκε πνευματικά στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει, γιά πολλά χρόνια, ἀκολουθώντας τήν ὅλη ἡσυχαστική μέθοδο καί στήν συνέχεια, ὅταν αἰσθάνθηκε μέσα του τήν πληροφορία ἀπό τόν Θεό νά κάνη τίς περιοδεῖες του στό ὑπόδουλο Γένος, ρώτησε τούς πνευματικούς του πατέρας, ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου, ἀλλά λάμβανε καί τήν εὐλογία τῶν κατά τόπους ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων. Καί ἐπειδή ἐκινεῖτο μέσα στά πλαίσια αὐτά, τό ἔργο του εἶχε πνευματικούς καρπούς καί ἐξασκεῖται καί διαχρονικά. Γιατί πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ ἱεραποστολή δέν ἐξαντλεῖται μόνον στό κήρυγμα ἤ σέ κάποια ἄλλη ποιμαντική ἐργασία, ἀλλά εἶναι καί ἡ προσευχή, ἡ προσωπική ἐπικοινωνία μέ κάθε Χριστιανό, καί ἡ μόνη παρουσία ἑνός ἁγίου, ἡ ἀπόκτηση δογματικῆς συνείδησης, καθώς καί ἡ διατύπωση καί διαφύλαξη τῶν δογμάτων, καί τελικά ἡ ἱεραποστολή πού γίνεται καί μετά τήν ἔνδοξη κοίμηση τοῦ ἁγίου, μέ τά θαύματά του, τίς πρεσβεῖες του, ἀκόμη καί τόν τάφο του. Ἡ κατά Χάρη θέωση ἑνός ἀνθρώπου περνᾶ ἀδιόρατα καί μυστικά, μερικές δέ φορές καί φανερά, μέσα στήν ζωή καί τήν λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ στὰ πλαίσια αὐτὰ συνδέεται ὀρθόδοξα καί ἐκκλησιαστικά ἡ ἡσυχία μέ τήν ἱεραποστολή.
Μιά ἱεραποστολή πού δέν ἔχει μέσα της τό στοιχεῖο τῆς ἡσυχίας, καί ἡ ὁποία ἡσυχία ἐκφράζεται μέ ὅλα τά πνευματικά χαρίσματα, τῆς ταπεινώσεως, τῆς μετανοίας, τῆς εἰρήνης, τοῦ σεβασμοῦ τῶν κανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, δέν εἶναι γνήσια».
Καί γι’ αὐτόν τόν λόγο, λοιπόν, εἶναι ζηλευτός καί ἀξιομίμητος ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος ἐγύρισε σχεδόν ὁλόκληρη τήν Ελλάδα. Ἐπί εἴκοσι χρόνια ἔκανε ἱεραποστολικό ἔργο! Ἱσαπόστολος, ἄλλος Παῦλος. Δέν ὑπάρχει ἄλλο παράδειγμα ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, πού νά ἐκοπίασε τόσο πολύ ἱεραποστολικά μετά τόν ἀπόστολο Παῦλο ὅσο ἐκοπίασε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς!
«Καί ποιό ἦταν τό ὁπλοστάσιό του τό θεολογικό; ἀναφέρει σέ μία ἀνακοίνωση συνεδρίου γιά τόν ἅγιο Κοσμᾶ, ὁ πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής Πανεπιστημίου. Ποιό ἦταν θά λέγαμε τό «ρεπερτόριο» τῶν ὁμιλιῶν του, τί κουβαλοῦσε μαζί του; Βιβλιοθῆκες, βιβλία, σοφίες, συγγράμματα σοφά; Ὅλο καί ὅλο εἶχε ἕνα πρόγραμμα τριῶν ὁμιλιῶν.
Ὅλες καί ὅλες οἱ ὁμιλίες, τίς ὁποῖες μέ πολύ κόπο καί μέ πολλή σοφία εἶχε συνθέσει, ἦταν σκελετοί τριῶν μόνον ὁμιλιών. Τρεῖς Διδαχές στίς ὁποίες προσέθεσε καί ἄλλες δύο, τίς ὁποῖες ὅμως χρησιμοποιοῦσε μόνο ὅταν παρίστατο λόγος. Τόν βασικό σκελετό τῶν τριῶν ὁμιλιῶν τόν ἔκανε σχεδόν σέ κάθε μέρος πού πήγαινε. Ὡστόσο, ὅμως, ἀναλόγως μέ τό ἀκροατήριο, τίς εἰδικές συνθῆκες, οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦσαν, προσέθεται ἤ ἀφαιροῦσε ὁρισμένα πράγματα, καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν παραλλαγές τῶν Διδαχῶν. Ψάχνουν οἱ κριτικοί νά βροῦν. Ἔχουμε τόσα χειρόγραφα καί κάθε χειρόγραφο παρουσιάζει μία διαφορετική μορφή τῆς Διδαχῆς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Τί συμβαίνει ἐδῶ; Ὁρισμένοι μάλιστα εἶπαν ὅτι δέν εἶχε ὁ ἅγιος δομή, δέν εἶχε σχέδιο στίς ὁμιλίες του καί ὅτι τά ἔλεγε ὅλα ἀνακατεμένα, ὅπως τύχαινε! Ἀσφαλῶς καί εἶχε σχέδιο ὁ ἅγιος καί εἶχε δομή στίς ὁμιλίες του. Ποιά, λοιπόν, ἦταν αὐτή ἡ δομή τῶν ὁμιλιῶν του, ἡ γενική, ἡ βασική;
Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁδοιπορώντας ἔφθανε στόν τόπο, ὅπου ἐπρόκειτο νά ὁμιλήσει, συνήθως ἀπόγευμα, ὁπότε ἐπέστρεφαν ἀπό τίς δουλειές τους τίς ἀγροτικές –οἱ χωρικοί κυρίως– κατάκοποι καί κουρασμένοι. Συγκεντρωνόταν, λοιπόν, ὁ κόσμος, καί ὁ ἅγιος, ἀφοῦ ἔστηνε τό θρονί καί τόν σταυρό ἤ μέσα στόν Ναό ἔκανε τήν πρώτη του Διδαχή. Τί περιελάμβανε ἡ πρώτη Διδαχή;
Ἄρχιζε ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα «Πρῶτα ἀπό τόν Θεό θά ἀρχίσουμε» ἔλεγε. Παρουσίαζε μέ ἁπλᾶ λόγια τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Παρουσίαζε τήν δημιουργία τῶν Ἀγγέλων, τήν πτώση τοῦ Ἑωσφόρου, προχωροῦσε στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, στήν ἁμαρτία τῶν πρωτοπλάστων καί στήν ἔξωσή τους ἀπό τόν Παράδεισο. Καί ἀφοῦ τελείωνε ἐντάσσοντας μέσα στό πλαίσιο αὐτό πολλά ἠθικά θέματα, ἀφοῦ τελείωνε ἔλεγε:
«Τώρα εἶστε κουρασμένοι. Ἄν θέλετε, φεύγω αὔριο τό πρωΐ, φθάνουν αὐτά πού σᾶς εἶπα. Ἄν δέν θέλετε, θά μείνω καί αὔριο τό πρωΐ λέμε καί τά ὑπόλοιπα». Παρέμενε, λοιπόν, καί ἀφοῦ γινόταν Θ. Λειτουργία ἤ εὐχέλαιο ἤ κάτι ἄλλο ἄρχιζε τήν δεύτερη Διδαχή του, ἡ ὁποία περιελάμβανε πλέον τήν Καινή Διαθήκη.
Ξεκινοῦσε ἀπό τήν γέννηση τῆς Παναγίας μας, τό ζεῦγος Ἰωακείμ καί Ἄννης, τά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, τόν Εὐαγγελισμό, τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅλα τά γεγονότα πού ἔχουν σχέση μέ τό ἔργο, τήν διδασκαλία καί τά θαύματα τοῦ Κυρίου. Ἡ δεύτερη αὐτή ὁμιλία ἔφθανε μέχρι τήν Σταύρωση, μέχρι τήν Μ. Πέμπτη. Καί ἐδῶ βέβαια ἀναπτύσσοντας αὐτά τά δόγματα, αὐτήν τήν διδασκαλία τό δόγμα καί τό ἦθος εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα. Δέν τά ξεχώριζε ποτέ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, καί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔβρισκε τήν εὐκαιρία νά αναπτύσσει στήν κατάλληλη συνάφεια ἠθικά θέματα.
Μετά ἀπό αὐτήν τήν δεύτερη ὁμιλία ἔλεγε. «Τώρα θά μείνω καί τό βράδυ νά σᾶς πῶ τά ἐπίλοιπα». Τά ἐπίλοιπα τῆς τρίτης Διδαχῆς ἦταν ἀπό τήν παράδοση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης μέχρι τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, τήν ἀποστολή τῶν δώδεκα ἀποστόλων καί τέλος τά περί ἐσχάτων καί τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου. Φυσικά πάλι μέ ενδιάμεσες ἀναφορές βασικῶν ἠθικῶν θεμάτων γιά νά «δέσουν» ἦθος καί δόγμα.
Ὅταν μερικές φορές συνέβαινε νά παρατείνει τήν παρουσία του σ’ ἕναν τόπο περισσότερο ἀπό δύο μέρες, εἶχε καί σχέδιο δύο ἄλλων Διδαχῶν. Τήν παρουσίαζε με ἀνάπτυξη πτωτοφανῆ καί ἐμβάθυνση, ἀλλά καί με ἁπλότητα συγχρόνως πού χαρακτηρίζουν τήν ἀνάλυση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ. Ἡ βάση τῆς Διδαχῆς ἦταν ἡ παραβολή τοῦ Σπορέως, ἀλλά ἐμπλουτιζόταν μέ πολλές διηγήσεις ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων, μέ παραδείγματα μετανοίας κ.λ.π. Τέλος ἡ πέμπτη Διδαχή ἀναφερόταν σέ πολλά καί ποικίλα θέματα. Στή δύναμη τοῦ Σταυροῦ, στό κομποσχοίνι, στό ρόλο τῶν αἰσθήσεων, τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ», κ. ἄ.
Μέ πέντε, λοιπόν, Διδαχές μόνον τρεῖς βασικές ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔκανε αὐτό πού ἔκαναν ὁ Χριστός καί οἱ Ἀπόστολοι. Ἄν πάρει κανείς ἀπό τά εὐαγγέλια τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας θά δεῖ ὅτι τόση περίπου εἶναι. «Ἔστι δέ καί ἄλλα πολλά ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐάν γράφηται καθ’ ἕν…». Εἶπε πολλά ὁ Χριστός. Καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς θά μποροῦσε νά πεῖ πολλά. Ἀλλά «θά σᾶς πῶ, λέγει, τά ἀναγκαιότερα». Καί σέ τρεῖς μόνον Διδαχές, μέ ἄλλες δύο συμπληρωματικές, μέ πέντε Διδαχές ἔκανε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς αὐτό τό θαῦμα τῶν Διδαχῶν, τό ὁποῖο θαυμάζουμε σήμερα….»[7].
«Στήν Κεφαλλονιά ἀκροατής τοῦ ἁγίου σημειώνει: «Ἡ διδασκαλία τοῦ προειρημένου κήρυκος εἶναι ἡ ἰδία ὁπού ἀναγινώσκομεν εἰς τά Θεῖα Εὐαγγέλια καί κατά διαδοχήν ἀπό τούς Ἀποστόλους εἰς τόν τετραμερῆν ἐκηρύχθη κόσμον[8], ἐξηγήθη ἀπό τούς Πατέρας τῆς Ὀρθοόξου Ἐκκλησίας, ἐστερεώθη μέ τά θεσπίσματα τῶν Γενικῶν Συνόδων. Ἐκήρυττε τόν Θεόν ὑπέρ πᾶν ἄλλο, τί νά σεβώμεσθεν καί νά ἀγαπῶμεν. Ἔλεγε τό χρέος ὁπού ἔχουν οἱ χριστιανοί νά ἀγαπῶσι τόν πλησίον, νά μήν μισοῦν τούς ἐχθρούς, νά τούς ἀγαθοποιοῦν δυνάμενοι, νά βοηθοῦν τοῖς χρειαζομένοις, νά νηστεύουν, νά εἶναι ἐγκρατεῖς οἱ γονεῖς νά ἀναθρέφουν τά τένα τους μέ μίαν ἀγαθήν καί χριστιανικήν ἀναθροφήν νά εἶναι ἀμοιβαία ἡ πίστις εἰς τούς ὑπανρεμμένους οἱ γυναῖκες νά εἶναι ὑποτεταγμένες τοῖς ἰδίοις ἀνδρᾶσιν[9]) οἱ υἱοί νά τιμοῦν τούς γονεῖς·νά πλησιάζουν συχνάκις εἰς τά θεῖα Μυστήρια[10]…οἱ λαοί νά σέβωνται τούς ἐκκλησιατικούς ἄρχοντες, οἱ ὑπήκοοι νά ἔχουν τελειωτάτην ὑποταγήν εἰς τον ἐδικόν τούς αὐθέντην καί ἡγεμόνα[11]. Τούτη εἶναι ἡ σύλληψις[12]…καί τό μυελόν[13]…ὅλης τῆς διδασκαλίας τοῦ προειρημένου κήρυκος….
Φρονῶ ἐγώ ὅτι, ὅποιος κήρυκας κηρύττει με ἁπλότητα ὁμοῦ καί καθαρότητα τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, χρέος οἱ χριστιανοί ἔχουσιν ἀπαραίτητον νά τόν ἀκούουν, νά τόν σέβωνται, νά τόν τιμοῦν·καί ὅσοι δέ τόν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀποστρεφόμενοι περιγελῶσι καί καταφρονοῦν τοιούτους θεοπνεύστως ρήτορας, τό ὄνομα εἶναι χριστιανοί, ὄχι τήν πρᾶξιν… Ἀγκαλά καί ὁ ρηθείς κήρυκας δέν ἐφανερώθη τόσον ὑστερημένος ἀπό ἐπιστημονικάς εἰδήσεις. Ἤκουσα μέ προσοχήν, ὡς ἄνω εἶπα, τέσσαρας διδαχάς του. Βαρβαρισμόν δέν ἐσημείωσα[14], τόν τρόπον τοῦ λέγειν καθαρῶς ἐπαίνεσα… Ὁ ἱεροκήρυκας Κοσμᾶς κατά τό προκείμενον[15] ἐπαράσταινε[16] τές γνῶμες τῶν ἁγίων Πατέρων, δέν ἐπρόφερε τά ὀνόματα ὅμως, κατά τήν κοινήν καί ὑπερήφανον συνήθειαν[17]… Ἤκουσα ἑτέραν διδαχήν, εἰς τήν ὁποίαν ἔκαμε ἐπίδειξιν πώς δέν εἶναι ἄμοιρος τῆς Φυσικῆς ἐπιστήμης: ἀνέφερε τοῦ κόσμου τήν κτίσιν κατ’ ἐκείνην ὁπού περιγράφεται εἰς τήν Γένεσιν, ἐφανέρωσε τά διάφορα συστήματα τῶν φιλοσόφων, ὡμίλησε ἐπάνω εἰς τήν φύσιν τῶν συστατικῶν τῶν οὐρανῶν καί ἐπάνω εἰς τόν ἀριθμόν τῶν πλανητῶν καί ἀπλανῶν ἀστέρων»[18].

[1] Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ὑμ.τ.Μ.τ.Χ.Ἐκ. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ….ζ΄ ὠδή
[2] Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ὑμ.τ.Μ.τ.Χ.Ἐκ. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ…..Λιτήν, καί Οἶκος
[3] Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, Ὑμ.τ.Μ.τ.Χ.Ἐκ. Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ…Λιτήν
[4]Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση Ἰούλιος 2007
[5] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση , Αὔγουστος 2002
[6] Ματθ. ε´, 312
[7] Εἰσήγηση σέ εἰδικό συνέδριο γιά τόν ἅγιο Κοσμά τόν Αἰτωλό, πού ὀργανώθηκε ἀπό τόν Σύλλογο «Τά Πάτρια» στό χωριό Ράχη τῆς Πιερίας.
[8] στά τέσσερα μέρη τοῦ κόσμου, ἀνατολή, δύση, βοριά καί νότο
[9] Ἐφεσ. 5.22
[10] νά κοινωνοῦν συχνά, νά μεταλαβαίνουν συχνά.
[11] Να πειθαρχοῦν ἀπόλυτα στην πολιτική ἐξουσία τῶν Τούρκων και τῶν Βενετῶν.
[12] περίληψη, συγκεφαλαίωση, σύνοψη.
[13] νοῦς, οὐσία, περιεχόμενο.
[14] Εἶναι δύσκολο νά προσδιορίσει κανείς ποιές λέξεις ἐννοεῖ ὁ ἐπιστολογράφος.
[15] Κατά τήν ἀνάπτυξη τοῦ θέματός του.
[16] Περιγράφω, ἀναφέρω, λέω.
[17] ὅπως συνηθίζουν νά κάνουν οἱ ἱεροκήρυκες, μέ ὑπερηφάνεια γιά τή σοφία τους.
[18] Κεφαλληνιακά Χρονικά τόμ. 4ος, 19801982. Γ. Ἀλισανδράτου: Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός στήν Κεφαλλονιά καί τή Ζάκυνθο, 1777, σ. 188, ἀνέκδοτη ἐπιστολή ἑνός ἀκροατή του.