Αυτά έκαναν και δίδασκαν οι Άγιοι! Σήμερα; Ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί μιλούν γι' αυτά, διαμαρτυρόμενοι όπως λένε, αλλά δεν τα πράττουν. Οι Άγιοι όμως δεν διαμαρτυρόντουσαν, έπρατταν με συνέπεια και ομολογούσαν, γι' αυτό και διέσωσαν την πίστη.
Συντομογραφίες: PG Ελληνική Πατρολογία, PL Λατινική Πατρολογία, ΕΠΕ Έλληνες
Πατέρες Εκκλησία, ΒΕΠΕΣ εκδ. Αποστολ. Διακονίας)
(πλήρες κείμενο σε νεοελληνική μετάφραση)
ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
«και εκείνοι που νομίζουν ότι
άκουσαν, παράκουσαν, και εγκατέλειψαν «τον ένα και μόνο αληθινό Θεό» αφού
παρασύρθηκαν στις δεινές αιρέσεις» (ΕΠΕ 1, 67).
«Πριν από όλα να φυλάγεστε,
επίσκοποι, από τις τρομερές και επικίνδυνες και αθέμιτες αιρέσεις, αποφεύγοντάς
τις σαν φωτιά που καίει όσους τις πλησιάζουν. Να αποφεύγετε επίσης και τα
σχίσματα. Καθόσον δεν είναι θεμιτό ούτε ο νους να παρεκκλίνει σε ανόσιες
αιρέσεις, ούτε από τους ομόφρονες να χωρίζεστε εξαιτίας φιλαρχίας» (ΕΠΕ 1,275
(1-5).
«Να φυλάγονται οι πόρτες του
χώρου στον οποίο τελείται η σύναξη, για να μην μπει μέσα κανένας άπιστος ή
αβάπτιστος. Και αν έλθει κάποιος αδελφός ή αδελφή από άλλη περιοχή έχοντας
συστατικά γράμματα, ο διάκονος να τους ανακρίνει εξετάζοντας αν είναι πιστοί,
αν είναι άνθρωποι συνδεδεμένοι με την Εκκλησία, μήπως είναι μολυσμένοι από
καμμιά αίρεση» (ΒΕΠΕΣ 2,54(16-22).
«Όλοι αυτοί (οι αιρετικοί) είναι
όργανα του διαβόλου και «υιοί της οργής»(Εφεσ.2,3)» (ΕΠΕ 1, 289).
«Να αρκείστε σε ένα μόνο
βάπτισμα… όχι εκείνο που κάνουν οι μισητοί αιρετικοί… Όσοι δέχονται από ασεβείς
το μόλυσμα (το δικό τους βάπτισμα δηλ.), αυτοί γίνονται οπαδοί της διδασκαλίας
τους. Γιατί εκείνοι δεν είναι ιερείς… ούτε φυσικά όσοι βαπτίζονται από αυτούς
έχουν μυηθεί, αλλά είναι μολυσμένοι, επειδή δεν παίρνουν άφεση των αμαρτιών
τους, αλλά δεσμό της ασέβειας» (ΕΠΕ 1, 301).
«Τους άθεους αιρετικούς που
μένουν αμετανόητοι, αφού τους ξεχωρίσετε να τους αφορίζετε από τους πιστούς και
να τους αποπέμπετε από την Εκκλησία του Θεού και να συνιστάτε στους πιστούς να
μένουν με κάθε τρόπο μακριά από αυτούς και ούτε να συνομιλούν ούτε να
προσεύχονται μαζί τους. Γιατί αυτοί είναι αντίδικοι και εχθροί της Εκκλησίας,
που διαφθείρουν το ποίμνιο και μολύνουν τους κληρονόμους, είναι δοκησίσοφοι και
παμπόνηροι… είναι πιο ασεβείς από τους Ιουδαίους και πιο άθεοι από τους
Έλληνες» (ΕΠΕ 1, 303).
«ας αποφύγουμε τους πολύθεους και
χριστοκτόνους και καταραμένους και άθεους αιρετικούς» (ΕΠΕ 1, 321).
ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ (92-101 μ.Χ.)
«Κάθε ανταρσία και κάθε σχίσμα ήταν μισητό σε σας… .
… το σχίσμα σας διέστρεψε πολλούς, πολλούς τους έβαλε σε στενοχώρια,
πολλούς σε δισταγμό, όλους μας σε λύπη» (Α προς Κορινθίους ΒΕΠΕΣ 1,14,2 &
1,32,3-5).
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΒΑΡΝΑΒΑ (σύνταξη έργου 100-130 μ.Χ.)
«Να μην κάνεις σχίσμα, αλλά να μονοιάζεις αυτούς που μάχονται
συγκεντρώνοντάς τους» (ΕΠΕ,Αποστ.Πατερ. τομος 4,71).
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (+156)
«Όποιος δεν ομολογεί το μαρτύριο του σταυρού, προέρχεται από τον διάβολο, ενώ όποιος προσαρμόζει τα λόγια του Κυρίου στις δικές του επιθυμίες και λέει, ότι ούτε ανάσταση ούτε κρίση υπάρχει, αυτός είναι πρωτότοκος του Σατανά. Για αυτό εγκαταλείποντας τη ματαιότητα των πολλών και τις ψευδοδιδασκαλίες, ας επιστρέψουμε στο λόγο που από την αρχή μας παραδόθηκε» (προς Φιληππησίους 7,ΕΠΕ 347-349).
ΙΓΝΑΤΙΟΣ ΘΕΟΦΟΡΟΣ (+ 110)
«Ο Ονήσιμος επαινεί με το
παραπάνω την πειθαρχία σας στον Θεό, ότι όλοι ζείτε σύμφωνα με την αλήθεια και
ότι μεταξύ σας δεν υπάρχει καμία αίρεση»(Προς Εφεσ. 6,ΕΠΕ 4,81).
«Αποφεύγετε λοιπόν τις άθεες αιρέσεις,
διότι είναι εφευρέσεις του διαβόλου, του πρώτου κακού φιδιού» (Προς Τραλλιανούς
10,ΕΠΕ 4,211).
«Αυτοί που φαίνονται ότι είναι
αξιόπιστοι και διδάσκουν διαφορετικά πράγματα να μην σε εκπλήσσουν. Στάσου
σταθερός σαν αμόνι που χτυπιέται. Είναι γνώρισμα μεγάλου αθλητή το να χτυπιέται
και να νικά» (Προς Πολύκαρπον 3, ΕΠΕ σελ. 145).
«Καθένας που λέει διαφορετικά
πράγματα από αυτά που είναι καθορισμένα, έστω και αν είναι αξιόπιστος, και αν
νηστεύει και αν μένει παρθένος και αν κάνει θαύματα και αν προφητεύει, να σου
φαίνεται λύκος με προβιά προβάτου που δουλεύει για την καταστροφή των προβάτων.
Εάν κάποιος αρνείται τον σταυρό και ντρέπεται το πάθος, να θεωρείται από σένα
ως ο ίδιος ο σατανάς· «και εάν μοιράσει τα υπάρχοντά του στους φτωχούς, και αν
μετακινεί βουνά και αν παραδώσει το σώμα του να καεί», να είναι για σένα
μισητός» (προς Ήρωνα, ΕΠΕ,τομ. 4, σελ. 305).
«Παιδιά λοιπόν του φωτός της
αλήθειας, να αποφεύγετε τη διαίρεση και τις κακές διδασκαλίες… Διότι πολλοί
λύκοι, που εμπνέουν εμπιστοσύνη με την κακή ηδονή, αιχμαλωτίζουν εκείνους που
ακολουθούν το δρόμο του Θεού· όταν όμως είστε ενωμένοι, δεν έχουν θέση ανάμεσά
σας. Αποφεύγετε τα κακά ζιζάνια… Μη πλανάσθε, αδελφοί μου· όποιος ακολουθεί
αυτόν που προκαλεί σχίσμα, «δεν κληρονομεί τη βασιλεία του Θεού»»» (προς
Φιλαδελφείς ΕΠΕ 4,125)
«…όχι όπως λένε μερικοί άπιστοι,
ότι φαινομενικά ο Χριστός έπαθε, ενώ αυτοί είναι φαινομενικοί, και όπως
πιστεύουν, θα τους συμβεί, επειδή είναι ασώματοι και δαιμονικοί… Σας προφυλάσσω
όμως από τα ανθρωπόμορφα θηρία, τους οποίους όχι μόνο δεν πρέπει εσείς να τους
παραδέχεστε, αλλά αν είναι δυνατόν ούτε να τους συναντάτε, πράγμα δύσκολο…
Αυτός που τον αρνούνται μερικοί αγνοώντας τον, ή καλύτερα αρνήθηκαν από αυτόν,
επειδή είναι συνήγοροι του θανάτου μάλλον παρά της αλήθειας… Τι με ωφελεί
κάποιος εάν επαινεί εμένα και βλασφημεί τον Κύριό μου, μη ομολογώντας ότι έφερε
σάρκα; Εκείνος που δεν ομολογεί αυτό, τον έχει αρνηθεί τελείως, όντας
νεκροφόρος… Αυτός που κάνει κάτι κρυφά από τον επίσκοπο, λατρεύει τον διάβολο»
(προς Σμυρναίους, ΕΠΕ 4 135-139)
«Μη πλανάσθε, αδελφοί μου. Αυτοί
που καταστρέφουν σπίτια, «δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού»(Α
Κορ.6,10). Εφόσον λοιπόν πεθαίνουν εκείνοι που τα κάνουν αυτά σαρκικά, πόσο
μάλλον όταν κανείς καταστρέφει με την κακή διδασκαλία την πίστη του Θεού, για
την οποία σταυρώθηκε ο Ιησούς Χριστός; Αυτός, αφού έγινε βρωμερός, θα οδηγηθεί
στη φωτιά που δεν σβήνει, όπως το ίδιο και εκείνος που τον ακούει»(προς
Εφεσίους,ΕΠΕ 4,87)
«Σας παρακαλώ λοιπόν… να
χρησιμοποιείτε μόνο τη χριστιανική τροφή, και να αποφεύγετε τα ξένα βότανα,
δηλαδή τους αιρετικούς, οι οποίοι εμπλέκουν στους εαυτούς τους τον Ιησού
Χριστό, πιστεύοντας ότι είναι καταξιωμένοι, σαν να δίνουν θανάσιμο δηλητήριο
μαζί με μίγμα κρασιού και μελιού, το οποίο παίρνει ευχαρίστως όποιος υο αγνοεί,
παίρνοντας έτσι με την κακή ηδονή τον θάνατο. Να φυλάγεστε λοιπόν από
αυτούς»(προς Τραλλιανούς ΕΠΕ 4,107)
ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ (+ περί το 165)
«Με κανέναν από αυτούς δεν
κοινωνούμε εμείς, οι οποίοι θεωρούμε ότι αυτοί είναι άθεοι και ασεβείς… και
αντί να σέβονται τον Ιησού ομολογούν αυτόν μόνο κατ’ όνομα. Και λένε τους
εαυτούς τους Χριστιανούς…» (Διάλογος 35,5-6,ΕΠΕ Απολογηταί τόμος 1, σελ.357)
«Και τον Μαρκίωνα από τον Πόντο,
τον προέβαλαν οι κακοί δαίμονες, ο οποίος διδάσκει και τώρα… Πολλοί, αφού
πείστηκαν σε αυτόν… μας περιγελούν… αρπαγμένοι χωρίς λογική σαν αρνιά από λύκο
γίνονται βορά άθεων δογμάτων και των δαιμόνων» (Απολογία Α, ΕΠΕ,σελ. 177)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (160-180)
«Ακόμα ο ίδιος, ο Διονύσιος
επίσκοπος Κορίνθου (160-180 μ.Χ.) γράφει για νόθευση των επιστολών του αυτά:
«Πράγματι έγραψα επιστολές κατόπιν αξίωσης των αδελφών να γράψω. Αυτές όμως οι
απόστολοι του διαβόλου τις έχουν γεμίσει με ζιζάνια, άλλα μεν αφαιρώντας, αλλά
δε προσθέτοντας· αυτούς αναμένει του «ουαί» (αλίμονο). Δεν είναι λοιπόν
θαυμαστό το ότι μερικοί έχουν επιχειρήσει να νοθεύσουν και τις γραφές του
Κυρίου, αφού και της κατώτερης στάθμης έχουν επιβουλευτεί».(Εκκλησιαστική
Ιστορία ΕΠΕ 2,85)
ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΛΥΩΝ (+ 192 μ.Χ)
«Θα κρίνει ο Θεός και όσους δημιουργούν
τα σχίσματα, διότι δεν έχουν την αγάπη του Θεού, αλλά κοιτάζουν το δικό τους
συμφέρον και όχι την ενότητα της Εκκλησίας. Για ασήμαντους και τυχαίους λόγους
κόβουν και διαιρούν το μεγάλο και ένδοξο σώμα του Χριστού, και, όσο εξαρτάται
από αυτούς, το φονεύουν. Επίσης θα κρίνει όσους μιλούν για ειρήνη και κάνουν
πόλεμο, διϋλίζοντας πραγματικά το κουνούπι και καταπίνοντας την καμήλα. Δεν
μπορούν να κατορθώσουν τίποτα τόσο σπουδαίο, όσο μεγάλη είναι η ζημιά του
σχίσματος» (Έλεγχος 4,33,7)
«Ένας επιδέξιος καλλιτέχνης
ζωγράφισε μια ωραία εικόνα βασιλέως αποτελουμένη από πολλούς πολύτιμους λίθους.
Κάποιος άλλος διαλύει αυτό το μωσαϊκό και συνθέτει με τους λίθους διαφορετικό
σχέδιο, που αναπαριστά την εικόνα ενός σκύλου ή μιας αλώπεκος. Εν συνεχεία ισχυρίζεται
ότι αυτό ήταν η αρχική εικών, του πρώτου καλλιτέχνη, με το πρόσχημα ότι οι
ψηφίδες ήταν αυθεντικές. Το αρχικό όμως σχέδιο είχε καταστραφεί. Αυτό ακριβώς
κάνουν οι αιρετικοί με την Αγία Γραφή. Αγνοούν και διασπούν τη «σειράν και τον
σύνδεσμον» της Αγ. Γραφής, «λύοντες (=χαλώντας) τα μέλη της αληθείας». «Ρήματα,
λέξεις, παραβολαί» είναι πράγματι γνήσια, αλλά η «υπόθεσις» είναι αυθαίρετη και
ψευδής. (Κατά Αιρέσ. 1.8.1)»
«Αυτά τα διδάγματα, Φλωρίνε, για
να μιλήσω με μετριοπάθεια, δεν προέρχονται από υγιή γνώμη· αυτά τα διδάγματα
είναι ασύμφωνα με την Εκκλησία διότι ρίχνουν αυτούς που πείθονται σε αυτά στη
μέγιστη ασέβεια, αυτά τα διδάγματα δεν τόλμησαν να τα διατυπώσουν ποτέ ούτε οι
έξω από την εκκλησία αιρετικοί· αυτά τα διδάγματα δεν σου τα παρέδωσαν οι πριν
από εμάς πρεσβύτεροι, που συναναστράφηκαν με τους Αποστόλους. Διότι σε είδα
όταν ήμουν ακόμα παιδί στην Κάτω Ασία κοντά στον Πολύκαρπο να διαπρέπεις στη
βασιλική αυλή και να επιχειρείς ναι ευδοκίμησης κοντά του. Πράγματι θυμάμαι
περισσότερο τα τότε επεισόδια από αυτά που πρόσφατα συνέβησαν… ώστε να μπορώ να
πω και τον τόπο στον οποίο καθόταν και μιλούσε ο μακάριος Πολύκαρπος, … και την
συναναστροφή του μαζί με τον Ιωάννη (τον ευαγγελιστή) όπως την διηγούνταν και
τη συναναστροφή με τους άλλους οι οποίοι είχαν δει τον Κύριο και πως θυμούνταν
τα λόγια του (του Ιωάννη) και τι άκουγε από εκείνους για τον Κύριο και για τα
θαύματά του και για τη διδασκαλία όπως τα διηγούνταν ο Πολύκαρπος, που τα
παρέλαβε από τους αυτόπτες της ζωής του Λόγου, όλα σύμφωνα με τις γραφές. Αυτά
άκουγα και τότε με προσοχή… καταγράφοντας αυτά όχι σε χαρτί αλλά στην καρδιά
μου… και μπορώ να μαρτυρήσω μπροστά στο Θεό, ότι αν είχε ακούσει κάτι τέτοιο
(τις διδασκαλίες του Φλωρίνου) ο μακάριος και αποστολικός εκείνος πρεσβύτερος,
αφού θα κραύγαζε, θα έφραζε τα αυτιά του και θα έλεγε κατά την συνήθειά του «ω
καλέ Θεέ, σε ποιους καιρούς με διατήρησες, ώστε να υποφέρω αυτά τα πράγματα»,
θα έφευγε και από τον τόπο όπου καθισμένος ή όρθιος θα άκουγε τέτοιους λόγους»
Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία (ΕΠΕ 2 191-193)
ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ (150-225/240)
«Όσοι είναι αιρετικοί, δεν είναι
δυνατόν να είναι Χριστιανοί» (PL 2,51)
ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ ΡΩΜΗΣ (+ 235)
«Επιχειρούν να αποκαλούν τους
εαυτούς τους, αυτοί που δεν κοκκινίζουν από ντροπή, καθολική εκκλησία» (PG
15,3387A)
ΚΛΗΜΗΣ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΕΥΣ (+ 220/230)
«Αυτός που κλώτσησε (απέρριψε)
την εκκλησιαστική παράδοση και αποσκίρτησε στις δοξασίες των ανθρώπινων
αιρέσεων, έχασε την δωρεά να είναι άνθρωπος του Θεού» (Παιδαγωγός Ζ,16, ΕΠΕ
4,461)
«Της προγενέστατης και
αληθέστατης Εκκλησίας, νεόκοπες παραχαράξεις αποτελούν οι μεταγενέστερες αυτές
αιρέσεις και οι νεώτερες από αυτές… μία είναι η αληθινή Εκκλησία, η πραγματικά
αρχαία… Είναι λοιπόν συνδεδεμένη με την φύση του ενός η μία Εκκλησία την οποία
βιάζονται να την κομματιάσουν σε πολλές αιρέσεις» (Παιδαγωγός Ζ,17, ΕΠΕ
4,477-479)
«Εγκατέλειψε τους δρόμους του
αμπελώνα του και πλανήθηκε στα δρομάκια του χωραφιού τους (Παροιμ. 9,12). Αυτές
είναι οι αιρέσεις που εγκαταλείπουν την εξαρχής Εκκλησία. Όποιος δηλαδή
παρασύρθηκε στην αίρεση «περνά μέσα από άνυδρη έρημο», εγκαταλείποντας τον
πραγματικό Θεό,, έρημος από Θεό, ζητώντας ανύπαρκτο νερό» (Στρωματείς Α 19,ΕΠΕ
3,117)
«(οι μάρτυρες των αιρετικών)
βγάζουν τους εαυτούς τους από τη ζωή χωρίς να είναι μάρτυρες, έστω και αν
τιμωρούνται δημόσια. Γιατί δεν διασώζουν τον χαρακτήρα του μαρτυρίου του
πιστού, αφού δεν γνώρισαν τον αληθινό Θεό. Και αποδίδουν τον εαυτό τους σε
θάνατο κενό, όπως και οι γυμνοί σοφιστές των Ινδών σε μάταιη φωτιά» (Στρωματείς
Δ 4,ΕΠΕ 3,461)
ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ (+258)
«Όποιος χωρίζεται από την
Εκκλησία συνδέεται με μοιχαλίδα… Αυτός που δεν έχει την Εκκλησία ως Μητέρα του,
ούτε τον Θεό μπορεί να έχει ως Πατέρα του.
Όσο μπόρεσε να σωθεί από τον
κατακλυσμό όποιος ήταν έξω από την κιβωτό, άλλο τόσο μπορεί να σωθεί όποιος
είναι έξω από την Εκκλησία… Αυτός που μετέχει σε συνάξεις σε ξένους τόπους και
όχι στην Εκκλησία, διασπά την Εκκλησία του Χριστού… Αυτός που δεν τηρεί αυτήν
την ενότητα… δεν κατέχει την ζωή και τη σωτηρία» (Περί της ενότητος,κεφ. 6)
«Νομίζουν, ότι είναι ο Χριστός μαζί
τους, στις συνάξεις τους εκείνοι, οι οποίοι συναθροίζονται εκτός της Εκκλησίας
του Χριστού; Και αν υποστούν και μαρτυρικό θάνατο αυτοί οι άνθρωποι για την
ομολογία του ονόματος του Χριστού, όμως η κηλίδα αυτή (αίρεση, σχίσμα) ούτε με
το αίμα δεν εξαλείφεται. Ασυγχώρητη και βαρειά είναι η ενοχή της διαίρεσης, και
ούτε με το μαρτύριο δεν εξαγνίζεται. Δεν μπορεί να είναι μάρτυρας εκείνος, ο
οποίος δεν βρίσκεται εντός της Εκκλησίας. Δεν θα μπει στη Βασιλεία, αυτός που
εγκαταλείπει εκείνην, η οποία θα βασιλεύει εκεί» (Περί της ενότητος… κεφ 13-14)
«Δεν μπορεί να είναι μάρτυρας
εκείνος ο οποίος δεν ανήκει στην Εκκλησία» (Περι της ενότητος…14)
«Ούτε το βάπτισμα της δημόσιας
ομολογίας (μαρτύριο) μπορεί να ωφελήσει κάποιον αιρετικό παρέχοντας σε αυτόν
την σωτηρία, επειδή καμία σωτηρία δεν υπάρχει έξω από την Εκκλησία» (επιστολή
73,21)
«Η σωτηρία δεν είναι δυνατή σε
κανέναν, παρά μόνο στην Εκκλησία» (PL 4,371)
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (248-265 μ.Χ.)
«Ο Διονύσιος [επίσκοπος
Αλεξανδρείας] προς τον αδελφό Noβατιανό [τον αίτιο σχίσματος] χαίρε. Εάν
ακούσια, όπως λες, οδηγήθηκες στο σχίσμα, θα το δείξεις αναχωρώντας από αυτό
εκούσια. Πράγματι, έπρεπε μεν να πάθει κάνεις οτιδήποτε για να μην σχίσει την
Εκκλησία του Θεού και το μαρτύριο για να μην γίνει σχίσμα, δεν θα ήταν λιγότερο
ένδοξο από το μαρτύριο που θα συνέβαινε για να μην γίνει κάποιος ειδωλολάτρης,
για μένα μάλιστα, θα ήταν και ανώτερο. Διότι εκεί μεν μαρτυρεί κάποιος για μία
μόνο ψυχή, την δική του, ενώ εδώ για όλη την Εκκλησία. Και τώρα λοιπόν εάν πείσεις
ή πιέσεις τους αδελφούς να έρθουν σε ομόνοια, το κατόρθωμα θα είναι μεγαλύτερο
από το σφάλμα σου, και αυτό μεν δεν θα υπολογιστεί, ενώ εκείνο θα επαινεθεί.
Εάν όμως αδυνατίσεις να πράξεις αυτό λόγω ανυπακοής τους, σώσε τουλάχιστον την
ψυχή σου».(Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2,333)
«[Γράφει ο Διονύσιος
Αλεξανδρείας] Όταν λοιπόν έφτασα στο νομό Αρσινόης όπου η αίρεση (του αιρετικού
Νέπωτος επισκόπου Αρσινόης) αυτή έχει διαδοθεί πριν πολύ χρόνο, ώστε να συμβούν
και σχίσματα και αποστασίες ολόκληρων Εκκλησιών, αφού συγκάλεσα τους
πρεσβυτέρους και διδασκάλους των αδελφών
στις κωμοπόλεις, πρότεινα να εξετάσουμε το θέμα δημόσια και αφού μου έφεραν το
βιβλίο αυτό (του Νέπωτος) ως ακαταμάχητο όπλο και τείχος, κάθισα μαζί με αυτούς
για τρεις συνεχόμενες ημέρες από το πρωί ως το βράδυ και προσπάθησα να διορθώσω
τα γραμμένα. Τότε θαύμασα την σταθερότητα, την φιλαλήθεια, την οξύνοια, την
σύνεση των αδελφών, ώστε προτείναμε τις ερωτήσεις, τις απορίες και τις
συμφωνίες με τάξη και μετριοπάθεια. Αποφασίσαμε με κάθε τρόπο και επιμονή να
μην επανερχόμαστε σε όσα έγιναν μία φορά δεκτά, ακόμα και αν φαίνονταν ότι δεν
είναι σωστά. Δεν φοβόμασταν τις αντιλογίες αλλά προσπαθούσαμε να συλλάβουμε τα
θέματα και να τα κατοχυρώσουμε, ούτε διστάζαμε, αν το απαιτούσε ο λόγος, να
μεταπειστούμε και να αναγνωρίσουμε τις προτάσεις των αντίθετων, αλλά
παραδεχόμασταν ευσυνείδητα, ανυπόκριτα και με τις καρδιές απλωμένες προς τον
Θεό όσα βασίζονταν στις αποδείξεις και διδασκαλίες των Αγίων γράφων.
Στο τέλος ο αρχηγός και εισηγητής αυτής της διδασκαλίας, που ονομαζόταν
Κορακιών, εις επήκοον όλων των παρόντων αδελφών ομολόγησε και μας διαβεβαίωσε
ότι δεν θα ακολουθεί πλέον το δόγμα αυτό ούτε θα μιλάει για αυτό ούτε θα το
θυμάται ούτε θα το διδάσκει, διότι αρκετά ανασκευάστηκε από τα αντίθετα
επιχειρήματα· από τους υπόλοιπους λοιπόν αδελφούς άλλοι μεν χαίρονταν για τη
συνδιάσκεψη και την συγκατάβαση και συμφωνία προς όλους» (Ευσεβίου Καισαρείας,
Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 3, 65-67)
ΜΕΓΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (+373)
«Επειδή όμως το τέλος του Αρείου
δεν ήρθε τόσο απλά, για αυτό είναι άξιο να το διηγηθούμε. Όταν η ομάδα του
Ευσέβιου απειλούσε να τον δεχτεί στην Εκκλησία, ο μεν επίσκοπος της
Κωνσταντινούπολης Αλέξανδρος δεν συμφωνούσε ο δε Άρειος στηριζόταν στη βία και
τις απειλές του Ευσέβιου, διότι ήταν Σάββατο και περίμενε ότι την επομένη θα
συμφιλιωθεί. Έγινε λοιπόν μεγάλη μάχη, όταν εκείνοι μεν απειλούσαν, ο δε
Αλέξανδρος προσευχόταν. Αλλά ο Κύριος ο οποίος στάθηκε δίκαιος κριτής αποφάσισε
εναντίον των αδίκων. Διότι πριν ακόμα δύσει ο ήλιος, όταν υποχρεώθηκε από
σωματική ανάγκη να βρεθεί στο ουρητήριο, εκεί έπεσε κάτω, και έτσι έχασε αμέσως
και τα δύο, και την κοινωνία και την ζωή. Και ο μεν μακαρίτης Κωνσταντίνος
μόλις πληροφορήθηκε αυτό θαύμασε, διότι είδε πώς αυτός αποδείχθηκε επίορκος σε
όλους δε έγινε πλέον φανερό ότι οι μεν απειλές των φίλων του Ευσέβιου
εξασθένησαν, η δε ελπίδα του Αρείου υπήρξε μάταιη. Αποδείχτηκε λοιπόν για άλλη
μία φορά ότι η αρειανική αίρεση κατέστη υπό του Σωτήρος ακοινώνητη και εδώ και
στην εν ουρανοις πρωτότοκο εκκλησία».(προς επισκόπους Αιγύπτου, ΕΠΕ 10,71-73)
«Να, εμείς μεν αποδεικνύουμε ότι
η άποψη αυτή πέρασε από τη μία γενιά των Πατέρων στην άλλη. Eσείς όμως νέοι
Ιουδαίοι και μαθητές του Καϊάφα, ποιους άραγε έχετε να δείξετε πατέρες των
λόγων σας; Κανέναν από τους σοφούς και συνετούς δεν μπορείτε να αναφέρετε,
διότι όλοι σας αποστρέφονται εκτός από μόνον τον διάβολο. Πράγματι, μόνος αυτός
είναι ο πατέρας της αποστασίας σας, αυτός έσπειρε ευθύς εξ’ αρχής την ασέβεια
αυτή μέσα σας και σας πείθει τώρα να βρίζετε την Οικουμενική Σύνοδο»
(απευθύνεται στους Αρειανούς, ΕΠΕ 9, 107)
«Όσαι εκ των αιρέσεων
απεμακρύνθησαν από την αλήθειαν και επενόησαν δια αυτάς τας ιδίας την
παραφροσύνην είναι φανεραί, και η ασέβειά των ολοφάνερη εις όλους από παλαιά. Διότι
το ότι απεμακρύνθησαν από μας αυτοί που εφεύρον αυτάς τας πλάνας είναι δυνατόν
να αποδειχθή, όπως έγραψεν ο μακάριος Ιωάννης
ότι το φρόνημα αυτών ούτε ποτέ υπήρξεν ούτε τώρα είναι σύμφωνον με το
ιδικόν μας. Δια τούτο και, όπως είπεν ο Σωτήρ, αφού δεν συναθροίζουν μαζί με
μας, σκορπίζουν με τον διάβολον, με το να παρακολουθούν αυτούς που κοιμούνται,
ώστε αφού ενσπείρουν το καταστρεπτικόν των δηλητήριον, να έχουν εξασφαλίσει δια
λογαριασμόν των αυτούς που θα αποθάνουν μαζί των.
Επειδή δε μία από τας αιρέσεις, η τελευταία, η οποία ενεφανίσθη τώρα ως
πρόδρομος του αντίχριστου, η ονομαζόμενη αρειανή, καθώς είναι ύπουλη και
παμπόνηρη, παρετήρησεν ότι αι παλαιότεραι εκ των αδελφών της αιρέσεις
κατεδικάσθησαν φανερά, υποκρίνεται, όπως ο πατήρ της ο διάβολος, και ενδύεται
με αγιογραφικά ρητά και προσπαθεί πάλιν να εισέλθη εις τον παράδεισον της
Εκκλησίας, δια να εμφανισθή ως δήθεν Χριστιανή και να εξαπατήση έτσι μερικούς,
ώστε να σκέπτωνται εναντίον του Χριστού, βασιζομένη εις τους υποθετικούς
παραλογισμούς της διότι τίποτε εύλογον δεν υπάρχει εις αυτήν. Και ήδη βεβαίως
παρέσυρε μερικούς ανοήτους, οι όποιοι όχι μόνον ημάρτησαν με την ακοήν, αλλά
και, όπως η Εύα, έλαβαν και εγεύθησαν, ώστε πλέον με την άγνοιάν των να θεωρούν
το πικρόν γλυκύ, και την αποτροπαίαν αίρεσιν να ονομάζουν καλήν. Δια τούτο
εθεώρησα αναγκαίον, επειδή και σείς με
παρεκαλέσατε, να διαλύσω τον ισχυρόν θώρακα της βρωμεράς αυτής αιρέσεως και να
φανερώσω την δυσωδίαν της μωρίας της. Έτσι, όσοι είναι ακόμη έξω απ’ αυτήν να
την αποφύγουν ακόμη περισσότερον, όσοι δε εξηπατήθησαν υπ’ αυτής να
μετανοήσουν, και με ανοικτά τα μάτια της καρδίας των να καταλάβουν ότι, όπως το
σκοτάδι δεν είναι φως ή το ψεύδος αλήθεια, έτσι ούτε η αρειανική αίρεσις είναι
καλή. Αλλά και όσοι τους ονομάζουν
Χριστιανούς σφάλλουν πολύ, διότι αυτοί ούτε τας Γραφάς έχουν μελετήσει, ούτε
τον Χριστιανισμόν και την πίστιν του γνωρίζουν καθόλου. Τι είδαν λοιπόν εις την
αίρεσιν αυτήν, το οποίον ομοιάζει προς την αληθινήν πίστιν και επιμένουν ότι
εκείνοι δεν διδάσκουν κανένα κακόν; Εις την πραγματικότητα τούτο είναι ωσάν να
ονομάζουν Χριστιανόν και τον Καϊάφαν, και να συγκαταλέγουν ακόμη μεταξύ των
αποστόλων τον προδότην Ιούδαν, και να λέγουν, ότι εκείνοι που εζήτησαν την
απελευθέρωσιν του Βαραββά αντί του Σωτήρος δεν έκαναν κανένα κακόν
… Οι μακάριοι λοιπόν απόστολοι υπήρξαν διδάσκαλοι μας και εκήρυξαν το
Ευαγγέλιον του Σωτήρος, δεν ελάβαμεν όμως το ονομά των, αλλ’ εκ του ονόματος
του Χρίστου και είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί. Όσοι δε ανάγουν εις άλλους
την αρχήν της πίστεως, την όποιαν θεωρούν ορθήν, λαμβάνουν, ως είναι φυσικόν,
εξ αυτών και την ονομασίαν, εφ΄ όσον έχουν γίνει πλέον ιδικοί των. Ούτως,
επειδή όλοι ημείς εκ του Χριστού είμεθα και ονομαζόμεθα Χριστιανοί, εξεδιώχθη
κάποτε ο Μαρκίων, διότι επενόησεν αίρεσιν. Και όσοι μεν παρέμειναν με αυτόν που
τον απέβαλεν από την Εκκλησίαν έμειναν Χριστιανοί, όσοι όμως ηκολούθησαν τον
Μαρκίωνα δεν ωνομάσθησαν πλέον Χριστιανοί, αλλά Μαρκιωνισταί» (Κατά Αρειανών
Α,2, ΕΠΕ 2,29-33)
«Αυτά είναι κομμάτια από τα
παραμυθάκια που ευρίσκονται εις το γελοίον σύγγραμμα του Αρείου. Ποιος λοιπόν
δεν θα εμισούσε δικαίως τον Άρειον ως παίζοντα θέατρον εις την σκηνήν, δι’αυτά
τα θέματα, εάν ήκουεν αυτά τα λόγια και τας μελωδίας της Θαλίας. Ποιος δεν τον
θεωρεί ωσάν τον όφιν που συνεβούλευε την γυναίκα, επειδή εμφανίζεται να ονομάζη
Θεόν και να ομιλή περί Θεού; Ποιος δε, όταν διαβάζη τα παρακάτω, δεν βλέπει την
ασέβειαν του, όπως και την μετά ταύτα πλάνην του όφεως, εις την οποίαν παρέσυρε
με δόλον την γυναίκα; Ποιος δεν εξανίσταται δι’ αύτού του είδους τας
βλασφημίας; Ο ουρανός λοιπόν εξεπλάγη, όπως λέγει ο προφήτης, και η γη έφριξεν,
ένεκα της παραβάσεως του νόμου, ο δε ήλιος ηγανάκτησε περισσότερον, και, επειδή
δεν υπέφερε τότε τους κατά του κοινού Δεσπότου όλων ημών προκληθέντας
σωματικούς εξευτελισμούς, τους οποίους ο ίδιος υπέστη με την θέλησίν του,
έστρεψεν εις άλλην κατεύθυνσιν το πρόσωπόν του και απετράβηξε τας ακτίνας του,
έτσι ώστε άφησεν εκείνην την ημέραν χωρίς ήλιον. Πώς λοιπόν προκειμένου περί
των βλασφημιών του Αρείου δεν θα καταληφθή σύμπασα η ανθρωπότης από αφασίαν και
δεν θα κλείση τα αυτιά και τα μάτια, δια να μη ημπορέση ούτε να ακούση αυτού
του είδους τας βλασφημίας, ούτε να ιδή αυτόν ο οποίος τας έγραψε;… Δια τον
λόγον λοιπόν αυτόν και η οικουμενική σύνοδος
εξεδίωξεν από την Εκκλησίαν τον Άρειον, ο οποίος εδίδασκεν αυτά, και τον
ανεθεμάτισε, διότι δεν ημπορούσε να ανεχθή την ασέβειαν. Έτσι πλέον
εχαρακτηρίσθη αίρεσις η κακοδοξία του Αρείου και επειδή έχει και κάτι
περισσότερον από τας άλλας αιρέσεις, ωνομάσθη και χριστομάχος και εθεωρήθη
πρόδρομος του Αντίχριστου…. ας μάθουν από τας Γραφάς, ότι και ο διάβολος, ο
οποίος εσοφίσθη τας αιρέσεις, λόγω της δυσωδίας που έχει η κακία του,
δανείζεται τας λέξεις των Γραφών, ώστε έχων αυτάς ως επικάλυμμα να σπείρη πάλιν
υπούλως το δηλητήριον του και να εξαπατά έτσι τους απονηρεύτους. Έτσι εξηπάτησε
την Εύαν. Έτσι εξύφανε και τας άλλας αιρέσεις. Έτσι και τώρα έπεισε τον Άρειον
να ομιλήση και να αντιταχθή δήθεν κατά των αιρέσεων, δια να επιβάλη έτσι
λαθραίως την ιδικήν του αίρεσιν.» (Κατά Αρειανών Α,2, ΕΠΕ 2,43-47)
«δια να μη προσέχουν την βρωμιάν
της αιρέσεως, όσοι προσηλυτίζονται απ’ αυτούς εξαπατώμενοι από την υποκρισίαν
και τας υποσχέσεις. Πώς λοιπόν δεν είναι και κατά τούτο πάλιν άξια μίσους η
αίρεσις, αφού και από τους ίδιους τους οπαδούς της κρύπτεται, καθώς δεν έχει
θάρρος να εμφανισθή δημοσίως, και περιθάλπεται όπως ο όφις…. το μόνον που
απομένει να λεχθή ακόμη είναι ότι τα παρέλαβαν από του διαβόλου και δια τούτο
έχουν τόσην μανίαν (διότι μόνος αυτός είναι που σπέρνει αυτά), εμπρός να
αντικρούσωμεν αυτόν. Διότι μέσω αυτών
των αιρετικών αγωνιζόμεθα εναντίον εκείνου, ώστε με την βοήθειαν του Κυρίου και
με την δια των ελέγχων,ως συνήθως, κατανικήσω αυτού, να εντραπούν καθώς θα
βλέπουν πλέον χωρίς δύναμιν αυτόν που ενέσπειρεν εις αυτούς τήν αίρεσιν,
και δια να πληροφορηθούν, έστω και αργά, ότι, εφ΄ όσον είναι Αρειανοί, δεν
είναι Χριστιανοί. (Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,55-57)
«Τα ίδια λοιπόν έπαθαν οι
χριστομάχοι και δια τούτο έχουν περιπέσει εις αποκρουστικήν αίρεσιν. Διότι εάν
είχαν κατανοήσει ορθώς και το πρόσωπον και το πράγμα και τον χρόνον του
αποστολικού ρητού, δεν θα ασεβούσαν τόσο πολύ αναφέροντες τα ανθρώπινα εις την
θεότητα, οι ανόητοι» (Κατά Αρειανών Α, ΕΠΕ 2,185)
«Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι
πρέπει να επινοή κανείς πράγματα απέχοντα από την αλήθειαν, ούτε ότι οφείλει,
επειδή εις την αναζήτησιν προκύπτουν απορίαι, να μη πιστεύη εις όσα είναι
γραμμένα. Διότι είναι καλύτερον να έχωμεν απορίας και παρά ταύτα να σιωπώμεν
και να πιστεύωμεν, παρά να μη πιστεύωμεν, επειδή εχομεν απορίας. Διότι εκείνος
που απορεί, ημπορεί κατά κάποιον τρόπον και να συγχωρηθή, καθόσον ηρεμεί
τελείως αφού ερευνήση. Εκείνος όμως ο οποίος, επειδή απορεί, επινοεί δια τον
εαυτόν του αυτά που δεν πρέπει, και ισχυρίζεται περί του Θεού όσα είναι ανάξια
αυτού, θα έχη ασυγχώρητον την καταδίκην δια την τόλμην του. Ημπορεί δηλαδή και
δι’ αυτάς τας απορίας να εύρη κάποιαν ανακούφισιν από τας θείας γραφάς, ώστε να
εκλαμβάνη μεν ορθώς αυτά που είναι γραμμένα» (Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,317)
«Και άλλων λοιπόν αιρέσεων, αι
οποίαι αναφέρουν μόνον τα ονόματα, αλλά
δεν πιστεύουν ορθώς, όπως έχει λεχθή, και ούτε έχουν σταθεράν πίστιν, το
βάπτισμα που χορηγούν είναι ανώφελον, καθ’ όσον υστερεί εις ευσέβειαν, εις
τρόπον ώστε αυτός που ραντίζεται απ’ αυτούς ρυπαίνεται μάλλον με ασέβειαν παρά
λυτρώνεται. Έτσι και οι ειδωλολάτραι, αν και ομολογούν με το στόμα τον Θεόν,
όμως υπόκεινται εις την κατηγορίαν της αθεΐας, διότι δεν γνωρίζουν τον
πραγματικώς υπάρχοντα και αληθινόν Θεόν, τον Πατέρα δηλαδή του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού. Το ίδιο και οι Μανιχαίοι και οι Φρύγες, και οι μαθηταί του
Σαμοσατέως, αν και χρησιμοποιούν τα ονόματα (της Τριάδος), δεν είναι ολιγώτερον
αιρετικοί» (Κατά Αρειανών Β, ΕΠΕ 2,335)
«Επειδή λοιπόν είναι τελείως
μισητός ο εφευρέτης της κακίας, και επειδή ο διάβολος είναι μεγάλος δαίμονας,
και ή μπορεί να κτυπιέται από όλους μόνον όταν φαίνεται, όπως ο όφις, όπως ο
δράκος, όπως το λιοντάρι που ζητά να αρπάση και να καταπιή μερικούς, δια τούτο
αυτός σκεπάζει και αποκρύπτει αυτό που είναι εις την πραγματικότητα,
οικειοποιείται δε με υποκρισίαν και πονηρίαν το όνομα που ποθούν όλοι, δια να
εξαπάτηση αυτούς με την φαντασίαν, και να εμπλέξη έτσι τους παραπλανηθέντας εις
τα δεσμά του. Και όπως ακριβώς, αν θέλη κανείς να απαγάγη ξένα παιδιά, όταν
απουσιάζουν οι γονείς των, υποκρίνεται τα πρόσωπά των, δια να εξαπάτηση τα
παιδιά που τους νοσταλγούν, ώστε να τα παρασύρη μακρυά και να τα εξαφανίση,
κατά τον ίδιον τρόπον και ο κακόβουλος και διεστραμμένος διάβολος, επειδή ο
ίδιος δεν έχει θάρρος, και επειδή ξέρει τον έρωτα των ανθρώπων προς την
αλήθειαν, υποκρίνεται μεν αυτήν εις την φαντασίαν, τοποθετεί δε το δηλητήριόν
του εντός αυτών που τον ηκολούθησαν. Με τον τρόπον αυτόν εξηπάτησε και την
Εύαν, με το να μη λέγη τα ιδικά του λόγια, αλλ’ υποκρινόμενος ότι έλεγε τα
λόγια του Θεού, των οποίων παρεποίει την ορθήν έννοιαν. Έτσι υπεψιθύριζε και
εις την γυναίκα του Ιώβ και την έπεισε να υποκρίνεται ότι αγαπά τον άνδρα της,
ενώ εις την πραγματικότητα την εδίδασκε να βλάσφημη τον Θεόν. Έτσι πάλιν ο
πανούργος περιπαίζει την φαντασίαν των ανθρώπων και εξαπατά και παρασύρει τον
καθ’ ένα εις τον βόθρον της πονηρίας του…. Τέτοια είναι και τα επινοήματα των
αιρέσεων. Επειδή δηλαδή η κάθε μία έχει ωσάν πατέρα της ιδικής της διδασκαλίας
τον διάβολον, ο οποίος εξεστράτισεν εξ αρχής και κατήντησεν ανθρωποκτόνος και
ψεύτης, και επειδή εντρέπεται να αναφέρη το μισητόν του όνομα, δια τούτο
υποκρίνεται το όνομα του Σωτήρος, το καλόν και υπέρ παν όνομα, και τοποθετεί
γύρω της τα λόγια των Γραφών. Και λέγει μεν τα λόγια, αποκρύπτει όμως την
αληθινήν σημασίαν, ώστε πλέον και αυτή φονεύει τους ανθρώπους αυτούς που
παραπλανά, διότι κρύβει την διδασκαλίαν που έπλασεν αυτή, ωσάν εις κάποιο
δόλωμα…. προσποιούνται ότι μελετούν και χρησιμοποιούν τα λόγια των Γραφών, όπως
κάνει ο πατέρας των ο διάβολος, δια να φανούν με τα λόγια αυτά ότι έχουν
ορθόδοξον πίστιν, και έτσι να πείσουν τους ταλαίπωρους ανθρώπους να πιστεύουν
πράγματα έξω από τας Γραφάς.
Λοιπόν εις κάθε αίρεσιν, αφού μετεμορφώθη ο διάβολος με τέτοιον τρόπον,
υπεψιθύρισε λόγια γεμάτα πονηρίαν…. Λοιπόν ήλθεν ο διάβολος ο οποίος δια μέσου
κάθε αιρέσεως λέγει ‘ Εγώ είμαι ο Χριστός, και η αλήθεια ευρίσκεται εις εμέ ’,
και έκαμεν ο συκοφάντης την κάθε μίαν απ’ αυτάς, αλλά και όλας μαζί, να
ψεύδωνται. Και το πιο παράδοξον, ένω μάχονται μεταξύ των δια τα κακά που εφεύρε
κάθε μία, συνεφώνησαν μεταξύ των μόνον εις το να ψεύδωνται, διότι όλαι έχουν
ένα πατέρα, αυτόν που έβαλε μέσα εις όλας το ψεύδος» (ΕΠΕ 10,23-33)
«Αλλ’ ημάς τίποτε δεν θα μας
πείσει απ’ αυτά, τίποτε δεν θα μας χωρίσει από την αγάπην του Χριστού, και αν
ακόμη οι αιρετικοί μας απειλούν με θάνατον. Διότι είμεθα Χριστιανοί και όχι
Αρειανοί. Ναι, αδελφοί, τοιαύτη παρρησία χρειάζεται τώρα, διότι δεν ελάβομεν
Πνεύμα δουλείας δια να φοβούμεθα πάλιν , αλλ’ ο Θεός μας έχει καλέσει να είμεθα
ελεύθεροι και αληθώς είναι αισχρόν και πολύ αισχρόν εάν, την πίστιν την οποίαν
ελάβομεν παρά του Σωτήρος και των αποστόλων, την χάσωμεν εξ αιτίας του Αρείου ή
αυτών που φρονούν και πρεσβεύουν τα του Αρείου…. Δια τούτο, παρακαλώ, έχοντες
εις τας χείρας σας την πίστιν των πατέρων την διατυπωθείσαν εις την σύνοδον της
Νίκαιας υπ’ αυτών, και υπερασπίζοντες αυτήν με πολλήν προθυμίαν και πίστιν εις
τον Κύριον, να γίνεσθε υπόδειγμα εις όλους, δεικνύοντες ότι τώρα υφίσταται αγών
κατά της αιρέσεως και υπέρ της αληθείας και ότι είναι ποικίλα τα τεχνάσματα του
εχθρού. Διότι όχι μόνον κάμνει μάρτυρας το να μη προσφέρη κανείς λίβανον εις
τον βωμόν, αλλά και το να μη απαρνηθή την πίστιν κανείς κάμνει το μαρτύριον της
συνειδήσεως λαμπρόν. Και δεν κατεκρίσθησαν μόνον ως ξένοι αυτοί που εθυσίασαν
εις είδωλα, αλλά και αυτοί που επρόδωσαν την αλήθειαν…. Λοιπόν και ημείς,
επειδή η μάχη που ευρίσκεται εμπρός μας είναι δια το παν, και επειδή το ζήτημα
μας τώρα είναι ή να αρνηθώμεν ή να τηρήσωμεν την πίστιν, έχομεν αυτήν την φροντίδα
και πρόθεσιν, εκείνα μεν που παρελάβαμεν να φυλάξωμεν, ενθυμούμενοι συνεχώς την
πίστιν, η οποία διετυπώθη εις την Νίκαιαν, να αποστρεφώμεθα δε τας καινοτομίας,
και να διδάξωμεν τους λαϊκούς να μη προσέχουν εις τα πνεύματα της πλάνης, αλλά
να ξεφύγουν τελείως από την ασέβειαν των αρειομανιτών» (ΕΠΕ 10.77-79)
«Ημείς δε ωπλισμένοι κατά το
γεγραμμένον με τα λόγια των θείων
Γραφών ας αντισταθώμεν προς αυτούς, ωσάν προς αποστάτας που θέλουν να
καταφυτεύσουν μανίαν εις τον οίκον του Κυρίου, και ούτε να φοβηθώμεν τον
σωματικόν θάνατον ούτε τους δρόμους των να ζηλέψωμεν, αλλά περισσότερον από όλα
να προτιμάται ο λόγος της αληθείας. Διότι και ημείς, όπως ξέρετε όλοι, όταν μας
εζητήθη από τους φίλους του Ευσεβίου ή να παραδεχθώμεν μαζί με αυτούς την
ασέβειαν ή να περιμένωμεν την επιβουλήν των, δεν ηθελήσαμεν να συνθηκολογήσωμεν
με αυτούς αλλ’ επροτιμήσαμεν καλύτερα να διωκώμεθα υπ’ αυτών, παρά να μιμηθώμεν
τον τρόπον του Ιούδα…. να ζητούν να μας φονεύσουν. Διότι αυτό διψούν, και μέχρι
σήμερον τουλάχιστον δεν εσταμάτησαν να θέλουν να χύσουν το αίμα μας. Αλλά δι’ αυτά
δεν με ενδιαφέρει καθόλου, διότι γνωρίζω και είμαι πεπεισμένος ότι δια τους
υπομένοντας θα υπάρξη μισθός από τον Σωτήρα, και ότι σεις επειδή υπομείνατε,
όπως οι Πατέρες, και εγίνατε έτσι παραδείγματα εις τους λαούς, και επειδή
ανασκευάζετε την παράξενον αυτήν και ξένην επινόησιν των ασεβών, θα έχετε την
καύχησιν σας και θα λέγετε «Την πίστιν
ετηρήσαμεν » θα απολάβετε δε τον στέφανον της ζωής, τον όποιον υπεσχέθη ο Θεός
δι’ εκείνους που τον αγαπούν. Ας αξιωθώ δε και εγώ να κληρονομήσω μαζί σας τας
επαγγελίας» (ΕΠΕ 10, 83-85)
«Σας παρέδωσα σύμφωνα με την
αποστολική πίστη που μας παραδόθηκε από τους Πατέρες, χωρίς να επινοήσω τίποτα
από έξω, αλλά αυτό ακριβώς που έμαθα το χάραξα μέσα σας σύμφωνα με τις Άγιες
Γραφές» (ΒΕΠΕΣ,33,120(28-30)
«Αυτήν την εξ’ αρχής παράδοση
και διδασκαλία και πίστη της καθολικής Εκκλησίας, την οποία, ο μεν Κύριος
έδωσε, οι δε απόστολοι κήρυξαν και οι πατέρες φύλαξαν. Διότι σε αυτήν έχει
θεμελιωθεί η Εκκλησία, και αυτός που εκπίπτει από αυτήν ούτε μπορεί να είναι,
αλλά ούτε και να λέγεται Χριστιανός» (ΕΠΕ,4,165)
««Προσκυνήστε τον Κύριο στην
άγια αυλή του». Με αυτά με σαφήνεια μας προστάζει ότι δεν πρέπει να προσκυνούμε
το Θεό έξω από την Εκκλησία. Λέει βεβαίως αυτό για τις συναθροίσεις των
ετεροδόξων. Η λατρεία του Θεού δεν πρέπει να τελείται εκτός της Εκκλησίας, αλλά
σε αυτήν την αυλή του Θεού. Μην επινοείτε, λέει, δικές σας αυλές και συναγωγές
διότι μία είναι η άγια αυλή του Θεού»(εις Ψαλμόν 28, ΕΠΕ 5,231)
ΣΥΝΟΔΟΣ ΛΑΟΔΙΚΕΙΑΣ (360)
«Δεν πρέπει κανένας Χριστιανός
να εγκαταλείπει τους μάρτυρες του Χριστού και να πηγαίνει στους τάφους των
ψευδομαρτύρων, δηλαδή των μαρτύρων των αιρετικών… γιατί αυτοί είναι ξένοι με το
Θεό. Να αναθεματίζονται λοιπόν όσοι πηγαίνουν σε αυτούς» (Κανών 34)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ (+390)
«Δεν ζητούμε να νικήσουμε (τους
αιρετικούς), αλλά να τους δεχτούμε κοντά μας ως αδελφούς, για τον χωρισμό των
οποίων σπαράζει η καρδιά μας»
«Και ας ομολογούμε μέχρι την
τελευταία μας αναπνοή την καλή κληρονομιά των αγίων Πατέρων, που βρίσκονταν
πλησιέστερα προς τον Χριστό και την αρχική πίστη, την ομολογία που μας έχει
συνοδεύσει από την παιδική μας ηλικία και την οποία είπαμε για πρώτη φορά και
με την οποία θα αναχωρήσουμε μαζί από την ζωή αυτή, αντλώντας από αυτήν, αν όχι
τίποτα άλλο, τουλάχιστον την ευσέβεια» (Λόγος ΙΑ,ΕΠΕ 1,296)
«Εκείνους οι οποίοι φρονούν τα
αντίθετα, ως διαφθορείς της αλήθειας, όσο μεν είναι δυνατόν, ας τους δεχόμαστε
μαζί μας και ας τους θεραπεύουμε. Εκείνους όμως οι οποίοι είναι ανίατα
ασθενείς, ας τους αποφεύγουμε για να μην μεταδοθεί ενδεχομένως και σε μας η
ασθένειά τους προτού τους μεταδώσουμε την υγεία μας» (ΕΠΕ 1, 269-271)
«Είναι καλύτερος ο επαινετός
πόλεμος από ειρήνη που χωρίζει από το Θεό. Και για αυτό το Πνεύμα οπλίζει τον
πράο μαχητή ώστε να μπορεί να πολεμάει όπως πρέπει»
«Είναι καλύτερη από εμπαθή
ομόνοια, η διάσταση χάριν της ευσέβειας» (PG 35,488C,736AB)
«Ούτε είμαστε ειρηνικοί εναντίον
του λόγου της αλήθειας, παραλείποντας κάτι για να μας δοξάσουν ως επιεικείς,
διότι δεν κυνηγάμε με κακό τρόπο το καλό και ειρηνεύουμε μαχόμενοι νόμιμα και
εντός των δικών μας όρων και των κανόνων του Πνεύματος» (PG 36,473)
«Με κανέναν τρόπο δεν ανεχόμαστε
να σαλευτεί από κάποιον η πίστη που ορίστηκε, δηλαδή το Σύμβολο της πίστης,
ούτε έστω και μία συλλαβή να παραβεί κάποιος, ενθυμούμενοι αυτού που λέει «μη
μετακινείς όρια αιώνια τα οποία τοποθέτησαν οι πατέρες σου»» (στον Κύριλλο
Αλεξανδρείας, PG 77,180D)
«Προηγουμένως, όταν στασίαζαν
εναντίον μας τα μέλη και κοβόταν και διαχειριζόταν σε κομμάτια το σώμα του Χριστού
με τέτοιο τρόπο ώστε να διασκορπίζονται σχεδόν τα οστά μας κοντά στον Άδη… και
όταν ο πονηρός διάβολος είχε κάνει όλον δικό του τον αδιαίρετο και αχώριστο και
εξ’ ολοκλήρου υφαντό χιτώνα, αφού είχε κατορθώσει αυτό, το οποίο δεν είχε
κατορθώσει να πετύχει με εκείνους οι οποίοι σταύρωσαν τον Χριστό, με την
βοήθεια τη δική μας…» (ΕΠΕ 1,227)
«Δεν επαινέσαμε την έχθρα, αλλά
αποδεχτήκαμε τον ζήλο τους. Διότι η διαφορά και η διάσπαση χάριν της ευσεβείας,
είναι καλύτερη από ομόνοια γεμάτη με πάθη» (ΕΠΕ 1,247)
«και ας μη νομίσει κάνεις ότι λέω
ότι πρέπει να αγαπάει κανείς την κάθε είδους ειρήνη (διότι όπως γνωρίζω
ανταρσίες πολύ καλές, έτσι γνωρίζω και πολύ βλαβερή ομόνοια)· εννοώ μόνο την
καλή ομόνοια η οποία συνδέει με το Θεό…
εκεί μεν όπου είναι φανερά τα σημάδια της ασέβειας, είναι προτιμότερο να
παραδώσει κάνεις τον εαυτό του στη φωτιά, στο μαχαίρι, σε φοβερές περιστάσεις
και σε τυράννους, ή και σε όλα αυτά μαζί, παρά να γίνει συμμέτοχος στην πονηριά
και να κατακρημνιστεί μαζί με εκείνους οι οποίοι ζουν στην κακιά. Και δεν
πρέπει να φοβάται κανείς τίποτα από όλα περισσότερο από το να φοβηθεί κάτι άλλο
πριν από το Θεό και να προδώσει εξαιτίας του τα λόγια της πίστης του και τα
λόγια της αλήθειας, τα οποία υπηρετούν πράγματι την αλήθεια» (ΕΠΕ, 1,265)
«Έχουν ούτοι (οι αιρετικοί) τους
οίκους, ημείς τον ένοικον˙ ούτοι τους ναούς, ημείς τον Θεόν˙ έχομεν μάλιστα το
ότι είμεθα ναοί του ζώντος Θεού και ζώντες, έμψυχα σφάγια, ολοκαυτώματα λογικά,
τέλεια θύματα, θεοί δια Τριάδος προσκυνουμένης. Ούτοι έχουν λαόν, ημείς
αγγέλους˙ ούτοι θράσος, ημείς πίστιν˙ ούτοι την απειλήν, ημείς την προσευχήν˙
ούτοι να κτυπούν, ημείς να υποφέρωμεν˙ ούτοι χρυσόν και άργυρον, ημείς καθαρόν
λόγον. Κατεσκεύασες εις εαυτόν διώροφα και τριώροφα (γνώρισε τα λόγια της
Γραφής) , οίκον με υπερώα, στολισμένον με παράθυρα; Αλλ’ αυτά δεν είναι
υψηλοτέρα της πίστεώς μου και των ουρανών προς τους οποίους μεταφέρομαι. Είναι
μικρόν το ποίμνιόν μου; Αλλά δεν οδηγείται εις τους κρημνούς. Είναι στενή η
μάνδρα; Όμως είναι απλησίαστος από λύκους, απείρακτος από ληστήν, άβατος από
κλέπτας και ξένους. Θα την ίδω και πλατυτέραν, είμαι βέβαιος. Πολλούς από τους
σημερινούς λύκους πρέπει να τους συναριθμήσω με πρόβατα, ίσως και με ποιμένας.
Τούτο μου ευαγγελίζεται ο ποιμήν ο καλός, δια τον οποίον εγώ δίδω την ψυχήν μου
υπέρ των προβάτων. Δεν φοβούμαι το μικρόν ποίμνιον, διότι επιτηρείται ευκόλως˙
διότι γνωρίζω τα ιδικά μου και γνωρίζομαι από τα ιδικά μου. Τοιαύτα είναι τα
γνωρίζοντα τον Θεόν και γνωριζόμενα από τον Θεόν. Τα ιδικά μου πρόβατα ακούουν
την φωνήν μου, την οποίαν ήκουσα από τα θεία λόγια, εδιδάχθην από τους αγίους
πατέρας, την οποίαν εδίδαξα όλον τον καιρόν ομοίως, μη συμμορφούμενος με τους
καιρούς, και δεν θα παύσω να διδάσκω, με την οποίαν συνεγεννήθην και
συναπέρχομαι. Τα πρόβατα καλώ με το όνομά των… και με ακολουθούν, διότι τα
εκτρέφω εις πηγάς δροσιστικού ύδατος . Ακολουθούν δε πάντα τοιούτον ποιμένα,
του οποίου βλέπετε πόσον ευχαρίστως ήκουσαν την φωνήν˙ ξένον όμως δεν θα
ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν από αυτόν, διότι ήδη έχουν διαγνωστικήν ικανότητα
οικείας και ξένης φωνής». (ΕΠΕ 2, 117-119)
«Δεν θα σε αρνηθώ, Πάτερ άναρχε˙
δεν θα σε αρνηθώ, μονογενές Λόγε˙ δεν θα σε αρνηθώ, άγιον Πνεύμα. Γνωρίζω εις
ποιον ομολόγησα πίστιν˙ ποιον απεκήρυξα και εις ποιον συνετάχθην. Δεν δέχομαι
να έχω διδαχθή τους λόγους του πιστού, και να μάθω τους του απίστου˙ να έχω
ομολογήσει την αλήθειαν, και να προσεταιρισθώ το ψεύδος˙ να έχω κατέλθει δια να
τελειωθώ, και να ανέλθω ατελέστερος˙ να έχω βαπτισθή δια να ζήσω, και να
νεκρωθώ εις το ύδωρ, όπως τα έμβρυα τα αποθανόντα κατά τας ωδίνας και λαβόντα
μαζί με την γέννησιν σύντροφον τον θάνατον. Τι με καθιστάς μακάριον και
συγχρόνως άθλιον, νεοφώτιστον και αφώτιστον, θείον και άθεον, δια να χάσω εις
το ναυάγιον και την ελπίδα της αναπλάσεως; Ο λόγος είναι βραχύς˙ να ενθυμήσαι
την ομολογίαν» (ΕΠΕ 2, 121-123)
«Να θεωρείς ως συντρόφους σου
αυτούς που έχουν αυτές τις γνώμες και διδάσκουν έτσι˙ έτσι τους θεωρούμε κι
εμείς. Όποιους όμως πιστεύουν διαφορετικά να τους αποστρέφεσαι και να τους
θεωρείς ξένους κι από το Θεό κι από την καθολική Εκκλησία… Κι αν κάποιος δε
συμφωνεί μ’ αυτά ή τώρα ή ύστερα, αυτός θα δώσει λόγο στο Θεό κατά την ημέρα
της κρίσεως»(ΕΠΕ 7,197)
«Όταν μεν πολεμιόμασταν είχαμε
γίνει ισχυρότεροι από τους διωγμούς και είχαμε ομονοήσει, μετά όμως από τη
συγκέντρωσή μας έχουμε χωριστεί. Ποιος σωστά σκεπτόμενος δεν θα θρηνούσε για
την παρούσα κατάσταση; Ποιος θα μπορούσε να βρει λόγια ικανά να περιγράψουν το
μέγεθος της συμφοράς; Να ειρηνεύουν μεν οι ληστές, τους οποίους έχει συνδέσει η
κακιά… και εμείς να είμαστε ανίκανοι να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον και να
ομονοήσουμε και να μην μπορούμε να συμφωνήσουμε, ούτε να βρεθεί κάποιος λόγος ο
οποίος να μπορεί να θεραπεύσει αυτήν την ασθένεια, αλλά σαν διδάσκαλοι και
οπαδοί της κακιάς και όχι της αρετής, να βρίσκουμε μεν πολλές αφορμές για
πρόκληση διάσπασης και συγκρούσεων και να φροντίζουμε ελάχιστα ή και καθόλου
για την ομόνοια. … Και ποια είναι η αιτία; Ορισμένες φορές η αγάπη για την
εξουσία, ή ο φθόνος, ή το μίσος, ή η υπερηφάνεια, ή κάτι από εκείνα τα οποία
δεν βλέπουμε να παθαίνουν ούτε και αυτοί ακόμα οι άθεοι» (ΕΠΕ 1,335-337)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ (+394)
«Σε αυτήν την πίστη που ο Θεός
παρέδωσε στους αποστόλους, δεν κάνουμε ούτε αφαίρεση, ούτε παραλλαγή, ούτε
προσθήκη. Γνωρίζουμε με ακρίβεια ότι όποιος τολμά να μεταβάλλει τους θείους
λόγους με σοφιστικούς δόλους, αυτός έρχεται από τον πατέρα του τον
διάβολο…Γιατί ό,τι λέγεται αντίθετα στην αλήθεια είναι ψεύδος και οπωσδήποτε
όχι αλήθεια» (ΕΠΕ 3,487).
ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ (+339)
«Θα υπενθυμίσω λοιπόν σε πολλούς
αδελφούς κάτι το οποίο έγινε στην εποχή μας… υπήρχε κάποιος Νατάλιος ομολογητής
ο οποίος… παραπλανήθηκε κάποτε από τον
Ασκληπιόδοτο και από έναν άλλον Θεόδοτο τον τραπεζίτη· ήταν και οι δύο μαθητές
του (αιρετικού) Θεοδότου του Σκυτέως του πρώτου που αφορίστηκε από την κοινωνία
από τότε επίσκοπο Βίκτορα… Πείστηκε λοιπόν από αυτούς ο Ναταλίος να ονομαστεί
επίσκοπος της αίρεσης αυτής με μισθό, παίρνοντας από αυτούς μηνιαίως 150
δηνάρια. Αφού προσχώρησε λοιπόν σε αυτούς, νουθετούνταν πολλές φορές από τον
Κύριο με οράματα· διότι ο εύσπλαχνος Θεός και Κύριός μας Ιησούς Χριστός δεν
ήθελε να χαθεί ένας μάρτυρας των παθών του, με το να βγει έξω από την Εκκλησία.
Επειδή λοιπόν αποδεικνυόταν απρόσεκτος στα οράματα, δελεαζόμενος από την πρωτοκαθεδρία
σε αυτούς και από την αισχροκέρδεια, στο τέλος μαστιγώθηκε από Αγίους αγγέλους
όλη τη νύχτα και κακοποιήθηκε σοβαρά, ώστε να σηκωθεί την αυγή, και αφού
ντύθηκε σάκκο και σκεπάστηκε με στάχτη, να γονατίσει με βιασύνη και δάκρυα
μπροστά στον επίσκοπο Ζεφυρίνο, κυλιόμενος κάτω από τα πόδια, όχι μόνο των
κληρικών αλλά και των λαϊκών και να συγκινήσει με τα δάκρυα την εύσπλαχνη
Εκκλησία του ελεήμονος Χριστού και, αφού χρησιμοποίησε πολλές παρακλήσεις και
έδειξε τα τραύματα από τα χτυπήματα τα οποία έλαβε, μόλις έγινε δεκτός εις
κοινωνίαν» (Γαΐου ρωμαίου πρεσβυτέρου στο Ευσεβίου Καισαρείας, Εκκλησιαστική
Ιστορία ΕΠΕ 2 213-215).
«Έχουν διαφθείερει άφοβα τις
θείες Γραφές και έχουν αθετήσει τον κανόνα της αρχαίας πίστης, έχουν αγνοήσει
το Χριστό, μη ζητώντας τι λένε οι θείες Γραφές, αλλά καταβάλλουν φιλόπονη
προσπάθεια πώς να βρουν κατάλληλο σχήμα συλλογισμού για στήριξη της αθεότητάς
τους… Για αυτό άφοβα άπλωσαν τα χέρια τους πάνω στις θείες Γραφές, λέγοντας ότι
τις διορθώνουν… Πόση τόλμη προϋποθέτει αυτό το αμάρτημα, είναι λογικό να μην
αγνοούν και εκείνοι. Πράγματι ή δεν πιστεύουν ότι οι θείες Γραφές είναι
εμπνευσμένες από το άγιο Πνεύμα, και είναι άπιστοι, ή νομίζουν ότι οι ίδιοι
είναι σοφότεροι από το άγιο Πνεύμα, και αυτό τι άλλο σημαίνει παρά ότι δαιμονίζονται;» (Γαΐου ρωμαίου πρεσβυτέρου στο Ευσεβίου
Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία ΕΠΕ 2 215-217).
«Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι
άκουσαν αυτόν (τον Πολύκαρπο Σμύρνης) να λέει ότι ο Ιωάννης, ο μαθητής του
Κυρίου, όταν πήγε στην Έφεσο να λουστεί και αφού είδε μέσα τον Κήρινθο
(αιρεσιάρχη), βγήκε από τα λουτρά χωρίς να λουστεί, λέγοντας επ' ευκαιρία: ας
φύγουμε, μήπως καταπέσει και το λουτρό, αφού είναι μέσα ο Κήρινθος, ο εχθρός
της αλήθειας. Ο Πολύκαρπος προσωπικά όταν είδε κάποτε τον Μαρκίωνα να έρχεται
προς αυτόν και να λέει, «αναγνώρισέ μας», απάντησε, «αναγνωρίζω, αναγνωρίζω τον
πρωτότοκο του Σατανά». Τόση προσοχή έδειχναν οι απόστολοι και οι μαθητές τους
στο να μην επικοινωνούν με κάποιον από αυτούς που παραχάρασσαν την αλήθεια ούτε
απλώς με λόγο...» (Εκκλησιαστική Ιστορία Δ 14,6-7)
«Για τον λόγο αυτόν, όταν αυτοί
που κλήθηκαν στο μαρτύριο της αληθινής πίστης από τους κόλπους της Εκκλησίας
συμβεί να βρεθούν μαζί με μερικούς λεγομένους μάρτυρες από τους κύκλους της
αίρεσης των Φρυγών (Μοντανισμός), διαχωρίζονται από αυτούς και πεθαίνουν χωρίς
να έλθουν σε επαφή με αυτούς, διότι δεν θέλουν να δώσουν την συγκατάθεσή τους
στο πνεύμα του Μοντανού» (Εκκλ. Ιστ. Ε 16,21 ΕΠΕ 2,177-179)
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ (+378)
Μόδεστος (στάλθηκε από τον αρειανόφρονα αυτοκράτορα Ουάλη να απειλήσει τον
Μ. Βασίλειο): Κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μίλησε μὲ τόσο θάρρος στὸ Μόδεστο, κανεὶς δὲν
εἶχε μπροστά μου τόση παρρησία.
Ἦρθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ κεραυνοῦ. Ὁ Βασίλειος δὲν κρατήθηκε. Οἱ ὧρες εἶναι
μεγάλες, κρίσιμες, ἱστορικές. Γι’ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν κατηγορήσει κανεὶς ἐγωϊστή!
Βασίλειος: Γιατί δὲ συνάντησες ποτέ σου ἀληθινὸ ἐπίσκοπο. Ἀλλοιῶς θὰ σοῦ
μιλοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἀφοῦ θ’ ἀγωνιζόταν γιὰ τόσο ὑψηλὰ πράγματα. (Ὁ
Βασίλειος εἶδε τώρα τὸ συντριμμένο ἔπαρχο, μέτρησε καὶ τὸ βαρὺ λόγο ποὺ
ξεστόμησε καὶ θέλησε νὰ μαλακώσει τὴν ἀτμόσφαιρα). Ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἔπαρχε,
εἴμαστε καλοὶ καὶ ταπεινοὶ ὅσο κανεὶς ἄλλος. Ὄχι μόνο στὸ βασιλιὰ δὲ φερόμαστε ὑπεροπτικά,
μὰ οὔτε καὶ στὸν πιὸ μικρὸ ἄνθρωπο. Ἂν ὅμως τύχει νὰ κινδυνεύει ἡ πίστη στὸ
Θεό, τότε περιφρονοῦμε τὰ πάντα καὶ ἀγκαλιάζουμε αὐτήν. Τότε ἡ φωτιά, τὸ ξίφος
τοῦ δήμιου, τὰ θηρία καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σάρκας μας μὲ τὰ νύχια τῶν βασανιστῶν
φέρνει σὲ μᾶς περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ φόβο. Γι’ αὐτὸ κάνε ὅ,τι θέλεις, ὅ,τι
ἔχεις δικαιοδοσία. Βρίσε με, ἀπείλησέ με ὅσο θέλεις. Ἂς τὸ ἀκούσει ὅμως κι ὁ
βασιλιάς, δὲν θὰ μὲ καταφέρεις νὰ δεχθῶ τὴν κακοδοξία, ἔστω κι ἂν ἀπειλήσεις
χειρότερα. (Ἀπό τό βιβλίο: Ἡ ζωὴ ἑνὸς
Μεγάλου: Βασίλειος Καισαρείας, Στυλιανού Παπαδοπούλου, Ἐκδ. Ἀποστολικῆς
Διακονίας)
«Δεν αναγνωρίζω ως επίσκοπο ούτε
θα συγκαταριθμήσω μεταξύ των ιερέων του Χριστού αυτόν που προβλήθηκε στην αρχή
(=χειροτονήθηκε) από τα βέβηλα χέρια (αιρετικού αρχιερέα) για κατάλυση της
πίστης» (ΕΠΕ, τόμος 3,227)
«Μου έρχεται να πω τα λόγια του
Διομήδη: “Μακάρι να μην είχες ικετεύσει διότι ο άνδρας είναι πολύ υπερήφανος”.
Πράγματι οι υπερήφανοι χαρακτήρες όταν κολακεύονται είναι φυσικό να γίνονται
πιο υπερόπτες από όσο είναι. Εξάλλου εάν ο Κύριος μας σπλαχνιστεί ποια άλλη
βοήθεια χρειαζόμαστε; Εάν όμως συνεχιστεί η εναντίον μας οργή του Θεού ποια
βοήθεια μπορεί να μας προσφέρει το δυτικό φρύδι; Αυτοί ούτε γνωρίζουν την
αλήθεια ούτε ανέχονται να την μάθουν…
Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον κορυφαίο από αυτούς (τον
επίσκοπο Ρώμης Δάμασο) έξω από τους συμβατισμούς του πρωτοκόλλου… για να υπαινιχθώ το ότι ούτε γνωρίζουν την
αλήθεια για την κατάσταση που επικρατεί εδώ, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν
την οδό με την οποία θα μπορούσαν να την μάθουν. Να του γράψω δηλαδή ότι δεν
πρέπει… να θεωρούν ως αρετή την υπερηφάνεια, η οποία είναι αμάρτημα αρκετό να
δημιουργήσει, μόνο του αυτό, έχθρα προς τον Θεό» (Επιστολή 239, ΕΠΕ 1,305)
«Πιστεύω ότι η συνάντηση με
άνδρα καλόγνωμο θα προκαλούσε τον σεβασμό προς αυτόν και θα ήταν πολύ
καρποφόρα. Αν όμως η συζήτηση είναι με άνδρα υπερόπτη και επηρμένο που κάθεται
σε θρόνο υψηλό και για αυτό δεν μπορεί να ακούει εκείνους που του εκθέτουν από
χαμηλά την αλήθεια, ποιο όφελος θα απέρρεε για τα κοινά από τις διαπραγματεύσεις;»
(Επιστολή 215, ΕΠΕ 1,335)
«Είναι φανερή έκπτωση από την
πίστη και απόδειξη υπερηφάνειας το να αθετεί κάποιος κάτι από όσα έχουν γραφτεί
ή να προσθέτει σε αυτά κάτι από εκείνα που δεν έχουν γραφτεί, διότι ο Κύριός
μας Ιησούς Χριστός είπε «τα δικά μου πρόβατα ακούνε τη φωνή μου»»(Περί Πίστεως
PG 31,680AB)
«Εμείς ούτε παραδεχόμαστε
νεώτερη πίστη που γράφτηκε από άλλους για μας, ούτε οι ίδιοι τολμούμε να σας
παραδώσουμε αυτά που γεννά η δική μας διάνοια, για να μην κάνουμε ανθρώπινα τα
λόγια της ευσεβείας· αλλά αυτά ακριβώς που διδαχτήκαμε από τους αγίους Πατέρες,
αυτά εξαγγέλλουμε σε όσους μας ρωτούν» (PG 32,588C)
«(ο μοναχός) πρέπει να ειρηνεύει
με όσους έχουν την ίδια πίστη και να αποστρέφεται τους αιρετικούς» (Περί
ασκήσεως, ΕΠΕ 8, 159(7-8)
«Εκείνοι που δεν βαπτίστηκαν στα
παραδεδομένα σε μας ονόματα, στην πραγματικότητα δεν βαπτίστηκαν… Δεν έχουμε
χρέος να κάνουμε χάρη σε αυτούς (τους αιρετικούς), αλλά να υπηρετούμε την
ακρίβεια των κανόνων» (ΕΠΕ 1,σελ. 187,189)
«Τους αιρετικούς που μετανοούν
κατά την ώρα του θανάτου πρέπει να τους δεχόμαστε, φυσικά να τους δεχόμαστε όχι
άκριτα, αλλά εξετάζοντας αν δείχνουν αληθινή μετάνοια και αν έχουν καρπούς που
μαρτυρούν το ζήλο τους για την σωτηρία» (ο.π. 193)
«Τώρα που η κατάσταση είναι
δυσκολότερη και σκοτεινότερη [σε σχέση με την εισβολή Σκυθών], χρειάζεται ακόμη
μεγαλύτερη φροντίδα. Διότι τώρα (με την αίρεση) δεν κλαίμε καταστροφή γήινων
οικοδομημάτων, αλλά άλωση Εκκλησιών (από τους αρειανούς)· ούτε δουλεία σωματική
αλλά αιχμαλωσία ψυχών που βλέπουμε να ενεργείται καθημερινά από τους υπέρμαχους
της αίρεσης» (ΕΠΕ 2, 17)
«Ένα είναι τώρα (στον διωγμό που
κάνουν οι αρειανοί) το έγκλημα που τιμωρείται σκληρά, η ακριβής τήρηση των
πατερικών παραδόσεων. Για αυτό οι ευσεβείς εξορίζονται… Παραδοθήκαμε πρώτοι να
καταβροχθιστούμε με τα ωμοφάγα δόντια των εχθρών του Θεού… στεκόμαστε στο
στάδιο αγωνιζόμενοι για το κοινό κτήμα, τον πατρικό θησαυρό της υγιούς πίστης»
(ΕΠΕ 2,39)
«Μπορεί όλες οι άλλες ενέργειές
μας να είναι αξιοθρήνητες, αλλά ως προς το συγκεκριμένο αυτό σημείο τολμώ να
καυχιέμαι εν Κυρίω ότι δεν είχα ποτέ πλανημένες τις περί Θεού απόψεις ούτε είχα
παλαιότερα διάφορα φρονήματα και τα μετέβαλα αργότερα» (ΕΠΕ 2, 75)
«Τόσο απέχουμε από το να
εξημερώσουμε βαρβάρους με τη δύναμη του Πνεύματος και την ενέργεια των
χαρισμάτων του, ώστε με το μέγα πλήθος των αμαρτιών μας να έχουμε κάνει αγρίους
και τους ήμερους. Διότι την αιτία του ότι τόσο ευρέως έχει επεκταθεί η
κυριαρχία των αιρετικών πρέπει να καταλογίσουμε στους εαυτούς μας και στις
αμαρτίες μας. Πράγματι λοιπόν κανένα σχεδόν μέρος της οικουμένης δεν έχει
διαφύγει τον εμπρησμό από την αίρεση» (ΕΠΕ 2, 165)
«Να είσαι βέβαιος ότι και εμείς
με πόνο και άφθονο θρήνο υποφέρουμε τον χωρισμό από αυτούς που παρεκκλίνουν από
την ορθή πίστη, αλλά τον υποφέρουμε. Διότι για τους εραστές της αλήθειας δεν
είναι τίποτα προτιμότερο από τον Θεό» (ΕΠΕ 2, 297)
«Θα ήμασταν πράγματι οι πιο
παράλογοι από όλους τους ανθρώπους, εάν ευχαριστιόμασταν στα σχίσματα και τις
διασπάσεις των Εκκλησιών και δεν θεωρούσαμε την ένωση των μελών του σώματος του
Χριστού ως το μέγιστο των αγαθών… Την φιλαυτία που ρίζωσε από μακρά συνήθεια
στις ψυχές δεν μπορεί να αφαιρέσει ούτε ένας άνδρας ούτε μία επιστολή ούτε
σύντομος χρόνος… Αλλά πάντως ζητούν και την δική μας ψυχή (ζωή) εκείνοι που
επιβάλλουν χέρι σε όλους. Όμως δεν θα παραλείψουμε για τον λόγο αυτόν τον
οφειλόμενο ζήλο στις Εκκλησίες του Θεού» (ΕΠΕ 3, 49)
«Εγώ κρίνω σκληρότερο τον
πόλεμο εκ μέρους των ομοφύλων, διότι από μέν τους κηρυγμένους εχθρούς είναι
εύκολο να φυλαχτεί κάνεις, ενώ μπροστά σε ανθρώπους αναμειγμένους με εμάς,
αναγκαστικά είμαστε εκτεθειμένοι σε κάθε βλάβη. Αυτό έχετε πάθει και εσείς.
Διώχτηκαν βέβαια και οι πατέρες μας, αλλά από τους ειδωλολάτρες· και αρπάχτηκε
η περιουσία τους και ανατράπηκαν τα σπίτια και οι ίδιοι εξορίστηκαν από αυτούς
που φανερά μας πολεμούσαν για το όνομα του Χριστού. Οι διώκτες όμως που φάνηκαν
τώρα, μας μισούν όχι λιγότερο από εκείνους και για εξαπάτηση των πολλών
προβάλλουν το όνομα του Χριστού, ώστε αυτοί που διώκονται να μην έχουν ούτε την
παρηγοριά ότι είναι ομολογητές, διότι οι πολλοί και αφελέστεροι παραδέχονται
μεν ότι αδικούμαστε, αλλά δεν θεωρούν ως μαρτύριο τον θανάτο υπέρ της
αλήθειας. Για αυτό εγώ είμαι πεπεισμένος
ότι περισσότερος μισθός απόκειται σε εμάς παρά στους τότε μάρτυρες από το
δίκαιο Κριτή, εφόσον εκείνοι και την αποδοχή από τους ανθρώπους είχαν
εξασφαλισμένη και τον μισθό από το Θεό περίμεναν, ενώ σε εμάς δεν αποδίδονται
από τους λαούς ίσες τιμές με τα κατορθώματα· ώστε είναι εύλογο ότι για τους
κόπους υπέρ της ευσεβείας απόκειται πολλαπλάσια ανταπόδοση στον μέλλοντα αιώνα»
(ΕΠΕ 3, 57)
«Σκεφτήκαμε λοιπόν την τέχνη του
διαβολικού πολέμου, πώς δηλαδή, επειδή ο διάβολος είδε ότι με τους διωγμούς εκ
μέρους των εθνικών η εκκλησία αυξάνει σε πλήθος και ακμάζει περισσότερο,
μετέτρεψε την βουλή του και δεν πολεμά πλέον φανερά, αλλά μάς τοποθετεί κρυφές
παγίδες, καλύπτοντας τις κακές προθέσεις τους με το όνομα το οποίο περιφέρουν
(οι αρειανοί το «Χριστιανός»), έτσι ώστε και τα ίδια με τους πατέρες μας να
πάθουμε και να μη φανούμε ότι πάσχουμε υπέρ του Χρήστου εφόσον και οι διώκτες
έχουν το όνομα των χριστιανών» (ΕΠΕ 3,65)
«Της ευσεβείας τα δόγματα έχουν
ανατραπεί, της Εκκλησίας οι θεσμοί έχουν πάθει σύγχυση… Έχει αμαυρωθεί η ακρίβεια
των κανόνων, μεγάλη είναι η ελευθερία προς την αμαρτία… Εκείνοι που ομολογούν
την αποστολική πίστη, να διαλύσουν τα σχίσματα που επινόησαν και στο εξής να
υποταχτούν στην αυθεντία της Εκκλησίας… Έτσι… θα δούμε να απολαμβάνουν και οι
δικές μας Εκκλησίες το αρχαίο καύχημα της Ορθοδοξίας… Είναι πράγματι άξιο του
ανωτάτου μακαρισμού το χάρισμα που δόθηκε από τον Κύριο στη θεοσέβειά σας, το
να διακρίνετε δηλαδή το κίβδηλο από το γνήσιο και καθαρό, την δε ομολογία
πίστεως των πατέρων να κηρύσσετε χωρίς καμία υποχώρηση» (ΕΠΕ 3, 87-93)
«Αποφάσισα να σιωπήσω, όπως και
έκανα. Πράγματι, είναι αυτό το τρίτο έτος κατά το οποίο ενώ χτυπιέμαι από τις
συκοφαντίες, υποφέρω μαστιγώματα της κατηγορίας, αρκούμενος στο ότι έχω ως
μάρτυρα της συκοφαντίας τον Κύριο, ο οποίος είναι γνώστης των κρυφών. Επειδή
όμως βλέπω ότι ήδη πολλοί πήραν τη σιωπή μας ως επιβεβαίωση των συκοφαντιών και
δεν νόμισαν ότι σιωπούμε από μακροθυμία αλλά για το ότι δεν μπορούμε να
ανοίξουμε το στόμα προς την αλήθεια, για αυτό επιχείρησα να σας γράψω
παρακαλώντας την εν Χριστώ αγάπη σας να μην παραδέχεστε με οποιοδήποτε τρόπο
τις συκοφαντίες που προέρχονται από ένα μέρος ως αληθινές,… και αν εμείς
σιωπούμε είναι δυνατόν να αντιληφθείτε τι συμβαίνει. Διότι οι κατήγοροί μας για
κακοδοξία φάνηκαν τώρα ότι προσχωρούν ανοιχτά στην μερίδα των αιρετικών … Αυτές
είναι οι απόψεις μας με όλη την αλήθεια· αυτός που μας κατηγορεί για αυτά, ας
κατηγορεί· αυτός που μας διώκει, ας διώκει· αυτός που πιστεύει τις εναντίον μας
συκοφαντίες ας ετοιμαστεί για την αντιδικία. Ο Κύριος είναι κοντά· Ας μη
μεριμνούμε για τίποτα … Εμείς αποφεύγουμε ως ασεβείς και αναθεματίζουμε με
όμοιο τρόπο και αυτούς που έχουν την ασθένεια του Σαβελλίου και αυτούς που
υπερασπίζονται τα δόγματα του Αρείου»
(ΕΠΕ, 3,101-111)
«Η ένωση είναι δυνατόν να
επιτευχθεί, εάν δείξουμε επιείκεια προς τους ασθενέστερους, όταν μπορούμε να το
πράξουμε χωρίς να βλάπτουμε τις ψυχές» (ΕΠΕ 3, 253)
«Πάνω από όλα παρακαλούμε να
θυμάστε την πίστη των Πατέρων και να μην σαλεύεστε από αυτούς που επιχειρούν να
σας περιφέρουν, διαταράσσοντας την ησυχία σας, γνωρίζοντας ότι ούτε η ακρίβεια
του τρόπου ζωής είναι από μόνη της ωφέλιμη, εάν δεν φωτίζεται από την πίστη στο
Χριστό, ούτε ορθή ομολογία μπορεί να μας φέρει μπροστά στο Θεό εάν είναι άμοιρη
από αγαθά έργα, αλλά πρέπει να συνυπάρχουν και τα δύο για να είναι
ολοκληρωμένος ο άνθρωπος του Θεού και να μην χωλαίνει η ζωή μας. Διότι κατά τον
Απόστολο η πίστη μάς σώζει «ενεργουμένη δια της αγάπης»» (ΕΠΕ 3,325)
«Αυτά είναι, αδελφοί μου, τα
μυστήρια της Εκκλησίας, αυτές είναι οι παραδόσεις των Πατέρων. Εξορκίζουμε κάθε
άνθρωπο που φοβάται τον Κύριο και περιμένει την κρίση του Θεού να μην
παρασύρεται από τις ποικιλώνυμες διδασκαλίες. Να προφυλάγεστε από άνθρωπο ο
οποίος διδάσκει ξένα δόγματα και δεν έρχεται στα υγιή λόγια της πίστης, αλλά
παραμερίζοντας τα λόγια του Πνεύματος, καθιστά τη δική του διδασκαλία
προτιμότερη από τα ευαγγελικά διδάγματα» (ΕΠΕ 3, 519)
«Στους Ιουδαίους αρμόζει το
σχίσμα. Η Εκκλησία όμως του Θεού η οποία δέχτηκε τον άρραφο χιτώνα, αυτόν που
υφάνθηκε από τον ουρανό, που διαφυλάχτηκε άσχιστος από τους στρατιώτες, η
Εκκλησία η οποία φόρεσε το Χριστό, ας μη σχίζει το ιμάτιο» (ΕΠΕ 7,285)
«Ήλθε στη σκέψη μου το βιβλίο
των Κριτών που διηγείται ότι ο καθένας έκανε ό,τι του φαινόταν σωστό διότι τις
ημέρες εκείνες δεν υπήρχε βασιλιάς του Ισραήλ. Αυτά λοιπόν ήρθαν στο νου μου
και σκέφτηκα για την τωρινή κατάσταση εκείνο που είναι ίσως φοβερό και παράδοξο
να πω, αλλά πάρα πολύ αληθινό για να το κατανοήσουμε· ότι μήπως και τώρα αυτή η
τόσο μεγάλη διαφωνία και διαμάχη μεταξύ των χριστιανών γίνεται εξαιτίας της
περιφρόνησης του ενός, μεγάλου, αληθινού και μοναδικού βασιλιά των πάντων και
Θεού. Διότι ο καθένας απομακρύνεται από τη διδασκαλία του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού και διεκδικεί να επιβάλει συμπεράσματα και κανόνες δικούς του με τρόπο
αυθεντικό και θέλει μάλλον να κυβερνά αντίθετα προς τον Κύριο παρά να
εξουσιάζεται από αυτόν… Ιδιαίτερα όμως η μεταξύ των περισσότερων διαφωνία
οφείλεται στο ότι γίναμε ανάξιοι της φροντίδας του Κυρίου» (ΕΠΕ 8,25-27)
«Αν όλοι όσοι ονομάζονται
Χριστιανοί, ήθελαν να μη διαστρεβλώνουν σε τίποτα την αλήθεια του Ευαγγελίου,
αλλά να εμμένουν στην παράδοση των αποστολών και στην απλότητα της πίστης, δεν
θα αναγκαζόμουν καθόλου να εκφωνήσει το λόγο. Επειδή όμως ο εχθρός της
αλήθειας, ο διάβολος… κοντά στα ζιζάνια που από την αρχή έσπειρε στην εκκλησία
βρήκε και τώρα όργανα που δέχονται με προθυμία όλη την πανουργία του και υπό το
πρόσχημα του χριστιανισμού εισάγει κρυφά την άρνηση της θεότητας του Χριστού…»
(ΕΠΕ 10,29)
«Δεν είναι έξω από τον σκοπό η
εξέταση των συλλαβών. Επομένως το ότι είναι μικρά τα ερωτήματα, όπως θα νομίσει
κάποιος, δεν σημαίνει ότι αξίζει να τα παραβλέψουμε, αλλά επειδή η αλήθεια
δύσκολα συλλαμβάνεται πρέπει από παντού να την εξιχνιάσουμε. Αν κάποιος
παραβλέψει τα πρώτα στοιχεία ως μικρά, ποτέ δεν θα πετύχει την τελειότητα της
σοφίας. Το «ναι» και το «όχι» είναι δύο συλλαβές αλλά όμως το ύψιστο από τα
αγαθά δηλαδή η αλήθεια και το έσχατο όριο της πονηρίας, δηλαδή το ψέμα
περιέχονται πολλές φορές στις μικρές αυτές λέξεις… αν λοιπόν έτσι έχουν τα
πράγματα ποια από τις λέξεις με θεολογικό περιεχόμενο είναι τόσο ασήμαντη ώστε…
να μην έχει μεγάλη επίδραση είτε θετική είτε αρνητική; Διότι αν από τον
ευαγγελικό νόμο δεν πρόκειται να χαθεί ούτε ένα γιώτα, ούτε ένα γράμμα, πώς θα
ήταν ακίνδυνο για μας να προσπερνάμε και τα πιο μικρά; Αυτά λοιπόν… είναι
συγχρόνως μικρά και μεγάλα· ως προς τη συντομία της προφοράς είναι μικρά και
για αυτό το λόγο ίσως να είναι και ευκαταφρόνητα· ως προς τη δύναμη όμως της σημασίας
τους είναι μεγάλα… Βρίσκομαι τόσο μακριά από το να ντρέπομαι για το ασήμαντο
αυτών των λέξεων, ώστε αν κατόρθωνα να πετύχω ελάχιστο μέρος της αξίας τους, θα
νόμιζα ότι πέτυχα για τον εαυτό μου μεγάλα πράγματα» (ΕΠΕ 10,281-283)
«Εκείνο που πολεμιέται είναι η
πίστη και κοινός σκοπός όλων των εχθρών της ορθής διδασκαλίας είναι να
διαταράξουν τη στερεότητα της πίστης στο Χριστό, να αφανίσουν την Αποστολική
παράδοση αφού την ισοπεδώσουν… Εμείς
όμως δεν θα παραδώσουμε την αλήθεια ούτε θα προδώσουμε από δειλία την συμμαχία
με αυτήν… Είναι ίση η ζημιά και όταν πεθάνει κάνεις χωρίς να βαπτιστεί και όταν
δεχτεί κάτι που απουσιάζει από την Παράδοση… και την ομολογία την οποία
καταθέσαμε κατά την πρώτη είσοδό μας στην εκκλησία αν δεν την κρατά κάνεις σε κάθε
καιρό και δεν την προσέχει σε όλη του τη ζωή ως ασφαλές φυλακτό, αποξενώνει τον
εαυτό του από τις υποσχέσεις του Θεού» (ΕΠΕ 10,343-345)
ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (+356)
«Και στα θέματα της πίστης ήταν
πολύ αξιοθαύμαστος και ευσεβής. Διότι
ούτε με τους σχισματικούς Μελιτιανούς ήρθε ποτέ σε επικοινωνία, διότι γνώριζε
την πονηρία και την αποστασία τους που έδειξαν από την αρχή, ούτε με τους
Μανιχαίους ή με άλλους αιρετικούς μίλησε φιλικά παρά μόνο μέχρι τη συμβουλή να
επιστρέψουν στην ευσέβεια, διότι πίστευε και συμβούλευε, ότι η φιλία και η
συναναστροφή με αυτούς είναι καταστροφή και απώλεια της ψυχής. Έτσι ακριβώς
σιχαινόταν και την αίρεση των αρειανών και παρήγγειλε σε όλους ούτε να τους
πλησιάζουν ούτε να έχουν την κακοπιστία τους. Όταν κάποτε παρουσιάστηκαν σε
αυτόν μερικοί φανατικοί αρειανοί, αφού τους ανέκρινε και αντιλήφθηκε ότι ήταν
ασεβείς, τους έδιωξε από το όρος λέγοντας ότι τα λόγια τους ήταν χειρότερα από το
δηλητήριο των φιδιών. Όταν επίσης κάποτε οι αρειανοί είχαν διαδώσει ψευδώς ότι
ο Αντώνιος είχε την ίδια πίστη με αυτούς, αγανάκτησε και θύμωνε εναντίον τους
Έπειτα επειδή τον παρακάλεσε και ο επίσκοπος και όλοι οι αδελφοί, κατέβηκε από
το όρος. Όταν μπήκε στην Αλεξάνδρεια αποκήρυξε τους αρειανούς λέγοντας, ότι
αυτή είναι η πιο φοβερή αίρεση και πρόδρομος του αντιχρίστου… για αυτό καμία απολύτως επικοινωνία να μην
έχετε με τους ασεβέστατους αρειανούς…»(Μ. Αθανασίου, Βίος οσίου Αντωνίου,
ΕΠΕ,τομ. 11, σελ 131-133)
«Καμία επικοινωνία να μην έχετε
με τους σχισματικούς, ούτε και με τους Αρειανούς. Διότι γνωρίζετε πώς τους
απέφευγα και εγώ λόγω της χριστομάχου και ετερόδοξης αίρεσής τους»(ο.π.
σελ.163)
«Ενώ καθόταν και εργαζόταν,
έπεσε σε ένα είδος έκστασης και αναστέναζε πολύ καθώς έβλεπε την οπτασία… και
άρχισε να τρέμει και προσευχόταν και γονάτισε και έμεινε γονατιστός για πολύ.
Όταν σηκώθηκε έκλαιγε ο γέρων… Αφού αναστέναξε και πάλι πολύ έλεγε· Παιδιά μου,
καλύτερα να πεθάνω πριν να συμβούν αυτά που είδα στην οπτασία… αφού δάκρυσε
είπε· Πρόκειται να καταλάβει την Εκκλησία οργή και να παραδοθεί σε ανθρώπους
όμοιους με τα άλογα κτήνη. Διότι είδα την αγία Τράπεζα του Ναού και γύρω από
αυτήν να στέκονται κυκλικά από παντού μουλάρια και να κλωτσούν μέσα έτσι…
Άκουσα κάποια φωνή που έλεγε· Θα γίνει βδέλυγμα το θυσιαστήριό μου. Αυτά είπε ο
γέρων και μετά από δύο έτη έγινε η τωρινή εκστρατεία των Αρειανών… (συνεχίζει ο
Αντώνιος προς τους μοναχούς) Μόνο προσέχετε να μην μολύνετε τους εαυτούς σας
ερχόμενοι σε επαφή με τους Αρειανούς. Διότι η διδασκαλία τους δεν είναι
διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και τους πατέρα τους διαβόλου, ή
καλύτερα είναι άκαρπη και ανόητη διδασκαλία και γέννημα όχι ισορροπημένης
διάνοιας, όπως είναι η αλογία των μουλαριών» (ο.π. σε. 149-151)
ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ (306-373)
«Αλλοίμονο σε εκείνους που
μολύνουν την αγία πίστη με αιρέσεις ή συγκαταβαίνουν στους αιρετικούς» (τόμος
Δ, σελ. 26)
«Όπως είναι το κεφάλι προτιμότερο από όλα τα μέλη του σώματός σου, και αν
κατευθυνθεί εναντίον σου πέτρα ή ρόπαλο ή ξίφος, προβάλλεις τα άλλα μέλη του
σώματος, θέλοντας να αποφύγεις το χτύπημα στο κεφάλι επειδή γνωρίζεις ότι χωρίς
αυτό δεν είναι δυνατό να ζήσεις σε αυτή τη ζωή, έτσι να είναι σε σένα
προτιμότερη από όλα η πίστη της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος, διότι χωρίς αυτή
είναι αδύνατο να ζήσει κανείς την πραγματική ζωή» (τόμος Γ σελ. 23)
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ (+387)
«Η λέξη ὅμως ἐκκλησία ἔχει
πολλές χρήσεις, ὅπως π.χ. ἔχει χρησιμοποιηθεῖ στό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ᾿Αποστόλων,
ὅπου ὁ συγγραφέας λέγοντας ἐκκλησία ἀναφέρεται στόν ὄχλο τῶν ᾿Εφεσίων, πού ἦταν
συγκεντρωμένος στό θέατρο: «᾿Αφοῦ εἶπε αὐτά, ἀπέλυσε τήν ἐκκλησία» (Πράξ. 19,
41). Κατά κυριολεξία βέβαια θά μποροῦσε κανείς πραγματικά νά ὀνομάσει «ἐκκλησία
πονηρευομένων» τίς συνάξεις τῶν αἱρετικῶν, ἐννοῶ τίς συγκεντρώσεις τῶν ὀπαδῶν
τοῦ Μαρκίωνα, τοῦ Μάνη, καί ὅλων τῶν ἄλλων. Γι᾿ αὐτό καί τό Σύμβολο τῆς
Πίστεως, γιά νά εἶσαι σίγουρος ὅτι μιά ἀνθρώπινη συγκέντρωση εἶναι ἐκκλησία17,
σοῦ παρέδωσε κι αὐτό πού ἀναφέρει τό ἴδιο ἄρθρο στή συνέχεια, δηλαδή τό «εἰς
Μίαν ῾Αγίαν, Καθολικήν ᾿Εκκλησίαν», ὥστε νά ἀποφεύγεις τίς μιαρές συγκεντρώσεις
τῶν αἱρετικῶν καί νά παραμένεις ἰσόβια μέλος τῆς ῾Αγίας, Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας,
στούς κόλπους τῆς ὁποίας ἀναγεννήθηκες. Κι ἄν καμιά φορά βρεθεῖς σέ ξένη πόλη, ὅποια
καί ἄν εἶναι, νά μή ρωτᾶς ἁπλῶς ποῦ εἶναι ὁ Ναός -γιατί καί οἱ ἄλλοι ἀσεβεῖς αἱρετικοί
τολμοῦν νά ἀποκαλοῦν τίς σπηλιές τους Ναούς- οὔτε νά ρωτᾶς ἁπλῶς ποῦ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία,
ἀλλά νά ζητᾶς νά μάθεις «ποῦ βρίσκεται ἡ Καθολική ᾿Εκκλησία»18. Γιατί αὐτό εἶναι
τό ἰδιαίτερο ὄνομα πού χαρακτηρίζει αὐτήν τήν ῾Αγία Μητέρα ὅλων μας» (Κυρίλλου
Ιεροσολύμων Κατήχηση 18,26 μετάφρ. Εκδ. Ετοιμασία)
ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ (310/320- 402)
«Όταν (μέσα στη φυλακή) είδε ο
αρχιεπίσκοπος Πέτρος (ο Ορθόδοξος) ότι ο Μελήτιος (ο σχισματικός επίσκοπος) και
οι οπαδοί του αντιστάθηκαν στην θέλησή του να υπάρξει φιλανθρωπία ανάμεσά τους,
επειδή έδειχναν περισσότερο θεϊκό ζήλο, ο ίδιος ο Πέτρος έκανε παραπέτασμα
(χώρισμα) στο μέσο της φυλακής, απλώνοντας ρούχο, κλινοσκέπασμα, δηλαδή ύφασμα
και διακήρυξε μέσω διακόνου ότι, όσοι συμφωνούν με τη δική μου γνώμη ας έλθουν
σε μένα και όσοι με του Μελητίου, ας πάνε με τον Μελήτιο. Και διαχωρίστηκε το
μεν πλήθος, με τον Μελήτιο επίσκοποι και μοναχοί και πρεσβύτεροι και άλλα
τάγματα και πολύ λίγοι με τον Πέτρο τον αρχιεπίσκοπο, επίσκοποι και άλλοι
λίγοι. Και λοιπόν αυτοί προσεύχονταν μόνοι τους και οι άλλοι μόνοι τους και τις
άλλες ιερουργίες επίσης ο καθένας τις τελούσε ξεχωριστά… Ούτε, μετά, στα καταναγκαστικά έργα των
μεταλλείων είχαν κοινωνία μεταξύ τους, ούτε συμπροσεύχονταν» (Κατά αιρέσεων
2,2,3 PG 42, 188B,189AB)
ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ (373-397 επίσκοπος)
«Αρνείται τον Χριστό εκείνος, ο
οποίος δεν ομολογεί όλα τα του Χριστού» (PL 15,1611)
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ (+430)
«Στους αιρετικούς εκείνους που
αποκαλούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς, ο Χριστός είναι παρών με το όνομα
μόνο, στην πραγματικότητα όμως και αληθινά δεν είναι ανάμεσά τους» (PL 40,233)
«Θα μπορούσε κάποιος να επιτελεί
οποιοδήποτε λειτούργημα και να ενεργεί οποιοδήποτε διακόνημα, ουδέποτε όμως θα
μπορούσε να τύχει της σωτηρίας, παρά μόνο εντός της καθολικής εκκλησίας. Δηλαδή
εκτός της Εκκλησίας είναι δυνατόν να έχει τα πάντα πλην της σωτηρίας» (PL
43,695)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (350-407)
«Όταν πρέπει να ευεργετήσεις
κάποιον, να είσαι κοντά σε κάθε άνθρωπο· όταν όμως εξετάζεται ο λόγος της
αλήθειας, να αναγνωρίζεις τον δικό σου και τον ξένο. Και αν ακόμη έχεις αδελφό
από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα και δεν έχει κοινωνία μαζί σου ως προς
το νόμο της αλήθειας, ας είναι για σένα πιο βάρβαρος και από Σκύθης· αλλά και
αν ακόμη είναι Σκύθης, και αν είναι Σαυρομάτης, αλλά γνωρίζει την ακρίβεια των
δογμάτων, και πιστεύει αυτό το οποίο ακριβώς και εσύ ο ίδιος, να είναι πιο
οικείος και πιο κοντινός σου από αυτόν που είχε τη γέννα από την ίδια μάνα με
σένα» (PG 55,461)
«Όπως ακριβώς στα βασιλικά
νομίσματα αυτός που έκοψε έστω και λίγο από ό,τι είναι χαραγμένο πάνω,
κατέστησε όλο το νόμισμα κίβδηλο· έτσι και αυτός που ανέτρεψε και το μικρότερο
από την υγιή πίστη, καταστρέφει το παν, προχωρώντας από την αρχή στα χειρότερα.
Πού είναι λοιπόν αυτοί που μας κατηγορούν ότι είμαστε φιλόνικοι λόγω της
διάστασης με τους αιρετικούς; Που είναι τώρα αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει
τίποτα ανάμεσα σε μας και σε εκείνους, αλλά ότι η διαφορά έγινε από την
φιλαρχία;… Αλλά το αίτιο όλων των κακών είναι αυτό ακριβώς, το ότι δεν
αγανακτούμε για αυτά τα μικρά» (PG 61,622)
«Δεν ωφελεί ο άριστος τρόπος
ζωής, εάν η πίστη δεν είναι υγιής» (PG 51,287)
«Ο Κύριος δεν απαγορεύει να εμποδίζονται
οι αιρετικοί, να αποστομώνονται, να κόβεται η θρασύτητά τους και να διαλύονται
τα συνέδριά τους και οι συγκεντρώσεις τους, αλλά απαγορεύει να φονεύονται» (ΕΠΕ
10,815)
«Την γνήσια αγάπη δεν την δείχνει
το να τρώμε μαζί, ούτε να προσφωνούμε με λόγια σπουδαία, ούτε τα κολακευτικά
λόγια, αλλά το να διορθώσω και να εξετάσω το συμφέρον του πλησίον, το να σηκώσω
αυτόν που έχει πέσει» (PG.54,623)
«Αν δεις κάπου να βλάπτεται η
ευσέβεια, να μην προτιμάς την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά να στέκεσαι γενναία
έως θανάτου… χωρίς να προδίδεις πουθενά την αλήθεια» (P.G. 60,611)
«Κανένα νόθο δόγμα να μην
παραδεχτείτε με το πρόσχημα της αγάπης» (PG 62,191)
«Εάν κάποιος έχει δόγμα
διεστραμμένο φεύγε από αυτόν και μην τον δεχτείς, μην πείθεσαι, όχι μόνο αν
είναι άνθρωπος, αλλά ακόμα και αν είναι άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό»
(PG 61,625)
«Δεν είπε ο Απόστολος (Γαλ. α 9)
εάν κηρύττουν αντίθετα ή ανατρέπουν το παν, αλλά και αν κάτι μικρό
ευαγγελίζονται διαφορετικό από ό,τι σας κήρυξα, και αν ακόμη κάτι ασήμαντο
μετακινήσουν, ας είναι ανάθεμα» (ΕΠΕ 20,201)
«Πρέπει να φοβόμαστε μήπως
κάποιον τον διαφθείρει η αγάπη των αιρετικών» (PG. 62,191)
«Ας αποστρεφόμαστε τις
συγκεντρώσεις των αιρετικών, ας κρατάμε παντοτινά την ορθή πίστη» (PG 56,256)
«Ο ψαλμός σήμερα μας οδηγεί σε
σύγκρουση με τους αιρετικούς, όχι για να τους πολεμήσουμε παραμένοντας αυτοί
αδρανείς, αλλά για να τους σηκώσουμε από την πτώση στην οποία βρίσκονται. Διότι
τέτοιος είναι ο δικός μας πόλεμος, δεν καθιστά τους ζωντανούς νεκρούς, αλλά
τους νεκρούς τους οδηγεί στη ζωή, γεμάτος από ημερότητα και πολλή επιείκεια.
Διότι δεν πολεμώ με υλικά όπλα, αλλά με τον λόγο καταδιώκω, όχι τον αιρετικό,
αλλά την αίρεση. Δεν αποστρέφομαι τον άνθρωπο, αλλά μισώ την πλάνη και θέλω να
τον αποσπάσω από αυτήν. Δεν κάνω πόλεμο με ουσία (διότι η ουσία είναι έργο του
Θεού) αλλά θέλω να διορθώσω τη γνώμη, που τη διέφθειρε ο διάβολος... και εγώ
λοιπόν εάν πολεμήσω τους αιρετικούς, δεν πολεμώ τους ίδιους τους ανθρώπους,
αλλά θέλω να απομακρύνω την πλάνη και να καθαρίσω τη σαπίλα» (ΕΠΕ,37, 297)
«Όταν όλοι πιστεύουμε όμοια,
τότε υπάρχει ενότητα… Διότι αυτό είναι ενότητα, όταν όλοι είμαστε ένα… όταν
αποδειχτούμε όλοι ότι έχουμε μία πίστη» (PG 62,83)
«Τριακόσιοι Πατέρες, ή και
περισσότεροι, που συγκεντρώθηκαν στη χώρα των Βιθυνών νομοθέτησαν αυτά· και
όλους εκείνους τους ατιμάζεις;… Εσύ όμως όχι μόνο εκείνους κατηγορείς, αλλά και
όλη την Οικουμένη, η οποία και επαίνεσε την γνώμη εκείνων» (PG 48,865)
«Οι αιρετικοί που ζουν
παρθενικά, έχουν γίνει υπεύθυνοι για την τιμωρία που αρμόζει στους πόρνους»
(ΕΠΕ 21,405)
«Τίποτε δεν θα ημπορέση να
διαιρέση τόσον εύκολα την Εκκλησίαν, όσον η φιλαρχία˙ τίποτε δεν παροξύνει
τόσον τον Θεόν, όσον το να διαιρεθή η Εκκλησία. Και αν ακόμη έχωμεν πράξει
άπειρα καλά, δεν θα καταδικασθώμεν ολιγώτερον από αυτούς οι οποίοι διεμέλισαν
το σώμα του, εμείς οι οποίοι διαιρούμεν το εκκλησιαστικόν πλήρωμα…. Κάποιος δε
άγιος άνδρας είπε κάτι το οποίον φαίνεται ότι είναι τολμηρόν, πλην όμως το
είπε. Ποιο είναι δε αυτό; Ούτε το αίμα του μαρτυρίου ημπορεί να εξαλείψη αυτήν
την αμαρτίαν. Διότι, ειπέ μου, διατί μαρτυρείς; δεν το κάνεις αυτό διά την
δόξαν του Χριστού; Συ λοιπόν ο οποίος θυσιάζεις την ζωήν σου υπέρ του Χριστού,
πώς εξολοθρεύεις την Εκκλησίαν, υπέρ της οποίας πρώτος εθυσιάσθη ο Χριστός;… η
νόσος προέρχεται από φιλαρχίαν. Δεν γνωρίζετε τί έπαθον οι περί τους Κορέ και
Δαθάν και Αβειρών; και μήπως μόνον αυτοί και όχι και οι μετά από αυτούς;
Τί λέγεις; Η ιδία πίστις είναι, ορθόδοξοι είναι και εκείνοι. Διατί λοιπόν
δεν είναι μαζί με εμάς;… Εάν δε αυτά που κάνουν αυτοί είναι ορθά, τότε τα ιδικά
μας είναι λανθασμένα˙ εάν δε τα ιδικά μας είναι ορθά, τότε τα ιδικά των είναι
λανθασμένα. … Ειπέ μου, νομίζεις ότι αρκεί αυτό, το να λέγης δηλαδή ότι είναι
ορθόδοξοι; τα δε της χειροτονίας έφυγαν και εχάθησαν; Και ποιον το όφελος εάν
αυτή δεν έγινε κατά τρόπον κανονικόν; Όπως ακριβώς λοιπόν διά την πίστιν, έτσι
πρέπει να αγωνιζώμεθα και δι’ αυτήν. Διότι, εάν εις τον καθένα είναι δυνατόν να
χειροτονή, όπως οι παλαιοί, και έτσι να γίνωνται ιερείς, ας γνωρίζουν όλοι, ότι
εις μάτην έχει οικοδομηθή αυτό το θυσιαστήριον, εις μάτην το πλήρωμα της
Εκκλησίας και το πλήθος των ιερέων˙ ας τα καταργήσωμεν αυτά και ας τα
καταστρέψωμεν…. Εάν η αυτή πίστις υπάρχη παντού, εάν τα ίδια μυστήρια, διατί να
επιπηδά εις άλλην Εκκλησίαν κάποιος άλλος επίσκοπος; Βλέπετε, λέγει, ότι όλα τα
των Χριστιανών έχουν γεμίσει από κενοδοξίαν; Και ότι υπάρχει εις αυτούς
φιλαρχία και απάτη;… το να δημιουργήση κανείς σχίσμα εις την Εκκλησίαν δεν
είναι μικρότερον κακόν από το να πέση εις αίρεσιν….εκείνος ο οποίος σφάζει και
διαμελίζει τον Χριστόν, ποίας κολάσεως δεν θα είναι άξιος;… δι’ εκείνους οι
οποίοι αποσκιρτούν. Μοιχεία είναι αυτό το πράγμα. Εάν δε δεν ανέχεσαι να ακούς
αυτά δι’ εκείνους, λοιπόν να μη ανέχεσαι ούτε δι’ εμάς˙ διότι το ένα από τα δύο
κατ’ ανάγκην γίνεται παρανόμως. Αν μεν λοιπόν υποπτεύεσθε αυτά δι’ εμέ, είμαι
έτοιμος να παραχωρήσω το αξίωμα εις όποιον θέλετε˙ μόνον η εκκλησία να είναι
μία˙ εάν δε εγώ έγινα νομίμως, πείθετε εκείνους οι οποίοι έχουν αναβή παρανόμως
εις τον θρόνον να αποθέσουν ό,τι δεν τους ανήκει». (ΕΠΕ, τόμος 20, σελ.
705-715)
«…τώρα [αφού ο επίσκοπος
ξεχώρισε τα λείψανα] που βρίσκονται μόνα τους τα μαργαριτάρια (λείψανα
ορθοδόξων μαρτύρων), που ξέφυγαν τα πρόβατα από τους λύκους (λείψανα αιρετικών
μαρτύρων που ήταν θαμμένα μαζί), που απομακρύνθηκαν οι ζωντανοί από τους
νεκρούς. Γιατί ούτε προηγουμένως έγινε σε αυτούς κάποιο κακό από το ότι ήταν
μαζί θαμμένοι… ο λαός μας όμως υπέφερε πολύ από τους τόπους, όταν έτρεχε προς
τα λείψανα των μαρτύρων και προσευχόταν με αμφιβολία και αβεβαιότητα, επειδή
δεν γνώριζε τους τάφους των αγίων και που ήταν θαμμένοι οι αληθινοί θησαυροί.
Και γινόταν το ίδιο όπως αν ένα κοπάδι πρόβατα, ενώ έτρεχε να απολαύσει καθαρά
νερά, πλησίαζε μεν στις καθαρές πηγές, γύριζε όμως πάλι πίσω επειδή αναδυόταν
από κάπου εκεί κοντά βρώμα και δυσοσμία. Έτσι συνέβαινε και στην περίπτωση
αυτού του ποιμνίου. Βάδιζε ο λαός προς τις καθαρές πηγές των μαρτύρων, όταν
όμως αισθανόταν την αιρετική δυσοσμία που αναδυόταν από εκεί κοντά γύριζε πάλι
πίσω… Και (ο επίσκοπος) για τους μάρτυρες έδειξε τιμή, επειδή τους απάλλαξε από
τους κακούς γείτονες» (ΕΠΕ 36,203)
ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ (+435)
«Και κανένας να μην αποδεχόταν,
πρέπει να προτιμάται η αλήθεια» (ΕΠΕ τόμος 3,439)
«Ο διάβολος γέννησε πολλές
αιρέσεις και στους Έλληνες… και στους Iουδαίους... Εάν όμως γέννησε και στους
Χριστιανούς πολύ περισσότερες, κανένας να μην απορεί. Γιατί πριν από την
ένσαρκη παρουσία του Χριστού, βλέποντάς τους όλους να μεθούν από την κακία και
κανένας, όπως θα μπορούσα να πω, να μην είναι καθαρά νηφάλιος έσπειρε λίγα
σπέρματα φιλονικίας, όταν όμως ήρθε από τον ουρανό ο σωτήριος Λόγος, φέρνοντας
σε μας διδασκαλίες της ουράνιας πολιτείας και προμηνύοντας στον διάβολο, με
αυτά που απειλούσε εκείνους που αμάρταναν, την καταδίκη που τον περιμένει,
(γιατί έλεγε, «πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά που έχει ετοιμαστεί για τον διάβολο
και τους αγγέλους του») τότε λοιπόν ο κοινός εχθρός όλων, βλέποντας και το δικό
μας γένος σιγά-σιγά και λίγο-λίγο να αποβάλλει την κακιά και να πλησιάζει την
αρετή, να εξοστρακίζει την ασέβεια και να ασπάζεται την ευσέβεια και μάλιστα
ακούγοντας και τον όρο της εναντίον του απόφασης, κυριεύτηκε από μεγαλύτερη
μανία εναντίον μας και γέννησε τις αιρέσεις. Επειδή δηλαδή δεν μπορούσε πια να
αντισταθεί στην ευσέβεια, προσπαθούσε να χειραγωγήσει πολλούς με το όνομά της
και με πρόσχημα την ευλάβεια επιχειρούσε να ανατρέψει την αλήθεια, και αυτούς
που με τον άριστο βίο τους πολλές φορές έλαμπαν, τους έκανε να εκτραπούν με
διεφθαρμένες διδασκαλίες. Γιατί ένα είναι το έργο και η μεγάλη φροντίδα του, να
καταποντίσει όλους μαζί και μαζί με τον εαυτό του, είτε με τη βία, είτε με
νόθες διδασκαλίες, στο πέλαγος της απώλειας. Σκεπτόμενοι λοιπόν αυτά, ας πάψουν
οι αρχηγοί των αιρέσεων να σπέρνουν σπόρους εναντίον της αλήθειας, αναλογιζόμενοι
ότι αυτοί περισσότερο από όλους σαλεύονται μέσα σε πολύ μεγάλο κίνδυνο. Ας
πάψουν επίσης και οι ακροατές τους, οι οποίοι μόνο από προκατάληψη ενεργούν και
αυθαδιάζουν εναντίον της αλήθειας, για να μην αδρανοποιήσουν, όσο εξαρτάται από
αυτούς, το κατόρθωμα του Σωτήρα… (ΕΠΕ 2,129-131)
«Όλων βέβαια των ανθρώπινων
αγαθών προϋπόθεση και βάση είναι η ομόνοια και πρέπει σε κανέναν να μη δίνεις
αφορμή για πόλεμο και φιλονικία. Εάν όμως κάποτε βλέπεις την ευσέβεια να
βλάπτεται ή τους αδύνατους να αδικούνται, να μην προτιμάς την ειρήνη αντί της
αλήθειας, αλλά να στέκεσαι γενναία αγωνιζόμενος προς την αμαρτία μέχρις
αίματος. Γιατί για αυτό ειπώθηκε από τον Απόστολο αυτό που θέλησες να μάθεις
«Εάν είναι δυνατόν όσο εξαρτάται από σας να έχετε ειρήνη με όλους τους ανθρώπους».
Γιατί υπάρχει περίπτωση όπου δεν είναι αυτό δυνατόν, όπως όταν ο αγώνας γίνεται
για την πίστη, ή όταν ο αγώνας γίνεται για αυτούς που αδικούνται».( Ισίδωρος
Πηλουσιώτης,ΕΠΕ 3,337)
«Νομίζω ότι οι αιρέσεις έχουν
γεννηθεί ή από φιλαρχία ή από προκατάληψη, τα δύο αυτά δυσκολοπολέμητα κακά.
Άλλοι δηλαδή επειδή δεν καταδέχτηκαν να παραμείνουν στην τάξη των πιστών, και
άλλοι επειδή μετά την αποδοχή τους δεν καταδέχτηκαν να διδαχτούν, έσπειραν
σπέρματα νεώτερης διδασκαλίας, απαξιώνοντας να παραμείνουν στα καθιερωμένα»
(ΕΠΕ 5,217)
«Όταν ο χορός (όμιλος) των
αρετών δεν καθοδηγείται από την ορθή πίστη, είναι τυφλός, αλλά και η ορθή
πίστη, εάν λείπει ο χορός των αρετών, είναι ανενεργή. Όταν όμως η ορθή πίστη ως
κορυφαία σύρει τον χορό και οι αρετές ακολουθούν, τότε οπωσδήποτε ο χορός των
αρετών θα στεφανωθεί, επειδή αγωνίστηκε νόμιμα» (ΕΠΕ 5,219) )
Γ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ (431)
«Όρισε η αγία Σύνοδος άλλη πίστη
να μην επιτρέπεται σε κανέναν να διδάσκει ή να διατυπώνει ή να προσθέτει,
αντίθετη με εκείνη που καθορίστηκε από τους αγίους Πατέρες που συνάχθηκαν εν
Αγίω Πνεύματι στην πόλη της Νίκαιας. Εκείνους δε που τολμούν είτε να προσθέσουν
διαφορετική πίστη, είτε να εκθέσουν είτε να αποτρέψουν αυτούς που θέλουν να
επιστρέψουν στην επίγνωση της αλήθειας… αυτούς, αν μεν είναι επίσκοποι ή
κληρικοί, οι μεν επίσκοποι να αποξενώνονται από την επισκοπή και οι κληρικοί
από την ενορία· αν πάλι είναι λαϊκοί, να αναθεματίζονται» (Ζ κανών Γ
Οικουμενικής)
ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (412-444 επίσκοπος)
«Αυτοί που συνδέονται με τους
ασεβείς αιρετικούς και συμμετέχουν στα θυσιαστήριά τους… πολλαπλασιάστηκαν
λοιπόν σε αυτούς τα θυσιαστήρια που ωθούν στην αμαρτία, θυσιάζοντας τον αμνό
έξω από την θεία και ιερή αυλή, δηλαδή την Εκκλησία» (ΕΠΕ 21,339)
«Για τα δόγματα του Απολιναρίου
δεν θα κάνω καθόλου λόγο. Διότι αυτούς που μία φορά καταδικάστηκαν, επειδή
παραχαράσσουν την αλήθεια, πρέπει να τους αποστρεφόμαστε» (PG 76,332C)
«(O Κύριλλος γράφει στον
αιρετικό πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο) Δεν θα είναι αρκετό όμως για την
ευλάβειά σου να ομολογήσει μαζί μας το Σύμβολο της πίστης, που εκτέθηκε κατά
καιρούς μέσω του Αγίου Πνεύματος… στην πόλη της Νίκαιας… Αλλά έπεται ότι
εγγράφως και ενόρκως θα ομολογήσεις και ότι αναθεματίζεις από τη μία τα βρωμερά
σου και βέβηλα δόγματα, θα φρονήσεις και θα διδάξεις από την άλλη όσα και όλοι
εμείς οι επίσκοποι και διδάσκαλοι και αρχηγοί σε Δύση και Ανατολή» (PG
77,108CD)
«Παντού λοιπόν ακολουθούμε τις
ομολογίες των αγίων Πατέρων, οι οποίες έχουν γίνει αφού μιλά μέσα τους το Άγιο Πνεύμα, και
ιχνηλατούμε τον σκοπό των δικών τους σκέψεων» (PG 77,109B)
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ 423-529 μ.Χ.
Επιστολή Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου προς τον αυτοκράτορα Αναστάσιο Α
το 511 μ.Χ.
Βασιλιά μου, μπροστά μας υπάρχουν
δύο περιπτώσεις και πρέπει να επιλέξουμε τη μία από τις δύο: δηλαδή ή να ζούμε
αισχρά και ανελεύθερα συμφωνώντας και ενωνόμένοι με τους Ακέφαλους
(Μονοφυσίτες), ή να πεθάνουμε έντιμα ακολουθώντας τα ορθά δόγματα των Αγίων
Πατέρων. Ε, μάθε, εμείς προτιμάμε να πεθάνουμε. Διότι τόσο πολύ απέχουμε από το
να ακολουθούμε τα καινοφανή και κακόδοξα δόγματα, ώστε όχι μόνο θα μένουμε
αμετακίνητοι στη θέση μας, ακολουθώντας με απόλυτη ακρίβεια τους προηγούμενους
νόμους (δόγματα) που θέσπισαν οι άγιοι πατέρες, αλλά και εκείνους που τυχόν θα
παρασυρθούν και θα παρεκκλίνουν από την ορθή πίστη, ευσεβώς θα τους
αποκηρύξουμε και θα τους υποβάλλουμε σε ανάθεμα. Και όχι μόνο τούτο· αλλά και
αν χειροτονήσετε κάποιον από τους Ακέφαλους, εμείς δεν πρόκειται να τον
δεχτούμε με καμία βία. Μακάρι όμως, βασιλεύ Ιησού Χριστέ, να μη γίνει ποτέ
τέτοιο πράγμα.
Αν βέβαια συμβεί κάτι τέτοιο,
αφού επικαλεστούμε ως μάρτυρα της αλήθειας τον Θεό, ή, να πούμε καλύτερα,
Εκείνον, τον Ιησού, που τώρα βλασφημείται από αυτούς, τους Ακέφαλους, θα
προβάλλουμε αντίσταση μέχρις αίματος. Και όπως για την πατρίδα, έτσι και
περισσότερο για την ορθή πίστη θα προσφέρουμε ευχάριστα τις ψυχές μας, έστω και
αν δούμε και αυτούς τους Αγίους Τόπους παραδομένος στο πυρ. Γιατί άλλωστε, και
ποιο είναι το όφελος μόνο του ονόματος, όταν επιτέλους αυτά τα ιερά πράγματα
καθυβρίζονται και προπηλακίζονται;
Λοιπόν, βασιλιά μου, εμείς δεν
πρόκειται σε καμία περίπτωση να φρονήσουμε, ούτε να πούμε καθόλου, ούτε να
παραδεχτούμε κάτι που δεν συμφωνεί με τα θεσπισθέντα από τις τέσσερις άγιες και
οικουμενικές Συνοδούς …
Σχετικώς λοιπόν με αυτά, και πυρ
να ανάβει εναντίον μας, και ξίφος να ακονίζεται, και ο πικρός θάνατος να
επιφέρεται καταπάνω μας, μάλλον δε αντί ενός, αν είναι δυνατόν, και μύριοι
θάνατοι, εμείς δεν θα προδώσουμε ποτέ την ορθή πίστη και ούτε θα αθετήσουμε και
θα ατιμάσουμε εκείνα που ορθώς δογμάτισαν οι θεοφόροι Πατέρες. Ας είναι δε
μάρτυρες τούτου οι ιδρώτες τους για την ορθόδοξη Πίστη και τα πολλά τους
αγωνίσματα. Και τα δόγματά τους θα μένουν οπωσδήποτε στερεά και
αμετάβλητα…»(Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ.
90-92)
«Αφού ο αυτοκράτορας Αναστάσιος
Α το 511 μ.Χ. επανήλθε στην αρχική του (αιρετική) στάση, όλοι βρίσκονταν σε
αμηχανία και απορία τι να πράξουν. Έτσι άλλοι υποστήριζαν τη βλασφημία, ενώ
άλλοι, από το άλλο μέρος, φοβούνταν και δεν προέβαλλαν ούτε τον παραμικρό
αντίλογο· και τούτο, διότι ίσως και στην υπόθεση αυτή παραχωρούσαν την
πρωτοβουλία και παρρησία στον κοινό Πατέρα (τον Θεοδόσιο) και περίμεναν από
αυτόν, σαν από στρατηγό, το σύνθημα. Τότε λοιπόν, τότε έγινε φανερό πόσο πολύ
και τα γηρατειά όταν ενισχύονται και ενδυναμώνονται από τον ζήλο, ενεργούν
νεανικά και γενναία εναντίον εκείνων που αποτελούν κίνδυνο για το καλό και την
αλήθεια. Δηλαδή ο όσιος δεν λογάριασε εκείνα τα αυτοκρατορικά γράμματα και
θεσπίσματα, ούτε τις μύριες απειλές, ούτε τους όχλους που ευλαβούνταν τα
θεσπίσματα του βασιλιά εξίσου προς τα θεία, ούτε τους στρατιώτες που
περιφρουρούσαν εκείνους που είχαν μεταφέρει τα βασιλικά παραγγέλματα· όλα αυτά
τα καταφρόνησε σαν να επρόκειτο για κακόγουστος ήχους, και είπε ότι τέτοιες
βροντές τρομάζουν τα παιδιά και όχι τον ίδιο.
Έτσι λοιπόν όρμησε σαν λέοντας,
μπήκε στον Ιερό Ναό, ανέβηκε στο βήμα, πάνω στο οποίο οι ιερείς διαβάζουν
συνήθως τα αναγνώσματα, και, αφού έκανε νόημα με το χέρι του στο πλήθος να
σταματήσει να μιλάει, ύψωσε τη φωνή του και είπε: «Αν κάποιος απορρίπτει τις
τέσσερις άγιες Συνόδους και δεν τις θεωρεί σαν τα τέσσερα Ευαγγέλια, να είναι
ανάθεμα, δηλαδή καταραμένος και αφορισμένος». Αυτά μόνο είπε, και κατέπληξε το
πλήθος σαν άγγελος και με το μέγεθος της θαυμαστής του ενέργειας, τους άφησε
όλους άφωνους. Ακολούθως εξήλθε από τον Ιερό Ναό προχωρώντας ανάμεσά τους
αμίλητος. Αλλά και εκείνοι σιωπούσαν και κατά κάποιο τρόπο κοιμούνταν και νόμιζαν
πως έβλεπαν όνειρο, σαν να μην ήταν πραγματικό εκείνο που έγινε. Και βέβαια
υπήρξε τέτοιο το στρατήγημα εκείνο του ανδρός, που νόμισαν πως από αυτό
κατέταξαν στα ιερά δίπτυχα τις άγιες Συνόδους.
Μετά από αυτά ο Όσιος Θεοδόσιος
χωρίς καμία χρονοτριβή και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, περιερχόταν τις πόλεις
που ήταν ολόγυρα, τους μαθητές και άλλους ζηλωτές από την ερημιά και τους
καθοδηγούσε, επιβάλλοντας τη γνώμη του σαν άλλος στρατηγός· Ο πρώτος στην πολιά
(στις άσπρες τρίχες, στη γεροντική ηλικία) δείχνοντας και πρώτος στην προθυμία.
Τριγύρισε σε όλους και έγινε στους πάντες τα πάντα· πληροφορούσε και ενημέρωνε
εκείνους που είχαν αμφιβολίες· στήριζε ακόμη περισσότερο τους ευσταθείς,
ξεσήκωνε τους νωθρούς και ράθυμους, επέτεινε την επιμέλεια των προθύμων,
ενθάρρυνε και ενίσχυε εκείνους που δείλιαζαν, παραινούσε τους αγωνιζόμενους,
κατατρόμαζε τους αντιπάλους με την εξαιρετική του γενναιότητα, προλάμβανε κάθε
αιρετική νόσο με την ταχύτητα της ιατρείας» (Βίος και πολιτεία Οσίου Θεοδοσίου,
εκδ. Αποστ. Διακονία, σελ. 94-95)
ΟΣΙΟΣ ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ (+543)
775.Ερώτηση. Εάν Ιουδαίος ή
Εθνικός με καλέσει στη γιορτή του για γεύμα ή και μου στείλει δώρα, να τα δεχθώ
ή όχι;
Απόκριση: Να μη τα δεχθείς, διότι είναι αντίθετα με τους κανόνες της αγίας
Εκκλησίας, και δεν πρέπει να τα πάρεις».
776.Ερώτηση. Τι πρέπει να γίνει
όμως, όταν ο άνθρωπος είναι σπουδαίος και φίλος μου και λυπάται αν δεν τα
δεχθώ; Τι να του πώ;
Απόκριση: Πες του: ‘Η αγάπη σου γνωρίζει, ότι όλα όσα έχουν παραγγελθεί από
τον ίδιο τον Θεό, πρέπει να τα φυλάγουν εκείνοι που τον φοβούνται και είναι
δυνατό να το βεβαιωθείς αυτό από όσα κάνετε και εσείς, διότι και συ ποτέ δεν θα
δεχθείς να παραβείς την εντολή της δικής σου παραδόσεως εξαιτίας της αγάπης σου
προς εμένα, και δεν θα σκεφθώ από αυτό ότι παραβλέπεις την αγάπη σου προς
εμένα. Και εμείς λοιπόν έχομε παράδοση από τον Θεό, μέσω των αγίων πατέρων μας
και διδασκάλων, να μη παίρνομε απολύτως τίποτε κατά τη γιορτή κάποιου από τους
αλλοεθνείς. Με αυτό λοιπόν δεν λύπησα την αγάπη μου πρός εσένα’. (ΕΠΕ,
Φιλοκαλία, τομ. 18Γ, σελ. 393-395)
«Ερώτηση: κάποιο αγαπητό μου
πρόσωπο διαπιστώθηκε ότι είναι αιρετικός. Να τον νουθετήσω στην Ορθόδοξη πίστη;
Απάντηση: Νουθέτησέ τον, ώστε να έλθει σε επίγνωση της ορθής πίστης. Αλλά
μη φιλονικήσεις μαζί του μήτε να θελήσεις να μάθεις τι φρονεί για να μην εισαγάγεις
στον εαυτό σου το δηλητήριό του το πνευματικό, αλλά εάν θελήσει πραγματικά να
ωφεληθεί και να ακούσει την αλήθεια της πίστης του Θεού, πήγαινέ τον σε Αγίους
Πατέρες, σε αυτούς που μπορούν να τον ωφελήσουν κατά Χριστόν και έτσι θα
βρεθείς να τον βοηθάς κατά Θεόν χωρίς βλάβη. Εάν όμως δεν αποδεχτεί την
πνευματική του διόρθωση, μετά την πρώτη και την δεύτερη νομοθεσία παράτησέ τον,
κατά την υπόδειξη του Αποστόλου Παύλου, διότι δεν θέλει ο Θεός να πράξει κάνεις
κάτι περισσότερο από όσο μπορεί, καθώς λένε οι άγιοι πατέρες. Διότι, λένε, αν
δεις κάποιον να πνίγεται στον ποταμό, μην του δώσεις το χέρι σου, για να μη σε
συμπαρασύρει και πεθάνεις και εσύ μαζί του, αλλά δώσε του το ραβδί σου. Και αν
μεν μπορέσεις να τον τραβήξεις, ιδού, καλώς έπραξες, εάν όχι, θα του αφήσεις το
ραβδί σου και εσύ θα σωθείς»(ερώτηση 733,ΕΠΕ 10Γ,σελ. 347)
«Ο πιστός δηλαδή και αν ακόμη
μιλήσει σε αιρετικούς ή απίστους ή αντιπαρατεθεί, δεν ταράζεται στον αιώνα,
διότι έχει μέσα τον Ιησού, τον αρχηγό της ειρήνης και της γαλήνης. Και ο
τέτοιος μπορεί αντιλέγοντας ειρηνικά, να οδηγήσει πολλούς αιρετικούς και
απίστους σε επίγνωση του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού»»(ερώτηση 59,ΕΠΕ 10Α,σελ.
131)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ (+649)
«Είναι αδύνατον από το χιόνι να
προέλθει φλόγα, ακόμα πιο αδύνατο όμως είναι να υπάρξει ταπεινοφροσύνη στους
ετεροδόξους» (Κλίμαξ Λόγος ΚΕ,31)
«Ως ξένους και εχθρούς του Θεού
θα εννοήσουμε εκείνους που βλέπουμε να είναι ή αβάπτιστοι ή να μην έχουν ορθή
πίστη» (Κλίμαξ Λόγος Α,2).
«όποιος δεν έχει πίστη ορθή, αλλά
πράττει ίσως κάποια καλά, μοιάζει με εκείνον που αντλεί νερό και το αδειάζει σε
τρυπημένο πιθάρι» (Κλίμαξ Λόγος ΚΣΤ,Γ 43)
ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ (+662)
«Και δεν τα γράφω αυτά, μη
γένοιτο, επειδή θέλω οι αιρετικοί να θλίβονται και νιώθοντας χαρά για την
κακοποίησή τους, αλλά πιο πολύ γιατί χαίρομαι και αγάλλομαι μαζί τους για την
επιστροφή τους. Γιατί τι είναι πιο ευχάριστο για τους πιστούς από το να βλέπουν
τα σκορπισμένα παιδιά του Θεού να μαζεύονται όλα μαζί; Ούτε για να σας
παρακινήσω να δείξετε τη σκληρότητα του φιλάνθρωπου. Να μη συμβεί τέτοια τρέλα…
Και επιθυμώ και εύχομαι να είστε σκληροί απόλυτα και αμείλικτοι μόνο στο να μη
συμπράξετε με τους αιρετικούς στη συγκρότηση της φρενοβλαβούς δοξασίας τους,
γιατί εγώ ορίζω ως μισανθρωπία και χωρισμό από τη θεία αγάπη την προσπάθεια να
ενισχυθεί η πλάνη για περισσότερη καταστροφή εκείνων που έχουν ήδη πέσει σε
αυτήν». (ΕΠΕ 15Β, σελ.165)
«Κάθε λέξη και λόγος που δεν
έχει ειπωθεί από τους πατέρες, αποτελεί ολοφάνερα καινοτομία» (PG 91,216C)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ (+749)
«Αυτός που δεν πιστεύει σύμφωνα
με την παράδοση της Εκκλησίας, είναι άπιστος» (PG 94,1128A)
«Με όλη τη δύναμή μας ας
προσέξουμε να μην παίρνουμε μετάληψη αιρετικών, ούτε να δίνουμε «Διότι μη
δίνετε τα άγια στα σκυλιά» λέει ο Κύριος… για να μην γίνουμε συμμέτοχοι στην
κακοδοξία τους και την καταδίκη τους» (Έκδοσις… ΕΠΕ, 1,475)
ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
«Το να σφάλει κάποιος σε
δόγματα, είτε μικρά είτε μεγάλα, είναι το ίδιο· διότι και από τα δύο αθετείται
ο νόμος του Θεού» (Ταράσιος Κων/πόλεως)
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ (+826)
«Διότι το να κοινωνάει κάποιος
από αιρετικό… αποξενώνει από το Θεό και καθιστά οικείο με τον Διάβολο»
«Παρακαλώ προφυλάξτε ακόμη τον
εαυτό σας από την ψυχοφθόρο αίρεση, η συμμετοχή στην οποία είναι αποξένωση από
το Χριστό» (επιστολή 60, ΕΠΕ 18Γ, σελ. 17)
«…Ερώτηση 3η. Για τις εκκλησίες
που βεβηλώθηκαν από τους ιερείς που κοινώνησαν με την αίρεση και κατέχονται από
αυτούς. Εάν πρέπει να μπαίνουμε σ’ αυτές για να προσευχηθούμε και να ψάλλουμε.
Απάντηση. Δεν πρέπει να μπαίνουμε καθόλου στις εκκλησίες αυτές με τους
τρόπους που αναφέρθηκαν, γιατί είναι γραμμένο «Να, το σπίτι σας εγκαταλείπεται
έρημο». Γιατί μόλις μπαίνει μέσα στις εκκλησίες αυτές η αίρεση, φεύγει ο
άγγελος που εποπτεύει όλα όσα γίνονται εκεί, σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου
Βασιλείου, και ο ναός αυτός γίνεται ένα απλό σπίτι. Γιατί λέγει «Δεν θα μπω
μέσα σε εκκλησία πονηρών». Και ο Απόστολος «Ποιά συμφωνία υπάρχει ανάμεσα στον
ναό του Θεού και στα είδωλα;»
«…Η κοινωνία από τους αιρετικούς
δεν είναι κοινός άρτος, αλλά δηλητήριο, που δεν βλάπτει το σώμα, αλλά αμαυρώνει
και σκοτίζει την ψυχή…Και εάν οι ευχές της λειτουργίας είναι των ορθοδόξων, τί
σημασία έχει αυτό, εάν γίνεται από αιρετικούς; Γιατί δεν πιστεύουν όπως πίστευε
εκείνος που τις σύνταξε, ούτε και πιστεύουν σ’ αυτά που σημαίνουν οι λέξεις.
Γιατί ολόκληρη η λειτουργία εξυμνεί την πίστη, ότι ο Χριστός έγινε αληθινός
άνθρωπος, ενώ αυτοί το αρνούνται, αν και το λένε, επειδή φρονούν να μη
ζωγραφίζεται αυτός. Είναι δηλαδή σαν να λέγει κάποιος, Πιστεύω σε Πατέρα και
Υιό και άγιο Πνεύμα, αλλά φρονεί, ότι ο Πατέρας και ο Υιός και το άγιο Πνεύμα
είναι μια υπόσταση με τρία ονόματα, πράγμα που είναι δόγμα του Σαβελλίου, ο
οποίος πίστευε ανόητα. Τί λοιπόν, θα πούμε ότι αυτός πιστεύει σε Τριάδα; Καθόλου,
έστω και αν το λέγει. Έτσι λοιπόν ούτε εδώ πιστεύει αυτά που λέγει, έστω και αν
η λειτουργία είναι ορθόδοξη, αλλά αυτός φλυαρεί ανόητα, η μάλλον εξυβρίζει
παίζοντας τη λειτουργία, γιατί και οι γόητες και οι επαοιδοί χρησιμοποιούν
θεϊκές ωδές στις δαιμονικές τελετές τους» (ΕΠΕ 4,17. 4,489, 3,387)
«Η αίρεση δηλαδή στο σύνολο της
μοιάζει σαν μια αλυσίδα δαιμονόπλοκη, οπού η μια κρατιέται από την άλλη, και
όλες είναι κρεμασμένες σαν από μια κορυφή της ασέβειας και της αθεΐας, αν και
διαφέρουν και στη διαφορετική ονομασία και στον χρόνο και στον τόπο και στην
ποσότητα και στην ποιότητα και στη δύναμη και στην ενέργεια» (3,207)
«… Η τέταρτη ερώτηση σου· Εάν
υπάρχει εκκλησία στην οποία αυτός που λειτουργεί αναφέρει τον αιρετικό, και ο
ορθόδοξος έχει θυσιαστήριο καθαγιασμένο σε σεντόνι η σανίδα, πρέπει να τεθεί
αυτό σ’ αυτή την εκκλησία και να λειτουργήσει ο ορθόδοξος;
Δεν πρέπει, αλλά είναι καλύτερα να λειτουργήσει σε ένα συνηθισμένο σπίτι,
σε κάποιον διαλεγμένο καθαρό τόπο….» (3,209)
«Γιατί από την εποχή των
'Αποστόλων και μετέπειτα, πολλές αιρέσεις με πολλούς τρόπους συγκρούστηκαν με
την Εκκλησία, και παρουσιάστηκαν παράνομες και αντικανονικές ακαθαρσίες, όπως
και τώρα. Αλλ’ όμως αυτή (η Εκκλησία) παρέμεινε με τον τρόπο που προειπώθηκε
αδιάσπαστη και άσπιλη, και θα παραμείνει μέχρι το τέλος των αιώνων, με το να
απομακρύνονται και να διώχνονται από αυτήν αυτοί που κακώς πίστεψαν και
έπραξαν, όπως απομακρύνονται από τα παράλια βράχια τα κύματα που συγκρούονται
με αυτά» (3,141)
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ +1359)
«Στα σχετικά με το Θεό δεν είναι
μικρό το παραμικρό» (Α, σελ. 24)
Ο Όσιος Γρηγόριος (1296-1359)
πολέμησε τον λατινόφρονα Βαρλαάμ. Γράφεται στο συναξάρι του κάτι πολύ
χαρακτηριστικό:
«... Για να υποδείξουμε και
μερικά από εκείνα που τον χαρακτήριζαν,
αυτά ήταν τα κατεξοχήν ιδιαίτερά του γνωρίσματα·
το υπερβολικά πράο και ταπεινό του χαρακτήρα του,
όπου δεν ήταν ο λόγος για το Θεό και τα θεία·
διότι σε αυτού του είδους τα θέματα,
ήταν πάρα πολύ μαχητής...» (Συναξάριον Τριωδίου της Β΄Κυριακής Νηστειών)
«Πάλι ο πρωταίτιος του κακού
όφις σηκώνει την κεφαλή εναντίον μας και σιγοψιθυρίζει τ’ αντίθετα στην
αλήθεια. Ή μάλλον, αφού η δική του κεφαλή συντρίφτηκε με τον σταυρό του
Χριστού, κεφαλή του κάνει τον καθένα από εκείνους που με το πέρασμα των γενεών
πείθονται στις ολέθριες συστάσεις και έτσι, εμφανίζοντας σαν η ύδρα πολλές
κεφάλες προς τα επάνω, δεν σταματά να διαλαλεί με αυτές στα ύψη την αδικία».
(Περί εκπορεύσεως του Αγ. Πνεύματος, Α' ΕΠΕ 1,68. Ε X. 1,23)
«Τότε ο ηγεμών της απάτης
ακολούθησε άλλο δρόμο. Υποκρίνεται ότι απορρίπτει την πολύθεη πλάνη και
προσποιείται ότι οδηγεί όλους σε ένα Θεό με τις κατά καιρούς φωνές των
κακοδόξων, αλλά με σκοπό πραγματικό να απομακρύνει από τον ένα Θεό. Πράγματι
πείθει με τις σοφιστείες των αιρετικών ότι αυτός δεν είναι τρισυπόστατος και
παντοδύναμος». (Αντιρρητικός Ζ΄13,44. ΕΠΕ6,307-399. ΕΧ. 3,420)
«Πράγματι, αν αυτός ο άρχοντας
ενώ είναι ολοσχερώς σκοτάδι,
υποκρίνεται, κατά τον απόστολο, «άγγελο φωτός», ποιο είναι το παράξενο, αν και
αυτοί που παραπλανήθηκαν από τα σοφίσματα εκείνου και τον έβαλαν ολόκληρο μέσα
τους και μιλούν δια μέσου αυτού, υποκρίνονται τις φωνές των διακόνων του
αληθινού φωτός δηλαδή των φωτισμένων εν Θεώ, σαν να εκτελούν και αυτοί «τα έργα
του Πατρός αυτών», εξαπατώντας τους πολλούς με την ευπρέπεια των λόγων; Διότι,
λέγει, «και οι διάκονοι αυτού» υποκρίνονται «ως διάκονοι δικαιοσύνης». (Α' Προς
Βαρλαάμ, ΕΠΕ 1,488. Ε X. 1,247)
«Κάθε ένας από όλους αυτούς δεν
έχουν πιστεύψει σε όλη την θεόπνευστη Γραφή, αλλά δεχόμενοι μερικά μόρια αυτής
και προς τα αλλά έχοντας κατά κάποιον τρόπο κλεισμένα τα αυτιά τους βάδισαν σαν
παράφρονες κατά της μιας ευσεβείας που την έχουν παραδεχθεί όλοι, φέροντας σε
αντιπαράθεση μεταξύ τους τα λόγια των αγίων και του Πνεύματος αλλάζοντας το
νόημα των αποσπασμάτων τους παρερμηνεύοντάς τα και προσφέροντάς τα εναντίον των
ευσεβών».(Διάλογος Oρθοδόξου και Βαρλααμίτου, ΕΠΕ 3,322. ΕΧ. 2,196)
«Ας αποφύγουμε λοιπόν όσους δεν
παραδέχονται τις πατερικές εξηγήσεις, αλλά προσπαθούν να εισαγάγουν τα αντίθετα
μόνοι τους και τις μεν λέξεις του κειμένου προσποιούνται ότι μεταχειρίζονται,
το δε ευσεβές νόημα απορρίπτουν Ας τους αποφύγουμε μάλιστα περισσότερο από όσο
φεύγει κανείς από φίδι. Διότι το μεν φίδι, όταν δαγκώσει, θανατώνει πρόσκαιρα
το σώμα, χωρίζοντάς το από την αθάνατη ψυχή• εκείνοι όμως πιάνοντας με τα
δόντια την ίδια την ψυχή, την χωρίζουν από τον Θεό, που είναι αιώνιος θάνατος
της αθάνατης ψυχής» (ΕΠΕ 10,356)
«Αυτός λοιπόν ο νοερός και γι’
αυτό περισσότερο καταραμένος όφις το πρώτο και μεσαίο και τελευταίο κακό,... ο
σε κάθε ασεβή δοξασία σοφιστής καθόλου δεν έχει ξεχάσει την κακοτεχνία του.
Τώρα λοιπόν εισάγει με τους Λατίνους που του κάνουν υπακοή απόλυτη νέους όρους
για τον Θεό».(Α' Προς Βαρλαάμ, ΕΠΕ 1,68.ΕΧ. 1,23)
ΣΥΜΕΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (+1429)
«Ο διάβολος τους μεν αιρετικούς
τους ωθεί στην προσευχή, επειδή ακριβώς η προσευχή τους είναι βλασφημία. Τους
δε ορθοδόξους τους ρίχνει στην αμέλεια. Επειδή με την προσευχή τους
ευαρεστείται ο Θεός» (Άπαντα σελ. 392)
ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ (+1444)
«Η σύνοδος της Φλωρεντίας είναι
Καϊαφαϊκό συνέδριο, όσο η ένωση που έγινε από αυτούς σκοτεινιάζει την
Εκκλησία»(Επιστολή προς Σχολάριον PG 160,1093C)
«Τους παρακαλούσαμε, και τι δεν
λέγαμε ικανό να μαλακώσει και πέτρινες ψυχές, να επιστρέψουν σε εκείνην την
καλή συμφωνία, την οποία είχαμε πριν και μεταξύ μας και με τους Πατέρες μας,
όταν λέγαμε όλοι το ίδιο και δεν υπήρχε σε μας σχίσμα… Λέγοντας αυτά, μοιάζαμε
να ψέλνουμε στο κενό ή να ψήνουμε πέτρα ή να σπέρνουμε σε πέτρες ή να γράφουμε
στο νερό ή όσα άλλα λένε οι παροιμίες για τα αδύνατα» (Το Γραμμάτιον P.G. 159,
1037C 1040D)
«Απαγορεύουν οι θείοι Πατέρες
την αλλαγή του Συμβόλου ακόμη και σε λέξη και σε συλλαβή και εκφωνούν φρικτές
κατάρες εναντίον αυτών που θα τολμήσουν ποτέ αυτήν την αλλαγή» (Το Γραμμάτιον
P.G. 159, 1033 C)
«Οι Λατίνοι δεν είναι μόνο
σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί… Εμείς λοιπόν αποσχιστήκαμε από αυτούς όχι για
κάτι άλλο, παρά για το ότι είναι αιρετικοί· για αυτό δεν πρέπει καθόλου να
ενωθούμε με αυτούς, αν δεν βγάλουν την προσθήκη από το Σύμβολο και δεν
ομολογήσουν το Σύμβολο όπως και εμείς» (Mansi,31A,885DE)
«Να τους αποφεύγετε αδελφοί και
την κοινωνία μαζί τους· διότι οι τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι, εργάτες
δόλιοι, που μετασχηματίζονται σε αποστόλους Χριστού. Και δεν είναι θαυμαστό
«διότι ο ίδιος ο Σατανάς μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός». Δεν είναι θαυμαστό
λοιπόν, αν και οι διάκονοί του μετασχηματίζονται ως διάκονοι δικαιοσύνης, των
οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνα με τα έργα τους… Να στέκεστε κρατώντας τις
παραδόσεις, τις οποίες παραλάβατε, και τις γραφτές και τις άγραφες, ώστε να μην
ξεπέσετε από το στήριγμά σας παρασυρόμενοι από την πλάνη των παράνομων…» (ΔΣΜ
Α, σ. 361,362)
«Αλλά θα πεις ίσως (γράφει στο
Γ. Σχολάριο) ότι η μεταβολή δεν έγινε προς τα αντίθετα, αλλά αποβλέπουμε
σε κάποια μεσότητα και συγκατάβαση.
Ουδέποτε, άνθρωπε, διορθώθηκαν τα εκκλησιαστικά με μεσότητα· ενδιάμεσο αλήθειας
και ψεύδους δεν υπάρχει κανένα· αλλά όπως ακριβώς αυτός που βγήκε έξω από το φως
αναγκαστικά είναι στο σκοτάδι, έτσι αυτός που παρέκκλινε λίγο από την αλήθεια,
υπόκειται λοιπόν στο ψεύδος θα λέγαμε αληθινά· παρόλο βεβαίως που ανάμεσα στο
φως και το σκοτάδι είναι δυνατόν να πούμε ότι υπάρχει μεσότητα, το ονομαζόμενο
λυκαυγές ή λυκόφως, αλλά μεσότητα της αλήθειας και του ψεύδους δεν θα μπορούσε
να επινοήσει κάποιος, έστω και αν κουραστεί πολύ… Μη λοιπόν μας εξαπατούν για
μεσότητα…» (Επιστολή προς Γ. Σχολάριον P.G. 160 1093 BC,1096C)
«Στα της πίστης δεν χωράει
συγκατάβαση· διότι η συγκατάβαση δημιουργεί ελάττωση της πίστης… Διότι σε αυτά
δεν είναι μικρό και αυτό που φαίνεται μικρό» (Συροπούλου 8, κεφ. ΙΒ, σ.
234,235)
«Συ υπάρχεις κοπέλιν και
εποίησας και ως κοπέλιν» (ο άγιος Μάρκος Ευγενικός στον μητροπολίτη Εφέσου που
υπέγραψε στη Σύνοδο Φερράρας, Συροπούλου 9, κεφ. 11, σ. 446).
«Δεν θα το κάνω αυτό ποτέ, ό,τι
και να γίνει» (η απάντησή του αρνούμενος να υπογράψει, ο.π. 10,9, σελ. 484)
«Διότι έχω πειστεί με ακρίβεια,
ότι όσο απομακρύνομαι από αυτόν και τους ομοίους του, πλησιάζω το Θεό και όλους
τους πιστούς και τους αγίου Πατέρες· και όπως ακριβώς χωρίζομαι από αυτούς,
έτσι ενώνομαι με την αλήθεια και τους αγίους Πατέρες και θεολόγους της
Εκκλησίας» (Απολογία P.G. 160,536 CD)
«Γρηγορότερα θα έπεφτε από τη
θέση του ο Όλυμπος, παρά να αφήσει κάτι από το φρόνημά του ο
Μάρκος»(Γ.Σχολαρίου)
ΚΟΣΜΑΣ ΑΙΤΩΛΟΣ
«Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες,
κάλπικες, όλες του διαβόλου. Τούτο εκατάλαβα αληθινόν, θείον, ουράνιον, σωστόν
τέλειον και δια λόγου μου και δια λόγου σας πως μόνη η πίστις των ευσεβών και
Ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία» (Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α,1)
«Να κλαίτε για τους ασεβείς και
αιρετικούς» (ο.π.)
ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ
« Το ζήτημα του πρωτείου του
πάπα είναι κυρίως ειπείν το ζήτημα του Σχίσματος… Εν τούτω δε κείται ο λόγος
του Σχίσματος, όστις αληθώς είναι μέγιστος, διότι ανατρέπει το πνεύμα του
Ευαγγελίου, και ο σπουδαιότερος δογματικός λόγος, διότι είναι άρνηση των αρχών
του Ευαγγελίου»
«Δια του δόγματος του αλαθήτου η
Δυτική Εκκλησία απώλεσε την πνευματικήν ελευθερίαν της, τον στολισμόν της,
εκλονίσθη εκ βάθρων εστερήθη του πλούτου της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, της
παρουσίας του Χριστού· και από πνεύματος και ψυχής κατέστη άναυδον σώμα»
ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ
Ο κ. Τσολάκης Βασίλειος, Αστυνομικός
από την Αριδαία, διηγείται: Κάποιος γνωστός μου είχε πάει στο εξωτερικό.
Δυστυχώς εκεί έμπλεξε με Προτεστάντες με αποτέλεσμα να αρνηθεί την Ορθοδοξία
και να γίνει Προτεστάντης. Μια μέρα με επισκέφτηκε στο γραφείο μου και
βλέποντας τη φωτογραφία του π. Παϊσίου μου είπε έντρομος: Αυτόν τον ξέρω. Πριν
10 χρόνια πήγα στο Κελλί του με άλλους δύο. Μόλις φθάσαμε, μόνο εμένα δεν μου
επέτρεψε να μπω. Διότι μου είπε ότι είμαι αιρετικός, γιατί δεν πιστεύω στην
Παναγία και στους Αγίους (ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου, σελ.
611)
ΓΕΡΟΝΤΙΚΑ
ΘΕΛΟΝΤΑΣ να βεβαιωθούν οι Γέροντες, αν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός και
πράος ο Αββάς Αγάθων, όσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μια μέρα τάχα θυμωμένοι
στο κελλί του και του φώναξαν:
— Εσύ είσαι ο Αγάθων, ο φαύλος κι
υπερήφανος;
— Ναι, Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς καν να ταραχθή.
— Και τολμάς να φλυαρής και να κατακρίνης τους αδελφούς; εξακολούθησαν οι
άλλοι.
— Δίκιο έχετε, αλλά παρακαλέστε τον Θεό να μ' ελεήση, είπε πάλι ο ταπεινός
Αγάθων.
— Και δε φτάνουν όλα αυτά, έγινες τώρα κι' αιρετικός.
— Α, όχι, αιρετικός δεν έγινα ακόμη, ύψωσε ζωηρά τη φωνή ο Αββάς, προς
μεγάλη έκπληξι των ανακριτών του.
— Για εξήγησε μας, Αγάθων, του είπαν χαμογελώντας οι Γέροντες, γιατί
δέχτηκες ευχαρίστως όλες τις άλλες κατηγορίες και τούτη την τελευταία δεν
θέλησες να την παραδεχτής;
— Καλό είναι για την ψυχή μου, κι' ούτε κανένα βλάπτει, να με νομίζουν οι
άλλοι φαύλο και φλύαρο, υπερήφανο και φιλοκατήγορο, αποκρίθηκε ο Όσιος. Αλλά να
με νομίζουν αιρετικό, ζημιώνονται, και μένα χωρίζουν από τον Κύριό μου.
Οι Γέροντες θαύμασαν τη διάκρισί του
και παραδέχτηκαν πως είχε δίκιο. (Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη εκδ.
Λυδία)
*******
Ήλθαν κάποτε αρειανοί στο αββά Σισώη στο όρος τουαββά Αντωνίου και άρχισαν να κατηγορούν τους
ορθόδοξους. Ο γέροντας δεν τους αποκρίθηκε καθόλου και φωνάζοντας τον μαθητή του,
είπε: Αβραάμ, φέρε μου το βιβλίο του Αγίου Αθανασίου και διάβαζέ το. Και
ενώ εκείνοι σιωπούσαν, φανερώθηκε η
αίρεση τους. Και τους έστειλε στο καλό. (Είπε Γέρων, σελ. 250)
*******
«Φεύγοντας από εκεί ο Σαραπίων κατευθύνθηκε στην περιοχή της Λακεδαίμονας
όπου άκουσε πως ένας προύχοντας ήταν Μανιχαίος αυτός και η οικογένειά του αν
και κατά τα άλλα ήταν ενάρετος. Έκανε και σε αυτήν την περίπτωση ό,τι και με
τους άλλους, πουλήθηκε δούλος και σε δύο χρόνια μέσα γλίτωσε τον κύριό του και
τους δικούς του από την καταραμένη αίρεση, ξαναφέρνοντάς τους στην εκκλησία.
Τότε ο αφέντης του όχι μόνο τον ελευθέρωσε αλλά και τον θεωρούσε πια αδελφό του
ή μάλλον πατέρα του, δοξάζοντας τον Θεό που τον έστειλε» (Νερό από την έρημο, Αποστολική Διακονία,
σελ. 62-63)
*******
«Είπε ο αββάς Θεόδωρος της Φέρμης: «Εάν έχεις φιλία με κάποιον και συμβεί
να πέσει αυτός σε σαρκικό αμάρτημα, άπλωσε το χέρι σου εάν μπορεί, και τράβηξέ
τον επάνω. Αν όμως πέσει σε αίρεση και δεν πείθεται στα λόγια σου για να την
αποστραφεί, αμέσως κόψε κάθε σχέση μαζί του· γιατί με την αργοπορία, υπάρχει
κίνδυνος να γκρεμιστείς και εσύ μαζί του στο λάκκο» (Μέγα Γεροντικό τόμος Γ,
σελ. 61)
Οι δύο λόγοι του Νεστορίου
Ο αββάς Κυριακός (5ος-6ος αι.) ήταν πρεσβύτερος στη λαύρα του Καλαμώνος,
κοντά στον ποταμό Ιορδάνη. Κάποτε διηγήθηκε τα έξης «Μια νύχτα είδα στον ύπνο
μου να στέκουν έξω από το κελί μου μία πορφυροντυμένη γυναίκα με σεμνή εμφάνιση
και δύο άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Κατάλαβα πώς ή γυναίκα ήταν ή ίδια ή
Υπεραγία Θεοτόκος, ενώ από τούς άνδρες ο ένας ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος
και ο άλλος ο Τίμιος Πρόδρομος.
Βγήκα από το κελί και τούς παρακάλεσα να περάσουν μέσα για να το
ευλογήσουν. Η Θεοτόκος όμως αρνήθηκε. Εγώ επέμεινα για πολλή ώρα να την
παρακαλώ, οπότε εκείνη αποκρίθηκε αυστηρά:
- Έχεις τον εχθρό μου στο κελί σου και πώς θέλεις να μπω ;
Αυτό είπε κι έφυγε.
"Όταν ξύπνησα, άρχισα να σκέπτομαι στενοχωρημένος μήπως αμάρτησα με
τον λογισμό απέναντι της. Στο κελί μου δεν υπήρχε άλλος κανείς παρά μόνο εγώ.
Για πολλή ώρα εξέταζα τον εαυτό μου, άλλα δεν βρήκα να έσφαλα σε τίποτε
απέναντι της.
Σηκώθηκα τότε πολύ λυπημένος και πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο, για να διώξω
τη λύπη με την ανάγνωση. Το βιβλίο ήταν του άγιου Ησυχίου, πρεσβυτέρου των
Ιεροσολύμων.
Καθώς το ξεφύλλιζα, βρήκα προς το τέλος δύο λόγους τού δυσσεβούς Νεστορίου.
Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ό εχθρός της Θεοτόκου. Σηκώθηκα τότε και το
επέστρεψα σ’ αυτόν πού μου το είχε δώσει λέγοντας:
- Πάρε το βιβλίο σου, αδελφέ, γιατί περισσότερο ζημιώθηκα παρά ωφελήθηκα.
Κι όταν του εξήγησα τα συμβάντα, έκοψε με ζήλο τούς δύο λόγους του
Νεστορίου και τούς πέταξε στη φωτιά λέγοντας:
Δεν θα παραμείνει στο κελί μου ό εχθρός της Υπεραγίας Θεοτόκου και
αειπαρθένου Μαρίας».
Η αιρετική πατρικία
Κάποια πατρικία, πού λεγόταν Κοσμιανή (6ος αι.), ήρθε μια νύχτα να
προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο στην Ιερουσαλήμ. Καθώς πλησίαζε, της παρουσιάσθηκε
η Κυρία Θεοτόκος μαζί με άλλες γυναίκες και της είπε:
- Δεν επιτρέπεται να μπεις εδώ, γιατί δεν είσαι δική μας.
Το είπε αυτό, γιατί η Κοσμιανή άνηκε στην αίρεση του Σεβήρου. Εκείνη όμως
επέμενε και παρακαλούσε να της επιτρέψει την είσοδο. Τότε η Θεοτόκος
αποκρίθηκε:
- Είναι αδύνατο να μπεις εδώ μέσα, αν προηγουμένως δεν έρθεις σε μυστηριακή
κοινωνία μ’ εμάς.
Κατάλαβε τότε η πατρικία ότι η είσοδός της εμποδίζεται επειδή είναι
αιρετική, και ότι αν δεν προσέλθει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν πρόκειται να
προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο.
Έτσι κι έκανε. Πρώτα-πρώτα εγκατέλειψε την αίρεση του Σεβήρου, κι ύστερα
μετανοημένη κάλεσε τον διάκονο και μετέλαβε τα άχραντα μυστήρια. Τότε προχώρησε
ανεμπόδιστα και προσκύνησε το ζωοποιό μνήμα του Σωτήρος Χριστού. (Εμφανίσεις
και θαύματα της Παναγίας σελ. 132-134. Ιεράς Μονής Παρακλήτου)
Το ωμοφόριο του πατριάρχη.
Ο πατριάρχης Αντιοχείας Εφραίμιος (527-546) είχε θερμό ζήλο για την
ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε ότι στην περιοχή της Ιεραπόλεως ασκήτευε
κάποιος αιρετικός στυλίτης, πήγε κοντά του για να τον επαναφέρη στην Ορθοδοξία.
Αφού συζήτησαν αρκετά, ο στυλίτης επέμενε και ζήτησε έμπρακτες αποδείξεις.
- Δηλαδή τι θέλεις; Με τι τρόπο να σου αποδείξω την ορθότητα των δογμάτων
μας;
- Να, κύριε πατριάρχη, αποκρίθηκε ο στυλίτης. Ν’ ανάψουμε μια φωτιά και να
μπούμε και οι δύο μέσα! Όποιος δεν καή, αυτός θα είναι πραγματικά ορθόδοξος.
Τότε ο θειος Εφραίμιος του λέει:
- Έπρεπε, παιδί μου, να μ’ ακούσης σαν πατέρα και τίποτε περισσότερο να μη
ζητήσης. Επειδή όμως ζήτησες απόδειξη που ξεπερνά τις δικές μου δυνάμεις, θα
εμπιστευθώ στον Κύριό μου και θα το κάνω αυτό για τη σωτηρία της ψυχής σου!
Γυρίζει μετά στους ακολούθους του και τους παραγγέλλει:
- Ευλογητός ο Θεός. Φέρτε εδώ μερικά ξύλα.
Και αφού τα έφεραν, ανάβει φωτιά ο πατριάρχης μπροστά στον στύλο και
απευθύνεται στον στυλίτη.
- Κατέβα λοιπόν να μπούμε και οι δύο στη φωτιά αυτή, όπως ζήτησες.
Κατάπληκτος εκείνος για την πίστη του πατριάρχη, αρνείται να κατεβή.
- Εσύ δεν το πρότεινες αυτό; Του λέει ο πατριάρχης. Πώς τώρα αρνείσαι να
κατέβης;
Τότε ο θείος Εφραίμιος έβγαλε το ωμοφόριο του, πλησίασε τη φωτιά και
προσευχήθηκε:
- Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μας, ο οποίος σαρκώθηκες για τη σωτηρία μας
από τη Δέσποινά μας, Αειπάρθενη Θεοτόκο, φανέρωσέ μας την αληθινή πίστη.
Μόλις τελείωσε την προσευχή αυτή, πέταξε το ωμοφόριο στη μέση της φωτιάς. Η
φωτιά άναβε πολλή ώρα και αποτέφρωσε όλα τα ξύλα. Μόλις έσβησε, πλησίασαν και
πήραν το ωμοφόριο σώο και άβλαβές, χωρίς ίχνος καψίματος.
Ο στυλίτης, συγκλονισμένος, αναθεμάτισε την αίρεση στην οποία πίστευε,
προσήλθε στην Ορθοδοξία και σύντομα κοινώνησε από τα χέρια του πατριάρχη.
(Λειμωνάριον, στο Χαρίσματα και χαρισματούχοι,τόμος Γ , εκδ. Ι Μ Παρακλήτου, σελ191-192)
Ο αββάς Ιωάννης και ο αιρετικός.
Ο υποτακτικός του αββά Ιωάννη του Σαββαΐτου Θεόδωρος, ήρθε στο κελί του
γέροντά του μαζί με έναν αιρετικό, χτύπησαν την πόρτα και όταν τους άνοιξε
έβαλαν και οι δύο μετάνοια. Έπειτα ο Θεόδωρος του ζήτησε να τους ευλογήσει
- Εσένα σε ευλογώ. Όχι όμως αυτόν, απάντησε ο αββάς
- Ευλόγησέ τον παρακάλεσε ο Θεόδωρος.
- Δεν τον ευλογώ γιατί είναι αιρετικός είπε ο αββάς που πρώτη φορά τον
έβλεπε. Θα τον ευλογήσω, εάν εγκαταλείψει την αίρεση και επιστρέψει στην
εκκλησία.
Ο αιρετικός απόρησε με το διορατικό χάρισμα του γέροντος και υποσχέθηκε να
επιστρέψει σύντομα στην εκκλησία.
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι τόμος Α, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, σελίδα 71)
«Το θαύμα της αναστάσεως ενός νεκρού που έκανε ο αββάς Μακάριος»
Έτσι, καθώς θυμάμαι, εξαιτίας των περιστάσεων, ο αββάς Μακάριος, ο πρώτος
που κατοίκησε στην έρημο της Σκήτης, ανέστησε ένα νεκρό.
Ενας αιρετικός, οπαδός του αιρετικού Ευνομίου, πάσχιζε να κατασρέψει την
ορθόδοξη πίστη με διαλεκτικά τεχνάσματα. Οι πιστοί της Εκκλησίας, οι οποίοι
έβλεπαν να απειλούνται από φοβερή λαίλαπα –γιατί ήδη ένα μεγάλο πλήθος είχε
δελεασθεί από τις δοξασίες του Ευνομίου– ζήτησαν βοήθεια από τον αββά Μακάριο.
Ο Αββάς, βλέποντας τον ορατό πλέον πνευματικό κίνδυνο που απειλούσε τους
χριστιανούς, αποφάσισε να επέμβει.
Συναντήθηκε λοιπόν ο Αββάς με τον αιρετικό και αυτός του επιτέθηκε με
πλήθος συλλογισμών και επιχειρημάτων. Ο αββάς Μακάριος αναμετρήθηκε μαζί του
εκθέτοντας την αλήθεια της Εκκλησίας, ενώ αυτός επιχειρούσε να τον παρασύρει
μέσα στα ακανθώδη μονοπάτια της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας. Η συζήτηση μάκραινε
χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι ο όσιος Μακάριος αποφάσισε να δώσει τέλος σ΄αυτές τις
άκαρπες συζητήσεις με τον εξής σύντομο και αποστολικό λόγο που λέει:
- «Η βασιλεία του Θεού δεν στερεώνεται στις ψυχές με την ευγλωττία, αλλά με
θεία δύναμη». (Α΄ Κορ. 4,20). Εμπρός λοιπόν, είπε στον αιρετικό, πάμε στους
τάφους και στον πρώτο νεκρό που θα βρεθεί μπροστά μας, ας επικαλεστούμε το
Όνομα του Κυρίου κι ας δείξουμε, καθώς λεέι και η Αγία Γραφή, την πίστη μας με
έργα. Ο Θεός θα μας φανερώσει ασφαλώς που βρίσκονται τα σημάδια της αληθινής
πίστης. Δεν πρόκειται να φανερωθεί η αλήθεια με τις μάταιες συζητήσεις, αλλά με
τη δύναμη των θαυμάτων και με την κρίση Εκείνου που δεν είναι δυνατόν να
λαθέψει.
Ο αιρετικός άκουσε αυτά τα λόγια και, καταντροπιασμένος που νικήθηκε
μπροστά σ’ όλο το λαό που τον περικύκλωνε, προσποιήθηκε αμέσως ότι δέχεται να
συμμετάσχει και σ΄ αυτού του είδους την αναμέτρηση με τους όρους που του
πρότεινε ο Αββάς και υποσχέθηκε ότι την επόμενη μέρα θα ήταν εκεί.
Την άλλη μέρα όλοι βιάζονταν να φθάσουν στο ορισμένο μέρος, λαχταρώντας να
δουν ένα τέτοιο θέαμα. Περίμεναν για πολύ. Αυτός όμως, έχοντας συνείδηση της
απιστίας του, όχι μόνο κρύφτηκε από το φόβο του, αλλά και εγκατέλειψε χωρίς
καθυστέρηση τη χώρα. Ο αββάς Μακάριος, αφού τον περίμενε μέχρι την Ενάτη ώρα, με
όλο το πλήθος που είχε εκεί συρρεύσει κι αυτός δεν φαινόταν πουθενά, κατάλαβε
ότι οι τύψεις της συνειδήσεως του έκαναν τον αιρετικό να αποφασίσει να αποφύγει
τη συνάντηση. Πήρε λοιπόν μαζί του το πλήθος των ανθρώπων, που ο αιρετικός είχε
οδηγήσει σε λανθασμένο δρόμο πίστης, και κατευθύνθηκε πρός τους τάφους, όπως
είχαν συμφωνήσει την προηγούμενη ημέρα.
Στην Αίγυπτο υπάρχει μια συνήθεια, την οποία ακολουθούν οι κάτοικοι
αναγκαστικά, εξαιτίας των πλημμυρών του Νείλου. Κάθε χρόνο υπερχειλίζει ο
ποταμός και για μεγάλο χρονικό διάστημα η χώρα καλύπτεται σ΄ όλη την έκτασή της
από τα νερά. Η περιοχή τότε μοιάζει με τεράστια θάλασσα, την οποία μόνο με
βάρκα μπορεί κανείς να τη διασχίσει. Έτσι οι κάτοικοι αναγκάζονται να
ταριχεύουν τους νεκρούς με τα πιο δυνατά αρώματα και να τους τοποθετούν σε
μικρά κελιά, αρκετά υπερυψωμένα, εφόσον η γη είναι συνεχώς υγρή από τα νερά του
ποταμού και δεν επιτρέπει την ταφή τους. Γιατί η δύναμη της πλημμύρας είναι
τέτοια που, αν θάψουν εκεί ένα νεκρό, το νερό θα τον βγάλει πάλι στην επιφάνεια.
Σταμάτησε λοιπόν ο όσιος Μακάριος μπροστά σ΄ έναν από τους πιο παλαιούς
τάφους και είπε:
- «Άνθρωπέ μου, αν αυτός ο αιρετικός είχε έλθει εδώ μαζί μου και αν εγώ σε
είχα καλέσει στο Όνομα του Χριστού του Θεού μου, πες μου θα είχες σηκωθεί,
μπροστά σ΄ όλο αυτό το πλήθος, το οποίο αυτός ο απατεώνας παρά λίγο να οδηγήσει
στον όλεθρο;».
Ο νεκρός σηκώθηκε και απάντησε:
«Ασφαλώς, θα είχα σηκωθεί».
Τον ρώτησε τότε ο αββάς Μακάριος, τι ήταν όταν ζούσε, σε ποιά εποχή έζησε
και αν είχε ακούσει ποτέ κάτι για τον Χριστό. Εκείνος απάντησε ότι είχε ζήσει
την εποχή των πιο αρχαίων βασιλέων και ότι δεν είχε ακούσει ούτε καν το Όνομα
του Χριστού.
«Κοιμήσου εν ειρήνη», του είπε τότε ο αββάς Μακάριος, περιμένοντας «την
κοινήν Ανάστασιν».
Η αρετή λοιπόν και το χάρισμα του αββά Μακαρίου θα παρέμεναν για πάντα
κρυμμένα –όσο βέβαια εξαρτιόταν από τον ίδιο– αν δεν ήταν η ανάγκη μιας
ολόκληρης επαρχίας που κινδύνευε κι αν η μεγάλη του πίστη και η ειλικρινής
αγάπη του για τον Χριστό δεν τον είχαν τόσο πολύ πιέσει, ώστε να αναγκασθεί να
κάνει αυτό το θαύμα. Γιατί δεν έκανε ασφαλώς το θαύμα ο Αββάς για να επιδειχθεί
ή γιατί τον είχε παρακινήσει η κενοδοξία του. Η αγάπη του Χριστού και ο
κίνδυνος που διέτρεχαν οι πιστοί της Εκκλησίας τον ανάγκασαν να το κάνει.
(αββά Κασσιανού, Συνομιλίες…τόμος Β σελ. 139-141, εκδ. Ετοιμασία)
Πνευματικός Λειμών Ιωάννου Μόσχου (ΕΠΕ Φιλοκαλία τόμος 2)
«Σ' εκείνη την έρημο ήταν κάποιος γέροντας Αβραάμης, άνδρας που είχε άσπρα
μαλλιά, αλλά και ασπρώτερο φρόνημα, που έλαμπε από κάθε αρετή και ανάβλυζε πάντα
το δάκρυ της κατανύξεως. Αυτός στην αρχή, αφού παρασύρθηκε από κάποια απλότητα,
ανεχόταν να γιορτάζει το Πάσχα όπως προηγουμένως αγνοώντας, όπως φαίνεται, τα
όσα είχαν νομοθετηθεί σχετικά μ’ αυτό από τους πατέρες στη Νίκαια, προτιμούσε
να εφαρμόζει την παλαιά συνήθεια. Και πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή έπασχαν από
αυτή την άγνοια. Αλλά ο μεγάλος
Μαρκιανός πολλές φορές προσπάθησε, χρησιμοποιώντας πολλά επιχειρήματα, να
επαναφέρει τον γέροντα Αβραάμη στη συμφωνία της Εκκλησίας (διότι έτσι τον
ονόμαζαν οι εντόπιοι). Επειδή όμως τον έβλεπε να μη πειθαρχεί, διέκοψε φανερά
την επικοινωνία μαζί του. Αλλά αφού πέρασε καιρός, ο θεσπέσιος εκείνος άνδρας
απέρριψε την επίμεμπτη συνήθεια και ασπάσθηκε τη συμφωνία της θείας εορτής˙
έτσι έψαλλε ομολογώντας «μακάριοι οι άμωμοι στο δρόμο, εκείνοι που βαδίζουν
σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου». Και αυτό είναι κατόρθωμα της διδασκαλίας του
μεγάλου Μαρκιανού». «ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 26
Κάποιος γέροντας, ονομαζόμενος Κυριακός, έμενε στην λαύρα του Καλαμώνα που
βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη˙ ο γέροντας ήταν μεγάλος κατά Θεό. Αυτόν
επισκέφτηκε κάποιος ξένος αδελφός, ονομαζόμενος Θεοφάνης, από τη χώρα του Δορά,
για να συμβουλευθεί το γέροντα για το λογισμό πορνείας. Τότε ο γέροντας άρχισε
να τον δυναμώνει με τους λόγους περί της σωφροσύνης και της αγνείας. Ο αδελφός
τότε ωφεληθείς πολύ, λέει στον γέροντα.
Κύρι Αββά, εγώ στην πατρίδα μου έχω μυστηριακή κοινωνία με τους
Νεστοριανούς και για αυτό το λόγο δεν μπορώ να μείνω εδώ˙ γιατί αλλιώς θα ήθελα
να μείνω κοντά σου.
Μόλις άκουσε ο γέροντας το όνομα του
Νεστορίου , κυριευθείς από λύπη για την καταστροφή του αδελφού, τον νουθετούσε
και τον παρακαλούσε ν’ απομακρυνθεί από τη βλαβερή αυτή αίρεση και να
επιστρέψει στην αγία καθολική και αποστολική Εκκλησία. Και του έλεγε.
Δεν υπάρχει άλλη σωτηρία, από το να έχει κανείς ορθά φρονήματα και να
πιστεύει ότι η αγία Παρθένος Μαρία είναι πραγματικά Θεοτόκος.
Ο αδελφός λέει στον γέροντα.
Πραγματικά, κύρι Αββά, όλες oι αιρέσεις λένε τα ίδια. Δεν σώζεσαι αν δεν
κοινωνείς μυστηριακά μαζί μας. Τι να κάνω λοιπόν δεν ξέρω εγώ ο ταπεινός.
Προσευχήσου λοιπόν στον Κύριο, να με πληροφορήσει έμπρακτα ποιά είναι η αληθινή
πίστη.
Ο γέροντας με χαρά δέχτηκε το λόγο του αδελφού και του λέει.
Μείνε στο κελλί μου και έλπιζε στο Θεό, ότι θα σου αποκαλύψει η αγαθότητά
του την αλήθεια.
Αφήνοντας τον αδελφό στο σπήλαιό του, αναχώρησε στη Νεκρά θάλασσα,
προσευχόμενος για τον αδελφό. Τη δεύτερη ημέρα κατά το απόγευμα βλέπει ο
αδελφός κάποιον να στέκεται μπροστά του, φοβερός στην όψη, και να του λέει.
Έλα και δες την αλήθεια.
Παίρνοντάς τον τότε τον οδηγεί σε σκοτεινό και άθλιο και καταφλεγόμενο τόπο
και μέσα σ’ αυτή τη φλόγα του δείχνει τον Νεστόριο και τον Θεόδωρο, τον Ευτυχέα
και τον Απολινάριο, τον Ευάγριο και τον Δίδυμο, τον Διόσκορο και τον Σευήρο ,
τον Άρειο και τον Ωριγένη και μερικούς άλλους. του λέει τότε αυτός που του
εμφανίσθηκε.
Αυτός ο τόπος έχει ετοιμαστεί για τους αιρετικούς, για εκείνους που
βλασφημούν την αγία Θεοτόκο και για εκείνους που ακολουθούν τα δόγματα αυτών.
Αν λοιπόν σου αρέσει ο τόπος, μείνε πιστός στο δόγμα σου, αν πάλι δεν θέλεις να
δοκιμάσεις αυτήν την κόλαση, πρόσελθε στην αγία καθολική Εκκλησία, στην οποία
και ο γέροντας διδάσκει. Γιατί σε διαβεβαιώνω, πως αν ο άνθρωπος επιτελέσει
όλες τις αρετές, αλλά δεν έχει ορθή πίστη, έρχεται στον τόπο αυτό.
Με τα λόγια αυτά ήρθε ο αδελφός στον εαυτό του. Όταν επέστρεψε ο γέροντας
του διηγήθηκε όλα τα συμβάντα, όπως τα είδε. Προσήλθε τότε και κοινώνησε των
μυστηρίων της αγίας καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Έμεινε κοντά στον
γέροντα στον Καλαμώνα, και αφού έζησε μαζί του αρκετά χρόνια, αναπαύθηκε
ειρηνικά».
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36
Μας διηγήθηκε κάποιος από τους Πατέρες για τον μακάριο Εφραίμιο, τον
πατριάρχη Αντιόχειας.
Ήταν πάρα πολύ ζηλωτής και θερμός για την ορθόδοξη πίστη. Όταν λοιπόν άκουσε
μια μέρα για έναν στυλίτη στα μέρη Ιεραπόλεως και ότι ανήκει στους οπαδούς του
Σευήρου και των Ακεφάλων, πήγε σ’ αυτόν θέλοντας να τον μεταστρέψει. Μόλις τον
πλησίασε, άρχισε ο θειος Εφραίμιος να νουθετεί και να παρακαλεί τον στυλίτη να
ξαναγυρίσει πίσω στον αποστολικό θρόνο και να γίνει κοινωνός της αγίας
καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. του απάντησε ο στυλίτης και του είπε.
Εγώ δε θα δεχθώ έτσι στην τύχη συμμετοχή στη σύνοδο.
Ο θειος Εφραίμιος του λέει.
Και πως θέλεις να σου αποδείξω ότι η αγία Εκκλησία έχει ελευθερωθεί με την
χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού μας από κάθε ρύπο αιρετικής διδασκαλίας;
Του λέει ο στυλίτης.
Να ανάψομε φωτιά, πατριάρχη μου, και να μπούμε εγώ και συ και αν κάποιος
βγει σώος, αυτός είναι ορθόδοξος και αυτόν οφείλομε ν’ ακολουθήσομε.
Αυτό το είπε για να φοβίσει τον πατριάρχη.
Και απάντησε στο στυλίτη ο θειος Εφραίμιος.
Τέκνο μου, έπρεπε να με ακούσεις σαν πατέρα σου και να μη ζητήσεις τίποτε
παραπάνω από μένα. Επειδή όμως ζήτησες πράγμα που υπερβαίνει την αθλιότητά μου,
το κάμνω κι αυτό με απόλυτη πίστη στους οικτιρμούς του Υιού του Θεού για τη
σωτηρία της ψυχής σου.
Τότε ο θείος Εφραίμιος λέει σε αυτούς που βρίσκονταν εκεί.
Ας είναι ευλογημένος ο Κύριος, φέρτε εδώ ξύλα.
Και αφού ήρθαν τα ξύλα, τα άναψε ο πατριάρχης μπροστά στο στύλο και λέει
στον στυλίτη.
Κατέβα και σύμφωνα με την σκέψη σου θα μπούμε και οι δύο.
Ο στυλίτης όμως τα έχασε με την πίστη του πατριάρχη στο Θεό και επειδή δεν
ήθελε να κατεβεί, του λέει ο πατριάρχης. Εσύ δεν πρότεινες να γίνει αυτό; Και
πώς τώρα δε θέλεις να το κάνεις;
Τότε βγάζοντας το ωμοφόριο που φορούσε ο αρχιεπίσκοπος και πλησιάζοντας στη
φωτιά, προσευχήθηκε, λέγοντας.
Κύριε, Ιησού Χριστέ ο Θεός μας, που
καταδέχθηκες να σαρκωθείς αληθινά από την Δέσποινά μας την αγία Θεοτόκο και
αειπαρθένο Μαρία, φανέρωσέ μας την αλήθεια.
Και αφού συμπλήρωσε την προσευχή, πέταξε το ωμοφόριό του στο μέσο της
φωτιάς. Και αν και έκαψε η φωτιά τρεις ώρες περίπου και τα ξύλα τέλειωσαν, πήρε
το ωμοφόριό του από τη φωτιά σώο και αβλαβές και ολόκληρο, χωρίς κάτι να βρεθεί
πάνω του από τη φωτιά.
Τότε ο στυλίτης, βλέποντας το γεγονός, βεβαιώθηκε πλήρως, και αφού
αναθεμάτισε τον Σευήρο και την αίρεσή του, προσήλθε στην αγία Εκκλησία και
κοινώνησε από τα χέρια του μακαρίου Εφραιμίου και δόξασε το Θεό».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 49
Ο πρεσβύτερος Αναστάσιος μας διηγήθηκε και αυτό.
Όταν έγινε δούκας της Παλαιστίνης ο Γήβημερ, πρώτα-πρώτα ήρθε να
προσκυνήσει την αγία ανάσταση του Χριστού μας. Και καθώς πλησιάζει για να μπει,
βλέπει ένα κριάρι να ορμά κατά πάνω του και να προσπαθεί να τον κομματιάσει.
Αυτός κυριευμένος από μεγάλο φόβο τραβήχτηκε προς τα πίσω. Τότε ο Αζαρίας ο
σταυροφύλακας που ήταν εκεί μπροστά καθώς και οι φύλακες του λένε.
-Τι συμβαίνει, άρχοντα; Γιατί δεν μπαίνεις;
Απαντάει.
-Γιατί φέρατε εδώ μέσα αυτό το κριάρι;
Και αυτοί με έκπληξη μεγάλη έσκυψαν μέσα στον άγιο τάφο και επειδή τίποτα
δεν είδαν τον προέτρεψαν να μπει, γιατί τίποτα τέτοιο δεν υπήρχε μέσα.
Ξαναπροσπάθησε τότε να μπει και πάλι όμως βλέπει το ίδιο κριάρι να ορμά
επάνω του και να μην τον αφήνει να μπει. Επειδή αυτό έγινε πάρα πολλές φορές,
και εκείνος βέβαια το έβλεπε, ενώ αυτοί που παραβρίσκονταν δεν έβλεπαν τίποτα,
τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
-Να είσαι σίγουρος πως κάτι, δέσποτα μου, υπάρχει στην ψυχή σου και γι’
αυτό σε εμποδίζει να προσκυνήσεις τον άγιο και ζωοποιό τάφο του Σωτήρα μας. θα
πράξεις σωστά, αν το εξομολογηθείς στο Θεό. Επειδή είναι φιλάνθρωπος και επειδή
θέλει να σε ελεήσει, σου έδειξε αυτό το σημάδι.
Αυτός τότε με δάκρυα πολλά του λέει.
-Απέναντι στον Κύριο είμαι ένοχος πολλών και μεγάλων αμαρτιών. Πέφτοντας
τότε με το πρόσωπο στη γη έμεινε έτσι πολλή ώρα κλαίγοντας και εξομολογούμενος
στο Θεό. Αφού σηκώθηκε προσπάθησε πάλι να μπει, αλλά δεν μπόρεσε, γιατί το
κριάρι που είχε εμφανιστεί τον εμπόδιζε και πάλι καθόλου λιγότερο.
Τότε ο σταυροφύλακας του λέει.
-Οπωσδήποτε κάτι άλλο σε εμποδίζει.
Και αυτός απαντά.
-Μήπως άραγε με εμποδίζει να μπω το ότι δεν είμαι κοινωνός της αγίας
καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, αλλά του Σευήρου; Αμέσως ζήτησε να
μεταλάβει τα άγια και ζωοποιά μυστήρια του Χριστού του Θεού μας. Μόλις ήρθε το
άγιο ποτήριο κοινώνησε, και έτσι μπήκε και προσκύνησε, χωρίς πλέον να βλέπει
τίποτε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 147
Ο αββάς Μηνάς, ο κοινοβιάρχης του ίδιου κοινοβίου, μας διηγήθηκε και τούτο,
πώς δηλαδή είχε ακούσει από τον ίδιο τον αββά Ευλόγιο, τον επίσκοπο
Αλεξανδρείας, που έλεγε.
Πήγα στην Κωνσταντινούπολη στον αρχιδιάκονο της Ρώμης τον κυρό Γρηγόριο,
άνδρα ενάρετο, και μας διηγήθηκε για τον αγιότατο και μακαριότατο Λέοντα, τον
πάπα της Ρώμης, που αναφέρεται γραπτά σ’ επιστολή της Εκκλησίας της Ρώμης. Όταν
έγραψε την επιστολή προς τον Φλαβιανό τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως,
εναντίον των κακωνύμων Ευτυχέως και Νεστορίου, έβαλε αυτό το γράμμα στον τάφο
του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου και με δεήσεις και νηστείες και χαμευνίες
παρακαλούσε τον πρωτοστάτη των μαθητών, λέγοντας.
-Σαν άνθρωπος παρέλειψα, εσύ όμως που σου έχει εμπιστευθεί ο Κύριος και
Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός την Εκκλησία και τον θρόνο, διόρθωσε το.
Μετά σαράντα μέρες εμφανίσθηκε σ’ αυτόν ο Απόστολος και του λέει.
-Το διάβασα και το διόρθωσα.
Πράγματι αφού πήρε την επιστολή από τον τάφο του Αγίου Πέτρου, την άνοιξε
και την βρήκε διορθωμένη από το χέρι του Αποστόλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 178
Μας διηγήθηκε ο αββάς Γεώργιος, ο πρεσβύτερος του κοινοβίου των Σχολαρίων,
τα εξής.
Στα Μονίδια έμενε κάποιος γέροντας πολύ φιλόπονος, ήταν όμως απρόσεκτος στη
πίστη και όπου εύρισκε μεταλάμβανε χωρίς διάκριση. Μια μέρα παρουσιάσθηκε σ’
αυτόν άγγελος Κυρίου και του λέει.
-Πες μου, γέροντα, όταν πεθάνεις πως θέλεις να σε θάψομε; όπως θάβουν τους
Αιγυπτίους μοναχούς ή όπως τους Ιεροσολυμίτες;
Ο γέροντας του απάντησε.
-Δεν ξέρω.
Τότε του λέει ο άγγελος.
-Σκέψου και μετά τρεις εβδομάδες έρχομαι και μου το λες. Πήγε τότε ο
γέροντας σ’ άλλον και του διηγήθηκε εκείνα που άκουσε από τον άγγελο. Μόλις τα
άκουσε ο γέροντας έμεινε έκθαμβος και έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς αυτόν
για πολλή ώρα, παρακινημένος από το Θεό του λέει.
-Πού μεταλαμβάνεις τα άγια μυστήρια;
Του αποκρίθηκε.
-Όπου βρω.
Τότε ο γέροντας του λέει.
Μη θελήσεις ποτέ να κοινωνήσεις έξω από την αγία καθολική και αποστολική
Εκκλησία, η οποία πιστεύει σε τέσσερις άγιες συνόδους, στη σύνοδο της Νίκαιας
των 318, της Κωνσταντινουπόλεως των 150 πατέρων, της Εφέσου την πρώτη των 200
πατέρων και της Χαλκηδόνας των 630 πατέρων. Όταν έρθει ο άγγελος να του πεις.
Θέλω, όπως οι Ιεροσολυμίτες.
Μετά λοιπόν από τρεις εβδομάδες ήρθε ο άγγελος και λέει στο γέροντα.
-Τι έγινε, γέροντα; σκέφθηκες;
Ο γέροντας του λέει.
-Θέλω όπως οι Ιεροσολυμίτες.
του λέει τότε ο άγγελος
-Καλώς, καλώς.
Αμέσως παρέδωσε την ψυχή του. Και έγινε όλο αυτό, για να μη χάσει ο
γέροντας τους κόπους του και κατακριθεί σαν αιρετικός.