Ο EΠΙΣΚΟΠΟΣ ΩΣ ΟΝΤΩΣ ΟΡΑΤΗ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ... ΟΤΑΝ ΟΜΩΣ ΟΡΘΟΤΟΜΕΙ!

 

Ὅλα τὰ παρακάτω βεβαίως ἰσχύουν ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Ὀρθόδοξος «ὀρθοτομῶν τῷ Λόγῳ τῆς ἀληθείας» καί δέν ἰσχύουν ὅταν αὐτός εἶναι αἱρετικός καί κηρύσσει δημοσίως καί ἐπ’ Ἐκκλησίας τήν αἵρεσι διά λόγου καί ἔργου ἤ καί Συνοδικῶς. Τότε γιὰ ὅλους τοὺς Πατέρες ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι προβατόσχημος λύκος μὴ φειδόμενος τοῦ ποιμνίου, μὲ τὸν ὁποῖον δὲν πρέπει τὸ ποίμνιο νὰ κοινωνεῖ.

Μικρὰ ἀποσπάσματα πατερικῶν κειμένων ποὺ προσαγορεύουν ὡς «κεφαλὴ» τὸν Ἐπίσκοπο.

Ο EΠΙΣΚΟΠΟΣ ΩΣ ΟΡΑΤΗ ΚΕΦΑΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

1. «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν ὁ διά τό μή δύνασθαι τήν ἀνθρώπου φύσιν τήν τῆς θεότητος ὑπενεγκεῖν οὐσίαν, τῇ σῇ οἰκονομίαν ὁμοιοπαθεῖς ἡμῖν διδασκάλους καταστήσας, τόν σόν ὑπέχοντας θρόνον, εἰς τό ἀναφέρειν σοι θυσίαν, καί προσφοράν ὑπέρ παντός τοῦ λαοῦ σου∙ σύ Χριστέ καί τοῦτον τόν ἀναδειχθέντα οἰκονόμον τῆς Ἀρχιερατικῆς χάριτος, ποίησον γενέσθαι μιμητήν σοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Ποιμένος, τιθέντα τήν ψυχήν αὐτοῦ ὑπέρ τῶν προβάτων σου...» (Εὐχή ἐπί χειροτονία Ἐπισκόπου–Μέγα Εὐχολόγιον).

2. «Διά τοῦτο οὖν ὦ ἐπίσκοπε, σπούδαζε καθαρός εἶναι τοῖς ἔργοις, γνωρίζων τόν τόπον σου καί τήν ἀξίαν, ὡς θεοῦ τύπον ἔχων ἐν ἀνθρώποις τῷ πάντων ἄρχειν ἀνθρώπων, ἱερέων, βασιλέων ἀρχόντων, πατέρων, υἱῶν, διδασκάλων καί πάντων ὁμοῦ τῶν ὑπηκόων... Κρῖνε οὖν ὦ ἐπίσκοπε, μετά ἐξουσίας ὡς θεός, ἀλλά τούς μετανοοῦντας προσλαμβάνου...» (Ἀποστολ. Διαταγαί Β, 11 ΒΕΠΕΣ 2,18,19).

Δάσκαλε που δίδασκες και λόγον δεν εκράτεις!

Αυτός που στο Κολυμπάρι πρωτοστάτησε στην κατάργηση του δόγματος της Μίας Εκκλησίας και του Ενός Βαπτίσματος, μόνο και μόνο επειδή ο Βαρθολομαίος τον κολάκευσε, και είναι μέλος του Π.Σ.Ε., λέει "πρέπει νά παραμείνουμε πιστοί στίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῶν μετέπειτα Οἰκουμενικῶν Συνόδων"

                

Ἐπέτειος τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τό νέον ἔτος 2025 πού ἀνέτειλε ἔχει μιά ἰδιαιτερότητα, διότι θά ἑορτασθῆ ἡ ἐπέτειος τῶν 1.700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τοῦ ἔτους 325 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί τῶν ὁμοφρόνων του οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, ἀλλά τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας. Ἔτσι, οἱ 318 Θεοφόροι Πατέρες συνέταξαν τά πρῶτα ἄρθρα τῆς πίστεως, τό λεγόμενο «Σύμβολον τῆς Πίστεως», τό γνωστό «Πιστεύω», τό ὁποῖο συμπληρώθηκε καί ὁλοκληρώθηκε ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ ἔτους 381 στήν Κωνσταντινούπολη.

Γι’ αὐτήν τήν ἐπέτειο τῶν 1.700 ἐτῶν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔγιναν καί θά γίνουν Θεολογικά Συνέδρια, θά γίνουν ὁμιλίες γιά νά παρουσιασθῆ ὅλο τό θεολογικό ἔργο της.

Μέ τήν εὐκαιρία αὐτήν θά ἤθελα νά παρουσιάσω τίς βασικές σκέψεις ἑνός κειμένου τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου τοῦ νέου Ὁμολογητοῦ, τοῦ γνωστοῦ Πόποβιτς, τό ὁποῖο συνέγραψε τό ἔτος 1925, δηλαδή πρίν ἑκατό (100) χρόνια, ὅταν καί τότε ἑόρταζαν τήν ἐπέτειο τῶν 1.600 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί τό ὁποῖο εἶναι καί σήμερα ἐπίκαιρο μέ τήν νέα ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν.

Τό ἄρθρο φέρει τόν τίτλο «ἀπό τόν ἀρειανισμόν τοῦ Ἀρείου ἕως τόν νεώτερον εὐρωπαϊκόν ἀρειανισμόν». Σέ αὐτό διακρίνουμε δύο σημαντικά σημεῖα.

Στο ίδιο έργο θεατές.

Οι αντιοικουμενιστές συνεχίζουν να μιλούν για αίρεση, για μόλυνση, για ασέβεια και συνεχίζουν να μένουν στα λόγια φέρνοντας την γνωστή δικαιολογία της αποφυγής υπερβολών. Το ότι η στάση τους δεν έχει επιφέρει κανένα απολύτως αποτέλεσμα, αλλά αντιθέτως η αίρεση καλπάζει, δεν τους ενδιαφέρει διόλου!

Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων

 

Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων – 1ον

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

  Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη μας παραδόθηκε μιὰ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ διαδόθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους στὴν οἰκουμένη. Ὡστόσο χρειάζεται ἡ ὑπεράσπισή της, γιατί ὑπάρχουν οἱ ἀσεβεῖς καὶ ψευδοδιδάσκαλοι ποὺ προσπαθοῦν νὰ τὴ νοθεύσουν. Ἀναφερόμαστε στοὺς ἀνθρώπους τῶν μικρῶν κοινωνιῶν, ὅπου ὅλοι γνωρίζονται καὶ διαπιστώνουν τὸ ὀλέθριο ἔργο τῶν πολεμίων τῆς πίστης. Πολλοὶ μάλιστα ἀγνοοῦν τὰ κίνητρα τῶν ἀσεβῶν καὶ δὲν ἀνησυχοῦν, στὸ βαθμὸ ποὺ θὰ ἔπρεπε, γιὰ τὴν ἐπικίνδυνη δραστηριότητά τους.

  Οἱ ἀσεβεῖς παραποιοῦν καὶ διαστρεβλώνουν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης, γιὰ νὰ βροῦν «ἐπιχειρήματα», προκειμένου νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀκόλαστη καὶ ἀνήθικη ζωή τους. Ἐπικαλοῦνται μερικὲς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐπιδιώκουν τὴν κάλυψη τῶν ἁμαρτιῶν τους, ἐνῶ τὰ πάθη τους εἶναι σὲ πλήρη ἱκανοποίηση. Δὲν ἔχουν ἱερὸ καὶ ὅσιο. Μειώνουν μὲ τρόπο προκλητικὸ τὴν πνευματικὴ ἀξία βασικῶν ἐντολῶν τῆς πίστης. Θέλουν μία θρησκευτικότητα χωρὶς ὑποχρεώσεις καὶ καθήκοντα, συμβιβασμένη μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο! Δὲν ἐπιλέγουν τὸ στενὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς, τῆς θυσίας καὶ τῆς ἔμπρακτης πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης. Ἐπιλέγουν τὴν ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἱκανοποιοῦν τὰ ἀκόρεστα πάθη τους καὶ ζοῦν μέσα στὴν «εὐτυχία» τοῦ νὰ τρῶν, νὰ πίνουν καὶ νὰ διασκεδάζουν. Ὅσα πνευματικὰ καὶ θεῖα δὲν γνωρίζουν, τὰ ἐπικρίνουν καὶ τὰ ἀπορρίπτουν, «ἐνῶ ὅσα γνωρίζουν μὲ τὶς φυσικές τους αἰσθήσεις, μὲ τὰ ἔνστικτα καὶ τὶς ὀρέξεις τους, σὰν τὰ ζῶα ποὺ δὲν ἔχουν λογική, τὰ κάνουν, γιὰ νὰ διαφθείρουν καὶ νὰ καταστρέφουν τοὺς ἑαυτούς τους», ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Π. Ν. Τρεμπέλας τὸν 10ο στίχο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰούδα τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ ἀναφέρεται στοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι «καθυβρίζουν ἐκεῖνα ποὺ ξεπερνοῦν τὴν ἀντίληψή τους· κι ἐκεῖνα ποὺ ξέρουν ἀπὸ ἔνστικτο, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα, κι αὐτὰ ἀκόμα τοὺς ὁδηγοῦν στὴν καταστροφή».

  Στὴν παραπάνω ἐπιστολὴ καὶ συγκεκριμένα στοὺς στίχους 12-13 καὶ 16-19, γίνεται ἀναφορὰ στοὺς ἀσεβεῖς καὶ στοὺς ψευδοδιδασκάλους καὶ παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον καὶ στὴν ἐποχή μας, ποὺ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν αὐξηθεῖ ἀνησυχητικά.

  Οἱ ἀσεβεῖς συμμετέχουν πρόθυμα στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὶς διάφορες ἐκδηλώσεις τοῦ ποιμαντικοῦ της ἔργου. Εἶναι «σπιλάδες, συνευωχούμενοι ἀφόβως». Μολύνουν καὶ βεβηλώνουν. Θέλουν νὰ διαψεύδουν τὶς κακὲς πληροφορίες καὶ νὰ διαλύουν τὶς εἰς βάρος τους ἀρνητικὲς ἐντυπώσεις στὴν κοινωνία. Ἀποτελοῦν βρώμικες κηλίδες στὸν καθαρὸ ἐκκλησιαστικὸ χῶρο.

  Οἱ ἀσεβεῖς θέλουν νὰ τοὺς προσφέρουν καὶ ὄχι νὰ προσ­φέρουν οἱ ἴδιοι. «Ποιμαίνουν ἑαυτούς». Δὲν ἔχουν συναίσθηση καὶ ντροπή.

  Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι εἶναι «νεφέλαι ἄνυδροι ὑπὸ ἀνέμων παραφερόμενοι». Εἶναι σύννεφα χωρὶς νερό, ποὺ οἱ ἄνεμοι τὰ μετακινοῦν συνεχῶς, ἀλλάζοντάς τους σχήματα καὶ κατευθύνσεις. Τὰ ὅσα λένε εἶναι πλάνα καὶ ὑπαγορεύονται ἀπὸ τὰ πάθη τους. Ὑπηρετοῦν μόνο τὰ συμφέροντά τους καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ κοινωνικὴ προσφορά.

Τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀσεβῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων – 2ον

Οἱ ψευδοδιδάσκαλοι ξεκίνησαν ὡς χριστιανοί, ἀλλὰ στὴ συν­έχεια ἀρνήθηκαν τὴν ὀρθὴ πίστη, δὲν τήρησαν τὶς ἐντολὲς καὶ πέθαναν πνευματικά. Παρομοιάζονται μὲ «δένδρα φθινοπωρινά, ἄκαρπα, δὶς ἀποθανόντα (μία φορὰ πρὶν νὰ πιστέψουν καὶ ἄλλη μία μετὰ τὴν ἐπιστροφή τους στὸ Χριστό), ἐκριζωθέντα». Εἶναι δέντρα χωρὶς φύλλα καὶ φυσικὰ χωρὶς καρπούς, ποὺ ξεράθηκαν καὶ ξεριζώθηκαν καὶ κατέληξαν στὴ φωτιά.

Οἱ διαστροφεῖς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ εἶναι «κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας». «Οἱ καρδιὲς τους συνταράσσονται ἀπὸ ἁμαρτωλὰ πάθη, γι’ αὐτό καὶ ξεβράζουν ἀπὸ μέσα τους ὡς ἀφρὸ ἀηδιαστικὸ τὶς αἰσχρές τους  πράξεις ποὺ προκαλοῦν ντροπὴ» (Π. Ν. Τρεμπέλας).

Οἱ διαστροφεῖς τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχουν σταθερὴ πνευματικὴ πορεία. Περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, χωρὶς νὰ τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι κακοὶ ὁδηγοί, «ἀστέρες πλανῆται». Ξέφυγαν ἀπὸ τὴν τροχιά τους καὶ κινοῦνται ἐλεύθερα καὶ ἀκανόνιστα. Σὲ αὐτοὺς ἔχει ἐπιφυλαχθεῖ ὡς αἰώνια τιμωρία τὸ ζοφερὸ σκοτάδι.

Οἱ ἀσεβεῖς, οἱ ψευδοδιδάσκαλοι καὶ οἱ αἱρετικοὶ γογγύζουν, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ συμπάθεια τῶν συνανθρώπων τους καὶ στὴ συνέχεια νὰ τοὺς προσ­ελκύσουν στὶς αἱρετικὲς δοξασίες καὶ ἀπαράδεκτες ψευδοδιδασκαλίες. Μεμψιμοιροῦν (παραπονοῦνται συνεχῶς γιὰ τὴν τύχη τους), ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους δείχνοντας ὑποκριτικὸ ἐνδιαφέρον. Καταφέρονται ἐ­ναν­τίον τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχουν πονηρὲς ἐπιθυμίες. Τὰ λόγια τους εἶναι ὑπερήφανα, ὑπερβολικά, ἀλλὰ καὶ ὑποκριτικά, ὅταν ἐκφράζουν θαυμασμὸ γιὰ πρόσωπα, ποὺ φέρουν ἀξιώματα, «ὠφελείας χάριν».

Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐπικίνδυνοι στὴν Ἐκκλησία, γιατί προκαλοῦν διαιρέσεις καὶ σχίσματα. Ἡ ἐπικοινωνία μαζί τους εἶναι σχεδὸν ἀδύνατη. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπέρριψε τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς καὶ ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν κατὰ Θεὸν ζωὴ καὶ συμπεριφορά, παραδίδει τὸν ἑαυτὸ του σ’ ὅλα τὰ πάθη, καὶ δὲν γίνεται πλέον μόνο θηρίο, ἀλλὰ ἕνα πολύμορφο καὶ πολυμήχανο τέρας, καὶ δὲν ἔχει οὔτε τὸ ἐλαφρυντικὸ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του τέτοιος· γιατί ὅλη ἡ κακία του εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλεύθερης ἐκλογῆς»1.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὸν Τίτο ὅτι «τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ κι ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ του»2. Καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης συμβουλεύει: «Ὅταν κάποιος κήρυκας σᾶς ἐπισκέπτεται καὶ δὲν διδάσκει αὐτὴ τὴ διδαχὴ (τοῦ Κυρίου), μὴ τὸν βάζετε στὸ σπίτι σας καὶ μὴ τὸν καλωσορίζετε, γιατί ὅποιος τὸν καλωσορίζει συμμετέχει στὰ πονηρά του ἔργα»3.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπίσης τονίζει ὅτι πάρα πολὺ δύσκολα ἐγκαταλείπουν τὴν αἵρεση οἱ αἱρετικοί: «Οὔτε ὁ Αἰθίοπας θὰ ἀλλάξει ποτὲ τὸ δέρμα του οὔτε ἡ λεοπάρδαλη τὶς πολύχρωμες κηλίδες της οὔτε ἐκεῖνος ποὺ ἀνατράφηκε μὲ διεστραμμένα δόγματα μπορεῖ νὰ ἀποτινάξει τὸ κακό τῆς αἵρεσης».4

Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν ἀσεβῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν πρέπει νὰ γίνεται χωρὶς ἐπικίνδυνες ὑπερβολές. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς αἱρετικοὺς μὲ ἡμερότητα: «Τέτοιος εἶναι ὁ δικός μας πόλεμος· δὲν κάνει τοὺς ζωντανοὺς νεκρούς, ἀλλὰ ζωοποιεῖ τοὺς νεκρούς, γιατί διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἡμερότητα καὶ τὴ μεγάλη ἐπιείκεια. Γιατί δὲν πολεμῶ μὲ ὑλικὰ ὅπλα, ἀλλὰ καταδιώκω μὲ τὸ λόγο, ὄχι τὸν αἱρετικό, ἀλλὰ τὴν αἵρεση· δὲν ἀποστρέφομαι τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μισῶ τὴν πλάνη καὶ θέλω νὰ τὸν ἀποσπάσω ἀπ’ αὐτή».5

Σημειώσεις:

1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 693-694. 2. γ΄ 10-11. 3. Β΄ Ἰωάν. 10-11. 4. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 312. 5. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 401-402.

Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος

Σταχυολογήματα – Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ

 

Το τρομερό όραμα του αγ. Σεραφείμ του Σαρώφ στον αγ. Ιωάννη της Κροστάνδης που σκιαγραφεί και την νεωτερίζουσα "Ἑκκλησία". Ο νοών νοείτω!

Όραμα Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης | Είδα μια νεωτερίζουσα εκκλησία που στην Αγία Τράπεζα δεν υπήρχε σταυρός...

                                          


Μετάφραση Βασίλειος Ξεσφίγγης

 χων τα κούειν κουέτω

Προφητικό όραμα του αγίου δίκαιου πατέρα Ιωάννη της Κρονστάνδης

Είμαι ο αμαρτωλός υπηρέτης Ιωάννης, ιερέας της Κρονστάνδης, που γράφω αυτό το όραμα. 

Το έγραψα εγώ με το χέρι μου αυτό που είδα το μετέφερα γραπτώς. 

Το βράδυ της 1ης Ιανουαρίου 1908, μετά την απογευματινή προσευχή, κάθισα να ξεκουραστώ λίγο στο τραπέζι

Ήταν λυκόφως στο κελί μου μια λάμπα έκαιγε μπροστά στην εικόνα της Μητέρας του Θεού.

Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα έναν ελαφρύ θόρυβο. Κάποιος άγγιξε ελαφρά τον δεξιό μου ώμο και μια ήσυχη, ελαφριά, απαλή φωνή μου είπε: «Σήκω, δούλε του Θεού Ιωάννη, έλα μαζί μου»

Σηκώθηκα και βλέπω να στέκεται μπροστά μου: ένα υπέροχο, χλωμό γέροντα, με γκρίζα μαλλιά, με μαύρο μανδύα, με ένα ραβδί στο αριστερό του χέρι. 

Με κοίταξε αυστηρά, αλλά τα μάτια του ήταν ευγενικά.

Παραλίγο να πέσω από φόβο, αλλά ο γέροντας με στήριξε - τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να πω κάτι, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά. 

Ο γέροντας με σταύρωσε, κι εγώ ένιωσα ανάλαφρος και χαρούμενος  και μετά έκανα και εγώ τον σταυρό μου.

Έπειτα έδειξε με το ραβδί του τη δυτική πλευρά του τοίχου, εκεί σχεδίασε με την ράβδο τους αριθμούς 1913, 1914, 1917, 1922, 1930, 1933, 1934. 

Ξαφνικά ο τοίχος χάθηκε. 

Περπατάω με τον γέροντα σε ένα καταπράσινο χωράφι και βλέπω πολλούς σταυρούς: χιλιάδες, εκατομμύρια, διαφορετικοί, μικροί και μεγάλοι, ξύλινοι, από πέτρες, σίδηρο, χαλκό, ασήμι και χρυσό. 

Πέρασα δίπλα από τους σταυρούς, και ρώτησα τον γέροντα τι είδους σταυροί ήταν αυτοί; Μου απάντησε ευγενικά: αυτοί είναι για αυτούς που υπέφεραν για τον Χριστό και για τον Λόγο του Θεού. Προχωράμε παραπέρα και βλέπουμε: ολόκληρα ποτάμια αίματος ρέουν στη θάλασσα, και η θάλασσα είναι κόκκινη από το αίμα. 

Ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας. Πως το βίωσε ο Μοτοβίλωφ στο πρόσωπο του αγ. Σεραφείμ.

                              


Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ»

Πράγματα ποὺ μοιάζουν ἀπίστευτα στοὺς ἀπίστους, ἀποτελοῦν γνώριμα καὶ καθημερινὰ περιστατικὰ στοὺς ὄντως πιστούς, αὐτοὺς ποὺ ζοῦν ἐν Πνεύματι καὶ βιώνουν τὴ Χριστιανικὴ πίστη στὴ ζωή τους.

Μετὰ τὴν θεραπεία του ὁ Μοτοβίλωφ ἔγινε πολὺ τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς μονῆς. Κατὰ τὴν διάρκεια μίας συνομιλίας του μὲ τὸν ὅσιο Σεραφείμ, τέλη Νοεμβρίου τοῦ 1831, εὐτύχησε νὰ τὸν δῇ καταγλαϊσμένο ἀπὸ τὴ Χάρη καὶ λάμποντα μέσα στὸ φῶς, καὶ νὰ ἀκούσει ἀπὸ αὐτὸν ὅτι ἡ Χριστιανικὴ ζωὴ πρέπει νὰ γίνῃ ζωὴ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Νὰ τί ἔγραψε σχετικὰ ὁ Μοτοβίλωφ στὸ σημειωματάριό του, τὸ ὁποῖο βρέθηκε στὸ ἀρχεῖο τῆς μονῆς Ντιβιέγιεβο, ὅπου εἶχε γίνει μοναχὴ ἡ χήρα Ἑλένη Μοτοβίλοβα:

«Ἡ ἡμέρα ἦταν συννεφιασμένη, ἡ γῆ εἶχε καλυφθεῖ ἀπὸ παχὺ στρῶμα χιονιοῦ, τὸ ὁποῖο ἔπεφτε συνεχῶς, ὅταν ὁ στάρετς Σεραφεὶμ μὲ ἔβαλε νὰ καθήσω δίπλα του σ’ ἕνα πεσμένο κορμὸ δένδρου.

«Ὁ Κύριος μοῦ ἀποκάλυψε, μοῦ εἶπε, ὅτι στὴν παιδική σας ἡλικία ἐπιθυμούσατε νὰ μάθετε ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Σᾶς συμβούλευαν νὰ ἐκκλησιάζεσθε, νὰ προσεύχεσθε, νὰ κάνετε καλὲς πράξεις, διότι σ’ αὐτά, σᾶς ἔλεγαν, συνίσταται ὁ σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ σᾶς ἱκανοποιήσει. Ὄντως ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ὅπως καὶ ὅλη ἡ χριστιανικὴ ἄσκηση εἶναι καλὰ καθ’ ἑαυτά.

Ἀλλὰ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι μόνο νὰ ἐκπληρώσουμε αὐτά, διότι αὐτὰ εἶναι μόνο μέσα. Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἀποκτήσουμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι μόνο ἐκεῖνο τὸ καλὸ ἔργο ποὺ ἔχει γίνει ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ φέρει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σύμφωνα μ ’ αὐτὰ ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας».

Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ, το λαμπρό αστέρι της Ρωσικής Ορθοδοξίας


   

Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ ( 2 Ιανουαρίου)

~ Ο όσιος Σεραφείμ, το ολοφώτεινο αστέρι της Ρωσικής Ορθοδοξίας, γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου του 1759 στην πόλη Κουρσκ και ονομάστηκε Πρόχορος.
Ήταν γιος ευσεβών και πλούσιων εμπόρων, του Ισίδωρου και της Αγάθης Μοσνίν από τους οποίους κληρονόμησε την πίστη, την ευλάβεια και τις αρετές. Ο πατέρας του πέθανε ενώ ο μικρός Πρόχορος ήταν μόλις 4 ετών. Από τη νηπιακή του ηλικία έχουμε μια σειρά από παρεμβάσεις της θείας Πρόνοιας στη ζωή του.
Σε ηλικία 7 ετών έπεσε από το ψηλό καμπαναριό του Αγίου Σεργίου που κτιζόταν και δεν έπαθε τίποτα. Όταν ήταν σε ηλικία 10 ετών αρρώστησε τόσο βαριά που ήταν βέβαιο ότι θα πέθαινε. Τότε η ίδια η Παναγία εμφανίσθηκε και του υποσχέθηκε ότι θα τον θεραπεύσει. Λίγες ημέρες μετά όταν η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου του Κούρσκ περνούσε κάτω από το σπίτι του, η μητέρα του τον κατέβασε και τον πέρασε κάτω από αυτήν. Αμέσως ο άγιος έγινε καλά και έκτοτε πολύ ευλαβείτο την Παναγία μας.
Στα δεκαεννέα του χρόνια πήρε την απόφαση ν᾿ αφοσιωθεί ολόψυχα στο Θεό και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι του Σάρωφ
αφού συμβουλεύτηκε τον Άγιο Δοσίθεο τον Έγκλειστο στην Λαύρα του Κιέβου. Η μητέρα του τού έδωσε την ευχή της και έναν χάλκινο σταυρό που ο Πρόχορος φορούσε φανερά στο στήθος του για να του θυμίζει τις μοναχικές υποσχέσεις του.
Οκτώ χρόνια ήταν δόκιμος. Το 1780 αρρωσταίνει βαριά, πιθανότατα από υδρωπικία, και το σώμα του γεμίζει πληγές και πρήζεται και μένει ακίνητος στο κρεβάτι. Κλαίει από τους πόνους αλλά ούτε λέξη γογγυσμού και παράπονου δεν βγαίνει από το στόμα του. Παραδίδεται ψυχή και σώματι στον Ιησού Χριστό και ζητά από τον Γέροντά του να μεταλάβει των αχράντων Μυστηρίων.

Οἱ Ἑλληνικὲς γιορτὲς καὶ τὰ ἀγνὰ ἔθιμά μας

                                                             Κόντογλου Φώτης

Τα Χριστούγεννα στα Αναγνωστικά από το 1920 μέχρι το 1980 – διαφορετικό

Τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πρωτοχρονιά, κι ἄλλες γιορτές, γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι καθόλου γιορτὲς καὶ χαρούμενες μέρες ἀλλὰ μέρες, ποὺ φέρνουνε θλίψη καὶ δοκιμασία. Δοκιμάζονται οἱ ψυχὲς ἐκείνων, ποὺ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ χαροῦνε, σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ἄλλοι χαίρουνται. Παρ’ ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι πικραμένοι ἀπὸ τὶς συμφορὲς τῆς ζωῆς, τοὺς χαροκαμένους, τοὺς ἀρρώστους, οἱ περισσότερο πικραμένοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ τοὺς στενεύει ἡ ἀνάγκη νὰ γίνουνε τοῦτες τὶς χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ μὴ δίνουνε σημασία στὴ δική τους εὐτυχία, μὰ γίνουνται ζητιάνοι γιὰ νὰ δώσουνε τὴ χαρὰ στὰ παιδιά τους καὶ στ’ ἄλλα πρόσωπα, ποὺ κρέμουνται ἀπ’ αὐτούς. Οἱ τέτοιοι κρυφοκλαῖνε ἀπὸ τὸ παράπονό τους, κι αὐτοὶ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι μάρτυρες, ποὺ καταπίνουνε τὴν πίκρα τους μέρα νύχτα, σὰν τὸ πικροβότανο.

Ἴσα-ἴσα, αὐτὲς τὶς ἁγιασμένες μέρες, ποὺ θὰ ‘πρεπε νὰ σμίξουνε πιὸ κοντὰ οἱ ἄνθρωποι συναμεταξύ τους, «νὰ περιπτυχθῶσιν ἀλλήλους», ἴσια-ἴσια αὐτὲς τὶς μέρες ἀποξενώνουνται περισσότερο ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, χωρίζουνται σὲ δύο στρατόπεδα ὁλότελα ξένα τό ’να στ’ ἄλλο, σχεδὸν ἐχθρικά. Ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ εἶναι οἱ εὐτυχισμένοι, οἱ καλοπερασμένοι, οἱ καλότυχοι, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι οἱ δυστυχισμένοι κι οἱ παραπεταμένοι. Ἀνάμεσά τους «χάσμα μέγα ἐστήρικται» κατὰ τὶς γιορτές. Κανένα γεφύρι δὲν ἑνώνει τις δυὸ ἀκροποταμιές, ἐνῶ τὶς ἄλλες μέρες ἔρχουνται σὲ περισσότερη συνάφεια. Οἱ πλούσιοι, κι ὅσοι ἔχουνε τὸν τρόπο τους, κάνουνε, ἀλλοίμονο! τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ἐπιδείξουνε τὰ πλούτη καὶ τὰ ἀγαθά τους στοὺς λιμασμένους. Κι αὐτὸ γίνεται στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γεννήθηκε πάμφτωχος μέσα στὸ παχνί! Γιὰ τὴν γέννηση τοῦ φτωχοῦ Χριστοῦ δὲν γιορτάζουνε οἱ φτωχοὶ σὰν καὶ Κεῖνον, μὰ γιορτάζουνε οἱ πλούσιοι, ποὺ παίρνουνε γιὰ ἀφορμὴ τὴν πτώχεια Του γιὰ νὰ δείξουνε τὰ πλούτη τους. Μὰ, ἄραγε, ἀνάμεσα σὲ δυστυχισμένους, μπορεῖ νὰ νοιώση κανένας εὐτυχισμένον τὸν ἑαυτό του;

Μονάχα ἕνας ἀναίσθητος μπορεῖ νὰ νοιώσει τέτοια εὐτυχία. Ὅσο γιὰ κεῖνον, ποὺ θέλει νὰ ἐπιδείξη στὸν πεινασμένον καὶ στὸν στερημένον τὴν ἐλεεινή του αὐτὴ εὐτυχία, αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸ κτῆνος. Καὶ μ’ ὅλα ταῦτα, ὑπάρχουνε πολλοὶ τέτοιοι ἀνάμεσά μας, στὰ χρόνια μας, ἔνω ἤτανε σπάνιοι στὰ παλαιότερα. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραῖα, ποὺ μᾶς ἔφερε ὁ μέγας πολιτισμὸς ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα!

Για όσους κοινωνούν με τους Οικουμενιστές και νομίζουν ότι δεν διατρέχει κίνδυνος επειδή "προέρχονται ἀπὸ ἡμας"

Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων:

 

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΕΡΟΙ  ΟΙ  ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ

ΑΠΟ  ΤΟΥΣ  ΠΑΠΙΚΟΥΣ

 τοῦ ἀειμνήστου θεολόγου Παναγιώτη Σημάτη

Στὴν πρὸς «Δυτικοῖς» ἐπιστολή του ὁ Μ. Βασίλειος, γράφει:

«Λοιπόν, τὸ μὲν θρασὺ καὶ ἀναίσχυντον τμῆμα τῆς αἱρέσεως τῶν Ἀρειανῶν, ἀφοῦ φανερῶς ἀπεκόπη ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, παραμένει εἰς τὴν πλάνην του, ἀλλ’ ὀλίγον μᾶς βλάπτει, διότι ἡ ἀσέβειά των εἶναι φανερὰ εἰς ὅλους.

Ὅσοι ὅμως εἶναι ἐνδεδυμένοι μὲ δέρμα προβάτου καὶ ἐμφανίζουν ἐξωτερικόν (βίον) ἥμερον καὶ πρᾶον, ἐνῶ ἐσωτερικῶς κατασπαράσσουν ἀνηλεῶς τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, μάλιστα διότι ἔχουν ἀρχικῶς προέλθει ἀπὸ ἡμᾶς, εὐκόλως προξενοῦν βλάβην εἰς τοὺς ἁπλουστέρους, αὐτοί (κυρίως) εἶναι ἐπικίνδυνοι καὶ δύσκολοι εἰς τὸ νὰ προφυλαχθῇ κανεὶς ἀπὸ αὐτούς: (Οἱ δὲ τὴν δορὰν τοῦ προβάτου περιβεβλημένοι καὶ τὴν ἐπιφάνειαν ἥμερον προβαλλόμενοι καὶ πραεῖαν, ἔνδοθεν δὲ σπαράσσοντες ἀφειδῶς τὰ Χριστοῦ ποίμνια καὶ διὰ τὸ ἐξ ἡμῶν ὡρμῆσθαι εὐκόλως ἐμβάλλοντες βλάβην τοῖς ἁπλουστέροις, οὗτοί εἰσιν οἱ χαλεποὶ καὶ δυσφύλακτοι).

» Αὐτοί (ἀκριβῶς), ζητοῦμεν ἀπὸ τὴν τελειότητά σας, νὰ γνωστοποιηθοῦν δημοσίως εἰς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνατολῆς, ὥστε ἤ, ἂν ὀρθοποδήσουν (εἰς τὴν ἀλήθειαν), νὰ ἀνήκουν εἰλικρινῶς μαζί μας, ἤ, ἐὰν παραμείνουν διεστραμμένοι, νὰ διατηροῦν μεταξύ των μόνον τὴν βλάβην, χωρὶς νὰ δύνανται ἐξ αἰτίας τῆς ἀπροφυλάκτου ἐπικοινωνίας (μαζί των) νὰ μεταδίδουν τὴν ἀσθένειάν των εἰς ὅσους τοὺς πλησιάζουν.

ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΑΞΙΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

    

Αρχιμ. Αυγουστίνος Μύρου, Δρ. Θ
Οι εορτές της Πρωτοχρονιάς
και ο ευτελισμός άξιων προσώπων
και αξιόλογων γεγονότων

Ἄν καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γνωρίζουν τὴν 1η Ἰανουαρίου κυρίως ὡς ἑορτὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς καὶ δευτερευόντως ὡς ἐορτὴ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ἡ πρώτη καὶ σημαντικότερη ἑορτὴ αὐτῆς τῆς ἡμέρας εἶναι ἡ ἄγνωστη γιὰ τοὺς πολλοὺς ἑορτὴ τῆς περιτομῆς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἑορτάζεται μαζί μέ τήν μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Εἶναι γνωστό ἀπό τήν εὐαγγελική ἱστορία, ὅτι ὅταν συμπληρώθηκαν ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τότε ἔγινε ἡ περιτομή στὸ Θεῖο Βρέφος καὶ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἰησούς, αὐτό ποὺ πρῶτος τὸ εἶπε ὁ ἄγγελος Γαβριήλ στὴν Μαριάμ, πρὶν ἀκόμη νά συλλάβη μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ περιτομή, πού γινόταν σέ κάθε ἀρσενικό παιδί τῶν Ἑβραίων, καί ἦταν ὀδυνηρή πράξη, ἀποτελοῦσε ἐφαρμογή τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ. Τήν ἴδια ἐντολή ἐπανέλαβε ὁ Θεός ἀργότερα καί στόν Μωϋσῆ.
Ἡ περιτομή ἦταν μία πράξη μέ βαθύτατο θεολογικό νόημα.

Ὁ Θεός διέταξε νά γίνεται ἡ περιτομή σάν ἕνα σημάδι τῆς Διαθήκης, πού ἔκανε Ἐκεῖνος μὲ τόν λαό του. Γιά ὅποιον εἶχε τό ἰσόβιο αὐτό σημάδι στό σώμα του, ἦταν ἀπόδειξη ὅτι ἀνῆκε στόν λαό τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἀκόμη μία ὑπόμνηση στούς Ἰσραηλίτες ὅτι ἔπρεπε νά διατηροῦν τήν Θεοσέβεια, πού παρέλαβαν ἀπό τούς Πατέρες τους.
Ὅμως ό Χριστός, ἄν καί δέχθηκε νά ὑποστῆ τήν ταπείνωση καί τήν μεγάλη ταλαιπωρία τῆς περιτομῆς στόν ἑαυτό του, τήν κατήργησε στή Νέα Διαθήκη. Κι αὐτό διότι ἡ περιτομή ἦταν ὁ τύπος μιᾶς ἄλλης πραγματικότητας, πού ἔφερε στον κόσμο ὁ Χριστός, δηλαδή τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, μέ τό ὁποῖο καθαιροῦνταν ἡ ἁμαρτία καί τά πάθη.Αὐτὴ τήν ἀλήθεια ἐκφράζει τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς: «Καί νόμον ἐκπληρῶν, περιτομήν θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ὅπως παύσῃς τά σκιώδη καί περιέλῃς τό κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν», δηλαδή «Καί ἐκπληρώνοντας τόν Μωσαϊκὸ Νόμο, Χριστέ, δέχεσαι ἑκούσια τήν σαρκική περιτομή γιά νά κατάργησης τούς τύπους καί νά ἀφαιρέσης ἀπό πάνω μας τό κάλυμμα τῶν παθῶν».
                    

Καρπός αὐτῆς τῆς νέας πραγματικότητας, τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ ἀνακαινισμένος ἐν Χριστῷ. Αὐτόν ἀκριβώς τόν ἀνακαινισμένο ἄνθρωπο γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τήν 1η Ἰανουαρίου στό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου.

Ὁ χρόνος τρέχει! Ὄχι χαμένες εὐκαιρίες.

                

Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι στατικός. Τρέχει γρήγορα καὶ ἐμεῖς ἀσθαίνοντες τὸν κυνηγοῦμε, γιὰ νὰ τὸν πιάσουμε, νὰ χαροῦμε τὶς ὄμορφες, πολὺ λίγες ἀλήθεια, στιγμές του καὶ νὰ ξεχάσουμε μὲ τὴν παροδό του τὶς θλίψεις, τὰ βάσανα, τοὺς πόνους μας. Κάθε πρωῒ ἔρχεται τὸ ξημέρωμα ἐλπιδοφόρο καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε βραδυάζει καὶ οἱ προσδοκίες μας μένουν, δυστυχῶς, ἀνεκπλήρωτες.

Προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ πόσο γρήγορα φεύγει ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας χωρὶς νὰ μποροῦμε νὰ τὸν συγκρατήσουμε, νὰ τὸν σταματήσουμε. Τρέχουμε πίσω του χωρὶς ἀνάπαυλα. Τρέχουμε, ἄραγε νὰ κατακτήσουμε τὶς ὀμορφιὲς τῆς ζωῆς ἢ νὰ φύγουμε γερασμένοι καὶ ἀπογοητευμένοι ἀπὸ αὐτήν; Καὶ ποιές χαρὲς τῆς ζωῆς ζητοῦμε νὰ ἀπολαύσουμε; Τὶς πρόσκαιρες, αὐτὲς ποὺ μᾶς παρασύρουν σὰν ψόφια ψάρια στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ καὶ μᾶς ἐκβράζουν στὴν θάλασσα τῆς ἀπωλείας, ἢ τὶς οὐράνιες, τὶς αἰώνιες, αὐτὲς γιὰ τὶς ὁποῖες μᾶς ἔπλασε ὁ Δημιουργός μας;
Φιλοσοφώντας τὸ κύλισμα τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς μας βλέπουμε ὅτι ὁ χρόνος μας ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι περιορισμένος καὶ τελειώνει σύντομα. Δὲν ἀποτελεῖ, λοιπόν, θανάσιμο ἁμάρτημα ἡ μὴ σωστὴ ἀξιοποίησή του; Δὲν εἶναι ἁμάρτημα, ἀφοῦ ὄχι μόνο δεικνύει ἀχαριστία μπροστὰ στὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν καθένα μας, ἀλλὰ δεικνύει καὶ πονηρία καὶ ὀκνηρία μαζί;