Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος γιά τή συνάντηση τοῦ Κυρίου μέ τή Σαμαρείτιδα.
«Ὡς οὖν
ἔγνω ὁ Κύριος ὅτι ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι ὅτι Ἰησοῦς πλείονας μαθητὰς ποιεῖ καὶ
βαπτίζει ἢ Ἰωάννης -καίτοιγε Ἰησοῦς αὐτὸς οὐκ ἐβάπτιζεν, ἀλλ᾿ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ-
ἀφῆκε τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν (:όταν λοιπόν έμαθε ο Κύριος
ότι οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι ο Ιησούς προσελκύει και βαπτίζει περισσότερους
μαθητές παρά ο Ιωάννης –αν και ο ίδιος ο Ιησούς δεν βάπτιζε, αλλά βάπτιζαν οι
μαθητές Tου– για να μην ερεθίζει τον φθόνο των εχθρών Tου άφησε την Ιουδαία και
αναχώρησε πάλι για τη Γαλιλαία, όπου δεν υπήρχαν πολλοί αντίζηλοί Tου)» [Ιω. 4,1-3].
«Γιατί
λοιπόν αναχωρεί από την Ιουδαία;», θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Όχι από
δειλία φυσικά, αλλά για να σταματήσει τη ζηλοτυπία των Ιουδαίων και να ανακόψει
τον φθόνο τους. Είχε βέβαια τη δυνατότητα να τους αντιμετωπίσει εάν Του έκαναν
επίθεση, αλλά δεν θέλει να το πράττει αυτό συχνά, για να μην κινούνται
αμφιβολίες για την πραγματικότητα της κατά σάρκα γεννήσεως του Υιού του Θεού·
διότι, εάν κάθε φορά που Τον συλλάμβαναν, διέφευγε, ασφαλώς πολλοί θα
σχημάτιζαν σχετικές υποψίες.
Για τον
λόγο αυτό, τις περισσότερες πράξεις Του τις έκανε σαν να ήταν ένας απλός
άνθρωπος. Διότι όπως ήθελε να πιστέψουν στη θεϊκή Του υπόσταση, έτσι ήθελε να
πιστέψουν επίσης ότι, αν και Θεός, έφερε σάρκα ανθρώπινη. Γι' αυτό και ύστερα
από την Ανάσταση έλεγε προς τους μαθητές· «ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα
καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα (:δείτε τα χέρια μου και τα πόδια
μου ότι έχουν τα σημάδια των καρφιών, και βεβαιωθείτε ότι είμαι εγώ ο ίδιος ο
Διδάσκαλός σας που σταυρώθηκε. Ψηλαφήστε με με τα χέρια σας και βεβαιωθείτε ότι
δεν είμαι άσαρκο πνεύμα· διότι η ψυχή και το φάντασμα ενός νεκρού δεν έχει σώμα
και οστά, όπως βλέπετε και πείθεσθε ότι έχω εγώ)» [Λουκ.24,39]. Επίσης για τον
ίδιο λόγο επιτίμησε τον Πέτρο όταν Του είπε «ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι
τοῦτο (:ο Θεός να σε φυλάξει, Κύριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου
συμβούν. Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά και να θανατώσουν Εσένα τον Μεσσία)» [Ματθ.16,22].
Τόση σπουδαιότητα απέδιδε ο Κύριος στο θέμα αυτό, στο να πιστευτεί δηλαδή ότι
έφερε και την ανθρώπινη σάρκα.
Άλλωστε
και μεταξύ των δογμάτων της Εκκλησίας δεν είναι μικρό το θέμα αυτό, ούτε για τη
σωτηρία μας αποτελεί κάτι το ασήμαντο το κεφάλαιο αυτό, δια του οποίου έχουν
γίνει και έχουν επιτευχθεί τα πάντα· διότι έτσι, και ο θάνατος καταλύθηκε και η
αμαρτία συγχωρήθηκε και η κατάρα εξαφανίστηκε και άπειρα αγαθά εισήλθαν στη ζωή
μας. Για τον λόγο αυτό ήθελε παρά πολύ να πιστέψουν οι άνθρωποι στην αλήθεια
ότι η κατά σάρκα Γέννησή Του υπήρξε η ρίζα και η πηγή των αναρίθμητων αγαθών.
Και ενώ φρόντιζε για την απόδειξη της ανθρώπινης Του φύσης, δεν άφηνε παράλληλα
ούτε τη θεία να συσκιάζεται.
Αφού
αναχώρησε λοιπόν από την Ιουδαία, έρχεται πάλι στα ίδια έργα που έκανε και
προηγουμένως. Διότι δεν πήγαινε χωρίς αιτία στη Γαλιλαία, αλλά θέλοντας να
κάνει σπουδαία πράγματα στους Σαμαρείτες και για να τα επιτύχει, όχι μόνο τα
σχεδίαζε αυτά, αλλά ενεργούσε με τη σοφία που Τον διέκρινε, ώστε να μην αφήσει
στους Ιουδαίους καμία πρόφαση αναίσχυντης δικαιολογίας.
Αυτό
λοιπόν υπαινισσόμενος και ο Ευαγγελιστής έλεγε: «Ἒδει δὲ αὐτὸν διέρχεσθαι διὰ τῆς
Σαμαρείας(:και επειδή λόγω της εποχής προτίμησε τον συντομότερο δρόμο, έπρεπε
να περάσει μέσα από τη Σαμάρεια)», διότι ήθελε να δείξει ότι αυτό το έκανε ο
Ιησούς ως κάτι το πάρεργο κατά τη διάρκεια της πορείας Του προς τη Γαλιλαία. Το
ίδιο έκαναν και ο Απόστολοι. Όπως δηλαδή εκείνοι, όταν τους καταδίωκαν οι
Ιουδαίοι, τότε στρέφονταν και κήρυτταν προς τους ειδωλολάτρες, κατά όμοιο τρόπο
και ο Χριστός, όταν Τον εκδίωξαν, τότε πλησίαζε και εκείνους, όπως έκανε και με
τη Συροφοινίκισσα γυναίκα[:τη Χαναναία δηλαδή εκείνη γυναίκα, της οποίας τη
θυγατέρα θεράπευσε από δαιμόνιο][βλ. Μαρκ.7,24-30]. Αυτό λοιπόν έγινε για να
αφαιρέσει κάθε δικαιολογία από τους Ιουδαίους και να μην μπορούν να λένε ότι
τους εγκατέλειψε και πήγε προς τους ειδωλολάτρες.
Για τον
λόγο αυτό και οι μαθητές απολογούνταν και έλεγαν: «ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον
λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς
τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη(:αλλά ο Παύλος και ο Βαρνάβας
τους μίλησαν με αφοβία και θάρρος και τους είπαν: ‘’Σύμφωνα με το σχέδιο του
Θεού, ο οποίος κάλεσε στη σωτηρία τον Ισραήλ πριν απ’ όλους τους άλλους λαούς,
ήταν αναγκαίο και επιβεβλημένο να κηρυχτεί ο λόγος του Θεού πρώτα σε σας τους
Ιουδαίους. Αφού όμως τον αποδιώχνετε και δεν τον δέχεστε, και αφού εσείς οι
ίδιοι βγάζετε για τους εαυτούς σας την απόφαση ότι δεν είστε άξιοι της αιώνιας
ζωής, ιδού, στρεφόμαστε στους εθνικούς’’)»[Πράξ.13,46].
Και ο
ίδιος ο Ιησούς λέγει πάλι: «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου
Ἰσραήλ(:δεν με απέστειλε ο Πατέρας μου παρά για τα χαμένα πρόβατα του
ισραηλιτικού γένους)»[Ματθ.15,24]. Και πάλι: «οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν
τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις(:δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των
παιδιών και να το ρίξει στα σκυλάκια)»[Ματθ.15,26].Όταν όμως έδιωξαν τον Ιησού,
άνοιξαν θύρα στους εθνικούς[:έδωσαν δηλαδή τις προϋποθέσεις για να στραφεί ο
Ιησούς προς τους ειδωλολάτρες και να Τους φωτίσει με τη διδασκαλία Του].
Αλλά
και κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν έρχεται με κύριο προορισμό Του ο Ιησούς
εκείνους, αλλά καθώς διερχόταν από εκεί. Διερχόμενος λοιπόν «ἔρχεται οὖν εἰς
πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ
υἱῷ αὐτοῦ(:έρχεται λοιπόν σε κάποια πόλη της Σαμάρειας που λεγόταν Συχάρ, η
οποία ήταν κοντά στην περιοχή που είχε δώσει ο Ιακώβ στο γιο του τον Ιωσήφ.
Υπήρχε μάλιστα εκεί κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν,
όπως ήταν κουρασμένος από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν
περίπου έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το
μεσημέρι)»[Ιω.4,5-6].
Γιατί
όμως ο Ευαγγελιστής δίνει τόσες λεπτομέρειες για τον τόπο; Για να μην
παραξενευτείς όταν θα ακούσεις τη γυναίκα να λέγει: «μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς
ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ
καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;(:μήπως εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από
τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν
ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά
του και τα ζώα του που έτρεφε και έβοσκε;)»[Ιω.4,12]. Διότι ο τόπος αυτός ήταν
εκείνος στον οποίο διέπραξαν τον φοβερό εκείνον φόνο, εκδικούμενοι για την
αρπαγή της αδερφής τους της Δείνας, ο Λευί και ο Συμεών[:Η Δείνα ήταν θυγατέρα
του πατριάρχου Ιακώβ από τη γυναίκα του τη Λεία. Αυτήν την αγάπησε και την
άρπαξε ο Συχέμ, γιος του Εμμώρ, άρχοντας των Συκίμων, αλλά οι αδελφοί της
Συμεών και Λευί φόνευσαν πατέρα και γιο και πήραν πίσω την Δείνα(Γεν.30,21)].
Αξίζει
όμως να εξηγήσουμε από πού προήλθαν οι Σαμαρείτες· διότι όλη η περιφέρεια
ονομάζεται Σαμάρεια. Από πού λοιπόν πήρε το όνομα αυτό; Σομόρ λεγόταν το όρος
από τον κατακτητή της χώρας αυτής, όπως λέγει και ο Ησαΐας : «καὶ ἡ κεφαλὴ Ἐφραὶμ
Σομόρων(:επί του παρόντος, πρωτεύουσα του βασιλείου του Ισραήλ θα είναι η
Σαμάρεια)»[Ησ.7,9]. Οι κάτοικοι όμως δεν ονομάζονταν Σαμαρείτες, αλλά
Ισραηλίτες.
Με την
πάροδο του χρόνου όμως ήλθαν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Και όταν έγινε
βασιλιάς ο Φακεέ[:βασιλιάς του Ισραήλ που αντιστάθηκε στην επέκταση των
Ασσυρίων και οργάνωσε συμμαχία βασιλέων εναντίον τους, όμως η προσπάθεια αυτή
απέτυχε], έκανε επίθεση εναντίον του ο Θεγλαθφαλλασάρ[:βασιλιάς της Ασσυρίας
που επέδραμε το 733π.Χ. ενάντια στο Βασίλειο του Ισραήλ και οδήγησε πολλούς
Ισραηλίτες αιχμάλωτους στην Ασσυρία] και κυρίευσε πολλές πόλεις και επιτέθηκε
εναντίον του Ηλά και αφού τον φόνευσε, έδωσε τη βασιλεία στον Ωσηέ[:ο
τελευταίος βασιλιάς του βορείου βασιλείου, γιος του Ηλά· στηρίχθηκε στην εύνοια
του Θεγλαθφαλλασάρ, στον οποίο ήταν φόρου υποτελής· στην προσπάθειά του όμως να
συνασπισθεί με τους Αιγυπτίους κατά των Ασσυρίων συνελήφθη από τον Σαλαμανάσαρ
τον Ε]. Εναντίον του στράφηκε ο Σαλαμανασάρ [:διάδοχος του Θεγλαθφαλλασάρ,
πολιόρκησε τη Σαμάρεια για τρία χρόνια, και τελικά την κυρίευσε ο διάδοχός του
ο Σενναχηρίμ το 722π. Χ.] , ο οποίος και κυρίευσε άλλες πόλεις και τις
κατέστησε φόρου υποτελείς[πρβλ. Δ΄Βασ. 17,1 κ. ε.].
Ο Ωσηέ
όμως υποτάχτηκε μεν στην αρχή, αλλά αργότερα αποστάτησε και στράφηκε προς τη
συμμαχία των Αιθιόπων. Το αντιλήφθηκε αυτό ο βασιλιάς της Ασσυρίας και
εκστράτευσε εναντίον του και αφού τους κυρίευσε, δεν τους άφησε πλέον να
κατοικούν στο χώρο εκείνο ως ξεχωριστό έθνος, επειδή είχε υποψίες για παρόμοιες
μελλοντικές αποστασίες, αλλά τους μετέφερε στη Βαβυλώνα και την Μηδία και από
εκεί συγκέντρωσε διάφορους λαούς και τους εγκατέστησε στη Σαμάρεια,ώστε να
είναι ασφαλής η κυριαρχία του στο εξής, εφόσον θα κατείχαν τον τόπο οι δικοί
του.
Όταν
συνέβησαν αυτά, επειδή ήθελε ο Θεός να δείξει τη δύναμή Του και ότι δεν άφησε
χωρίς βοήθεια τους Ιουδαίους από αδυναμία, αλλά εξαιτίας των αμαρτιών αυτών που
είχαν αρπαχτεί αιχμάλωτοι από τους Ασσυρίους, έστειλε εναντίον των βαρβάρων
λέοντες οι οποίοι λυμαίνονταν όλη την περιοχή. Αναγγέλθηκαν αυτά στον βασιλέα
της Ασσυρίας και απέστειλε έναν ιερέα για να παραδώσει σε αυτούς τους νόμους
του Θεού. Αλλά ούτε και τότε άφησαν εξ ολοκλήρου την ασέβεια, αλλά κατά το
ήμισυ. Κατά το πέρασμα όμως του χρόνου, άφησαν τα είδωλα και λάτρευαν τον
αληθινό Θεό.
Έτσι
είχαν λοιπόν τα πράγματα, όταν επανήλθαν οι Ιουδαίοι[:από την αιχμαλωσία της
Βαβυλώνος]και αποστρέφονταν αυτούς, συμπεριφερόμενοι προς αυτούς με υπεροψία,
διότι τους θεωρούσαν αλλόφυλους και εχθρούς και από το όρος τούς ονόμαζαν
Σαμαρείτες. Για τους Ιουδαίους δεν υπήρξε μικρή η διαμάχη προς τους Σαμαρείτες
στα επόμενα χρόνια· διότι οι Σαμαρείτες δεν παραδέχονταν όλα τα βιβλία της
Παλαιάς Διαθήκης, παρά μόνο του Μωυσή, ενώ δεν απέδιδαν μεγάλη σημασία στα
βιβλία των προφητών. Βρίσκονταν λοιπόν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, διότι οι
Σαμαρείτες προσπαθούσαν να αποδείξουν την ιουδαϊκή τους καταγωγή και
υπερηφανεύονταν για τον Αβραάμ και τον θεωρούσαν πρόγονό τους, επειδή ήταν από
τη Χαλδαία. Επίσης και τον Ιακώβ τον ονόμαζαν πατέρα τους, επειδή και αυτός
ήταν απόγονος του Αβραάμ. Οι Ιουδαίοι όμως μαζί με τους άλλους λαούς
απεχθάνονταν και τους Σαμαρείτες.
Επομένως,
για τους ίδιους λόγους περιέπαιζαν και τον Χριστό και Του έλεγαν : «οὐ καλῶς
λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις;(:αφού τόσο περιφρονητικά
εκφράζεσαι για τους Ισραηλίτες, καλά δεν λέμε εμείς ότι είσαι Σαμαρείτης και
ότι έχεις δαιμόνιο, από το οποίο εμπνέεσαι την τρελή αυτή ιδέα που έχεις για
τον εαυτό σου;)»[Ιω.8,48]. Και στην παραβολή εκείνη του ανθρώπου, ο οποίος
πήγαινε από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ και έπεσε σε ληστές, για τον ίδιο
λόγο ο Χριστός παρουσιάζει τον Σαμαρείτη να του προσφέρει βοήθεια και να του
δείχνει ευσπλαχνία[βλ.Λουκά,10,33-37],ο οποίος Σαμαρείτης εθεωρείτο ασήμαντος,
ευκαταφρόνητος και βδελυκτός από τους Ιουδαίους.
Και στη
θεραπεία των δέκα λεπρών επίσης, ο Ιησούς ονόμασε «ἀλλογενὴ» τον ένα λεπρό που
επέστρεψε να Τον ευχαριστήσει για την ίασή του, για την ίδια αιτία(ήταν βέβαια
Σαμαρείτης)[βλ. Λουκ. 17,15-18: «εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ
φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν
αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;
οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς
οὗτος; καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε(:ένας απ’
αυτούς, μόλις είδε ότι θεραπεύθηκε, επέστρεψε και με δυνατή φωνή εκφράζοντας τη
χαρά και την ευγνωμοσύνη του δόξαζε τον Θεό που τον θεράπευσε διαμέσου του
Ιησού. Έπεσε τότε με το πρόσωπο κάτω στη γη κοντά στα πόδια του Ιησού και τον
ευχαριστούσε.Και αυτός ήταν Σαμαρείτης, δηλαδή σχισματικός και λιγότερο
φωτισμένος από τους Ιουδαίους. Συνεπώς κανείς δεν θα περίμενε να δείξει αυτός
μια τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν έδειξαν οι άλλοι εννέα, που ήταν Ισραηλίτες.
Τότε ο Ιησούς είπε: ‘’Δεν καθαρίστηκαν από τη λέπρα και οι δέκα; Οι άλλοι εννέα
πού είναι; Δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω και να δοξάσουν τον Θεό, παρά μόνο ο
ξένος αυτός, που δεν ανήκει στο γνήσιο ιουδαϊκό γένος; Και σε αυτόν είπε:
‘’Σήκω και πήγαινε. Η πίστη σου σε έσωσε. Δεν θεράπευσε μόνο το σώμα σου, αλλά
αποτελεί και καλή αρχή που θα σε οδηγήσει και στην πνευματική σου
σωτηρία’’)»].Αλλά και ο ίδιος ο Ιησούς με το ίδιο πνεύμα ομιλεί στους μαθητές
Του και λέγει: «εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε(:Μην
πάτε σε δρόμο που θα σας οδηγήσει σε χώρα που κατοικούν ειδωλολάτρες, και μη
μπείτε σε πόλη που ανήκει σε Σαμαρείτες)»[Ματθ.10,5].
Και δεν
μας υπενθύμισε ο Ευαγγελιστής τον τόπο του Ιακώβ, μόνο για την πλοκή της
διηγήσεως, αλλά για να δείξει επίσης ότι από παλαιά είχαν εκβληθεί από εκεί οι
Ιουδαίοι· διότι από την εποχή των προγόνων τους, τούς τόπους τους τούς είχαν
εκείνοι αντί γι’ αυτούς. Πραγματικά εκείνα που κατείχαν οι πρόγονοί τους, χωρίς
να είναι δικά τους, τα έχασαν αυτοί, αν και ήσαν δικά τους. Έτσι βλέπουμε ότι
καμία ωφέλεια δεν προέρχεται από τους αγαθούς προγόνους, εάν δεν είναι αγαθοί
και οι απόγονοί τους. Διότι οι βάρβαροι μόνο όταν δοκίμασαν την αγριότητα των
λεόντων, επανήλθαν αμέσως στην ιουδαϊκή ευσέβεια· εκείνοι όμως, αν και υπέφεραν
τόσες τιμωρίες, δεν σωφρονίστηκαν ούτε με αυτόν τον τρόπο.
Έφθασε
λοιπόν ο Χριστός πεζοπορώντας στο πηγάδι του Ιακώβ στη Σαμάρεια, αποφεύγοντας
πάντοτε τον μαλθακό και χαλαρό τρόπο ζωής και χρησιμοποιώντας παραδειγματικά
τον αντίστοιχο κοπιαστικό και πλήρη εμποδίων· διότι δεν είχε χρησιμοποιήσει
υποζύγια, αλλά περιπατεί τόσο πολύ, ώστε να κουραστεί από την οδοιπορία. Και
τούτο διδάσκει παντού, δηλαδή να εργάζεται ο καθένας για τον εαυτό του, να μη
ζητεί τα περιττά και να μην έχει ανάγκη από πολλά. Διότι θέλει να είμαστε ξένοι
προς τα περιττά τόσο, ώστε να περικόπτουμε και πολλά από τα αναγκαία. Για τον
λόγο αυτό έλεγε: «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ(:οι
αλεπούδες έχουν τρύπες που τις χρησιμοποιούν ως φωλιές, και τα πουλιά του
ουρανού έχουν μέρη για να κουρνιάζουν, ενώ ο Υιός του ανθρώπου (δηλαδή εγώ που
γεννήθηκα από την Παρθένο και είμαι ο κατεξοχήν άνθρωπος γνωστός από τις
υποσχέσεις του Θεού στον Αδάμ, και ως Μεσσίας πρόκειται να έλθω πάλι Κριτής
ένδοξος πάνω στις νεφέλες του ουρανού) δεν έχει ούτε πού να ακουμπήσει το
κεφάλι Του. Μην περιμένεις λοιπόν κι εσύ να έχεις σωματικές ανέσεις και
αναπαύσεις, αλλά πάρε τις αποφάσεις σου γνωρίζοντας από πριν ότι η ζωή των
ακολούθων μου είναι γεμάτη από στερήσεις και θυσίες, όπως η δική
μου)»[Ματθ.8,20].Για τον λόγο αυτόν παραμένει ως επί το πλείστον στα όρη και
τις ερήμους, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τη νύκτα.
Από όσα
γράφονται εδώ πληροφορούμαστε και την αντοχή του Ιησού στις οδοιπορίες και την
αδιαφορία Του για τις τροφές και ότι τις θεωρούσε δευτερεύουσας σημασίας. Και
οι μαθητές λοιπόν διδάχτηκαν να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο. Πραγματικά
δεν έπαιρναν εφόδια μαζί τους. Και το φανερώνει αυτό και άλλος Ευαγγελιστής, ο
οποίος λέγει ότι όταν ο Ιησούς τούς έκανε λόγο για τη ζύμη των Φαρισαίων,
εκείνοι σκέπτονταν ότι δεν είχαν μαζί τους άρτους[Ματθ.16,5-12]· επίσης και
όταν μας παρουσιάζει ο Ευαγγελιστής πεινασμένους τους μαθητές να μαδούν τα
στάχυα και να τρώνε[βλ. Ματθ.12,1: «Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς
σάββασι διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν
στάχυας καὶ ἐσθίειν(:εκείνο τον καιρό βάδιζε ο Ιησούς την ημέρα του Σαββάτου
μέσα από σπαρμένα χωράφια· και οι μαθητές Του πείνασαν και άρχισαν να μαδούν
στάχυα και να τρώνε)»· πρβλ. Μάρκ. 2,23 και Λουκά 6,18] και όταν λέγει ότι ο
Ιησούς από την πείνα πήγε προς τη συκιά, τίποτε άλλο δεν κάνει, παρά αυτό με
όλα αυτά μας διδάσκει να περιφρονούμε την κοιλία και να μη θεωρούμε σπουδαία τη
λειτουργία της.
Το ίδιο
διεκήρυσσε και ο Δαυίδ και έλεγε: «ἐκ χειμάῤῥου ἐν ὁδῷ πίεται(:ο Μεσσίας
αγωνιζόμενος υπέρ του λαού Του θα πιει με απλότητα νερό από τον χείμαρρο στο
δρόμο)»[Ψαλμ.109,7], για να καταδείξει την αυστηρότητα και τη λιτότητα της ζωής
Του. Αυτό υποδεικνύει και εδώ ο ευαγγελιστής Ιωάννης: «ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ
τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς
Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι(:υπήρχε μάλιστα εκεί και ένα
πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος από την
πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την ανατολή του
ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι. Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από τη
Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό. Ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά
διψούσε, της είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’. Και ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι
οι μαθητές Του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην
πόλη να αγοράσουν τρόφιμα)» [Ιω.4,6-8].
Κοίταξε
λοιπόν αυτούς ότι και στην προκειμένη περίπτωση ούτε φέρουν τίποτε μαζί τους,
ούτε πάλι από το πρωί αμέσως φροντίζουν γι' αυτό , επειδή δεν έχουν τροφές,
αλλά κατά την ώρα κατά την οποία όλοι οι άνθρωποι γευματίζουν, αγοράζουν τρόφιμα.
Εμείς όμως δεν κάνουμε το ίδιο. Αντίθετα, αμέσως μόλις θα σηκωθούμε από το
κρεβάτι, πριν από τα άλλα, γι’ αυτά φροντίζουμε, φωνάζουμε τους μαγείρους και
τους υπηρέτες και με μεγάλο ενδιαφέρον ασχολούμαστε με αυτά και ύστερα
δευτερευόντως προσέχουμε τα άλλα και μάλιστα έτσι που προτάσσουμε τα βιοτικά
από τα πνευματικά και όσα έπρεπε να έχουμε δευτερεύοντα αυτά τα τιμάμε ως
αναγκαία. Γι' αυτό και γίνονται τα πάντα άνω κάτω. Έπρεπε όμως να συμβαίνει το
αντίθετο, δηλαδή αφού ασχοληθούμε ιδιαιτέρως με όλα τα πνευματικά θέματα,
ύστερα από την εκπλήρωση αυτών, να ενδιαφερθούμε και για τα βιοτικά.
Επίσης,
εδώ πρέπει να παρατηρηθεί όχι μόνο ο επίπονος τρόπος της ζωής του Κυρίου, αλλά
και η έλλειψη κάθε μορφής υπερηφάνειας, από το γεγονός ότι όχι μόνο κοπίασε και
κάθισε στον δρόμο, αλλά και από το ότι απέμεινε τελείως μόνος και οι μαθητές
Του απήλθαν. Βέβαια υπήρχε η δυνατότητα, εάν ήθελε, ή να μην τους αποστείλει
όλους, ή αφού έφυγαν εκείνοι, να έχει άλλους υπηρέτες. Όμως δεν το θέλησε αυτό·
διότι έτσι είχε συνηθίσει τους μαθητές Του, να καταπνίγουν κάθε είδος εγωισμού.
Και τι το σπουδαίο, ίσως πει κάποιος, εάν φέρονταν με μετριοφροσύνη αυτοί που
ήσαν αλιείς και σκηνοποιοί; Ήσαν βέβαια αλιείς και σκηνοποιοί, αλλά απότομα
ανέβηκαν σε αυτήν την κορυφή του ουρανού και έγιναν λαμπρότεροι από όλους τους
βασιλείς, εφόσον αξιώθηκαν να γίνουν μαθητές και οικείοι του Κυρίου της
οικουμένης και να γίνουν ακόλουθοι του Διδασκάλου, ο οποίος θαυμαζόταν από
όλους. Εξάλλου, γνωρίζετε καλά ότι όσοι προέρχονται από κατώτερη τάξη, αυτοί
προπάντων όταν αποκτήσουν αξιώματα, παρασύρονται ευκολότερα προς την υπεροψία,
επειδή προηγουμένως στερούνταν τόσης μεγάλης τιμής. Τους συγκρατούσε λοιπόν
στην ταπεινοφροσύνη αυτή και τους δίδασκε με όλες τις πράξεις Του να είναι
συνεσταλμένοι και σε καμία περίπτωση να μη χρειάζονται υπηρέτες.
«Ὁ οὖν Ἰησοῦς
κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ(:υπήρχε μάλιστα εκεί
κι ένα πηγάδι που είχε ανοίξει ο Ιακώβ. Ο Ιησούς λοιπόν, όπως ήταν κουρασμένος
από την πεζοπορία, καθόταν κοντά στο πηγάδι. Η ώρα ήταν περίπου έξι από την
ανατολή του ηλίου, δηλαδή δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,6],λέγει ο Ευαγγελιστής.
Βλέπεις ότι κάθισε από την κούραση, από τη ζέστη και για να περιμένει τους
μαθητές Του; Γνώριζε βέβαια τι θα συνέβαινε με τους Σαμαρείτες, αλλά δεν ήλθε
γι' αυτήν κυρίως την αιτία. Και μολονότι δεν είχε έλθει για την αιτία αυτή, δεν
ήταν λόγος να εκδιώξει από κοντά Του τη γυναίκα που ήλθε στο πηγάδι, η οποία
έδειχνε τόση φιλομάθεια· διότι οι μεν Ιουδαίοι, και όταν ερχόταν κοντά τους ο
Ιησούς, Τον εκδίωκαν, ενώ οι εθνικοί, και όταν κατευθυνόταν προς άλλους, Τον
προσέλκυαν κοντά τους. Και οι μεν Ιουδαίοι Τον φθονούσαν, οι δε εθνικοί Τον
πίστευαν. Οι μεν πρώτοι Τον μισούσαν, οι δεύτεροι όμως Τον θαύμαζαν και Τον
λάτρευαν.
Τι
λοιπόν; Μήπως έπρεπε να καταφρονήσει τη σωτηρία τόσων ανθρώπων και να
εγκαταλείψει την τόσο μεγάλη προθυμία τους; Αυτό όμως δεν ταίριαζε στη
φιλανθρωπία του Ιησού. Για τον λόγο αυτό και τακτοποιεί τα πάντα με τη σοφία
που Τον διέκρινε. Καθόταν λοιπόν για να αναπαύσει και να ξεκουράσει το σώμα Του
κοντά στο πηγάδι. Ήταν μεσημέρι, πράγμα που δήλωσε και ο Ευαγγελιστής, όταν
είπε «ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη (:η ώρα ήταν έξι από την ανατολή του ηλίου, δηλαδή
δώδεκα το μεσημέρι)»[Ιω.4,6]· «ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ(:κάθισε έτσι κοντά
στην πηγή)». Τι σημαίνει η λέξη «οὕτως»; Δεν καθόταν, λέγει, σε θρόνο, ούτε σε
προσκέφαλο, αλλά απλώς επάνω στο έδαφος όπως έτυχε.
«Ἔρχεται
γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ(:Έρχεται τότε μία γυναίκα που καταγόταν από
τη Σαμάρεια, να βγάλει από το πηγάδι νερό)»[Ιω. 4,7].Πρόσεξε ότι και η γυναίκα
για άλλο σκοπό βγήκε από την πόλη και αποστομώνει με αυτό την αναίσχυντη
αντιλογία των Ιουδαίων, για να μην ισχυριστεί κανείς ότι όσα πράττει,
αντιτίθενται στο πρόσταγμά Του, επειδή είχε προστάξει να μην εισέρχονται στην
πόλη των Σαμαρειτών, ενώ ο ίδιος συνομιλεί με τους Σαμαρείτες. Γι' αυτό είπε ο
Ευαγγελιστής ότι «οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι(:και
ζήτησε από τη γυναίκα νερό, διότι οι μαθητές του, που θα φρόντιζαν να βγάλουν
νερό από το πηγάδι, είχαν πάει στην πόλη ν’ αγοράσουν τρόφιμα)»[Ιω.4,8], ώστε
να δώσει πολλές αιτίες για το ότι ο Ιησούς συνομίλησε με αυτήν.
«Λέγει
αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν(:ο Ιησούς τότε, ο οποίος πραγματικά διψούσε, της
είπε: ‘’Δώσε μου να πιω’’)».Τι έκανε λοιπόν η γυναίκα; Όταν άκουσε: «Δώσε μου
να πιω», πολύ φρόνιμα χρησιμοποιεί τον λόγο του Ιησού για να ρωτήσει και λέγει:
«Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ
συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις(:Πώς εσύ ενώ είσαι Ιουδαίος, ζητείς νερό να
πιεις από εμένα, η οποία είμαι Σαμαρείτισσα; Και το λέω αυτό επειδή οι Ιουδαίοι
αποστρέφονται τους Σαμαρείτες και δεν θέλουν να έχουν καμία επικοινωνία και
σχέση με αυτούς)».
Και πώς
αυτή αντιλήφθηκε ότι ο Κύριος ήταν Ιουδαίος; Ίσως από τα ενδύματα και από τον
τρόπο της ομιλίας Του. Εσύ όμως παρατήρησε πόσο οξυδερκής ήταν η γυναίκα· διότι
αν έπρεπε να προφυλαχθεί κάποιος, αυτός ήταν ο Χριστός και όχι εκείνη.
Πραγματικά δεν είπε ότι οι Σαμαρείτες δεν έρχονται σε σχέσεις με τους
Ιουδαίους, αλλά ότι οι Ιουδαίοι δεν πλησιάζουν τους Σαμαρείτες. Και όμως η
γυναίκα, αν και ήταν απαλλαγμένη από την ενοχή, επειδή νόμισε ότι ο συνομιλητής
της έπιπτε σε αυτήν, δε σιώπησε, αλλά όπως νομίζει, διορθώνει εκείνο που δεν
γινόταν σύμφωνα με τον νόμο.
Πιθανό
όμως κάποιος είναι να διατυπώσει την ακόλουθη απορία: «Πώς ο Χριστός ζήτησε να
πιει νερό από αυτήν, ενώ το απαγόρευε ο Νόμος;» Εάν κάποιος απαντήσει ότι το
έπραξε αυτό, επειδή γνώριζε ότι δεν θα Του δώσει, τότε γι' αυτό ακριβώς δεν
έπρεπε να ζητήσει νερό. Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι Του ήταν αδιάφορο
πλέον να εκπληρώνει παρόμοιες απαγορεύσεις του μωσαϊκού νόμου· διότι αυτός που
κατευθύνει τους άλλους να τις καταργούν, πολύ περισσότερο θα τις παρέβλεπε ο
ίδιος: «οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον
ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον(:δεν κάνει τον άνθρωπο βέβηλο και
θρησκευτικώς ακάθαρτο εκείνο που εισάγεται με την τροφή στο στόμα, αλλά εκείνο
που βγαίνει από το στόμα, δηλαδή οι πονηροί και αμαρτωλοί λόγοι)»[Ματθ.15,11].
Εξάλλου,
η συνομιλία του Ιησού με τη Σαμαρείτιδα δεν θα ήταν μικρή κατηγορία κατά των
Ιουδαίων, διότι εκείνοι μεν, αν και πολλές φορές προσκαλούνταν από τον Ιησού
και με τους λόγους και με τις πράξεις, εντούτοις δεν Τον δέχονταν, ενώ αυτή
πρόσεξε πώς προσελκύεται από μια απλή ερώτηση· διότι ο μεν Χριστός δεν είχε
σχεδιάσει από προηγουμένως αυτήν τη συνάντηση, ούτε αυτήν την πορεία· όταν όμως
Τον πλησίαζαν ορισμένοι άνθρωποι, δεν τους εμπόδιζε· διότι στους μαθητές Του
έλεγε απλώς να μην εισέλθουν σε πόλη των Σαμαρειτών, όχι όμως και να τους
απομακρύνουν, εάν εκείνοι ήθελαν να προσέλθουν από μόνοι τους· διότι αυτό δεν
ταίριαζε καθόλου στη φιλανθρωπία Του.
Γι’
αυτόν τον λόγο απαντά στη γυναίκα και της λέγει: «εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ,
καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι
ὕδωρ ζῶν(:εάν γνώριζες τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, που δίνει ο Θεός στους
ανθρώπους, και Ποιος είναι Εκείνος που σου λέει τώρα: ‘’δώσε μου να πιω’’, εσύ
θα Του ζητούσες, και θα σου έδινε νερό τρεχούμενο, που δεν στερεύει ποτέ. Θα
σου έδινε Αυτός τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία σαν πνευματικό νερό
καθαρίζει, δροσίζει, παρηγορεί και ζωοποιεί τις ψυχές, χωρίς να στερεύει
ποτέ)»[Ιω.4,10]. Κατά πρώτον αποδεικνύει ότι ήταν άξια να ακούσει και όχι να
περιφρονηθεί και τότε αποκαλύπτει τον εαυτό Του· διότι πραγματικά επρόκειτο
αμέσως, όταν θα μάθαινε Ποιος είναι, να υπακούσει και να προσέξει σε Αυτόν και
τη διδασκαλία Του, πράγμα το οποίο δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς για
τους Ιουδαίους· διότι αυτοί, όταν Τον γνώρισαν, δεν ζήτησαν τίποτε, ούτε
επιθύμησαν να μάθουν κάτι χρήσιμο, αλλά Τον ύβριζαν και Τον εδίωκαν.
Η
γυναίκα όμως όταν άκουσε αυτά τα λόγια, πρόσεξε με πόση λεπτότητα αποκρίνεται:
«Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ
ζῶν;(:Κύριε, ασφαλώς το νερό αυτό για το οποίο μιλάς δεν είναι από το πηγάδι
αυτό. Διότι ούτε αγγείο έχεις, με το οποίο θα μπορούσες να βγάλεις από εδώ
νερό, αλλά και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το τρεχούμενο και
αστείρευτο νερό;)»[Ιω.4,11]. Προ ολίγου την απάλλαξε από την ταπεινή αντίληψη
και από την ιδέα ότι είναι ένας από τους πολλούς συνηθισμένους ανθρώπους· διότι
εδώ δεν Τον ονομάζει «Κύριο» τυχαία, αλλά Του αποδίδει μεγάλη τιμή· ότι βέβαια
έλεγε αυτό για να Τον τιμήσει, φαίνεται από τη συνέχεια· δηλαδή δεν Τον
περιέπαιξε, ούτε Τον διακωμώδησε, αλλά απλώς διατύπωσε την απορία της.
Εάν
όμως δεν αντιλήφθηκε αμέσως τα πάντα, μην παραξενεύεσαι, διότι ούτε και ο
Νικόδημος το πέτυχε αυτό. Τι λέγει εκείνος λοιπόν; «Πῶς δύναται ταῦτα
γενέσθαι;(: Πώς είναι δυνατό να γίνουν αυτά και να πραγματοποιηθεί αυτή η
πνευματική ουράνια αναγέννηση;)»[Ιω.3,9]· και πάλι: «Πῶς δύναται ἄνθρωπος
γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν
καὶ γεννηθῆναι;(:Πώς μπορεί να γεννηθεί πάλι ο άνθρωπος, όταν έχει πλέον
γεράσει; Μήπως μπορεί να μπει για δεύτερη φορά στην κοιλιά της μητέρας του και
να ξαναγεννηθεί;)»[Ιω.3,4]. Αυτή όμως ρωτά με μεγαλύτερο σεβασμό: «Κύριε, ούτε
δοχείο έχεις να αντλήσεις νερό και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις
το τρεχούμενο και αστείρευτο νερό;».
Άλλα
βέβαια έλεγε ο Κύριος σε αυτήν και άλλα καταλάβαινε εκείνη, ούτε άκουσε τίποτε
περισσότερο από τις λέξεις, ούτε ήταν σε θέση ακόμη να αντιληφθεί κάτι το
υψηλό, αν και μπορούσε, εάν έδιδε αυθάδη απάντηση, να πει: «Εάν είχες το
τρεχούμενο νερό, δεν θα ζητούσες από εμένα, αλλά θα έδινες στον εαυτό σου
πρώτα. Τώρα όμως απλώς κομπάζεις». Δεν είπε όμως τίποτε από αυτά, αλλά
αποκρίνεται με μεγάλη λεπτότητα και στην αρχή και στη συνέχεια. Πραγματικά στην
αρχή λέγει: «Πώς εσύ, ο οποίος είσαι Ιουδαίος, ζητείς να πιεις από εμένα;». Και
δεν είπε, εφόσον μιλούσε με έναν εχθρό και αλλόφυλο: «Μακάρι να μη μου συμβεί
ποτέ να προσφέρω νερό σε έναν άνθρωπο που είναι εχθρός μου και απεχθάνεται το
έθνος μου». Όμως και στη συνέχεια, όταν Τον άκουσε να λέγει μεγάλα πράγματα,
για τα οποία προπάντων εξαγριώνονται οι εχθροί, ούτε τον καταγέλασε, ούτε τον
διέσυρε, παρά μόνο τι λέγει; «Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν
τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;(:μήπως
εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που
μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά
απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και
έβοσκε;)»[Ιω.4,12].
Βλέπεις
με ποιον τρόπο εισάγει τον εαυτό της στην ιουδαϊκή οικογένεια; Ό,τι επίσης
λέει, έχει την ακόλουθη σημασία: «Ο Ιακώβ το νερό αυτό χρησιμοποιούσε και δεν
είχε τίποτε περισσότερο να μας δώσει». Τα έλεγε αυτά για να δείξει ότι από την
πρώτη απάντηση δέχθηκε μεγάλο και υψηλό νόημα· διότι το «ο ίδιος έπινε από αυτό
και τα παιδιά του και τα ζώα του» δεν φαίνεται να υπαινίσσεται μεν τίποτε άλλο,
παρά ότι είχε μεν την έννοια του καλύτερου νερού, αλλά ούτε το έβρισκε, ούτε το
γνώριζε καλά. Και για να μιλήσω περισσότερο καθαρά, αυτό που θέλει να πει είναι
το ακόλουθο: «Δεν μπορείς βέβαια να υποστηρίξεις ότι ο Ιακώβ έδωσε σε μας μεν
αυτό το πηγάδι, ενώ αυτός χρησιμοποιούσε άλλο· διότι και ο ίδιος και τα παιδιά
του από αυτό έπιναν. Και δεν θα έπιναν, εάν βέβαια είχε άλλο καλύτερο πηγάδι.
Από αυτό λοιπόν το πηγάδι ούτε εσύ θα μπορέσεις να δώσεις, ούτε είναι δυνατόν
να έχεις άλλο καλύτερο, παρόλο που ομολογείς ότι είσαι ανώτερος από τον Ιακώβ.
Από πού λοιπόν θα πάρεις το νερό, το οποίο υπόσχεσαι να μας δώσεις;».
Οι
Ιουδαίοι, αντίθετα, δεν συζητούσαν με τον Ιησού τόσο φιλικά, αν και τους έκανε
λόγο για το ίδιο θέμα και τους ανέφερε το ύδωρ αυτό[βλ. Ιω.7,37-38:«Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ
ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω
πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς
κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος(:την τελευταία και πιο επίσημη ημέρα απ’
όλες τις άλλες ημέρες της εορτής στάθηκε όρθιος ο Ιησούς και με ζωηρή φωνή
είπε: ‘’Εάν κανείς αισθάνεται πόθο και δίψα όχι για αγαθά υλικά και φθαρτά, αλλά
για την εσωτερική γαλήνη και τη μακαριότητα της θείας ζωής, ας έρχεται σε μένα
με πίστη και ας πίνει ελεύθερα. Κοντά μου θα ικανοποιηθούν όλοι οι ευγενικοί
πόθοι και θα βρει ανάπαυση η ψυχή του. Από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής
εκείνου που πιστεύει σε μένα, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, θα
αναβλύζουν ποτάμια νερού που θα είναι πάντα τρεχούμενο. Κι έτσι θα ποτίζεται
όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχονται σε σχέση με αυτόν’’)»].
Επίσης,
όταν μίλησε για τον Αβραάμ, επιχείρησαν να Τον λιθοβολήσουν[ βλ. Ιω. 8,56-59: «Ἀβραὰμ
ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον
οὖν οἱ Ἰουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ Ἀβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν Ἀβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι. ἦραν οὖν
λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ᾿ αὐτόν. Ἰησοῦς δὲ ἐκρύβη, καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθὼν
διὰ μέσου αὐτῶν, καὶ παρῆγεν οὕτως(:ο Αβραάμ, για τον οποίο καυχιέστε ότι τον
έχετε πατέρα, γεμάτος ελπίδα που τον γέμιζε με αφάνταστη χαρά, λαχταρούσε να
δει τις ημέρες της ενανθρωπήσεώς μου˙ και τις είδε τώρα από τον τόπο της
μακαριότητος όπου ζει, και χάρηκε. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι: ‘’Ούτε πενήντα
χρονών δεν είσαι ακόμη, κι έχεις δει τον Αβραάμ, που έζησε πριν από δύο
χιλιάδες περίπου χρόνια;’’. Τους είπε τότε ο Ιησούς: ‘’Αληθινά σας λέω, προτού
ακόμη να έλθει στην ύπαρξη ο Αβραάμ, εγώ υπάρχω παντοτινά πριν από τους
αιώνες’’. Αγανακτισμένοι τότε οι Ιουδαίοι πήραν λίθους, για να ρίξουν εναντίον
Του. Όμως ο Ιησούς χάθηκε από τα μάτια τους και βγήκε από τις αυλές του ναού,
περπατώντας διαμέσου αυτών απαρατήρητος. Και βάδιζε έτσι, χωρίς να Τον
βλέπουν)».
Η
γυναίκα όμως αυτή δεν συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο προς τον Ιησού, αλλά με
μεγάλη λεπτότητα μέσα στη ζέστη και την ώρα του μεσημεριού λέγει και ακούει τα
πάντα με πολλή προθυμία, χωρίς να σκέπτεται κάτι παρόμοιο, όπως ήταν φυσικό να
πουν οι Ιουδαίοι, αν άκουγαν αυτά τα λόγια από τον Ιησού· δηλαδή «μαίνεται και
τα έχει χαμένα αυτός, ο οποίος με κρατάει εδώ στην πηγή και το πηγάδι και δεν
μου δίνει τίποτε παρά μόνον καυχάται με τα λόγια». Αντίθετα, κάνει υπομονή και
παραμένει εκεί μέχρις ότου βρει εκείνο που ζητεί.
Εάν
όμως η Σαμαρείτισσα γυναίκα δείχνει τόση προθυμία για να μάθει κάτι χρήσιμο και
παραμένει πλησίον του Χριστού, αν και δεν Τον γνώριζε, ποια συγχώρεση θα έχουμε
εμείς, οι οποίοι, αν και Τον γνωρίζουμε καλά και δεν είμαστε ούτε κοντά στο
πηγάδι ούτε στην ερημιά, ούτε είναι μεσημέρι, ούτε μας καίει ο ήλιος, αλλά
είναι πρωί και βρισκόμαστε κάτω από μία τόσο ωραία στέγη και απολαμβάνουμε τη
σκιά και τη δροσιά, δεν έχουμε την υπομονή να ακούσουμε κάτι από τα λεγόμενα,
αλλά μας κοιμίζει η αδιαφορία; Εκείνη όμως δε μοιάζει με μας, αλλά τόσο
συνεπαίρνεται από τα λόγια του Ιησού, ώστε να προσκαλεί και άλλους. Οι Ιουδαίοι
όχι μόνο δεν προσκαλούσαν άλλους, αλλά και εκείνους που ήθελαν να πλησιάσουν
τον Ιησού, τους εμπόδιζαν και τους το απαγόρευαν. Γι' αυτό και έλεγαν: «Μή τις ἐκ
τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ
γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!(:μήπως πίστεψε σε αυτόν κανείς απ’ τους
άρχοντες, που είναι οι μόνοι αρμόδιοι να κρίνουν τα θρησκευτικά ζητήματα, ή απ’
τους Φαρισαίους, που είναι άγρυπνοι φύλακες των παραδόσεων και της αληθινής
πίστεως; Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστεψε, παρά μόνον αυτός ο όχλος, που δεν ξέρει
τον νόμο και γι’ αυτό είναι όλοι τους καταραμένοι)»[Ιω.7,48-49].
Ας
μιμηθούμε λοιπόν τη Σαμαρείτιδα, ας διαλεχθούμε με τον Χριστό, διότι και σήμερα
βρίσκεται ανάμεσά μας και μας ομιλεί με τους προφήτες και τους μαθητές Του. Ας
Τον ακούσουμε και ας πιστέψουμε. Μέχρι πότε θα ζούμε άσκοπα και μάταια; Διότι
όταν δεν πράττουμε ό,τι αρέσει στον Θεό, είναι σαν να ζούμε άσκοπα. Μάλλον όμως
δεν ζούμε μόνο άσκοπα, αλλά ζούμε και για το κακό. Διότι όταν δαπανήσουμε τον
καιρό που μας δόθηκε όχι όπως πρέπει, θα πεθάνουμε και θα υποστούμε την
αυστηρότερη τιμωρία για την άσκοπη αυτή δαπάνη του χρόνου μας επάνω στη γη.
Διότι δεν θα δώσει βέβαια λόγο στον πιστωτή του μόνο εκείνος που πήρε χρήματα
για να εμπορευθεί και τα κατέφαγε, ενώ εκείνος που σπατάλησε μία τόσο επίγεια
μακρά ζωή χωρίς να μεριμνά καθόλου για την αιώνια ζωή κοντά στον Δημιουργό του,
θα μείνει ατιμώρητος.
Ο Θεός
δεν μας έφερε στην παρούσα ζωή και δεν μας έδωσε ψυχή για να τα
χρησιμοποιήσουμε μόνο στη γη, αλλά για να πράττουμε τα πάντα αποβλέποντας προς
τη μέλλουσα ζωή. Διότι τα άλογα ζώα είναι χρήσιμα μόνο στον επίγειο βίο, ενώ
εμείς για τον λόγο αυτό έχουμε αθάνατη ψυχή, ώστε να ετοιμάζουμε τα πάντα για
την προετοιμασία εκείνης της ουράνιας ζωής. Πραγματικά, εάν μας ρωτήσει κάποιος
για την αναγκαιότητα των αλόγων, των όνων και των βοδιών και των άλλων
παρόμοιων οικιακών ζώων, δεν θα πούμε καμία άλλη ότι έχουν παρά ότι μας
εξυπηρετούν στην παρούσα ζωή. Για εμάς όμως δεν είναι δυνατόν να πούμε το ίδιο,
αλλά ότι η ανώτερη κατάσταση είναι η μετά την εδώ αποδημία μας και ότι πρέπει
να πράττουμε τα πάντα, ώστε να λάμψουμε εκεί, ώστε να συμπεριληφθούμε στον χορό
των αγγέλων και να στεκόμαστε συνεχώς πλησίον του Κυρίου στους απέραντους
αιώνες. Διότι για τον λόγο αυτό πλάσθηκε αθάνατη η ψυχή και το σώμα θα καταστεί
αθάνατο, για να απολαύσουμε τα ατελεύτητα αγαθά. Αν όμως παραμένεις
προσκολλημένος στη γη, ενώ σου προσφέρονται οι ουρανοί, συλλογίσου πόσο μεγάλη
προσβολή γίνεται σε Εκείνον που τα προσφέρει· διότι Εκείνος σου προτείνει τα
ουράνια, ενώ εσύ δε δίνεις μεγάλη σημασία σε αυτά και τα ανταλλάσσεις με τη γη.
Για τον λόγο αυτό και απείλησε με τη γέεννα, επειδή καταφρονούνταν, για να
μάθεις από πόσα αγαθά αποστερείς τον εαυτό σου. Μακάρι όμως να μη συμβεί να
γνωρίσουμε την κόλαση εκείνη, αλλά να φανούμε ευάρεστοι στον Χριστό και να
αποκτήσουμε τα ουράνια αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο Άγιο Πνεύμα
συγχρόνως στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
«Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ
τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ,
οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος
ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον(:της αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς: ‘’Βεβαίως δεν εννοώ
το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει
πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει
ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα μεταβληθεί μέσα του σε πηγή
νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα αναπηδά και θα τρέχει
πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια)»[Ιω.4,13-14].
Τη χάρη
του Αγίου Πνεύματος η Αγία Γραφή άλλοτε μεν την ονομάζει «πῦρ», και άλλοτε «ὕδωρ»,
επειδή θέλει να δείξει ότι τα ονόματα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν την ουσία, αλλά
την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος· διότι το Άγιο Πνεύμα δεν αποτελείται από
διάφορες ουσίες, επειδή είναι αόρατο και μονοειδές. Το ένα όνομα το δίνει ο
Ιωάννης ο Βαπτιστής όταν λέγει: «Αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί
(:Αυτός θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και με το πυρ της χάριτος)»: «ἐγὼ μὲν
βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν,
οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ
καὶ πυρί(:και είναι και δυνατό και εύκολο να καρποφορήσετε την αρετή. Διότι εγώ
βέβαια σας βαπτίζω με νερό, για να εισέλθετε σε κατάσταση μετάνοιας. Εκείνος
όμως που έρχεται ύστερα από μένα είναι δυνατότερος από μένα λόγω του αξιώματός
του και της θείας Του φύσεως. Μπροστά του εγώ δεν είμαι άξιος ούτε σαν
τελευταίος δούλος να κρατήσω τα υποδήματά Του. Αυτός λοιπόν θα σας βαπτίσει με
Άγιο Πνεύμα και με την καθαρτική φωτιά της θείας χάριτος)»[Ματθ. 3,11], ενώ το
άλλο το δίδει ο Χριστός: «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς
κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον
λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν(: από την καρδιά και τα βάθη της ψυχής
εκείνου που πιστεύει σε μένα, σύμφωνα με τα λόγια της Αγίας Γραφής, θα
αναβλύζουν ποτάμια νερού που θα είναι πάντα τρεχούμενο. Κι έτσι θα ποτίζεται
όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι άλλοι που θα έρχονται σε σχέση με Αυτόν. Αυτά τα
λόγια τα είπε ο Κύριος για το Άγιο Πνεύμα, που θα αποκτούσαν μετά την Ανάληψή
του στους ουρανούς όσοι θα πίστευαν σε Αυτόν. Διότι πρωτύτερα είχαν βέβαια
δοθεί χαρίσματα προφητικά και θαυματουργικά σε ανθρώπους δικαίους και προφήτες,
αλλά η χάρις του Αγίου Πνεύματος που αναγεννά τους ανθρώπους και τους μεταδίδει
τη θεία και μακαρία ζωή δεν είχε δοθεί σε κανέναν. Και δεν είχε δοθεί η χάρις
αυτή του Αγίου Πνεύματος, διότι ο Ιησούς δεν είχε ακόμη δοξαστεί με το Πάθος
Του και την Ανάληψή Του)»[Ιω.7,38-39] .
Έτσι
συνομιλώντας με τη Σαμαρείτιδα ονομάζει το Άγιο Πνεύμα «ὕδωρ»: «ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ
τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα(:Εκείνος που θα πιει
από το νερό, το οποίο εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει ποτέ)». Και αποκαλεί το
Άγιο Πνεύμα έτσι, διότι με τη λέξη «πῦρ» υπαινίσσεται τη δύναμη και τη
θερμότητα της χάριτος, ενώ με τη λέξη «ὕδωρ» θέλει να δείξει τον καθαρισμό που
γίνεται από Αυτό και τη μεγάλη αναψυχή που παρέχει στις ψυχές που το δέχονται.
Και δικαιολογημένα· διότι ως ένα παράδεισο στολισμένο με κάθε είδους καρποφόρα
και αειθαλή δέντρα, έτσι κάνει την πρόθυμη ψυχή και δεν την αφήνει να αισθανθεί
ούτε λύπη, ούτε σατανική επιβουλή, διότι κατασβήνει εύκολα όλα τα φλογισμένα
βέλη του πονηρού.
Εσύ
όμως πρόσεξε τη σοφία του Χριστού με πόσο ήρεμο τρόπο προκαλεί την προσοχή και
ανυψώνει πνευματικά τη γυναίκα αυτή. Δεν της είπε δηλαδή από την αρχή: «Εάν
γνώριζες ποιος είναι εκείνος που σου λέγει: ‘’ Δώσε μου να πιω’’», αλλά όταν
αυτή του έδωσε αφορμή με το να Τον αποκαλέσει Ιουδαίο, και Τον κατηγόρησε έτσι
επειδή οι Σαμαρείτες αντιπαθούσαν τους Ιουδαίους, τότε για να αποκρούσει την
κατηγορία, της είπε αυτά. Αφού είπε λοιπόν «εάν γνώριζες ποιος είναι εκείνος
που σου λέγει’’ δώσε μου να πιω’’» και την ανάγκασε με τις μεγάλες επαγγελίες
να θυμηθεί τον πατριάρχη Ιακώβ, έδωσε έτσι στη γυναίκα τη δυνατότητα να δει
καλύτερα.
Έπειτα,
όταν εκείνη ανταπάντησε: «μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν
τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;(:Μήπως
εσύ είσαι ανώτερος στην αξία και τη δύναμη από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που
μας έδωσε ως κληρονομιά το πηγάδι αυτό και δεν ζήτησε άλλο καλύτερο νερό, αλλά
απ’ αυτό ήπιε και ο ίδιος, όπως και τα παιδιά του και τα ζώα του που έτρεφε και
έβοσκε;)»[Ιω.4,12], δεν της έδωσε την απάντηση: «Ναι, είμαι ανώτερος», διότι θα
έδινε την εντύπωση ότι κομπάζει μόνο, αφού δεν υπήρχε η ανάλογη απόδειξη. Με
όσα λέγει όμως αυτήν την απόδειξη προετοιμάζει.
Πραγματικά
δεν της είπε απλώς: ’’θα σου δώσω νερό’’, αλλά προηγουμένως εξάλειψε την ιδέα
της γυναικός για τον Ιακώβ και ύστερα εξυψώνει το δικό Του ύδωρ, επιθυμώντας να
αποδείξει τη διαφορά των προσώπων που πρόσφεραν από τη διαφορά εκείνων που
προσφέρονταν και την υπεροχή Του έναντι του πατριάρχου. «Εάν θαυμάζεις», λέγει,
«τον Ιακώβ, επειδή σου έδωσε αυτό το νερό, τι θα πεις εάν σου δώσω εγώ πολύ
ανώτερο; Άλλωστε πρόφτασες και παραδέχτηκες ότι είμαι ανώτερος από τον Ιακώβ
όταν προέβαλες ως αντίρρηση και είπες ‘’Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από τον
Ιακώβ;’’», επειδή σου υποσχέθηκα ότι θα σου δώσω καλύτερο νερό. Αν λοιπόν
λάβεις αυτό το νερό, θα ομολογήσεις παντοιοτρόπως ότι εγώ είμαι ανώτερος.
Βλέπεις
την ακέραιη και αμερόληπτη κρίση της γυναικός, η οποία από τα ίδια τα πράγματα
και τα γεγονότα αποκρυσταλλώνει την άποψή της και για τον Πατριάρχη και για τον
Χριστό; Οι Ιουδαίοι όμως δεν έκριναν με τον τρόπο αυτόν, αλλά και όταν έβλεπαν
τον Ιησού να εκδιώκει τους δαίμονες από τους ανθρώπους, όχι μόνο δεν Τον
παραδέχονταν ως ανώτερο από τον πατριάρχη αλλά Τον ονόμαζαν και δαιμονισμένο. Η
γυναίκα όμως δεν σκέπτεται όπως αυτοί, αλλά από εκεί παίρνει την απόφαση, από
όπου θέλει και ο Χριστός, δηλαδή από την απόδειξη των ίδιων των έργων· διότι
και ο ίδιος ο Ιησούς με τον τρόπο αυτό δικάζει και κρίνει, όταν λέγει: «εἰ οὐ
ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου, μὴ πιστεύετέ μοι· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ
πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύσατε, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ
κἀγὼ ἐν αὐτῷ(:Εάν δεν κάνω τα υπερφυσικά έργα που μου ζητά ο Πατέρας μου και με
βοηθά να τα εκτελώ, και ουσιαστικά αυτά είναι τα ίδια τα έργα του Πατέρα μου,
μην πιστεύετε στη μαρτυρία του στόματός μου και στις δικές μου διαβεβαιώσεις.
Εφόσον όμως ενεργώ τα έργα του Πατέρα μου, κι αν ακόμη δεν πιστεύετε σε ό,τι
λέω εγώ, πιστέψτε τουλάχιστον στα έργα αυτά, για να μάθετε και να οδηγηθείτε
απ’ αυτά στην τέλεια πίστη. Κι έτσι θα βεβαιωθείτε ότι μέσα μου είναι και μένει
ο Πατέρας μου, κι εγώ είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα. Έχω δηλαδή ως Υιός και
Λόγος του Θεού την ίδια φύση με τον Πατέρα, και είμαι άπειρος κι εγώ, ώστε να
χωράει μέσα μου ο Πατέρας. Είμαστε αχώριστοι ο ένας από τον άλλο, διότι κι εγώ
είμαι και μένω μέσα στον Πατέρα μου)»[Ιω,10,37-38]. Έτσι και η γυναίκα
οδηγείται προς την πίστη.
Γι'
αυτό και όταν άκουσε ο Ιησούς την ερώτησή της: ‘’Μήπως είσαι εσύ ανώτερος από
τον πατέρα μας τον Ιακώβ;’’, άφησε τη συζήτηση για τον Ιακώβ και κάνει λόγο για
το νερό και λέγει: «Καθένας που πίνει από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι» και
έτσι κάνει τη σύγκριση στηριζόμενος όχι στην κατηγορία, αλά στην υπεροχή. Δεν
λέει δηλαδή ότι το νερό αυτό δεν αξίζει, ούτε ότι είναι ευτελές και ασήμαντο,
αλλά εκείνο επικαλείται, το οποίο και η φύση μαρτυρεί: ‘’Καθένας που πίνει από
το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό, το οποίο
θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα’’.
Άκουσε
βέβαια προηγουμένως η γυναίκα για το «ὕδωρ τό ζῶν», όμως δεν αντιλήφθηκε τη
σημασία του. Πραγματικά επειδή «ὕδωρ ζῶν» ονομάζεται και το νερό που τρέχει
συνέχεια και εκείνο που αναβλύζει χωρίς καμία διακοπή και δεν στερεύουν καθόλου
οι κρουνοί, νόμισε η γυναίκα ότι για το συγκεκριμένο νερό της έλεγε ο Ιησούς.
Για τον λόγο αυτόν λοιπόν, για να καταστήσει περισσότερο σαφές το λεγόμενο,
κάνει τη σύγκριση με βάση την υπεροχή και προσθέτει : «Εκείνος που θα πιει από
το νερό, το οποίο θα του δώσω εγώ, δε θα διψάσει ποτέ στον αιώνα». Με τα λόγια
αυτά, όπως είπα, αποδείκνυε την υπεροχή τη δική Του, αλλά και με όσα είπε στη
συνέχεια· διότι το υλικό νερό δεν έχει τίποτε από αυτά που είπε. Και ποια είναι
αυτά; «Θα μεταβληθεί μέσα σε όποιον το λάβει αυτό το νερό που θα του δώσει ο
Ιησούς, σε μια εσωτερική πηγή ύδατος, που θα αναβλύζει και θα του παρέχει ζωή
αιώνια». Όπως ακριβώς εκείνος που έχει μέσα του μια πηγή, δε θα διψάσει ποτέ,
κατά όμοιο τρόπο και όποιος έχει το νερό αυτό του Ιησού.
Και η
γυναίκα πίστεψε αμέσως, αποδειχθείσα πολύ πιο συνετή από τον Νικόδημο, και όχι
μόνο πιο συνετή αλλά και πιο ανδρεία· διότι ο Νικόδημος, αν και άκουγε πολλές
παρόμοιες διδασκαλίες, ούτε κάλεσε κανένα άλλο σε αυτές, ούτε ο ίδιος είχε το
θάρρος να τις διακηρύξει, ενώ αυτή κάνει έργο αποστολικό και αναγγέλλει την
ευχάριστη αγγελία προς όλους και προσκαλεί τους πάντες πλησίον του Ιησού και
ακόμη προσελκύει τους κατοίκους μιας ολόκληρης πόλης προς Αυτόν. Και εκείνος
μεν, όταν άκουσε τους λόγους του Κυρίου, έλεγε : «Ρώτησε τότε ο Νικόδημος:
‘’Πώς είναι δυνατό να γίνουν αυτά και να πραγματοποιηθεί αυτή η πνευματική
ουράνια αναγέννηση;’’»[Ιω.3,9] και όταν ο Χριστός έφερε το σαφές παράδειγμα του
ανέμου, δεν μπόρεσε ούτε και έτσι να καταλάβει τα λεγόμενα, η γυναίκα όμως δε
συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο τρόπο.
Στην
αρχή είχε μεν απορίες, έπειτα όμως δεν αποδέχθηκε υπό όρους τον λόγο, αλλά
έλαβε σταθερή απόφαση και βιάζεται να λάβει αμέσως το νερό αυτό· διότι, όταν
είπε ο Χριστός:«ὃς δι᾿ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς
τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς
ζωὴν αἰώνιον(:βεβαίως δεν εννοώ το νερό του πηγαδιού αυτού· διότι όποιος πίνει
από το νερό αυτό, θα διψάσει πάλι. Εκείνος όμως που θα πιει από το νερό που θα
του δώσω εγώ, δεν θα διψάσει ποτέ στον αιώνα˙ αλλά το νερό που θα του δώσω θα
μεταβληθεί μέσα του σε πηγή νερού που δεν θα στερεύει, αλλά θα αναβλύζει και θα
αναπηδά και θα τρέχει πάντοτε για να του μεταγγίζει ζωή αιώνια)», η Σαμαρείτιδα
Του απάντησε: «Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν(:Κύριε,
δώσε μου το νερό αυτό, για να μη διψώ και να μην υποβάλλομαι σε τόσο κόπο να
έρχομαι εδώ για να βγάζω νερό από το πηγάδι)»[Ιω.4,15].
Βλέπεις
με ποιο τρόπο ολίγον κατ’ ολίγον ανάγεται στο ύψος των δογμάτων η Σαμαρείτιδα;
Κατά πρώτον νόμισε ότι ο Ιησούς είναι κάποιος Ιουδαίος που παραβαίνει τον νόμο.
Έπειτα, όταν ο Κύριος απέκρουσε την κατηγορία αυτή, διότι το πρόσωπο, το οποίο
επρόκειτο να την κατηχήσει σε τόσο υψηλές αλήθειες, δεν έπρεπε να γεννά
υποψίες, επειδή άκουσε «ὕδωρ ζῶν» νόμισε ότι ομιλεί για το υλικό νερό. Στη
συνέχεια αντιλήφθηκε ότι γινόταν λόγος για πνευματικά πράγματα και πίστεψε ότι
το νερό αυτό έχει τη δύναμη να αφαιρέσει την αδυναμία της δίψας, δεν γνώριζε
όμως ακόμη τι ήταν αυτό, αλλά βρισκόταν σε απορία, έχοντας τη γνώμη ότι είναι
ανώτερο από τα αισθητά, χωρίς να έχει σαφή γνώση του πράγματος.
Στο
σημείο αυτό που είδε καθαρότερα, χωρίς όμως να αντιληφθεί τα πάντα(«δώσε μου»,
λέγει, «το νερό αυτό, για να μη διψώ και για να μην έρχομαι εδώ και βγάζω νερό
από το πηγάδι»),προτίμησε επί του παρόντος τον Κύριο από τον Ιακώβ. «Δεν
χρειάζομαι βέβαια αυτό το πηγάδι, εάν θα πάρω από εσένα το νερό εκείνο».
Προσέχεις ότι βάζει τον Κύριο σε ανώτερη μοίρα από τον Πατριάρχη; Αυτό είναι
χαρακτηριστικό της ευσεβούς ψυχής. Έδειξε πόση μεγάλη πίστη είχε στον Ιακώβ.
Γνώρισε τον ανώτερο και δεν την εμπόδισε η προηγούμενη της γνώμη.
Δεν
ήταν εύπιστη η Σαμαρείτιδα (διότι δεν αποδέχτηκε αβασάνιστα και χωρίς κριτική
επεξεργασία τα λόγια του Χριστού, αυτή που με τόση μεγάλη ακρίβεια τα εξέτασε),
ούτε πάλι ήταν απειθής και εριστική. Και αυτό το απέδειξε από την παράκληση που
έκανε. Βέβαια και στους Ιουδαίους είπε κάποτε ο Κύριος: «ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς
ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ
πώποτε(:Εγώ είμαι ο άρτος που μεταδίδω ζωή πραγματική. Τη μεταδίδω με τη
μετάληψη του σώματος και του αίματος μου, αλλά και με τη διδασκαλία μου και τη
χάρη του Πνεύματός μου. Όποιος έρχεται σε μένα με μετάνοια και πίστη δεν θα
πεινάσει πνευματικά˙ και όποιος πιστεύει σε μένα δεν θα διψάσει πνευματικά
ποτέ. Θα αποκτήσει νέες πνευματικές δυνάμεις, και θα βρει την ανάπαυση και την
ικανοποίηση της καρδιάς και της ψυχής του)»[Ιω.6,35], αλλά όχι μόνο δεν
πίστεψαν, αλλά σκανδαλίστηκαν κιόλας. Η γυναίκα όμως δεν έπαθε κάτι παρόμοιο,
αλλά παραμένει κοντά στον Ιησού και ζητεί το νερό αυτό. Στους Ιουδαίους λοιπόν
έλεγε :«Εκείνος που πιστεύει σε εμένα, δεν θα διψάσει ποτέ», στη γυναίκα όμως
δεν ομιλεί με τον ίδιο τρόπο, αλλά κάπως περισσότερο αισθητά : «Εκείνος που θα
πιει από το νερό αυτό, δεν θα διψάσει». Οι λόγοι αυτοί ήταν επαγγελία
πνευματικών πραγμάτων και όχι αισθητών.
Για τον
λόγο αυτόν, αφού ανύψωσε τον νου της με τις υποσχέσεις, χρησιμοποιεί ακόμη ο
Κύριος λέξεις με αισθητό περιεχόμενο, επειδή δεν μπορούσε ακόμη η γυναίκα να
ξεχωρίσει την ακρίβεια των πνευματικών πραγμάτων· διότι εάν της έλεγε ότι, «εάν
πιστέψεις σε Εμένα, δεν θα διψάσεις», δεν θα αντιλαμβανόταν το λεγόμενο, επειδή
δεν γνώριζε ούτε Ποιος ήταν Αυτός που της μιλούσε, ούτε για ποιου είδους δίψα
έλεγε. Γιατί όμως δεν έκανε το ίδιο και στους Ιουδαίους; Διότι εκείνοι είχαν
δει πολλά θαύματα, ενώ αυτή δεν είδε κανένα θαύμα, παρά πρώτα άκουσε τα λόγια.
ΠΡΟΣ
ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος