Ὁ φόβος τοῦ σκανδάλου (Α΄ Κορ. η΄ 8 – θ΄ 2)

Πόσο τρομερό είναι να σκανδαλίζουμε τους άλλους και σίγουρα θα δώσουμε λόγο γι' αυτό. Κι αν αυτό ισχύει για την βρώση ειδωλοθύτων πόσο περισσότερο ισχύει για την κοινωνία με την αίρεση.




Μία ἑβδομάδα πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸ «στάδιο τῶν ἀρετῶν». Τὰ κύρια ἀθλήματα στὰ ὁποῖα θὰ κληθοῦμε ἰδιαίτερα τότε νὰ κοπιάσουμε εἶναι ἡ νηστεία καὶ ἡ προσευχή. Πρόκειται ὅμως γιὰ ἀσκήσεις ποὺ δὲν στοχεύουν σὲ αὐτόνομα βραβεῖα, καὶ μάλιστα σὲ βραβεῖα ποὺ ἀπειλοῦν νὰ μᾶς γεμίσουν μὲ αὐτάρκεια καὶ ἔπαρση. Σκοπὸς ὅλων τῶν ἀσκήσεων εἶναι τὸ κορυφαῖο στεφάνι ἀγάπης, ἕνα στεφάνι ἀπὸ ἄνθη ποὺ φυτρώνουν μόνο στὸ χῶμα τῆς ταπείνωσης. Ταπείνωση, λοιπόν, καὶ ἀγάπη εἶναι τὸ ἀχώριστο δίδυμο -ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἡ μία χωρὶς τὴν ἄλλη- στὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀποβλέπουμε μὲ τὴν ἄθλησή μας μέσα στὴν ἐπικείμενη Σαρακοστή.

Προπάντων ἡ ἄγαπη

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς βοηθάει νὰ ἐμβαθύνουμε στὸ σωστὸ νόημα, ἰδιαίτερα, τῆς νηστείας. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία «νηστεία» δὲν σημαίνει οὔτε δίαιτα οὔτε ἀόριστα κάποια ἄσκηση αὐτοκυριαρχίας. Τὸ νὰ τρώει κανεὶς ἢ νὰ μὴν τρώει, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι μία ἠθικὰ καὶ θρησκευτικὰ ἀδιάφορη πράξη. Ἀποκτάει πνευματικὴ διάσταση, ὅταν συνδέεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τὸν πιστὸ «νηστεύω» σημαίνει «δὲν τρώω ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπὸ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία του». Ἀγάπη, βέβαια, γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν νοεῖται χωρὶς ἀγάπη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὄχι ἁπλῶς πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ «Χριστὸς ἀπέθανε». Γι’ αὐτό, ὅποιος φέρνει καὶ τὸ παραμικρὸ ἐμπόδιο στὴ σωτηρία τοῦ συνανθρώπου του, εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνει». Διότι τὸ ἔργο ποὺ Ἐκεῖνος ἔκτισε μὲ τὴ σταυρική του θυσία, ὁ σκανδαλοποιὸς τὸ καταστρέφει μὲ τὴ φιλαυτία του.

Στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους οἱ πιστοὶ συμβίωναν μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὑπῆρχαν πολλοὶ ποὺ πρόσφατα εἶχαν ἐγκαταλείψει τὴν εἰδωλολατρεία καὶ ἀρκετοὶ μὲ τὸ ἕνα πόδι μέσα καὶ μὲ τὸ ἄλλο ἔξω, «ἐγγύς τοῦ ἀποστῆναι τέλειον τῶν εἰδώλων», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι πάντοτε τρεπτὴ καὶ πάντοτε ὑπάρχουν οἱ ἀσταθεῖς καὶ ἀσθενέστεροι στὴ συνείδηση. Ἂν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη μας καὶ τὸν ἐκ τῶν δαιμόνων πόλεμο, μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε πόσο εὔκολα αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι κινδύνευαν νὰ ξαναγυρίσουν στὴν πλάνη τῶν εἰδώλων.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀπαγόρευε οὐσιαστικὰ στοὺς χριστιανοὺς νὰ παρακάθονται καὶ νὰ συντρώγουν μὲ τοὺς ἐθνικοὺς σὲ τραπέζια τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, οἱ ἀστήρικτες ψυχές, ποὺ ἀναφέραμε, συχνὰ σκανδαλίζονταν βλέποντας τοὺς χριστιανοὺς νὰ μπαίνουν μὲ ἄνεση καὶ νὰ διασκεδάζουν σὲ τέτοιους χώρους. «Ἀντὶ παραινέσεως τὸ πρᾶγμα ἐδέχοντο»· θεωροῦσαν αὐτὴ τὴ συμπεριφορὰ σὰν παρακίνηση νὰ μείνουν ἢ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν εἰδωλολατρεία. Τί ἄλλο ἦταν αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ παρὰ ἕνα δυνατὸ χτύπημα στὴν ἀσθενική τους συνείδηση, ποὺ γινόταν ἀφορμὴ ὄχι μόνο συγχύσεως ἀλλὰ καὶ ψυχικῆς ἀπωλείας.

Τὸ τετραπλὸ ἔγκλημα

Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος Παῦλος προέτρεπε σὲ μία ἰδιότυπη νηστεία: τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ συγκεκριμένα ἐδέσματα, τὰ εἰδωλόθυτα. Μάλιστα ὁ Χρυσορρήμων, ἀποδίδοντας λίγο αὐστηρότερα τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, λέει ὅτι «ἀκόμη κι ἂν δὲν ἐβλάπτετο κανένας οὔτε ὑπῆρχε κίνδυνος σκανδαλισμοῦ τοῦ πλησίον, οὔτε τότε θὰ ἔπρεπε κάποο νὰ προβαίνει σὲ βρώση τῶν εἰδωλοθύτων. Διότι ἡ παρουσία σὲ τέτοιο δεῖπνο ὄχι μόνο εἶναι ματαιοπονία ἀλλὰ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ συμμετοχὴ σὲ τραπέζι τῶν δαιμόνων». Ὅσοι, λοιπόν, ἀπερίσκεπτα ἔτρωγαν εἰδωλόθυτα γίνονταν -ὄχι σπάνια- ἀφορμὴ ἀπωλείας ἀδύνατων ἀδελφῶν, διέπρατταν δηλαδὴ θανάσιμη ἁμαρτία, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Ἰωάννης τὴ χαρακτηρίζει «τετραπλὸ ἔγκλημα: πρῶτον, γιατί εἶναι ἀδελφός σου ὁ σκανδαλιζόμενος· δεύτερον, γιατί εἶναι ἀσθεvὴς στὴν πίστη· τρίτον, γιατί ὁ Χριστὸς τόσο ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτὸν ὥστε πέθανε ὑπὲρ αὐτοῦ· καὶ τέταρτον ὅτι, πέρα ἀπὸ ὅλα αὐτά, χάνεται μία ψυχὴ ἐξαιτίας ἑνός… φαγητοῦ».

Δικαιολογημένα, ἑπομένως, ὁ θεoκήρυκας Ἀπόστολος, βάζοντας πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν ἀγάπη, καταλήγει σὲ μία ἀπόφαση, ποὺ δὲν τὴν ἐπιβάλλει στοὺς ἄλλους ἀλλὰ μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀγωνία του γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τῶν ἀσθενέστερων στὴ συνείδηση: «Ἂν τροφὴ γίνεται αἰτία νὰ σκοντάφτει καὶ νὰ πέφτει ὁ ἀδελφός μου, δὲν θὰ φάω κρέατα ποτέ, γιὰ νὰ μὴ γίνω αἰτία νὰ σκανδαλισθεῖ ὁ ἀδελφός μου». Παραιτεῖται ἀπὸ ἕνα αὐτονόητο δικαίωμά του, ξεπερνώντας καὶ τὰ ὅρια ποὺ ἔθετε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος. Ἦταν ἕνα δικαίωμα ποὺ τὸ εἶχαν ὅλοι οἱ ’Ἀπόστολοι.

Δικαιολογημένη καύχηση

Ἐδῶ ὁ μέγας Παῦλος, ἐπειδὴ εἶχε ἀντιμετωπίσει συκοφάντηση τοῦ ἀποστολικοῦ του ἀξιώματος, ἀναγκάζεται νὰ τονίσει τὴν ἰσοτιμία του μὲ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπίσης μποροῦν νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ διδακτικό του ἔργο εἶναι καὶ οἱ Κορίνθιοι, ποὺ ἀναγεννήθηκαν ἀπὸ τὸ κήρυγμά του καὶ τὸν εἶχαν πνευματικὸ πατέρα. «Ἐσεῖς μὲ ἀναγκάσατε νὰ καυχηθῶ», θὰ πεῖ στοὺς Κορινθίους στὴ δεύτερη ἐπιστολή του. Ἦταν μία ἀναγκαία καύχηση, χωρὶς τὴν ὁποία κινδύνευαν τὰ τέκνα του νὰ σκοντάψουν στὸ ἀκόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο τῆς ἀμφισβήτησης τῆς ἀποστολῆς του.

Μὲ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ στόμα τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου μᾶς θυμίζει ὅτι σὲ κάθε ἀγωνιστική μας προσπάθεια, καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἄσκηση τῆς νηστείας τῆς Σαρακοστῆς, ποὺ φυσικὰ δὲν εἶναι μόνο ἀποχὴ τροφῶν ἀλλὰ ὅλων «τῶν παθῶν ἀλλοτρίωση», πρέπει νὰ κοπιάζουμε μὲ συνέπεια ἀλλὰ καὶ μὲ διακριση· μία διάκριση ποὺ θὰ λαμβάνει ὑπόψη της καὶ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ εὐκολοσκανδάλιστους ἀδελφούς. Κι αὐτοὶ εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέλη τῆς Ἐκκλησίας του. Καὶ «ὅποιος», κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, «καταφρονεῖ τὴ σωτηρία τους λέγοντας ἐκεῖνα τὰ σατανικὰ λόγια \”τί μὲ νοιάζει ἂν ὁ τάδε σκανδαλίζεται\”, νὰ ξέρει ὅτι συμμερίζεται τὴν ὠμότητα τοῦ διαβόλου καὶ τὸ μίσος του κατὰ τῶν ἀνθρώπων». Μὴ γένοιτο, Κύριε!