Περί ζιζανίων τουτέστιν αιρετικών στον αγρό/σώμα της Εκκλησίας



Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου

χει προειδοποιηθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἔχει διαπιστωθεῖ οὐκ ὀλίγες φορές, ὅτι στοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε θὰ βασιλεύει ἡ σύγχυση καὶ ἡ πλάνη. Ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πάνω στὴν σύγχυση καὶ στὴν πλάνη στηρίζεται –μαζὶ μὲ τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἔλλειψη κατήχησης καὶ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, τὴν ἐκκοσμίκευση, καὶ τὸν φόβο–  καὶ ἁπλώνει τὰ πλοκάμια της ὡς ἄλλο χταπόδι, ἀλλάζοντας συνεχῶς χρῶμα καὶ ἐκτοξεύοντας σκοτεινὸ μελάνι γιὰ νὰ  συσκοτίσει συνειδήσεις, σπείροντας παράλληλα τὴν διχόνοια στοὺς ἐνάντιούς της χριστιανούς. Μία ἀπὸ τὶς ἀπόψεις ποὺ συγχύζουν, πλανοῦν καὶ διχάζουν τὸν ἀντιαιρετικο ἀγῶνα, εἶναι ἡ ἄποψη περὶ ἀκύρων μυστηρίων. Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἀκόμα καὶ ἂν προέρχεται ἀπὸ καλοπροαίρετο ζῆλο, δηλ. τὴν μὴ θέληση ἀποδοχῆς, ὅτι ἡ πάναγνη καὶ ἀμόλυντη Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ἔχει γιὰ κάποιο διάστημα στὸ σῶμα της σαθρά/αἱρετικὰ  μέλη, διχάζει τὸ ποίμνιο καὶ δὲν στηρίζεται σὲ ἁγιοπατερικὲς ἀποδείξεις, ἀλλὰ σὲ λανθασμένες ἑρμηνεῖες.
Ὡς ἀπάντηση σ’ αὐτὴ τὴν ἄποψη, θὰ παρουσιάσω ἁγιογραφικὲς πηγὲς καὶ κάποιες σχετικὲς μὲ αὐτὲς πατερικὲς ἑρμηνεῖες, μὲ τὶς ὁποῖες φαίνεται ξεκάθαρα, ὅτι μέχρι τὸν καθαρισμό Της ἀπὸ Σύνοδο ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὸν ἀγρό/σῶμα Της ζιζάνια/αἱρετικούς. Ὁ ἀμόλυντος καὶ πάναγνος χαρακτῆρας Της φαίνεται στὸ γεγονός, ὅτι παρὰ τὴν ὕπαρξη τῶν ζιζανίων/αἱρετικῶν Αὐτὴ δὲν ἀλλοιώνεται, ἀφοῦ διὰ τῶν ὑγειῶν μελῶν Tης ποὺ παραμένουν διὰ τῆς ὀρθῆς πίστεως σὲ ἀδιάρρηκτη ἕνωση μὲ τὴν ἀμόλυντη κεφαλή της, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, δέν ἀποδέχεται ὁποιαδήποτε κακοδοξία τῶν ψευδοποιμένων κακοδόξων αἱρετικῶν, ἀντίθετα διὰ τῆς διακοπῆς τῆς κοινωνίας καὶ καταδικάζει τὶς αἱρετικὲς ψευδοδιδασκαλίες τους καὶ τελικά, συνοδικὰ τοὺς ξεριζώνει ἀπὸ τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, τοὺς ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ σῶμα Της, τοὺς θέτει ἐκτός Της. Ἤδη στὴν Π. Διαθήκη ἀναφέρεται ἡ ὕπαρξη ζιζανίων στὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου.

 Γράφει ὁ Ἡσαΐας (5, 4): «τί ποιήσω ἔτι τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῶ; διότι ἔμεινα τοῦ ποιῆσαι σταφυλήν, ἐποίησε δὲ ἀκάνθας». (Τί ὑπολείπεται νὰ κάμω ἀκόμη διὰ τὴν ἄμπελόν μου αὐτὴν καὶ τί ἕως τώρα δὲν ἔκαμα δι’ αὐτήν; Ἔκαμα τὰ πάντα, διὰ νὰ καρποφορήσει αὐτὴ σταφυλάς. κείνη δὲ ἔκαμεν ἀγκάθια)! Αὐτὴ ἡ ρήση κατὰ τοὺς Πατέρες δὲν ἀναφέρεται μόνο στοὺς Ἰουδαίους ἀλλὰ καὶ στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ξεφεύγουν τῆς Πίστεως καὶ ἀντὶ γιὰ καρπούς, αὐτοὶ τραυματίζουν ὡς ἀγκάθια τοὺς ἐργαζομένους στὸν ἀμπελώνα.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰερεμίας παρουσιάζει τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ ὡς «ἄμπελον καρποφόρον πᾶσαν ἀληθινήν», ποὺ παρότι ἐκλέχτηκε καὶ φυτεύτηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό «ἐστράφη εἰς πικρίαν, ἡ ἄμπελος ἡ ἀλλοτρία» δηλαδὴ ἀλλοτριώθηκε καὶ ἀπεστράφη ἀπὸ τὸν Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐκφυλιστεῖ καὶ νὰ μὴν παράγει καρπό (Ιερ 2,21, 8, 13, 12,10). Ἀλλὰ ὁ Θεὸς (6, 8-9) διακρίνοντας τὴν ἀπογοήτευση τοῦ προφήτου, τοῦ λέγει ὅτι τιμωρεῖ μὲ σκοπὸ νὰ συνετίσει τὸν Ἰσραήλ «παιδευθήσῃ Ἱερουσαλήμ, μὴ ἀποστῇ ἡ ψυχή μου ἀπὸ σοῦ, μὴ ποιήσω σε ἄβατον γῆν, ἥτις οὐ κατοικηθήσεται», καὶ τὸν προτρέπει νὰ ξαναμπεῖ στὴν ἄμπελο καὶ ὑπομονετικὰ νὰ ψάξει τοὺς καρποὺς ποὺ κρύβονται ἀπὸ τὰ φυλλώματα τῶν ἄκαρπων κορμῶν «καλαμᾶσθε, καλαμᾶσθε ὡς ἄμπελον τὰ κατάλοιπα τοῦ Ἰσραήλ, ἐπιστρέψατε ὡς ὁ τρυγῶν ἐπὶ τὸν κάρταλλον αὐτοῦ». Ὁ δὲ Ἰεζεκιὴλ προβλέπει τὴν τιμωρία τοῦ Ἰσραήλ, τὸ κάψιμο, τῆς «κακῆς ἀμπέλου», (Ιεζ 15,1-8), ἡ ὁποία ὅμως ἔχει ἀκόμα κάποια ἀξία λόγῳ τοῦ καρποῦ της (Ιεζ 15,1-3).
Οἱ ἴδιες εἰκόνες συνεχίζονται καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἔτσι συναντοῦμε τὴν παραβολὴ τῆς ἀμπέλου (Ἰω. 15, 1-8), στὴν ὁποία κάθε κλῆμα ποὺ δὲν φέρει καρπὸ ἀποκόπτεται, ἐκβάλλεται ἐκ τῆς ἀμπέλου καὶ ξηραίνεται· τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ὡς δίχτυ ποὺ μάζεψε λογῆς λογῆς ψάρια, καλὰ καὶ ἄχρηστα, τὰ ἄχρηστα ὅμως διαλέγονται καὶ πετιοῦνται (Ματθ. 13, 49-52)· καὶ ὡς ἀγρὸ μὲ σίτο, ἀλλὰ καὶ μὲ ζιζάνια, ποὺ δὲν φυτεύθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ κρυφὰ ἐν νυκτὶ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τὸν διάβολο (Ματθ. 13, 24). Οἱ παραβολὲς μοιάζουν μεταξύ τους, ἀλλὰ ἡ περὶ ἀμπέλου καὶ περὶ ζιζανίων εἶναι αὐτὲς ποὺ ἔχουν τύχει ἰδιαίτερης ἑρμηνείας ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ διαφόρους φωτισμένους ἑρμηνευτές. Παραθέτω ὡς πρώτη τὴν ἑρμηνεία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου στὴν παραβολὴ τῶν ζιζανίων:
«Στὴν παραβολὴ τοῦ Σπορέως ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς μίλησε γιὰ ζιζάνια, ἐδῶ ὅμως τὸ κάνει. Ἐκεῖ ὁμιλεῖ διὰ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν προσέξει καθόλου εὶς Αὐτόν, ἀλλὰ ἀπεμακρύνθησαν καὶ ἀπέρριψαν τὸν σπόρο. Ἐνῶ ἐδῶ μιλάει γιὰ τὰ συστήματα τῶν αἱρετικῶν… Ἐκείνη ἡ παραβολὴ λέγει πὼς δὲν ἐδέχθησαν τὴν διδασκαλίαν, αὐτὴ δὲ λέγει πὼς τὴν ἐδέχθησαν καὶ ἀπατεῶνες. Διότι κι αὐτὸ εἶναι μέθοδος τοῦ Διαβόλου, τὸ νὰ σερβίρει πάντοτε ὕπουλα τὴν πλάνη μαζὶ μὲ τὴν ἀλήθειαν. Δείχνει δὲ πὼς ἡ πλάνη ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξει μετὰ τὴν ἀλήθειαν, πράγμα ποὺ τὸ ἐπιβεβαιώνουν τὰ ἴδια τὰ γεγονότα». 
Εἶναι ἐκπληκτικὸ τὸ πῶς ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξηγεῖ γιὰ τὸν χρόνο δράσης τῶν αἱρετικῶν: «καθ’ ὃν χρόνον ἐκοιμῶντο οἱ ἄνθρωποι».
«Μετὰ τοὺς προφῆτες ἦρθαν οἱ ψευδοπροφῆτες, μετὰ τοὺς ἀποστόλους οἱ ψευδαπόστολοι, καὶ μετὰ τὸν Χριστὸ ὁ ἀντίχριστος».
Ποιά ὅμως ἡ διαφορὰ τοῦ σπόρου ποὺ ἔπεσε στὴν ὁδὸ μὲ τὰ ζιζάνια; Ὅτι ὁ μὲν πρῶτος ἀμέσως ἁρπάχτηκε, ἐνῶ στὴν προκειμένη περιπτωση ρίζωσε (σσ. ἐντὸς Ἐκκλησίας) καὶ γιὰ νὰ ἐκριζωθεῖ χρειάζεται προσοχή. Ἄρα ὁ Χριστός μας τὰ λέει ὅλα αὐτὰ γιὰ μὴν ἐφησυχάζουμε ποτέ, ἀλλὰ πάντοτε νὰ ἐπαγρυπνοῦμε.
«Ἡ καταστροφὴ ἐπέρχεται μὲ τὸν ὕπνο. Ὥστε χρειάζεται ἀδιάκοπος ἐπιφυλακή. Δι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε “ὅποιος ὑπομένει μέχρι τὸ τέλος αὐτὸς θὰ σωθῇ“. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς προεστώτας ἔβαζαν μέσα εἰς τὰς  ἐκκλησίας πονηροὺς ἄνδρας ποὺ ἦσαν κρυπτοαιρετικοί… εἰς τὴν ἀρχὴν κρύπτουν ἐπιμελῶς τὴν πλάνην των… ὅταν ὅμως ξεθαρρευθοῦν καὶ κάποιος τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ὁμιλήσουν τότε χύνουν τὸ δηλητήριο τους».
Εἶναι τρομερὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς κατηχεῖ ὁ Ἅγιος. Προεστῶτες τῆς Ἐκκλησίας ἔβαλαν τοὺς κρυπτοαιρετικοὺς στοὺς ἀρχιπισκοπικοὺς θρόνους καὶ στοὺς ναούς. Τώρα μπορεῖ νὰ καταλάβει καὶ ὁ πιὸ ἀδαὴς τὴν μέθοδο τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ὅλο τὸν καιρὸ ποὺ οἱ «εὐσεβεῖς» ἀντὶ νὰ ἐπισκοποῦν, κοιμόντουσαν καὶ συμμετεῖχαν σὲ ὀνομαστικὲς ἑορτὲς συναδέλφων (βλ. Πατρῶν), οἱ Οἰκουμενιστὲς κατελάμβαναν τὸν ἕναν θρόνο μετὰ τὸν ἄλλο μὲ πειθήνια ὄργανά τους καὶ ἀλλοίωναν τὴν πίστη τοῦ ποιμνίου. Καὶ ἐπειδὴ εἶχαν νὰ ἀντιμετωπίσουν ἀντὶ γιὰ συνόδους καὶ καταδίκες, χαρτοπόλεμο καὶ ἡμερίδες, τὸ ἔργο τους ἔγινε πανεύκολο. Καὶ γιὰ ὅσους διδάσκουν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀπαγόρεψε τὶς συνόδους, ἀπαντοῦμε: Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἀπαγόρεψε τὶς συνόδους ποὺ καταδικάζουν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ προφυλάσσουν τὸν σίτο, ἀλλὰ τοὺς πολέμους καὶ τὶς αἱματοχυσίες. Ἄλλωστε μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μπορεῖ νὰ φονεύονταν καὶ πολλοὶ ὀρθόδοξοι, ἢ μπορεῖ κάποιοι –ποὺ ὡς τότε νὰ ἀποτελοῦσαν μερίδα ζιζανίων– νὰ μετατρέπονταν τελικὰ σὲ σίτο»…
«Ἂν τοίνυν προλαβόντες αὐτοὺς ἐκριζώσητε, λυμαίνεσθε τῷ μέλλοντι γίνεσθαι σίτῳ, οὓς ἐγχωρεῖ μεταβαλέσθαι καὶ γενέσθαι βελτίους ἀναιροῦντες. Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικούς, καὶ ἐπιστομίζειν, καὶ ἐκκόπτειν αὐτῶν τὴν παρρησίαν, καὶ τὰς συνόδους καὶ τὰς σπονδὰς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καὶ κατασφάττειν» (Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον 46, 2· PG 58, 477, ἡ νεοελληνικὴ μετάφραση ἀπὸ ἐδῶ).
https://drive.google.com/file/d/0ByZQkrKg4yKLNGl0aDRXWHNiUDg/view)
Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ ἱ. Χρυσόστομος μιλάει γιὰ τὴν ὕπαρξη ζιζανίων στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς νὰ ἀμφισβητεῖ τὸν ἀμόλυντο χαρακτῆρα Της, ἀφοῦ τὰ ἀληθινὰ μέλη της καὶ ὄχι τὰ ψευδῆ (νὰ καὶ ὁ ὀρθὸς ὁρισμὸς τῶν ψευδοποιμένων τοῦ 15ου Κανόνος) δὲν πνίγονται ἀπὸ τὰ ζιζάνια. Ἀντιθέτως μᾶς διδάσκει, ὅτι ὁ Θεὸς ἀνέχεται γιὰ κάποιον χρόνο, ποὺ μόνο Αὐτὸς ὁρίζει, τὰ ζιζάνια αὐτά, μήπως καὶ μετανοήσουν, μεταβληθοῦν σὲ σίτο, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ προφυλάξει καὶ νὰ δοκιμάσει καὶ νὰ ἀναδείξει τοὺς ἀληθινὰ πιστούς. Μετὰ ὅμως τὸν χρόνο αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει συνοδικὰ τὴν αἵρεση καὶ τὴν ἀποκόπτει ἀπὸ τὸ πανάγιο σῶμα Της. Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος λέγοντας «δεῖ γὰρ καὶ αἱρέσεις ἐν ὑμῖν εἶναι, ἵνα [καί] οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται ἐν ὑμῖν» (ΑʹΚορ. 11, 19). Ἂν καὶ τὸ χωρὶο αὐτὸ ὁμιλεῖ μὲ τὴν λέξη αἵρεση μᾶλλον γιὰ διαιρέσεις καὶ ταραχές, πολλοὶ ἑρμηνευτὲς ἐννοοῦν κυριολεκτικὰ καὶ τὶς αἱρέσεις, ἀφοῦ κάθε παράβαση τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ ἑρμηνευτεῖ ὡς αἵρεση (βλ. μοιχοζευξία).
Παρεμπιπτόντως τὸ χωρίο αὐτὸ ἀποτελεῖ ἄλλη μία ἀπόδειξη ἐναντίον τῆς θεωρίας περὶ δυνητισμοῦ ἐφαρμογῆς τῶν Ἱ. Κανόνων, διότι ἂν ἴσχυε, πῶς θὰ γινόντουσαν οἱ δόκιμοι φανεροί; Ἀντιθέτως, μὲ τὸ νὰ μὴν ἐφαρμόζουν τοὺς Ἱ. Κανόνες, ἰδιαίτερα ὅσους ἀναφέρονται στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καὶ στὴν προκειμένη τὸν 15ο Κανόνα, ἐναντιώνονται στὸν Παύλειο λόγο καὶ δὲν θὰ φανερωθοῦν οἱ δόκιμοι.
Συνεχίζουμε στὰ περὶ ζιζανίων. Ὁ Ζυγαβηνὸς γράφει συμφωνόντας μὲ τὸν Χρυσόστομο περὶ αὐτῶν:
«Ὥσπερ οὖν τὰ ζιζάνια ἐοίκασι μὲν τῷ σίτῳ κατὰ τὴν καλάμην, ἀπεοίκασι δὲ κατὰ τὸν καρπόν. Εἰσὶ δὲ βλαβερὰ τῷ σίτῳ. Οὕτω καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐοίκασι μὲν τοῖς ὀρθοδόξοις, κατὰ τὸ σχῆμα, ἀπεοίκασι δὲ κατὰ τὴν ἀρετήν, ἥτις ἐστὶ καρπός. Ἀρετὴ δὲ καὶ καρπός, προ πάντων, ἡ τῶν δογμάτων ἀλήθεια. Καὶ καθάπερ τὰ ζιζάνια μέχρι μὲν τῆς καρποφορίας λανθάνοντα συναύξονται, τότε δὲ διαγιγνώσκονται, οὕτω ἄρα χρὴ οἱ αἱρετικοὶ μέχρι μὲν τοῦ διδάσκειν, λάνθάνοντες συνδιάγουσι. Ὅτε δὲ πολλὴν λάβωσι παρρησίαν, τότε τὸν ἰὸν ἐκχέουσι καὶ διαγνώσκονται. Διὸ καὶ προλαβὼν εἶπε, ὅτι ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Καὶ ἑτέρως δε, ὅτε μὲν ἔσπειρεν ὁ Χριστός οὐκ ἐφάνησαν αἱρετικοί,  ὅτε δὲ ηὐξήθησαν οἱ ὀρθόδοξοι τότε ἀνεφάνησαν» (Εὐθυμίου Ζηγαβηνοῦ, Σχόλια στὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, τόμος πρώτος, μέρος πρῶτον, κεφ. 13, 26).
Τὰ ζιζάνια/ οἱ αἱρετικοὶ στὴν ἀρχὴ δὲν φαίνονται (ἄραγε ὅσο δὲν φαίνονται ἡ Ἐκκλησία τί εἶναι; Μολυσμένη ἢ ἄσπιλη; Καὶ τί γίνεται μὲ τὰ μυστήρια ποὺ τελοῦν; Εἶναι ἔγκυρα ἢ ἄκυρα; Ἔχουν Μυστήρια; Καὶ ἂν ναί, εἴμαστε τότε ὅλοι μας ἄνευ Βαπτίσματος κλπ.;). Εἶναι ὅμως βλαβεροὶ γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Γι’ αὐτὸ ὅταν γίνουν φανεροὶ μὲ τὸ κήρυγμα τους πρέπει ἀπαραιτήτως κατ’ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ  νὰ ἀποκοποῦν.
Πάνω σὲ αὐτὰ γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Γεώργιος Καψάνης «Πράγματι, αἱ αἱρέσεις ἀποτελοῦν ζιζάνια ποὺ ἐνσπείρει ὁ πονηρὸς εἰς τὸν ἀγρὸν τῆς Ἐκκλησιας διὰ νὰ ματαιώση τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Εἰς τὸν ἀγώνα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἱρέσεων σημαντικὴ ὑπῆρξεν ἡ συμβολὴ τοῦ μοναχισμοῦ».
Τὰ ἴδια λέει καὶ ὁ ἅγ. Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἐξηγώντας τὸ «ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ ἀληθινὸς» καὶ τὴν παραβολὴ τῆς ἀμπέλου (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία ἢ Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον P.G. 74).  
Ἡ δὲ Ἐγκύκλιος Ἀπάντηση τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου τοῦ 1895 πρὸς τὸν πάπα Λέοντα ΙΓ΄, ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς:
«Βαθέως θλίβεται καὶ ὀδύνη συνέχεται μεγάλη πάσα εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος ψυχὴ εἰλικρινῶς ζηλοῦσα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, βλέπουσα ὅτι ὁ μισόκαλος καὶ ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος φθόνῳ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ὠθούμενος οὐ διαλείπει ἑκάστοτε ποικίλα ἐνσπείρων ζιζάνια εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου, τοῦ συνιᾶσαι τὸν σίτον. Ἔνθεν τοι καὶ ἀνέκαθεν ἀνεφύησαν αἱρετικὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ζιζάνια, ἅπερ πολλαχῶς ἐλυμήναντο καὶ λυμαίνονται τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ ἅπερ ὡς σπέρματα πονηρὰ καὶ μέλη σεσηπότα δικαίως ἀποκόπτονται ἀπὸ τοῦ ὑγιοῦς σώματος τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Εἶναι σημαντικὸ νὰ προσέξουμε ὅτι ἡ ἴδια διδασκαλία φαίνεται καὶ στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Κυρίου στὶς Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας στὴν Ἀποκάλυψη (κεφ. 2-3). Ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ τοὺς ἐπισκόπους τῶν Ἐκκλησιῶν, παρόλο ποὺ αὐτοὶ δὲν πράττουν ὅλα σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς Του (ἐκτὸς αὐτοῦ τῆς Σμύρνης καὶ τῆς Φιλαδελφείας) καὶ ἐπιτρέπουν στὶς τάξεις τους τὴν αὔξηση ζιζανίων/αἱρετικῶν κυρίως Νικολαϊτῶν καὶ ψευδοπροφητῶν (ὁ τελευταῖος μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ ἐπίσκοπος τῆς Λαοδικείας ἔχει ξεφύγει διόλου ἀπὸ τὴν ὀρθὴ διδασκαλία) «ἀγγέλους», καὶ τοὺς δίνει παρόλα αὐτὰ καιρὸν μετανοίας, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ διορθωθοῦν καὶ θὰ ξεριζώσουν ἀπὸ τὸν ἀγρὸ τὰ ζιζάνια ποὺ φύτρωσαν. Ἄρα ἦταν ἀκόμα γιὰ τὸν Κύριο(!!!) ἐντὸς Ἐκκλησίας, ὁ Κύριος τοὺς ἔδωσε χρόνο παραμονής τους στὸ σῶμα του, αλλὰ στὸ τέλος τοὺς μετακίνησε τὶς λυχνίες καὶ χάθηκαν.
Ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος προειδοποιεῖ:
«Ὅπου δὲ ὁ ποιμήν ἐστιν, ἐκεῖ ὡς πρόβατα ἀκολουθεῖτε· πολλοὶ γὰρ λύκοι κωδίοις ἠμφιεσμένοι ἡδονῇ κακῇ αἰχμαλωτίζουσι τοὺς θεοδρόμους· ἀλλ' ἐν τῇ ἑνότητι ὑμῶν οὐχ ἕξουσι τόπον. Ἀπέχεσθε οὖν τῶν κακῶν βοτανῶν, ἅστινας Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ γεωργεῖ, ἀλλ' ὁ ἀνθρωποκτόνος θήρ, διὰ τὸ μὴ εἶναι αὐτοὺς φυτείαν πατρός, ἀλλὰ σπέρμα τοῦ πονηροῦ» (Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρὸς Φιλιππησίους, TLG, Epistle 6, chapter 2, section 1, line 1).
Τὰ ζιζάνια δηλ. «αἱ κακαὶ βοτάναι» εἶναι σπορὰ τοῦ πονηροῦ. Μέχρι τὴν ἀποκοπή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ παραμένουν μέλη, μέλη ὅμως ἀπὸ τὰ ὁποῖα, οἱ καλοὶ Χριστιανοί, ὁ σίτος, πρέπει νὰ ἀπομακρύνονται γιὰ νὰ μὴν φθαρούν («φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί», Α΄Κορ. 15, 33), να μην μολυνθοῦν, νὰ μὴ πνιγοῦν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τους.
Καὶ πάλιν ὁ Χρυσόστομος μᾶς δείχνει τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ ζιζανίων καὶ περὶ ἀνάγκης συνόδου ποὺ θὰ κρίνει καὶ θὰ καθαρίσει τὸν ἀγρὸ τοῦ Κυρίου, τὴν Ἐκκλησία, ὄχι τὸν κόσμο γενικά («Λόγος περὶ ψευδοπροφητῶν καὶ ψευδοδιδασκάλων καὶ ἀθέων αἱρετικῶν…»):
«Ἀλλ΄ ἐπεί τό προκείμενον ἐπανέλθωμεν· περί γάρ συντελείας ὁ λόγος, καί περί ψευδοπροφητῶν, καί ψευδοδιδασκάλων, καί περί ἀθέων αἱρετικῶν, χειμάῤῥων δίκην ἐπικλυσάντων πανταχοῦ, καί πλανώντων πολλούς. Καί πόθεν τοῦτο συμβέβηκεν; Δῆλον ὅτι ἐκ τῆς ἀγνωσίας και ἀπειρίας τῶν προϊσταμένων· ὅπου γάρ ἀπειρία ποιμένων, ἐκεῖ προβάτων ἀπώλεια. Τί οὖν εἴπω πρῶτον ...
Πλήν πρός τό παρόν ἀναγκαῖόν ἐστι παραστῆσαι ἐκ τῶν ἁγίων Γραφῶν τούτους ὡς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ, καί λύκους τῆς αὐτοῦ ποίμνης, πανταχοῦ ἐλαυνομένους, καί ἐκβαλλομένους τῶν Χριστοῦ προβάτων. Διό καί λύκοι δικαίως ἐκλήθησαν ὑπό τῶν προφητῶν, καί αὐτοῦ τοῦ Δεσπότου, καί τῶν μακαρίων ἀποστόλων· καί οὐ μόνον λύκοι, ἀλλά καί λοιμοί, καί ἀσεβεῖς, καί ἀντίδικοι, καί ἐχθροί, καί ἐπίβουλοι, καί βλάσφημοι, καί ὑποκριταί, καί κλέπται, καί λησταί, καί βδελυκτοί, καί ψευδοπροφῆται, καί ψευδοδιδάσκαλοι, καί ὁδηγοί τυφλοί, καί πλανῆται, καί πονηροί, καί ἀντίχριστοι, καί σκάνδαλα, καί υἱοί τοῦ πονηροῦ, και ζιζάνια, καί ἄθεοι… Ἰούδας Ἰακώβου εἶπεν· Παρεισέδυσάν τινες ἄνθρωποι οἱ ἔκπαλαι προγεγραμμένοι εἰς τοῦτο τό κρῖμα, ἀσεβεῖς, τήν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν χάριν μετατιθέντες εἰς ἀσέλγειαν, καί τόν μόνον Δεσπότην καί Κύριον· Ἰησοῦν Χριστόν ἀρνούμενοι. Καί πάλιν λέγει· Ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων ἔσονται ἐμπαῖκται, κατά τάς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. Οὗτοί εἰσι οἱ ἀφόβως ἑαυτούς ποιμαίνοντες, νεφέλαι ἄνυδροι, παντί ἀνέμῳ περιφερόμεναι, ἀστέρες πλανῆται, οἷς ὁ ζόφος τοῦ σκότους εἰς αἰῶνας τετήρηται. Ταῦτα καί πλείονα τούτων παραινεῖ ἡμᾶς Ἰούδας ὁ καλός...
Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς …ἔκλινεν οὐρανοὺς, καὶ κατέβη, καὶ πάντα ᾠκονόμησε πρὸς σωτηρίαν τοῦ γένους ἡμῶν, καὶ πάντα ὑπέδειξε ποιῶν καὶ διδάσκων. Εἶτα θέλων διδάξαι, ἵνα οἱ μέλλοντες προΐστασθαι τῶν Ἐκκλησιῶν, οὕτως ἐκδιώκωσι τοὺς αἱρετικούς, ἐποίησεν φραγέλλιον ἐκ σχοινίων, καὶ εἰσελθὼν πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, καὶ ἀπώσατο, καὶ ἐξεδίωξε...
Ἀκούσατε οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμῖν γὰρ ὑπέδειξε τὸ καλόν, ἵνα ἐξακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ, προσέχοντες πανταχόθεν ἀκριβῶς καὶ τοὺς λύκους ἐκδιώκοντες καὶ τὴν ποίμνην φυλάττοντες. Μετὰ δὲ τούτους ...καὶ αἱ κατὰ καιροὺς γενόμεναι ἅγιαι σύνοδοι τούτους ἀμετανοήτως ἔχοντας ἐκριζώσαντες, τῇ ἀπωλείᾳ παρέδωκαν κατὰ τὸ γεγραμμένον, ὅτι ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος...».
Καὶ ἀλλοῦ:
«Οἱ φιλόπονοι τῶν γεωργῶν, ἐπειδὰν ἴδωσι δένδρον ἄκαρπον καὶ ἀνήμερον τοῖς αὐτῶν λυμαινόμενον πόνοις καὶ τῇ τῆς ρίζης τραχύτητι καὶ τῇ βαρύτητι τῆς σκιᾶς διαφθεῖρον τὰ ἥμερα τῶν φυτῶν, μετὰ πολλῆς ἐκτέμνουσιν αὐτὸ τῆς σπουδῆς. Πολλάκις δὲ αὐτοῖς καὶ ἄνεμός ποθεν ἐξελθών, συνεφάπτεται τῆς τομῆς, καὶ τῇ κόμῃ τοῦ δένδρου προσπεσὼν καὶ μετὰ πολλῆς τινάξας τῆς σφοδρότητος, συνέκλασέ τε αὐτὸ καὶ εἰς τὴν γῆν ἔρριψε, καὶ τοῦ πόνου τὸ πλέον αὐτοῖς ἐπεκούφισεν. Ἐπεὶ οὖν καὶ ἡμεῖς δένδρον ἐκτέμνομεν ἄγριον καὶ ἀνήμερον, τῶν Ἀνομοίων τὴν αἵρεσιν, παρακαλέσωμεν τὸν Θεὸν πέμψαι τοῦ Πνεύματος ἡμῖν τὴν χάριν, ἵνα ἀνέμου σφοδρότερον παντὸς προσβαλοῦσα πρόρριζον ἀνασπάσῃ τὴν αἵρεσιν, τὸ πλέον ἡμῖν ἐπικουφίζουσα τοῦ πόνου.
Ἤδη γάρ που καὶ γῆ χερσωθεῖσα καὶ γεωργικῶν οὐκ ἀπολαύσασα χειρῶν, πονηρὰς βοτάνας καὶ ἀκανθῶν πλῆθος καὶ δένδρα ἄγρια ἐξέβρασεν ἐκ τῶν οἰκείων κόλπων πολλάκις· οὕτω καὶ ἡ τῶν Ἀνομοίων ἐρημωθεῖσα ψυχὴ καὶ τῆς ἀπὸ τῶν Γραφῶν ἐπιμελείας οὐκ ἀπολαύσασα, οἴκοθεν καὶ ἀπ' αὐτῆς τὴν ἀγρίαν ταύτην καὶ ἀνήμερον ἐξέβρασεν αἵρεσιν. Τοῦτο γὰρ τὸ δένδρον οὐ Παῦλος ἐφύτευσεν, οὐκ Ἀπολλὼς ἐπότισεν, οὐχ ὁ Θεὸς ηὔξανεν, ἀλλ' ἐφύτευσε μὲν λογισμῶν ἄκαιρος περιεργία, ἐπότισε δὲ ἀπονοίας τῦφος, ηὔξησε δὲ φιλοδοξίας ἔρως.
Καὶ δεῖ τῆς τοῦ Πνεύματος ἡμῖν φλογός, ἵνα μὴ μόνον ἀνασπάσωμεν, ἀλλὰ καὶ κατακαύσωμεν τὴν πονηρὰν ταύτην ρίζαν, καλέσωμεν τοίνυν αὐτόν, τὸν ὑπ' ἐκείνων μὲν βλασφημούμενον, ὑφ' ἡμῶν δὲ εὐφημούμενον Θεόν, καὶ παρακαλέσωμεν, ὥστε καὶ τὴν γλῶτταν ἡμῶν πρὸς πλείονα διεγεῖραι δρόμον καὶ τὴν διάνοιαν ἡμῖν πρὸς σαφεστέραν διανοῖξαι τῶν λεγομένων σύνεσιν. Ὑπὲρ γὰρ αὐτοῦ καὶ τῆς αὐτοῦ δόξης ἅπας ἡμῖν ὁ πόνος, μᾶλλον δὲ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας». (Χρυσοστόμου Ἰω., Περὶ Ἀκαταλήπτου, (Πρὸς Ἀνομοίους λόγ. α΄), TLG, Homily 3, line 160).
Πολλὲς φορὲς λοιπόν, κατὰ τὸν Χρυσόστομο ἐμφανίστηκαν ζιζάνια/αἱρέσεις στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ ποιμένες κλήθηκαν «ἐκδιώκωσι τοὺς αἱρετικούς» καὶ καλώντας σύνοδο «καὶ αἱ κατὰ καιροὺς γενόμεναι ἅγιαι σύνοδοι τούτους ἀμετανοήτως ἔχοντας ἐκριζώσαντες, τῇ ἀπωλείᾳ παρέδωκαν». Ἀπὸ τὴν ἀποκοπή τους καὶ μετὰ ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἀποτελοῦν τὰ ζιζάνια, τὰ κλήματα αὐτὰ μέλος τοῦ ἀμπελῶνος, τοῦ ἀγροῦ καὶ ξεραίνονται. Μέχρι ὅμως τὴν ἀποκοπή τους θεωροῦνται σαπρά, ἀρρωστημένα μέλη τοῦ ἰδίου ἀγροῦ.
Καὶ μὲ τὸν Χρυσόστομο συμφωνεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ ὡς πρὸς τὰ ζιζάνια/αἱρέσεις καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνάγκην συνόδου ποὺ θὰ ἀποπέμψει αὐτούς:
«Tό γάρ μή ἔχειν σπίλον ἤ ῥυτίδα, ἵνα καί πάλιν εἴπωμεν, οὕτω νοείτω, τό μή προσιεμένην τά τε ἀσεβῆ δόγματα καί τά ἀκανόνιστα ἐγχειρήματα. Οὐ μήν ἀλλά καί τά ἐν τοῖς αὐτουργοῦσι τά ἀπηγορευμένα συμφρονήματα, ὥς πού φησιν ὁ θεῖος Βασίλειος· πρός ἅ Παῦλος ὁ μέγας, οὐδέ συνεστιᾶσθαι τοῖς τοιούτοις παραχωρεῖ. ἐπεί ἀπό τῶν ἀποστόλων καί κατόπιν, πολλαχῶς πολλαί αἱρέσεις προσεῤῥάγησαν αὐτῇ καί ῥυπάσματα ἄθεσμα καί ἀκανόνιστα ἐπεπόλασαν, ὥσπερ καί τό νῦν· ἀλλά μήν αὐτή τῷ προειρημένῳ τρόπῳ ἄσχιστος καί ἀμώμητος διαμεμένηκεν, καί διαμενεῖ ἕως τοῦ αἰῶνος, ὑπεξαιρουμένων καί ἀποπεμπομένων πάντων ἀπ' αὐτῆς τῶν κακῶς φρονησάντων ἤ πραξάντων· ὥσπερ ἐξ ἀσείστου καί παραλίου πέτρας τά προσρήσσοντα κύματα» (Φατ. 28, 79, 123 -P.G.99,1001/04).
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος εἶναι γνωστὸν ὅτι στηρίζεται στὸν Μ. Βασίλειο. Στὰ παρακάτω ἀποσπάσματα φαίνεται ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος θεωρεῖ  ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, (ποὺ πρέπει νὰ ἐξουδετερωθοῦν βέβαια ἀπὸ τοὺς ὀρθοφρονοῦντας πιστοὺς καὶ τελικὰ νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ Αὐτήν) ἀλλὰ ὡς ζιζάνια τοὺς αἱρετικούς, φαίνεται δὲ νὰ κάνει κάποιο διαχωρισμὸ μὲ τοὺς ἀγνοούντας ὡς ἀσθενεστέρους πιστούς καὶ τοὺς συνειδητοὺς Πνευματομάχους.
«Ἡ δὲ λεγομένη αἶρα, καὶ ὅσα λοιπὰ νόθα σπέρματα τοῖς τροφίμοις ἀναμέμεικται, ἅπερ ζιζάνια προσαγορεύειν συνῆθες τῇ Γραφῇ, οὐκ ἐκ τῆς τοῦ σίτου μεταβολῆς γίνεται, ἀλλ’ ἐξ οἰκείας ἀρχῆς ὑπέστη, ἴδιον ἔχον γένος. Ἅπερ τὴν εἰκόνα πληροῖ τῶν παραχαρασσόντων τὰ τοῦ Κυρίου διδάγματα, καὶ μὴ γνησίως μαθητευομένων τῷ λόγῳ. ἀλλ’ ἐκ τῆς τοῦ πονηροῦ διδασκαλίας διεφθαρμένων, καταμιγνύντων δὲ ἑαυτοὺς τῷ ὑγιαίνονται σώματι τῆς Ἐκκλησίας, ἵνα ἐκ τοῦ ἀφανοῦς τὰς παρ’ ἑαυτῶν βλάβας τοῖς ἀκεραιοτέροις ἐμβάλωσιν» (PG 29, 114).
Ἡ Ἐκκλησία δὲν χάνει τὸν ἀμόλυντο χαρακτῆρα Της, ἐπειδὴ ὑπάρχουν ζιζάνια στὶς τάξεις της. Ἡ διδασκαλία Της παραμένει καθαρὴ ὅσο ὑπάρχουν (καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντα) ἔστω καὶ τρεῖς πιστοὶ ὀρθοτομοῦντες καὶ ὀρθοπρακτοῦντες, ἀφοῦ κατὰ τὴν ὑπόσχεσή Του «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Καὶ δὲν ξέρουμε βέβαια μέχρι ποιοῦ σημείου θὰ φτάσει ἡ ἀποστασία στὴν ἐποχὴ τῶν ἐσχάτων (καὶ πότε ἀκριβῶς θὰ ἔρθουν τὰ ἔσχατα), ἀλλὰ πάντως οἱ πιστοὶ πάντα θὰ ἀπομακρύνονται καὶ θὰ διαχωρίζουν τὴν θέση τους ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες, δὲν θὰ ἔχουν κοινωνία μαζί τους, καὶ θὰ συγκροτοῦν Συνόδους, οἱ ὁποῖες θὰ τοὺς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ μετανοήσουν καὶ ἂν ὄχι θὰ τοὺς καταδικάζουν, θὰ τοὺς ξεριζώνουν ἀπὸ τὸν ἀγρὸ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καθῆκον τῶν πιστῶν καὶ τῶν ποιμένων καὶ ὄχι ἐπιλογὴ δυνητικοῦ χαρακτῆρα.
Καὶ στὴν ἐπιστολὴ 114:
«Νὰ δέχεσθε τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως» καὶ «εἰς αὐτὴν τὴν ὁμολογία Πίστεως νὰ προσθέτετε ἀκόμη καὶ ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζετε κτίσμα καὶ ὅτι ἀσφαλῶς νὰ μὴ ὑπάρχη ἐπικοινωνία μὲ ὅσους Τὸ ὀνομάζουν κτίσμα, διὰ νὰ μένῃ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καθαρὰ καὶ νὰ μὴ ἔχῃ ζιζάνια* ἀναμεμιγμένα εἰς αὐτήν
 «... Ὁμολογεῖν ὑμᾶς τὴν ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθεῖσαν πίστιν τῶν ἐν Νικαίᾳ ποτὲ συνελθόντων… καὶμὴ χρῆναι λέγειν κτίσμα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, μὴ μέντοι μηδὲ τοῖς λέγουσι κοινωνεῖν, ἵνα καθαρὰ ᾖ τοῦ Θεῦ ἡ Ἐκκλησία μηδὲν ζιζάνιον ἑαυτῇ παραμεμιγμένον ἔχουσα».
(*) Ζιζάνια εἶναι οἱ αἱρετικοί. Συνεπῶς οἱ αἱρετικοὶ δὲν εἶναι κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο «ἀδελφοὶ» μὲ διαφορετικὴν κατανόησιν τοῦ ἑνὸς Εὐαγγελίου, ἀλλὰ «σπορὰ τοῦ Διαβόλου» (πρβλ. Ματθ. 13, 24-30).
(Σχόλιο καὶ ἑρμηνεία τοῦ ἀειμνήστου Νικοδήμου Μπιλάλη, τομ. 4ος, σελ. 24-28).
Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν ἱερὸ Δοσίθεο Ἱεροσολύμων (Δωδεκάβιβλος), «τὴν αἵρεσιν τὴν ἀναφύουσαν, ἐὰν ἐξαπλωθῆ, κρίνει καὶ κατακρίνει ἡ Οἰκουμενικὴ σύνοδος», ἡ ὁποία εἶναι «κρείττων τῶν Τοπικῶν Συνόδων» καὶ τὸ «ἔσχατον κριτήριον τῆς καθόλου Ἐκκλησίας» (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο δ΄, κεφ. ι΄, § γ΄, σελ. 456-457 καὶ βιβλίο γ΄, κεφ. ιε΄, § ιθ΄, σελ. 171).
Ὁ Ἅγιος λέει ξεκάθαρα, ὅτι Σύνοδοι ἐξέθεταν τὴν Ὀρθόδοξο διδασκαλία καὶ καλοῦσαν τοὺς αἱρετικοὺς σὲ μετάνοια. Σὲ περίπτωσι ἐμμονῆς τῶν αἱρετικῶν στὰ φρονήματά τους οἱ Πατέρες τοὺς καταδίκαζαν καὶ τοὺς ἀπέκοπταν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νὰ μείνη, «καθαρά του Θεοῦ ἡ Ἐκκλησία, μηδὲν ζιζάνιον ἐαυτὴ παραμεμιγμένον ἔχουσα».
Στὸν τόμο Χαρᾶς (1705, σελ. 42) τοῦ ἰδίου ἱ. Δοσίθεου διαβάζουμε ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Συνόδου τοῦ 879/880 ἐπὶ Μ. Φωτίου:
«Πρῶτον νουθετῆσαι αὐτοὺς ἔχομεν καὶ παρακαλέσαι, καὶ εἰ μὴ βουληθῶσιν ὑπακοῦσι ἡμῶν, τότε ἐκκόψαι αὐτοὺς ἔχομεν ὡς σεσηπότα μέλη, ἵνα μὴ  καὶ τὸ ὑγιὲς σῶμα δι’ αὐτῶν ἀπόλλυται».
Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τά Πρακτικά τῆς δ΄ Συνεδρίας τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκεῖ λέγεται ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκπληρώνουν τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ, νά θέτουν, δηλαδή, τόν λύχνο τῆς θείας γνώσεως «ἐπί τήν λυχνίαν» γιά νά λάμπη σέ ὅλους πού βρίσκονται στήν οἰκία καί νά μήν τόν κρύπτουν «ὑπό τόν μόδιον». Μέ αὐτόν τόν τρόπο βοηθοῦνται ὅσοι ὁμολογοῦν εὐσεβῶς τόν Κύριο, νά βαδίζουν ἀπροσκόπτως τόν δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες
«πᾶσαν πλάνην αἱρετικῶν ἐξωθοῦσι, καί τό σεσηπός μέλος, εἴπως ἀνίατα νοσεῖ, ἐκκόπτουσι καί τό πτύον κατέχοντες, τήν ἅλωνα καθαίρουσι καί τόν σῖτον, ἤτοι τόν τρόφιμον λόγον, τόν στηρίζοντα καρδίαν ἀνθρώπου, ἀποκλείουσιν ἐν τῇ ἀποθήκῃ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τό δέ ἄχυρον τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας ἔξω ῥίψαντες κατακαίουσι πυρί ἀσβέστῳ».
Παραθέτω καὶ ἕναν λίβελλο ποὺ ἀπευθύνεται στὸν Πατριάρχη Μηνᾶ. Σ’ αὐτὸν οἱ μοναχοὶ εὐχαριστοῦν τὸν Πατριάρχη (ὅπως καὶ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό) γιατὶ προχώρησαν στὴν ἐξέταση τῆς περιπτώσεως τοῦ αἱρετικοῦ πατριάρχου Ἀνθίμου καὶ ἀφοῦ «ἠπείθησε» τὸν καταδίκασαν. Εὐχαριστοῦμε, γράφουν καὶ τὸν Θεό, διότι διὰ τῆς Συνόδου εὐδόκησε «ἵνα καθαρίσῃ τὴν αὐτοῦ ἐκκλησίαν καὶ παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ὡς ἀεί, ἔνδοξον μὴ ἔχουσαν σπῖλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων αἱρετικῶν ζιζανίων» (Τ.L.G., Concilia Oecumenica (ACO): Synodus Constantinopolitana et Hierosolymitana anno 536: Tome 3, page 38, line 31). Ἄρα ἡ Σύνοδος καθαρίζει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὰ σαπρὰ μέλη, τοὺς αἱρετικούς, χωρὶς Αὐτὴ νὰ χάσει ποτὲ τὸν ἀμόλυντο χαρακτῆρα Της, ἐπειδὴ μέλη Της ἀπείθησαν καὶ ἀποστάτησαν.
Γράφει ὁ 13ος Κανόνας τῆς ΑΒ΄:
«Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ὁ πάμπονηρος καταβαλών, καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προρρίζους, ἐφ’ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τό Χριστοῦ Σῶμα μερίζειν ἐπιχειρῶν» (Πηδάλιον, ιγ΄ ΑΒ΄, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 357).
Μᾶς λέει ὁ Κανόνας ὅτι μία μέθοδος τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ σπορὰ ζιζανίων στὸν ἀγρὸ τῆς Ἐκκλησίας μὲ σκοπὸ τὴ ματαίωση τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν. Ὅταν ὅμως τὰ ζιζάνια ἀποκοποῦν μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος ποὺ ἐκφράζεται ἀπὸ τὶς συνόδους, τότε ὁ διάβολος καταφεύγει σὲ ἄλλες μεθόδους.
Τὰ παραπάνω, ὅτι δηλ. ἡ σύνοδος μόνο ἔχει τὸ δικαίωμα ἀποκοπῆς τῶν ζιζανίων, κλημάτων, σεσηπότων μελῶν, καὶ ὅτι μέχρι τὴν ἀποκοπή τους θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύονται ἀπὸ τὸν πρόλογο τῆς ἐγκυκλίου, πατριαρχικῆς καὶ συνοδικῆς ἐπιστολῆς τοῦ πατριαρχείου Κων/πόλεως τὸ 1895 στὸν πρόλογό της, ποὺ παραθέσαμε παραπάνω, ἀλλὰ ἀξίζει να ἐπαναλάβουμε:
«Βαθέως θλίβεται καὶ ὀδύνῃ συνέχεται μεγάλῃ πᾶσα εὐσεβὴς καὶ ὀρθόδοξος ψυχὴ εἰλικρινῶς ζηλοῦσα τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, βλέπουσα ὅτι ὁ μισόκαλος  καὶ ἐπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνος φθόνῳ τῆς ἀνθρωπίνης σωτηρίας ὠθούμενος οὐ διαλείπτει ἑκάστοτε ποικίλα ἐνσπείρων ζιζάνια εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κυρίου, τοῦ συνιᾶσαι τὸν σίτον. Ἔνθεν τοι καὶ ἀνέκαθεν ἀνεφύησαν αἱρετικὰ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ζιζάνια, ἅπερ πολλαχῶς ἐλυμήναντο καὶ καὶ λυμαίνονται τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καὶ ἅπερ ὡς  μέλη σεσηπότα ἀποκόπτονται ἀπὸ τοῦ ὑγιοῦς σώματος τῆς ὀρθοδόξου καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Προσθέτω ὡς τελευταῖον τὸν ἅγ. Νεκτάριο ποὺ ἀνακεφαλαιώνει τὰ παραπάνω τονίζοντας παράλληλα τὸ καθῆκον τῶν ποιμένων. Ἕνα καθῆκον ποὺ σήμερα κατήντησε ἀντικείμενο διαλέξεων, φιλολογίας, δελτίων τύπου ἄνευ οὐσίας:
«Ὁ ποιμήν, χρεωστεῖ νά φυλάττῃ τά ἴδια πρόβατα ἀπό τά στόματα τῶν λύκων· ὅταν ἀπομακρυνθῶσι τῆς μάνδρας, νά τρέχῃ ὀπίσω αὐτῶν ἐπιπόνως, διά νά τά ἐπιστρέψῃ· ἄν χαθῇ κανένα, νά εἰσέλθῃ στά δάση καί τούς δρυμούς, νά ἀναβῇ τά ὄρη καί τούς βουνούς, νά πατήσῃ τάς ἀκάνθας καί τούς τριβόλους, ὥστε νά τό εὕρῃ· ἀφ’ οὗ τό εὕρη, περιχαρής καί φαιδρός νά τό βάλῃ ἐπί τῶν ὤμων αὐτοῦ, καί νά τό φέρῃ εἰς την ποίμνην ὁμοῦ μέ τά ἄλλα. Χρεωστεῖ τό ποίμνιον ὅλον νά τό διεξάγῃ εἰς νομάς σωτηρίους, καί νά τό κρατῇ μακράν ἀπό τάς δηλητηριώδεις βοτάνας (σσ. ζιζάνια) τῆς αἱρέσεως, μακράν ἀπό τά θολερά ὕδατα τῆς κακοδοξίας. Τοιουτοτρόπως δέ τό διεξάγει· παρορμῶν τά πρόβατα ἤ ἀνακαλούμενος, προτρέπων ἤ ἀποτρέπων, κινῶν ἤ διαναπαύων, ἀπειλῶν ἤ θέλγων, μέ τόν πνευματικόν τῆς σωτηρίου διδασκαλίας αὐλόν, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν πρέπει νά λείπῃ ἀπό τό στόμα του. Εἶναι λοιπόν φανερόν ὅτι δυσχερεστέρα καί ἐπιπονωτέρα γίνεται ἡ τοιαύτη ποιμαντορία, ἐκεῖ ὅπου πλεονάζουσιν ἤ τά νερά τά νοσερά και δυσώδη, ἤ αἱ βοτάναι αἱ φαρμακεραί καί νοσώδεις, ἤ αἱ φάραγγες αἱ κρημνώδεις καί δασεῖαι καί ἄγριαι, ἤ οἱ λύκοι καί τά ἄλλα θηρία τά αἱμοβόρα καί σπαρακτικάὅταν οὐδ’ ἐκεῖνα δέν ὠφελοῦσιν, οὐδέ ταῦτα δέν ἐνεργοῦν, ὑπόλοιπον μένει ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ σκληροτραχήλου, καί ἡ ἀπόγνωσις· καί τελευταῖον ἡ ἀπ’ αὐτοῦ ἀποτροπή καί ἀποχώρησις ὡς ἀπό μιαροῦ καί βεβήλου καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τοῦ Ἐκκλησίας σώματος, ὡς μέλους ἤδη νενεκρωμένου καί σεσηπότος, διά νά μή φθάσῃ νά μεταδώσῃ τῆς λύμης καί τῆς παραφθορᾶς, καί εἰς τά λοιπά μέλη τά ὑγιαίνοντα»  (ἀπὸ Βλασία Δ. Κασκανιώτη, Εκκλησία, σχίσμα και αίρεση κατά τον άγιο Νεκτάριο, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2015. ).
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου