~ Μεταξύ της Ι. Μονής Ιβήρων και του Μυλοποτάμου, λίγο ψηλότερα από το δάσος, βρισκόταν σε μεγάλη ακμή ένα κελλί με εκκλησία της Αγίας Τριάδος.
Ο γέροντας και εννέα μοναχοί αποτελούσαν τη συνοδεία του κελλιού αυτού, που ήταν σαν ένα μικρό κοινόβιο μοναστηράκι, με ελαιόδενδρα, αμπέλι, οπωροφόρα δένδρα και λαχανικά.
Οι αδελφοί ζούσαν πολύ ειρηνικά και αγαπημένα, σαν μια ψυχή σε πολλά σώματα, και από το αποτέλεσμα φαίνεται πως παρακαλούσαν τον Θεό να πεθάνουν όλοι μαζί.
Κάποτε οι γείτονές τους, επειδή δεν έβλεπαν καμμιά κίνησι, τους αναζήτησαν. Πλησίασαν στο κελλί, χτύπησαν την πόρτα, είπαν κατά την τάξι το « Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…» και περίμεναν ν’ ακούσουν από μέσα το «Αμήν» και να τους ανοίξουν την πόρτα. Αλλά τίποτε! «Ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις…» Τότε τρεις απ’ αυτούς, έκαναν τον σταυρό τους, προχώρησαν και μπήκαν στο σπίτι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μίλησαν, φώναξαν. Κανείς δεν αποκρίθηκε.
Περίμεναν λίγο και ύστερα αισθάνθηκαν να έρχεται ευωδία από την εκκλησία! Κατευθύνθηκαν προς αυτήν και τι να δουν: Στη μέση της εκκλησίας, γύρω-γύρω από τον γέροντα του κελλιού βρίσκονταν τα σώματά τους στη στάσι που μετά το απόδειπνο, έβαζαν μετάνοια και ζητούσαν συγχώρησι! Θα τους είχε πη ο γέροντας: «Πατέρες και αδελφοί, ευλογείτε, συγχωρέστε με και ο Θεός συγχωρέση σας».
Στη στάσι αυτή που παρέδωκαν οι μακάριοι εκείνοι μοναχοί την ψυχή τους στα χέρια του Θεού, θα είχαν περισσότερες από δεκαπέντε μέρες. Και όμως δεν είχαν κοκκαλώσει, όπως συνήθως γίνεται με όλους τους νεκρούς! Δεν είχαν ακόμη αλλοιωθή. Απεναντίας εξέπεμπαν άρρητη ευωδία.
Τους ενταφίασαν κατά την τάξι της Εκκλησίας όπως τους βρήκαν, γιατί φορούσαν τα σχήματά τους, τα κουκούλια τους και είχαν τα κομποσχοίνια στα χέρια. Έτσι πάνοπλοι και πανέτοιμοι αναχώρησαν για την άλλη, την αιώνια ζωή.
Γεροντικόν Αγίου Όρους
(«Χαρίσματα και Χαρισματούχοι», Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 231-232)
Πηγή ἐδῶ.