Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: Πλάση, παράβαση και εξορία του Αδάμ

I. Ο Κύριος καταδικάζει τον Αδάμ και την Εύα. II. Εξορία από τον Παράδεισο. Βυζαντινό μωσαϊκό στο Palatine Chapel στο Παλέρμο, 12ος αι.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «Βίβλος των ηθικών»

1 Όσα λοιπόν έπρεπε ν’ απολογηθούμε και να ειπούμε προς εκείνους που αντιτίθενται σ’ εμάς και προς τις πικρές φλυαρίες τους, με τις όποιες παρασύρεται κάθε τι που θα προσπέσει σ’ αυτές, έστω κι αν είναι κάτι από τα πολυτιμότερα, είναι αρκετά και σύμφωνα με την ευόδωση που ο Λόγος πρόσφερε στον λόγο, ώστε η ευδρομία του λόγου και των ευστόχων βολίδων του να μη προέρχεται από εμάς, άλλα άνωθεν και από το σύμμαχο Πνεύμα, από το όποιο ευοδώνονται τα επιτεύγματα όλων.

Τώρα χρειάζεται, σταματώντας την διαφωνία μ’ εκείνους, να ιδούμε, να εξετάσομε και να σκεφθούμε ποια είναι αυτά που μας εχάρισε ο θεός, υπακούοντας στον θείο Παύλο, ποιος είναι ο πλούτος της αγαθότητός του προς εμάς, που μας εχάρισε από την αρχή της κτίσεως, ποια η πλάση μας και πώς παρεβήκαμε την εντολή που μας εδόθηκε άνωθεν και εξεπέσαμε από εκείνα τα αθάνατα αγαθά· ποιος είναι ο σημερινός βίος και ποιος είναι ο κόσμος αυτός, κάτω από τον όποιο και μετά τον όποιο το παν βλέπεται κινούμενο, και ποια είναι εκείνα που θα δεχθούν έπειτα εμάς τους προσκυνητές της Τριάδος.

 

2 Θ’ αρχίσω από εδώ, θέτοντας ως αρχή του λόγου τον Θεό.

α. Μερική φυσιολογία για την κτίση του κόσμου και την πλάση του Αδάμ.

Ο Θεός δεν έδωσε μόνο τον παράδεισο, όπως θα ενόμιζαν μερικοί, στους πρωτοπλάστους ευθύς εξ αρχής, ούτε εδημιούργησε άφθαρτον μόνον εκείνον, αλλά πολύ περισσότερο παρήγαγε πριν από εκείνον όλη την γη, αυτήν που κατοικούμε εμείς, και όλα όσα ευρίσκονται σ’ αυτήν, και όχι μόνον αυτά, αλλά και τον ουρανό και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν σε πέντε ημέρες· κατά την έκτη ημέρα έπλασε τον Αδάμ και τον κατέστησε κύριο και βασιλέα όλης της ορατής κτίσεως.

Και ούτε η Εύα είχε πλασθεί τότε ούτε βέβαια ο παράδεισος, αλλ᾽ αυτός ο κόσμος έγινε από τον Θεό σαν ένας παράδεισος, άφθαρτος βέβαια, υλικός όμως και αισθητός’ αυτόν, όπως είπαμε, τον έδωσε στον Αδάμ και στους απογόνους του για απόλαυση. Αλλά μη σου φανεί αυτό παράδοξο, περίμενε τον λόγο και θα σου το αποδείξει σαφέστατα από την ίδια την θεία Γραφή. Διότι έχει γραφεί, «στην αρχή ο Θεός εδημιούργησε τον ουρανό και την γη· η δε γη ήταν αόρατη και ακατασκεύαστη».

Εξηγώντας ακριβώς στην συνέχεια όλα τα υπόλοιπα έργα της δημιουργίας του Θεού, μετά τον λόγο, «και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, ημέρα πέμπτη», πρόσθεσε: «και είπε ο Θεός ας πλάσομε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα μας και καθ᾽ ομοίωσιν και θα κυβερνήσουν τους ιχθύς της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και όλη την γη και όλα τα ερπετά που έρπουν στην γη.

Κι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο· τον έπλασε κατ᾽ εικόνα Θεού και τους έκαμε άνδρα και γυναίκα». Και λέγει «άνδρα και γυναίκα» χωρίς ακόμη η Εύα να έχει γεννηθεί, αλλά για τον λόγο ότι ευρίσκεται στην πλευρά του Αδάμ και συνυπάρχει μαζί του· και αυτό θα το γνωρίσετε σαφέστερα μετά από αυτά.

«Και ευλόγησε αυτούς ο Θεός λέγοντας αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και πληρώσατε την γη και κατακυριεύσατε αυτήν και εξουσιάσατε τους ιχθύς της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού και όλα τα κτήνη και όλη την γη και όλα τα ερπετά που έρπουν στη γην.

Βλέπεις πως ο Θεός έδωσε εξ αρχής όλον τον κόσμο, σαν ένα παράδεισο, στον άνθρωπο; Διότι ποια άλλη γη εννοεί, παρά αυτήν που και τώρα, όπως ελέχθηκε, κατοικούμε, και καμμία άλλη; Γι αυτό και συνεχίζει λέγοντας· «και είπε ο Θεός, να, σας έδωσα κάθε σπόριμο χόρτο, το οποίο θα δώσει σπέρμα που ευρίσκεται επάνω στη γη· και κάθε ξύλο που έχει μέσα του καρπό σπορίμου σπέρματος θα χρησιμεύσει για τροφή δική σας, για όλα τα θηρία της της, για όλα τα πτηνά του ουρανού και για κάθε ερπετό που έρπει στη γη».

Είδες πως όλα τα ορατά, όσα ευρίσκονται στη γη και στη θάλασσα, τα έδωσε στον Αδάμ και σ’ εμάς, όπως κι αργότερα ο ίδιος είπε διά του ζώντος Λόγου του προς τους αποστόλους «αυτά που λέγω σ’ εσάς τα λέγω για όλους», επειδή εγνώριζε ότι το γένος μας επρόκειτο να πληθυνθεί σε άπειρα και αναρίθμητα πλήθη επάνω στη γη. Διότι, αν εγίναμε τόσοι πολλοί οι άνθρωποι, παρ᾽ όλο που παραβήκαμε την εντολή του και καταδικασθήκαμε να ζούμε και να πεθαίνομε, σκέψου, παρακαλώ, πόσοι επρόκειτο να ήταν οι γεννημένοι από κτίσεως κόσμου, εάν δεν επέθαιναν· σκέψου πώς θα εζούσαν και θα διαβίωναν σε άφθαρτο κόσμο, διατηρούμενοι άφθαρτοι και αθάνατοι ζωή βέβαια αναμάρτητη και άλυπη, αμέριμνη και άμοχθη.

Με την προκοπή της διαφυλάξεως των εντολών του Θεού και της εργασίας των αγαθών εννοιών θα ανάγονταν με τον καιρό σε τελειότερη δόξα και αλλοίωση, θα επλησίαζαν στον Θεό και στις πηγάζουσες αυγές της θεότητας: η ψυχή του καθενός θα γινόταν λαμπρότερη, και το αισθητό και υλικό σώμα θα μεταποιούνταν και θα μεταβαλλόταν υπέρ αίσθηση σε άυλο και πνευματικό. Πόση δε θα γινόταν η ευφροσύνη και η αγαλλίαση σ’ εμάς από την μεταξύ μας διαγωγή; πράγματι ανέκφραστη οπωσδήποτε και υπεράνω λογισμών.

Αλλ’ ας επανέλθομε στο θέμα μας. Για να ειπώ λοιπόν πάλι τα ίδια, ο Θεός εχάρισε στον Αδάμ, όπως ελέχθηκε, όλον τον κόσμο, σαν μία χώρα η έναν αγρό. Αυτά τα έφερε σε πέρας ο Θεός σε έξι ημέρες· και άκουσε θεία Γραφή που το δηλώνει σαφέστατα. Πράγματι, μετά τον λόγο, «και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο, κατ’ εικόνα Θεού τον έπλασε, εποίησε αυτούς άνδρα και γυναίκα και τους ευλόγησε» και τα υπόλοιπα, έπειτα πρόσθεσε τα εξής· «και είδε ο Θεός όλα όσα εδημιούργησε και ήταν πολύ καλά: και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί, η έκτη ημέρα και αποτελείωσε ο Θεός την έκτη ημέρα τα έργα του που κατασκεύασε, και έπαυσε ο Θεός κατά την εβδόμη ημέρα από όλα τα έργα του που άρχισε να δημιουργεί».

Έπειτα, θέλοντας να μας διδάξει πως ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπο και από πού, ανακεφαλαιώνοντας τον λόγο, έτσι κάπως «Αυτή είναι η βίβλος της γενέσεως του ουρανού και της γης, όταν έγιναν»!» και έπειτα από λίγο, «και έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο χώμα από την γη», πράγμα που πρέπει να το κατανοήσομε έτσι έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο παίρνοντας χώμα από την γη· «και εμφύσησε στο πρόσωπό του πνοή ζωής και έγινε ο άνθρωπος ψυχή ζώσα»!

Αφού λοιπόν μας εφανέρωσε τον τρόπο της δημιουργίας, έπειτα έκαμε ό,τι κάνει κάποιος άνθρωπος βασιλέας η άρχοντας και πλούσιος· δεν περιτείχισε ολόκληρη την χώρα και την γη που δεσπόζει για να την κάμει μία μόνο πόλη, ούτε την περιέφραξε όλη για να την κάμει έναν μόνον οίκο· αλλά την εχώρισε σε πολλά μέρη, αλλού άφησε να είναι χέρσα, και σ’ ένα μέρος και τόπο τερπνό και περικαλλή κατασκεύασε τις κατασκηνώσεις· εκεί οικοδομεί παλάτια, κατασκευάζει οικίες, κτίζει λουτρά, φυτεύει παραδείσους, επινοεί γι᾽ αυτό το μέρος κάθε είδους απολαύσεις, περιβάλλει έξω από όλα αυτά φράχτη, και κατασκευάζει κλειδιά και πύλες που ανοίγουν και κλείνουν· και όχι μόνον αυτά, αλλά τοποθετεί και φύλακες, αν και δεν φοβάται κανέναν, για να γίνει η κατοικία του με αυτά περιφανέστατη και πολυποίκιλη, και για να γίνει άβατη βέβαια στους αγνώμονες και πονηρούς φίλους και σ’ αυτούς που αποκρούουν τους υποχειρίους και δούλους, εάν ποτέ φανούν μερικοί τέτοιοι, ενώ στους γνησίους και πιστούς φίλους και σ’ αυτούς τους ευγνώμονες δούλους θα ευρίσκεται ελεύθερη η προς αυτήν είσοδος και έξοδος.

Το ίδιο ακριβώς έκαμε κι ο Θεός με τον πρωτόπλαστο.

Διότι μετά την κτίση των όλων εκ των μη όντων και την δημιουργία του ανθρώπου και την παύση κατά την εβδόμη ημέρα από όλα τα έργα του που άρχισε να κάνει, τότε εφύτευσε τον παράδεισο ανατολικά της Εδέμ· και τον εφύτευσε σ’ ένα μέρος του κόσμου, όπως γίνεται με μερικά βασίλεια, και τοποθέτησε εκεί τον άνθρωπο τον οποίο έπλασε.

Γιατί όμως δεν εδημιούργησε κατά την εβδόμη ημέρα τον παράδεισο που επρόκειτο να γίνει, αλλά τον εφύτευσε ανατολικά μετά την παραγωγή όλης εντελώς της κτίσεως; Επειδή ο Θεός, ο οποίος προγνώριζε τα πάντα, εδημιούργησε την κτίση με τάξη και εύκοσμη σειρά τις επτά ημέρες τις έταξε στον τύπο των επτά αιώνων που επρόκειτο να έλθουν ύστερα, ενώ τον παράδεισο τον εφύτευσε μετά από αυτά, ως σημείο του μέλλοντος αιώνος.

Για ποιόν λόγο όμως την ημέρα, η οποία είναι η ογδόη, δεν την συνήψε το άγιο Πνεύμα με τις προηγούμενες επτά; Επειδή ακριβώς δεν άρμοζε να την συναριθμήσει στον κύκλο αυτών των ημερών, όπου η πρώτη, η δευτέρα και οι υπόλοιπες έως τις επτά, ανακυκλώνουν τις εβδομάδες και σχηματίζουν σ’ αυτόν τις πρώτες και τις τόσες πολλές έβδομες ημέρες, αλλ’ εκείνη έπρεπε να είναι έξω από αυτές, επειδή δεν έχει αρχή ή τέλος.

Και ούτε τώρα υπάρχει, αλλά ούτε πρόκειται να γίνει και να λάβει αρχή· αλλά και ήταν προ των αιώνων, και τώρα είναι και θα είναι στους αιώνες των αιώνων, λέγεται δε ότι θα λάβει αρχή, όταν θα έλθει πάντως και θ’ αποκαλυφθεί εσχάτως σ’ εμάς γινόμενη μία ανέσπερη ημέρα και ατελείωτη για μας.

Και πρόσεχε, ότι δεν έχει γραφεί, «ο Θεός εδημιούργησε τον παράδεισο», ούτε ότι «είπε να γίνει, και έγινε», αλλ’ ότι «τον εφύτευσε και έκανε ο Θεός ν’ αναφυεί ακόμη από την γη κάθε δένδρο ωραίο για την όραση και καλό για τροφή»· να έχει κάθε είδους και ποικιλίας καρπούς που ούτε να φθείρονται, ούτε να εκλείπουν τελείως, αλλά να μένουν πάντοτε καινούργιοι, να προσφέρουν περισσότερη γλυκύτητα και να προκαλούν στους πρωτόπλαστους ανέκφραστη ευχαρίστηση και απόλαυση.

Διότι έπρεπε στα άφθαρτα σώματά τους να χορηγεί και άφθαρτη τροφή· έτσι η διαβίωσή τους ήταν άμοχθη και η ζωή ακούραστη στο μέσον του παραδείσου, τον οποίο ο δημιουργός του τον περιτείχισε κατά κάποιον τρόπο και ετοποθέτησε είσοδο γι’ αυτούς από την οποία εισέρχονταν και εξέρχονταν.

β. Παράβαση και εξορία του Αδάμ

Έτσι λοιπόν επλάσθηκε ο Αδάμ έχοντας άφθαρτο σώμα, υλικό βέβαια και καθόλου ακόμη πνευματικό, κι εγκαταστάθηκε από τον δημιουργό Θεό ως αθάνατος βασιλέας σε άφθαρτο κόσμο, και δεν εννοώ μόνο τον παράδεισο, αλλά σ’ όλη την κτίση κάτω από τον ουρανό. Ενώ όμως τους παρέδωσε και νόμο και τους παρήγγειλε να μη φάγουν από εκείνο μόνο το δένδρο, αυτός τον περιφρόνησε και απίστησε στον πλαστουργό και Δεσπότη, ο οποίος του είπε το εξής: «την ημέρα που θα φάγετε από αυτό, θα αποθάνετε με θάνατο», επειδή εθεώρησε πιστότερο τον διεστραμμένο όφι, που του είπε, «δεν θα αποθάνετε με θάνατο, αλλά την ημέρα που θα φάγετε, θα είσθε σαν θεοί, γνωρίζοντας το καλό και το κακό»· «και έφαγε από αυτόν».

Αμέσως εγυμνώθηκε από την άφθαρτη περιβολή και δόξα και ενδύθηκε την γυμνότητά της φθοράς. Βλέποντας λοιπόν ο Αδάμ τον εαυτό του γυμνό, εκρύφθηκε και ράπτοντας φύλλα συκής τα περιεζώθηκε, προσπαθώντας να καλύψει την ασχημοσύνη του.

Έτσι, όταν ο Θεός τον ερώτησε, «Αδάμ, πού είσαι»; εκείνος απάντησε· «άκουσα την φωνή σου και αντιλαμβανόμενος την γύμνωσή μου, εφοβήθηκα κι εκρύφθηκα». Προσκαλώντας τον όμως ο Θεός προς μετάνοια, του λέγει· «και ποιος σου ανήγγειλε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το δένδρο από το οποίο μόνο σου παρήγγειλα να μη φάγεις».

Εκείνος όμως δεν εθέλησε να πει το «ήμαρτον», αντίθετα μάλιστα προσήψε την αιτία στον Θεό που εδημιούργησε τα πάντα πολύ καλά, λέγοντας «η γυναίκα που μου έδωσες, αυτή μου έδωσε και έφαγα», κι εκείνη πάλι απέδωσε την αιτία στον όφι, και καθόλου δεν εθέλησαν να μετανοήσουν και να προσπέσουν στον Δεσπότη ή να ζητήσουν συγχώρηση.

Τότε τους εξωθεί και τους αποβάλλει σαν από βασιλικά παλάτια και περίλαμπρους οίκους, από τον ίδιο δηλαδή τον παράδεισο, για να ευρίσκονται σ’ αυτή την γη ως εξόριστοι και υπερόριοι [πέρα από τα σύνορα].

«Κι αμέσως ετοποθέτησε την πύρινη ρομφαία να φυλάσσει την είσοδο του δένδρου της ζωής». Αυτό δεν σημαίνει ότι επρόκειτο να επανέλθουν πάλι μετά την ανάκληση σ’ αυτόν τον αισθητό και υλικό παράδεισο· άλλωστε δεν παρέμεινε βέβαια μέχρι τώρα γι’ αυτόν τον λόγο ο παράδεισος ούτε γι’ αυτό δεν τον καταράσθηκε αυτόν ο Θεός, αλλά ετηρήθηκε για να επέχει τον τύπο της μελλοντικής ακατάλυτης ζωής και να είναι εικόνα της αιώνιας βασιλείας των ουρανών· διότι, εάν δεν υπήρχε αυτός ο λόγος, έπρεπε εκείνος μάλλον ο παράδεισος να δεχθεί κατάρα, επειδή μέσα του έγινε η παράβαση.

Αλλά αυτό βέβαια δεν το κάνει, όμως την υπόλοιπη γη ολόκληρη, επειδή, όπως είπαμε, ήταν άφθαρτη όπως και ο παράδεισος, και προσέφερε αυτομάτως τα πάντα, για να μη έχει και πάλι ο Αδάμ βγαίνοντας από εκεί άμοχθο βίο, απαλλαγμένο από κόπους και ιδρώτες, την καταράσθηκε λέγοντας τα εξής· «καταραμένη να είναι η γη στα έργα σου· να την απολαμβάνεις με λύπες όλες τις ημέρες της ζωής σου· αγκάθια και ζιζάνια να φυτρώνει για σένα και θα τρώγεις το χόρτο του αγρού που είναι προορισμένο για τα θηρία και τα άλογα ζώα· με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγεις τον άρτο σου, έως ότου επιστρέψεις στην γη από την οποία ελήφθηκες, διότι γη είσαι και στην γη θα επιστρέψεις».

Εύλογα λοιπόν άρμοζε σ’ εκείνον που διά της παραβάσεως κατάντησε στην φθορά και τον θάνατο να κατοικεί σε παρομοίως ρευστή και φθαρτή γη και να μετέχει επαξίως σε τέτοια τροφή. Πράγματι, επειδή η άφθονη απόλαυση, η άφθαρτη και ακάματη διαβίωση τον οδήγησε σε λήθη των αγαθών του Θεού και σε καταφρόνηση της δεδομένης εντολής, δικαίως καταδικάσθηκε σε κόπους και να καλλιεργεί με ιδρώτα την γη κι έτσι σιγά σιγά ν’ αποκομίζει από αυτήν τις τροφές σαν από κάποιον οικονόμο.

Είδες πως η γη πρώτα επήρε την κατάρα και εστερήθηκε την πρώτη αυτόματη βλάστηση, κι ύστερα εδέχθηκε τον παραβάτη; Χάριν ποιου και γιατί; Για να παρέχει συμμετρικώς, καλλιεργούμενη με ιδρώτα και κόπο από αυτόν, τα φυτά της για την επάρκειά του, μη καλλιεργούμενη όμως να μένει άκαρπη, αναφύοντας αγκάθια και ζιζάνια.

Μόλις λοιπόν εξήλθε αυτός από τον παράδεισο, όλη η κτίση που εδημιουργήθηκε από τον Θεό εκ του μη όντος βλέποντάς τον, δεν ήθελε να υποταγεί στον παραβάτη· ο ήλιος δεν ήθελε να λάμψει, η σελήνη δεν ερχόταν να φανεί, τα άστρα δεν επιθυμούσαν να ιδωθούν από αυτόν, οι πηγές δεν επρόκειτο να τρέξουν· οι ποταμοί δεν ήθελαν να ρέουν, ο αέρας εφρόντιζε από μόνος του να σταματήσει και να μη δίνει αναπνοή σ εκείνον που συγκρούσθηκε με τον Θεό· τα θηρία και όλα τα ζώα της γης, θεωρώντας τον απογυμνωμένο από την προηγούμενη δόξα, τον περιφρόνησαν κι αμέσως όλα ετραχύνθηκαν εναντίον του· ο ουρανός εκινήθηκε κάπως να πέσει δικαίως επάνω του και η γη δεν ήθελε να τον φέρει επάνω της.

Τι λοιπόν; Τι κάνει ο δημιουργός των όλων και πλάστης του Θεός, ο οποίος εγνώριζε προ καταβολής κόσμου ότι ο Αδάμ επρόκειτο να παραβεί την εντολή και προόρισε την κατά παλιγγενεσία ζωή και ανάπλασή του, με την ένσαρκη γέννηση του μονογενούς Υιού και Θεού;

Συγκρατεί τα πάντα με την δύναμη, την ευσπλαγχνία και αγαθότητά του, αναστέλλει την ορμή όλων των κτισμάτων και υποτάσσει αμέσως τα πάντα μπροστά του· έτσι ώστε η κτίση, η οποία κατασκευάσθηκε για να υπηρετεί τον άνθρωπο, γενόμενη από τον φθαρτό φθαρτή, όταν εκείνος πάλι ανακαινισθεί και γίνει πνευματικός, άφθαρτος και αθάνατος, ελευθερωμένη τότε κι αυτή από την δουλεία, αυτή λοιπόν η κτίση που ήταν από τον Θεό υποταγμένη στο προσκρούσαντα και τον υπηρετούσε, να συνανακαινισθεί μαζί του, να αφθαρτωθεί και να γίνει ολόκληρη πνευματική· διότι αυτό το προόρισε ο πολυεύσπλαγχνος Θεός και Κύριος προ καταβολής κόσμου.

Αλλά εφ᾽ όσον αυτά έγιναν έτσι σοφά από τον Θεό, ο Αδαμ αφού εδιώχθηκε από τον παράδεισο ετεκνοποίησε, έζησε και απέθανε· το ίδιο συνέβηκε και με τους απογόνους του.

Οι τότε άνθρωποι λοιπόν έχοντας νοερή την ανάμνηση της εκπτώσεως, διδασκόμενοι πάντως αυτήν από τον Αδάμ και την Εύα, εσέβονταν τον Θεό και τον εκτιμούσαν ως Δεσπότη. Γι’ αυτό ως γνωστόν και ο Άβελ μαζί με τον Κάιν του πρόσφεραν θυσίες από τα υπάρχοντά τους έτσι για τον Άβελ έχει γραφεί ότι τον πρόσεχε ο Θεός κατά την προσφορά και την θυσία, για τον Κάιν όμως καθόλου· και όταν το κατάλαβε τούτο ο Κάιν, λέγεται ότι ελυπήθηκε έως θανάτου και εξ αιτίας αυτού προχώρησε στον φθόνο και στον φόνο του αδελφού του.

Αλλά ο Ενώχ μετά από αυτά ευαρεστώντας τον Θεό μετατέθηκε από αυτόν, και ο Ηλίας αναλήφθηκε σε άρμα πυρός. Με αυτό εδίδαξε ο Θεός ότι, εάν μετά την απόφασή του κατά του Αδάμ, και των απογόνων του, εάν μετά την εξορία του, τους υιούς του που τον ευαρέστησαν ετίμησε τόσο πολύ με την μετάθεση και μακροζωία και τους ελευθέρωσε από την φθορά, δηλαδή την επιστροφή στην γη και την κατάβαση στον Άδη, ενώ επρόκειτο ύστερα ν’ αποθάνουν ή, για να ομιλήσω αληθέστερα, ν’ αλλαγούν, με πόση δόξα, τιμή και συμπάθεια θα αξίωνε εκείνον τον ίδιο επιτρέποντάς του να μένει μέσα στον παράδεισο, εάν δεν παρέβαινε την εντολή, ή και αν μετά την παράβαση μετανοούσε; Έτσι λοιπόν διδασκόμενοι οι παλαιοί μεταξύ τους για χρόνια τα περί Θεού κατά διαδοχή, εγνώριζαν τον ποιητή τους.

Ύστερα όμως, επειδή επληθύνθηκαν οι άνθρωποι, και παρέδωσαν από την νεότητα την σκέψη τους στα πονηρά, κατάντησαν στην λήθη και την άγνοια του δημιουργού τους Θεού· και όχι μόνον εσεβάσθηκαν είδωλα και δαίμονες ως θεούς, αλλά και την ίδια την κτίση που τους εδόθηκε από τον Θεό για να τους υπηρετεί την εθεοποίησαν, την ελάτρευσαν, και επιδόθηκαν σε κάθε ασέλγεια και ακάθαρτη πράξη, μιαίνοντας με τις άτοπες πράξεις τους την γη, τον αέρα, τον ουρανό και όλα τα κάτω από αυτόν.

Πράγματι, τίποτε από όλα τα άλλα δεν μολύνει έτσι και δεν απεργάζεται ακάθαρτο το καθαρό έργο του Θεού, όσο η θεοποίηση αυτού του ιδίου και η απόδοση ίσης με τον Θεό λατρείας, κατά περιφρόνηση του ποιητή και κτίστη του.

Έτσι λοιπόν θεοποιημένη και προσκυνούμενη από τους ανθρώπους όλη η κτίση, καταρρυπώθηκε και οδηγήθηκε σε τέλεια φθορά. Όταν μάλιστα επληρώθηκε ο κολοφώνας της υπερβολικής κακίας και όλα συνεκλείσθηκαν στην απείθεια, κατά τον θείο Απόστολο, τότε κατήλθε στην γη ο Υιός του Θεού και Θεός για ν’ αναπλάσει τον συντριμμένο, να ζωοποιήσει τον θανατωμένο και ν’ ανακαλέσει το πλάσμα του από την πλάνη.

Αλλά προσέχετε, παρακαλώ, στην ακρίβεια του λόγου· διότι ο λόγος θα αποβεί ωφέλιμος για σας και για τις μετέπειτα γενιές. Πρέπει όμως με κάποια εικόνα να ιδούμε την σάρκωση του Λόγου και την απόρρητη γέννησή του από την αειπάρθενο Μαρία και να γνωρίσομε καλά το από εκεί μυστήριο της οικονομίας το αποκρυμμένο προ των αιώνων για την σωτηρία του γένους μας.

 

Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου «Βίβλος των ηθικών», Λόγοι Α-Στ’, σε εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση της Θεολόγου Αικατερίνας Γκόλτσου. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο, το «Βυζάντιον», «Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1988.

Πηγή