Ένα
πρωί –διηγείται η Γερόντισσα Στυλιανή της Ι. Μ. Παντοκράτορος Νταού
Πεντέλης– ήρθε στο Μοναστήρι μας μία μαυροφόρα κι έκλαιγε γοερά: «Γιατί
με έστειλε ο παπάς της ενορίας μου εδώ; Τι θα μου κάνετε εσείς;» Κι
έκλαιγε συνέχεια.
Την ρώτησε η αδελφή τι συμβαίνει, πώς μπορεί να την
βοηθήση κι εκείνη άρχισε να σπαράζη λέγοντας: «Καλά, δεν διαβάσατε
εφημερίδες; δεν είδατε τηλεοράσεις; δεν μάθατε για το ναυάγιο; Χάθηκε το
παιδί μου, ο μονάκριβος γυιός μου».
Επειδή,
λόγω της ψυχικής κατάστασης της γυναίκας, δεν μπορούσε κανείς να συνεννοηθεί μαζί της, πήγα στον οδηγό που την έφερε να ρωτήσω τι ακριβώς
συμβαίνει.
Εκείνος μας εξήγησε ότι η κυρία είχε ένα γυιό ναυτικό και
χθες ανακοίνωσαν στην τηλεόραση ότι το καράβι βούλιαξε στα ανοιχτά του
Μεξικού. Ήταν αγνοούμενοι 17 ναύτες, μεταξύ των οποίων και ο γυιός της
κυρίας. Η γυναίκα, μόλις έμαθε για τον χαμό του γυιού της, ήρθε σε
απόγνωση.
Ο ιερέας της ενορίας της την έστειλε στο Μοναστήρι μας, μήπως
εμείς την βοηθήσουμε. Τότε παρακάλεσα τον οδηγό να την πάρη και να την
πάη στον γέροντα Πορφύριο στο Μήλεσι. Του ζήτησα μόνο μία χάρη, να μας
πάρη ένα τηλέφωνο να μας πη τι έγινε.
Αργά
το απόγευμα πήραν τηλέφωνο να ευχαριστήσουν που τους στείλαμε στον
Γέροντα. Μόλις έφτασαν στο Μήλεσι, πριν προλάβουν να μιλήσουν σε
κανέναν, ειδοποίησε ο Γέροντας ότι τους περιμένει επάνω. Μπήκαν στο
κελλάκι και η κυρία άρχισε να κλαίη.
– Τι έχεις; τι φωνάζεις; την ρωτάει ο Γέροντας.
– Δεν διαβάσατε εφημερίδες; δεν είδατε τηλεοράσεις; Πνίγηκε το παιδί μου στο ναυάγιο.
– Τι ώρα είναι;
– Εγώ σου λέω για το παιδί μου κι εσύ μου λες τι ώρα είναι;
– Πες μου, σε παρακαλώ, τι ώρα είναι;
– Η ώρα είναι 11.15′.
– Ωραία!
Ο
Παππούλης απευθύνθηκε στον οδηγό του αυτοκινήτου. «Φύγετε γρήγορα.
Βγήκαν ζωντανοί κάποιοι από τους ναυαγούς. Τρέξτε στο Προξενείο να σας
πληροφορήσουν. Και μην ξεχάσης να τους πης να ρωτήσουν τι ώρα βγήκαν οι
ζωντανοί στην στεριά. Κατάλαβες; Άντε, τρέξτε να προλάβετε μην
κλείσουν».
Πράγματι,
την ώρα που έφτασαν πρόλαβαν τον Πρόξενο λίγο πριν φύγη. Γύρισε όμως
πίσω, πήρε τηλέφωνο στο Προξενείο του Μεξικού κι έμαθε ότι βγήκαν στην
στεριά τρεις από τους αγνοούμενους ζωντανοί! Μεταξύ αυτών κι ο γυιός της
κυρίας! Χαρές, κλάματα ξαφνικά η κυρία θυμήθηκε:
«Α! χίλια συγγνώμη,
πάρτε ξανά τηλέφωνο, σας παρακαλώ. Ο παπάς μου είπε να μην ξεχάσω να
ρωτήσω τι ώρα έγινε». Ξαναπαίρνει τηλέφωνο ο Πρόξενος και του λένε: «Η
ώρα ήταν 11.15’». Ήταν ακριβώς η ώρα που τους είπε ο Γέροντας!!!
✶✶✶
Δύο
κυρίες από τα Καλάβρυτα είχαν μεγάλη ευλάβεια στον Παππούλη και τον
επισκέπτονταν συχνά. Εστεναχωρούντο, γιατί είχαν ένα αδελφό κομμουνιστή,
που αν και τελείως αμόρφωτος, είχε χάρισμα λόγου και εύκολα έπειθε τους
ανθρώπους.
Αυτός λοιπόν, με τα λόγια του είχε ξεσηκώσει επτά χωριά και
τα είχε μεταστρέψει στον Κομμουνισμό. Τις δε αδελφές του που πήγαιναν
στον Γέροντα τις κορόιδευε συνέχεια. Κάποια φορά μετά από πολλά
παρακάλια, οι αδελφές του κατάφεραν να τον πάρουν μαζί τους στο Μήλεσι.
Μόλις μπήκαν μέσα στο κελλάκι, λέει στον Γέροντα:
– Ρε, παπά, πες μου κι εμένα από αυτές τις ιστοριούλες που λες και ξεσηκώνεις τις γυναίκες.
Κι ο Γέροντας του λέει:
– Πάρε
πρώτα την καρέκλα και κάθησε. Δεν μου λες; Εκείνο το κακό που έκανες
στον γυιό του παπά τον 22χρονο, που στο γόνατό σου του έκοψες το κεφάλι
με την κονσέρβα, το έχεις εξομολογηθεί;
Τα έχασε. Πετάει την καρέκλα, πέφτει μπρούμυτα κι αρχίζει να κλαίη με λυγμούς και αναφυλλητά. Λέει στον Παππούλη:
– Υπάρχει σωτηρία για μένα;
– Υπάρχει,
πώς δεν υπάρχει! Αλλά θα κάνης ένα επιτίμιο. Θα πας σε αυτά τα χωριά
που τα έρριξες στην αθεΐα και θα τους κηρύξης τον Χριστό! Να τα
ξανακάνης να αγαπήσουν τον Χριστό και την πατρίδα! Κι όταν το κάνης
αυτό, ο Χριστός μας θα σε συγχωρήση!
Πράγματι
για πολύ καιρό γυρνούσε ένα-ένα τα σπίτια των χωριών αυτών κηρύττοντας
τον Χριστό. Στις επόμενες εκλογές, σε εκείνα τα μέρη δεν βρέθηκε ούτε
μία ψήφος υπέρ του κομμουνισμού!
Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’. Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 19.
Πηγή: Ἐδῶ.