Ὁ πλούσιος νέος τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἐμεῖς, οἱ σημερινοὶ Χριστιανοί.

 

 

Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

 

Διαβάζουμε στὸ σημερινὸ Ευαγγέλιο (Λουκ. 18, 18-27) γιὰ τὸν πλούσιο νέο ποὺ ρώτησε τὸν Κύριο τὴν πιὸ σημαντικὴ ἐρώτηση τῆς ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου: «τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον»; Παρόλη τὴν ἀποτυχία τοῦ νέου νὰ καταλάβει καὶ νὰ ἐφαρμόσει αὐτὸ ποὺ τὸν συμβούλευσε ὁ Κύριος, ἡ ἀναζήτησή του ἦταν ἀληθινή. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν ἑρμηνεία τῆς περικοπῆς αὐτῆς:

       «Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοια έντονη επιθυμία για τα πνευματικά αγαθά, τη στιγμή μάλιστα που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή» (ἐδῶ).

Καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος συμπληρώνει:

      «Όμως είχε ενατενίσεις ο πλούσιος νεανίσκος. Είχε ενατενίσεις. Έβλεπε και ποθούσε ιδανικά» (ἐδῶ).

Τὸ ἐρώτημα λοιπόν, ποὺ γεννιέται εἶναι: Ὁ νέος, παρόλο ποὺ τελικὰ ἀρνήθηκε τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ἀναζητήσεις καὶ ζητοῦσε τὴν αἰώνιον ζωήν, ἦταν ὅμως ἀδύναμος. Ἐμεῖς ποὺ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο γνωρίσαμε καὶ μὲ τὸ βάπτισμά μας ἀποδεχθήκαμε· ποὺ καὶ τὴν δυνατότητα ἐφαρμογῆς του μέσῳ τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων καὶ πολλῶν πάμπολλων ἀνθρώπων διδαχθήκαμε, ἔχουμε τὴν ἴδια ἀναζήτηση μὲ τὸν νέο ἐκεῖνο; Πηγαίνουμε στὸν Κύριο, τὸν προσκυνοῦμε καὶ τὸν ρωτοῦμε τὴν ἴδια ἐρώτηση; Καί, ἂν καὶ αὐτὸ τὸ κάνουμε, ἀποδεχόμαστε ‒σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν νέο‒ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἢ εἴμαστε ἴδιοι μὲ αὐτόν;

Ἅγ. Στέφανος ὁ Νέος, ὅταν οἱ Ἅγιοι ἄλλα μᾶς διδάσκουν ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς γέροντες.

 


Εἵδαμε ὅτι ἐμφανίζονται πάλι γέροντες (ἐδῶ), οἱ ὁποῖοι παρόλη τὴν εὐσέβεια τους ἀρνοῦνται νὰ πράξουν τὸ ὀρθόδοξο καὶ ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τοῦ κελιοῦ τους (ἀφοῦ δὲν ἀντιδροῦν, δὲν διώκονται) μιλοῦν γιὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία, μόνο ὅταν πρόκειται γιὰ θέματα ἐμβολίου, πνευματικῆς ζωῆς (ἄνευ ὁμολογίας;) κλπ. Διδάσκουν πχ. τὴν ἀποφυγὴ σύμπραξης μὲ τὸ ἐμβόλιο, γιὰ τὴν πατερικὴ διαδασκαλία ὅμως ἀπέναντι στὴν αἵρεση, γιὰ τὴν στάση τῶν Χριστιανῶν ἀπέναντι σὲ μία αἱρετίζουσα, προδίδουσα καὶ ἐκκοσμικεύμενη ἱεραρχία δὲν ἀρθρώνουν λέξη ἢ ἂν τὸ κάνουν μιλοῦν γιὰ Οἰκονομίες, ὅταν στὸ θέμα τοῦ ἐμβολίου ζητοῦν τὴν ἀκρίβεια!

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως διὰ μέσου τῶν Ἁγίων Της ἄλλα μᾶς λέει καὶ διδάσκει. Τρανὸ παράδειγμα ὁ σήμερα τιμούμενος ἅγ. Στέφανος ὁ Νέος.

Ὁ ἅγ. Στέφανος ὁ Νέος ὅταν ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα τοῦ ζήτησε νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ψευτοσύνοδο τῆς Ἱέρειας καὶ τὴν αἱρετικὴ εἰκονομαχία:

«Ὁ δέ τίμιος οὗτος Στέφανος, ὁ τοῦ προτέρου ἐφάμιλλος, ὡς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ἀεί τόν Θεόν προορώμενος, καί μή σαλευόμενος ἐν οἱᾳδηποτοῦν αἱρετικῇ ὑπονοίᾳ πρός τόν πατρίκιον ἔφη∙ Πρόσχες κυριοπατρίκιος αἱρετικῆς ὑπολήψεως ἐν τῷ ὅρῳ τῆς ψευδοσυλλόγου ταύτης συνόδου προτεθειμένης, Στέφανος οὔτε ὑπογράφω, οὔτε τό πικρόν γλυκύ ἀποκαλῶ∙ ἵνα μή τό τοῦ προφήτου οὐαί ἐπισπάσωμαι∙ πρός δέ καί τήν τῶν ἱερῶν εἰκόνων προσκύνησιν, εὐχερῶς μέλλω ἀποθνήσκειν, μηδένα λόγον ποιούμενος τοῦ ταύτας ἀπωθεῖσθαι τολμῶντος αἱρεσιάρχου βασιλέως» (P.G. 100,1124A).

Τὸ ἴδιο ἀπάντησε καὶ στοὺς λυκοποιμένες ἐπισκόπους τῆς ἐποχῆς του:

«Εἴτα Θεοδόσιος πρός αὐτόν φησίν Ἐφέσου∙ Τίνι τρόπῳ, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ᾑρετίσω ἐν ὑπολήψει ἡμᾶς ἔχειν αἱρετικῇ, καί ὑπερφρονῆσαι ὑπέρ τε βασιλεῖς καί ἀρχιποιμένας καί ἐπισκόπους καί πάντας Χριστιανούς; Μή ἆρά γε πάντες ἡμεῖς τήν τῶν οἰκείων ψυχῶν ζημίαν πραγματευόμεθα; Ὁ δέ ἅγιος ἡρεμαίᾳ τῇ φωνῇ φησιν πρός αὐτούς∙ Προσέχετε, τί γέγραπται ἐν Ἠλίᾳ τῷ προφήτῃ πρός Ἀχαάβ∙ Οὐ διαστρέφω ἐγώ, ἀλλά σύ, καί ὁ οἶκος τοῦ πατρός σουΚαί γάρ οὐκ ἐγώ ὁ διαστρέφων, ἀλλ’ ὑμεῖς, οἱ τήν ἐκ πρόπαλαι παραβεβηκότες τῶν Πατέρων διδασκαλίαν, καί νέαν κενοφωνίαν τῇ Ἐκκλησίᾳ εἰσηγησάμενοι. Εἰ γάρ τό ἀρχαιότητι διαφέρον, αἰδέσιμον, ὥς τις σοφός ἔφησεν∙ τά νεωτεροφωνηθέντα παρ’ ὑμῶν, πάντα ἄσημα καί Θεοῦ ἀλλότρια, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς Ἐκκλησίας φαλσεύματα. Ἀλλ’ οὖν ἔστιν εἰπεῖν προφητικῶς∙ Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καί οἱ ἄρχοντες ἅμα ποιμέσι καί τοῖς προδόταις τῆς ποίμνης συνήχθησαν ἐπί τό αὐτό κατά τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, μελετήσαντες κενά καί μάταια» (P.G. 100, 1141A).

Η Πατερική Στάση για τα Εμβόλια: Συνέντευξη με τον τραγικὸ π. Σάββα Αγιορείτη (1/3)

 

Καὶ ἡ πατερικὴ στάση γιὰ τὴν αἵρεση, γιὰ αὐτὴν δὲν μιλᾶτε ἐκτενῶς, πάτερ. Καὶ δὲν μιλᾶτε, διότι θὰ ἔπρεπε νὰ πεῖτε αὐτὸ ποὺ δὲν πράττετε, τὴν διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικούς, τὴν ὁποία οἱ Πατέρες πάντα ἐφάρμοσαν, μὴ δεχόμενοι καμία ἀλλαγὴ σὲ θέματα Πίστεως. Ἀντιθέτως πράττετε πονηρά, περιορίζετε δηλ. τὴν πατερικὴ διδασκαλία, μιλᾶτε γιὰ τὴν διακοπὴ κοινωνίας μὲ τὴν αἵρεση (;;;) τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ ἐμβολίου, ἀλλὰ δὲν δέχεσθε τὴν ἴδια διδασκαλία γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό καὶ συμβουλεύετε μαζὶ μὲ τὸν π. Πέτρο Χὶρς τοὺς λαϊκοὺς νὰ κάνουν Οἰκονομία. Δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ νόμον δὲν ἐκράτεις.


 
 

Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά - Ερμηνεία της Ευαγγελικής περικοπής από τον Ιερό Χρυσόστομο

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ [: Λουκ.18,18-27]


Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΛΟΥΣΙΟ ΝΕΑΝΙΣΚΟ

ΠΟΥ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΕ ΝΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ[Ματθ.19,16-26]

   «Κα δο ες προσελθν επεν ατ· διδάσκαλε γαθέ, τί γαθν ποιήσω να χω ζων αώνιον;(:Και ιδού Τον πλησίασε κάποιος και Του είπε: “Διδάσκαλε αγαθέ, τι καλό να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;’’)»[Ματθ.19,16]

     Ορισμένοι κατηγορούν τον νέο αυτόν ως ύπουλο και πονηρό με τη σκέψη ότι πλησίασε τον Ιησού με σκοπό να Τον πειράξει· εγώ όμως δεν θα μπορούσα να αρνηθώ ότι ήταν φιλάργυρος και δούλος των χρημάτων, επειδή και ο Χριστός τον έλεγξε ως άνθρωπο αυτού του είδους, ύπουλο όμως δεν θα μπορούσα να τον ονομάσω με κανένα τρόπο, και διότι δεν είναι ασφαλές το να επιχειρεί κανείς να κρίνει τα άγνωστα πράγματα και ιδίως όταν πρόκειται για κατηγορίες, και για τον πρόσθετο λόγο ότι ο ευαγγελιστής Μάρκος έχει αναιρέσει αυτήν την υποψία· καθόσον λέγει ότι «Κα κπορευομένου ατο ες δν προσδραμν ες κα γονυπετήσας ατν πηρώτα ατόν(:και ενώ έβγαινε ο Ιησούς από το σπίτι στο δρόμο, έτρεξε κοντά Του ένας άνθρωπος και αφού γονάτισε μπροστά Του, Τού έθετε ερωτήσεις)»[Μάρκ.10,17] και ότι « δ ησος μβλέψας ατ γάπησεν ατν(:ο Ιησούς τότε τον κοίταξε με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον και τον συμπάθησε)»[Μάρκ.10,21].

     Είναι, ωστόσο, μεγάλη και τυραννική η δύναμη των χρημάτων και αυτό γίνεται φανερό και από την περίπτωση αυτή· διότι και αν ακόμη είμαστε ως προς τα άλλα ενάρετοι, αυτή τα καταστρέφει όλα τα άλλα. Δικαίως λοιπόν και ο απόστολος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων γενικώς των κακών[βλ. Α΄Τιμ.6,9-10: «Ο δ βουλμενοι πλουτεν μππτουσιν ες πειρασμν κα παγδα κα πιθυμας πολλς νοτους κα βλαβερς, ατινες βυθζουσι τος νθρπους ες λεθρον κα πλειαν. ῥίζα γρ πντων τν κακν στιν φιλαργυρα, ς τινες ρεγμενοι πεπλανθησαν π τς πστεως κα αυτος περιπειραν δναις πολλας(:Όσοι έχουν προσκόλληση στο χρήμα και θέλουν να γίνουν πλούσιοι, πέφτουν σε πειρασμό και παγίδα και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, οι οποίες βυθίζουν τους ανθρώπους στην καταστροφή και στην απώλεια. Πέφτουν σε πειρασμό και καταστρεπτική παγίδα διότι ρίζα όλων των κακών είναι η φιλαργυρία. Μερικοί μάλιστα λόγω της φιλαργυρίας τους κυριεύτηκαν από σφοδρή και ακόρεστη επιθυμία για το χρήμα και  γι' αυτό αποπλανήθηκαν από την πίστη  και έμπηξαν γύρω από τον εαυτό τους σαν καρφιά πολλούς πόνους και αγωνίες)»].

π. Αθανάσιος Μυτιληναίος- Σύγχρονοι νέοι και ιδανικά (Κυριακή ΙΓ΄ Λουκά)

 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ΛΟΥΚΑ[:Λουκά 18,18-27]



Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του μακαριστού γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου σχετικά με την ευαγγελική περικοπή της Κυριακής ΙΓ΄ Λουκά με θέμα:

«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΑ»

      [εκφωνήθηκε στην Ιερά Μονή Κομνηνείου Λαρίσης στις 27-11-1994]  (Β 308)

    Η παρουσία του πλουσίου νεανίσκου, αγαπητοί μου, που ζητά από τον Κύριον τι να πράξει για να κερδίσει την αιώνιον ζωήν, όντως μας συγκινεί. Ενώ το ερώτημα είναι ένα τεράστιον θέμα, «τί ποιήσας ζων αώνιον κληρονομήσω;», η απάντησις του Κυρίου μοιάζει ότι είναι πολύ πεζή. Τι του είπε; «Τήρησε τις εντολές». Πολύ απλά. «Τήρησε τις εντολές». Και ο νεανίσκος ίσως νόμισε περί μεγάλων και εκτάκτων και αγνώστων εντολών. Γι΄αυτό ερωτά: «Ποιες είναι αυτές;». Και ο Κύριος τού απαριθμεί εντολές από τον δεκάλογον, πολύ γνωστές.

     Έτσι, πολλοί σύγχρονοί μας, περιφρονούν, αγαπητοί μου, τις δέκα εντολές σαν πολύ γνωστές. Είναι ένα ίδιον του ανθρώπου να θέλει κάτι το γνωστό να το περιφρονεί. Πάντοτε. Ομιλητής είναι; Εντολές είναι; Λειτουργία είναι; Αισθάνεται την ανάγκη να απωθήσει, να περιφρονήσει. Γιατί; «Ε, τα ξέρομε αυτά, είναι γνωστά». Δεν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο εκείνη η διαρκής, γιατί εκεί μέσα είναι όλη η δουλειά, η διαρκής ανανέωσις, που να δημιουργεί παρθενικότητα ματιών. Να μπορείς να βλέπεις το ίδιο πράγμα κάθε φορά καινούριο! Αυτό είναι μία μεγάλη-μεγάλη υπόθεση. 

Και δεν είναι στην περίπτωση μόνο όσων πνευματικών πραγμάτων. Είναι και εις την γύρω μας φύση. Θέλετε; Και εις τα γύρω μας πρόσωπα. Πόσες φορές βαριόμαστε τα ίδια πρόσωπα, που τα έχουμε δει, τα έχομε ξαναδεί. Κάποτε η γυναίκα μας, ο άνδρας μας, τα παιδιά μας. Ναι, ναι. Οι φίλοι μας. Κάποτε τους βαριόμαστε. Τον πνευματικό μας, τα πνευματικά μας παιδιά. Τα βαριόμαστε. Λέμε: «Ε…». Ενώ έχομε ένα ενδιαφέρον πάντοτε για κάτι καινούριο. Το περιβάλλον, τα βουνά, τα δένδρα, η θάλασσα, τα πάντα. «Ε, τα ξέρομε, τι είναι αυτά;». Δεν βλέπομε με αυτά τα ανανεωμένα μάτια. Να αισθανόμεθα ότι τα βλέπομε για πρώτη φορά. Το θέμα πού βρίσκεται; Μέσα μας. Μόνο μέσα μας. Έτσι λοιπόν και οι δέκα εντολές. «Α, τις ξέρω». Τι είπε ο νεαρός; «Τις ετήρησα», λέει, «εκ νεότητός μου». Από μικρό μου παιδάκι τις ετήρησα τις εντολές. Και όμως η οδός των εντολών είναι εκείνη που οδηγεί εις την αιώνιον ζωήν. Εάν τηρούσε τις εντολές όντως, τότε δεν ήταν ανάγκη να ερωτήσει τον Κύριον· διότι θα ήξερε ότι οι εντολές είναι ο δρόμος, η οδός, ο τρόπος για να φθάσουμε εις την αιώνιον ζωήν.

     Εκεί όμως είναι και το λάθος του νεανίσκου. Και η αποτυχία του. Στις εντολές; Ναι, νεανίσκε μου, υπάρχουν πράγματα που δεν παλιώνουν ποτέ. Οι εντολές του Χριστού. Δεν παλιώνουν. Είναι διαχρονικές. Είναι πάντοτε οι ίδιες. Κι αν θέλετε, ως προς την Καινή Διαθήκη και ως προς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, «Χριστός χθές καί σήμερον ατός καί ες τούς αἰῶνας», λέει ο Απόστολος Παύλος. Ο Ίδιος και χθες και σήμερα και αύριο και αιωνίως. Λοιπόν; Λοιπόν. Οι δέκα εντολές πρέπει να βιωθούν.

Η Εκκλησία δεν πλανάται.

 

Η Εκκλησία δεν πλανάται. 


Συνοδικά καταδικασμένη η αντίθετη 


διδασκαλία

 Αποτέλεσμα εικόνας για Θεόδωρος Ζήσης

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΠΛΑΝΑΤΑΙ

Συνοδικὰ καταδικασμένη ἡ ἀντίθετη διδασκαλία

Πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2020, κυκλοφορήθηκε ἕνα μικρὸ βιβλίο μου μὲ τίτλο «Μαζὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἔστω καὶ ἂν πλανᾶται; Παρερμηνεύουν τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ Ἁγιορείτης ἡγούμενος». Στὸν Πρόλογο τοῦ βιβλίου ἔγραφα ὅτι εἶναι «ἡφαίστειο ποὺ βράζει οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν ποὺ βλέπουν νὰ προδίδονται ἡ Πίστη καὶ τὰ θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ δειλοὺς καὶ ἀνάξιους ἱεράρχες. Δύσκολα βρίσκουν οἱ τελευταῖοι πειστικὰ ἐπιχειρήματα. Καταφεύγουν λοιπὸν κάποιοι στὸ κῦρος τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ λέγουν στοὺς πιστούς: Μὴν ἀντιδρᾶτε καὶ μὴν σκανδαλίζεσθε. Μὴν σκέφτεστε ἀποτειχίσεις καὶ διακοπὴ κοινωνίας μὲ τοὺς ἐπισκόπους. Ἀκόμη καὶ ἂν εἶναι σωστὰ αὐτὰ ποὺ λέτε, ἀκόμη καὶ ἐὰν ἐσεῖς ὀρθοτομεῖτε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας, καὶ ἡ Ἐκκλησία πλανᾶται, εἶναι καλύτερα νὰ εἶσθε μαζὶ μὲ τὴν πλανώμενη Ἐκκλησία, παρὰ νὰ ὀρθοτομεῖτε καὶ νὰ εἶσθε ἐκτὸς αὐτῆς. Ἀποδίδουν μάλιστα αὐτὴν τὴν γνώμη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, παρερμηνεύοντας ἀλλὰ καὶ διαστρέφοντας κάτι ποὺ εἶχε πεῖ σὲ ἄλλη συνάφεια.

Αὐτὴν λοιπὸν τὴν παρερμηνεία ἀναιροῦμε στὸ ἀνὰ χεῖρας βιβλίο γιὰ τοὺς ἑξῆς βασικοὺς λόγους. Ἐν πρώτοις, διότι διατυπώνεται ἀπὸ ἐπιφανεῖς κληρικούς, τρεῖς ἐπισκόπους καὶ ἕναν Ἁγιορείτη ἡγούμενο, ποὺ θεωροῦνται μάλιστα παραδοσιακοὶ καὶ πατερικοί, καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ γίνεται πιστευτὴ ἤ τοὐλάχιστον δημιουργεῖ ἐσωτερικοὺς διαλογισμοὺς καὶ συγκρούσεις. Ὁ δεύτερος λόγος ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι ἐπὶ πολὺ καιρό, πάνω ἀπὸ δύο δεκαετίες, διαδιδόταν στὸ ὀρθόδοξο πλήρωμα ἱεροκρυφίως, χωρὶς νὰ εἶναι γνωστοὶ οἱ νοθευτὲς τῆς χρυσοστομικῆς διδασκαλίας. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώθηκαν, καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι περισσότεροι, ἔπρεπε νὰ παρουσιασθεῖ ἡ ἀλήθεια, ὥστε πλέον νὰ παύσει τὸ ψεῦδος νὰ διαδίδεται, ὅσοι δὲ ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες παρασύρθηκαν, τουλάχιστον, νὰ παύσουν ἀσχημονοῦντες ἤ τὸ καλύτερο νὰ ζητήσουν συγγνώμη. Νὰ παύσει ἐπίσης ἡ παραποίηση καὶ ἡ κακοποίηση τῆς διδασκαλίας ἑνὸς ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Πατέρες καὶ ὁμολογητές, ἑνὸς πρωταθλητῆ ἐπισκόπου, ἀσυμβίβαστου σὲ θέματα Πίστεως, τὸν ὁποῖο ἐδίωξε καὶ ἐθανάτωσε ὄχι ἡ “πλανώμενη Ἐκκλησία”, ἀλλὰ ἡ πλανώμενη Ἱεραρχία, τὸ ἐπισκοπικὸ κατεστημένο τῶν καιρῶν του[1].

Ἀποκαλύπταμε ὅτι τὴν πλανεμένη αὐτὴ γνώμη, περὶ τοῦ ὅτι εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ πλανηθεῖ, τὴν ἐξέφρασαν ἀπερίφραστα ἤ ἄφηναν νὰ ἐννοηθεῖ οἱ μητροπολῖτες Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος, Γόρτυνος Ἱερεμίας καὶ ὁ καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπαιδίου ἀρχιμανδρίτης Ἐφραίμ. Παραθέσαμε ὅσα ἐπὶ λέξει εἶπαν καὶ προχωρήσαμε στὴν ἀναίρεσή τους, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν Πίνακα Περιεχομένων τοῦ μικροῦ βιβλίου ποὺ τὸν παρουσιάζουμε καὶ ἐδῶ:

Πρόλογος

1. Ἁλυσίδα πλανῶν τῆς σύγχρονης Ἱεραρχίας

2. Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή.

3. Τὴν ἁγία ἀνυπακοὴ ἐφαρμόζουν ὅσοι διακόπτουν τὴν μνημόνευση αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.

4. Ἐπικίνδυνη ἐκκλησιολογία καὶ σωτηριολογία

5. Τρεῖς ἐπίσκοποι καὶ ἕνας ἁγιορείτης ἡγούμενος παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου

6. Ἀνασκευὴ καὶ διόρθωση τῆς παρερμηνείας

7. Ἡ Ἐκκλησία δὲν πλανᾶται, εἶναι ἀλάθητη. Δὲν ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν Ἱεραρχία.

8. Σὲ ποιό γεγονὸς ἀναφέρεται ὁ Χρυσόστομος;

9. Ἐνδεικτικὲς θέσεις τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ὑπακοὴ ἢ ἀνυπακοὴ στὴν Ἱεραρχία.

Ἐπίλογος[2]

Δείξαμε ὅτι κακῶς ταυτίζεται ἡ Ἱεραρχία, τὸ ἐπισκοπᾶτο, μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὅτι οἱ ἐπίσκοποι μπορεῖ νὰ πλανηθοῦν, ὄχι ὅμως καὶ ἡ Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κεφαλή της τὸν Χριστὸ καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν»[3], εἶναι «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[4]. Ὅταν λοιπὸν πλανᾶται ἡ Ἱεραρχία, μὲ ἁλυσίδα μάλιστα πλανῶν, ὅπως σήμερα, δὲν σημαίνει αὐτὸ ὅτι πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν πλάνη τῶν ἐπισκόπων, διότι αὐτοὶ θέτουν τοὺς ἑαυτούς των ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκεται ἡ πλάνη, τὸ ψεῦδος καὶ ἡ αἵρεση. Αὐτὰ ὅμως τὰ ἀναπτύξαμε ἐπαρκῶς πέρυσι μὲ βάση τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Πατερικὴ Παράδοση, τὰ νεώτερα Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Βιβλία καὶ σύγχρονους ἐπιφανεῖς Δογματολόγους καὶ δὲν θὰ τὰ ἐπαναλάβουμε ἐδῶ.

Ἐπιθυμοῦμε ἁπλῶς μὲ τὴν νέα μας παρέμβαση νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ γνώμη αὐτὴ περὶ τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθεῖ εἶναι προτεσταντική· διατυπώθηκε στὴν καλβινίζουσα «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ δυστυχοῦς πατριάρχου Κυρίλλου Λούκαρη, ἡ ὁποία καταδικάσθηκε καὶ ἀναθεματίσθηκε ἀπὸ πολλὲς Ὀρθόδοξες Συνόδους τοῦ 17ου αἰῶνος.

Ἡ αἱρετικὴ λοιπὸν καὶ καταδικασμένη αὐτή «Ὁμολογία Πίστεως», ἐκτὸς τοῦ ὅτι στὸ Β´ Κεφάλαιο ἐξαίρει, ὑπερυψώνει, τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως πράττουν ὅλοι οἱ Προτεστάντες καὶ ὑποτιμᾶ τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως καὶ καθόρισε τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ μόνον αὐτὴ ἐγγυᾶται τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία της, ἐπιπλέον στὸ Β´ κεφάλαιο ἀπερίφραστα ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ πλανηθεῖ: «Ἀληθὲς γὰρ καὶ βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι»[5].

Στὰ ἑλληνικὰ ἡ Λουκάρεια Ὁμολογία ἐξεδόθη τὸ 1631. Ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κυρίλλου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Σύνοδος (Σεπτέμβριος 1638), στὴν ὁποία ἐκτὸς τοῦ διαδόχου του στὴν πατριαρχία Κυρίλλου Κονταρῆ, ἔλαβαν μέρος οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Μητροφάνης Κριτόπουλος καὶ Ἱεροσολύμων Θεοφάνης, 20 μητροπολῖτες καὶ 21 ἄλλοι κληρικοί. Στὴν σχετικὴ ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ποὺ τιτλοφορεῖται «Ψῆφος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου κατὰ τῶν αἱρετικῶν κεφαλαίων Κυρίλλου τοῦ Λουκάρεως, τοῦ παραχωρήσει Θεοῦ πατριαρχεύσαντος ἐν Κωνσταντινουπόλει», ἀναθεματίζεται προσωπικὰ ὁ Κύριλλος ὡς «παγκάκιστος αἱρετικός», γιατί ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ πλανήσει καὶ νὰ πλανηθεῖ, ἀντὶ τῆς ἀληθείας νὰ ἐπιλέξει τὸ ψεῦδος. Παραθέτουμε τὸ σχετικὸ κείμενο: «Κυρίλλῳ δογματίζοντι καὶ πιστεύοντι τὴν τοῦ Χριστοῦ ἁγίαν Ἐκκλησίαν ἐνδεχόμενον εἶναι ψεύδεσθαι· - φησὶ γὰρ ἐν τῷ δευτέρῳ αὐτοῦ κεφαλαίῳ, ταύτην μὴ ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνθρώπου, καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐνδεχόμενον ἁμαρτῆσαι ἐξ ἀγνοίας καὶ ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι· ἐν δὲ τῷ δωδεκάτῳ τῶν αὐτοῦ κεφαλαίων, ἀληθὲς καὶ βέβαιόν ἐστιν ἐν τῇ ὁδῷ δύνασθαι ἁμαρτάνειν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· - ἐπεὶ ἐκ τοιούτων ἐρεσχελιῶν, μᾶλλον δὲ ἐκ τοιαύτης σαφοῦς μανίας, ἀναγκαίως ἂν συμπερανθείη, τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, τὴν αὐτοαλήθειαν, ψεύδεσθαι, καὶ μεθ᾽ ἡμῶν, ἤτοι μετὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος μὴ διατελεῖν, ὡς ὑπέσχετο, καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα μὴ λαλεῖν ἐν αὐτῇ καὶ πύλας ᾅδου (δηλαδὴ αἱρέσεις ἀθέων) κατισχύειν τῆς Ἐκκλησίας· καὶ πρὸς τούτοις ἀμφιβάλλειν κα`ἐνδοιάζειν ἕκαστον, εἰ ἀληθὲς τὸ ἀνὰ χεῖρας θεῖον εὐαγγέλιόν ἔστι τὸ ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἅτε ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας παραδοθέν, καὶ μὴ ἕτερον· ἐνδεχόμενον γάρ φησιν ἀπατῆσαι καὶ ἀπατηθῆναι τὴν Ἐκκλησίαν καὶ ἀντὶ τῆς ἀληθείας τὸ ψεῦδος ἐκλέγεσθαι· τῷ τοιούτῳ, φαμέν, παγκακίστῳ αἱρετικῷ ἀνάμεθα»[6].

Στὴν Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ ἐπίσης τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1642 πρὸς τὴν ἐν Ἰασίῳ τοπικὴ Σύνοδο τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ποὺ ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιο, ὅπου ἀναιροῦνται ὅλες οἱ πλάνες τῶν 18 κεφαλαίων τῆς Λουκάρειας Ὁμολογίας, μεταξὺ ἄλλων σχετικῶν ὡς πρὸς τὸ ἀντιπατερικὸ προτεσταντικὸ πνεῦμα της, λέγεται ὅτι τὸ νὰ ἀποφαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι δυνατὸν νὰ σφάλλει, μολονότι ἔχει διδάσκαλο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κεφαλὴ τὸν Χριστό, καὶ γιὰ τὴν ὁποία ἔχει λεχθῆ ὅτι δὲν ἔχει σπίλο ἤ ρυτίδα, ἀλλὰ εἶναι ὁλόκληρη καλὴ καὶ τέλεια, αὐτὸ εἶναι δυσσεβὲς καὶ ἀποκηρύσσεται: «Τὸ δὲ τὴν Ἐκκλησίαν ἀποφαίνεσθαι (ἐν τῷ αὐτῷ κεφαλαίῳ) δυνατὸν εἶναι ἁμαρτάνειν, καὶ ταῦτα τὸ Πνεῦμα κεκτημένην διδάσκαλον καὶ τὸν Χριστὸν κεφαλήν, περὶ ἧς εἴρηται, ὅτι σπίλον ἤ ρυτίδα οὐκ ἔχει, ἀλλ᾽ ὅλη ἐστὶ καλὴ καὶ τελεία, ὡς δυσσεβὲς ἀποκεκήρυκται»[7].