Άγιος Χαράλαμπος, Επέβαλε στους γερμανούς αξιωματικούς τη σωτηρία των Φιλιατρών!

Ο άγιος Χαράλαμπος με σκηνές από το μαρτύριό του.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

[Γράφει ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης, π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος]:
Το Γερμανικό Στρατηγείο από την Τρίπολι διέταξε [το 1943 κατά την περίοδο της κατοχής] τον Γερμανό Διοικητή των Φιλιατρών, Κοντάου ονόματι, για κάποιο σαμποτάζ που είχαν κάνει οι αντάρτες, να κάψουν την πόλιν των Φιλιατρών, να σκοτώσουνε ένα αριθμόν προκρίτων Φιλιατρινών και να συλλάβουνε 1.500 άλλους Φιλιατρινούς και να τους στείλουν στη Γερμανία, από όπου φυσικά δεν επρόκεπο να γυρίση κανένας πίσω.

Ο αξιωματικός Κοντάου έδωσε µε την σειρά του διαταγή στους στρατιώτες του να προχωρήσουν την άλλη ηµέρα στις έξη το πρωί µε τα σύνεργα της καταστροφής, χωρίς οίκτο στην εκτέλεσι της διαταγής. Αυτό, το έμαθε στην Τρίπολι ο ιεροκήρυξ Αρχιμανδρίτης Θεόδωρος Κωτσάκης, που κατήγετο από τα Φιλιατρά, θλίψις και στενοχώρια κατέλαβε όλους, δεν ξέρανε τι να κάνουνε για να γλυτώσουν τα Φιλιατρά και τους Φιλιατρινούς.

Επήρε κάποιον που εγνώριζε τα γερμανικά και πήγε στο σπίτι του Γερμανού στρατηγού στη Τρίπολι. Σταθήκανε στο διάδροµο. Αλλά ακούσανε µέσα στο γραφείο του στρατηγού φωνές, κακό, βρισιές, αναστάτωση µεγάλη. Κάποια Ελληνίδα τον τράβηξε από το ράσο να φύγη, για να µην τους εκτελέσουν επί τόπου και αυτούς.

Βγαίνοντας τότε ο ιεροκήρυξ, ειδοποίησε όλα τα σπίτια των Φιλιατρινών στην Τρίπολι να προσευχηθούν τη νύκτα στον Άγιο Χαράλαμπο, τον πολιούχο των Φιλιατρών για να βάλη το χέρι του. Αυτός δε κλείστηκε στο δωμάτιό του και προσευχότανε µε πόνο. Το ίδιο κάνανε στα Φιλιατρά οι κάτοικοι, που κάτι µυριστήκανε και αυτοί.

Ο Άγιος άκουσε την προσευχή τους και έκανε το θαύμα.

Ο Άγιος παρουσιάζεται την νύκτα στον Κοντάου που κοιµότανε. Παρουσιάστηκε σαν γέροντας σοβαρός, μεγαλοπρεπής, ιεροπρεπής, ιεροφορεμένος και µε κατάλευκη γενειάδα. Ήτανε µια φυσιογνωμία, που δεν την είχε δη ποτέ στη ζωή του ο προτεστάντης ή μάλλον άπιστος Γερμανός.

Ο σεβάσµιος γέροντας του είπε µε γλυκύτητα:
– Άκουσε, παιδί µου, τη διαταγή που έλαβες να µην την εκτελέσης.

Το όνειρο ήταν ζωηρό και του έκανε εντύπωσι.

Ξύπνησε και ξανακοιµήθηκε, αλλά µε την απόφασι να εκτελέση την διαταγήν. Ξανά παρουσιάζεται ο Άγιος στον ύπνο του και του λέγει:
το όνειρο ήταν ζωηρό και του έκανε εντύπωσι. Ξύπνησε και ξανακοιµήθηκε, αλλά µε την απόφασι να εκτελέση την διαταγήν.

Ξανά παρουσιάζεται ο Άγιος στον ύπνο του και του λέγει:
– Αυτό που σου είπα να κάµης. Την διαταγή να µη την εκτελέσης. Μη φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω να µην τιµωρηθής.

Ξαναξύπνησε και στο μυαλό του στριφογύριζαν τα λόγια που του είπε. Αλλά ήταν αδύνατο να µην εκτελέση την διαταγή, διότι θα εκτελούσαν αυτόν οι Γερμανοί.

Ξανακοιμήθηκε.

Ξαναπαρουσιάζεται και εκ τρίτου ο σεβάσμιος γέροντας και του λέγει:
– Σου είπα να µην φοβηθής. Εγώ θα φροντίσω και δεν θα τιµωρηθής. Θα σε φυλάξω δε εσένα και όλους τους άνδρας σου και θα γυρίσετε πίσω στα σπίτια σας, χωρίς να πάθη κανένας τίποτε

Στην αρχή θέλησε να αρνηθή την εντολή του Αγίου Χαραλάμπους, και να παραστήση τον γίγαντα.

Αλλά παρ’ όλη την αθεΐα του, λύγισε, διότι εν συνεχεία τη νύχτα εκείνη, ο Γερμανός αξιωματικός, όπως έλεγε ο ίδιος, άκουσε στον ύπνο του φωνές και κλάματα, σαν προέρχωνται από τυραννισμένους ανθρώπους κάπου εκεί δίπλα στην αυλή του.

Ύστερα πλησίαζαν ζωντανές µορφές, που έμοιαζαν σαν γυναίκες, γυναίκες πολλές, που κτυπούσαν κεφάλια και στήθια από αφόρητη δυστυχία και πόνο. Θρηνούσαν, αγανακτούσαν και καταριόντουσαν από πόνο για την σφαγή των παιδιών τους και των εγγονών τους, που επρόκεπο να γίνη.

Όλες αυτές οι φωνές γίνανε υστέρα σύννεφο και ανέβαιναν προς τα ύψη του Ουρανού, χωρίς να πέφτη τίτοτε στη γη.

Και ακόµη έβλεπε στον ύπνο του ο Γερμανός αξιωματικός κάτι σκοτεινόµαυρα σύννεφα, που έβγαιναν από το δωμάτιό του και ανέβαιναν και σκίαζαν τον ήλιον, ο οποίος κρυβότανε από τα σύννεφα αυτά σαν να ήτανε άνθρωπος και σκοτείνιαζε τα πρόσωπα των στρατιωτών του έβγαιναν από το δωμάτιό του και ανέβαιναν και σκίαζαν τον ήλιον, ο οποίος κρυβότανε από τα σύννεφα αυτά σαν να ήτανε άνθρωπος και σκοτείνιαζε τα πρόσωπα των στρατιωτών του.

Άλλοι από τους Γερμανούς τρόµαζαν και άλλοι ζητούσαν βοήθειαν, κάµνοντας τον Σταυρό τους. Και όλοι τους τρέχανε να κρυφτούνε πίσω από τους κορμούς των ελαιών.

Από τον τρόµο του ξύπνησε.

Πήγε να µιλήση, αλλά δεν μπορούσε, παρά κρατούσε ανοιχτό το στόµα του και κοίταζε την εικόνα του ονείρου του. Κοίταζε το γέρο εκείνο, που τον είδε µέσα στο όνειρό του τρεις φορές και ο οποίος είχε µορφή Αγίου της Ορθοδοξίας.

Όταν συνήλθε από τους εφιάλτες, άρχισε να σκέφτεται το κακό, που επρόκεπο να γίνη: Να σκοτώνωνται άνθρωποι και σαν τα σκυλιά να µένουν άθαφτοι. Να καίγωνται σπίτια σε ένα λεπτό, που απαιτούσαν αιώνες για να κτισθούν!

Οι σκέψεις αυτές τον αναστάτωσαν. Αλλά πάλιν έλεγε:
– Εγώ είπα να κάψω την πόλιν. Και θα την κάψω τότε έκλεισε τα µάτια του.

Και ο γέρος, ο Άγιος Χαράλαμπος, εμφανίσθηκε ξανά µπροστά του απειλητικός και επίµονος.

Με φωνή δε δυνατή και επιτακτική του είτε:
– Πρόσεξε! Η πόλις δεν θα καή και οι κάτοικοι δεν θα συλληφθούν. Είναι αθώοι. Το ακούς;

Σηκώθηκε τότε ο Γερμανός, στερέωσε τα γόνατά του, που τρέµανε και πήρε το τηλέφωνο. Με τρεμάμενη φωνή τηλεφωνούσε στη Τρίπολι, στο Γερμανό Διοικητή της Πελοποννήσου. Και ο Διοικητής εκείνος άνοιγε το στόµα του, για να δώση συμβουλές αλλά πάλιν κόµπιαζε. Πήγαινε να αγριέψη, για να εκτελεστή η διαταγή του, αλλά δεν μπορούσε. Τι είχε συµβή;

Και ο ίδιος αυτός το ίδιο βράδυ είχε δη στο όνειρό του τον Άγιο Χαράλαμπο όπως τον είδε και τον περιέγραψε στο τηλέφωνο και ο αξιωματικός του από τα Φιλιατρά.

Τελικά αποφάσισε και είπε στον αξιωματικό των Φιλιατρών:
– «Γράψατε. Αναστέλλω την καταστροφήν της πόλεως. Έλθετε αµέσως ενώπιόν µου αύριον µεσημβρία».

Όταν ξηµέρωσε ανακοινώθηκε η ανάκλησις της αποφάσεως των Γερμανών. «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθµός και εις το πρωί αγαλλίασις».

Ξεχύθηκαν στο άκουσμα χαρούμενοι οι άνθρωποι στα καφενεία, στη πλατεία, στους δρόµους.

Μια ομάδα, τότε από Γερμανούς στρατιώτες και υπαξιωματικούς, έχοντες στη µέση τον αξιωματικό τους Κοντάου και δυο Ορθοδόξους ιερείς, περνούσαν από τους δρόµους και πηγαίνανε από τη µια Εκκλησία στην άλλη. Αρχίσανε από τον Άη Γιάννη, από τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Αθανάσιο και τελικά κατευθύνονταν προς την Παναγιά.

Ο αξιωματικός έψαχνε να βρη την εικόνα του Αγίου, που είδε στον ύπνο του.

Όταν του ανοίξανε την πόρτα του Ναού της Παναγίας, ανεγνώρισε µέσα στις εικόνες τον Άγιο Χαράλαμπο, που είδε στον ύπνο του και τον πρόσταζε. Η φωνή του κόπηκε.

Ντράπηκε για τον εγωισμό του. Σκέπασε µε τα χέρια του το πρόσωπό του. Σε λίγο τα κατέβασε. Έκαμε, αυτός ο Προτεστάντης και άθεος, τον Σταυρό του. Είπε µερικές προσευχές στη γλώσσα του, τις οποίες οι ιερείς δεν µπορέσανε να τις ερμηνεύσουν

Ρώτησε εν συνεχεία τους Ιερείς να του πούνε ποιος ήτανε ο γέροντας της εικόνος. Του διηγηθήκανε, ότι αυτός είναι ο Άγιος Χαράλαμπος που υπέστη πολλά μαρτύρια για το Χριστό του είπανε έπειτα για τα θαύματα που έκανε, και κάµνει και άλλα πολλά.

Η χαρά των Φιλιατρινών και η ευγνωμοσύνη τους στον Άγιο δεν περιγραφότανε. Δοξάζανε το Θεό και ευχαριστούσανε τον Άγιο Χαράλαμπο για το θαύμα του.

Όπως δε του είπε του Φρουράρχου, ο Άγιος, αυτός και όλοι οι άνδρες της φρουράς εκείνης επέστρεψαν, όταν τελείωσε ο πόλεμος, στη Γερμανία και στα σπίτια τους, χωρίς να πάθη κανείς τους τίποτε.

Διετήρησε δε ο Γερμανός ζωηροτάτην την μνήμην του θαύματος κι ευγνωμονούσε τον Άγιο. Ήθελε να επιστρέψη από την Γερμανία για να τον προσκυνήση.

Πράγματι, έπειτα από δύο χρόνια, ξεκίνησε µε την γυναίκα του και ήλθανε από την Γερμανία στα Φιλιατρά. Δεν πρόλαβε όµως την γιορτή του Αγίου, διότι έφτασε µια µέρα αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου.

Όταν όµως τον είδανε οι Φιλιατρινοί, χαρήκανε χαρά µεγάλη και ξαναγιορτάσανε. Ψάλλανε δοξολογία και του κάνανε υποδοχές, γιορτές, τραπέζια και χαρές.

Μέχρι σήµερα πολλές φορές ο Γερμανός αυτός µε την γυναίκα του, τα παιδιά του και µε άλλους πατριώτες του πήγε στις 10 Φεβρουαρίου στα Φιλιατρά και προσευχήθηκε µε πίστι στον Άγιο.

Στην καρδιά του άνθισε η Ορθοδοξία.

Αρχιμανδρίτης, π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, «Άγιος Χαράλαμπος» (απόσπασμα), από τη σειρά «Βίοι αγίων» των εκδόσεων του Ορθοδόξου Τύπου.

Πηγή