Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΠΛΑΝΑΤΑΙ
Συνοδικὰ καταδικασμένη ἡ ἀντίθετη διδασκαλία
Πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2020, κυκλοφορήθηκε ἕνα μικρὸ βιβλίο μου μὲ τίτλο «Μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ Ἁγιορείτης ἡγούμενος». Στὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου ἔγραφα ὅτι εἶναι «ἡφαίστειο ποὺ βράζει οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ποὺ βλέπουν νὰ προδίδονται ἡ Πίστη καὶ τὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ δειλοὺς καὶ ἀνάξιους ἱεράρχες. Δύσκολα βρίσκουν οἱ τελευταῖοι πειστικὰ ἐπιχειρήματα. Καταφεύγουν λοιπὸν κάποιοι στὸ κῦρος τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ λέγουν στοὺς πιστούς: Μὴν ἀντιδρᾶτε καὶ μὴν σκανδαλίζεσθε. Μὴν σκέφτεστε ἀποτειχίσεις καὶ διακοπὴ κοινωνίας μὲ τοὺς ἐπισκόπους. Ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι σωστὰ αὐτὰ ποὺ λέτε, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἐσεῖς ὀρθοτομεῖτε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, καὶ ἡ Ἐκκλησία πλανᾶται, εἶναι καλύτερα νὰ εἶσθε μαζὶ μὲ τὴν πλανώμενη Ἐκκλησία, παρὰ νὰ ὀρθοτομεῖτε καὶ νὰ εἶσθε ἐκτὸς αὐτῆς. Ἀποδίδουν μάλιστα αὐτὴν τὴν γνώμη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, παρερμηνεύοντας ἀλλὰ καὶ διαστρέφοντας κάτι ποὺ εἶχε πεῖ σὲ ἄλλη συνάφεια.
Αὐτὴν λοιπὸν τὴν παρερμηνεία ἀναιροῦμε στὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο γιὰ τοὺς ἑξῆς βασικοὺς λόγους. Ἐν πρώτοις, διότι διατυπώνεται ἀπὸ ἐπιφανεῖς κληρικούς, τρεῖς ἐπισκόπους καὶ ἕναν Ἁγιορείτη ἡγούμενο, ποὺ θεωροῦνται μάλιστα παραδοσιακοὶ καὶ πατερικοί, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ γίνεται πιστευτὴ ἤ τοὐλάχιστον δημιουργεῖ ἐσωτερικοὺς διαλογισμοὺς καὶ συγκρούσεις. Ὁ δεύτερος λόγος ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι ἐπὶ πολὺ καιρό, πάνω ἀπὸ δύο δεκαετίες, διαδιδόταν στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα ἱεροκρυφίως, χωρὶς νὰ εἶναι γνωστοὶ οἱ νοθευτὲς τῆς χρυσοστομικῆς διδασκαλίας. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώθηκαν, καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι περισσότεροι, ἔπρεπε νὰ παρουσιασθεῖ ἡ ἀλήθεια, ὥστε πλέον νὰ παύσει τὸ ψεῦδος νὰ διαδίδεται, ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες παρασύρθηκαν, τουλάχιστον, νὰ παύσουν ἀσχημονοῦντες ἤ τὸ καλύτερο νὰ ζητήσουν συγγνώμη. Νὰ παύσει ἐπίσης ἡ παραποίηση καὶ ἡ κακοποίηση τῆς διδασκαλίας ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Πατέρες καὶ ὁμολογητές, ἑνὸς πρωταθλητῆ ἐπισκόπου, ἀσυμβίβαστου σὲ θέματα Πίστεως, τὸν ὁποῖο ἐδίωξε καὶ ἐθανάτωσε ὄχι ἡ “πλανώμενη Ἐκκλησία”, ἀλλὰ ἡ πλανώμενη Ἱεραρχία, τὸ ἐπισκοπικὸ κατεστημένο τῶν καιρῶν του.
Ἀποκαλύπταμε ὅτι τὴν πλανεμένη αὐτὴ γνώμη, περὶ τοῦ ὅτι εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ πλανηθεῖ, τὴν ἐξέφρασαν ἀπερίφραστα ἤ ἄφηναν νὰ ἐννοηθεῖ οἱ μητροπολῖτες Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Γόρτυνος Ἱερεμίας καὶ ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ. Παραθέσαμε ὅσα ἐπὶ λέξει εἶπαν καὶ προχωρήσαμε στὴν ἀναίρεσή τους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν Πίνακα Περιεχομένων τοῦ μικροῦ βιβλίου ποὺ τὸν παρουσιάζουμε καὶ ἐδῶ:
Πρόλογος
1. Ἁλυσίδα πλανῶν τῆς σύγχρονης Ἱεραρχίας
2. Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή.
3. Τὴν ἁγία ἀνυπακοὴ ἐφαρμόζουν ὅσοι διακόπτουν τὴν μνημόνευση αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.
4. Ἐπικίνδυνη ἐκκλησιολογία καὶ σωτηριολογία
5. Τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ ἕνας ἁγιορείτης ἡγούμενος παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου
6. Ἀνασκευὴ καὶ διόρθωση τῆς παρερμηνείας
7. Ἡ Ἐκκλησία δὲν πλανᾶται, εἶναι ἀλάθητη. Δὲν ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Ἱεραρχία.
8. Σὲ ποιό γεγονὸς ἀναφέρεται ὁ Χρυσόστομος;
9. Ἐνδεικτικὲς θέσεις τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ὑπακοὴ ἢ ἀνυπακοὴ στὴν Ἱεραρχία.
Ἐπίλογος
Δείξαμε ὅτι κακῶς ταυτίζεται ἡ Ἱεραρχία, τὸ ἐπισκοπᾶτο, μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὅτι οἱ ἐπίσκοποι μπορεῖ νὰ πλανηθοῦν, ὄχι ὅμως καὶ ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κεφαλή της τὸν Χριστὸ καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας». Ὅταν λοιπὸν πλανᾶται ἡ Ἱεραρχία, μὲ ἁλυσίδα μάλιστα πλανῶν, ὅπως σήμερα, δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν πλάνη τῶν ἐπισκόπων, διότι αὐτοὶ θέτουν τοὺς ἑαυτούς των ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκεται ἡ πλάνη, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ αἵρεση. Αὐτὰ ὅμως τὰ ἀναπτύξαμε ἐπαρκῶς πέρυσι μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ Παράδοση, τὰ νεώτερα Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Βιβλία καὶ σύγχρονους ἐπιφανεῖς Δογματολόγους καὶ δὲν θὰ τὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ.
Ἐπιθυμοῦμε ἁπλῶς μὲ τὴν νέα μας παρέμβαση νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ περὶ τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθεῖ εἶναι προτεσταντική· διατυπώθηκε στὴν καλβινίζουσα «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ δυστυχοῦς πατριάρχου Κυρίλλου Λούκαρη, ἡ ὁποία καταδικάσθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.
Ἡ αἱρετικὴ λοιπὸν καὶ καταδικασμένη αὐτή «Ὁμολογία Πίστεως», ἐκτὸς τοῦ ὅτι στὸ Β´ Κεφάλαιο ἐξαίρει, ὑπερυψώνει, τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως πράττουν ὅλοι οἱ Προτεστάντες καὶ ὑποτιμᾶ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως καὶ καθόρισε τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ μόνον αὐτὴ ἐγγυᾶται τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία της, ἐπιπλέον στὸ Β´ κεφάλαιο ἀπερίφραστα ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθεῖ: «Ἀληθὲς γὰρ καὶ βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι».
Στὰ ἑλληνικὰ ἡ Λουκάρεια Ὁμολογία ἐξεδόθη τὸ 1631. Ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίλλου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Σύνοδος (Σεπτέμβριος 1638), στὴν ὁποία ἐκτὸς τοῦ διαδόχου του στὴν πατριαρχία Κυρίλλου Κονταρῆ, ἔλαβαν μέρος οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος καὶ Ἱεροσολύμων Θεοφάνης, 20 μητροπολῖτες καὶ 21 ἄλλοι κληρικοί. Στὴν σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ποὺ τιτλοφορεῖται «Ψῆφος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου κατὰ τῶν αἱρετικῶν κεφαλαίων Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, τοῦ παραχωρήσει Θεοῦ πατριαρχεύσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει», ἀναθεματίζεται προσωπικὰ ὁ Κύριλλος ὡς «παγκάκιστος αἱρετικός», γιατί ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ πλανήσει καὶ νὰ πλανηθεῖ, ἀντὶ τῆς ἀληθείας νὰ ἐπιλέξει τὸ ψεῦδος. Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ κείμενο: «Κυρίλλῳ δογματίζοντι καὶ πιστεύοντι τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἐνδεχόμενον εἶναι ψεύδεσθαι· - φησὶ γὰρ ἐν τῷ δευτέρῳ αὐτοῦ κεφαλαίῳ, ταύτην μὴ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνθρώπου, καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐνδεχόμενον ἁμαρτῆσαι ἐξ ἀγνοίας καὶ ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι· ἐν δὲ τῷ δωδεκάτῳ τῶν αὐτοῦ κεφαλαίων, ἀληθὲς καὶ βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· - ἐπεὶ ἐκ τοιούτων ἐρεσχελιῶν, μᾶλλον δὲ ἐκ τοιαύτης σαφοῦς μανίας, ἀναγκαίως ἂν συμπερανθείη, τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, τὴν αὐτοαλήθειαν, ψεύδεσθαι, καὶ μεθ᾽ ἡμῶν, ἤτοι μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος μὴ διατελεῖν, ὡς ὑπέσχετο, καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα μὴ λαλεῖν ἐν αὐτῇ καὶ πύλας ᾅδου (δηλαδὴ αἱρέσεις ἀθέων) κατισχύειν τῆς Ἐκκλησίας· καὶ πρὸς τούτοις ἀμφιβάλλειν κα`ἐνδοιάζειν ἕκαστον, εἰ ἀληθὲς τὸ ἀνὰ χεῖρας θεῖον εὐαγγέλιόν ἔστι τὸ ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἅτε ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας παραδοθέν, καὶ μὴ ἕτερον· ἐνδεχόμενον γάρ φησιν ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· τῷ τοιούτῳ, φαμέν, παγκακίστῳ αἱρετικῷ ἀνάμεθα».
Στὴν Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ ἐπίσης τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1642 πρὸς τὴν ἐν Ἰασίῳ τοπικὴ Σύνοδο τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ποὺ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιο, ὅπου ἀναιροῦνται ὅλες οἱ πλάνες τῶν 18 κεφαλαίων τῆς Λουκάρειας Ὁμολογίας, μεταξὺ ἄλλων σχετικῶν ὡς πρὸς τὸ ἀντιπατερικὸ προτεσταντικὸ πνεῦμα της, λέγεται ὅτι τὸ νὰ ἀποφαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ σφάλλει, μολονότι ἔχει διδάσκαλο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κεφαλὴ τὸν Χριστό, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔχει λεχθῆ ὅτι δὲν ἔχει σπίλο ἤ ρυτίδα, ἀλλὰ εἶναι ὁλόκληρη καλὴ καὶ τέλεια, αὐτὸ εἶναι δυσσεβὲς καὶ ἀποκηρύσσεται: «Τὸ δὲ τὴν Ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι (ἐν τῷ αὐτῷ κεφαλαίῳ) δυνατὸν εἶναι ἁμαρτάνειν, καὶ ταῦτα τὸ Πνεῦμα κεκτημένην διδάσκαλον καὶ τὸν Χριστὸν κεφαλήν, περὶ ἧς εἴρηται, ὅτι σπίλον ἤ ρυτίδα οὐκ ἔχει, ἀλλ᾽ ὅλη ἐστὶ καλὴ καὶ τελεία, ὡς δυσσεβὲς ἀποκεκήρυκται».