ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ.Ο θεολόγος της παραδόσεως.
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Ο δεύτερος χριστιανικός αιώνας ανοίγει με τη μεγάλη αποστολική και πατερική μορφή του Ιγνατίου και κλείνει με το μεγάλο θεολόγο της Παραδόσεως Ειρηναίο. Και οι δύο αυτοί Πατέρες και Διδάσκαλοι αποτελούν τους γνησιότερους και σημαντικότερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως τον δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων. Η σχέση μεταξύ τον δύο ανδρών είναι βαθειά. Ο Ειρηναίος κατανοείται σαν συνέχεια κι επέκταση του Ιγνατίου. Τη θεολογία του ο Ειρηναίος ασκεί με τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ανατολής και την εμπειρία της Δύσεως. Φέρνει την παράδοση της μικρασιατικής Ανατολής και γνωρίζει τα προβλήματα της Δύσεως.
Νέο κλίμα. Η παρουσία του Ειρηναίου στο χώρο της Εκκλησίας και της θεολογίας στο τέλος του Β' αι. σημαίνει τη δημιουργία νέου κλίματος: τη στέρεη επανασύνδεση της θεολογικής σκέψεως με την αποστολική και ιγνατιανή Παράδοση και τη γνήσια προέκτασή της, ώστε να καταστή επαρκής προς αντιμετώπιση τον προβλημάτων της εποχής.
Υπέρβαση τον κλίματος των απολογητών. Από το 140 μέχρι το 185 περίπου κυριάρχησε σχεδόν η απολογητική θεολογία με κάποιες εξαιρέσεις, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν του Διονυσίου Κορίνθου ( + 180;). Η τακτική της απολογίας φαίνεται να κούρασε, αν δεν απογοήτευσε την Εκκλησία. Έτσι τώρα στο πρόσωπο του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκιμάζει να ξεπεράση το κλίμα των απολογητών, διότι ούτε οι θεολογικοφιλοσοφικές τους προϋποθέσεις ούτε η τακτική τους φαίνονται πρόσφορες για την αντιμετώπιση της συγκλονιστικής κρίσεως, την οποία προκάλεσε ο γνωστικισμός, ο μοντανισμός και η εξασθένηση της Παραδόσεως με τους απολογητές. Βέβαια το φαινόμενο του γνωστικισμού είναι πολύ παλαιότερο. Στην εποχή όμως του Ειρηναίου η Εκκλησία δοκίμασε στο μέγιστο βαθμό τις συνέπειες και την επίδρασή του στους κόλπους της. Πόσο μεγάλος και πραγματικός υπήρξε ο κίνδυνος από την παρουσία και τη δράση του γνωστικισμού φανερώνουν αφ’ ενός μεν η ευρεία χρήση βιβλικών στοιχείων από τα ποικίλα γνωστικά συστήματα, αφ’ ετέρου δε ο ισχυρισμός τους ότι κατέχουν απόκρυφε ς παραδόσεις (Έλεγχος A 25, 5), που έρχονται απ’ ευθείας από τον Κύριο και που είναι ανώτερες από αυτές που διέσωσε η Εκκλησία. Έτσι το πρόβλημα της αντικρούσεως του γνωστικισμού έγινε πρόβλημα ερμηνευτικό και ιστορικό. Οι γνωστικοί, παρερμηνεύοντας τη Γραφή (Α 8,1• 9,1• 19,1• 20,2), διέστρεφαν τη θεία αποκάλυψη και κατέληγαν στη διαρχία και την απαισιοδοξία. Ο Ειρηναίος, ερμηνεύοντας για να τους αντικρούση, δημιούργησε την περίφημη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, τονίζοντας την ενότητα του κόσμου και δίνοντας ελπίδα στον άνθρωπο. Προσπαθώντας δε να δείξη ανυπόστατες ιστορικά τις δήθεν γνήσιες παραδόσεις τους, ωδηγήθηκε στη θεολογία της Παραδόσεως και αποκάλυψε τελεσίδικα για την Εκκλησία την ψευδοχριστιανικότητα του γνωστικισμού. Αυτή υπήρξε η εσωτερική τακτική της θεολογίας του Ειρηναίου, στον οποίο μάλιστα θετικό και αρνητικό στοιχείο αποτελούν ενιαίο πνευματικό αγώνισμα με δύο όψεις. Υπήρξε από τους πρώτους χριστιανούς συγγραφείς που κατανόησε ότι, εκθέτοντας και αναλύοντας το μη αληθές (=το γνωστικισμό), προσεγγίζομε και ψαύομε το αληθές (=το χριστιανισμό). Ερευνώντας και συνειδητοποιώντας το αληθές, διακρίνομε και δείχνομε εύκολα τι δεν είναι αληθές. Από τους απολογητές διέφερε βασικά στο εξής: οι απολογητές απολογούνται και υπερασπίζουν το χριστιανισμό με τη βοήθεια φιλοσοφικών και παλαιοδιαθηκικών όπλων περισσότερο. Ο Ειρηναίος καταπολεμεί κυρίως (δεν απολογείται) τους εχθρούς της Εκκλησίας με όπλα της Εκκλησίας περισσότερο. Έτσι γίνεται και ο κύριος εισηγητής της πολεμικής λεγομένης θεολογίας, η οποία στην πορεία του χριστιανισμού έδωσε τα σπουδαιότερα θεολογικά έργα και η οποία στη βάση της είναι πρώτιστα έργο κι επίτευγμα θετικό, παρά τον εξωτερικά αρνητικό της χαρακτήρα. Οι απολογητές προσέφευγαν στη βοήθεια της φιλοσοφικής σκέψεως, διότι πίστευαν στη δυνατότητά της να φθάση στην αλήθεια έστω και μερικώς (Ιουστίνος: σπερματικός λόγος, Αθηναγόρας: συμπάθεια και θεία πνοή κλπ.). Ο Ειρηναίος βασίσθηκε αποκλειστικά στη θεολογική σκέψη, διότι πίστευε ότι η αλήθεια που υπάρχει μόνο στην Εκκλησία είναι το μόνο αληθινό και αποτελεσματικό όπλο. Όπως και οι άλλοι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας έτσι και ο Ειρηναίος δημιούργησε στο πλαίσιο της Παραδόσεως, την οποία αύξησε, υιοθετώντας την και εκκινώντας από αυτή. Χρησιμοποίησε τους προγενέστερούς του εκκλησιαστικούς συγγραφείς (από Κλήμεντα Ρώμης και Ιγνάτιο μέχρι Μελίτωνα), χωρίς τούτο να σημαίνη ότι αγνοούσε και αδιαφορούσε τελείως για τους θύραθεν (Spanneut, Schoedel), όπως υπέθεσαν πολλοί. Η διάκριση π.χ. στον άνθρωπο σώματος, ψυχής και πνεύματος απηχεί την πλατωνική φιλοσοφία. Τέλος, ο Ειρηναίος έγινε δημιουργός στο χώρο της Παραδόσεως, διότι ήθελε πάντοτε να είναι μάρτυς της Παραδόσεως.
Ανακεφαλαίωση. Έτσι ωνομάσθηκε από τον Ειρηναίο η όλη θεία οικονομία και η δια του Χριστού σωτηρία του ανθρώπου. Ο Ιερός αυτός άνδρας έφθασε πρώτος σε τόσο πλήρη θεώρηση της ιστορίας και της θείας οικονομίας, ερμηνεύοντας ορθά τα βιβλικά δεδομένα και την Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Χριστός, που γεννάται αχρόνως—ανάρχως (Β 30,9) και όχι εν χρόνω, όπως φρονούσαν γενικά οι απολογητές, ανακεφαλαιώνει την πλάση όλη στο θεανθρώπινο πρόσωπό του. Δηλαδή αναδημιουργεί τον πεσόντα κόσμο και ανακαινίζει αυτόν βάσει του εαυτού του, παρέχοντας τον εαυτό του προς μετοχή και ως πρότυπο. Ο άνθρωπος μόνο στο Χριστό συνειδητοποιεί το που έγκειται το «κατ’ εικόνα» του και μόνο δια του έργου του Χριστού επιτυγχάνει το «καθ’ ομοίωσιν». Και τούτο διότι ο Λόγος προ της ενανθρωπήσεως του ήταν αόρατος, δεν ήταν προσιτός εις τον άνθρωπο (Ε 16,2). Το έργο του Χριστού αποτελεί απάντηση στην ατυχή προσπάθεια του Αδάμ. Όπου απέτυχε ο πρώτος Αδάμ, έπρεπε να πετύχη ο νέος Αδάμ χάριν της σωτηρίας των επιγόνων του πρώτου Αδάμ και της αποκαταλλαγής τους προς το Θεό (Ε 16, 3). Ο άνθρωπος εν Χριστώ επιστρέφει στην προπτωτική μακαρία κατάσταση, πορεύεται προς τον τελικό του σκοπό, η φύση αποκαθίσταται (Α. Θεοδώρου) και επαναλαμβάνεται η διακοπείσα πορεία προς την τελείωση με νέες προϋποθέσεις. Η τελική όμως φάση της ανακεφαλαιώσεως θα πραγματοποιηθή στα έσχατα, μεταϊστορικά.
Το μέγα θεολογικό θεμέλιο της ανακεφαλαιώσεως είναι ο ρεαλισμός, βιβλικός και ιγνατιανός. Αφορμή της οι γνωστικοί που δεν είχαν ρεαλισμό κι έτσι έβλεπαν στα γεγονότα της ΚΔ σχήματα και ανυπόστατα φαινόμενα, που γι’ αυτό δεν εξηγούσαν το μυστήριο του κόσμου και δεν έσωζαν τον άνθρωπο. Ο Ειρηναίος αναγνώρισε την πραγματικότητα στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού κι έτσι μόνο συνειδητοποίησε την «τραγωδία» (Α 4,3) του κόσμου και προχώρησε στην υπέρβασή της: συνέλαβε την ενότητα της αρχής του κόσμου, όταν οι γνωστικοί διασπούσαν την αρχή αυτή σε δύο (θεός πατήρ—δημιουργός)• αναγνώρισε γενικά το ενιαίο στην πορεία της Ιστορίας• τόνισε την ταυτότητα του Μονογενούς με το Σωτήρα, του Λόγου με το Χριστό, που οι γνωστικοί τα ήθελαν διαφορετικά πρόσωπα. Η διάσπαση και η διαπίστωση της τραγωδίας του κόσμου ωδηγούσε στην απαισιοδοξία, διότι αντιμετωπιζόταν με σχηματικούς αφορισμούς και όχι με το ρεαλισμό του προσώπου του Χριστού, που δημιουργεί την αισιοδοξία: «ει μη συνηνώθη ο άνθρωπος τω Θεώ, ουκ αν ηδυνήθη μετασχείν της αφθαρσίας» (Γ 18,7). Τούτο δε ήταν δυνατό μόνο και μόνο, διότι πραγματικά «ο Θεός άνθρωπος εγένετο» (Γ 21,1). Την παραπάνω ενότητα και το λυτρωτικό έργο του Χριστού αναγνώριζαν βέβαια και οι απολογητές, αλλά εκπροσωπούσαν γενικά μία υπεραισιοδοξία για τον κόσμο, που βασιζόταν στη μη ορθή εκτίμηση της τραγωδίας του κόσμου. Έτσι το έργο του Χριστού φαινόταν κάπως συμπληρωματικό, διορθωτικό, βελτιωτικό μόνο, ενώ η ανακεφαλαίωση του Ειρηναίου σημαίνει ριζική, συγκλονιστική, εξ υπαρχής νέα δημιουργία, νέα πλάση, όπως ο Χριστός είναι νέος Αδάμ. Για πρώτη φορά δηλ. το μυστήριο της ενανθρωπήσεως παίρνει στη θεολογία της Εκκλησίας τόσο ορθές και βαθειές διαστάσεις. Και για πρώτη φορά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως γινόταν φανερό πως ο γνωστικισμός δεν είχε— δε μπορούσε να έχη—σχέση με την Εκκλησία. Επομένως ο χριστιανικός γνωστικισμός ήταν απατηλό σχήμα, μέσο συγχύσεως και κίνδυνος για τη γνησιότητα της Εκκλησίας.
Στο έργο της ανακεφαλαιώσεως έχει σπουδαία θέση και η Θεοτόκος. Ο ρόλος της είναι «σωτηριώδης», καθόσον συμβάλλει στην πνευματική αναμόρφωση του πιστού. Η Εύα παρακούσασα έγινε αρχή της πτώσεως, ενώ η Μαρία «υπακούσασα» έγινε «αίτια σωτηρίας» για ολόκληρη την ανθρωπότητα (Γ 22,4). Η προσφορά της Θεοτόκου είναι λοιπόν πολύ περισσότερο από παραδειγματική.
Ο ρεαλισμός του Ειρηναίου εκτείνεται σε όλα τα θέματα που αφορούν τη σωτηρία, ακριβώς διότι βασίζεται στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι π.χ. η θεία Ευχαριστία συνιστά γεγονός απόλυτα ρεαλιστικό, γι’ αυτό και καθιστά δυνατή την ανάσταση των νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά την Ευχαριστία και διότι ο άνθρωπος κοινωνεί και μετέχει του πραγματικού Χριστού, είναι αληθινή η ανάσταση των νεκρών. Οι προγενέστεροί του εκκλησιαστικοί συγγραφείς, που ασχολήθηκαν με το θέμα της αναστάσεως, δε βασίσθηκαν για τη δικαίωσή της στον ευχαριστιακό ρεαλισμό, όπως έκαμε ο Ειρηναίος, αλλά οι περισσότεροι ζητούσαν επιχειρήματα από τον κόσμο της λογικής και της φυσικής πραγματικότητος.
Τέλος, ο Ειρηναίος έχει τόσο βαθειά συνείδηση της σημασίας της εν Χριστώ και δια Χριστού ανακεφαλαιώσεως, ώστε εισάγει αυτήν ρητώς εις το βαπτιστήριο Σύμβολο, όπως χαρακτηρίζεται σύντομη και τυποποιημένη ομολογία πίστεως, την οποία παραθέτει στο έργο του: «Εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα... και εις ένα Χριστόν Ιησούν... επί το "ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα"» (Α 10, 1).
Η θεολογία της Παραδόσεως. Η άλλη σπουδαία και δημιουργική όψη της ειρηναιϊκής σκέψεως είναι η θεολογία της Παραδόσεως, που συνδέεται τόσο οργανικά με τη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως, ώστε να μη διακρίνη κανείς ποιά προηγείται της άλλης και να μη νοούνται η μία χωρίς την άλλη. Η θεολογία της Παραδόσεως είχε αφορμή τη διάθεση (και πράξη) των γνωστικών και των αιρετικών να υποτιμούν και να αγνοούν την ιστορικότητα του Χριστού και της αποστολικής παραδόσεως, κάτι που τους παρείχε την άνεση να δημιουργούν δικές τους παραδόσεις. Ήταν επικίνδυνα συχνός ο ισχυρισμός τους, ότι κατείχαν παραδόσεις που ο Χριστός εμπιστεύτηκε μυστικά στους αποστόλους, από τους οποίους πάλι τις έλαβαν γνωστικοί (Α 25, 5) και τις παρέδιδαν μόνο στους μυημένους, διότι ήσαν ανώτερες από αυτές που διατήρησε η Εκκλησία. Η πρώτη αντίδραση του Ειρηναίου ήταν να δείξη, ότι ο Ουαλεντίνος και οι άλλοι επιφανείς γνωστικοί δε γνώρισαν το Χριστό και δεν άκουσαν τι είπε στους αποστόλους κατά την ανάληψή του, ώστε να διασώσουν λόγους του και διδασκαλίες του. Τουναντίον πλησίον του Κυρίου ήσαν οι της «Καινής διαθήκης πολίται»,οι οποίοι μόνοι άκουσαν και διέσωσαν διδασκαλίες του Κυρίου (Γ 12, 5). Υπογραμμίζοντας το τελευταίο τούτο, έχει ο Ειρηναίος τον ιστορικό κρίκο μεταξύ Χριστού και μεταποστολικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Έχει δηλαδή τη δυνατότητα να υποδείξη τις πηγές της παραδόσεως και τη γνησιότητά της δια της κατονομάσεως των προσώπων, που διαδοχικά παραλάμβαναν και παρέδιδαν τη διδασκαλία του Κυρίου και των αποστόλων. Έτσι δημιουργείται το επιχείρημα της ιστορικής παραδόσεως, την οποία μπορεί κανείς να ελέγξη και να αποδείξη ιστορικά. Η σκέψη αυτή σε γενικές γραμμές μας είναι γνωστή από τον Ηγήσιππο, αλλά στον Ειρηναίο βρίσκει την ανάπτυξή της και την αναγωγή της σε θεολογία, ώστε να πεισθούν οι ενδιαφερόμενοι ότι μόνο η Εκκλησία είχε τη γνήσια Παράδοση και μόνο αυτή μπορούσε να την αποδείξη, διότι μόνο η Εκκλησία μπορούσε να απαριθμήση σε κάθε τοπική Εκκλησία τους επισκόπους—πρεσβυτέρους, που έγιναν κατά σειρά διάδοχοι των αποστόλων και παραλήπτες της Παραδόσεώς τους. Έχομε λοιπόν τις μαρτυρημένες ιστορικά αποστολικές διαδοχές ως εγγύηση γνησιότητος στην Εκκλησία. Με τον τρόπο αυτό η Παράδοση, παίρνοντας τις ορθές διαστάσεις της, αποβαίνει στον Ειρηναίο το γενικώτατο και ευρύτατο πλαίσιο, εντός του οποίου υπάρχει παν ό,τι είναι και έχει η Εκκλησία και άρα και η Γραφή, που αποτελεί το πρώτο γραπτό στοιχείο της Παραδόσεως. Ο Ειρηναίος δε θεωρεί τη Γραφή κάτι ξεχωριστό από την Παράδοση, δεν είναι μέγεθος ιδιαίτερο, αλλά όψη, στοιχείο, πλευρά διακεκριμένη (όχι χωρισμένη) στο πλαίσιο της όλης Παραδόσεως, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει στο σύνολό της «κανόνα της αληθείας» (Α 9, 4) και θεωρεί «ακλινή» και «βεβαία» (Α 9, 5), όρο, κριτήριο και πλαίσιο ζωής του πιστού. Οι ζωντανοί φορείς της Παραδόσεως έχουν στον Ειρηναίο μεγαλύτερη σημασία από τα κείμενα της ΚΔ, κάτι που ισχύει απόλυτα και για τον Ιγνάτιο. Οι φορείς αυτοί ονομάζονται επίσκοποι ή πρεσβύτεροι. Ο όρος πρεσβύτεροι σημαίνει πρώτιστα τους εγγυητές της γνήσιας Παραδόσεως.
Η Παράδοση παρά την κοινωνική, πολιτιστική και γεωγραφική διαφορά των τοπικών Εκκλησιών είναι η αυτή παντού (Α 10, 2). Πρόκειται για φαινόμενο εσωτερικής πνευματικής ζωής, που δεν εμποδίζεται από τον ποικίλο εξωτερικό τρόπο ζωής και το είδος της γλώσσας, μέσω της οποίας εκφράζεται. Η διαφύλαξη της εσωτερικής ταυτότητος και γνησιότητος της Παραδόσεως οφείλεται στο ότι διαθέτει «δύναμη»: «η δύναμις της Παραδόσεως» (αυτόθι). Είναι λοιπόν η Παράδοση δυναμικό γεγονός και γι’ αυτό ζη τη διαδικασία της αυξήσεως, χωρίς κατ’ ουσίαν να μεταβάλλεται. Και τούτο διότι αύξησή της δε σημαίνει αλλαγή και επινόηση άλλης αληθείας, δε σημαίνει την κήρυξη άλλου Χριστού και άλλου δημιουργού Θεού (Α 10, 3), αλλά την είσοδο βαθύτερα στην ίδια αλήθεια, με σκοπό την αναγωγή σε περισσότερες όψεις της ίδιας αληθείας, στην περαιτέρω διείσδυση στο θέλημα του Θεού, στην ευρύτερη κατανόηση της θείας οικονομίας (αυτόθι). Τη διαδικασία αυτή, που στην ιστορία δε μπορεί να έχη τέλος, θεμελιώνει ο Ειρηναίος στους παυλείους λόγους περί του βάθους του πλούτου του Θεού, της σοφίας και της θείας γνώσεως και περί του ότι τα κρίματα, το θέλημα του Θεού, η αλήθεια, είναι ανεξερεύνητα (αυτόθι). Ένεκα του άπειρου της αληθείας ο Θεός θα διδάσκη πάντοτε τον άνθρωπο και ο άνθρωπος θα μαθαίνη συνεχώς από το Θεό περί του Θεού (Β 28, 3). Είναι προφανές ότι η αύξηση της Παραδόσεως συνδέεται άρρηκτα με την αύξηση του ανθρώπου γενικά.
Η αύξηση του ανθρώπου. Η έννοια και η πραγματικότης της αυξήσεως είναι συνέπεια των θεολογικών προϋποθέσεων του Ειρηναίου. Είναι η τακτική, η «τάξις» και «ο ρυθμός» της θείας οικονομίας (Δ 38, 3). Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε νήπιος, έγινε για να αυξηθή και να προκόψη εν Θεώ (Β 22, 4). Ο Θεός «έπλασεν αυτόν εις αυξησίν τε και ακμήν» (Δ 11, 1). Η «προκοπή» του σε μία εποχή αποτελεί εκάστοτε το «πλείον» (Δ 11, 2-3) εν σχέσει με ό,τι είχε στο παρελθόν. Η προκοπή είναι συνεχής και αφορά στη γνώση της αληθείας και την ηθική βελτίωση (Δ 11, 3• Δ 9, 2-3• Δ 38, 1-3) με τη βοήθεια του αγ. Πνεύματος. Την αύξηση του ανθρώπου σε θεογνωσία διαπιστώνει ο Ειρηναίος όχι μόνο σχετικά με την παλαιοδιαθηκική εποχή (Δ 38, 2), αλλά και στην εποχή της Εκκλησίας. Πρόκειται για διαδικασία που αφορά στην πορεία του ενωμένου με το Θεό ανθρώπου, του χριστιανισμού γενικά, που θα προοδεύη χωρίς να αλλάζη κάτι από την ήδη παραδοθείσα θεογνωσία. Έτσι λοιπόν η δημιουργία, η ανακεφαλαίωση, η Παράδοση και η αύξηση αποτελούν όψεις του μυστηρίου της θείας οικονομίας, ο χαρακτήρας του οποίου είναι σαφώς δυναμικός, για να γίνεται ο άνθρωπος θεός. Η γνώση του Θεού, για την οποία ενδιαφέρεται ο Ειρηναίος, δεν είναι θεωρητική αναγωγή, αλλά έκφραση εμπειρίας την οποία έχει ο άνθρωπος καθόσον μετέχει στον ίδιο το Θεό: «μετοχή δε Θεού εστί το γινώσκειν τον Θεόν» (Δ 20, 5). Στην ίδια συνάφεια εξηγεί ο Ειρηναίος ότι ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, καθόσο εισέρχεται σ’ αυτήν και ζη εν αυτή, όπως για να ίδη κανείς το φως πρέπει να εισέλθη σ’ αυτό: «ώσπερ οι βλέποντες το φως εντός εισί του φωτός και της λαμπρότητος αυτού μετέχουσιν, ούτω και οι βλέποντες τον Θεόν εντός εισί του Θεού, μετέχοντες αυτού της λαμπρότητος» (αυτόθι). Η μετοχή ή κοινωνία ή θέα του Θεού έχει σαν αποτέλεσμα «ζωήν και φως» (Ε 24, 2 και ο 20, 5), δηλαδή πνευματική απόλαυση και γνώση, ικανοποίηση του όλου πνευματικού ανθρώπου. Και στο σημείο τούτο διαπιστώνομε ότι ο Ειρηναίος με τον έντονο ρεαλισμό του είναι ο συνεχιστής της ιγνατιανής θεολογίας, την οποία σαφώς αυξάνει, και όχι της θεολογίας των απολογητών.
Ο ιερός άνδρας υιοθέτησε τη λαϊκή αντίληψη των χρόνων του περί της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού και των εκλεκτών του επί της γης και την ενσωμάτωσε στη θεολογία της ανακεφαλαιώσεως και αυξήσεως.
Το πρωτείο αληθείας. Η περίπτωση του Διονυσίου Κορίνθου, που έδρασε περί το 160-180 και έγινε φορέας του πρωτείου αληθείας, επαναλαμβάνεται στον Ειρηναίο. Ο τελευταίος, μολονότι επισκοπεύει στην άσημη και μακρυνή επισκοπή της Λυών, συμβουλεύει, επιπλήττει και επιβάλλει τις απόψεις του στην πρώτη, την ένδοξη και πανίσχυρη επισκοπή της Ρώμης. Αυτό συνέβη, διότι ο Ειρηναίος εξέφραζε την αλήθεια, την ορθή απάντηση στη μεγάλη κρίση της εποχής του και μάλιστα στο πρόβλημα της επιεικείας (έναντι μετανοούντων) και της ενότητος της Εκκλησίας (παρά τις υφιστάμενες ριζικές διαφωνίες για τον εορτασμό του Πάσχα στη Ρώμη και τη Μικρασία). Η αλήθειά του, που στο μεταξύ αναγνωρίσθηκε, του έδινε το προβάδισμα, το πρωτείο έναντι άλλων να συμβουλεύη. Η αναφορά του Ειρηναίου (Γ 3, 2) στην Εκκλησία της Ρώμης με τρόπο ιδιαίτερα τιμητικό για τη γνησιότητα της παραδόσεώς της δεν αλλάζει την ιστορική πραγματικότητα, κατά την οποία πρωτείο = αλήθεια εξέφρασε ο Ειρηναίος και όχι ο ισχυρός επίσκοπος Ρώμης. Η στάση λοιπόν του Ειρηναίου πρέπει να γίνη ερμηνευτικός όρος του κειμένου του, που θέλει τις Εκκλησίες ή τους πιστούς να «συμφωνούν με την Εκκλησία της Ρώμης ή να προσέρχωνται σ’ αυτή». Είναι γνωστό πως ο Ειρηναίος στην πράξη δε ζητεί από την Εκκλησία της Εφέσου να συμφωνήση με την Εκκλησία της Ρώμης, δηλ. δεν καταφάσκει το χωρίο του, όπως είναι στη λατινική. Επομένως ή το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο του Ειρηναίου ήταν διαφορετικό ή το χωρίο, όπως έχει, δεν αποδίδει πράγματι πρωτείο εξουσίας στην Εκκλησία της Ρώμης, αλλά είδος τιμητικής διακρίσεως μόνο ένεκα της ιστορίας της και της προελεύσεώς της από τους δύο κορυφαίους αποστόλους. Πιθανόν ακόμη να αφορά η σχετική φράση στις πολλές σχισματικές χριστιανικές ομάδες, που συχνά σχηματίζονταν στη Ρώμη με αποτέλεσμα να δημιουργούν σύγχυση στους απλούς πιστούς και τους νεήλυδες χριστιανούς (Π. Χρήστου). Στην αρχαία Εκκλησία κατά συνέπεια δεν εμφανίζεται το πρωτείο εξουσίας, αλλά το πρωτείο αληθείας, αφού και όταν ο επίσκοπος Ρώμης απειλούσε τις μικρασιατικές Εκκλησίες πρόβαλλε συνήθως την ορθότητα και την παραδοσιακότητα της θέσεώς του και όχι κάποια εξουσία.
Ο Ειρηναίος στη θεολογία και τη μνήμη της Εκκλησίας. Η θεολογική σκέψη του Αθανασίου και των άλλων μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας είναι αδιανόητη χωρίς την προσφορά του Ειρηναίου. Η θεολογία του περί ανακεφαλαιώσεως, Παραδόσεως και αυξήσεως έγιναν ζωή, φρόνημα και Παράδοση της Εκκλησίας. Εν τούτοις το συγγραφικό έργο του Ειρηναίου σχεδόν λησμονήθηκε στη Δύση και την Ανατολή. Ίσως διότι έλειψε ο κίνδυνος του γνωστικισμού, με αφορμή του οποίου θεολόγησε ο Ειρηναίος. Ίσως διότι τελείως νέα προβληματολογία κυριάρχησε από τον Δ' αιώνα και εξής: Τριαδολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία. Και στο χώρο αυτό η Εκκλησία ζητούσε κάτι πέρα της προσφοράς του Ειρηναίου.
ΒΙΟΣ
Ο Ειρηναίος μνημονεύεται από πολλούς μεταγενέστερούς του (Τερτυλλιανός, Κλήμης Αλεξ., Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιφάνιος Κύπρου, Θεοδώρητος, Μάξιμος Ομολογητής, Αυγουστίνος, Φώτιος κ.ά.), αλλά όλοι γνωρίζουν περί του βίου του ό,τι διέσωσε ο Ευσέβιος (Εκκλησ. ιστ. Ε 3-8). Και αυτός όμως κυρία πηγή είχε μόνο τα έργα του Ειρηναίου, που δυστυχώς δεν είναι πλούσια σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η γέννηση του Ειρηναίου τοποθετείται μεταξύ 130 και 140. Στην εφηβική του ηλικία γνώρισε και άκουσε τον Πολύκαρπο Σμύρνης. Πλησίον αυτού έζησε φαίνεται μερικά έτη, όσα ήσαν αναγκαία για τη μύησή του στην αποστολική Παράδοση, όπως την παρέδιδε ο ακουστής του Ευαγγελιστού (ή του Πρεσβυτέρου) Ιωάννου Πολύκαρπος, και για τη θεολογική του κατάρτιση που συμπληρώθηκε αλλού και ίσως και στη Ρώμη, όπου ήταν δυνατό να γνωρίση καλά τα γνωστικά συστήματα.
Αίφνης το 177 πληροφορούμεθα ότι βρίσκεται στη Λυών ως πρεσβύτερος. Την εποχή αυτή ήταν πολύ σύνηθες το να μεταναστεύουν μικρασιάτες στη Γαλλία. Φαίνεται μάλιστα ότι πολλοί πιστοί της Λυών προέρχονταν από την Ανατολή, με αποτέλεσμα ο κοσμοπολιτισμός να χαρακτηρίζη το περιβάλλον, όπου έδρασε ο Ειρηναίος. Από τη Λυών μεταβαίνει το ίδιο έτος στη Ρώμη, απεσταλμένος των χριστιανών της πόλεως αυτής, που πολλοί και οι σημαντικώτεροι των οποίων είχαν φυλακισθή στη διάρκεια του φοβερού διωγμού του Μάρκου Αυρηλίου. Ίσως μάλιστα οι χριστιανοί της Λυών να είχαν ήδη εγκρίνει τον Ειρηναίο ως επικεφαλής και υπεύθυνο της Εκκλησίας τους, αφού ο επίσκοπός τους Ποθεινός και πολύ γέρων και φυλακισμένος ήταν. Αυτό όμως δε νομίζομε ότι σημαίνει και την επισκοποποίηση του Ειρηναίου, όπως υπέθεσαν πολλοί. Στη Ρώμη ήρθε με συστατική επιστολή, εξαιρετικά επαινετική για το πρόσωπό του, και με σκοπό να πείση τον Ελεύθερο (174-189) περί του ότι δεν πρέπει να εναντιωθή στον επίσκοπο Εφέσου, ο οποίος αντιμετώπιζε με επιείκεια τους μετανοούντες (Nautin).
Όταν επέστρεψε στη Λυών, πολλοί χριστιανοί είχαν μαρτυρήσει και μαζύ τους ο επίσκοπος Ποθεινός, τον οποίο διαδέχθηκε αμέσως ο Ειρηναίος το 177 ή 178. Κατά τον Nautin τα γεγονότα αυτά έλαβαν χώρα το 175 και ο Ειρηναίος έγινε επίσκοπος και της Βιέννης. Έτσι εξηγεί και ότι την περίφημη Επιστολή (=Μαρτύριο) περί των μαρτύρων της Λυών προς τις Εκκλησίες Ασίας και Φρυγίας έγραψε ο ίδιος ο Ειρηναίος εκ μέρους των δύο αυτών Εκκλησιών. Ως επίσκοπος εργάσθηκε για την καταπολέμηση των γνωστικών και τη διάδοση του χριστιανισμού μεταξύ των Κελτών, χρησιμοποιώντας κατά πάσα πιθανότητα τη γλώσσα τους. Η γνήσια παράδοσή του και η αλήθεια που εξέφραζε του έδωσαν τη δυνατότητα να παίξη ρόλο σημαντικό χάριν της ενότητος της όλης Εκκλησίας. Στη μεγάλη διένεξη των χρόνων του, εξ αφορμής του χρόνου εορτασμού του Πάσχα (η Μικρασία το εώρταζε τη 14η του μηνός Νισάν, η Ρώμη την πρώτη Κυριακή μετά την ημερομηνία αυτή), αναμίχθηκε έντονα με αποτέλεσμα να υποχωρήση ο Ρώμης Βίκτωρ (189-198), που ήθελε να απόσχιση τις μικρασιατικές Εκκλησίες. Στην Επιστολή του προς Βίκτωρα συναντάμε για πρώτη φορά τη θεολογία της ενότητος και της ποικιλίας εθών μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών. Η επέμβαση αυτή είναι το τελευταίο γνωστό στοιχείο της ζωής του Ειρηναίου και συνέβη μάλλον περί το 192-195. Ο Γρηγόριος Τουρώνης στο τέλος του ΣΤ' αιώνα πληροφορεί ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε το 202 επί Σεπτιμίου Σεβήρου (Historia Francorum 127), κάτι που δεν απορρίπτεται, αλλά και δεν επιβεβαιώνεται από τις αρχαίες πηγές. Η Ανατολική Εκκλησία, υιοθετώντας την παράδοση ότι ο Ειρηναίος μαρτύρησε, τιμά τη μνήμη του στις 23 Αύγουστου και η Δυτική στις 28 Ιουνίου.
(Πατρολογία τόμος Α,Αθήνα 1991, σελ. 294-305)