Η εορτή της Ινδίκτου
Απόσπασμα από την διπλωματική εργασία Δημητρίου Λυκ. Κολλίντζα σελ. 28-35, Χανιά 2018
Τι είναι η ίνδικτος;
Σχετικά με την καθιέρωση της εορτής της Ινδίκτου, αναφέρονται στο Μέγα Ωρολόγιον τα εξής: Οι της Ρώμης Αυτοκράτορες, προς διατήρησιν των στρατευμάτων, διέτασσον δια θεσπίσματος εις τους εαυτών υπηκόους, φόρον τινά γενικόν κατά πάσας επαρχίαν, ούτινος η πληρωμή εγίνετο κατ’ ενιαυτόν, επαναλαμβανομένου του αυτού θεσπίσματος εις διάστημα ετών 15.....Το δε αυτοκρατορικόν θέσπισμα, δι’ ου ο φόρος ούτος διετάσσετο ολίγον τι προ του χειμώνος, ωνομάζετο Indictio, ο εστιν ορισμός, η διάγγελμα περί του φόρου, όπερ εξελληνίσαντες εις το Ινδικτιών οι βασιλείς της Κωνσταντινουπόλεως, διετήρησαν αυτήν, ει και αντ’ αυτής ενίοτε μετεχειρίζοντο την Επινέμησιν, σημαίνουσαν διανομήν...1
Η λέξη Ίνδικτος η Ινδικτιών προέρχεται από τη λατινική λέξη Indictio, indictio-onis, που σημαίνει διάγγελμα, εξαγγελία, ορισμός. Ως όρος προέρχεται από την θέσπιση, από μέρους των Ρωμαίων και για διάστημα δεκαπέντε ετών, το ύψος του ετήσιου φόρου επί της γεωργικής παραγωγής. Ο φόρος αυτός είχε θεσπιστεί για τη συντήρηση του ρωμαϊκού στρατού. Κατ’ επέκταση η ίνδικτος είναι περίοδος 15ετης και χρησιμοποιείται για τη χρονολόγηση εγγράφων ή και γεγονότων. Η χρήση της Ινδίκτου άρχισε, πιθανόν, επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού, αλλά με διάρκεια 5 έτη. Κατ’ επέκτασιν καθιερώθηκε να ονομάζονται ινδικτιώνες και οι δεκαπενταετείς αυτοί κύκλοι που άρχισαν επί Καίσαρος Αυγούστου, τρία χρόνια πριν από την γέννηση του Χριστού 2. Για πρώτη φορά Ινδικτιών με διάρκεια 15 ετών αρχίζει το 312 μ.Χ. επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και διαρκούσε τόσο διότι 15 έτη διαρκούσε και η στρατιωτική θητεία στον ρωμαϊκό στρατό.
Γένεση και εξέλιξη της εορτής της Ινδίκτου
Οι Ρωμαίοι θέλησαν να επιβάλουν την Pax Romana σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας καταργώντας σύνορα, δημιουργώντας ένα άρτιο οδικό δίκτυο, χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα ως επίσημή του κράτους κ.α. Μέσα σε αυτό το πνεύμα της ρωμαϊκής κυριαρχίας επιβλήθηκε το «Ιουλιανό» ημερολόγιο ως επίσημο ημερολόγιο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήδη από το 44 – 45 π.Χ., επί της τέταρτης Υπατείας του Ιούλιου Καίσαρα, το οποίο ήταν έργο του Αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένους -κατά το Μακρόβιον ήταν έργο του Μαρκίου Φλαυϊου3- και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Ιούλιου Καίσαρα, καθιερώνοντας την 1η Ιανουαρίου ως πρώτη ημέρα του ενιαυτού4.
Ο όρος Ίνδικτος ως μονάδα μέτρησης του χρόνου (1 Ίνδικτος = 15 έτη) εισήχθη εκείνη την περίοδο στο ρωμαϊκό ημερολόγιο γι’ αυτό και ονομάστηκε ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ ή ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ και άρχιζε πιθανώς την 25η Δεκεμβρίου. Εκτός όμως από τη διάρκεια των δεκαπέντε ετών ο όρος Ίνδικτος η Ινδικτιών χρησιμοποιείται για να δηλώσει και την χρονική διάρκεια εκάστου έτους της Ινδικτιώνος, π.χ. 1ο έτος η 2ο έτος κ.λπ. της τάδε Ινδικτιώνος. Το σύστημα αυτό επικράτησε σ’ όλο το χριστιανικό κόσμο κατά τη βυζαντινή περίοδο, αλλά συνεχίστηκε και στα μεταβυζαντινά ελληνικά κείμενα (τα πατριαρχικά-εθναρχικά).5
Το «Ιουλιανό» ημερολόγιο διαδέχτηκε το παλαιότερό του Νουμά του Πομπηλίου, το οποίο ως ημέρα πρωτοχρονιάς θεωρούσε την 1η Μαρτίου - έτσι εξηγείται και η ονομασία του 7ου, 8ου, 9ου και 10ου μήνα ως Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, Νοέμβριος και Δεκέμβριος αντίστοιχα. Επί πάπα Ρώμης Γρηγορίου του ΙΓ διορθώθηκε το, έως τότε ισχύον, «Ιουλιανό» ημερολόγιο από τον αστρονόμο Αλοήσιο Λίλιο. Το διορθωμένο νέο ημερολόγιο καθιερώθηκε ως «Γρηγοριανό» ημερολόγιο προς τιμήν του πάπα Ρώμης Γρηγορίου του ΙΓ και θεσπίστηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1582.
Στο Βυζάντιο ο υπολογισμός του χρόνου σε Ινδίκτους εισήχθη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο το 312 μ.Χ., όποτε και ονομάστηκε η Ίνδικτος Κωνσταντινική, η της Κωνσταντινουπόλεως η Ελληνική. Ο Σ. Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιον αναφέρει: Από του Μεγάλου Κωνσταντίνου (313) εγένετο επισήμως χρήσις της Ινδικτιώνος ως χρονολογίας, έκτοτε δε η εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του νυν εορτάζει την α' Σεπτεμβρίου ως αρχήν του εκκλησιαστικού έτους. «Ίνδικτον ημίν ευλόγει νέου χρόνου, ω και παλαιέ και δι ανθρώπους νέε»6. Ο χριστιανικός κόσμος ως τον 6ο-7ο αι. χρησιμοποιεί τα τοπικά η εθνικά ημερολόγια χωρίς να έχει ενιαίο, κοινό ή Χριστοκεντρικό ημερολόγιο7.
Αρχικά, τα ημερολόγια είχαν ως Πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, καθώς ήταν η ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Αργότερα ο αυτοκράτορας της Ρώμης Οκταβιανός καθιέρωσε την 23η Σεπτεμβρίου, ημέρα γενεθλίων του (γεννήθηκε στη Ρώμη 23 Σεπτεμβρίου του έτους 63 μ.Χ.) ως Πρωτοχρονιά και αρχή της Ινδίκτου.
Κατά τον Ιωάννη Φουντούλη, η πρωτοχρονιά μετατέθη το 462 π.Χ. την 1η Σεπτεμβρίου (Ίνδικτος) για να συμπίπτει η αρχή του έτους με την αρχή του μηνός. Παρατηρεί κανείς τη σημασία της 1ης Σεπτεμβρίου, ως αφετηρία για να διαμορφωθεί το εορτολόγιο από τους πρώτους κιόλας αιώνες, καθώς ήταν επίσημα η πρωτοχρονιά κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο8. Αργότερα εμφανίζεται η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου, σε συσχετισμό όχι τόσο με το χειμερινό ηλιοστάσιο, αλλά όσο με τις εορτές της θείας ενανθρωπίσεως, που ήδη υφίσταντο γεγονός ρωμαϊκής μεταβολής που υιοθέτησε η ορθόδοξη Ανατολή. Επί Ιουστινιανού Α ́ (537 μ.Χ.) η Ίνδικτος εισήχθη ως επίσημη χρονολογία στα κρατικά έγγραφα και στα πρακτικά των δικαστηρίων, με αρχή πάντα την 1η Σεπτεμβρίου.
Το 680 μ.Χ. η Στ ́ Οικουμενική Σύνοδος καθιέρωσε ως πρώτη ημέρα του έτους την 1η Σεπτεμβρίου9. Ο Κύριλλος Λούκαρις, κατά την 2η πατριαρχεία του στον Οικουμενικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, το 1623, καθιέρωσε την χρονολόγηση από της Γεννήσεως του Χριστού, αντί της από κοσμογονίας που ίσχυε ως τότε. Ως Εκκλησιαστική Πρωτοχρονιά παρέμεινε η 1η Σεπτεμβρίου. Υπάρχουν, τρία είδη χρονολογικής αρίθμησης με Ινδικτίωνες: 1) η Δυτική, η οποία ονομάζεται και αυτοκρατορική και καισαρική που αρχίζει στις 24 Σεπτεμβρίου, 2) η Παπική που ξεκινά την 1η Ιανουαρίου και 3) της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία αρχίζει την πρώτη του Σεπτέμβρη10.
Έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Διονυσίου Μπιλάλη Ανατολικιώτη ότι πιθανότατα, τουλάχιστον κατά τον 9ο αιώνα, την 1η Σεπτεμβρίου εορταζόταν η γέννηση του Χριστού11. Σε ένα παλαιό τυπικό της άγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, σε χειρόγραφο του 9ου αιώνα12, στην 1η Σεπτεμβρίου στο τρίτο αντίφωνο της λειτουργίας ψάλλεται το έφύμνιο «Σώσον ημάς, Υιέ Θεού, ο εκ παρθένου τεχθείς, ψάλλοντάς σοι αλληλούια» το οποίο είναι της λειτουργίας των Χριστουγέννων και ψάλλεται στις 25 Δεκεμβρίου! Επίσης Την εποχή που πατριάρχης ήταν ο άγιος Φωτιος ο μέγας, στην λειτουργία που ο ίδιος χοροστατούσε στην αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως την 1η Σεπτεμβρίου, ανυμνούσαν την γέννησι του Κυρίου13.
Μετά από όλη αυτή την πορεία της χρονολόγησης και διευθέτησης του ημερολογίου από την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας έως και σήμερα, καθώς και η εξέλιξη της Ινδίκτου από περίοδο φορολόγησης, για τη συντήρηση του πολυδάπανου ρωμαϊκού στρατού, σε έναρξη του έτους, η Εκκλησία κατέληξε να ορίσει ως αρχή του εκκλησιαστικού έτους την α ́ Σεπτεμβρίου, ημέρα, παλαιότερα, εορτασμού έναρξης του ενιαυτού. Η εορτή της Ινδίκτου αν και δεν ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων εορτών, βρίσκουμε σε αυτήν στοιχεία και Δεσποτικής και Θεομητορικής, αλλά και αγιολογικής εορτής14. Η χρονολόγηση του ενιαυτού με βάση την α ́ Σεπτεμβρίου – Το εκκλησιαστικό έτος. Την πρώτη Σεπτεμβρίου όρισε, λοιπόν, η Εκκλησία, από πολύ νωρίς, ως εναρκτήρια ημέρα του Εκκλησιαστικού έτους και της έδωσε χριστιανικό περιεχόμενο. Με βάση το ηλιακό ημερολόγιο, το ιουλιανό, καθορίστηκαν οι χριστιανικές εορτές.
Πρωτίστως τιμά στις 23 Σεπτεμβρίου -παλαιά έναρξη του έτους- τη Σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου, του προσώπου που γεφυρώνει την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η Σύλληψις του Ιωάννη του Προδρόμου αποτελεί και το πρώτο γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. και σύλληψη του Ιησού Χριστού (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), σύμφωνα με την ευαγγελική διήγηση, έξι μήνες μετά, στις 25 Μαρτίου. Αντίστοιχα η γέννηση του Προδρόμου ορίσθηκε στις 24 Ιουνίου και του Χριστού (τελικά) στις 25 Δεκεμβρίου, με προϋπόθεση τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια και συμβολική ερμηνεία του λόγου του Προδρόμου για το Χριστό: «Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δει ελαττούσθαι» (Ιω. 3, 30).
Εν μέρει η σειρά των δεσποτικών και κυρίως των θεομητορικών εορτών ρυθμίζονται με βάση το νέο έτος της 23ης ή 24ης ή αργότερα της 1ης Σεπτεμβρίου, με πρώτη εορτή την Γέννηση της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου), 21 Νοεμβρίου τα Εισόδια και στο τέλος του έτους η Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η ανάγνωση του ευαγγελίου του Λουκά, που αφηγείται τα πρώτα γεγονότα της ευαγγελικής ιστορίας, αρχίζει τη Δευτέρα μετά την Κυριακή μετά την Ύψωση, από την πρώτη, δηλαδή, Δευτέρα του «νέου έτους» (έτσι γράφουν οι παλαιές διατάξεις)15. Τα κριτήρια, δηλαδή, είναι πνευματικά και όχι κοσμικά ή επιστημονικά16.
Θεολογικό και πνευματικό νόημα της εορτής της Ινδίκτου
Για τη σημασία του εορτασμού αυτής της ημέρας, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στο Συναξαριστή του17:
Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Εκκλησία εορτάζει σήμερον την Ινδικτιώνα, δια τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Δια τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Ρωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Ινδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Και δεύτερον εορτάζει ταύτην η Εκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Ιουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Βιβλίον του Προφήτου Ησαΐου, καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ ́). Το οποίον Βιβλίον ανοίξας ο Κύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Ησαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον δια λόγου του τα λόγια ταύτα· «Πνεύμα Κυρίου επ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Αφ ου δε ανέγνωσεν ο Κύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Βιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε δια τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Ευαγγελιστής Λουκάς.
Είναι δε και τρίτη αιτία, δια την οποίαν η Εκκλησία του Χριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Ινδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου· ήγουν, ίνα δια μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Και ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Και ούτω να τύχωμεν των εν Ουρανοίς αιωνίων αγαθών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τη διδασκαλία του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας εορτάζει την Ινδικτίωνα για τρεις λόγους:
1. Επειδή είναι η αρχή του χρόνου
Ο Άγιος Νικόδημος αναφέρει ότι ο Σεπτέμβριος θεωρείται ως αρχή του έτους διότι κυρίως το μήνα αυτό η γη σταματά μεν να γεννά καρπούς αλλά προετοιμάζεται για νέο κύκλο βλάστησης. Το Σεπτέμβριο γίνεται η φθινοπωρινή Ισημερία και το κλίμα είναι κατάλληλο να ξεκινήσει να καλλιεργηθεί η γη εκ νέου. Αρχίζει νέος κύκλος βλάστησης με τη βοήθεια και των πρώτων βροχοπτώσεων. Οι Χριστιανοί από τα πρώτα χρόνια συνήθιζαν να αποδίδουν ευχαριστίες στο Θεό για την αρχή της παραγωγικής περιόδου, κάτι που έκαναν και οι Ιουδαίοι την πρώτη μέρα του έβδομου ιουδαϊκού μηνός, αρχές Σεπτεμβρίου, όποτε και τελούσαν την εορτή της Νεομηνίας η των Σαλπίγγων, σύμφωνα με τις εντολές του Μωσαϊκού Νόμου.
2. Επειδή κατά την σημερινή μέρα πήγε ο Κύριος στη συναγωγή των Ιουδαίων και του δόθηκε το βιβλίο του Προφήτη Ησαία (Λουκ. δ ), για να διαβάσει και ανοίγοντάς το βρέθηκε ο Κύριος στο 61ο κεφάλαιο του Ησαία, όπου αναφέρονται τα εξής: “Πνεύμα Κυρίου επ εμέ, ου ένεκεν έχρισε με. ευαγγελίσασθαι πτωχοίς...”. Αφού ο Χριστός διάβασε τα λόγια αυτά, έκλεισε το βιβλίο και το έδωσε στον υπηρέτη. Έπειτα κάθισε και είπε στο λαό: «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Στο Συναξαριστή σημειώνεται ότι το περιστατικό συνέβη κατά το δεύτερο έτος του κηρύγματος του Χριστού μετά το θαύμα του στον γάμο της Κανά και την συνομιλία του με τη Σαμαρείτιδα στο φρέαρ, στη συναγωγή της Ναζαρέτ18. Με αυτό το γεγονός, ο Χριστός θέλησε να εγκαινιάσει μία νέα εποχή για τον άνθρωπο με την παρουσία του στη γη και να ανακεφαλαιώσει τον αισθητό κόσμο και το Νόμο.
3. Με τον εορτασμό της Ινδίκτου η Εκκλησία εορτάζει την αρχή του νέου έτους, μέσω των ύμνων και της ικεσίας που προσφέρουμε στον Θεό, ώστε να ευλογήσει το νέο έτος και να χαρίσει ευτυχία και αγαθά, να φωτίσει τη διάνοιά μας ώστε να περάσουμε το νέο έτος με αγαθή συνείδηση και τηρώντας τις εντολές του και έτσι να κερδίσουμε τα αιώνια ουράνια αγαθά.
Συνοψίζοντας, αλλά και συνδυάζοντας τους τρεις παραπάνω λόγους για τους οποίους εορτάζει η Εκκλησία μας την εορτή της Ινδίκτου, θα λέγαμε ότι η αρχή του Σεπτεμβρίου συμβολίζει την αναγέννηση της φύσης και την αναζωογόννηση ολόκληρης της φύσης. Η αναγέννηση αυτή σηματοδοτεί και την συντήρηση και επιβίωση του ανθρώπου, καθώς ο τελευταίος καλλιεργεί και γεύεται τους καρπούς της γης και της φύσης όλης. Την ίδια ευλογία λαμβάνει και με τον ερχομό του Χριστού. Ο Κύριος με την παρουσία του στη Γη και την δήλωσή του ότι εκπληρώθηκαν οι Γραφές, σηματοδοτεί μία νέα αρχή στον κόσμο και μία αναζωογόνηση της φύσης του ανθρώπου. Αυτά τα γεγονότα δεν τα παραγνωρίζει η Εκκλησία, αντίθετα να εορτάζει με κάθε λαμπρότητα και χαρά καθιερώνοντας την πρώτη Σεπτεμβρίου ημέρα ανάμνησής τους και δοξολογίας προς τον Κύριο για τα φυσικά αλλά και τα πνευματικά αγαθά που μας δίνει γενναιόδωρα.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ξεκινάει την ομιλία του «Εις την Αρχήν της Ινδίκτου»19 με τα παρακάτω λόγια: «Θαυμασταί των Ορθοδόξων αι πανηγύρεις, φαιδραί των Μαρτύρων αι Μνήμαι, ανεπαίσχυντες των ευσεβών αι ευωχίαι. Ου σεβόμεθα χρόνον τον αστάτως κινούμενον, ου εορτάζομεν ενιαυτόν την της ανθρώπων ζωής δαπάνην, ου προσκυνούμεν αιώνα, τον εις φθοράν ημάς έλκοντα, ου λατρεύομεν τη κτίση, πάντα σύνδουλα γαρ ταύτα».
Στο ευαγγέλιο της εορτής της Ινδίκτου αναφέρεται «...Σήμερον πεπλήρωται η Γραφή αύτη εν τοις ωσίν υμών» (Λουκ. 4,21). Με το ίδιο χρονικό επίρρημα επενδύονται σπουδαίοι ύμνοι της Εκκλησίας μας όπως «Σήμερον το κατά του Χριστού, πονηρόν συνήχθη συνέδριον», «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου», «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου». Το Σήμερον αυτό δεν ειπώθηκε από τον Χριστό με την κυριολεκτική σημασία του, αλλά δηλώνει το σήμερα του Άκτιστου Θεού, στην ουσία, το νυν και αεί. Ο χρόνος άλλωστε δεν προϋπήρχε του Θεού, αλλά είναι κτίση Αυτού «εκ του μηδενός», καθώς ο Θεός είναι «ο την του χρόνου φύσιν κατασκευάσας»20. Αυτός είναι ο «Ενιαυτός Κυρίου δεκτός» (Λουκ. 4,19). Η Εκκλησία, αναφέρει ο Ιωάννης Φουντούλης, όταν γιορτάζει τα περισσότερο η λιγότερο σημαντικά γεγονότα της σωτηρίας μας δεν τα θυμάται απλώς, αλλά τα ξαναζεί ως παρόντα, όπως ακριβώς όλα για τον Θεό είναι παρόντα, είτε έγιναν στο παρελθόν, είτε γίνονται τώρα η θα γίνουν στο μέλλον21. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος προσδιορίζει τη σχετικότητα του χρόνου, αφού τον ορίζει ως «το κινήσει τινί μεριζόμενον και μετρούμενον»22. Ο Θεός δημιουργεί το χρόνο ως των «πάντων ποιητής, των τε αιώνων και πάντων των όντων» (Ι. Δαμασκηνός). Η Εκκλησία αντιλαμβάνεται τον χρόνο με εσχατολογική προοπτική. O χρόνος είναι όργανο του Θεού για να φανερωθεί στον άνθρωπο και να πραγματοποιηθεί η σωτηρία του ανθρώπου ως μέρος της θείας οικονομίας.
Υποσημειώσεις
1 Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού του Ίμβριου, Ωρολόγιον το Μέγα περιέχον άπασαν την ανήκουσαν αυτώ ακολουθίαν, κατά την τάξιν της ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας, και εξαιρέτως των υποκειμενων αυτή ευαγών μοναστηριων, Ελληνική Τυπογραφία του Φοίνικος, Βενετία 1851, σελ. 163-164.
2 Μακάριου ιερομόναχου Σιμωνοπετρίτη, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ίνδικτος, τόμος πρώτος (Σεπτέμβριος).
3 Κυριακού Μελίρρυτου, Θεσσαλονικέα, Χρονολογία Ιστορική, Εκ του Τυπογραφείου της Σχολής των αποίκων Ελλήνων εμπόρων, Εν Οδησσώ 1836, σελ. 24.
4 Frederic Schoell, Ιστορική Χρονολογία, Εκ της τυπογραφίας Ιωάννου Σνεϊρέρου, Βιέννη 1818, σελ. 42.
5 πρωτ. Γεώργιου Μεταλληνού, Ένθετο της εφημ. Ελευθεροτυπία “Ιστορικά”, τχ. 64, 4-1-2001, σ. 34-37. Από Πεμπτουσία.
6 Σωφρόνιου Ευστρατιάδη Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως., Αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήνα 1995.
7 πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Μεταλληνού Ένθετο της εφημ. Ελευθεροτυπία “Ιστορικά”, τχ. 64, 4-1-2001, σελ. 34-37.
8 Ιωάννη Φουντούλη, εισήγηση: «Γένεσις των Χριστιανικών Εορτών», Πρακτικά Η ́ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη –15, Βόλος, 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, σελ. 52 και του ίδιου Λειτουργική Α’, Εισαγωγή στη θεία λατρεία, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 109 και 117.
9 Κυριακού Μελίρρυτου Θεσσαλονικέα, Χρονολογία Ιστορική, Εκ του Τυπογραφείου της Σχολής των αποίκων Ελλήνων εμπόρων, Εν Οδησσώ 1836, σελ. 25.
10 Frederic Schoell, Ιστορική Χρονολογία, Εκ της τυπογραφίας Ιωάννου Σνεϊρέρου, Βιέννη 1818, σελ. 107.
11 Διονυσίου Μπιλάλη Ανατολικιώτη, εισήγηση: «Λειτουργικαί και τυπολογικαί συνέπειαι της διορθώσεως του ημερολογίου», Πρακτικά Η ́ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη –15, Βόλος, 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, σελ. 453
12 Πατμιακός κώδικας 266, Διάταξις της αρχαίας Εκκλησιαστικής ακολουθίας, 9ος αι.
13 Διονυσίου Μπιλάλη Ανατολικιώτη, «Εκκλησιολόγος» Πατρών, 17/12/2011
14 Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, Εις Καιρούς και Ενιαυτούς, η Ίνδικτος ως απαρχή ενιαύσιος και εορτή της οικολογίας, εκδ. Δέσποινα Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 53.
15 Ιωάννη Φουντούλη, Τα ιουδαϊκά και ελληνορωμαϊκά ημερολόγια και οι χριστιανικές εορτές, Πρακτικά ΣΤ ́
Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων – Βόλος, 20 – 23 Σεπτεμβρίου 2004, Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη 24, Κλάδος Εκδόσεων της Επικοινωνιακής και Μορφωτικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα 2005, σελ. 276-279.
16 πρωτ. Γεώργιου Μεταλληνού Ένθετο της εφημ. Ελευθεροτυπία “Ιστορικά”, τχ. 64, 4-1-2001, σελ. 34-37.
19 J.P. Migne PG 59, σελ. 673.
20 J.P. Migne, PG 38, του εν αγίοις πατρός ημών Γρηγορίου του Θεολόγου Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τα ευρισκόμενα πάντα, Τόμος του Patrologiae cursus completus: series graeca. Seu Bibliotheca universalis, integra, uniformis, commoda, oeconomica, omnium SS. patrum, doctorum scriptorumque ecclesiasticorum...qui ab aevo apostolico ad...concilii Florentini (ann. 1439)..., , 1838, Διάλογος Γ’ , σελ. 1000.
21 Ιωάννη Φουντούλη, Λειτουργική Α’, Εισαγωγή στη θεία λατρεία, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 113-114.
22 Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Λόγος κθ ́. Θεολογικός Γ', Περὶ Υιού.