Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός

       Τῇ ΚΔ’ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


Τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Κοσμᾶ τοῦ Ἰσαποστόλου τοῦ Αἰτωλοῦ.



Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ´

«Θείας πίστεως, διδασκαλίᾳ, κατεκόσμησας, τὴν Ἐκκλησίαν, ζηλωτὴς τῶν Ἀποστόλων γενόμενος· καὶ κατασπείρας τὰ θεῖα διδάγματα, μαρτυρικῶς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Κοσμᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος».

Διδαχή Δ΄

Ποίος ηξεύρει, αδελφοί μου, να μου ειπή, ο ήλιος φωτεινός είναι ή σκοτεινός; Μου φαίνεται όλοι σας το γνωρίζετε, ότι είναι φωτεινός και τα πάντα φωτίζει. Είναι όμως μερικά ζώα οπού τα λέγουν νυχτερίδες, και άλλα κουκουβάγιες, και όταν βγη ο ήλιος θαμβώνονται και σκοτίζονται και δεν βλέπουν, και όταν νυκτώση, τότε βλέπουν. Έτσι είναι και εις τα Άχραντα Μυστήρια· τον καλόν τον φωτίζουν και τον κάμνουν ωσάν άγγελον· ομοίως και τον αμαρτωλόν πάλιν τον σκοτίζουν και τον κάμνουν ωσάν τον διάβολον. Καθώς και η φωτιά όλα τα πράγματα δεν τα καίει, μάλιστα το χρυσάφι το λαμπρύνει και το καθαρίζει, και τα άλλα πράγματα καίει. Λοιπόν ας γίνωμεν και ημείς μάλαμα να καθαρισθώμεν, και όχι ξύλα να καιώμεθα.
Εδώ οπού ήλθα, χριστιανοί μου, έλαβα μίαν χαράν μεγάλην και μίαν λύπην μεγάλην. Και χαρά μεγάλη έλαβα βλέπων την καλήν σας γνώμην και την καλήν σας μετάνοιαν· λύπην έλαβα πάλιν στοχαζόμενος την αναξιότητά μου, πως δεν έχω καιρόν να σας εξομολογήσω όλους ένα προς ένα, να μου ειπή καθένας τα αμαρτήματά του, να του ειπώ και εγώ εκείνο οπού με φωτίση ο Θεός. Θέλω, αλλά δεν ημπορώ, τέκνα μου. Καθώς ένας πατέρας είναι άρρωστος, πηγαίνει το παιδί του να το παρηγορήση, εκείνος μη δυνάμενος το διώχνει· μα πώς το διώχνει; Με την καρδιά καημένη! Θέλει να το παρηγορήση, μα δεν ημπορεί. Μα πάλιν διά να μη υστερηθήτε τελείως, σας λέγω τούτο: Αν θέλετε να ιατρεύσετε την ψυχή σας, τέσσερα πράγματα σας χρειάζονται. Κάμνομεν μια συμφωνίαν; Από τον καιρόν οπού εγεννήθητε έως τώρα, όσα αμαρτήματα επράξατε, να τα πάρω εγώ εις τον λαιμόν μου· και η ευγένειά σας να κρατήσετε τέσσαρες τρίχες. Και τι θα τα κάμω; Έχω μία καταβόθρα και τα ρίχνω μέσα. Ποία είναι η καταβόθρα; Είναι η ευσπλαχνία του Χριστού μας.
Πρώτη τρίχα είναι όταν θέλετε να εξομολογήσθε, το πρώτον θεμέλιον είναι αυτό οπού είπομεν, να συγχωρήτε τους εχθρούς σας. – Το κάμνομεν, άγιε του Θεού. – Επήρατε την πρώτην τρίχαν.
Δευτέρα τρίχα είναι να ευρίσκετε πνευματικόν καλόν, γραμματισμένον, ενάρετον, να εξομολογήσθε και να λέγετε όλας σας τα αμαρτήματα. Να έχης 100 αμαρτίας, και να ειπής τας 99 εις τον πνευματικόν, και μίαν να μη φανερώσης, όλες σου ασυγχήρητες μένουν. Και όταν κάμνης την αμαρτίαν, τότε πρέπει να εντρέπεσαι, και όταν εξομολογήσαι, πρέπει να μη έχης καμίαν εντροπήν.

Μία γυναίκα επήγε να εξομολογηθή εις ένα ασκητήν. Ο ασκητής είχεν έναν υποτακτικόν ενάρετον. Λέγει ο ασκητής του υποτακτικού του: Πήγαινε, να εξομολογηθή η γυναίκα. Ο υποτακτικός εμάκρυνεν έως οπού έβλεπε, μα δεν ήκουεν. Εξωμολογήθη η γυναίκα και έφυγε. Ύστερα έρχεται ο υποτακτικός και λέγει: Γέροντα, είδα ένα παράδοξον θαύμα. Εκεί οπού εξωμολογείτο η γυναίκα, έβλεπα οπού έβγαιναν φίδια μικρά· βλέπω και εκρέματο ένα μεγάλο· έκανε να βγη, και πάλιν ετραβήχθη οπίσω. Λέγει ο ασκητής: Πήγαινε να την κράξης να έλθη οπίσω γλήγορα. Πηγαίνοντας ο υποτακτικός την εύρεν αποθαμένην. Γυρίζει πίσω και το λέγει του γέροντός του. Αυτός μη δυνάμενος να εννοήση το θαύμα, παρεκάλεσε τον Θεόν να του φανερώση αν η γυναίκα εσώθη ή εκολάσθη. Και φαίνεται έμπροσθέν του μία αρκούδα μαύρη και του λέγει: Εγώ είμαι εκείνη η γυναίκα οπού εξωμολογήθηκα, και δεν σου εφανέρωσα ένα θανάσιμον αμάρτημα οπού είχα πράξει, και διά τούτο όλα μου τα αμαρτήματα έμειναν ασυγχώρητα, και με επρόσταξεν ο Κύριος να υπάγω εις την κόλασιν να καίωμαι πάντοτε. Και αμέσως εξήλθε μία βρώμα ωσάν καπνός και εχάθη από έμπροσθέν του.
Διά τούτο, χριστιανοί μου, όταν εξομολογήσθε, να λέγετε όλα σας τα αμαρτήματα καθαρά· και πρώτον να ειπής του πνευματικού σου: Πνευματικέ μου, θα κολασθώ, διότι δεν αγαπώ τον Θεόν και τους αδελφούς μου με όλην μου την καρδίαν ωσάν τον εαυτόν μου. Και να ειπής εκείνα οπού σε τύπτει η συνείδησίς σου· ή εφόνευσας ή επόρνευσας ή όρκον έκαμες ψεύματα ή τους γονείς σου δεν ετίμησας και τα τούτοις όμοια. Ιδού επήρες την δευτέραν τρίχα.
Η Τρίτη τρίχα είναι, ωσάν εξομολογηθής θα σε ερωτήση ο πνευματικός: Διατί, παιδί μου, να κάμης αυτά τα αμαρτήματα; Συ να προσέχης να μη κατηγορήσης άλλον, αλλά τον εαυτόν σου και να ειπής: Αυτά τα έκαμα από την κακήν μου προαίρεσιν. Βαρύ είναι να κατηγορήσης τον εαυτόν σου; – Όχι. – Λοιπόν επήρες την τρίτην τρίχα.
Έχομεν την τέταρτην. Όταν σου δώση άδειαν ο πνευματικός και αναχωρήσης, να αποφασίσης με στερεάν γνώμην και απόφασιν, καλύτερα να χύσης το αίμα σου, παρά να αμαρτήσης. Το κάμνεις αυτό; – Μάλιστα. – Επήρες και την τετάρτην τρίχα.
Αυτά τα τέσσερα είναι τα ιατρικά σου, καθώς είπωμεν. Το πρώτον είναι να συγχωρήσης τους εχθρούς σου· το δεύτερον να εξομολογήσαι καθαρά· το τρίτον είναι να κατηγορήτε τον εαυτόν σας· το τέταρτον να αποφασίζετε να μη αμαρτήσετε πλέον. Και αν ημπορήτε να εξομολογήσθε καθ’ εκάστην· ει και δεν ημπορείτε καθ’ ημέραν, ας είναι μία φορά την εβδομάδα και μία φορά τον μήνα ή το λιγότερον τέσσαρας φοράς τον χρόνον. Και συνηθίζετε τα τέκνα σας από μικρά εις τον καλόν δρόμον, να εξομολογούνται. Εκείνα οπού σας δίδουν οι πνευματικοί, σαρανταλείτουργα, μετανοίας, νηστείας και άλλα, δεν είναι ιατρικά, αλλά διά να μη τύχη και πέσετε άλλην φοράν εις την αμαρτίαν. Και όστις τα βάλη μέσα εις την καρδίαν του αυτά τα τέσσερα, να αποθάνη εκείνην την ώραν, σώνεται· ει δε χωρίς αυτά, χιλιάδες καλά να κάμη, εις την κόλασιν πηγαίνει.
Δύο άνθρωποι, χριστιανοί μου, ήλθον μίαν φοράν και εξωμολογήθησαν εις εμέ, Πέτρος και Παύλος, και να ιδήτε πως τους εδιώρθωσα, καλά ή κακά. Εγώ σας φανερώνω την καρδίαν μου. Μου λέγει ο Πέτρος: Εγώ, πνευματικέ μου, από τον καιρόν οπού εγεννήθηκα έως τώρα, ενήστευα, επροσευχόμην πάντοτε, έκαμνα ελεημοσύνας εις τους πτωχούς, έκτισα μοναστήρια, εκκλησίας και άλλα καλά έκαμα. Τον εχθρόν μου δεν τον συγχωρώ. Εγώ τον αποφάσισα διά την κόλασιν. Έρχεται ο Παύλος και μου λέγει: Εγώ από τον καιρόν οπού εγεννήθηκα ποτέ κανένα καλόν δεν έκαμα, αλλά μάλιστα έχω κάμει τόσα φονικά, επόρνευσα, έκλεψα, έκαψα εκκλησίας, μοναστήρια· όλα τα κακά τα έκαμα, μα τον εχθρόν μου τον συγχωρώ. Να ιδήτε τι έκαμα εγώ εις αυτόν. Ευθύς τον αγκάλιασα και τον εφίλησα· του έδωσα την άδειαν να μεταλάβη. Καλά τους εδιώρθωσα ή κακά; Φυσικά θέλετε να με κατηγορήσετε και να μου ειπήτε: Ο Πέτρος οπού έκαμε τόσα καλά, και διότι δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, διά τόσον ολίγον πράγμα τον απεφάσισες διά την κόλασιν; Και τον Παύλον οπού έκαμεν τόσα κακά, και διότι εσυγχώρει τους εχθρούς του, τον εσυγχώρησες και του έδωκες την άδειαν να μεταλάβη; Ναι, αδελφοί μου, έτσι έκαμα. Θέλετε να καταλάβετε με τι ομοιάζει ο Πέτρος; Καθώς μέσα εις 100 οκάδας αλεύρι βάνεις ολίγον προζύμι και εκείνο έχει τόσην δύναμιν το προζύμι εκείνο, να γυρίση και τας 100 οκάδας το ζυμάρι και να το κουφίζη όλο, έτσι είναι και όλα τα καλά εκείνα οπού έκαμεν ο Πέτρος· με εκείνην την ολίγην έχθραν, οπού δεν εσυγχώρησε τον εχθρόν του, τα εγύρισε και τα έκαμε φαρμάκι του διαβόλου, και έτσι τον απεφάσισα διά την κόλασιν. Ο Παύλος πάλιν με τι ομοιάζει; Είναι ένας σωρός λιανόξυλα και βάνεις ένα μικρό κερί αναμμένον και καίει όλον τον σωρόν εκείνη η ολίγη φλόγα. Έτσι είναι όλα τα αμαρτήματα του Παύλου, ωσάν τον σωρόν τα λιανόξυλα· και η συγχώρησις οπού έκαμεν του εχθρού του είναι ωσάν το κερί, οπού έκαψε όλα τα λιανόξυλα, ήγουν τας αμαρτίας, και τον απεφάσισα διά τον παράδεισον.
Παρεδόθη ο Κύριος, αδελφοί μου, εις τας χείρας των παρανόμων Εβραίων· υβρίσθη, εδάρθη, εσταυρώθη κατά το ανθρώπινον· την Μεγάλην Τετάρτην επωλήθη ο Κύριος και την Μεγάλην Παρασκευήν εσταυρώθη. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί να νηστεύωμεν πάντοτε, μα περισσότερον την Τετάρτην, διότι επωλήθη ο Κύριος, και την Παρασκευήν, διότι εσταυρώθη. Ομοίως έχομεν χρέος να νηστεύωμεν και τας Τεσσαρακοστάς, καθώς εφώτισε το Άγιον Πνεύμα τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας και ενομοθέτησαν να νηστεύωμεν, διά να νεκρώσουμεν τα πάθη και να ταπεινώνωμεν το σώμα, και μάλιστα με τα ολίγα ζώμεν με ευκολίαν. Εγώ ημπορώ να ζήσω με 100 δράμια άρτου· εκείνα τα ευλογεί ο Θεός, διότι είναι αναγκαία· και όχι να τρώγωμεν 110· εκείνα τα 10 τα καταράται, διότι είναι χαράμι· είναι εκείνου οπού πεινά. Φυλάγετε αυτάς τας τέσσαρας Τεσσαρακοστάς, χριστιανοί μου; Εδώ πώς πηγαίνετε; Αν είσθε χριστιανοί, πρέπει να τας φυλάγετε· μάλιστα την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Κρατείτε το τριήμερον εδώ; Την Καθαράν Δευτέραν είναι καλόν και άγιον όποιος την φυλάγει. Ο Αβραάμ είχε το σπίτι του ανοικτόν πάντοτε, και οπού πτωχός, εκεί εκόνευεv· και χωρίς ξένον άνθρωπον ο Αβραάμ ποτέ του δεν εκάθητο να φάγη ψωμί. Ο διάβολος τον εφθόνησε και επήγεν εις τον δρόμον και εμπόδιζε τους διαβάτας να μη περνούν από του Αβραάμ την καλύβαν. Εβγήκεν εις τον δρόμον ο Αβραάμ και επερίμενε τρεις ημέρας νηστικός. Βλέποντας ο πανάγαθος Θεός την καλήν του γνώμην, φαίνονται τρεις άνθρωποι και τους επήρεν εις την καλύβαν του και τους εφίλευσεν· ύστερον έγιναν άφαντοι απ’ έμπροσθέν του. Τότε εκατάλαβε πως ήτο η Αγία Τριάδα. Όποιος νηστεύει το τριήμερον έχει μισθόν εις την ψυχήν του, και πάλιν δεν λέγω εκείνο οπού δεν δύναται. Και μίαν ημέραν να νηστεύση ωφελείται.
Θέλων ο Κύριος να δείξη το μέγα κακόν οπού απετόλμησαν να κάμουν τα τέκνα του διαβόλου, οι Εβραίοι, εσκότισε τον ήλιον από τας εξ ώρας έως τας εννέα εις όλον τον κόσμον· αι πέτραι εσχίζοντο, όλη η γη έτρεμεν. Ετέθη ο Κύριος εις τον τάφον, και ευθύς ανεστήθησαν χιλιάδες νεκροί, οπού ήσαν χιλιάδες χρόνους αποθαμένοι, και εκήρυξαν πως μόνον ο Χριστός είναι Υιός και Λόγος του Θεού, και Θεός αληθινός, και ζωή των νεκρών. Πρέπει και ημείς οι ευσεβείς χριστιανοί από σήμερον και ύστερα να μη κλαίωμεν τους αποθαμένους ωσάν τους ασεβείς και άπιστους, οπού δεν ελπίζουν ανάστασιν. Ούτος ο κόσμος, αδελφοί μου, είναι ωσάν μία φυλακή. Πότε πρέπει να χαίρεται ο άνθρωπος; Όταν εμβαίνη εις την φυλακήν ή όταν ελευθερώνεται από την φυλακήν; Μοί φαίνεται, όταν εμβαίνη εις την φυλακήν, τότε πρέπει να κλαίη και να λυπήται, και όταν εξέρχεται από την φυλακήν, τότε πρέπει να χαίρεται. Έτσι, αδελφοί μου, να μη λυπήσθε διά τους αποθαμένους, κάμνετε ότι ημπορείτε διά την ψυχήν των· συλλείτουργα, μνημόσυνα, νηστείας, προσευχάς, ελεημοσύνας. Και όσες γυναίκες φορείτε λερωμένα διά τους αποθαμένους σας, να τα βγάλετε· διότι βλάπτετε και τον εαυτόν σας και τους αποθαμένους. Φυσικόν είναι ο άνθρωπος να γεννηθή και ν’ αποθάνη. Όταν γεννώμεθα, τότε πρέπει να κλαίωμεν, και όταν αποθνήσκωμεν, να χαιρώμεθα· και μάλιστα να μη κλαίετε διά τα μικρά παιδιά, οπού είναι ωσάν Άγγελοι μέσα εις τον παράδεισον. Το παιδί σου του Θεού ήτο· και όταν σου το εχάρισε ο Θεός, σε ετίμησε· και τώρα πάλιν οπού σου το επήρε, σου ετίμησε το παιδί σου να χαίρεται πάντοτε εις τον παράδεισον, και συ να κάθεσαι να κλαις είναι άπρεπον. Ένας βασιλεύς σου γυρεύει το παιδί σου να το κάμη βεζίρη και χαίρεσαι να του το δώσης· πολύ μάλλον δεν πρέπει οπού σε ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός και επήρε καρπόν από την βρωμισμένην κοιλίαν σου, και σου έβαλε το παιδί σου μέσα εις τον παράδεισον, και σου το φυλάγει να σου το παραδώση εις την Δευτέραν Παρουσίαν να λάμπη περισσότερον από τον ήλιον, διά να λάβης τον μισθόν σου να χαίρεσαι πάντοτε μαζί του; Είναι μερικοί μερικοί οπού έχουν τον διάβολον εις την καρδίαν των και λέγουν πως δεν είναι ανάστασις και δεν είδατε καμμίαν φορά να αναστηθή κανένας άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι οπού είναι εδώ, προτού να γεννηθούν, δεν ήσαν αποθαμένοι; Καθώς ηδυνήθη ο Κύριος και μας ανέστησεν από την κοιλίαν της γης. Η κοιλία της μητρός μας και ο τάφος τί διαφέρει; Δεν βλέπομεν φανερά την ανάστασιν; Όταν κοιμώμεθα, δεν είμεθα ωσάν αποθαμένοι; Ο ύπνος τι είναι; Μικρός θάνατος, και ο θάνατος μεγάλος ύπνος. Και καθώς το σιτάρι οπού πίπτει εις την γην, ανίσως και δεν βρέχη να σαπηθή να γίνη ωσάν χυλός, δεν φυτρώνει, έτσι και ημείς οπού αποθνήσκομεν και θαπτόμεθα εις την γην. Ανίσως και δεν εθάπτετο πρώτον εις τον τάφον ο Χριστός μας, δεν μας επότιζε την ζωήν την αιώνιον και την ανάστασιν. Δεν βλέπετε φανερά τα χόρτα πώς τα ανασταίνει ο Θεός από την γην κατ’ έτος; Γνώσιν δεν έχομεν, χριστιανοί μου, να στοχασθώμεν τα πάντα. Όλα μας τα εχάρισεν ο Θεός. Όθεν διά το παρόν, αδελφοί μου, σας παρακαλώ να ειπήτε και δι’ όλους τους αποθαμένους τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς.
Επήγεν ο Κύριος εις την κόλασιν και έβγαλε τον Αδάμ, την Εύαν και το γένος του. Ανέστη την τρίτην ημέραν. Εφάνη δώδεκα φοράς εις τους Αποστόλους του. Έγινε χαρά εις τον ουρανόν, χαρά εις την γην και εις όλον τον κόσμον· φαρμάκι και σπαθί δίστομον εις την καρδίαν των Εβραίων και μάλιστα του διαβόλου. Διά τούτο και οι Εβραίοι δεν κατακαίονται άλλην ημέραν τόσον, ωσάν την Κυριακήν, οπού ακούουν τον παπά μας να λέγη: «Αναστάς εκ νεκρών Χριστός ο αληθινός Θεός ημών». Διότι εκείνο οπού εσπούδαζον οι Εβραίοι να κάμουν διά να εξαλείψουν το όνομα του Χριστού μας, εγύρισεν εναντίον της κεφαλής των. Πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να χαιρώμεθα πάντοτε, μα περισσότερον την Κυριακήν, οπού είναι η Ανάστασις του Χριστού μας. Διότι Κυριακήν ημέραν έγινεν ο Ευαγγελισμός της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Κυριακήν ημέραν μέλλει ο Κύριος να αναστήση όλον τον κόσμον. Πρέπει και ημείς να εργαζώμεθα τας εξ ημέρας διά ταύτα τα μάταια, γήινα και ψεύτικα πράγματα, και την Κυριακήν να πηγαίνωμεν εις την εκκλησίαν και να στοχαζώμεθα τας αμαρτίας μας, τον θάνατον, την κόλασιν, τον παράδεισον, την ψυχή μας οπού είναι τιμιωτέρα, από όλον τον κόσμον, και όχι να πολυτρώγωμεν, να πολυπίνωμεν και να κάμνωμεν αμαρτίας· ούτε να εργαζώμεθα και να πραγματευώμεθα την Κυριακήν. Εκείνο το κέρδος οπού γίνεται την Κυριακήν είναι αφωρισμένο και κατηραμένο, και βάνετε φωτιά και κατάρα εις το σπίτι σας και όχι ευλογίαν· και ή σε θανατώνει ο Θεός παράκαιρα, ή την γυναίκα σου, ή το παιδί σου, ή το ζώον σου ψοφά, ή άλλον κακόν σου κάμνει. Όθεν, αδελφοί μου, διά να μη πάθετε κανένα κακόν, μήτε ψυχικόν μήτε σωματικόν, εγώ σας συμβουλεύω να φυλάγετε την Κυριακήν, ωσάν οπού είναι αφιερωμένη εις τον Θεόν. Εδώ πώς πηγαίνετε, χριστιανοί μου; Την φυλάγετε την Κυριακήν; Αν είσθε χριστιανοί, να την φυλάγετε. Έχετε εδώ πρόβατα; Το γάλα της Κυριακής τι το κάμνετε; Άκουσε, παιδί μου· να το σμίγης όλο και να το κάμνης επτά μερίδια· και τα εξ μερίδια κράτησέ τα διά τον ευατόν σου, και το άλλο μερίδιον της Κυριακής, αν θέλης, δώσέ το ελεημοσύνην εις τους πτωχούς ή εις την Εκκλησίαν, διά να ευλογήση ο Θεός τα πράγματά σου. Και αν τύχη ανάγκη και θέλης να πωλήσης πράγματα φαγώσιμα την Κυριακήν, εκείνο το κέρδος μη το σμίγεις εις την σακκούλα σου, διότι την μαγαρίζει· αλλά δώσέ τα ελεημοσύνην, διά να σας φυλάγη ο Θεός.
Εις τας τεσσαράκοντα ημέρας ευλόγησεν ο Κύριος τους αγίους Αποστόλους, ανελήφθη εις τους ουρανούς και εκάθησεν εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός, να συμβασιλεύση αιωνίως και να προσκυνήται από τους Αγγέλους. Ένα πράγμα θα σας φανερώσω, χριστιανοί μου· το ηξεύρω πως θα σας καύσω την καρδιά· είναι φοβερόν και λυπηρόν· τρέμει η καρδιά μου να το ειπώ, αλλά τι να κάμω, οπού μου λέει ο Χριστός μας πως ανίσως και δεν το φανερώσω, με θανατώνει και με βάνει εις την κόλασιν; Μας φανερώνει η θεία Γραφή, το άγιον και ιερόν Ευαγγέλιον, πως εις τον όγδοον αιώνα θα γίνη το τέλος του κόσμου και μέλλει να χαλάση τούτος ο κόσμος.
Και θα στείλη ο Θεός τον προφήτην Ηλίαν να διδάξη τους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστιν των. Ο αντίχριστος, αδελφοί μου, είναι άνθρωπος οπού έχει κακήν γνώμην, κακήν προαίρεσιν και κατοικεί ο διάβολος εις την καρδίαν του, και λέγει πως είναι Θεός· και ο αντίχριστος θα θανατώση τον προφήτην Ηλίαν. Εγώ, αδελφοί μου, εξετάζοντας έμαθα και εκατάλαβα, πως ο προφήτης Ηλίας και ο αντίχριστος ήλθε· και εθανάτωσε τον προφήτην Ηλίαν. Ο προφήτης Ηλίας, χριστιανοί μου, είναι ζωντανός τόσους χρόνους και ηξεύρει ο Θεός πού τον έχει φυλαγμένον έως την σήμερον. Ανίσως και θέλετε να μάθετε πού ευρήσκεται, εδώ κοντά είναι και αυτός· τα λόγια οπού σας λέγω εκείνου είναι. Ο προφήτης Ηλίας, όταν έλθη να διδάξη δε θα φανερωθή εις τον κόσμο, καθώς λέγει το Άγιον Πνεύμα, ίνα μη ελθών πατάξη την γην άρδην, ήτοι, λέγει το Άγιον Πνεύμα διά να μη φοβίση και ταράξη τον κόσμον και την γην, δεν θέλω τον φανερώσει εις σας τους χριστιανούς. Αμή τι έχει, παιδιά μου, να φανερωθή; Ο ζήλος του και η διδασκαλία του. Αυτά τα δύο με ηξίωσεν ο πανάγαθος Θεός διά την ευσπλαγχνίαν του και μου εχάρισε και μη καρτερήτε άλλον Ηλίαν να σας διδάξη.
Αμή τι καρτερούμεν; Λυπηρόν είναι να σας το ειπώ! Σήμερον, αύριον καρτερούμεν δίψας, πείνας μεγάλας, οπού να δίνωμεν χιλιάδας φλωρία και να μη ευρίσκωμεν ολίγον ψωμί ή νερό. Σήμερον, αύριον περιμένωμεν θανατικάς ασθενείας μεγάλας, οπού να μη προφθάσωμεν οι ζωντανοί να θάπτομεν τους αποθαμένους. Σεισμός παγκόσμιος θα γίνει, όλος ο κόσμος θα γίνη ένας κάμπος θα πέσουν όλα τα βουνά όλα τα σπίτια. Η θάλασσα θα σηκωθή ψηλά δεκαπέντε πήχεις από τα υψηότερα βουνά. Τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανόν· ο ήλιος και η σελήνη θα σκοτισθούν· ο ουρανός οπού φαίνεται, η γη και τα πάντα και όλος ο κόσμος θα χαλάση. Πότε θα γίνουν αυτά; Ο Χριστός μας λέγει: επλησίασε τώρα κοντά. Έγγιξε το μαχαίρι εις το κόκκαλον. Έξαφνα θα γίνουν· ημπορούν να γίνουν και απόψε. Τάχα να μη είναι και τώρα η αρχή; Δεν βλέπετε πως εχάθησαν τα γεννήματά σας και τα σπαρτά σας; Εστέρεψαν αι βρύσες, τα ποτάμια· σήμερον μας υστερεί το ένα, αύριον το άλλον, και από λίγον μας δίδει ο Θεός, και ημείς ως αναίσθητοι δεν τα στοχαζόμεθα.
Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλω· καν ο ουρανός να κατεβή κάτω, καν η γη να ανεβή επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάση, καθώς μέλλει να χαλάση, σήμερον, αύριον, να μη σας μέλη τι έχει να κάμη ο Θεός. Το κορμί σας ας το καύσουν, ας το τηγανίσουν· τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν· μη σας μέλλει· δώσε τά τα· δεν είναι ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση, δεν ημπορή να τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάγετε, να μη τα χάσετε. Τώρα, αδελφοί μου, τι σημείον καρτερούμεν; Δεν καρτερούμεν άλλο παρά πότε να λάμψη ο πανάγιος Σταυρός εις τον ουρανόν περισσότερον από τον ήλιον, και να λάμψη ο γλυκύτατός μας Ιησούς Χριστός και Θεός επτά φοράς περισσότερον από τον ήλιον, με χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες Αγγέλους, με δόξαν θεϊκήν.
Και έχει ν’ αναστήση ο Κύριος όλον τον κόσμον. Και οι καλοί θα είναι ως Άγγελοι, και οι κακοί ωσάν δαίμονες, πρώτον τα τέκνα του διαβόλου οι Εβραίοι, οι οποίοι όχι μόνον δεν επίστευσαν εις τον Χριστόν μας, αλλά και τον εσταύρωσαν. Τότε θα ίδουν εκείνην την δόξαν του Χριστού μας να πιστεύσουν και να τον προσκυνήσουν, αμή εκείνη η πίστης δεν τους ωφελεί τότε. Τώρα χρειάζεται η πίστης. Διά τούτο, αδελφοί μου, καλότυχοι και τρισμακάριοι οι χριστιανοί οπού πιστεύουν τώρα, και αλοίμονον εις τους απίστους. Καλύτερα ας μη είχον γεννηθή εις τον κόσμον. Τότε θα ξεχωρίση ο Κύριος τους δικαίους από τους αμαρτωλούς, καθώς ξεχωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια, και θα βάλη τους δικαίους εις τα δεξιά του, και τους αμαρτωλούς εις τα αριστερά του. Και θα είπη εις τους δικαίους: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου να κληρονομήσετε τον παράδεισον, να χαίρεσθε μαζί με τους Αγγέλους μου πάντοτε, διότι εφυλάξατε την πίστιν μου και τα προστάγματά μου». Εις δε τους αμαρτωλούς θα είπη ο Κύριος: «Πηγαίνετε σεις οι κατηραμένοι εις την κόλασιν να καίεσθε μαζί με τον διάβολον, τον πατέρα σας, πάντοτε, διότι δεν εφυλάξατε την πίστιν μου και τα προστάγματά μου». Και θα ανοίξη ο Κύριος ένα πύρινον ποταμόν, ως θάλασσα, να ρίψη όλους τους ασεβείς, απίστους, αιρετικούς, αθέους και αμαρτωλούς μέσα, να καίωνται πάντοτε· και θα βάλη τους ευσεβείς και ορθοδόξους χριστιανούς και δίκαιους μέσα εις τον παράδεισον να χαίρωνται πάντοτε.
Όθεν πρέπει και ημείς, αδελφοί μου, να στοχασθώμεν τι είμεθα, δίκαιοι ή αμαρτωλοί; Και ανίσως είμεθα δίκαιοι, καλότυχοι και τρισμακάριοι. Ανίσως δε και είμεθα αμαρτωλοί, πρέπει τώρα οπού έχομεν καιρόν να μετανοήσωμεν από τα κακά και να πράξωμεν τα καλά. Η κόλασις μας καρτερεί· πότε θα μετανοήσωμεν; Όχι αύριον, μεθαύριον και του χρόνου, αλλ’ αυτήν την ώραν. Διότι δεν ηξεύρομεν έως αύριον τι έχομεν να πάθωμεν. Ο Χριστός μας λέγει να είμεθα πάντοτε έτοιμοι. Πόσον κακόν πράγμα είναι, χριστιανοί μου, να πέση ο άνθρωπος εις την αμαρτίαν και να μη μετανοήση! Στοχασθήτε!
Τον παλαιόν καιρόν οι Εβραίοι εθανάτωσαν όλους τους προφήτας, όλους τους δικαίους διδασκάλους: χιλιάδες φορές άφησαν τον Χριστόν και επροσκύνησαν τον διάβολον, και τόσον όπου έκαμαν ένα μοσχάρι και το επροσκυνούσαν διά Θεόν, καθώς το έχουν ως την σήμερον. Και τώρα το αυτό είναι να συναναστρέφεσαι και να πραγματεύεσαι να τρώγης και να πίνεις με τον διάβολον. Ετόλμησαν και εσταύρωσαν και τον Χριστόν μας. Ο Πανάγαθος εις όλα αυτά τους εφύλαγε, τους εσκέπαζεν. Εκαρτέρησε ο Κύριος ύστερα από την σταύρωσήν Του τριάντα χρόνια να μετανοήσουν, αλλά δεν μετανόησαν. Τότε τους κατηράσθη, τους αφόρισε, τους οργίσθη και άφηκε τον διάβολον μέσα εις την καρδίαν των, καθώς τον έχουν έως σήμερον. Εσκοτίσθησαν, έφυγον από όλον τον κόσμον και επήγαν εις την Ιερουσαλήμ. Σηκώνει ο Θεός τον βασιλέα από την παλαιάν Ρώμην και πολιορκεί τους Εβραίους μέσα εις την Ιερουσαλήμ, και οι πατέρες και αι μητέρες έσφαζον τα τέκνα των και τα έτρωγον. Ο διάβολος θέλει να τρώγουν οι γονείς τα τέκνα των και όχι ο Θεός.
Ακούετε, αδελφοί μου, ο άνθρωπος τι κακόν παθαίνει όταν αμαρτάνη και τον εγκαταλείψη ο Θεός; Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος. Μεγάλην ευσπλαχνίαν έχει ο Θεός, αλλά έχει και μεγάλην οργήν· και καθώς επαίδευσε τους Εβραίους, παιδεύει και ημάς, ανίσως και δεν κάμνωμεν καλά.
Βάνει ο Θεός τον βασιλέα μέσα εις την Ιερουσαλήμ και θανατώνει χίλιες εκατόν είκοσι χιλιάδες Εβραίους, και τόσον, οπού έγινε αίμα ωσάν θάλασσα. Τριάντα φλωρία επώλησαν οι Εβραίοι τον Χριστόν μας, τριάντα εις το φλωρί επώλησεν ο Χριστός μας χίλιες χιλιάδες Εβραίους. Εσύ έμαθες και πωλείς τον Χριστόν, και εκείνος δεν ημπορεί να σε πωλήση;
Και τώρα μη δυνάμενοι οι Εβραίοι να τον μετασταυρώσουν τον Χριστόν, κάθε Μεγάλην Παρασκευήν τον κάνουν από κερί και τον σταυρώνουν, και ύστερα τον καίουν· ή παίρνουν ένα αρνί και το κτυπούν με τα μαχαίρια και το σταυρώνουν αντί του Χριστού. Ακούετε κακίαν των Εβραίων και του διαβόλου; Καθώς γεννηθή το Εβραιόπαιδον, αντί να το μαθαίνουν να προσκυνή τον Θεόν, οι Εβραίοι, παρακινούμενοι από τον πατέρα των τον διάβολον, ευθύς οπού γεννηθή, το μαθαίνουν να βλασφημά και να αναθεματίζη τον Χριστόν μας και την Παναγίαν μας· και εξοδεύουν πενήντα, εκατόν πουγγία να εύρουν κανένα χριστιανόπουλο να το σφάξουν, να πάρουν το αίμα του, και με εκείνο κοινωνούν. Ο διάβολος θέλει να πίνωμεν το αίμα των παιδίων, και όχι ο Θεός. Ο Χριστός μας παραγγέλει να ευχώμεθα όλον τον κόσμον. Ο Εβραίος, όσον και αν είναι φίλος σου, πήγαινε, καλημέρισέ τον, και βάλε το αυτί σου να ακούσης τι σου λέγει. Εσύ τον εύχεσαι και τον χαιρετάς, και εκείνος σε καταράται και σου λέγει, κακή ημέρα σου, διότι η καλή μέρα είναι του Χριστού, και δεν θέλει ούτε να την ακούση ούτε να την είπη ο Εβραίος. Κοίταξε εις το πρόσωπον ένα Εβραίο όταν γελά· τα δόντια του ασπρίζουν, το πρόσωπόν του είναι ωσάν πανί αφωρισμένο, διότι έχει την κατάραν από τον Θεόν, και δεν γελά η καρδία του. Έχει τον διάβολον μέσα του οπού δεν τον αφήνει. Κοίταξε και ένα χριστιανόν εις το πρόσωπον, ας είναι και αμαρτωλός· λάμπει το πρόσωπόν του, χύνει η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Σφάζει ο Εβραίος ένα πρόβατον, και το μισό το εμπροσθινόν το κρατεί διά λόγου του, και το πισινόν το μπουντζώνει και το πωλεί εις τους χριστιανούς διά να τους μαγαρίση. Και αν σου δώση Εβραίος κρασί ή ρακί, είναι αδύνατον να μη το μαγαρίση πρώτον· και αν δεν προφθάση να κατουρήση μέσα, θα πτύση. Όταν αποθάνη κανένας Εβραίος, τον βάζουν μέσα εις ένα σκαφίδι μεγάλο και τον πλένουν με ρακί, και του βγάνουν όλην του την βρώμα, και εκείνο το ρακί το φτιάνουν με μυριστικά, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς ευθηνότερον, διά να τους μαγαρίσουν. Πωλούν ψάρια εις την πόλιν οι Εβραίοι; Ανοίγουν το στόμα του οψαρίου και κατουρούν μέσα, και τότε το πωλούν εις τους χριστιανούς.
Ο Εβραίος μου λέγει πως ο Χριστός μου είναι μπάσταρδος, και η Παναγία μου πόρνη. Το άγιον Ευαγγέλιον λέγει πως το έγραψεν ο διάβολος. Τώρα έχω μάτια να βλέπω Εβραίον; Ένας άνθρωπος να με υβρίση, να φονεύση τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφό μου, και ύστερα το μάτι να μου βγάλη, έχω χρέος ωσάν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το δε να υβρίση τον Χριστόν μου την Παναγίαν μου, δεν θέλω να τον βλέπω. Και η ευγένειά σας πώς σας βαστά η καρδία να κάνετε πραγματείας με τους Εβραίους; Εκείνος οπού συναναστρέφεται με τους Εβραίους, αγοράζει και πωλεί, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέγει, πως καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν τους προφήτας και όλους τους διδασκάλους και όλους τους καλούς. Καλά κάμνουν και μας μαγαρίζουν και πίνουν το αίμα μας.
Ταύτα διατί σας τα είπα, χριστιανοί μου; Όχι διά να φονεύετε τους Εβραίους και να τους κατατρέχετε, αλλά διά να τους κλαίετε, πώς άφησαν τον Θεόν και επήγαν με τον διάβολον. Σας τα είπα να μετανοήσωμεν ημείς τώρα οπού έχομεν καιρόν, διά να μη τύχη και μας οργισθή ο Θεός και μας αφήση από το χέρι Του και πάθωμεν και ημείς σαν τους Εβραίους και χειρότερα.
Χριστιανοί μου, φθάνουν αυτά· δεν ημπορώ να σας είπω περισσότερα. Σας είπα και εγώ εκείνο οπού με εφώτισεν ο Θεός· ζητήσατε και η ευγενία σας να μάθετε τα άλλα. Είσθε φρόνιμοι και γνωστικοί· καταλάβετε το καλόν σας και κάμετέ το. Τώρα τι κάμνομεν, χριστιανοί μου; Εγώ σας συμβουλεύω, αμή δεν με συμβουλεύετε και η ευγενία σας; Η εργασία η ιδική μου είναι και ιδική σας, είναι της πίστεώς μας, του Γένους μας. Έχω και δύο λογισμούς. Ο ένας λογισμός μου λέγει να σας ευχηθώ και να με ευχηθήτε, και να σηκωθώ να πηγαίνω εις άλλο μέρος, να ακούσουν και άλλοι αδελφοί μας οπού με καρτερούν. Ο άλλος λογισμός μου λέγει: Όχι, μη πηγαίνης, μόνον κάθησε να κάμης καθώς έκαμες και εις άλλα χωρία, να τελειώσης και τα επίλοιπα. Διότι αυτά οπού είπομεν εις τρεις λόγους με συντομίαν, ομοιάζουν ωσάν ένας άνθρωπος να κτίση μίαν εκκλησίαν χωρίς σκεπήν. Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είναι η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά· έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. Να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτιάξουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, διά να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είναι οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου. Αλλά τώρα μου δίνετε την ευχήν σας να πηγαίνω, και τα άλλα τα τελειώνετε η ευγενία σας;
– Όχι, άγιε διδάσκαλε, σε παρακαλούμεν να καθήσης να μας τα τελειώσης, διότι δεν ηξεύρομεν να τα κάμωμεν.
– Καλά, χριστιανοί μου, διά την αγάπην του Χριστού μας και την ιδικήν σας θα καθήσω.
Είναι πολλοί παπάδες εδώ; Κάμνετε τον κόπον, άγιοι ιερείς, να σηκωθήτε επάνω να ιδώ, είσθε πολλοί; Άγιοι ιερείς, μου κάμνετε μίαν χάριν, να διαβάσωμεν ένα άγιον Ευχέλαιον, να χρισθούν οι χριστιανοί οι αδελφοί μας;
– Ορισμός σου, άγιε του Θεού.
– Έχω φλωρία πολλά να σας πληρώσω, μα δεν σας τα δίδω. Θέλω χάρισμα, διότι με πληρωμήν δεν ενεργεί η χάρις του Θεού, του Παναγίου Πνεύματος· διότι έτσι λέγει ο Χριστός μας: Χάρισμα σας έδωσα εγώ την χάριν μου, χάρισμα να την δίδετε και σεις εις τους αδελφούς σας. Το κάμνετε, άγιοι ιερείς;
– Μάλιστα, άγιε του Θεού.
– Παρακαλώ και εγώ τους χριστιανούς και σας συγχωρούν δι’ αυτό το χάρισμα. Θέλετε να βάλω τους χριστιανούς να σας συγχωρήσουν, ή δεν έχετε αμαρτίας; Και σας φιλεύω αύριον από ένα βιβλίον, όχι διά πληρωμήν, αλλά διά μίαν ευχήν.
– Ορισμός σου.
– Σας παρακαλώ, χριστιανοί μου, να ειπήτε διά τους αγίους ιερείς, οπού θα σας διαβάσουν το άγιον Ευχέλαιον, τρεις φοράς: Ο Θεός συγχωρήσοι και ελεήσοι αυτούς. Αν θέλετε και η αγιωσύνη σας ζητήσατε συγχώρησιν. Άγιε, εφημέριε, μου χρειάζονται απόψε να ετοιμάσης είκοσι φλεντζάνια και δύο οκάδες λάδι. Χριαλίδια έχει το παιδί το ιδικό μου και σου δίδει. Και αν θέλης, περιπάτησε, παπά μου, εις τα σπίτια να μαζεύσης καμμιά δεκαριά οκάδες λάδι, και βάνεις διά το Ευχέλαιον μία οκά, και το άλλο το δίνεις της παπαδιάς και το τρώγει. Δεν είναι καλά έτσι; Το κάμνεις;
– Το κάμνω, άγιε του Θεού.
– Αν δεν το κάμης, αύριον σε κηρύττω ψεύστη και σε εντροπιάζω. Σηκωθήτε επάνω δέκα εντόπιοι· ακούσατε. Οι πέντε να κάμετε απόψε δεκαπέντε σακκιά· Και σεις αι γυναίκες να φέρετε ψωμί και το σιτάρι απόψε· Και σεις οι πέντε να σταθήτε επίτροποι, και να κόψετε τα ψωμιά και να τα βάλετε μέσα στα σακκιά, και το σιτάρι. Το κάμνετε;
– Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
– Εσείς οι άλλοι πέντε να φέρετε πέντε καζάνια νερό απόψε να ξημερωθούν έτοιμα διά να παρακαλέσωμεν το Χριστόν αύριον να τα ευλογήση και να πάρουν οι χριστιανοί δι’ αγιασμόν. Το κάμνετε;
– Το κάμνομεν, άγιε του Θεού.
– Καλά, παιδιά μου. Καθήσατε να τελειώσωμεν και τα επίλοιπα. Προσέχετε λοιπόν, παιδιά μου, να μη υπερηφανεύεσθε.


Πηγή: http://www.imaik.gr