Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος
Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ
ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΕΙΠΝΟΥ
Σκέψεις γιὰ τὴν
οἰκουμενιστικὴ καὶ ὑγειονομικὴ ἐπικαιρότητα
1.
Ἡ διαφορὰ τῶν δύο Κυριακῶν πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα
Τὴν
περασμένη Κυριακή (12 Δεκεμβρίου), καὶ κάθε χρόνο δύο Κυριακὲς πρὶν ἀπὸ τὰ
Χριστούγεννα, ἡ Ἐκκλησία μας μὲ σοφία ἔχει ὁρίσει διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων νὰ
ἐπιτελοῦμε τὴν μνήμη τῶν Ἁγίων Προπατόρων τοῦ Χριστοῦ. Πρὶν ἀπὸ τὸ Συναξάρι
μάλιστα τῆς ἡμέρας ὁ ὑμνογράφος προτρέπει τοὺς κατὰ σάρκα προπάτορες τοῦ
Χριστοῦ, ἰδιαίτερα τὸν πατριάρχη Ἀβραάμ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀρχίζει τὸ γενεαλογικό
Του δένδρο, νὰ γεμίσουν ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, διότι ἐγγίζει, πλησιάζει, ἡ
Γέννηση τοῦ ἐξ αὐτῶν καταγομένου Σωτῆρος Χριστοῦ:
Δέξασθε
χαρὰν οἱ πάλαι προπάτορες,
Βλέποντες
ἐγγίζοντα Χριστὸν Μεσσίαν.
Γήθεο,
Ἀβραάμ, ὅτι πρόπαππος Χριστοῦ ἐδείχθης.
Γιὰ νὰ μὴ νομισθεῖ ὅμως ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ
ἡ σωτηρία ἀφορᾶ μόνο στοὺς ἐξ Ἀβραὰμ καταγομένους, ὅτι δηλαδὴ ὁ Μεσσίας ἦλθε
μόνο γιὰ τοὺς Ἑβραίους, ὅπως μέχρι σήμερα πιστεύουν ἀκόμη μὲ τὴν
ἀποκλειστικότητα ποὺ τοὺς χαρακτηρίζει οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ περιμένουν
ἀκόμη τὸν δικό τους Μεσσία, δηλαδὴ τὸν Ἀντίχριστο, ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν ἑπομένη
Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως νὰ ἑορτάζουν ὅλοι ὅσοι εὐαρέστησαν τὸν Θεὸ
ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, πρὸ τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ μέχρι καὶ
τὸν Ἰωσὴφ τὸν Μνήστορα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ μίζερη ἀποκλειστικότητα τοῦ
Ἰουδαϊσμοῦ ἀπέναντι στὴν μεγαλειώδη ἀνοικτοσύνη καὶ οἰκουμενικότητα τοῦ
Εὐαγγελίου:
Τῇ
αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, μνήμην ἄγειν ἐτάχθημεν παρὰ τῶν
Ἁγίων καὶ Θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, πάντων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων ἀπὸ
Ἀδὰμ ἄχρι καὶ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
2.
Οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Χριστιανοὶ ἀρνοῦνται τὴν πρόσκληση στὸ Μεγάλο
Δεῖπνο καὶ χάνουν τὴν σωτηρία τους
Σύμφωνα
μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ὅπως τὴν διασώζει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς[1],
καὶ ὅπως τὴν ἀκούσαμε τὴν περασμένη Κυριακή, ἡ παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου
ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Σωτήρα Χριστὸ κάτω ἀπὸ τὶς ἑξῆς περιστάσεις. Προστέθηκε μόνον
στὸ τέλος τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς ποὺ ἀναγινώσκεται ὁ στίχος «Πολλοὶ γάρ εἰσι
κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», ἀπὸ τὴν παρόμοια παραβολὴ τῶν Βασιλικῶν Γάμων ποὺ
ἐλέχθη ὑπὸ διαφορετικὲς περιστάσεις καὶ σὲ διαφορετικὸ τόπο κατὰ τὸν
Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο[2].
Προσκεκλημένος λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ κάποιον ἄρχοντα τοῦ κύκλου τῶν Φαρισαίων σὲ
ἐπίσημο δεῖπνο, στὸ ὁποῖο παρίσταντο καὶ ἄλλοι ἄρχοντες, Γραμματεῖς καὶ
Φαρισαῖοι, καὶ ἐπειδὴ συμβούλεψε ὁ Χριστὸς ποιούς πρέπει νὰ καλεῖ κανεὶς στὰ
δεῖπνα, ὄχι τοὺς πλουσίους καὶ συγγενεῖς, ἀλλὰ τοὺς πτωχοὺς καὶ ξένους, διότι
ἔτσι θὰ ἔχει ἀνταπόδοση ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐγκαθιδρυθεῖ ἡ βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, κάποιος ἀπὸ τοὺς συνδαιτυμόνες ἐμακάρισε ὅσους θὰ λάβουν μέρος στὸ
τραπέζι τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ: «Μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ
Θεοῦ»[3]. Γνωρίζοντας ὁ
Χριστὸς ὅτι οἱ Φαρισαῖοι θεωροῦσαν πὼς αὐτοὶ σίγουρα θὰ μετάσχουν τῆς βασιλείας
τῶν οὐρανῶν, ὡς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, εἶπε τὴν παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου, μὲ
τὴν ὁποία ἀνέτρεψε τὴν ἐσφαλμένη αὐτοπεποίθηση τῶν Φαρισαίων καὶ γενικῶς τῶν
Ἰουδαίων, πὼς αὐτοὶ αὐτοδικαίως ὡς ἐκλεκτὸς λαὸς καὶ σπέρμα τοῦ Ἀβραὰμ θὰ παρακαθήσουν
στὸ δεῖπνο τῆς βασιλείας. Τὴν ἴδια ἐσφαλμένη αὐτοπεποίθηση ἔχουν καὶ πολλοὶ
Χριστιανοί, ποὺ πιστεύουν ὅτι λόγῳ τοῦ ὅτι μὲ τὸ Βάπτισμα γίνονται μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ ἐπὶ γῆς ἀρχόμενη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ μετάσχουν καὶ τῆς
μελλοντικῆς βασιλείας.
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τὴν
παραβολὴ τοῦ Μεγάλου Δείπνου κάποιος ἄνθρωπος, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐννοεῖται ὁ
Θεός, ἑτοίμασε δεῖπνο καὶ ἐκάλεσε πολλούς. Ἀπέστειλε γι᾽ αὐτὸ ἕναν ὑπάλληλο,
ἕναν δοῦλο του, νὰ εἰδοποιήσει τοὺς προσκεκλημένους νὰ προσέλθουν, διότι ὅλα
εἶναι ἕτοιμα. Ὑπὸ τὸ ἕτοιμο δεῖπνο ἐννοεῖται γενικῶς τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ
Χριστοῦ, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰδικῶς τὸ μυστήριο τῆς Θείας
Εὐχαριστίας, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, κάτω ἀπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ
τοῦ οἴνου. Δυστυχῶς οἱ πρῶτοι ἐπίσημοι προσκεκλημένοι, οἱ ἄρχοντες τῶν
Ἰουδαίων, οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ποὺ ἔπρεπε νὰ
ἀντιληφθοῦν τὴν ἀξία καὶ τὴν σημασία τῆς πρόσκλησης, τὸ μεγαλεῖο τοῦ καλοῦντος
Θεοῦ στὸ δεῖπνο τῆς ἀρχόμενης ἐπὶ γῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ, καὶ νὰ καλέσουν καὶ τοὺς ἄλλους, αὐτοὶ σὰ νὰ ἦσαν συνεννοημένοι, μὲ
τὴν ἴδια γνώμη, ἀπέρριψαν τὴν πρόσκληση, προβάλλοντας ἀστήρικτες καὶ ἀνόητες
δικαιολογίες, ἐξυπηρέτηση δηλαδὴ γήϊνων, ὑλικῶν καὶ κοσμικῶν φροντίδων καὶ
ἀγαθῶν, ὑποτιμώντας ἔτσι τὸ αἰώνιο, ἀνεκτίμητο, ἄφθαρτο, ὑπεροχικὸ ἀγαθὸ τῆς
αἰώνιας σωτηρίας, τῆς συμμετοχῆς στὸ Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὁ
πρῶτος εἶπε ὅτι ἀγόρασε ἕνα χωράφι καὶ πρέπει νὰ πάει νὰ τὸ δεῖ, ὁ ἄλλος ὅτι ἀγόρασε
πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πρέπει νὰ δοκιμάσει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἀντοχή τους καὶ
ὁ τρίτος, ὅτι ἔκανε τὸν γάμο του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήσει τὴν γυναίκα του.
Ὅταν προβάλλουμε γήϊνα
ἀγαθὰ καὶ ὑλικὲς ἐπιδιώξεις καὶ σκοπιμότητες, ἔναντι τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῆς
σωτηρίας, ἔναντι τοῦ ὑψίστου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῆς συμμετοχῆς
μας στὴν μυστικὴ καὶ ἀθάνατη βρώση καὶ πόση τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ
Χριστοῦ, τότε περιφρονοῦμε καὶ ἀτιμάζουμε τὸν καλοῦντα Θεὸ καὶ τοὺς
ἀπεσταλμένους του, ὅπως δυστυχῶς συνέβη καὶ συμβαίνει μὲ ὅσα ἀπαράδεκτα καὶ
ἀσεβῆ ὑγειονομικὰ μέτρα ἐλήφθησαν καὶ λαμβάνονται μὲ πρόσχημα τὸν Κορωνοϊὸ γιὰ
τὴν διαφύλαξη τῆς σωματικῆς μας ὑγείας, τὴν ὁποία εἰδωλοποιήσαμε καὶ τὴν
τοποθετήσαμε πάνω ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὴν αἰώνια σωτηρία μας, πάνω ἀπὸ τὴν σωτηρία
τῆς ψυχῆς μας. Αὐτοὶ ποὺ σκέπτονται, καὶ ἐνεργοῦν ἔτσι εἶναι ἀρνητὲς τοῦ Θεοῦ
καὶ τῶν Θείων, «ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος καρδία... φάσκοντες εἶναι σοφοὶ
ἐμωράνθησαν... καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα»[4]. Γιὰ τοὺς ἀρνητὲς
αὐτοὺς τῆς πρόσκλησης στὸ Μεγάλο Δεῖπνο γράφει ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας:
«Οὐ τεθαυμάκασι τοῦ κεκλημένου τὴν ἡμερότητα, τοῦ διακονοῦντος τῇ κλήσει τὴν
οἰκονομίαν...ἀλλ᾽ ἠτίμασαν καὶ τὸν καλοῦντα καὶ τὸν ἀπεσταλμένον»[5]. Προτίμησαν νὰ
ἱκανοποιήσουν τὰ διάφορα πάθη τους παρὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Εὐαγγέλιο, ὅπως
λέγει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός: «Αἱ διάφοροι οὖν προφάσεις οὐδὲν ἕτερον
ὑποφαίνουσιν ἢ τὰ διάφορα πάθη, δι᾽ ἃ τῆς εἰρημένης ἀπολαύσεως ἐστερήθημεν· ὁ
μὲν γὰρ τῷδε κεκρατημένος, ἕτερος δὲ τῷδε, καὶ ἄλλος τῷδε παρώσατο τὸ
εὐαγγέλιον... ὡς ἐναντίον ταῖς προαιρέσεσιν αὐτῶν»[6].
Ἡ
ἀπόρριψη τῆς πρόσκλησης ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων δὲν ἐματαίωσε βέβαια τὴν
πραγματοποίηση τοῦ Μεγάλου Δείπνου. Ὁ Θεὸς ἐτίμησε καὶ ἐκάλεσε πρώτους ὅσους
ἐσπούδαζαν τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐδίδασκαν καὶ τὸν λαὸ νὰ τηρεῖ τὸν Νόμο, τοὺς
Ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς Γραμματεῖς, αὐτοὺς ποὺ τώρα παραιτοῦνται ἐμπράκτως τῆς
ἀποστολῆς των καὶ ἀρνοῦνται τὴν πρόσκληση στὸ Μεγάλο Δεῖπνο: «Ἐκεῖνοι μὲν οἱ
παραιτησάμενοι ἦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς καὶ ὅσοι τιμιώτεροι τοῦ
πλήθους»[7], γράφει ὁ Ζιγαβηνός.
Μήπως καὶ τώρα καὶ σὲ ἄλλες ἐποχὲς ἐπίσκοποι καὶ ἐπαγγελματίες θεολόγοι δὲν
πρωτοστατοῦν στὴν ἄρνηση τοῦ
Εὐαγγελίου καὶ δὲν δυσφημοῦν ἢ δὲν δυσκολεύουν τὴν συμμετοχὴ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο
τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ μυστικὸ Δεῖπνο τῆς Θείας Εὐχαριστίας; Αὐτὸ
βέβαια προκάλεσε, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν
ἔκανε κἂν προσπάθεια νὰ τοὺς μεταπείσει, ἀλλὰ στὴν θέση τῶν ἐπισήμων τοῦ
Ἰουδαϊσμοῦ καλεῖ τώρα πάλιν ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἀσήμους καὶ πτωχοὺς καὶ πάσχοντες
καὶ ἀγραμμάτους, ὅπως συνέβη ὄντως μὲ τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς
ὁποίας τὰ μέλη ἦσαν ἐκ τῶν πτωχῶν καὶ ἀσήμων Ἰουδαίων. Αὐτὸ σημαίνει ἡ ἐντολὴ
τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἀπεσταλμένο νὰ βγεῖ στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῶν Ἱεροσολύμων,
ἀφοῦ τὰ μεγάλα τζάκια ἀρνήθηκαν· «καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ
τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε»[8].
Καὶ
ὅταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸ δοῦλο ὅτι αὐτὸ ἤδη ἔγινε, ἀλλὰ ὑπάρχει ἀκόμη χῶρος
γιὰ νὰ ἔλθουν καὶ ἄλλοι, τότε τοῦ δίδει ἐντολὴ νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα,
ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στοὺς δρόμους καὶ στοὺς φράκτες τῶν χωραφιῶν καὶ μὲ ἰσχυρὰ
ἐπιχειρήματα νὰ πείσει ὅσους ἦσαν ἐκεῖ νὰ ἔλθουν στὸ Δεῖπνο, γιὰ νὰ γεμίσει ὁ
οἶκος. Ὅλοι οἱ ἑρμηνευτὲς συμφωνοῦν ὅτι αὐτὴ ἡ τελευταία πρόσκληση πρὸς τοὺς
ἔξω τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων σημαίνει τὴν κλήση τῶν Ἐθνικῶν, τῶν
εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι μέχρι τότε ἦσαν ἐκτὸς τῆς ἐπαγγελίας, ξένοι καὶ
ἀλλοτριωμένοι τοῦ Θεοῦ: «Ἐνταῦθα μοι βλέπε τὴν τῶν ἐθνῶν
κλῆσιν, μετά γε τοὺς ἐξ αἵματος Ἰσραήλ, εἰσενηνεγμένων διὰ τῆς πίστεως»[9].
Καὶ
ἄλλες φορὲς πολὺ αὐστηρὰ καὶ κυριολεκτικὰ ὁ Χριστός, καὶ ὄχι παραβολικά,
προεῖπε στοὺς Ἰουδαίους ὅτι θὰ ἀνατραποῦν ὅσα ἐπίστευαν γιὰ τὸ σωτηριῶδες
σχέδιο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο ἀποκλειστικὰ περιόριζαν στὸν λαό τους καὶ ἄφηναν ἔξω
ὅλα τὰ ἄλλα ἔθνη. Λίγο ἐνωρίτερα ἀπὸ τὴν διδασκαλία τῆς ἐν λόγῳ παραβολῆς
προειδοποίησε τοὺς Ἰουδαίους ὅτι θὰ κλείσει τὴν θύρα τῆς βασιλείας Του σὲ ὅσους
δὲν ἀκολουθοῦν τὴν διδασκαλία Του. Αὐτοὶ θὰ βλέπουν τοὺς προγόνους, τοὺς
προπάτορές των, τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ καὶ ὅλους τοὺς προφῆτες,
νὰ ἀγάλλονται στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· καὶ ἐνῶ αὐτοὶ θὰ μένουν ἀπ᾽ ἔξω, θὰ
ἔρχονται ἄλλοι λαοὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση, ἀπὸ τὸν Βορρᾶ καὶ τὸν Νότο γιὰ
νὰ παρακαθίσουν στὸ εὐφρόσυνο τραπέζι τῆς βασιλείας[10].
Τὰ ἴδια διασώζει καὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Λέγω
δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ
Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας
ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς
τῶν ὀδόντων»[11].
Ἐνωρίτερα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Φαρισαίους καὶ
Σαδδουκαίους ποὺ ἦλθαν νὰ βαπτισθοῦν τοὺς ὀνόμασε «γεννήματα ἐχιδνῶν» ποὺ δὲν
θὰ ἀποφύγουν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν μετανοήσουν. Ἡ καταγωγή τους ἀπὸ τὸν
Ἀβραὰμ δὲν θὰ τοὺς σώσει, διότι ὁ Θεὸς καὶ ἀπὸ τὶς πέτρες μπορεῖ νὰ κάνει
ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ[12].
Τὸ
συμπέρασμα τῆς παραβολῆς ποὺ ἐδίδαξε ὁ Χριστὸς πρὸς τοὺς συνδαιτυμόνες του
Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους, τοὺς μετέπειτα καὶ σήμερα Ραββίνους τῶν Ἰουδαίων,
εἶναι καταστροφικὸ καὶ ὀλέθριο γιὰ ὅσους Οἰκουμενιστὲς προβάλλουν στοὺς
ἀκατήχητους, ἁπλοὺς πιστούς, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀμάθεια καὶ ἀγνωσία τους, τὴν
ἰσότητα τῶν θρησκειῶν, ὅτι δῆθεν ὅλες οἱ θρησκεῖες σώζουν. Ἀρχιερεῖς τοῦ
Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ποὺ προωθοῦν τὸν
διαθρησκειακὸ Οἰκουμενισμὸ καὶ ὀργανώνουν διαρκῶς τὶς βλάσφημες διαθρησκειακὲς
συναντήσεις καὶ φιέστες ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ δρόμοι, πολλὰ
μονοπάτια ποὺ ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία. Δὲν θὰ φορτώσουμε τὸ μικρό μας ἄρθρο μὲ τὸ
πλῆθος τῶν Ἁγιογραφικῶν καὶ Πατερικῶν μαρτυριῶν περὶ τοῦ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ
μοναδικὴ ὁδὸς σωτηρίας. Τὸ ἐπράξαμε παλαιότερα σὲ βιβλίο μας[13].
Θὰ περιορισθοῦμε στὰ ὅσα στὸ τέλος τῆς παραβολῆς τοῦ Μεγάλου Δείπνου εἶπε ὁ
Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ παντογνώστης Κύριος ποὺ θὰ κρίνει τὴν Οἰκουμένη· ὅτι
κανένας ἀπὸ ὅσους ἀρνοῦνται τὴν πρόσκληση γιὰ νὰ μετάσχουν στὴν Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ, ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν Ἐκκλησία, δὲν πρόκειται νὰ σωθεῖ, νὰ
γευθεῖ τὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας: «Λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι
οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου»[14].
Πολὺ χειρότερα μάλιστα· θὰ ὁδηγηθοῦν στὸν τόπο τῶν βασάνων, ὅπου «ἐκεῖ
ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων», μακριὰ
ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακώβ καὶ τοὺς προφῆτες[15].
3.
Ὁ Θεὸς καλεῖ ὅλους στὸ Μεγάλο Δεῖπνο. Οἱ σημερινοὶ ἄρχοντες καὶ ἐπίσκοποι μόνον
τοὺς ἐμβολιασμένους
Ὑπάρχουν
ὅμως καὶ ἄλλες ἐνδιαφέρουσες πτυχὲς τῆς παραβολῆς τοῦ Μεγάλου Δείπνου ποὺ
διαφωτίζουν τὴν σημερινὴ σκοτεινὴ ἐκκλησιαστικὴ πραγματικότητα. Εἴδαμε ὅτι οἱ
ἐπίσημοι ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί, γιὰ λόγους
ἰδιοτελεῖς, γιὰ ὑλικὰ καὶ κοσμικὰ ὀφέλη ἀρνήθηκαν τὴν πρόσκληση στὸ Μεγάλο
Δεῖπνο τῆς Βασιλείας, ποὺ αἰσθητοποιεῖται κυρίως μὲ τὴν συμμετοχὴ στὸ μυστήριο
τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἐπὶ δύο χρόνια τώρα βλέπουμε μὲ πικρία καὶ θλίψη κοσμικόφρονες ἐπισκόπους,
νὰ συμμαχοῦν μὲ ἀρνητὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Θείων πολιτικούς,
κατ᾽ ὄνομα μόνον Χριστιανούς, καὶ νὰ παρεμποδίζουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν
συμμετοχή τους στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀνταλλάσοντας τὸν θεῖο
μαργαρίτη, τὸν ἀτίμητο καὶ πολύτιμο θησαυρὸ τῆς συσσωμάτωσης στὸ Χριστό, μὲ
θέσεις, ἀξιώματα, οἰκονομικὲς ἐπιδοτήσεις. Ἔκλεισαν τοὺς ναούς, ἐπέτρεψαν στοὺς
ἄρχοντες καὶ σὲ ὁμάδα ἀθέων ἰατρῶν νὰ δυσφημοῦν τὴν Θεία Εὐχαριστία, τὴν
ἱερότητα τῶν ναῶν, τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων, νὰ προσβάλλουν τὰ δόγματα τῆς
Ἐκκλησίας, νὰ ἐπιβάλλουν τὴν βλάσφημη ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν μασκοφορία, νὰ
ἀπαγορεύουν τὶς ἱερὲς λιτανεῖες, νὰ ἀλλάζουν τὸν χρόνο τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς
Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ τώρα νὰ μᾶς ὑποχρεώνουν νὰ ἐμβολιασθοῦμε μὲ ἰατρικὸ
ὑλικὸ παρμένο ἀπὸ ἐκτρωμένα ἔμβρυα, νὰ μετάσχουμε στὴν παιδοκτονία ποὺ
πραγματοποίησε ὁ Ἡρώδης, γιὰ νὰ θανατώσει τὸν νεογεννηθέντα Χριστό, καὶ τώρα
μάλιστα λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα[16]. Καὶ ἂς φωνάζει στεντόρεια ἀπὸ τὴν
Κωνσταντινούπολη τὸ 379 ὁ μεγάλος ἱεράρχης καὶ Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πανάξιος
ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος λέγοντας πὼς κατὰ
τὰ Χριστούγεννα πρέπει ὅλα νὰ τὰ τιμήσουμε καὶ νὰ τὰ σεβασθοῦμε· τὴν ἀπογραφή,
τὴν μικρὴ Βηθλεέμ, τὴν φάτνη. Νὰ τρέξουμε μαζὶ μὲ τὸ ἄστρο, νὰ προσφέρουμε δῶρα
μαζὶ μὲ τοὺς Μάγους, νὰ ψάλλουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, νὰ δοξάσουμε τὸν
Γεννηθέντα μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες. Ἕνα πρᾶγμα μόνον νὰ ἀποστραφοῦμε καὶ νὰ
μισήσουμε, τὴν παιδοκτονία τοῦ Ἡρώδη: «Ἓν μίσησον τῶν περὶ τὴν Χριστοῦ
γένναν, τὴν Ἡρώδου παιδοκτονίαν»[17].
Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε οἱ ἐπίσκοποι
καὶ οἱ ἄλλοι κληρικοί, ὡς δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὡς ἀπεσταλμένοι Του, νὰ προσκαλοῦν
τοὺς ἀνθρώπους πιεστικὰ νὰ μετάσχουν τοῦ Μεγάλου Δείπνου τῆς Βασιλείας τοῦ
Θεοῦ, τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τώρα, σύμμαχοι καὶ ὁμόφρονες
τῶν ἀρνητῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Θείων, τοὺς ἀποτρέπουν μὲ
ἀνόητες, κοσμικὲς καὶ ὑλιστικές, δικαιολογίες καὶ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες,
παρεμποδίζουν μὲ ἐγκυκλίους καὶ ἀθεμελίωτες συστάσεις τὴν ἐλεύθερη προσέλευση
στοὺς ναοὺς καὶ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἂν ὁ Θεὸς ὀργίσθηκε ἐναντίον
ὅσων ἀρνοῦνται νὰ μετάσχουν τοῦ Μεγάλου Δείπνου, σκεφθῆτε πόσο μεγαλύτερη θὰ
ἦταν ἡ ὀργή Του, ἂν ὁ ἀπεσταλμένος δοῦλος Του, ὁ ὁποῖος ἐκπροσωπεῖ στὴν
παραβολὴ τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἱερεῖς, ἔλεγε πρὸς τοὺς
προσκεκλημένους: Ὁ Οἰκοδεσπότης μὲ ἔστειλε νὰ σᾶς καλέσω στὸ
σπίτι του γιὰ τὸ Μεγάλο Δεῖπνο. Ἐσεῖς ὅμως νὰ μὴν ἔλθετε, γιατὶ κινδυνεύετε νὰ
μολυνθῆτε ἀπὸ ὅσα θὰ φᾶτε καὶ θὰ πιεῖτε, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰοὺς ποὺ κυκλοφοροῦν
μέσα στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ. Στὴν παρόμοια μάλιστα παραβολὴ τῶν Βασιλικῶν
Γάμων, ποὺ μνημονεύσαμε, ὅπου οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ ἦσαν περισσότεροι,
κάποιοι ἀπὸ ὅσους ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του συνέλαβαν τοὺς
δούλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς ὕβρισαν καὶ τοὺς ἐφόνευσαν: «Οἱ δὲ λοιποὶ
κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν»[18]. Μήπως δὲν βλέπουμε καὶ
σήμερα νὰ ὑβρίζονται, νὰ δυσφημοῦνται, νὰ διώκονται ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς ποὺ
καλοῦν ὅλους ἀδιακρίτως, ἐμβολιασμένους καὶ ἀνεμβολίαστους, νὰ ἔλθουν καὶ νὰ
μετάσχουν ἐλεύθερα στὸ Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ;
Παρὰ τὴν πίκρα μας καὶ
τὴν στενοχώρια γιὰ ὅσους ποιμένες παρεμβάλλουν ἐμπόδια στὸν ἐλεύθερο ἑορτασμὸ
τῶν Χριστουγέννων, ἐμεῖς δὲν θὰ προσκυνήσουμε τὰ νέα εἴδωλα τῆς ψευδοῦς ὑγείας
καὶ τῆς ψευδοῦς ἐπιστήμης. Ἀκόμη καὶ ἂν ἐμποδισθοῦμε νὰ μεταβοῦμε στοὺς ναούς,
θὰ ψάλλουμε μὲ ἀγαλλίαση στὰ σπίτια μας τοὺς Χριστουγεννιάτικους ὕμνους καὶ θὰ
ἑορτάσουμε «μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς, μὴ κοσμικῶς, ἀλλ᾽
ὑπερκοσμίως», κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο[19].
[1]. Λουκᾶ 14,
16-24.
[2]. Ματθ. 22,
1-24.
[3]. Λουκᾶ 14,
15.
[4]. Ρωμ. 1,
22-26.
[5]. Κυριλλου
Αλεξανδρειασ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, PG 72,
789C.
[6]. Ευθυμιου Ζιγαβηνου, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, PG 129, 1013C.
[7]. Αὐτόθι, PG 129, 1016A.
[8]. Λουκᾶ 14,
21.
[9]. Κυριλλου
Αλεξανδρειασ, Αὐτόθι, PG 72, 792BC.
[10]. Λουκᾶ 13,
28-29.
[11]. Ματθ. 8,
11-13.
[12].
Αὐτόθι, 3, 7-10.
[13].
Βλ. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Διαθρησκειακὲς
συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ προσβολὴ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Θεσσαλονίκη
2008.
[14]. Λουκᾶ 14,
24.
[15].
Αὐτόθι, 13, 27-30.
[16].
Περὶ ὅλων αὐτῶν τῶν ἐκτροπῶν τοῦ ἐπισκοπάτου βλ. τὸ προσφάτως ἐκδοθὲν βιβλίο
μας: Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδωρου Ζηση, Ἐκκλησία
καὶ Κορωνοϊός. Προσβολὴ τῶν δογμάτων καὶ τῆς ἱερότητας τῶν ναῶν, Θεσσαλονίκη
20212, Ἐκδόσεις «Τὸ Παλίμψηστον».
[17]. Γρηγοριου
Θεολογου, Λόγος 38, Εἰς τὰ Θεοφάνεια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ
Σωτῆρος 17-18, ΕΠΕ 5, 66-68.
[18]. Ματθ. 22, 6.
[19]. Αὐτόθι 4, ΕΠΕ 5, 40.