H ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

 Υπέροχες συμβουλές για το ποιά πρέπει να είναι η θέση και η συμπεριφορά του ιερέα

H ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Να προσφέρει ελπίδα και αισιοδοξία ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης βασίζοντάς τες σε γερές και στέρεες βάσεις που προσφέρουν η ορθόδοξη πίστη και η ανυπόκριτη αγάπη. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να διαψεύσει ή να απογοητεύσει όσους τον εμπιστεύονται. Ο ιερέας δεν παραπέμπει σε ουτοπίες χριστιανικού τύπου για τη λύση των προβλημάτων, αλλά στην αποκατάσταση μιας ορθής σχέσης προς το Θεό που προϋποθέτει την αυτογνωσία και την αυτοκριτική. 

Απόστολος Β. Νικολαΐδης, Καθηγητής και Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών

 ...Τρία είναι τα βασικά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε με βάση τον τίτλο: α) ποια είναι τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας, β) πως κατανοείται η θέση του ιερέα σήμερα και γ) σε τι συνίσταται ο ρόλος του. Η απάντηση στα δύο πρώτα θα είναι σύντομη, ενώ εκτενέστερη θα είναι στο τρίτο ερώτημα που είναι και το πλέον ενδιαφέρον και χρήσιμο.

 1. Η σύγχρονη κοινωνία

 Η σύγχρονη κοινωνία είναι κατά κοινή ομολογία εκκοσμικευμένη. Έχει δηλαδή απομακρυνθεί όχι μόνο από τη θρησκευτική αλλά και τη λοιπή παράδοση, που θέλει πρόσωπα και θεσμούς να είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τις δοκιμασμένες παραδοσιακές αξίες και τους παραδοσιακούς κανόνες. Είναι μια κοινωνία χωρίς προσωπικό Θεό, χωρίς αγάπη και χωρίς ανθρωπιά. Η εμπειρία δε των τελευταίων αιώνων μας διδάσκει ότι όταν πεθαίνει ο Θεός πεθαίνει και ο άνθρωπος.

 Από τα πλέον βασικά χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνίας θα αναφέρω μόνο τέσσερα:

 - Η αποθέωση της τεχνολογίας και ιδιαίτερα της βιοτεχνολογίας, που πράγματι επιτελεί θαύματα σε σημείο μάλιστα να διεκδικεί ρόλο θρησκείας. Γενικότερα θα έλεγα ότι η σύγχρονη κοινωνία κατασκευάζει θρησκευτικά υποκατάστατα, νέα είδωλα, και καταφέρνει να ελκύει ευκολότερα τους ανθρώπους από όσο τα παραδοσιακά θρησκευτικά συστήματα.

 - Η αποθέωση της οικονομίας. Το χρήμα έχει αποσπάσει όλη την προσοχή και το ενδιαφέρον του σύγχρονου ανθρώπου. Πρόκειται για ειδωλολατρία από την οποία δεν απέχουν ούτε και αυτοί οι ίδιοι οι χριστιανοί. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του Μαρξ, ότι δεν συνάντησε στη ζωή του πιο ευσεβείς στο χρήμα από τους χριστιανούς της εποχής του. Η οικονομία κατέστη πλέον δέσποινα και ρυθμιστής όλων των θεσμών, ακόμη και της Πολιτικής, την οποία μέχρι πρότινος υπηρετούσε.

 - Η αυξανόμενη αποδυνάμωση της θρησκευτικής ομοιογένειας και η έντονη εμφάνιση του θρησκευτικού συγκρητισμού που ευνοεί τη συνύπαρξη όλων των θρησκειών, επιβάλλοντας έναν μέσο όρο θρησκευτικότητας, και ο οποίος απειλεί την ελληνορθόδοξη ταυτότητα με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι αυτό που αναφέρεται ως πανθρησκεία, αλλά η απώλεια της δικής μας ταυτότητας που παράγει συγκεκριμένο ήθος και συγκεκριμένη συμπεριφορά.

 - Η έξαρση του ατομικισμού. Μεγάλες πόλεις, αυξημένες πληθυσμιακές συσσωρεύσεις, έξαρση των θεωριών για την αξία του κοινοτικού πνεύματος αλλά πάνω από όλα είναι ο ατομικός και κοινωνικός εγωισμός. Σ’ αυτό συνεισέφερε σημαντικά και ο συνδικαλισμός με την κατάτμηση του κοινού συμφέροντος σε επιμέρους συντεχνιακά συμφέροντα. Ο ατομικισμός είναι άλλωστε η αιτία της κρίσης που διέρχονται όλοι οι θεσμοί, όπως για παράδειγμα ο γάμος, όπου οι δύο παραμένουν και μετά τη γαμική ένωση δύο, με ξεχωριστά πορτοφόλια, με διαφορετικά όνειρα, και ανταγωνιστικές σχέσεις.

 Ωστόσο υπάρχουν μερικές σταθερές που δεν αλλάζουν ούτε μεταλλάσσονται, γιατί δεν εξαρτώνται από έξωθεν παράγοντες, και σ’ αυτές μπορούμε να οικοδομήσουμε κάποια αισιοδοξία:

 α) ο άνθρωπος είναι φύσει θρησκευτικός. Και αυτό εξηγείται πολύ εύκολα. Πρώτα θεολογικά και κατόπιν εμπειρικά. Με βάση το κεφάλαιο της Δημιουργίας ο άνθρωπος είναι χώμα και θεία πνοή, αυτό που ονομάζουμε ψυχή. Έκτοτε κάθε άνθρωπος από τη σύλληψή του αποτελεί μια ενιαία και αχώριστη ψυχοσωματική ενότητα. Αν ένα από τα δύο απουσιάζει δεν έχουμε άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ψυχοσωματικός. Ως προς την εμπειρία, αρκεί η μαρτυρία του Πλούταρχου, ο οποίος βεβαιώνει ότι πουθενά στον γνωστό τότε κόσμο δεν διαπίστωσε την απουσία του ιερού και κατ’ επέκταση την απουσία της λατρείας. Αυτή η εμπειρία επιβεβαιώνεται σήμερα και κοινωνιολογικά. Όλο αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη διάψευση των προβλέψεων για εξαφάνιση του θρησκευτικού φαινομένου. Διαψεύστηκε π.χ. ο Μαρξισμός, όταν μεταξύ άλλων διαβεβαίωνε ότι αν εξαφανιστεί η κοινωνική αδικία θα εξαφανιστεί και η θρησκεία που την συντηρεί και την εξαγιάζει.

 β) το θρησκευτικό φαινόμενο μπορεί να μεταλλάσσεται αλλά δεν εξαφανίζεται. Αυτό μαρτυρείται φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, πολιτισμικά. Δεν υπάρχει κανένα εγχειρίδιο ιστορίας ή Κοινωνιολογίας ή εθνογραφίας από τα οποία να απουσιάζει η αναφορά στο εν λόγω φαινόμενο. Αυτό σημαίνει ότι η θρησκεία είναι ριζωμένη τόσο στη σκέψη όσο και στην πραγματικότητα.

 γ) οι μεταφυσικές ανάγκες του ανθρώπου είναι επίσης διαχρονικές και λόγω της θρησκευτικής του φύσης αλλά και λόγω της αδυναμίας των υπολοίπων θεσμών να απαντήσουν ικανοποιητικά στο ερώτημα για το βαθύτερο νόημα της ζωής. Αυτό από μόνο του συμβάλλει στη διατήρηση μιας καμιά φορά ασυνείδητης βαθύτερης σχέσης προς τις παραδοσιακές αξίες. Σημαντική συμβολή συνιστούν και οι κρίσεις της κοινωνίας, όπως σήμερα,

 2. Η θέση του ιερέα

 Ο ιερέας δεν είναι αιρετός, αλλά κλητός και φυσικά διορισμένος από την Εκκλησία. Διδάσκει, λειτουργεί, διοικεί και ενεργεί στο όνομα του επισκόπου, στον οποίο οφείλει και την χειροτονία του. Ταυτόχρονα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, είναι και υπάλληλος του κράτους από τον οποίο και μισθοδοτείται. Η θέση του στην κοινωνία εξαρτάται από τη σχέση Εκκλησίας και Κοινωνίας, από τη θέση και το κύρος της θεσμικής Εκκλησίας στην κοινωνία, από το βαθμό εκκοσμίκευσης της κοινωνίας, αλλά και από τον τρόπο που ο ιερέας διαχειρίζεται το χάρισμα της ιερωσύνης.

 Από τα παραπάνω συνάγονται κάποιες βασικές συνέπειες:

 -Ο ιερέας δεν ανήκει στον εαυτό του αλλά στην Εκκλησία. Είναι δηλαδή παπάς της Εκκλησίας και όχι του εαυτού του. Δεν φροντίζει ο ίδιος για τον εαυτό του και την οικογένειά του αλλά η Εκκλησία. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το κατανοήσουμε τουλάχιστον εμείς. Είναι η βάση της αισιοδοξίας στη σημερινή κρίση.

 -Ο ιερέας δεν μπορεί να αυθαιρετεί. Δεν ενεργεί «ως εξουσίαν έχων» αλλά ως διαχειριστής της εξουσίας και των χαρισμάτων που του δόθηκαν. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το χάρισμα δεν οικειοποιείται.

 -Ταυτόχρονα αισθάνεται ως ένας μεταξύ των λοιπών μελών του εκκλησιαστικού σώματος έχοντας την αίσθηση ότι αυτός υπάρχει χάριν αυτού και όχι αυτό χάριν εκείνου. Αυτό σημαίνει ότι η ιερωσύνη του δεν χρησιμοποιείται ως ευκαιρία άσκησης εξουσίας αλλά τρόπος παροχής της διακονίας. Είναι πολύ σημαντικό ο ιερέας να διαλέγεται με τους ανθρώπους, να αφουγκράζεται την αγωνία και τα προβλήματά του, να συμπάσχει και να συμπονεί. Έτσι έχει την ευκαιρία να παρέχει εξηγήσεις στις παρεξηγήσεις, προλήψεις και τις γενικευμένες κατηγορίες εναντίον της Εκκλησίας.

 -Ωστόσο πρέπει να συμπεριφέρεται ως διαφορετικός από τους άλλους. Έτσι τον θέλει όχι μόνο ο ευσεβής λαός, αλλά ακόμη και αυτή η ίδια η εκκοσμικευμένη κοινωνία. Επομένως είναι πολύ σημαντικό να είναι ο ιερέας αληθινός, αυθεντικός και γνήσιος, φορέας του ιερού και του αγίου. Έτσι μόνο διατηρεί ή αποκτά το κύρος του, και όχι μόνο από το αξίωμά του. Έτσι καταφέρνει να είναι ένα με το λαό του και ταυτόχρονα διαφορετικός.

 - Ο ιερέας οφείλει να αποδεικνύει με τη ζωή και το έργο του ότι αυτός και γενικότερα η Εκκλησία είναι απαραίτητοι και χρήσιμοι στο σύγχρονο άνθρωπο. Δεν αρκεί να σε ανέχεται κάποιος από συνήθεια ή από ανάγκη ή κατά παράδοση αλλά να σε αποζητά. Τότε μόνο η δραστικότητα στη ζωή των ανθρώπων είναι δυνατή και αποτελεσματική.

3. Το έργο του ιερέα

 Εκ των πραγμάτων οι ρόλοι του ιερέα είναι πολλαπλοί γιατί αντιστοιχούν στο πολλαπλό έργο της ενορίας και της Εκκλησίας, αλλά και στις πολλαπλές ανάγκες των ατόμων και της κοινωνίας. Ιδιαίτερα ισχύει αυτό για τους ιερείς των μεγάλων αστικών ενοριών, όπου οι ανάγκες σε σχέση με τις ανάγκες των αγροτικών είναι αυξημένες. Θα έλεγα ότι ο ιερέας είναι τα «πάντα τοῖς πᾶσι».

 Κατά μία άλλη ανάγνωση ένα είναι το έργο του και φέρει τον τίτλο του εκκλησιαστικού. Σ’ αυτό τον τίτλο χωρούν αναμφισβήτητα πολλές παράμετροι, όπως είναι το λειτουργικό, το διδακτικό και ποιμαντικό, αλλά πέραν τούτων το ψυχολογικό, το κοινωνικό ακόμη και το οικονομικό. Αυτό το πλαίσιο υπήρχε πάντοτε ως περιγραφικό του έργου της Εκκλησίας, απλώς σήμερα συνοδεύεται από νέες απαιτήσεις λόγω κυρίως της μεταλλαγής της κοινωνίας και των χώρων που αυτή επηρεάζει.

 1.1. Ο ιερέας ως ιερουργός είναι ταγμένος να προΐσταται στην κοινή λατρεία και να κηρύττει. Έτσι από τη μια πλευρά φέρει σε κοινωνία το εκκλησίασμα με τον Θεάνθρωπο Χριστό και μεταδίδει τη χάρη στο λαό, και από την άλλη γίνεται μεταφορέας του θείου λόγου. Το κήρυγμα αποτελούσε στην πρώτη Εκκλησία και την Εκκλησία των πρώτων αιώνων συστατικό στοιχείο των ιερών συνάξεων, ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας. Θα έλεγα ότι τα λοιπά που περιβάλλουν την εν λόγο λειτουργία είναι απλώς οι αφορμές για την εκφορά του θείου λόγου. Αργότερα το κήρυγμα είτε περιθωριοποιήθηκε είτε απομονώθηκε, και εννοώ τη μεταφορά του από τον ιερό ναό στις κοινές αίθουσες. Και αν με ρωτήσετε τι κήρυγμα μπορεί να κάνει κάποιος αγράμματος στο χωριό του, θα σας έλεγα ότι ο τρόπος ζωής είναι μια πολύ καθοριστική μορφή κηρύγματος.

 1.2 Ο ιερέας ως ποιμένας είναι υποχρεωμένος

 -να φροντίζει για τις πολλαπλές ανάγκες του λαού που του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία. Και δεν πρόκειται μόνο για τις καλούμενες πνευματικές ανάγκες (ικανοποίηση των θρησκευτικών αναγκών) αλλά και αυτές που ονομάζουμε υλικές. Για να είμαστε ακριβείς όλες οι ανάγκες είναι πνευματικές, αν τις βλέπουμε σε σχέση με το Θεό και την αγάπη του πλησίον. Γίνονται υλικές όταν αποκόπτονται από την κοινωνία με το Θεό και τον άλλο, και άρα είναι εγωιστικές και ατομικές. Ο ιερέας λειτουργεί λοιπόν ως οικονόμος, φροντίζοντας να μην πεινά κανείς ούτε σωματικά ούτε και ψυχικά. Ξεκουράζει τους κοπιώντες και πεφορτισμένους, δίνει ελπίδα στους απελπισμένους, διασκεδάζει τον πόνο των ασθενών, διαλύει τη μοναξιά και την κατάθλιψη, δείχνει κατανόηση στα πολλαπλά προβλήματα. Με λίγα λόγια μοιάζει με πατέρα που δεν δικαιούται να πει στο παιδί του ότι αυτό δεν το μπορώ και εκείνο δεν το γνωρίζω. Είναι κατά το δυνατόν τα πάντα τοις πάσιν. Γενικά είναι αυτός παρών ιδιαίτερα εκεί που το κράτος και η κοινωνία είναι απών. Είναι δίπλα όπως και ο Χριστός, σε όσους η κοινωνία έχει αποκλείσει και περιθωριοποιήσει για να απαλύνει τον πόνο και την αγωνία.

 - να προστατεύει το ποίμνιο από τους βαρείς λύκους από έξω και τις πονηρές αλεπούδες από μέσα. Με την ευκαιρία πρέπει να υπογραμμίσω ότι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί της Εκκλησίας δεν είναι αυτοί που την μάχονται έξωθεν, αλλά εκείνοι που τη ροκανίζουν έσωθεν. Αυτή βέβαια η προστασία δεν παρέχεται με την βίαιη εκδίωξη ή προσωπική απαξίωση των αντιπάλων, αλλά με τη σταθερή προσπάθεια δημιουργίας ισχυρής και ακλόνητης ταυτότητας του ποιμνίου του. Αν οι διάφορες αιρέσεις ή αλλόθρησκες θρησκευτικές δοξασίες έχουν πέραση σε λίγους ή πολλούς ορθόδοξους σήμερα αυτό δεν οφείλεται στη δεινή προσηλυτιστική ικανότητα των άλλων αλλά είτε στην έλλειψη ταυτότητας, καθώς ανέφερα, είτε στην ανύπαρκτη ή λειψή φροντίδα και αγάπη των ιερέων. Θυμίζω ότι αληθινός χριστιανός και άρα πειστικός δεν είναι αυτός που γνωρίζει άριστα τα δόγματα ή έχει γραμμένη με χρυσά γράμματα την ιδιότητά του σε ταυτότητες και περγαμηνές, αλλά αυτός που διαθέτει και κοινωνεί τη χριστιανική αγάπη. Αυτό είναι και το μόνο και ασφαλέστερο επιχείρημα και όπλο κατά της ετεροδοξίας και αλλοδοξίας, μαζί βέβαια με την καλλιέργεια της ορθόδοξης πνευματικότητας, που νοείται ως ένας ιδιαίτερος τρόπος βίωσης της θρησκευτικότητας όπου συνδυάζεται το μυστήριο με τη γνησιότητα των αισθημάτων.

 -να καθοδηγεί θεάρεστα το ποίμνιό του έχοντας κατά νουν ότι οι πιστοί είναι λογικά πρόβατα, εικόνες του Θεού με αξιοπρέπεια και μεγαλοσύνη. Η καθοδήγηση είναι τέχνη και απαιτεί ιδιαίτερη πληροφόρηση, αρκετή κούραση και προπαντός Χάρη. Χωρίς αυτή καμιά σπουδαία μόρφωση με πτυχία και διδακτορικά δεν είναι ικανή να πετύχει. Αυτά είναι καλά όταν συνοδεύονται από τη Χάρη, χωρίς αυτή δεν είναι μόνο άχρηστα αλλά και επικίνδυνα. Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε ότι σήμερα πολλοί από τους πιστούς γνωρίζουν περισσότερα από τον ιερέα. Αυτή η Χάρη έρχεται με τη μαθητεία και την προσευχή. Μέσα από αυτά διοχετεύονται οι καρποί του Πνεύματος, μεταξύ αυτών και η σοφία της καθοδήγησης. Πρέπει όμως να διευκρινίσουμε ότι η επίκληση της Χάρης δεν αρκεί αν αρνούμαστε την κατά κόσμον πληροφόρηση, δηλαδή τη θεολογική και ποιμαντική κατάρτιση. Γιατί κάθε έργο στην Εκκλησία είναι καρπός της συνέργειας των ανθρώπων και της Χάρης.

 - Βασική προϋπόθεση για μια θεάρεστη και αποτελεσματική καθοδήγηση είναι ο σεβασμός της ανθρώπινης ελευθερίας. Τίποτε δεν γίνεται καταναγκαστικά και με απαγορεύσεις. Αυτά είναι μεν οικεία στο νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, ξένα όμως στο ορθόδοξο χριστιανικό ήθος και το νόμο της Χάριτος. Ιδιαίτερα σήμερα που τα άτομα δέχονται πανταχόθεν απειλές και εκβιασμούς. Η καθοδήγηση με απαγορεύσεις αντικειμενοποιεί τον άνθρωπο και τον καθιστά υποχείριο σκοπιμοτήτων, ιδιαίτερα αυτής της φιλαρχίας, και εργαλείο εκμετάλλευσης της θρησκευτικότητάς του. Αυτά που χαρακτηρίζουμε ως απαγορευμένα με σκοπό να προστατεύσουμε δήθεν το κύρος και την ιερότητά τους ή να προστατεύσουμε την ακεραιότητα των ανθρώπων μπορούμε να τα περάσουμε μέσα από την ελεύθερη συγκατάθεση τους. Σε κάθε περίπτωση η επιτυχία της ποιμαντικής φροντίδας δεν εξαρτάται από το βαθμό πειθούς και θεαματικής αλλαγής των ανθρώπων, αλλά από την αγαθή προαίρεση και την αίσθηση ότι άλλος είναι ο θεριστής. Αυτό μας «απαγορεύει» την φαρισαϊκή επιμέτρηση των έργων μας, οι δε συνέπειες μας είναι γνωστές.

 Βασικό υπόδειγμα θεάρεστης διαχείρισης της ανθρώπινης ελευθερίας είναι ο πατέρας στην παραβολή του ασώτου. Όπου υπάρχει αγάπη και ελευθερία εκεί υπάρχει πνευματική προκοπή, ενώ όπου κυριαρχεί ο νόμος και η σκοπιμότητα εκεί υπάρχει πνευματική μιζέρια και πλούσια κατά κατάκριση. Δείτε το παράδειγμα του φαρισαίου στη γνωστή παραβολή. Νόμιμος και ενάρετος μεν, εωσφορικός και ανάλγητος δε. Έναν τέτοιο ιερέα θα ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να διαθέτει η Εκκλησία.

 -Να προσφέρει ελπίδα και αισιοδοξία ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης βασίζοντάς τες σε γερές και στέρεες βάσεις που προσφέρουν η ορθόδοξη πίστη και η ανυπόκριτη αγάπη. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να διαψεύσει ή να απογοητεύσει όσους τον εμπιστεύονται. Ο ιερέας δεν παραπέμπει σε ουτοπίες χριστιανικού τύπου για τη λύση των προβλημάτων, αλλά στην αποκατάσταση μιας ορθής σχέσης προς το Θεό που προϋποθέτει την αυτογνωσία και την αυτοκριτική. Ο ιερέας πρέπει να δείξει ότι εκπροσωπεί έναν ζωντανό Θεό αγωνιζόμενος ταυτόχρονα να ξανα-αναστήσει το Χριστό στις καρδιές των ανθρώπων, σήμερα που ο Θεός για πολλούς ακόμη και οπαδούς του, μοιάζει να είναι νεκρός.

 Επίλογος

 Ο ιερέας είναι φορέας και οικονόμος της εκκλησιαστικής ζωής. Είναι αυτός που υλοποιεί το έργο της Εκκλησίας επί της γης που δεν είναι άλλο από το να διδάσκει την αλήθεια του Χριστού και να θεραπεύει τα τραύματα των ανθρώπων.