Η Α΄ Σύνοδος του Βατικανού που θέσπισε το αλάθητο του Πάπα


                                

    (Στεφανίδου Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Παπαδημητρίου σελ. 652-653)

    Κατά τα τέλη του Μεσαιώνος η επί των καθολικών επιρροή του πάπα είχε κλονισθεί, αλλά κατά τους νεωτέρους χρόνους αύτη βαθμηδόν ηύξησε. Τα αίτια είναι κυρίως δύο. Πρώτον, οι καθολικοί όλων των χωρών, ένεκα του αγώνος κατά των Διαμαρτυρομένων, έγιναν φανατικώτεροι και περισσότερον αφωσιωμένοι εις τον πάπαν. Δεύτερον, μετά την Διαφώτισιν της ιη' εκατονταετηρίδος και τας παρεκτροπάς της μεγάλης γαλλικής επαναστάσεως (1789), οι άνθρωποι κατελήφθησαν υπό κόρου δια τας νεωτεριζούσας ιδέας και ενοστάλγησαν τον Μεσαιώνα εν όλαις ταις σχέσεσιν αυτού. Εζήτουν να επανέλθωσιν εις αυτόν, επομένως και εις την Εκκλησίαν αυτού και τον πάπαν. Εζήτουν να επανέλθωσι και εις τα μεσαιωνικά ποιήματα, όσα είχον γραφεί όχι εις την λατινικήν, αλλ’ εις τας εκ ταύτης προελθούσας ρωμανικάς γλώσσας, και ένεκα τούτου ωνομάζοντο «ρωμάν» (romans). Δια τούτο όλη η προς τον Μεσαιώνα κίνησις αύτη ωνομάσθη «ρωμαντισμός» (το πρώτον ήμισυ της ιθ' εκατονταετηρίδος)(1).
    Η αύξησις της επιρροής του πάπα επί των καθολικών κατέληξεν εις την επίσημον ανακήρυξιν του παπικού αλαθήτου εν τη συνόδω του Βατικανού (XX οικουμενική σύνοδος,1870). Ως τόπος της συνόδου εχρησίμευσεν η δεξιά κεραία του σταυροειδούς σχήματος του εσωτερικού του ναού του Αγίου Πέτρου. Παρέστησαν 767 ιεράρχαι της Δύσεως και απεκλείσθη ολοτελώς η συμμετοχή λαϊκών. Ωρίσθησαν ειδικαί επιτροπαί, αι δε γενικαί συνεδρίαι άνευ συζητήσεων εδέχοντο ή απέρριπτον τα υπό των επιτροπών αποφασισθέντα. Έκαστον μέλος έλεγε placet (αρέσκει, ναι) ή non placet (απαρέσκει, όχι). Αι αποφάσεις ελαμβάνοντο κατά πλειοψηφίαν. Μετά προηγουμένην κατά πλειοψηφίαν απόφασιν της οικείας επιτροπής το παπικόν αλάθητον εψηφίσθη υπό της τετάρτης γενικής συνελεύσεως (18 Ιουλίου).
    Ως κυρία δικαιολογία του αλαθήτου προεβλήθη, ότι ο πάπας είναι αντιπρόσωπος του Χριστού. Εν τη αυτή συνεδρία Πίος ο Θ', υπό ισχυράν καταιγίδα μετ’ αστραπών και βροντών και κεραυνών, ανέγνωσε το παπικόν δεκρετάλιον, δια του οποίου ανεγνώρισε το αλάθητον εαυτού, όλων των προηγουμένων και όλων των μελλόντων παπών (Δεκρετάλιον «Pastor aeternus»). Ότι, δηλαδή, έχει «πλήρη και υψίστην δικαστικήν εφ’ όλης της Εκκλησίας εξουσίαν... τακτικήν και άμεσον», ορίζει την διδασκαλίαν της πίστεως και των ηθών αλαθήτως», «αι αποφάσεις του ρωμαίου ποντίφηκος είναι αμετάβλητοι εξ εαυτών και όχι ένεκα τούτου, ότι μετ’ αυτών συμφωνεί η Εκκλησία», «αν δε τις σκεφθή, ο μη γένοιτο, να αντείπη τω ημετέρω τούτω ορισμώ, ανάθεμα έστω» (2).
    Πολλοί επίσκοποι (κυρίως Γερμανοί και Αυστριακοί) είχον αντιταχθεί εις την ανακήρυξιν του παπικού αλαθήτου. Ηρώτησαν τον πάπαν Πίον τον Θ', αν εθεώρει την ανακήρυξιν ταύτην επίκαιρον. Ο πάπας απήντησεν.
    «Όχι, αλλ’ αναγκαίαν».
    Υπέδειξαν εις αυτόν, ότι περί του παπικού αλαθήτου δεν υπήρχεν ασφαλής παράδοσις της Εκκλησίας. Ο πάπας απήντησεν ιταλιστί˙
    «η παράδοσις είμαι εγώ» (La traditio sono iο).
    Οι διαφωνούντες επίσκοποι βαθμηδόν, κατά διάφορα στάδια της εξελίξεως του ζητήματος, και προ της τελικής αποφάσεως και μετ’ αυτήν υπετάγησαν. Η ανακήρυξις του αλαθήτου, ούσα αποτέλεσμα της κατά τους νεωτέρους χρόνους αυξήσεως της παπικής εξουσίας, συνετέλεσεν εις μεγαλητέραν αύξησιν αυτής (3).

    (1) Επειδή τα μεσαιωνικά ταύτα ποιήματα και τα νέα την εποχήν εκείνην γραφόμενα ήσαν αισθηματολογικά, αι λέξεις «ρωμαντισμός» και «ρωμαντικός» απέκτησαν ανάλογον σημασίαν.
    (2) Το λατινικόν κείμενον «Plenam et supreman potestatem jurisdictionis in universam ecclesiam... ordinariam et immediatam» (κεφ. lll), «doctrinam de fide vel moribus... definit... infallibiliiate», «romani pontificis definitiones esse ex sese non autem ex consensu ecclesiae irreformabiles», «si quis autem huic nostrae definitioni contradicere, quod Deus avertat, praesumpserit, anathema sit» (κεφ. VI).
    (3) Μόνον μεταξύ των μεμορφωμένων καθολικών της Γερμανίας παρήχθη κατά του παπικού αλαθήτου κίνησις, της οποίας προέστησαν καθολικοί καθηγηταί των πανεπιστημίων και μάλιστα ο του Μονάχου Ιγνάτιος Δέλιγγερ. Ότε ο μητροπολίτης του Μονάχου (1871) απαίτησεν υποταγήν, ο Δέλιγγερ εδήλωσεν, ότι «ως χριστιανός, θεολόγος, ιστορικός και πολίτης» αρνείται να υποταχθή, έγγραφον δε, φέρον δέκα οκτώ χιλιάδας υπογραφάς, εστάλη εις τον βασιλέα της Βαυαρίας, ζητούν να εμποδισθή η εισαγωγή του δόγματος τούτου εις την διδασκαλίαν. Ο μητροπολίτης αφώρισε τους υπογράψαντας το έγγραφον. Ήρχισεν η διαμόρφωσις αυτών εις ιδιαιτέραν Εκκλησίαν, αυτοκληθείσαν «Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών». Επισκοπικά καθήκοντα παρ’ αυτοίς, κατ’ αρχάς, ετέλει ο επίσκοπος της ιανσενιζούσης καθολικής σχισματικής Εκκλησίας της Ουτρέχτης (Ολλανδίας), αλλά μετ’ ολίγον απέκτησαν ίδιον επίσκοπον εν Βόννη (1873). Οι Παλαιοκαθολικοί εισήγαγον εις την Εκκλησίαν αυτών μεταβολάς˙ κατήργησαν τας ευσεβείς οδοιπορίας, τας αφέσεις, την προσκύνησιν των αγίων και των εικόνων, το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, την μετουσίωσιν, την ισοτιμίαν της ιεράς παραδόσεως προς την Αγίαν Γραφήν, το υποχρεωτικόν της εξομολογήσεως, της νηστείας και της αγαμίας του κλήρου, την λατινικήν γλώσσαν εν τη θεία λατρεία, εισαγαγόντες την γερμανικήν. Παλαιοκαθολική Εκκλησία εσχηματίσθη και εν τη Γερμανική Ελβετία, ονομαζομένη «Καθολική Εκκλησία του Χριστού» (Christkatholische Kirche), υπό ιδιαίτερον επίσκοπον, εδρεύοντα εν Βέρνη (1876), εν τω πανεπιστημίω της οποίας ιδρύθη παλαιοκαθολική θεολογική σχολή. Παλαιοκαθολική Εκκλησία εσχηματίσθη επίσης εν Αυστρία (1872/77) και Τσεχοσλοβακία (1920), υπό ιδιαιτέρους επισκόπους. Απόπειραι ενώσεως των Παλαιοκαθολικών και Ορθοδόξων (Συνέδρια Βόννης 1875, Λυκέρνης 1892 και Βιέννης 1897) απέτυχον, διότι οι Παλαιοκαθολικοί, το μεν, εμμένουσιν εν τισι καθολικαίς ιδέαις (αποβάλλουσι μεν εκ του συμβόλου την προσθήκην του filioque, δεν απορρίπτουσιν όμως και την σχετικήν διδασκαλίαν), το δε, ένεκα των μνημονευθεισών προτεσταντιζουσών ιδεών αυτών.