Ποιήματα του Παπαδιαμάντη για την Παναγία


Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είχε αποτραβηχτεί στο νησί του, τη Σκιάθο. Εκεί την περίοδο 1909-1910, λίγο πριν πεθάνει (κοιμήθηκε το 1911), γράφει πέντε ποιήματα-ύμνους-προσευχές, αφιερωμένα σε ναούς της Παναγίας-προσκυνήματα του νησιού. Τα ποιήματα αυτά δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του:

 

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΧΡΙΑ

Γλυκειὰ Παρθέν᾿, ἀξίωσέ με

νά ᾿ρθω καὶ πάλι στὸ ναό σου,

ὅπου φυσᾷ γλυκὰ ἡ αὔρα

στὰ πλατάνια τὰ θεόρατα

κάτω στὸ ρέμα, ποὺ ἡ πηγὴ κελαρύζει

κ᾿ ἐπάνω θροΐζ᾿ ἡ αὔρα μαλακά.

Ὅλος ὁ ἥλιος λάμπει στὸ θόλο

τοῦ ὡραίου ναοῦ σου μὲ τὰ πιατάκια τὰ ποικιλμένα

κ᾿ εὐωδιάζ᾿ ἡ μύρτος κ᾿ ἡ δάφνη

ὁλόγυρα κ᾿ ἡ βρύση κελαδεῖ

στὴν αὐλὴ ποὺ ἀνθεῖ ὁ λιβανωτὸς κ᾿ <ἡ -΄ - ?> {μύρτος}

Στὰ νιάημερα τ᾿ ἀγαπημένα

τῆς δοξασμένης μεταστάσεώς σου

ἤθελα νά ᾿μαι νὰ ψάλω τὸ «Πεποικιλμένη»

στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό.

Νὰ βλέπω, νὰ θαυμάζω τὴ χλωμὴ μορφή σου,

μὲ τὰ ματάκια τὰ κλειστά,

μὲ τὰ χεράκια σταυρωμένα,

κι ὁ Υἱός σου νὰ κρατῇ τὴν ἄμωμη ψυχή σου

ὡς τρυγόνα στὰ χεράκια.

Κι Ἀπόστολοι ἐκ περάτων

στὰ σύννεφα ἐπάνω πετώντας

κι Ἄγγελοι μὲ σταυρωμένα χέρια

βλέπουν τὸ θάμα τὸ φριχτό!

Ψηλὰ ἐπάνω ἀπ᾿ τὸ δῶμα, ἀπὸ δυὸ παραθυράκια

μὲ τὶς κουκοῦλες δυὸ καλογεράκια

προβάλλουν καὶ τείνουν ἀπὸ ἕνα τόμον ἀνοιχτό!

Κι ὁ ἕνας γράφει: «θνητὴ γυναίκα τοῦ Θεοῦ Μητέρα»

κι ὁ ἄλλος: «τ᾿ οὐρανοῦ εἶσαι πλατυτέρα

ὡς ἔμψυχος ναὸς καὶ Θρόνος τοῦ Θεοῦ...»

Γλυκειὰ Παρθέν᾿, ἀξίωσέ με

νά ᾿ρθω καὶ πάλι στὸ ναό σου,

ὅπου φυσᾷ γλυκὰ ἡ αὔρα

στὸ ρέμα στὰ πλατάνια μυστικά!

(Έτος δημοσίευσης:1920)

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΝΙΣΤΡΑ

Εἰς ὅλην τὴν Χριστιανοσύνη

μία εἶναι μόνη Παναγία, ἁγνή

Κόρη, παιδίσκη, ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων,

χωρὶς Χριστόν, θεῖο παιδί, στὰ χέρια,

καὶ τρεφομένη μὲ Ἀγγέλων ἄρτον.

Ἐσύ ᾿σαι ἡ μόνη Παναγία Κουνίστρα,

ποὺ ἐφανερώθης στῆς Σκιάθου τὸ νησί,

εἰς δένδρον πεύκου ἐπάνω καθημένη,

κ᾿ αἰωρουμένη εἰς τερπνὴν αἰώραν,

ὅπως αἱ κορασίδες συνηθίζουν.

Ἐφανερώθης, κι ὅλος ὁ λαὸς

μετὰ θυμιαμάτων καὶ λαμπάδων

ἐν θείᾳ λιτανείᾳ σὲ προέπεμψε

κ᾿ ἐσήκωσεν ὡραῖον λευκὸν ναόν,

ποὺ μὲ πιατάκια ἑλληνικὰ σοῦ στόλισε.

Κι ὅλος ὁ ἥλιος ἔλαμπεν εἰς τὸν ναόν σου

καὶ φῶς τὸν πλημμυροῦσε μαργαρῶδες,

ὅλα τ᾿ ἀστέρια ἐφεγγοβολοῦσαν,

καὶ ἡ σελήνη ἐχάιδευε γλυκὰ

τὰ ἁπλᾶ τῆς Ἐκκλησίας σου καντηλάκια.

Κ᾿ εἶδες, ἡ Κόρη, τοῦ λαοῦ τὴν πίστιν,

εἶδες καὶ τὴν πτωχείαν κ᾿ εὐσπλαγχνίσθης,

ὅπως, τὸ πάλαι, εἶχε σπλαγχνισθῆ ὁ Υἱός σου

τοὺς προγόνους τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ,

ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα.

Κι ἄρχισες νὰ γιατρεύῃς τοὺς ἀρρώστους

καὶ νὰ γιατρεύῃς τοὺς δαιμονισμένους,

(ποὺ ἤρχετο ὥρα κ᾿ εἰς τοὺς τοίχους ἐκτυπῶντο

μὲ φοβερὸν συγκλονισμόν),

κι ἄρχισες, θεία, νὰ θαυματουργῇς.

Κ᾿ ἡ χάρη σου ξαπλώθηκε ὣς τὰ πέρατα

τοῦ εἰρηνικοῦ νησιοῦ τῆς Σκιάθου,

ὦ Παναγία μου, Κόρη πάναγνη, καλή.

Κ᾿ ἴσως νὰ φτάσῃ κι ὣς ἐμένα καὶ ν᾿ ἁπλώσῃ

γαλήνη στὴν ψυχή μου τὴν ἁμαρτωλή.

(Έτος δημοσίευσης:1921)

 

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΝΤΟΜΑΝ

Πηγή μου ζωηφόρος ποὺ δροσίζεις

μὲ τὸ βαθὺ ποτάμι, μὲ τὸ νᾶμά σου

τόσες ψυχές, καὶ μένα τὴν ψυχή μου,

ὁ κρότος τῶν νερῶν σου μὲς στὰ ρέματα

κι ἀνάμεσα στοὺς βράχους, στὰ βουνὰ

κι ὣς κάτω, ἕως τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης

ὁ ρόχθος τῶν ὑδάτων σου ἀκούεται.

Καὶ εἶσαι σὺ ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ.

Κι ἀκόμα τὸ ἁγιασμένο σκήνωμα

ποὺ εὐφραίνουσι τὰ ρεύματα

κυλῶντος ποταμοῦ.

Εἶναι μικρό, φτωχὸ τὸ ᾿κλησιδάκι σου,

μὰ ἡ χάρις σου εἶναι ἄπειρη κι ἀτέλειωτη,

ἀτέλειωτη, ὡς τὸ ρεῦμα τῆς πηγῆς σου,

ποὺ χύνεται καὶ χύνεται

καὶ ἀπὸ κοντὰ ἀθόρυβα

παράδοξα τὸ ρεῦμά του πληθύνεται.

Εἴθε καὶ στὴν καρδιά μου ποὺ ἔχει στραγγιχτῆ

νὰ δώσῃ ζωὴ καὶ δύναμιν ἡ χάρις σου.

Ἂς εἶσαι ξεχασμένη κ᾿ ἔρημη,

ὅμως στὸ βράχο ἡ ἐκκλησιά σου εἶναι στημένη

κι αὐτὸς ὁ βράχος μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι

κτισμένος ἀπ᾿ τὰ χέρια καὶ τὸ αἷμά του.

«Καὶ πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

(Έτος δημοσίευσης: 1921)

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ ΣΤΟ ΠΥΡΓΙ

«Ἄνες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν

καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω». (Ψαλμὸς τοῦ Δαυῒδ)

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα

ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη

στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!

Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ

κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,

ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,

χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα

ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.

Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει

τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,

χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,

χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,

χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.

Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει

καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,

σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια

τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα

καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·

καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο

κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!

Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,

πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.

(Έτος δημοσίευσης: 1923)

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΙΑ

Στὸ κέντρον τῆς ἐπάνω πόλεως

μὲ τὸ καμπαναριό της, ποὺ εἶν᾿ ἕνα στολίδι

τοῦ λιμένος καὶ τῆς προσόψεως,

στέκει ὁ ναὸς τῆς Παναγίας.

Ὡραῖος ὁ ναός, τὸ τέμπλο ὡραῖο,

ὡραῖα τὰ λαμπρὰ τὰ εἰκονίσματα,

ὡραῖες κ᾿ οἱ νορίτισσες ποὺ ἐκκλησιάζονται,

ὅλα ὡραῖα.

Στολισμένο τὸ τέμπλο μὲ χρυσὲς ποδιές,

στολισμένος ὁ χορὸς καὶ τὰ στασίδια μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες,

στολισμένες κ᾿ οἱ κόρες ποὺ πηγαίνουν

νὰ ἐκκλησιασθοῦν στὴν Παναγία.

Ἀριστερὰ στὸ τέμπλο στέκεται

ἡ εἰκόνα σου ἡ μεγάλη † θεωρὸς †

ὅλη ἀσημένια ὅλη, Παναγία μου,

μὲ τ᾿ ἀσημοκάντηλά της.

Ἀπάνω στὴν εἰκόν᾿ ἀφιερώματα

κρέμονται, καραβάκια, γολετίτσες,

καΐκια, βάρκες, μπάρκα τριοκάταρτα,

ὅλ᾿ ἀφιερώματα τῶν πλοιάρχων.

Κ᾿ οἱ καπεταναῖοι οἱ παλαιοὶ

καθένας ἔχει στὸ ναὸ βαλμένο

ἀπὸ ἕνα λίθο· καὶ καθένας ἔχει

ἕνα στασίδι γύρω γύρω στὸ δεσποτικὸ

καὶ γύρω γύρω στὸ παγκάρι, ὅλοι τους.

Τάζουν στὴν Παναγία καὶ τοὺς δίνει

καλὰ ταξίδια, γαληνιάζ᾿ ἡ θάλασσα

ὅταν στὸ πέλαγο τὴν ἐπικαλεσθοῦν

τὴν Παναγία τὴν Σαλονικιά.

Ἄμποτε νά ᾿σαι βοηθός, Παρθένα μου,

κ᾿ εἰς τοὺς χειμαζομένους εἰς τοῦ βίου

τὰ βάσανα καὶ τὰς ἀνάγκας, ἄμποτε

νὰ εἶσαι βοηθὸς καὶ σωτηρία.

(Έτος δημοσίευσης: 1983)

Πηγή