Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Διαβάζουμε στὸ σημερινὸ Ευαγγέλιο (Λουκ. 18,
18-27) γιὰ τὸν πλούσιο νέο ποὺ ρώτησε τὸν Κύριο τὴν πιὸ σημαντικὴ ἐρώτηση τῆς
ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου: «τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον»; Παρόλη τὴν ἀποτυχία τοῦ νέου νὰ καταλάβει
καὶ νὰ ἐφαρμόσει αὐτὸ ποὺ τὸν συμβούλευσε ὁ Κύριος, ἡ ἀναζήτησή του ἦταν
ἀληθινή. Λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν ἑρμηνεία τῆς περικοπῆς αὐτῆς:
«Ούτε βέβαια ήταν μικρή η προθυμία που
έδειξε ο νεανίσκος τότε, καθόσον κατελήφθη από τέτοια έντονη επιθυμία για τα
πνευματικά αγαθά, τη στιγμή μάλιστα που άλλοι μεν πείραζαν τον Κύριο, άλλοι Τον
πλησίασαν μόνο για να θεραπεύσει τις ασθένειές τους ή τις ασθένειες των
συγγενών τους ή των ξένων, αυτός όμως και Τον πλησίασε με κάθε ειλικρίνεια
και συζητούσε με πραγματικό ενδιαφέρον για την αιώνια ζωή» (ἐδῶ).
Καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος
συμπληρώνει:
«Όμως είχε ενατενίσεις ο
πλούσιος νεανίσκος. Είχε ενατενίσεις. Έβλεπε και ποθούσε ιδανικά» (ἐδῶ).
Τὸ ἐρώτημα λοιπόν, ποὺ γεννιέται εἶναι: Ὁ νέος, παρόλο ποὺ τελικὰ ἀρνήθηκε τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ἀναζητήσεις καὶ ζητοῦσε τὴν αἰώνιον ζωήν, ἦταν ὅμως ἀδύναμος. Ἐμεῖς ποὺ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο γνωρίσαμε καὶ μὲ τὸ βάπτισμά μας ἀποδεχθήκαμε· ποὺ καὶ τὴν δυνατότητα ἐφαρμογῆς του μέσῳ τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων καὶ πολλῶν πάμπολλων ἀνθρώπων διδαχθήκαμε, ἔχουμε τὴν ἴδια ἀναζήτηση μὲ τὸν νέο ἐκεῖνο; Πηγαίνουμε στὸν Κύριο, τὸν προσκυνοῦμε καὶ τὸν ρωτοῦμε τὴν ἴδια ἐρώτηση; Καί, ἂν καὶ αὐτὸ τὸ κάνουμε, ἀποδεχόμαστε ‒σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν νέο‒ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἢ εἴμαστε ἴδιοι μὲ αὐτόν;
Διότι ὁ Κύριος εἶπε ξεκάθαρα: Ἂν
ἀναζητοῦμε τὴν αἰώνιον ζωὴν πρέπει νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολές Του· «εἰ θέλεις εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, τήρησον τὰς ἐντολάς».
Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύει μὲ τὸν θεόπνευστο λόγο του:
«Επομένως, δεν αρκεί να περιφρονεί
κανείς τα χρήματα, αλλά πρέπει να δώσει τροφή στους πτωχούς και πριν από όλα,
να ακολουθεί τον Χριστό, δηλαδή να πράττει όλες τις εντολές του και
να είναι έτοιμος ακόμη και για σφαγή χάριν Αυτού και για καθημερινό θάνατο·
διότι, «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἔρχεσθαι, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν
σταυρὸν αὐτοῦ καθ᾿ ἡμέραν καὶ ἀκολουθείτω μοι (:εάν κάποιος θέλει να με
ακολουθήσει, να απαρνηθεί τον εαυτό του, να λάβει τον σταυρό του και ας με
ακολουθεί)» [Λουκά 9,23]. Ώστε είναι πολύ πιο ανώτερη η εντολή αυτή το να
θυσιάζει κανείς τη ζωή του από το να περιφρονήσει τα χρήματα, και δεν είναι
μικρή η συμβολή της απαλλαγής από τα χρήματα στην εφαρμογή της εντολής αυτής»
(ἐδῶ).
Καὶ πάλι ὁ ἀείμνηστος π. Ἀθανάσιος
Μυτιληναῖος διευκρινίζει γιὰ ἐμᾶς τοὺς σημερινούς:
«Είναι ένα ίδιον του ανθρώπου να θέλει
κάτι το γνωστό να το περιφρονεί. Πάντοτε. Ομιλητής είναι; Εντολές είναι;
Λειτουργία είναι; Αισθάνεται την ανάγκη να απωθήσει, να περιφρονήσει. Γιατί;
«Ε, τα ξέρομε αυτά, είναι γνωστά». Δεν υπάρχει μέσα στον άνθρωπο εκείνη η
διαρκής, γιατί εκεί μέσα είναι όλη η δουλειά, η διαρκής ανανέωσις, που να
δημιουργεί παρθενικότητα ματιών. Να μπορείς να βλέπεις το ίδιο πράγμα κάθε
φορά καινούριο! Αυτό είναι μία μεγάλη-μεγάλη υπόθεση… Και όμως η οδός των
εντολών είναι εκείνη που οδηγεί εις την αιώνιον ζωήν. Εάν τηρούσε τις
εντολές όντως, τότε δεν ήταν ανάγκη να ερωτήσει τον Κύριον· διότι θα ήξερε ότι
οι εντολές είναι ο δρόμος, η οδός, ο τρόπος για να φθάσουμε εις την αιώνιον
ζωήν. Εκεί όμως είναι και το λάθος του νεανίσκου. Και η αποτυχία του.
Στις εντολές; Ναι, νεανίσκε μου, υπάρχουν πράγματα που δεν παλιώνουν ποτέ. Οι
εντολές του Χριστού. Δεν παλιώνουν. Είναι διαχρονικές. Είναι πάντοτε οι ίδιες.
Κι αν θέλετε, ως προς την Καινή Διαθήκη και ως προς το πρόσωπο του Ιησού
Χριστού, «Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας», λέει ο
Απόστολος Παύλος. Ο Ίδιος και χθες και σήμερα και αύριο και αιωνίως… Το βάρος
της προτάσεως πέφτει πού; Είναι η αφιέρωσις· που ξεπερνά την τήρηση των
εντολών. Δεν είναι πια τι θα τηρήσω, αλλά ποιος θα έχω γίνει. Θα το ξαναπώ. Δεν
είναι πια τι θα τηρήσω. Αν τήρησα, δεν τήρησα τις εντολές και πόσο τις τήρησα.
Αλλά εκ της τηρήσεως των εντολών, εγώ ποιος έχω γίνει, πώς διαμορφώθηκα, πώς
φτιάχτηκα» (ἐδῶ).
Θέλουμε λοιπόν, ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ
Χριστιανοὶ νὰ τηροῦμε ὅλες τὶς ἐντολές τοῦ Κυρίου νὰ διαμορφωθοῦμε ἀνάλογα μὲ
αὐτές; Εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ διαλέξουμε τὸν δρόμο τῆς θυσίας καὶ τῆς αὐταπάρνησης
γιὰ τὴν Πίστη; Νὰ παραδεχθοῦμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ μὲ τὴν αὐτογνωσία μας, νὰ
μην στρέψουμε τὴν πλάτη μας στὸν Κύριο;
Ὁ ἀείμνηστος Καντιώτης ὅταν μιλοῦσε γιὰ
τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ ἤθελε νὰ χαρακτηρίσει τὴν σημερινὴ γενιά
μας εἶπε: «Τώρα ἐμεῖς. Δὲν χρειάζονται λόγια. Ἔχετε δάκρυα; Κλάψετε.
Φρικτὴ ἡ κατάσταση» (Κυριακή, σύντομο κήρυγμα στὸ Λουκ. 18,18-20).
Παράξενο, ὁ Καντιώτης δὲν ἔβλεπε παντοῦ, ὅπως ἀντιθέτως βλέπουμε ἐμεῖς,
ὁμολογητὲς καὶ εὐσεβεῖς, ἀλλὰ φρίκη!
Καὶ γιατί εἶναι φρικτὴ ἡ κατάσταση; Πρῶτον
διότι δὲν ἀναζητοῦμε ὅπως ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου νὰ βροῦμε, τί ποιήσωμεν, ἵνα
ζωὴν αἰώνιον ἔχωμεν. Κι ὅταν τὸ βροῦμε, τὸ προσαρμόζουμε ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες
μας καὶ τὸ συμφέρον μας. Ὁ νέος τουλάχιστον ἦταν ἀληθινός. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀπαρνηθεῖ
τὸν πλοῦτο του, ἔφυγε. Ἐμεῖς ὅμως οὔτε δεχόμαστε, οὔτε φεύγουμε.
Τήρησε τὰς ἐντολάς Μου, λέγει ὁ Κύριος· εἶναι προαιρετικὸ λέμε
ἐμεῖς μὲ θράσος μάλιστα, ἀφοῦ ὑποστηρίζουμε π.χ., ὅτι ὁ 15ος Κανὼν δὲν ἀναφέρει
ἐπιτίμιο ἂν δὲν τὸν τηρήσουμε. (Δὲν παραδεχόμαστε τουλάχιστον τὴν ἀδυναμία μας,
ὡς μὴ ἀναμάρτητοι ἄνθρωποι, πρᾶγμα ποὺ εἶναι καὶ ἀληθινὸ καὶ τίμιο).
Μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς αἱρετικοῖς, λέγει ὁ Κύριος; Δὲν ἔχω ἐντολὴ ἀπὸ τὸν
γέροντα, λέμε ἐμεῖς.
Πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ Πίστη, λέγει ὁ Κύριος; Ὑπάρχουν καὶ τὰ ἐμβόλια λέμε ἐμεῖς μὴ καταλαβαίνοντας,
ὅτι ἐὰν εἴχαμε πράξει ἢ καὶ τῶρα ἀκόμα πράξουμε τὸ ἐκκλησιαστικῶς αὐτονόητο,
πολλοὶ ἐπίσκοποι δὲν θὰ ἔκαναν αὐτὰ ποὺ κάνουν καὶ οἱ δειλοὶ θὰ ἔπαιρναν θάρρος
βλέποντας τὸ φρόνημα τοῦ λαοῦ.
Ἀλήθεια, ἂν γραφόταν σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο,
ποιόν τίτλο θὰ ἔδινε στὸ κεφάλαιο ποὺ θὰ ἀναφερόταν σ’ ἐμᾶς;
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου