Στή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Ὅποιος πλησιάζει τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό μέ ὑπακοή καί ταπείνωση, δέ θά θελήσει ποτέ νά τόν ἀποχωριστεῖ.
Ἡ πρώτη δοκιμασία γιά νά συμπεριληφθεῖ κάποιος στό στρατό τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἄσκηση στήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση.
Ὁ νέος κόσμος, ἡ νέα κτίση, ὁ νέος ἄνθρωπος, ὅλα ξεκίνησαν μέ ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ παλαιός κόσμος ἀψήφισε τήν ὑπακοή στό Θεό, τήν καταπάτησε, μαζί μέ τήν ταπείνωσή του. Ἔτσι γκρέμισε τή γέφυρα πού ἕνωνε τή γῆ μέ τόν οὐρανό. Τά πνευματικά ὑλικά γιά τήν ἀνακατασκευή τῆς γέφυρας αὐτῆς εἶναι κυρίως ἡ ὑπακοή καί ἡ ταπείνωση.
Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἀναπαυόταν στήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολο νά διαφοροποιηθεῖ τό πνεῦμα του ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό θέλημά του ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ κι ὁ τρόπος σκέψης του ἀπό ἐκεῖνον τοῦ Θεοῦ. Οἱ σκέψεις, οἱ ἐπιθυμίες καί τά αἰσθήματά του ἦταν πάντα ἐπικεντρωμένα στό Θεό. Ὅπως ἔστεκαν οἱ ἄγγελοι ἔμφοβοι καί πρόθυμοι μπροστά στό Θεό, ἔτσι ἔκανε κι ὁ Ἀδάμ. Ἦταν κοντά στό Θεό καί κοίταζε ἀπευθείας τήν πηγή τοῦ φωτός, τῆς σοφίας καί τῆς ἀγάπης. Δέν εἶχε ἀνάγκη ν᾿ ἀνάβει κάποιο φῶς ἀπό μόνος του, γιατί ζοῦσε κοντά στόν ἥλιο. Ἡ λαμπάδα πού θά ᾿ναβε μόνος του, κοντά στόν ἥλιο δέ θά ᾿δινε οὔτε φλόγα οὔτε φῶς. 
Ὅταν ὁ Ἀδάμ παραβίασε τήν ὑπακοή του κι ἔχασε τήν ταπείνωση -αὐτά τά δυό ἀποκτοῦνται ἤ χάνονται πάντα μαζί- τότε διακόπηκε ἡ ἄμεση ἐπικοινωνία του μέ τό Θεό, ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας γκρεμίστηκε. Ὁ Ἀδάμ βρέθηκε ξαφνικά σ᾿ ἕνα φοβερό καί πηχτό σκοτάδι, ὅπου γιά νά ᾿χει φῶς ἔπρεπε ν᾿ ἀνάψει τή δική του λαμπάδα, τή λαμπάδα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ πού τοῦ δόθηκε ὅταν μέ τήν παράβασή του ὁδηγήθηκε ἔξω ἀπό τόν παράδεισο. Κι ἀπό τότε ἄρχισε νά ζεῖ διαφορετικά καί νά βλέπει τή διαφορά αὐτή, ἀλλά σπάνια ἀναγνώριζε στόν ἑαυτό του τήν «ὁμοίωσή» του μέ τό Θεό. Κι αὐτό γινόταν πολύ σπάνια, μόνο σέ στιγμές φωτισμοῦ.
Ἀλίμονο! Σέ τί ἄβυσσο, σέ τί ἐλεεινή κατάσταση βρέθηκε ἐκεῖνος πού δημιουργήθηκε «κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν» τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ! Κι ὅλ᾿ αὐτά ἀπό τήν παρακοή καί τήν ὑπερηφάνειά του. Ἀλίμονο! Εἴμαστε ὅλοι ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, χαμόκλαδα τοῦ πεσμένου κυπαρισσιοῦ πού κάποτε στεκόταν μεγαλόπρεπα, πιό ψηλά ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα πλάσματα τοῦ Θεοῦ στόν παράδεισο. Χαμόκλαδα πού πνίγηκαν ἀπό τά γερά ζιζάνια πού πρόβαλαν στήν ἄγρια φύση, πού εἶχε γίνει πιά σάν ἕνα παραπέτασμα πού χώριζε τόν πρῶτο ἄνθρωπο ἀπό τήν πηγή τῆς ἀθάνατης ἀγάπης.
Ὁ ἅγιος Φιλάρετος Μόσχας λέει στήν ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου: «Στόν ἀναμάρτητο ἄνθρωπο ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πηγή εὐλογίας. Στόν πεσμένο ἄνθρωπο ἡ ἴδια εἰκόνα εἶναι μόνο ἐλπίδα εὐλογίας».
Ἡ παρακοή κι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ προπάτορά μας ἄλλαξαν πάραυτα, σάν μέ μαγικό ραβδί, ὅλη τήν κτίση γύρω του. Κι ἀμέσως ὁ πρῶτος ἄνθρωπος κυκλώθηκε ἀπό ἕνα στρατό, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό ἀνυπάκοους καί ὑπερήφανους.
Ὅσο ὁ Ἀδάμ ἦταν ὑπάκουος καί ταπεινός ἐνώπιον τοῦ Δημιουργοῦ του, ὅλα γύρω του ἀνέπνεαν ὑπακοή καί ταπείνωση. Καί ὅμως, τί ἀλλαγή ἔγινε «ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ»! Τήν ἴδια στιγμή τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, ὅλα γύρω του ἔγιναν ἀνυπάκουα. Δίπλα του ἦταν ἡ παράκουη Εὔα. Παρών ἦταν κι ὁ ἀρχηγός καί διασπορέας τῆς παρακοῆς καί τῆς ὑπερηφάνειας, τό πνεῦμα τῆς παρακοῆς, ὁ σατανάς. Ἀλλά κι ἡ φύση μπροστά του ἦταν πιά ἀνυπάκουη, ἐπαναστατική, ἐχθρική. Καρποί πού ὥς τότε ἔλιωναν στό στόμα του μέ τή γλυκύτητά τους, τώρα ἄρχισαν νά τόν πικραίνουν. Ἡ χλόη πού κάλυπτε τά πόδια του μαλακά σάν μετάξι, ξαφνικά τόν πλήγωνε μέ ἀγκάθια. Τά λουλούδια πού χαίρονταν νά δίνουν τό ἄρωμά τους στόν κύριό τους, ἄρχισαν νά βγάζουν ζιζάνια γιά νά τόν κρατήσουν μακριά τους. Τά ἄγρια θηρία πού χαϊδεύονταν κοντά του σάν ἀθῶα ἀρνιά, ξαφνικά τοῦ ἔδειχναν τά δόντια τους μέ φλεγόμενα μάτια, ἐπιθετικά. Τά πάντα ἔπαιρναν κάποια ἐπιθετική κι ἐχθρική διάθεση πρός τόν Ἀδάμ. Ἔτσι τό πλουσιότερο ἀπό τά πλάσματα, τό πιό χαρισματοῦχο, τώρα ἔδειχνε τό πιό φτωχό. Πρίν ἦταν στολισμένος μέ ἀγγελική δόξα, τώρα ἔγινε ταπεινός, καταφρονεμένος, γυμνός. Κι ἔνιωθε τόσο γυμνός, ὥστε ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά δανειστεῖ ὑλικά ἀπό τή φύση γιά νά κρύψει τή γύμνια του, τόσο τή φυσική ὅσο καί τήν πνευματική. Γιά τό σῶμα του ἀναζήτησε δέρματα ἀπό τά ζῶα καί φύλλα ἀπό τά δέντρα. Γιά τό πνεῦμα του ἄρχισε νά δανείζεται ἀπό ὅλα τά πλάσματα -ἀπό τά πλάσματα! - γνώση καί ἱκανότητες. Ἐκεῖνος πού πρίν ἔπινε ἀπό τήν ἀστείρευτη πηγή τῆς ζωῆς, τώρα ἦταν ἀναγκασμένος νά συντροφεύει τά ζῶα, νά σκύβει μαζί τους στή λάσπη καί νά πίνει νερό σέ γοῦρνες, γιά νά σβήσει τή φυσική μά καί τήν πνευματική του δίψα.
Ἄς γυρίσουμε τώρα στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα ἐδῶ εἶναι ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἐκπρόσωπος τῆς ἀγγελικῆς ὑπακοῆς καί ταπείνωσης. Ἡ Παρθένος Μαρία -ὑπακοή καί ταπείνωση. Ὁ Ἰωσήφ – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ποιμένες – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή – ὑπακοή καί ταπείνωση. Οἱ ἄνεμοι ὑπακούουν, οἱ καταιγίδες ἐπίσης. Ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι κάνουν ὑπακοή, ὅπως κι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία. Τά πάντα ὑπακούουν στό Νέο Ἀδάμ, ὅλα εἶναι ταπεινά μπροστά Του, γιατί κι ὁ ἴδιος κάνει ἀπροϋπόθετη ὑπακοή στόν Πατέρα Του, ταπεινώνεται μπροστά Του.
Εἶναι γνωστό πώς ὅσο καλλιεργεῖ κανείς τή γῆ, μαζί μέ τούς καρπούς πού σπέρνει, φυτρώνουν κι ἄλλα χόρτα καί φυτά πού οὔτε τά ἔσπειρε κανείς οὔτε τά καλλιέργησε. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τίς ἀρετές. Πρέπει νά φροντίζεις νά σπέρνεις καί νά καλλιεργεῖς στήν ψυχή σου τήν ὑπακοή καί τήν ταπείνωση καί θά δεῖς ὅτι μαζί τους θά ξεφυτρώσει ὁλόκληρη ἀνθοδέσμη ἀπό ἄλλες ἀρετεςΜιά ἀπ᾿ αὐτές θά εἶναι ἡ ἁπλότητα, ἐσωτερική κι ἐξωτερική. Ἡ ὑπάκουη καί ταπεινή Παρθένος Μαρία ἦταν ταυτόχρονα στολισμένη καί μέ παιδική ἁπλότητα. Τό ἴδιο γινόταν καί μέ τό δίκαιο Ἰωσήφ, καθώς καί μέ τούς Ἀποστόλους κι Εὐαγγελιστές. Πρόσεξε μέ τί ἀπαράμιλλη ἁπλότητα περιγράφουν οἱ Εὐαγγελιστές τά ὕψιστα ἱστορικά γεγονότα πού ἀναφέρονται στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσης ὁλόκληρης. Μπορεῖς νά φανταστεῖς μέ πόσες λεπτομέρειες καί παραστατικότητα θά περιέγραφε ἕνας κοσμικός συγγραφέας τήν ἔγερση τοῦ Λαζάρου, γιά παράδειγμα, ἄν εἶχε παραστεῖ μάρτυρας σ᾿ ἕνα τέτοιο περιστατικό; Ἤ τί εἴδους πρόζα ἤ δράμα θά ᾿χε γράψει γιά ὅλα ὅσα δοκίμασε ἡ ψυχή τοῦ ὑπάκουου, ταπεινοῦ καί ἁπλοῦ Ἰωσήφ τή στιγμή πού ἀνακάλυψε πώς ἡ κόρη πού εἶχε ἀναλάβει νά προστατέψει μέ τή μνηστεία ἦταν ἔγκυος; Κι αὐτά τά περιγράφει ὁ Εὐαγγελιστής στό Εὐαγγέλιο τῆς σημερινῆς ἡμέρας μέ λίγες ἁπλές προτάσεις: «Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γάρ τῆς μητρός αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου» (Ματθ. α΄ 18).
Λίγο νωρίτερα ὁ Εὐαγγελιστής εἶχε ἀναφέρει τή γενεαλογία τοῦ Ἰησοῦ ἤ μᾶλλον τοῦ δικαίου Ἰωσήφ, ἀπό τή φυλή Ἰούδα τοῦ οἴκου Δαβίδ. Στή γενεαλογία αὐτή ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει ἄντρες πού γεννήθηκαν μέ φυσικό τρόπο ἀπό ἄλλους ἄντρες, ὅπως γεννιοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στή γῆ. Καί ξαφνικά ἐξιστορεῖ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ λέγοντας: Τοῦ δέ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν... θέλοντας μ᾿ αὐτό τό «δέ» νά δείξει τόν ἀσυνήθιστο καί ὑπερφυσικό τρόπο τῆς γέννησής Του, πού διαφέρει διαμετρικά ἀπό τόν τρόπο γέννησης ὅλων τῶν προγόνων τοῦ Ἰωσήφ πού ἀνέφερε πρίν. Ἡ Μαρία, ἡ μητέρα του, ἦταν μνηστευμένη μέ τόν Ἰωσήφ. Στά μάτια τοῦ κόσμου ἡ μνηστεία αὐτή ἦταν σάν μιά προετοιμασία γιά ἔγγαμη ζωή. Στά μάτια τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Μαρίας ὅμως τά πράγματα δέν ἔδειχναν ἔτσι. Ἡ Μαρία ἦταν καρπός δακρύων καί προσευχῆς. Ἀφιερώθηκε στό Θεό ἀπό τούς γονεῖς της. Ἀπό τήν πλευρά της ἡ ἴδια δέχτηκε μέ τή θέλησή της τήν ἀφιέρωση πού ἔκαναν οἱ γονεῖς της, ὅπως φαίνεται κι ἀπό τήν πολυετή ὑπηρεσία της στό ναό τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἄν εἶχε ἀκολουθήσει τήν κλίση της, σίγουρα θά εἶχε περάσει τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου της στό Ναό ὅπως ἡ προφήτιδα Ἄννα, ἡ κόρη τοῦ Φανουήλ (Πρβλ. Λουκ. β΄ 36-37). Ὁ νόμος ὅμως ὅριζε διαφορετικά. Κι ἔτσι ἔπρεπε νά γίνουν τά πράγματα. Ἀρραβωνιάστηκε μέ τόν Ἰωσήφ. Κι αὐτό ὄχι γιά νά ζήσει ἔγγαμη ζωή, ἀλλ᾿ ἀκριβῶς γιά ν᾿ ἀποφύγει τό γάμο. Ὅλες οἱ λεπτομέρειες τῆς μνηστείας της καί τό νόημά της ὑπάρχουν στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Κι ἄν οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦσαν τήν παράδοση πού ἀναφέρεται στή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, στό δίκαιο Ἰωσήφ καί σ᾿ ὅλους ἐκείνους πού ἐμπλέκονται στό Εὐαγγέλιο μέ τό θέμα αὐτό, ὅπως ἐκτιμοῦν τίς ἀλλες παραδόσεις (μερικές μάλιστα ἀπό τίς πιό ὑπερβολικές) γιά βασιλιάδες, ἐπαναστάτες καί σοφούς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, τό νόημα τῆς μνηστείας τῆς Παναγίας Παρθένου μέ τόν Ἰωσήφ θά ἦταν ξεκάθαρο σέ ὅλους.
(Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέει πώς ἡ Παρθένος μνηστεύθηκε «ὥστε ἡ γέννησή Του νά μείνει κρυφή στό διάβολο. Ὥστε ὁ διάβολος νά νομίσει πώς ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε ἀπό μιά ἔγγαμη γυναίκα, ὄχι ἀπό Παρθένο». Τό ἴδιο τό συναντᾶμε καί στόν Ἱερώνυμο στά Σχόλια στό Ματθαῖο καί στόν ἅγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας στή Δεύτερη Ὁμιλία στόν Εὐαγγελισμό).
Πρίν ἤ συνελθεῖν αὐτούς... Τά λόγια αὐτά δέ σημαίνουν πώς μετά συνῆλθαν σάν ἀντρόγυνο ἤ πώς αὐτό βρισκόταν στό νοῦ τοῦ Εὐαγγελιστῆ. Ὁ Εὐαγγελιστής στήν περίπτωση αὐτή ἐνδιαφέρεται μόνο νά περιγράψει τή γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τίποτ᾿ ἄλλο. Τά παραπάνω λόγια τά γράφει γιά νά δείξει πώς ἡ γέννησή Του δέν ἔγινε ἀπό μίξη ἄντρα καί γυναίκας. Ἑπομένως τά λόγια τοῦ Εὐαγελιστῆ πρέπει νά τά ἐννοήσουμε ὡς ἑξῆς: «καί χωρίς νά συνέλθουν μεταξύ τους, εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος ἁγίου». Μόνο ἐκ Πνεύματος Ἁγίου θά μποροῦσε νά γεννηθεῖ Ἐκεῖνος πού, μέσα στή βασιλεία τοῦ σκότους καί τοῦ πονηροῦ, ἔμελλε νά ἱδρύσει τή Βασιλεία τοῦ Πνεύματος τοῦ φωτός καί τῆς ἀγάπης. Πῶς θά μποροῦσε νά ἐκπληρώσει τή θεϊκή ἀποστολή Του στή γῆ, ἄν εἶχε ἔρθει ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοί ἄνθρωποι πού εἶναι αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τήν ἁμαρτία καί δέσμιοι τῆς φθορᾶς; Θά ἦταν τότε σά νά βάζουμε καινούργιο κρασί σέ παλιά ἀσκιά. Ἐκεῖνος πού ἦρθε γιά νά σώσει τόν κόσμο θά εἶχε κι αὐτός ἔτσι ἀνάγκη νά σωθεῖ. Ὁ κόσμος θά μποροῦσε νά σωθεῖ μόνο μ᾿ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμο αὐτό πίστευαν. Κι ὅταν τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιτελέστηκε δέν ἔπρεπε ν᾿ ἀμφισβητηθεῖ. Ἔπρεπε νά τό πιστέψουν καί νά τό ἐκτιμήσουν, γιατί ἀπ᾿ αὐτό προκύπτει λύτρωση καί σωτηρία.
Πῶς ἀντέδρασε ὁ Ἰωσήφ μέ τό πού ἔμαθε γιά τήν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου Μαρίας; «Ἰωσήφ δέ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, δίκαιος ὤν καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν» (Ματθ. α΄ 19). Ὅπως βλέπουμε, ἐνήργησε σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔκανε ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τουλάχιστον αὐτός εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στούς Ἰσραηλίτες. Ἐνήργησε ὅμως καί μέ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὁ σοφός Σολομών προειδοποιεῖ: «Μή δικαιοῦ ἔναντι Κυρίου». Μήν ἐφαρμόζεις σκληρή δικαιοσύνη σ᾿ αὐτούς πού ἁμάρτησαν. Νιῶσε τή δική σου ἀδυναμία, τίς δικές σου ἁμαρτίες, καί προσπάθησε νά ἐλαφρύνεις τή δικαιοσύνη σου πρός τούς ἁμαρτωλούς. Ἐμποτισμένος μέ τέτοιο πνεῦμα ὁ Ἰωσήφ, δέν ἤθελε νά παραδώσει στή δικαιοσύνη τήν Παρθένο Μαρία γιά τήν ἁμαρτία πού ὑποπτευόταν. Καί μή θέλων αὐτήν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρᾳ ἀπολῦσαι αὐτήν. Ἡ πρόθεσή του αὐτή μᾶς δείχνει τί ὑποδειγματικός ἄνθρωπος ἦταν ὁ Ἰωσήφ. Ὑποδειγματικός στή δικαιοσύνη καί τό ἔλεος, ὅπως τόν ἤθελε τό πνεῦμα τοῦ παλιοῦ νόμου. Γιά τόν Ἰωσήφ ὅλα ἦταν ἁπλά καί καθαρά, ὅπως στήν ψυχή κάθε θεοφοβούμενου ἀνθρώπου.
Αὐτά σκεφτόταν ὁ Ἰωσήφ. Βρῆκε ἕναν πολύ κατάλληλο τρόπο γιά νά δώσει λύση στό πρόβλημα. Ξαφνικά ὅμως ἐπενέβη ὁ οὐρανός στό σχέδιό του δέχτηκε μιά ἀναπάντεχη ἐντολή: «Ταῦτα δέ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσήφ, υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθεῖς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκά σου· τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν ἁγίου» (Ματθ. α΄ 20). Ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ πού λίγο νωρίτερα εἶχε ἀνακοινώσει στήν Παρθένο τήν ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου στόν κόσμο, τώρα ἔρχεται νά ξεκαθαρίσει σ᾿ αὐτόν τά πράγματα. Ἡ ἀμφιβολία τοῦ Ἰωσήφ ἦταν ἕνα ἐμπόδιο σ᾿ αὐτό τό σχέδιο. Ἔνα μεγάλο καί ἐπικίνδυνο ἐμπόδιο πού πρέπει νά παραμεριστεῖ. Γιά νά δείξει πόσο εὔκολο εἶναι γιά τίς οὐράνιες δυνάμεις νά κάνουν πράγματα πού εἶναι πολύ δύσκολα γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ἄγγελος δέν τοῦ ἐμφανίστηκε σέ ὅραμα, ἀλλά στόν ὕπνο του, σέ ὄνειρο. Μέ τά λόγια αὐτά στόν Ἰωσήφ, τόν υἱό τοῦ Δαβίδ, ὁ ἄγγελος θέλησε ἀπό τή μιά νά τόν ἐπιβραβεύσει κι ἀπό τήν ἄλλη νά τόν προειδοποιήσει. Σάν ἀπόγονος τοῦ Βασιλιᾶ Δαβίδ πρέπει νά χαρεῖς περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἄνθρωπο γιά τό μυστήριο αὐτό καί πρέπει νά τό κατανοήσεις καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον.
Γιατί ὅμως ὁ ἄγγελος ἀποκαλεῖ τήν Παρθένο γυναίκα του; Μή φοβηθεῖς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκά σου, τοῦ εἶπε. Μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ὁ Κύριος εἶπε στή μητέρα Του ἀπό τό σταυρό: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου», καί στό μαθητή Του, «ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰωάν. ιθ΄ 26-27). Ὁ οὐρανός δέ λέει παραπανίσια λόγια. Κι ἄν αὐτό δέν ἦταν ἀπαραίτητο, γιατί νά τό πεῖ ὁ ἄγγγελος; Ἄν τό γεγονός ὅτι ὁ ἄγγελος ἀποκάλεσε τή Μαρία γυναίκα τοῦ Ἰωσήφ ἔχει γίνει πέτρα σκανδάλου σέ μερικούς ἄπιστους, αὐτό εἶναι μιά ἄμυνα τῆς ἁγνότητας ἐναντίον τῆς ἀνηθικότητας. Γιατί τά λόγια τοῦ Θεοῦ δέν ἀπευθύνονται μόνο σέ ἀνθρώπους, ἀλλά σ᾿ ὅλους τούς κόσμους, ἀγαθούς καί πονηρούς. Ἐκεῖνος πού θέλει νά εἰσχωρήσει στήν καρδιά τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, τότε θά πρέπει νά βλέπει καί μέ τό μάτι τοῦ Θεοῦ ὅλα τά πράγματα, ὁρατά καί ἀόρατα.
«Τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου». Αὐτή εἶναι θεϊκή ἐνέργεια, ὄχι ἀνθρώπινη. Μήν προσέχεις τή φύση, μή φοβᾶσαι τούς νόμους της. Αὐτή εἶναι ἐνέργεια Ἐκεῖνου πού εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τή φύση, ἰσχυρότερος ἀπό τό νόμο. Χωρίς αὐτόν δέ θά ὑπῆρχε φύση, οὔτε καί νόμος της βέβαια.
Ἀπ᾿ ὅσα εἶπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ εἶναι φανερό πώς ἡ Παρθένος Μαρία δέν τοῦ εἶχε πεῖ τίποτα γιά τήν προηγούμενη συνάντησή της μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ. Εἶναι φανερό ἐπίσης πώς τώρα, πού ὁ Ἰωσήφ θέλησε νά τήν διώξει, δέ δικαιολογήθηκε μέ κανένα τρόπο. Τό μήνυμα τοῦ ἀγγέλου, ὅπως κι ὅλα τά οὐράνια μυστήρια πού τῆς ἀποκαλύπτονταν στή συνέχεια, ἡ Μαρία τά «Διετήρει...ἐν τῇ καρίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. β΄ 51). Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κι ἡ ὑπακοή της σ᾿ Αὐτόν τήν ἔκαναν νά μήν τή νοιάζει ἄν ταπεινώνεται μπροστά στούς ἀνθρώπους. «Ἄν τά βάσανά μου εἶναι εὐάρεστα στό Θεό, γιατί νά μήν τά ὑπομείνω;» ἔλεγε κάποιος ἀπό τούς ἁγίους Μάρτυρες ἀργότερα. Ἡ πάναγνη Παρθένος πού ζοῦσε μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί θεωρία τοῦ Θεοῦ σίγουρα θά μποροῦσε νά πεῖ: «Ἄν ἡ ταπείνωσή μου εἶναι εὐάρεστη στό Θεό, γιατί νά μήν τήν ὑπομείνω; Μοῦ ἀρκεῖ νά εἶμαι δίκαιη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πού ἐτάζει καρδίας, κι ὁ κόσμος ἄς μοῦ συμπεριφερθεῖ ὅπως θέλει». Γνώριζε καλά πώς ὁ κόσμος δέ θά μποροῦσε νά τῆς κάνει τίποτα ἄν ὁ Θεός δέν τό ἐπέτρεπε. Τί γνήσια ταπείνωση εἶναι αὐτή, τί θαυμαστή ἀφοσίωση στό θέλημά Του! Ἀλλά καί τί ἡρωικό φρόνημα διακρίνει κανείς σέ μιά λεπτή κι εὐαίσθητη παρθένο!
Οἱ ἁμαρτωλοί, σήμερα ὅπως καί παλιά, καλοῦν ψευδομάρτυρες γιά νά τούς δικαιώσουν. Ἡ Παρθένος Μαρία, ἀντίθετα, δέν εἶχε κανέναν ἄνθρωπο νά μαρτυρήσει ὑπέρ της, ἀλλά οὔτε καί προσπάθησε νά δικαιολογηθεῖ. Μάρτυρα εἶχε μόνο τόν παντοδύναμο Θεό. Δέν ταράχτηκε, ἔμεινε ἤρεμη καί σιωπηλή. Περίμενε μόνο τό Θεό νά τήν δικαιώσει, ὅποτε Ἐκεῖνος τό ἔκρινε. Κι ὁ Θεός δέν ἄργησε νά δικαιώσει τήν ἐκλεκτή Του. Ὁ ἴδιος ἄγγελος πού τῆς εἶχε ἀποκαλύψει τό μέγα μυστήριο τῆς σύλληψής της, ἔσπευσε τώρα νά μιλήσει ἐκ μέρους τῆς σιωπηλῆς Παρθένου. Κι ἀφοῦ ἐξήγησε στόν Ἰωσήφ ὅσα εἶχαν προηγηθεῖ, ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ προχώρησε καί τοῦ ἐξήγησε αὐτό πού ἔπρεπε νά γίνει:
«Τέξεται δέ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α’ 21). Λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Δέν εἶπε ὁ ἄγγελος, θά σοῦ κάνει γιό, ἀλλά τέξεται, θά γεννήσει. Γιατί ὁ υἱός αὐτός δέν προοριζόταν μόνο γιά ἐκεῖνον, ἀλλά καί γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο». Ὁ ἄγγελος εἶπε στόν Ἰωσήφ νά φερθεῖ στό Νεογέννητο σά νά ᾿ταν πραγματικός του πατέρας. Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ, τοῦ εἶπε. «Ἰησοῦς» σημαίνει «Σωτήρ». Γι᾿ αὐτό κι ἡ ἑπόμενη παράγραφος ἀρχίζει μέ τό «αὐτός γάρ», πού εἶναι αἰτιολογικό. Γιατί Αὐτός θά σώσει. Ἐξηγεῖ ἔτσι γιατί παίρνει τήν ἐντολή νά τόν ὀνομάσει Ἰησοῦ, δηλαδή Σωτήρα.
Ὁ ἀρχάγγελος εἶναι ἀληθινός ἀγγελιοφόρος τοῦ Θεοῦ. Αὐτά πού λέει, τοῦ τά εἶπε ὁ Θεός. Βλέπει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτόν ἡ φύση κι οἱ νόμοι της εἶναι σά νά μήν ὑπάρχουν. Τό μόνο πού γνωρίζει εἶναι ἡ παντοδυναμία τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὅπως κάποτε τή γνώριζε κι ὁ Ἀδάμ. Λέγοντας «αὐτός γάρ σώσει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν», ὁ ἀρχάγγελος ἀποκάλυψε τό μέγιστο ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός ἔπρεπε νά ἔρθει γιά νά σώσει τόν κόσμο ὄχι ἀπό κάποιο ἐξωτερικό κακό ἀλλά ἀπό τό μέγιστο κακό: τήν ἁμαρτία. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ πηγή κάθε κακοῦ στόν κόσμο. Ὁ Χριστός ἦρθε γιά νά σώσει τό δέντρο τῆς ἀνθρωπότητας ὄχι ἀπό κάποιο πλῆθος κάμπιες πού κατατρώγουν τά φύλλα του κάθε χρόνο, ἀλλά ἀπό τό σκουλήκι πού καταστρέφει τίς ρίζες του καί τό μαραίνει. Δέν ἦρθε γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τούς ἀνθρώπους, τό λαό ἀπό τούς λαούς, ἀλλά νά σώσει ὅλους τούς ἀνθρώπους κι ὅλους τούς λαούς ἀπό τό σατανά, τόν σπορέα κι ἀρχηγό τῆς ἁμαρτίας. Δέν ἦρθε σάν τούς Μακκαβαίους ἤ τόν Βαραββά γιά νά ξεσηκώσει ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν Ρωμαίων πού καταπίεζαν τούς Ἰσραηλίτες καί τούς δυνάστευαν. Ἦρθε ὡς ἀθάνατος καί παγκόσμιος γιατρός, μπροστά στόν Ὁποῖο ἔρχονταν Ἰσραηλίτες καί Ρωμαῖοι, Ἕλληνες καί Αἰγύπτιοι κι ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί τῆς γῆς, ἄρρωστοι καί ταλαίπωροι, γιά ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τόν ἕνα καί μόνο ἰό: τήν ἁμαρτία. Ὁ Χριστός ἐκπλήρωσε ἀργότερα στό ἀκέραιο τήν προφητεία τοῦ ἀρχάγγελου. «Ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι», ἦταν ἡ νικηφόρα διακήρυξή Του σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας διακονίας Του στούς ἀνθρώπους. Τά λόγια αὐτά περιέχουν μέσα τους τόσο τή διάγνωση τῆς ἀρρώστιας ὅσο καί τή θεραπεία. Ἁμαρτία εἶναι ἡ διάγνωση τῆς ἀρρώστιας. Ἄφεση ἁμαρτιῶν εἶναι ἡ θεραπεία. Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ πρῶτος θνητός τῆς Νέας Κτίσης πού ἀξιώθηκε νά γνωρίσει τόν ἀληθινό σκοπό τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία καί τήν ἀληθινή φύση τῆς διακονίας Του.
Αὐτά πού εἶπε ὥς τώρα ὁ ἀρχάγγελος στόν Ἰωσήφ ἦταν ἀρκετα γιά νά τόν κάνουν νά ὑπακούσει στήν καινούργια καί ἄμεση αὐτή ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀφήσει κατά μέρος κάθε σκέψη πού εἶχε κάνει γιά ν᾿ ἀπομακρύνει τή Μαρία. Ὁ οὐρανός διατάζει κι ὁ Ἰωσήφ ὑπακούει. Αὐτός ὅμως δέν εἶναι ἕνας συνηθισμένος τρόπος γιά τόν οὐρανό, νά δίνει δηλαδή ἐντολές στούς ἀνθρώπους χωρίς νά καταφύγει στήν κατανόησή τους καί νά ζητήσει τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τους. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς Δημιουργίας εἶναι φανερό πώς ὁ Θεός ἤθελε τόν ἄνθρωπο νά ἐνεργεῖ μέ ἐλεύθερη θέληση, νά ᾿ναι ἐλεύθερη ὕπαρξη. Στήν ἐλευθερία, στήν ἐλεύθερη ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Χωρίς ἐλευθερία ὁ ἄνθρωπος θά ᾿ταν μόνο ἕνα μηχανικό δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἐνεργούμενό Του, πού θά λειτουργοῦσε μόνο μέ τή θέληση καί τή δύναμή Του. Ὑπάρχουν πολλά τέτοια πλάσματα τοῦ Θεοῦ στή φύση. Γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως προόρισε μιά ξεχωριστή θέση, ἦταν ἐλεύθερος νά πιστεύει στό Θεό ἤ νά στραφεῖ ἐναντίον Του, νά ζήσει ἤ νά πεθάνει. Ἦταν μιά πολύ τιμητική θέση, ἀλλά ταυτόχρονα καί πολύ ἐπικίνδυνη. Ἡ ἐντολή πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀδάμ δέν ἦταν κάτι ἁπλό: «Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῆ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ». Καί πρόσθεσε στή συνέχεια: «ᾗ δ᾿ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. β’ 16-17). Μέ τήν τελευταία αὐτή φράση ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τήν ἀφορμή νά κατανοήσει γιατί δέν ἔπρεπε νά φάει ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό. «ᾗ δ᾿ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».
Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐνεργεῖ τώρα ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ. Ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τήν ἐντολή νά κρατήσει τή Μαρία καί νά μήν τήν ἐγκαταλείψει, ἀφοῦ τοῦ ἐξήγησε πώς ὁ καρπός τῆς παρθενικῆς κοιλιᾶς ἦταν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ὁ ἀρχάγγελος θυμίζει στόν Ἰωσήφ ὅσα προφήτεψε ὁ μέγας προφήτης: «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἡσ. ζ΄ 14). Καί ὁ Ματθαῖος δίνει στή συνέχεια τήν ἐξήγηση: «ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α’ 23).
Αὐτό πού εἰπώθηκε νωρίτερα καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ αὐτό πού ἀναφέρεται ἐδῶ καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. Στήν πρώτη περίπτωση ὁ Ἰωσήφ πῆρε τήν ἐντολή νά Τόν ὀνομάσει Ἰησοῦ, δηλαδή Σωτήρα. Στή δεύτερη ἀναφέρεται πώς τό παιδίον θά ὀνομαστεῖ ἀπό ἀνθρώπους καί λαούς Ἐμμανουήλ (ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν). Καί τό ἕνα ὄνομα καί τό ἄλλο δίνουν, τό καθένα μέ τόν τρόπο του, πλῆρες νόημα τῆς αἰτίας τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί τῆς διακονίας Του σ᾿ αὐτόν. Θά ἔρθει γιά νά συγχωρήσει ἁμαρτίες, νά σπλαχνιστεῖ τούς ἀνθρώπους καί νά τούς λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, καί γι᾿ αὐτό θά ὀνομαστεῖ Ἰησοῦς (Σωτήρας). «Τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μή εἶς ὁ Θεός;» (Μαρκ. β’ 7). Κανένας ἄνθρωπος στόν κόσμο. Καμιά ὕπαρξη, οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ δέν ἔχει τό δικαίωμα νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες, νά λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀλλά μόνο ὁ Θεός. Γιατί ἡ ἁμαρτία εἶναι σκουλήκι στήν καρδιά τῆς ἀρρώστιας αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Κανένας δέ γνωρίζει τόν ἀβυσσαλέο τρόμο τῆς ἁμαρτίας ὅπως ὁ ἀναμάρτητος Θεός. Καί κανένας δέν μπορεῖ ν᾿ ἀποκαλύψει καί νά καταστρέψει τό σκουλήκι τῆς ἁμαρτίας, παρά μόνο ὁ Θεός. Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς συγχωροῦσε ἁμαρτίες κι ἔκανε τούς ἀνθρώπους ὑγιεῖς, εἶναι Θεός ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἄν κάποιος ἔπρεπε νά βάλει τά ὀνόματα μέ τή σειρά, πρῶτα ἔπρεπε ν᾿ ἀναφερθεῖ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ κι ἔπειτα τό Ἰησοῦς. Γιά νά φέρει σέ πέρας τό ἔργο τῆς σωτηρίας ὁ νεογέννητος Θεάνθρωπος, ἔπρεπε νά εἶναι Ἐμμανουήλ, ὁ Θεός μεθ᾿ ἡμῶν. Μέ ὅποια σειρά καί νά βάλει κανείς τά ὀνόματα ὅμως, καί τά δυό ἔχουν τό ἴδιο νόημα: Ἐμμανουήλ εἶναι ὁ Σωτήρας καί Σωτήρας εἶναι ὁ Ἐμμανουήλ. Σέ κάθε περίπτωση ἕνα πράγμα εἶναι πιό σαφές ἀπ᾿ ὁτιδήποτε ἄλλο. Πώς δέν ὑπάρχει σωτηρία στόν κόσμο ἄν ὁ Θεός δέν ἔρθει σ᾿ αὐτόν, δέν ἐνανθρωπήσει. Πώς δέν ὑπάρχει λύτρωση καί σωτηρία γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους ἄν ὁ Θεός δέν εἶναι μαζί μας ὄχι σάν ἰδέα ἤ ἕνα ὄμορφο ὄνειρο, ἀλλά ὅπως εἴμαστε, μέ ψυχή, μέ σῶμα, φτωχοί καί ταλαιπωρημένοι καί τελικά, σ᾿ αὐτό πού διαφέρουμε ὅλοι ἀπό τό Θεό, θνητοί, ὑποκείμενοι στό θάνατο. Γι᾿ αὐτό καί κάθε πίστη πού διδάσκει πώς ὁ Θεός δέ σαρκώθηκε ἤ πώς δέν μπορεῖ νά σαρκωθεῖ, εἶναι ψεύτικη. Γιατί παρουσιάζει τό Θεό ὡς ἀδύνατο, ὡς κάποιον πού δέν προνοεῖ καί δέ φροντίζει. Τόν θεωρεῖ μητριά, ὄχι μητέρα. Τόν δείχνει ἀδύναμο, ἀφοῦ τόν κρατᾶ πάντα μακριά ἀπό τή μεγαλύτερη μάχη: τή μάχη ἐνάντια στό σατανά, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Ὁ σατανάς πρέπει νά περιοριστεῖ. Ἡ πρώτη ἀνάπτυξη τῆς ἁμαρτίας πρέπει νά ξεριζωθεῖ ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ γλώσσα τοῦ ὄφη πρέπει νά συνθλιβεῖ. Πρέπει ν᾿ ἀναληφθεῖ ἕνα ἔργο πού εἶναι μεγαλύτερο καί δυσκολότερο ἀπό ἐκεῖνο πού εἶχε ὁ Ἄτλαντας νά μεταφέρει στούς ὤμους του τόν κόσμο. Ὁ Θεός μας τήν ἔκανε αὐτήν τή μάχη καί τήν ἔκανε νικηφόρα. Οἱ ἄνθρωπο πού ἔχουν διαφορετική πίστη φοβοῦνται ἀκόμα καί μέ τή σκέψη τους νά ἐπιτρέψουν στό Θεό τους νά κάνει τέτοια μάχη, ὅπου οἱ ἐχθροί τους μπορεῖ νά βγοῦν νικητές. Τί σόι μητέρα μπορεῖ νά εἶναι αὐτή πού δέν σκύβει ἀπό ἀγάπη γιά τό παιδί της νά τό παίξει, νά τό παρηγορήσει, νά τοῦ σιγοτραγουδήσει; Πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν τό παιδί της κινδυνεύει ἀπό πυρκαγιά ἤ ἀπό ἄγρια θηρία;
Ἄχ, Κύριε! Συγχώρεσέ μας πού κάνουμε τέτοιες σκέψεις, πού ἔχουμε τέτοιους προβληματισμούς. Πῶς θά μποροῦσες νά εἶσαι ὁ στοργικός Δημιουργός ἄν ἡ εὐσπλαχνία Σου δέ σέ παρακινοῦσε νά κατέβεις στή γῆ καί νά κινηθεῖς ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους; Πῶς θά μποροῦσες νά κοιτάξεις τήν ἀθλιότητά μας ἀπό ἀπόσταση ἀσφαλείας καί νά μή βάλεις τό χέρι Σου στή φωτιά γιά μᾶς ἤ νά κατέβεις στό λάκκο ὅπου εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι μαζί μέ ἄγρια θηρία;
Κατέβηκες πραγματικά ἀνάμεσά μας, ἔκανες πολύ περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἀπαιτεῖ ὁποιοδήποτε εἶδος ἀνθρώπινης ἀγάπης. Ἔλαβες σάρκα, γιά νά σώσεις ἐκείνους πού φοροῦν σάρκα. Ἤπιες ἀπό τό ποτήρι τῶν θλίψεων ὅλων τῶν πλασμάτων Σου, χωρίς νά τό μοιραστεῖς μέ κανέναν, τό ρούφηξες ὅλο μόνος Σου. Γι᾿ αὐτό εἶσαι ὁ Σωτήρας μας, γιατί ἔζησες ἀνάμεσά μας, ἄν καί εἶσαι Θεός. Ἔζησες ὡς Θεός ἀνάμεσά μας γιατί ἤσουν ὁ Σωτήρας μας. Δόξα Σοι, Ἰησοῦ, Ἐμμανουήλ!

Ἄς πᾶμε πίσω στόν Ἰωσήφ τώρα. Εἶδε πάρα πολύ καθαρά, μέ φόβο καί δέος, πώς γύρω του ὑφαινόταν ἕνα χαλί πού ὅμως ἦταν διάφανο σάν τό φῶς τοῦ ἥλιου κι εὐχάριστο σάν τόν ἀέρα. Ἕνα χαλί τοῦ ὁποίου καμβάς ἦταν ὁ Παντοδύναμος, τά μεταξωτά νήματα οἱ ἄγγελοι κι ὅλη ἡ κτήση. Ἦταν προορισμός του νά λειτουργήσει ὡς ὄργανο τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτό τό χαλί τῆς Νέας Κτίσης. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι σίγουρος πώς μέσ᾿ ἀπ᾿ αὐτόν ἐνεργεῖ ὁ Θεός, εἶναι ἀδύναμος, διστακτικός, προσεχτικός, ὅταν ὅμως νιώσει πώς ὁ Θεός τόν ἔχει πάρει στά χέρια Του, ὅπως ὁ σιδηρουργός κρατάει τό σίδερο γιά νά φτιάξει ἕνα ἐργαλεῖο, τότε αἰσθάνεται ταυτόχρονα δυνατός καί ταπεινός, ἀποφασιστικός στίς ἐνέργειές Του, στηριγμένος ἀπό τό Θεό.
Ὅταν ξύπνησε ὁ Ἰωσήφ ἔπραξε ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Πῆρε τή Μαρία μαζί του «καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον, καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν» (Ματθ. α’ 25). Ὅταν διαβάζουμε τό εὐαγγέλιο πρέπει νά προσπαθοῦμε νά μποῦμε στό πνεῦμα στό εὐαγγελιστῆ, ὄχι νά προβάλουμε τό δικό μας πνεῦμα στό εὐαγγέλιο. Ὁ εὐαγγελιστής μιλάει μέ θαυμασμό γιά τή θαυμαστή γέννηση τοῦ Σωτήρα μας. Βασικό μέλημά του εἶναι νά μᾶς δείξει ὅτι ἡ γέννηση αὐτή ἔγινε μέ θαυμαστό τρόπο. Αὐτό πού τονίζει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος στό εὐαγγέλιο εἶναι ἤδη ἡ τέταρτη ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Πρῶτα λέει πώς ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἁπλά μνηστευμένη μέ τόν Ἰωσήφ. Δεύτερο, ὅτι εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Τρίτο, ὅτι ὁ ἄγγελος ἔδειξε σέ ὄνειρο πώς ἡ ἐγκυμοσύνη της ἦταν θαυμαστή, ὑπερφυσική. Καί τέταρτο, βλέπουμε τώρα ὅτι ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει μέ τά λόγια αὐτά πώς ὁ Ἰωσήφ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον.
Εἶναι καθαρότερο κι ἀπό τό φῶς τῆς ἡμέρας πώς ὁ εὐαγγελιστής ἐδῶ δέ λέει σέ καμιά περίπτωση πώς μετά τή γέννηση ὁ Ἰωσήφ εἶχε σαρκικές σχέσεις μέ τή Μαρία. Αὐτό πού δέν ἔγινε ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς, δέν ἔγινε καί μετά, ὅταν Τόν εἶχε γεννήσει. Ἄν ποῦμε γιά κάποιον πώς ὅσο κρατοῦσε ἡ Θεία λειτουργία δέν πρόσεχε τά λόγια τοῦ ἱερέα, δέ σημαίνει πώς ὅταν τέλειωσε ἡ λειτουργία πρόσεχε τά λόγια αὐτά. Ἤ ἄν ποῦμε πώς ὁ τσοπάνος τραγουδάει ἐνόσω τά πρόβατα βόσκουν, δέ σημαίνει πώς ὁ τσοπάνος σταμάτησε τό τραγούδι ὅταν τά πρόβατα σταμάτησαν τή βοσκή. Ὁ Θεοφύλακτος λέει: «Ὅταν εἰπώθηκε τήν ἐποχή τοῦ κατακλυσμοῦ ὅτι ὁ κόρακας δέ γύρισε στήν κιβωτό ὡσότου στεγνώσει ἡ γῆ, δέ σημαίνει ὅτι γύρισε μετά, ἤ ὅταν εἶπε ὁ Χριστός, «Ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἔως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», δέ σημαίνει πώς μετά δέ θά εἶναι μαζί τους.
Ἡ λέξη «πρωτότοκος» ἰσχύει μόνο γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ, πού εἶναι ὁ πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τούς βασιλεῖς, «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς» (Ρωμ. η΄ 29), πού σημαίνει: πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τούς σεσωσμένους καί υἱοθετημένους ἀνθρώπους. Ἄν ἡ λέξη πρωτότοκος γραφόταν μέ κεφαλαῖο γράμμα, ὡς κάποιος εἰδικός τίτλος, δέ θά ὑπῆρχε ἀμφιβολία γιά τή σημασία της. Τό ἴδιο θά γινόταν ἄν πρίν ἀπό τή λέξη πρωτότοκος εἶχε κόμμα, δέ θά ὑπῆρχε τότε ἀμφιβολία ἤ σύγχυση. Ἔτσι λοιπόν πρέπει νά διαβάσουμε τή φράση: καί ἔτεκε τόν Υἱόν αὐτῆς, τόν Πρωτότοκον. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς εἶναι ὁ Πρωτότοκος ὡς Δημιουργός τῆς Νέας Βασιλείας, ὡς ὁ Νέος Ἀδάμ.
Στό βίο τοῦ ὁσίου Ἀμμούν (πού γιορτάζεται στίς 4 Ὀκτωβρίου) ἀναφέρεται πώς ἔζησε ὡς ἔγγαμος δεκαοκτώ χρόνια χωρίς νά 'χει καμιά σαρκική ἐπαφή μέ τή γυναίκα του. Ἡ ἁγία μάρτυς Ἀναστασία (+ 22 Δεκεμβρίου) ἦταν ἀρκετά χρόνια παντρεμένη μέ τό ρωμαῖο συγκλητικό Πούπλιο, χωρίς νά ὁλοκληρωθεῖ ποτέ σαρκικά ὁ γάμος τους. Παραθέτουμε ἐδῶ δυό μονάχα μαρτυρίες ἀνάμεσα ἀπό χιλιάδες ἄλλες. Ἡ Παρθένος Μαρία,  ἡ ὑπέρτατη καί πάναγνη παρθένος πρό, κατά καί μετά τή γέννηση, ἐνέπνευσε χιλιάδες νέους καί νέες νά ζήσουν παρθενική ζωή στή μακρόχρονη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀτενίζοντας τό μεγαλεῖο τῆς παρθενίας της πολλές ἔγγαμες γυναῖκες ἔσπασαν τά δεσμά τοῦ γάμου καί ἀφοσιώθηκαν στήν παρθενική ἁγνότητα. Βλέποντας τό ὑπέροχο παράδειγμά της πολλοί ἄνθρωποι πού ζοῦσαν μιά ἐντελῶς ἀνήθικη ζωή, ἐγκατέλειψαν τήν ἁμαρτία καί καθάρισαν τήν ψυχή τους μέ δάκρυα καί προσευχή. Πῶς θά μποροῦσε νά σκεφτεῖ κανείς λοιπόν ὅτι ἡ πάναγνη Παρθένος, ὁ στύλος καί ἡ ἔμπνευση τῆς χριστιανικῆς ἁγνότητας καί παρθενίας διά μέσου τῶν αἰώνων, βρίσκεται σέ χαμηλότερη βαθμίδα ἁγνότητας καί παρθενίας ἀπό τήν Ἀναστασία, τή Θέκλα, τή Βαρβάρα, τήν Αἰκατερίνα, τήν Παρασκευή κι ὅλες τίς ἄλλες ἀναρίθμητες παρθένες; Πῶς εἶναι δυνατό καί νά φανταστεῖ κανείς πώς ἐκείνη πού γέννησε κατά σάρκα τόν ἀπαθή Κύριο, θά μποροῦσε νά ζήσει στή σκιά τοῦ σαρκικοῦ πάθους; Ἐκείνη πού ἐγκυμονοῦσε καί γέννησε τό Θεό «ἦταν παρθένος ὄχι μόνο σαρκικά ἀλλά καί πνευματικά», λέει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος. Κι ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ μέλισσα λέγοντας: «Ὅπως ἡ μέλισσα δέν μπαίνει σέ κάποιο βρώμικο δοχεῖο, ἔτσι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἰσέρχεται σέ ἀκάθαρτη ψυχή».
Ἄς σταματήσουμε τώρα τήν ὁμιλία μας ἐδῶ. Γι᾿ αὐτά τά θέματα πρέπει λιγότερο νά μιλᾶμε καί περισσότερο νά θαυμάζουμε. Ὅπου κατοικεῖ ἡ ὑπακοή κι ἡ ταπείνωση στό Θεό, ἐκεῖ ὑπάρχει ἁγνότητα. Ὁ Κύριος θεραπεύει τούς ὑπάκουους καί ταπεινούς δούλους Του ἀπό κάθε πάθος κι ἐπιθυμία αἰσχρή. Ἔμεις ἄς προσπαθήσουμε νά καθαρίσουμε τή συνείδησή μας, τήν ψυχή μας, τήν καρδιά καί τό νοῦ μας, γιά ν᾿ ἀξιωθοῦμε νά δεχτοῦμε τήν εὐλογημένη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά εὐχηθοῦμε νά πάψει ἡ γῆ νά βγάζει ζιζάνια στόν μέσα μας ἄνθρωπο, ὥστε τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μᾶς ὁδηγήσει σέ καινούργια ζωή, νά μᾶς κάνει καινούργιους ἀνθρώπους, κατά μίμηση τοῦ Κυρίου καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἄγιο Πνεῦμα, τήν ὁμοούσια καί ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!