«Παιδιά, στη γλυκιά Παναγιά, προσευχόμαστε όλοι νά 'ρθετε ξανά»
Το Έπος του 1940
Δεκαοκτώ χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μια νέα δοκιμασία περίμενε τον Ελληνισμό: ο ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 και η συνακόλουθη Τριπλή Κατοχή και ο Εμφύλιος Πόλεμος. Απ' αυτή τη δίνη θα βγει ζωντανός με πολλές πληγές, ορισμένες από τις οποίες είναι ανοικτές ως σήμερα. Κατά τη διάρκεια αυτής της οδυνηρής Οδύσσειας πολλοί Έλληνες αισθάνθηκαν ότι η Μεγαλόχαρη πολεμούσε στο πλευρό τους, τους συμπαραστεκόταν στις δύσκολες ώρες του λιμού, της καταπίεσης, των καταστροφών και των εκτελέσεων.
Η πρώτη πράξη του δράματος ήταν ο τορπιλισμός του καταδρομικού «ΕΛΛΗ» στην Τήνο, τον Δεκαπενταύγουστο, την ημέρα που όλη η Ελλάδα γιόρταζε την Κοίμηση της Θεοτόκου. Το «ΕΛΛΗ» συμμετείχε στους εορτασμούς, αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι της Τήνου. Εκείνο το πρωινό, πάνω στο σημαιοστολισμένο πλοίο ετοιμαζόταν πυρετωδώς το τιμητικό άγημα που θα συνόδευε την εικόνα της Θεοτόκου. Όμως κατά τις 8:30 μια ισχυρή έκρηξη συντάραξε το πλοίο. Το θέαμα είναι συγκλονιστικό: «το πλοίο υψώθη ολόκληρον» από πλώρη ως πρύμνη αρκετά μέτρα πάνω από την θάλασσα. Μια φονική τορπίλη κτύπησε στο σημείο που ήταν ο λέβητας. Το πλοίο τυλίχτηκε στις φλόγες και βαριά τραυματισμένο, βυθίστηκε μετά από μία ώρα. Όσοι βρίσκονταν στο σημείο που χτύπησε η τορπίλη, ένας αρχικελευστής, δύο κελευστές, ένας υποκελευστής και έξη ναύτες, όλοι τους θερμαστές, ήταν νεκροί. Δύο ακόμη τορπίλες εκτοξεύτηκαν εναντίον του ελληνικού καταδρομικού και των άλλων πολεμικών πλοίων, «ΕΣΠΕΡΟΣ» και «ΕΛΣΗ», οι οποίες όμως αστόχησαν, μειώνοντας έτσι τον αριθμό των θυμάτων. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που απέδωσαν την αστοχία των τορπιλών σε θαύμα της Μεγαλόχαρης, που προστάτευσε τους πιστούς από τον θάνατο και την καταστροφή. Οι υποψίες για τον θύτη έπεσαν στη φασιστική Ιταλία του αλαζόνα Μουσολίνι που ονειρευόταν την ανασύσταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στη Μεσόγειο, τη δημιουργία του Mare Nostrum.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 27 Αυγούστου, ένας ερασιτέχνης ψαράς ανασύρει τυχαίως ένα μέρος της τορπίλης που εξερράγη στον δυτικό λιμενοβραχίονα. Οι υπόνοιες μετατρέπονται σε βεβαιότητα. Η τορπίλη ήταν ιταλικής προέλευσης. Εκτοξεύτηκε από το υποβρύχιο Delfino που ήταν εν καταδύσει έξω από το λιμάνι της Τήνου. Ο Ιταλός κυβερνήτης του υποβρυχίου, Αϊκάρντι, είχε πάρει σαφέστατες διαταγές κατευθείαν από τον Διοικητή των Δωδεκανήσων De Vechi , να προβεί σε αυτή την ύπουλη και άνανδρη πρόκληση εναντίον της Ελλάδας εκείνη τη μέρα, γεμάτη συμβολισμούς για την Ορθοδοξία. Αν και ο υπεύθυνος του εγκλήματος αποκαλύφθηκε σύντομα, η ελληνική κυβέρνηση του δικτάτορα Μεταξά προτίμησε να διατηρήσει μια κατευναστική στάση. Η Ελλάδα ήθελε να αποφύγει τον πόλεμο πάσει θυσία ή τουλάχιστον να κερδίσει όσο πιο πολύ χρόνο ώστε να είναι προετοιμασμένη κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τον επικείμενο πόλεμο. Όμως ο ελληνικός λαός δεν συγχώρεσε τους εγκληματίες, ακόμη και αν αυτοί δεν ήταν επίσημα γνωστοί. Αισθανόμενος πόνο για τα αδικοχαμένα παλληκάρια του «ΕΛΛΗ» και προσβολή στο θρησκευτικό του συναίσθημα, διότι ο επιτιθέμενος δεν σεβάστηκε ούτε τη μεγαλύτερη θερινή γιορτή της Ορθοδοξίας, θα έδινε μια βροντερή απάντηση στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, εκπλήσσοντας όλον τον κόσμο, φίλους κα εχθρούς.
Ποιος δεν γνωρίζει άλλωστε και το πανέμορφο τραγούδι της Σοφίας Βέμπο που, μεταξύ άλλων, προσεύχεται στη γλυκιά Παναγιά να γυρίσουν όλοι οι μαχητές ξανά σώοι στις εστίες τους;Πολλοί στρατιώτες διηγούνταν ότι την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους «σκεπάζει», καθώς πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας.
Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του στρατιώτη Σπυρίδωνα Χουλιάρα. Ενώ οι στρατιώτες πολεμούσαν κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες, εμφανίστηκε μπροστά τους η Παναγία που ως προστάτιδα τους «σκέπασε» με το πέπλο της και τους οδήγησε εναντίον του εχθρού.
Παρόμοια θαύματα επιβεβαιώνονται και από άλλους στρατιώτες. Όλοι αυτοί ανέφεραν ότι έβλεπαν το ίδιο όραμα: τις νύχτες μια ψηλόλιγνη γυναικεία μορφή βάδιζε στο πλάι τους, με την καλύπτρα της ριγμένη από το κεφάλι στους ώμους.
Ένας πολεμιστής στο μέτωπο της Κορυτσάς, ο Τάσος Ρηγόπουλος, σημείωνε, μεταξύ άλλων, σ' ένα γράμμα του:
«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου [...]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. [...] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε».
Οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη είχαν βρεθεί σε δυσχερέστατη θέση. Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το ιταλικό πυροβολικό των αντιπάλων έβαλλε εναντίον τους τάγματος, προκαλώντας πολλές απώλειες. Όλες οι προσπάθειες των ανιχνευτών να εντοπίσουν τις εχθρικές θέσεις αποτύγχαναν, επειδή οι αντίπαλοι συνεχώς τα μετακινούσαν. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου, εν μέσω ακατάπαυστου βομβαρδισμού, ο ταγματάρχης Πετράκης αναφώνησε «Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας».
Έξαφνα, εμφανίστηκε ένα φωτεινό σύννεφο και σχηματίστηκε κάτι που θύμιζε φωτοστέφανο και έμοιαζε με τη μορφή της Παναγίας, που έγειρε προς τη γη και στάθηκε πάνω από ένα φαράγγι. Μπροστά στο θέαμα αυτό οι στρατιώτες ανατρίχιασαν και σταυροκοπήθηκαν αναφωνάζοντας «Θαύμα».
Οι θέσεις του ιταλικού πυροβολικού αποκαλύφθηκαν και η παρακείμενη ελληνική πυροβολαρχία τις βομβάρδισε αλύπητα. Λίγη ώρα μετά, τα αντίπαλα πυροβόλα σίγησαν οριστικά.
Η εικόνα της Παναγίας αποτέλεσε πηγή ελπίδας και αισιοδοξίας για τους στρατιώτες. Ενδεικτική είναι η ιστορία, όπου ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας την Παναγία της Νίκης. Γρήγορα η εικόνα απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή.
Οι στρατιώτες ενός τάγματος από την Άρτα ζητούσαν να μείνει η θαυματουργή εικόνα ένα βράδυ τουλάχιστον στο στρατόπεδό τους. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός. Οι στρατιώτες από τα άλλα τάγματα έπεσαν μπρούμυτα για να προστατευθούν. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο, βέβαιοι για την προστασία της Παναγίας.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα από τα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν εφορμήσουν εναντίον των Ιταλών, σταυροκοπιόντουσαν και αναφωνούσαν τρεις φορές «Παναγία μου!».
Πέρα από τις προαναφερόμενες, οι ιστορίες σχετικά με την παρουσία της Παναγίας στο μέτωπο και την αρωγή που πρόσφερε στους σκληρά δοκιμαζόμενους Έλληνες στρατιώτες είναι αμέτρητες. Ανάμεσα σ' αυτές εντύπωση προκαλεί η ιστορία του στρατιώτη Ν. Ντραμουντάνου. Ο λόχος του ήταν αποκομμένος σε ένα προχωρημένο ύψωμα. Βαριά χιονόπτωση απέκλειε κάθε δυνατότητα εφοδιασμού. Ο επικεφαλής του λόχου έστησε μια εικόνα της Παναγίας και ικέτευσε μαζί με τους στρατιώτες του να τους λυπηθεί. Λίγες στιγμές αργότερα, ξαφνιάστηκαν από τον ήχο κουδουνιών που ζύγωνε προς το μέρος τους. Επρόκειτο για ένα μουλάρι, που πλησιάζε προς το μέρος τους, φορτωμένο με προμήθειες. Κάτι τέτοιο είναι ουσιαστικά αδύνατο, αφού ένα εξημερωμένο ζώο, χωρίς οδηγό, δεν θα μπορούσε να περάσει το χιονισμένο βουνό. Όλοι είχαν την ίδια σκέψη: μόνο η Θεοτόκος θα μπορούσε να το είχε οδηγήσει ως το μέρος τους. Οι στρατιώτες γονάτισαν συγκινημένοι και έψαλαν «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους αφιερωμένους στην Παναγία.
Η σχέση του απλού κόσμου με την Παναγία συνεχίστηκε και στην Κατοχή, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα μιας γερόντισσας από τη Μεσσηνία. Έτρωγε τα χόρτα της χωρίς λάδι, εξοικονομώντας όσο περισσότερο μπορούσε για το καντηλάκι μπροστά από το εικόνισμα της Παναγίας. Κάθε πρωί προσευχόταν μπροστά από το εικόνισμα της «Καλό βράδυ, Παναΐτσα, προσκυνώ τη χάρη σου, με το καλό να ξανάρθω στο σπίτι μου, η βοήθειά σου θα με ξαναφέρει!» και στη συνέχεια μονολογούσε «Είχα μούτρα να ειπώ τόσα λόγια, αν άφηνα τα εικονίσματά μου στο σκοτάδι;»
Επρόκειτο για μαρτυρίες ενός τύπου λατρείας (όπως και τα τάματα) που βασίζεται στην ανταπόδοση, μια από τις βάσεις της λατρευτικής σχέσης του ανθρώπου με τη θεότητα.
Πολλές είναι λοιπόν, οι μαρτυρίες για εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας στο μέτωπο. Υπήρξε όντως θεία παρέμβαση; Οραματική ενόραση; Αποτέλεσμα ακράδαντης πίστης; Αποκύημα φαντασίας ή ομαδικής παράκρουσης; Τι έχει συμβεί στα αλήθεια, λίγη έχει σημασία. Η λογική εξήγηση είναι αντικείμενο των επιστημόνων. Αυτό που μετρά είναι ότι αποτελούν μια ακόμη αδιάψευστη μαρτυρία της αγάπης που είχε τότε ο ανώνυμος, απλός λαός για την Παναγία και την αίσθηση ότι βρισκόταν πάντοτε στο πλευρό του, ότι έδινε ανακούφιση στον πόνο του. Τα συμβάντα αυτά χαλύβδωσαν τη θέληση των στρατιωτών και του λαού να αντισταθεί στον εισβολέα και να δημιουργηθεί το απαράμιλλο «Έπος του 1940».