κ. Λέων Μπράνγκ,
Δρ. Θεολογίας, Ἀντιπρόεδρος ΠΕΘ
Σεβαστοί Πατέρες, αγαπητοί χριστιανοί,
Ευχαριστώ την Εστία Πατερικών Μελετών για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στην σημερινή ημερίδα με τίτλο «Πασχάλινος Κανόνας: Όρος αμετακίνητος ενότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Τελευταία υπάρχουν πολλές αναφορές τόσο του Πάπα Φραγκίσκου όσο και του Πατριάρχου Βαρθολομαίου στο θέμα του κοινού εορτασμού του Πάσχα[1].
Τα σημεία αναφοράς τους είναι:
Η κοινή τους επιθυμία, να ανταποκριθούν στο μεγάλο ζήτημα «της των πάντων ενώσεως»
Η τιμή προς τους Πατέρες της «εν Νικαία Α´ Οικουμενικής Συνόδου». Και η καλύτερη μορφή μνήμης τους φέτος με την επέτειο των 1700 ετών από τη Σύνοδο είναι ο καθορισμός κοινού εορτασμού του Πάσχα για όλους τους χριστιανούς.
Ο Πατριάρχης δείχνει να επιμένει στην επιστροφή των Δυτικών στο Πασχάλιο του Ιουλιανού ημερολόγιου. Ο Πάπας δέχεται κοινό εορτασμό σε μία ημερομηνία κοινής αποδοχής από όλους.
Να σταματήσουν οι φανατισμοί, μικροψυχίες και προκαταλήψεις. Ο Θεός μας είναι Θεός της αγάπης.
Δεν είναι απόλυτα ώριμα τα πράγματα ακόμα «δια το κοινόν Ποτήριον», αλλά αυτό προφανώς είναι ο στόχος, στον οποίο θα βοηθήσει ο κοινός εορτασμός του Πάσχα του 2025 και ο καθορισμός κοινού υπολογισμού για το μέλλον.
Από την άλλη πλευρά υπάρχει ένας έντονος αντίλογος, τον οποίο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο εκφράζει η μεγάλη πατερική μορφή του π. Επιφανείου Θεοδωροπούλου ήδη πριν από 50 χρόνια. Για το ενδεχόμενο καθιέρωσης κοινού εορτασμού τονίζει τον μεγάλο κίνδυνο για την δογματική και ιδίως την εκκλησιολογία της Ορθοδοξίας. Επίσης υπογραμμίζει, ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδο θέσπισε κοινό εορτασμό μόνο για τα μέλη της Εκκλησίας και όχι για τη σχέση με τους αιρετικούς της εποχής[2].
Α. "Ανωτερότητα" της δυτικής Θεολογίας
Ο βασικός λόγος αρχικά της απομάκρυνσης και στη συνέχεια της απόσχισης της δυτικής χριστιανοσύνης από την Ορθοδοξία πρέπει να αναζητηθεί στην ιδιαίτερη υπεροψία έναντι των Πατέρων της Εκκλησίας. Το Φραγκικό βασίλειο που αναδύεται στη Δύση, ιδίως με την κεντρική μορφή του Καρλομάγνου, ο οποίος τα Χριστούγεννα του έτους 800 στέφθηκε στη Ρώμη από τον πάπα Λέοντα Γ΄ αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, θέλει να αποτελέσει τον φορέα και γνήσιο εκφραστή του Χριστιανισμού με τον βασιλέα του ως αυτοκράτορα και προστάτη της πίστης όλων των χριστιανών. Ως νέο πολιτιστικό και πολιτικό μέγεθος στην ιστορία και με βασικό αντίπαλο την Ορθόδοξη Ανατολή ξεκίνησε, κυρίως με την προβολή του filioque από τον 9ο αιώνα, μια εκστρατεία διαβολής της Ορθοδοξίας ως αιρετικής[3]. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν η επιβολή του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως της Εκκλησίας της Ρώμης το 1014 και έπειτα το Μεγάλο Σχίσμα του 1054. Λίγο αργότερα ακολούθησαν οι Σταυροφορίες με ουσιαστικό στόχο την κατάκτηση της Ρωμιοσύνης[4].
Κατά την παπική αντίληψη η περίοδος των Πατέρων της Εκκλησίας σταματάει στη Δύση με τον Ισίδωρο της Σεβίλλης (560-636) και στην ορθόδοξη Ανατολή με τον άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό (περ. 675-749). Για την Ανατολή αυτή η θέση γίνεται σχετικά εύκολα κατανοητή, επειδή από το 2ο ήμισυ του 9ου αιώνα, όπως είδαμε ήδη λίγο παραπάνω, η ορθόδοξη Ανατολή αντιμετωπίζεται από τους Φράγκους όλο και περισσότερο ως αίρεση. Γιατί όμως για τον Παπισμό σταματάει η πατερική περίοδος και στη Δύση κατά τον 7ο αιώνα; Πρώτον, επικράτησε προοδευτικά η πεποίθηση ότι ο Παπισμός όχι μόνο είναι απόλυτα εναρμονισμένος με την πατερική παράδοση, αλλά ότι με την θεολογία που αναπτύσσει μέσω του Σχολαστικισμού, της επίσημης παπικής θεολογίας του Μεσαίωνα, υπερβαίνει τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας.