Ἂν ἔλθει κάποιος φτωχός, ποὺ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λίγο ψωμί, ἀκούγονται πολλὲς κακολογίες, διαβολές, κατηγορίες γιὰ ὀκνηρία, λοιδορίες, βρισιὲς καὶ πειράγματα. Καὶ δὲ σκέπτεσαι ὅτι καὶ σὺ εἶσαι ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἐργάζεσαι, ὁ Θεός, ὅμως, σοῦ δίνει τὰ ἀγαθά του. Μὴ μοῦ πεῖς, βέβαια, ὅτι ἀσχολεῖσαι καὶ σὺ μὲ κάτι, ἀλλὰ νὰ μοῦ ἀποδείξεις αὐτό, ἐάν, δηλαδή, κάνεις καὶ χρησιμοποιεῖς κάτι ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα. Ἐάν, ὅμως, μοῦ ἀναφέρεις τὴν ἀπόκτηση τῶν χρημάτων καὶ κέρδη μὲ ἀπάτη καὶ τὴ φροντίδα καὶ τὴν αὔξηση τοῦ πλούτου σου, θὰ σοῦ ἀπαντήσω ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ ὀνομασθοῦν ἐργασίες· ἐργασίες εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη, οἱ προσευχές, οἱ φροντίδες γιὰ τὴν προστασία ἐκείνων ποὺ ἀδικοῦνται καὶ τὰ παρόμοια, Ἀπὸ αὐτὰ βρισκόμαστε σὲ ἀργία γιὰ ὅλη μας τὴ ζωή.
Ἀλλ’ ὅμως, ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν μᾶς εἶπε, ἐπειδὴ εἶσαι ὀκνηρός, δέ σου ἀνάβω τὸν ἥλιο, σοῦ σβήνω τὴ σελήνη, ξηραίνω τὴ γῆ γιὰ νὰ μὴ σοῦ δίνει καρπούς, ξηραίνω τὶς λίμνες, τὶς πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια, ἐξαφανίζω τὸν ἀέρα, σταματῶ τὶς ἐτήσιες βροχές. Ἀντίθετα, ὅλα μας τὰ δίνει ἄφθονα. Σὲ μερικούς, μάλιστα, ποὺ ὄχι μόνον εἶναι ἄνεργοι, ἀλλὰ κάνουν καὶ πονηρὰ ἔργα, πάλι τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά του.
Ὅταν, λοιπόν, δεῖς κάποιο φτωχὸ καὶ πεῖς, ὅτι ἀγανακτῶ ἐπειδὴ εἶναι ὑγιὴς καὶ δὲν ὑποφέρει ἀπὸ τίποτε, καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ θέλει νὰ τρέφεται χωρὶς νὰ ἐργάζεται, καὶ ἴσως νὰ εἶναι κάποιος δραπέτης καί, ὑπηρέτης, ποὺ ἐγκατέλειψε τὸν κύριο του· ὅλα αὐτά, ποὺ εἶπα, πὲς στὸν ἑαυτό σου, μᾶλλον δῶσε τὸ θάρρος σ’ ἐκεῖνον νὰ σοῦ τα πεῖ καὶ πολὺ δίκαια θὰ σοῦ πεῖ: Ἀγανακτῶ, διότι, ἐνῶ εἶσαι ὑγιής, δὲν κάνεις τίποτε ἀπὸ ὅσα ἔχει διατάξει ὁ Θεός, ἀλλὰ δραπετεύοντας ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, γυρίζεις σὰν νὰ βρίσκεσαι σὲ ξένη χώρα περνῶντας τὸν καιρό σου μέσα στὴν κακία· μεθᾶς, ἀσχημονεῖς, κλέβεις, ἁρπάζεις, καταστρέφεις τὰ σπίτια τῶν ἄλλων. Καὶ σύ, βέβαια, μὲ κατηγορεῖς γιὰ ὀκνηρία, ἐγώ, ὅμως, σὲ κατηγορῶ γιὰ τὰ πονηρὰ ἔργα ποὺ κάνεις, ὅταν συκοφαντεῖς, ὅταν ὁρκίζεσαι, ὅταν ἁρπάζεις, ὅταν λὲς ψέματα καὶ κάνεις πολλὰ παρόμοια ἔργα.